Ορθόδοξες ανθοδέσμες - Greek Flowers of Orthodoxy 1

 https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com

The Flowers of Orthodoxy

Ορθοδοξία






Ορθόδοξες ανθοδέσμες

Greek Flowers of Orthodoxy 1


ORTHODOX CHRISTIANITY – MULTILINGUAL ORTHODOXY – EASTERN ORTHODOX CHURCH – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ​SIMBAHANG ORTODOKSO NG SILANGAN – 东正教在中国 – ORTODOXIA – 日本正教会 – ORTODOSSIA – อีสเทิร์นออร์ทอดอกซ์ – ORTHODOXIE – 동방 정교회 – PRAWOSŁAWIE – ORTHODOXE KERK -​​ නැගෙනහිර ඕර්තඩොක්ස් සභාව​ – ​СРЦЕ ПРАВОСЛАВНО – BISERICA ORTODOXĂ –​ ​GEREJA ORTODOKS – ORTODOKSI – ПРАВОСЛАВИЕ – ORTODOKSE KIRKE – CHÍNH THỐNG GIÁO ĐÔNG PHƯƠNG​ – ​EAGLAIS CHEARTCHREIDMHEACH​ – ​ ՈՒՂՂԱՓԱՌ ԵԿԵՂԵՑԻՆ​​ / Abel-Tasos Gkiouzelis - https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com - Email: gkiouz.abel@gmail.com - Feel free to email me...!

♫•(¯`v´¯) ¸.•*¨*
◦.(¯`:☼:´¯)
..✿.(.^.)•.¸¸.•`•.¸¸✿
✩¸ ¸.•¨ 




«Ὅπως ἀναφέρει ἡ ἀλησμόνητη ἱστορικός καί συγγραφέας  Τότα Τσάκου-Κονβερτίνο, γέννημα καί θρέμμα τῆς ἐνορίας τῆς Παναγίας μας, ἀλλά καί ἄξιο τέκνο τοῦ Ὀρχομενοῦ, ὁ Ὀρχομενός δέν ὑπέστη παιδομάζωμα στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, οὔτε καί μπόρεσαν οἱ Τοῦρκοι νά πάρουν κορίτσια γιά τά χαρέμια τοῦ Σουλτάνου καί τῶν πασάδων. Καί τοῦτο, γιατί οἱ σοφοί, ἀλλά καί φλεγόμενοι ἀπό φιλοπατρία ἡγούμενοι τῆς Παναγίας μας, συνέλαβαν ἕνα σχέδιο. Στό λόφο ἀπέναντι ἀπ᾽ τήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας, οἱ ἡγούμενοι τοποθέτησαν μόνιμα ἕνα καλόγερο-σκοπό. Ἕνας δεύτερος καλόγερος-σκοπός βρισκόταν μόνιμα στό καμπαναριό τῆς Παναγίας μας. Μόλις ὁ καλόγερος, πού βρισκόταν στό λόφο, ἔβλεπε τά ἄλογα τῶν Τούρκων, ἤ κάτι ὕποπτο, ἄναβε μία φωτιά. Βλέποντας ὁ δεύτερος καλόγερος, πού βρισκόταν στό καμπαναριό, τόν καπνό, χτυποῦσε τίς καμπάνες. Οἱ μανάδες, ἀκούγοντας τίς καμπάνες, ἅρπαζαν τά παιδιά τους καί τά ἔφερναν στήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας μας. Στόν πρόναο τῆς Παναγίας μας ὑπῆρχε μία καταπακτή, πού μέσῳ μιᾶς μεγάλης σήραγγας ὁδηγοῦσε στό ἀρχαῖο κάστρο... Ἔβαζαν τά παιδιά στή σήραγγα, οἱ καλόγεροι ἔκλειναν τήν καταπακτή καί ὅλα ἥσυχα. Ἔρχονταν οἱ Τοῦρκοι, ἔψαχναν, ἀλλά πουθενά παιδιά καί ἔφευγαν ἄπρακτοι. Πράγματι μεγάλη ἡ προσφορά τῶν μοναχῶν τῆς Παναγίας μας στόν Ὀρχομενό καί στούς κατοίκους του»(ΠΣ, 20).




«Μέ αὐτή τήν ἁγάπη ὁ Ἅγιος Γέροντας τῆς Πάρου Φιλόθεος Ζερβάκος στεκόταν καί ἀπέναντι σέ ὅλη τήν κτίσι κι ἐκείνη τόν σεβόταν. Κάποτε μιά ἀγελάδα στεκόταν ἐμπόδιο στή διάβασι τοῦ αὐτοκινήτου, πού ἐπέβαινε ὁ ὅσιος, παρόλα τά κορναρίσματα. Τότε κατέβηκε ὁ ὅσιος, κάτι τῆς εἶπε στό αὐτί, κι ἠ ἀγελάδα ἀμέσως ἄνοιξε τό δρόμο στό ὄχημα»(ΠΚ, 17).



<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ἄν εἶσαι καλός καί σέ ἀδικοῦν, αὐτό εἶναι ὁ ἁγιασμός σου. Ἄν δέν εἶσαι καλός, εἶναι ἡ σωτηρία σου»(ΛΕ 42).



<>



«Δῶσε, Θεέ μου, ὥστε αὐτή τή μέρα σ᾽ ὅλα τά ἐργοστάσια, τά γραφεῖα, τά καταστήματα, τά χωράφια, σ᾽ ὅλους τούς τομεῖς τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητος νά ἐπικρατήσουν καλύτερες συνθῆκες.
Κάνε τή συνεργασία μεταξύ συναδέλφων εὐχάριστη.
Κάνε τή συνεργασία μεταξύ προϊσταμένων καί ὑφισταμένων πηγή χαρᾶς, παραγωγικότητος εὐλογημένης κι ὄχι αἰτία μίσους, δολοπλοκιῶν, ἀδικίας.
Μήν ἐπιτρέψεις Θεέ μου, τουλάχιστον σήμερα, οἱ ὧρες ἀπασχολήσεως νά ὑπερβοῦν τήν ἀντοχή.
Μήν τσακίσει ὁ κάματος τούς ἐργάτες. Μήν ἀφήσεις νά σωριασθῆ τόσος κόπος στό νοῦ, τό σῶμα, τά νεῦρα, τά μάτια, τά χέρια ἤ τά πόδια, πού ὁ ὕπνος νά μή μπορεῖ νά τόν διώξη.
Κύριε, ὁ ὄγκος τῆς δουλειᾶς, πού ἑκατομμύρια ἀνθρώπων θά παραγάγουν σήμερα, νά μήν εἶναι συντελεστής κακοῦ, ἀλλά εὐημερίας.
Καί τό βράδυ, Θεέ μου, ὅταν γυρίζουμε στά σπίτια μας μετά τή δουλειά, νά ἤμαστε βαθειά ἱκανοποιημένοι. Νά μήν πιέζη τίς καρδιές ὁ πόνος τῆς ἀδικίας, ἀλλά ἡ χαρά ἀπό μιά παραγωγική, δίκαια ἀμειβόμενη δουλειά, πού νά ἰκανοποιῆ τόν πόθο μας γιά δημιουργία.
Κύριε, ἀξίωσε σήμερα τόν καθένα μας νά γίνη συντελεστής γιά τό ποιοτικό ἀνέβασμα τῶν συνθηκῶν ἐργασίας μέ τήν ὁποία ἀπασχολεῖται»(ΤΔ, 94).


<>



«Μοῦ εἶπε πολλά ψυχωφελή διδάγματα [ὁ Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος τῆς Πάρου]. Ὅταν εἶχες μιά ἁμαρτία ἤ ἀπορία, σοῦ ἔδινε, σάν τόν καλό γιατρό, τό κατάλληλο πνευματικό φάρμακο γιά τή θεραπεία τῆς ψυχῆς.
Τί μοῦ εἶπε γιά μιά οἰκογενειακή ὐπόθεσι τῆς κόρης μου Κυριακῆς.
Ἦταν τό ἔτος 1976. Εἶχα μαζί μέ τά ἄλλα τέσσερα παιδιά πού εἶναι στή ζωή καί μία κόρη Κυριακή, πού τώρα εἶναι στόν οὐρανό κοντά στό Χριστό καί στήν Παναγία. Ἦταν 22 ἐτῶν καί ἐργαζόταν στόν ΟΤΕ στήν Ἀθήνα. Στίς 19 Ὀκτωβρίου τοῦ 1976 ἔπεσε σέ σιδηροδρομικό ἀτύχημα, καί ἔξαφνα σάν κεραυνό μάθαμε τήν εἴδησι. Τήν κλάψαμε ὅλοι καί τήν κηδεύσαμε στό χωριό μας στίς Τρίποδες Νάξου. Ὁ πόνος καί ἠ θλίψι ἦταν μεγάλος, ἰδιαίτερα σέ ἐμᾶς τούς γονεῖς. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες πῆγα στήν Πάρο καί βρῆκα τό Γέροντα Φιλόθεο. Τοῦ εἶπα τό γεγονός, καί ὅπως ἦταν πονόψυχος λυπήθηκε καί ἔκλαψε καί ἐκεῖνος μαζί μου. Ἐξομολογήθηκα, μοῦ ἔδωσε πνευματικές συμβουλές καί μοῦ ἀνέφερε ἱστορικά γεγονότα ἀπ᾽ τήν ἐμπειρία πού εἶχε...
Καί στό τέλος μοῦ λέει:
—Ἡ κόρη σου εἶναι κοντά στό Θεό νά μή λυπᾶσαι, μόνο δόξασε τό Θεό.
Ἔφυγα ἀπ᾽ τήν Πάρο μέ τίς πατρικές του συμβουλές καί νουθεσίες καί ἦρθα στό σπίτι μου στή Νάξο πολύ εὐχαριστημένος καί πνευματικά ἐνισχυμένος. Ἡ μάνα, ὅμως, πολύ περισσότερο πονᾶ τό παιδί τό ὁποῖο γέννησε ἀπ᾽ τόν πατέρα. Ἐκείνη ἔκλαιγε καί ἔπρεπε καί αὐτή νά παρηγορηθῆ καί τονωθῆ. Παίρνω, λοιπόν, τήν σύζυγό μου καί πᾶμε μαζί στήν Πάρο. Ἐκεῖ βρίσκουμε τό Γέροντα Φιλόθεο, καί σάν τήν εἶδε τῆς εἶπε:
—Τέκνο μου λυπήθηκες γιά τό παιδί σου.
Λέη ἡ σύζυγός μου:
—Ναί πάτερ. Τά ἄλλα μου παιδιά τά βλέπω, ἐνῶ αὐτό ποῦ θά τό ξαναδῶ;
Τῆς ἀπαντᾶ ὁ Γέροντας:
—Τό παιδί σου τό ἔχει κοντά της ἡ Παναγία.
Ὅπως γινόταν αὐτός ὁ διάλογος (θά ἔκανε μυστική προσευχή ὁ Γέροντας) καί ὤ τοῦ θαύματος! βλέπει ἡ σύζυγός μου ὅραμα καί ὅπως τῆς εἶπε ἔτσι καί ἔγινε, εἶδε τήν κόρη μας Κυριακή, πού εἶναι στούς οὐρανούς, καί τή κρατοῦσε ἡ Παναγία ἀπ᾽ τό χέρι. Ἔτσι πείστηκε καί γυρίσαμε στό σπίτι μας στή Νάξο δοξάζοντες τό Θεό, πού ἀσφάλισε τό παιδί μας κοντά του...»(ΠΚ, 37).



<>






Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ἄν εἶσαι καλός καί σέ ἀδικοῦν, αὐτό εἶναι ὁ ἁγιασμός σου. Ἄν δέν εἶσαι καλός, εἶναι ἡ σωτηρία σου»(ΛΕ 42).

<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ὅταν ἔχης ἔνα ἀγαπητό πρόσωπο, χάριν αὐτοῦ ἀγαπᾶς καί τούς φίλους του. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἀγαπᾶς τό Θεό, ἀγαπᾶς καί ὄλα τά πλάσματά Του καί τά δημιουργήματά Του· λυπᾶσαι ἀκόμη καί τά φύλλα τοῦ δένδρου»(ΛΕ 84).


<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Στήν Καψάλα εἶχα συναντήσει τό Γέρο-Μηνᾶ, πού ἔλεγε: “Τέλω νά πετάνω”. Μέσα στό κελλί του ἔτρεχε νερό. Ζοῦσε μέσα στήν ὑγρασία. Πῶς νά μήν ἀναπαύση ὁ Θεός αὐτές τίς ψυχές, πού ἔκαναν τόσα για τήν ἀγάπη Του, καί πῶς νά μήν τούς δώση τόν Παράδεισο!»(ΛΕ 107).


<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης λέει ὅτι ὁ ζωγράφος ὅσο περισσότερο παρατηρεῖ μία εἰκόνα, τόσο καλύτερα ἐπιτυγχάνει τίς λεπτομέρειες. Ὁμοίως καί ὁ ἄνθρωπος, ὅταν προσβλέπη συνεχῶς στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, στόν Ἴδιο τό Θεό, δέχεται μέ τό πινέλο τοῦ Ἁγ. Πνεύματος τόν ἐξωραϊσμό τῆς θείας εἰκόνας του»(ΛΕ 115).


<>


Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ἐμεῖς ἔχουμε ἕνα δωματιάκι πολύ μικρό καί μία πορτούλα πολύ κλειστή. Ἐκεῖ μέσα κρύβουμε κάτι. Συγρίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς ἄλλους, καί ὄχι μέ τούς Ἁγίους. Μᾶς περνᾶ καμμιά φορά κι ὁ λογισμός ὅτι ἐγώ εἶμαι καλύτερος ἡγούμενος ἀπ᾽ τόν τάδε ἤ καλύτερη μοναχή ἀπ᾽ τή δεῖνα. Δέν φανερώνουμε τό λογισμό, ἀλλά τόν κλείνουμε μέσα μας τόν διατηροῦμε, ὅμως!
Πρέπει νά τό φανερώσουμε, νά τόν ἀχρηστεύσουμε. Νά ποῦμε στόν ἑαυτό μας: “Εἶσαι ἑπτά φορές χειρότερος ἀπ᾽ τούς ἄλλους”. Λοιπόν, ἄς συγκρίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς Ἁγίους, γιά νά ταπεινωθοῦμε»(ΛΕ 118).


<>



Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Θυμᾶμαι τήν Ἰσμήνη, πού ἔπασχε ἀπό φυματίωσι καί ἔκανε πολλές αἱμοπτύσεις. Πρίν τό τέλος της, προσευχόταν καί ἔλεγε: “Κύριε, Σέ παρακαλῶ, νά μέ παρηγορήσης λίγο, καί μετά ἄς μοῦ παραχωρήσης πάλι τόν ἀγῶνα”»(ΛΕ 132).



<>



Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ὅπως πιάνεται τό ράσο μας κάπου, καί δέν μποροῦμε νά προχωρήσουμε, ἔτσι πιανόμαστε ἀπό ἕνα λόγο τοῦ ἀδελφοῦ, πού μᾶς ἔθιξε τόν ἐγωϊσμό, καί ξεχνᾶμε τόν προορισμό μας»(ΛΕ 184).


<>



Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ἕνα βράδυ μίλησα στό Θεό προσωπικά· στό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Εἶδα ἀμέσως τά ἀποτελέσματα τῆς πληρότητος τῆς ἐμπιστοσύνης.
Ὅταν τοῦ μιλήσουμε ἔτσι, ὁ Θεός πάντοτε μᾶς κάνει τή χάρι. Ἕνα βράδυ στάθηκα νά Τοῦ μιλήσω χωρίς ἐνδοιασμούς πλέον, χωρίς παραπετάσματα, ἀνοικτά. Στάθηκα νά πλησιάσω τό βλέμμα μου —ἐγώ ὁ ἀνάξιος— κοντά στό θεῖο βλέμμα Του. Κάι μίλησα γιά τόν ἑαυτό μου, πού τόν γνωρίζει, καί ζήτησα νά μοῦ κάνη μία χάρι.
Ἤθελα νά ζητήσω συγχώρησι ἀπ᾽ τή μάνα μου, διότι ἀπό ἄκαιρο ζῆλο ξενιτείας τῆς ἔδειχνα σκληρή συμπεριφορά. Ὅταν ἤμουν κληρικός στά Μέγαρα, τή μάλλωνα πολλές φορές καί μετά μέσα μου εἶχα ἔλεγχο. Ἐνῶ ἐκείνη ἔδινε καί τήν ψυχή της γιά μένα, ἐγώ τήν πίκραινα. Μετά, γιά 35 χρόνια δέν εἶχα ἀνάπαυσι.
Στάθηκα, λοιπόν, ἕνα βράδυ καί λέω στό Χριστό: “Ἐσύ, πού βλέπεις τούς διαλογισμούς τῶν ἀνθρώπων, καί γνωρίζεις τούς δικούς μου καί τῆς μάνας μου, δέν τῆς λές, Σέ παρακαλῶ, ὅτι ἔχω μετανοήσει καί ζητῶ συγγνώμη;”.
Ὁ Κύριος μοῦ ἔκανε τή χάρι. Μέ παίρνει ὁ ὕπνος καί βρίσκομαι μέσα σέ μία πεδιάδα· καί ἐρχόταν ἡ μάνα μου μέ τό ἄσπρο μανδήλι της ὁλοκάθαρη, καί τήν ἐνηγκαλίσθηκα. Ὕστερα ἀναχώρησε, διότι δέν μποροῦσε νά μείνη ἄλλο. Λοιπόν, ἄν ἦταν ἐδῶ καί τῆς ζητοῦσα συγγνώμη, δέν θά εἶχα ἀναπαυθῆ τόσο! Μετά ἀπ᾽ αὐτό, πού ἐπέτρεψε ὁ Θεός γιά νά μέ ἀναπαύση, ἔφυγε ἀπ᾽ τήν ψυχή μου κάθε ἔλεγχος, πού μέ ταλαιπωροῦσε 35 χρόνια.
Ὅταν μιλήσουμε προσωπικά στό Θεό, δέν μᾶς χαλάει χατήρι. Ἄν καί ἐγώ εἶμαι ἀνάξιος, μοῦ ἔκανε αὐτή τή Χάρι»(ΛΕ 192).


<>



Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Ὁ π. Πορφύριος στήν τελευταία μας συνάντησι ἔκλαιγε.
—Γιατί κλαῖτε, Γέροντα;
—Γιατί δέν ἀγάπησα ὅσο πρέπει τό Θεό. Τόν παρακαλῶ νά μέ κάνη νά Τόν ἀγαπήσω.
Καί σέ λίγες μέρες πῆγε στό Ἅγ. Ὄρος καί κοιμήθηκε. Ἔβλεπε ὅλο τό σύμπαν, μετέβαινε στά βάθη τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, γνώριζε τό παρελθόν καί τό μέλλον, καί ἔκλαιγε, ἐπειδή δέν εἶχε ἀγαπήσει τό Θεό»(ΛΕ 212).


<>




Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης των Μεγάρων (+2001): «Προχθές πέρασα μία νύχτα μαρτυρική. Θυμήθηκα κάποιο Γερμανό στήν Κατοχή, πού βασάνιζε ἕνα πατριώτη. Θυμήθηκα καί τά ἄλλα μαρτύρια πού ἔκαναν στούς Ἕλληνες, καί ἔνοιωσα μέσα μου ἀγανάκτησι κάι ἀπέχθεια.
—Μπά!, λέω, πῶς μοῦ ἦρθε τόση κακία; Ἄς στραφῶ στό Θεό, νά μαλακώση ἠ ψυχή μου. Ἄρχισα νά προσεύχωμαι καί εἶπα στόν ἑαυτό μου: “Συγχώρησον, ψυχή μου. Ἐχθροί εἶναι, ἀλλά ὁ Θεός δέν θέλει τό μίσος”... καί εἰρήνευσα»(ΛΕ 221).



<>



Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης: «Ὅσο πιό ἁγνή εἶναι μιά καρ­διά, τόσο πιό με­γά­λη καί ἀνοι­χτή εἶναι καί βρί­σκει εὐ­κο­λό­τε­ρο χῶρο γιά νά βά­λη πε­ρισ­σό­τε­ρους μέσα. Ὅσο πιό ἁμαρ­τω­λή εἶναι, τόσο πε­ρισ­σό­τε­ρο σφίγ­γε­ται, κλεί­νει καί ἔτσι μόνο λί­γους μπο­ρεῖ νά χω­ρέ­ση»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




Ἅγ. Ἀνατόλιος τῆς Optina: «Εἴμα­στε ὑπο­χρε­ω­μέ­νοι νά ἀγα­πού­με τούς πάν­τες, ἀλλά δέν πρέ­πει νά ἀπαι­τοῦμε νά μᾶς ἀγα­ποῦν ὅλοι»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Γέρονας Ἐφραίμ τῆς Σκήτης τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα: «Ἀγαπῶ τόν ἑαυ­τόν μου, ση­μαί­νει σώζω τόν ἑαυ­τό μου, ση­μαί­νει ὅτι ἐφαρ­μό­ζω τίς ἐν­το­λές τοῦ Χρι­στοῦ καί ὅτι βρί­σκο­μαι ἐν με­τα­νοία. Ἄν, ὅμως, δέν ἀγα­πῶ ἔτσι τόν ἑαυ­τό μου, τότε δέν μπο­ρῶ νά ἀγα­πή­σω τόν πλη­σί­ον μου πνευ­μα­τι­κά καί ἡ ἀγά­πη μου εἶναι σαρ­κι­κή καί συμ­φε­ρον­το­λο­γι­κή»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Ἅγ. Ἀμφιλόχιος τοῦ Pochaiv: «Ἡ ἀγά­πη, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη μας»(https://www.rimata-zois.gr).



<>




Γέροντας Θαδδαίος τῆς Vitovnica: «Σέ ἔρευ­να πού ἔγι­νε στήν Ἀμε­ρι­κή, χώ­ρι­σαν σέ δύο ὁμά­δες κά­ποια ἄτο­μα. Στή μία ὁμά­δα ἀνῆ­καν τά ἄτο­μα πού ἀγα­πᾶ­νε τά φυτά καί στήν ἄλλη ὁμά­δα τά ἄτο­μα πού ἦταν ἀδιά­φο­ρα γι᾽ αὐτά. Ἔδω­σαν σέ κάθε ὁμά­δα νά προ­σέ­χη κά­ποια λου­λού­δια. Τό ἀπο­τέ­λε­σμα ἦταν, πώς τά λου­λού­δια πού ἔπαιρ­ναν σκέ­ψεις ἀγά­πης, ἀνα­πτύ­χθη­καν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπό τά ἄλλα!...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Εἶπε Γέρων: «Νομί­ζω, ὅτι στήν πραγ­μα­τι­κή ἀγά­πη, χρειά­ζε­ται μιά βα­ριο­πού­λα καί ἕνα φτυά­ρι... Μέ τή βα­ριο­πού­λα σπᾶ­με τόν ἐγωι­σμό μας καί μέ τό φτυά­ρι τόν πε­τᾶ­με μα­κρυά...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Δημήτριος Παναγόπουλος: «Αὐτός πού πραγ­μα­τι­κά ἀγα­πᾶ δέν βα­σα­νί­ζει τόν ἄλ­λον, ἀλλά βα­σα­νί­ζε­ται αὐ­τός γιά τόν ἄλ­λο»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



«Τό δέν­τρο ρί­χνει τή σκιά του καί σέ αὐ­τούς πού τό ρα­βδί­ζουν»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




«Μερι­κούς ἀν­θρώ­πους πρέ­πει νά τούς ἀγα­πά­με ἀπό μα­κρυά, για­τί εἶναι σάν τούς σκαν­τζό­χοι­ρους, πού ἄν τούς ἀγ­κα­λιά­σου­με, θά πλη­γω­θοῦμε...»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



«Μπο­ρεῖς νά δί­νης χω­ρίς ἀγά­πη, ἀλλά δέν μπο­ρεῖς νά ἀγα­πᾶς χω­ρίς νά δί­νης»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




«Ἄν σοῦ ἀρέ­ση τό λου­λού­δι τό κό­βεις. Ἄν τό ἀγα­πᾶς, τό πο­τί­ζεις κάθε μέρα»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



«Ὅποιος ἀγα­πά­ει τό τριαν­τά­φυλ­λο, ἀγα­πά­ει καί τά ἀγ­κά­θια του»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Μητροπολίτης Σισανίου καί Σιατίστης Παῦλος: «Πνευ­μα­τι­κή ζωή δέν ση­μαί­νει καλή συμ­πε­ρι­φο­ρά, ἀλλά πα­ρου­σία τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος στή ζωή τοῦ ἀν­θρώ­που»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ἡ Χάρι τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος εἶναι φω­τιά. Ἡ φω­τιά δια­τη­ρεῖται μέ ξύλα. Ξύλα πνευ­μα­τι­κά, εἶναι ἡ προ­σευ­χή»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Χρι­στέ μου, τά κου­λού­ρια σου είἶναι πολύ νό­στι­μα, ἀλλά τά που­λᾶς πολύ ἀκρι­βά...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Σωφρόνιος τοῦ Essex: «Ὁ κα­θέ­νας ἀπό μᾶς πρέ­πει νά ἔχει τήν ἀγά­πη πού ἔχει ἡ μη­τέ­ρα. Ἀκόμη καί ἄν τά παι­διά της ἐπα­να­στα­τή­σουν, τά ἀγα­πᾶ ὅλα»(https://www.rimata-zois.gr).
Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος: «Ἡ τέ­λεια ἀγά­πη, σάν καυ­στι­κή φλό­γα κα­τα­καί­ει κάθε αἰ­σχρή ἐπι­θυ­μία»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Αὐτή ἡ κά­θαρ­σι, αὐ­τός ὁ φω­τι­σμός, τόν ὁποῖ­ο θά πά­ρης δια­βά­ζον­τας τή Θεία Γραφή, θά σοῦ κρα­τή­ση ὅλη τήν ἡμέ­ρα καί τή νύ­χτα»(https://www.rimata-zois.gr).



<>





Ἅγ. Νικόλαος Velimirović: «Εἶναι, λοι­πόν, πε­ρί­ερ­γο πού οἱ ἄν­θρω­ποι δέν ἀγα­ποῦν τούς εχθρούς τους, ὅταν δέν ξέ­ρουν νά ἀγα­ποῦν, οὔτε τούς φί­λους τους; Εἶναι πα­ρά­ξε­νο νά μήν μπο­ρῆ νά δια­βά­ση βι­βλία τό παι­δί, πού δέν ἔμα­θε τήν ἀλ­φά­βη­το; Πῶς μπορεῖ νά ἀγα­πή­σει ὁ ἄν­θρω­πος τόν ἀπό­μα­κρό του, ὅταν δέν μπορεῖ νά ἀγα­πή­ση τόν πλη­σί­ον του;»(https://www.rimata-zois.gr).







<>


«Ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν εἶχε ἐκδηλωθῆ φιλονικία γιά τήν κυριότητα τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (τοῦ Ἁγ. Μακαρίου Νοταρᾶ Μητροπολίτη Κορίνθου) ἡ Ἀγγελική Γκιουβέτση βρισκόταν κάποια ἡμέρα στό ναό. Εἶδε, λοιπόν, τήν Ἀσημιώ Μπριλῆ νά ἐπιχειρῆ νά ἀποσπάση τό κλειδί τοῦ ναοῦ· τότε τῆς ἐπιτέθηκε, τήν τράβηξε μέ ὁρμή μέ ἀποτέλεσμα νά σχισθῆ τό φόρεμά της. Τό γεγονός αὐτό ἔφθασε στήν αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου, διότι ἡ Ἀσημιώ κατέθεσε μήνυσι ἐναντίον τῆς Ἀγγελικῆς. Τήν ὥρα τῆς ἐκδικάσεως τῆς ὑποθέσεως ἐκλήθη καί ἡ κατηγοροῦσα Ἀσημιώ νά περιγράψη τό γεγονός. Ἐκεῖνη, ὅμως, δέν ἐνθυμεῖτο γιατί βρισκόταν στό δικαστήριο. Παρά τίς προσπάθειες τοῦ συνηγόρου της καί τοῦ Προέδρου κατέστη ἀδύνατον νά ἐνθυμηθῆ τήν αἰτία τῆς παρουσίας της στό δικαστήριο. Ἡ δίκη προφανῶς διεκόπηκε καί ἠ κατηγορουμένη ἀπηλλάγη.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς Μητροπολίτης Κορίνθου ἔκανε τό θαῦμα του»(ΧΑ, 251).


<>



«Σέ μία φυλή Ἰνδιάνων, κάποιος ἔκλεβε κοτόπουλα. Ὁ ἀρχηγός διέταξε ὅτι ἄν πιαστῆ ὁ παραβάτης νά χτυπιόταν μέ 10 μαστιγιές.
Ὅταν ἡ κλοπή συνεχίστηκε τό ἀνέβασε σέ 20 μαστιγιές. Παρόλο αὐτά τά κοτόπουλα ἐξαφανίζονταν μεθοδικά.
Γεμάτος θυμό, ὁ ἀρχηγός ἀνέβασε τήν ποινή σέ 100 μαστιγιές μία σίγουρη ποινή θανάτου.
Ὁ κλέφτης τελικά πιάστηκε. Ἀλλά ὁ ἀρχηγός βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα τρομερό δίλημμα. Ὁ κλέφτης ἦταν ἡ ἴδια του ἡ μητέρα.
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς ποινῆς, συγκεντρώθηκε ὁλόκληρη ἡ φυλή. Θά ὑπερίσχυε ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς δικαιοσύνης;
Τό πλῆθος παρακολουθοῦσε μέ κομμένη τήν ἀνάσα ὅταν διέταξε νά δεθῆ ἡ μητέρα του στόν πάσαλο τῶν μαστιγώσεων.
Ὁ ἀρχηγός ἔβγαλε τό πουκάμισό του, ἀποκαλύπτοντας τό δυνατό ἀνάστημά του, καί πήρε τό μαστίγιο στό χέρι.
Ἀλλά ἀντί νά τό σηκώση καί νά χτυπήση τήν πρώτη μαστιγιά, τό ἔδωσε σέ ἕνα δυνατό νεαρό Ἰνδιάνο πού στεκόνταν στό πλευρό του.
Ἀργά ὁ ἀρχηγός πλησίασε τή μητέρα του καί τήν ἔσφιξε μέ τά δυνατά του χέρια μέσα στήν ἀγκαλιά του. Κυκλώνοντάς τήν ὁλοσχερῶς!
Ὕστερα διέταξε τό νεαρό νά χτυπήση μέ 100 μαστιγιές.
Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Ἰησούς Χριστός γιά ὅλους μας.
Γεμάτος ἀγάπη ἔγινε ὁ δικός μας ἀντικαταστάτης καί πέθανε στή δικιά μας θέσι.
Ὑπερνίκησε τήν ἀνικανότητά μας νά σώσουμε τούς ἐαυτούς μας πληρώνοντας Αὐτός τό ἀντίτιμο γιά τίς ἁμαρτίες μας»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>







«Κάποτε ἕνας Προτεστάντης εἶπε σ᾽ ἕνα Ὀρθόδοξο ἰερέα:
—Εμείς κάνουμε ὀρφανοτροφεία, γηροκομεῖα, συναυλίες, ἐλεημοσύνες. Ἐσείς οἱ Ορθόδοξοι τί κάνετε;
Και τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος:
—Θ. Λειτουργία! Πού γεμίζει δωρεάν τόν Παράδεισο καί ἀδειάζει τήν κόλασι!
Αὐτό κάνει ἡ Ἐκκλησία, ἀδειάζει τήν κόλασι καί γεμίζει τόν Παράδεισο.
Συντηρεῖ τόν κόσμο κάνοντας Θ. Λειτουργία!
Ἀγρυπνάει τή μέρα, ἀγρυπνάει καί τή νύχτα.
Κάθε νύχτα αἰῶνες τώρα.
Πόσοι Ἅγιοι βγαίνουν ἀπ᾽ τά εἰκονοστάσια τους καί συντρέχουν τούς ἀνθρώπους!
Πόσα Μοναστήρια λειτουργοῦν ὁλονύκτιες λειτουργίες!
Πόσα χέρια σηκώνονται καί πόσα δάκρυα χύνονται ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου!»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Ἄς μή θλιβόμαστε γιά τήν ἀπώλεια περιουσιῶν· αὐτό εἶναι ἀσήμαντο πράγμα. Αὐτό τό ἔμαθα κιόλας ἀπ᾽ τόν κατά σάρκα πατέρα μου. Ὅταν συνέβαινε κάτι κακό στό σπίτι, αὐτός ἔμενε ἤρεμος. Μετά τήν πυρκαγιά τοῦ ἔλεγαν μέ συμπόνια:
—Κάηκες, Ἰβάν Πετρόβιτς.
Κι ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
—Ὁ Θεός θά δώση νά διορθωθοῦν τά πράγματα.
Μιά φορά περνούσαμε κοντά ἀπ᾽ τό χωράφι μας κι ἐγώ τοῦ εἶπα:
—Κοίταξε, μᾶς κλέβουν τά δεμάτια.
Καί αὐτός λέει:
—Ἔ, παιδί μου, ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἀρκετό ψωμί. Αὐτός πού κλέβει, σημαίνει πώς ἔχει ἀνάγκη.
Πολλές φορές τοῦ ἔλεγα:
—Δίνεις πολλή ἐλεημοσύνη. Ἄλλοι, ὅμως, πού εἶναι πλουσιότεροι ἀπό μᾶς, δίνουν λιγότερα.
Και αὐτός μου ἀπαντούσε:
—Ἔ, παιδί μου, ὁ Κύριος θά μᾶς δώση.
Καί ὁ Κύριος δέν διέψευσε τήν ἐλπίδα του»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).



<>






π. Ἀρσένιος Γκέλιας: «Δώρισε χαμόγελα, δώρισε ἀγάπη, δώρισε ἕνα λόγο καλό καί ἀγαθό, δώρισε τή διακονία σου, δώρισε συγχώρεσι, δώρισε κατανόησι, δώρισε ὑπομονή, δώρισε ὑπακοή, δώρισε ἐλεημοσύνη, δώρισε εὐτυχία, δώρισε τόν ὦμο σου σέ κάποιον γιά νά κλάψη καί λάβε τό δῶρο τής εὐλογίας ἀπ᾽ τό Θεό. Ὅσο περισσότερο δίνεις τόσα περισσότερα παίρνεις ἀπ᾽ τό Θεό. Ὄχι γιατί θέλει νά σοῦ δώση ἀνταμοιβή ἀλλά γιά νά γίνεσαι δυνατότερος καί νά δωρίζης περισσότερα καί νά κάνης τόν συνάνθρωπό σου πιό εὐτυχισμένο, καλύτερο ἄνθρωπο καί νά τόν ὁδηγῆς νά μιμῆται τό παράδειγμα σου»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, καί ὄμως εἶδα τήν ἄμετρη ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά μένα.
Ἀπ᾽ τά παιδικά μου χρόνια προσευχόμουν γιά ὄσους μέ πρόσβαλλαν καί ἔλεγα: “Κύριε, μή τούς καταλογίσεις ἁμαρτίες γιά ὄσα μου κάνουν”.
Ἀλλά, ἄν καί μοῦ ἄρεσε νά προσεύχομαι, δέν ἀπέφυγα τήν ἁμαρτία.
Ὁ Κύριος, ὄμως, δέν θυμήθηκε τίς ἁμαρτίες μου καί μου ἔδωσε ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους.
Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νά σωθῆ ὅλη ἡ οἰκουμένη, νά εἰσέλθουν ὅλοι στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, νά δοῦν τή δόξα τοῦ Κυρίου καί νά ἀπολαύσουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Κρίνω ἀπ᾽ τόν ἑαυτό μου: Ἄν ὁ Κύριος ἀγάπησε ἐμένα τόσο πολύ, αὐτό σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς, ὅπως ἀγάπησε καί ἐμένα.
Ὤ, ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου!
Δέν ἔχω δυνάμεις νά τήν περιγράψω, γιατί εἶναι ἄπειρα μεγάλη καί θαυμαστή...
Νά θυμᾶσαι καί νά φοβᾶσαι δύο λογισμούς:
Ὁ ἕνας λέει: Εἶσαι ἅγιος,
κι ὁ ἄλλος: δέν θά σωθῆς.
Κι οἱ δυό λογισμοί προέρχονται ἀπ᾽ τόν ἐχθρό (δηλ. τό διάβολο) καί δέν ἔχουν ἀλήθεια μέσα τους.
Ἐσύ ὅμως νά σκέφτεσαι: Ἐγώ εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, ἀλλά ὁ σπλαχνικός Κύριος ἀγαπᾶ πολύ τούς ἀνθρώπους καί θά συγχωρήση σ᾽ ἐμέ τίς ἁμαρτίες μου.
Πονηροί λογισμοί καταπονοῦν τήν ὑπερήφανη ψυχή, κι ἄν δέν ταπεινωθῆ, δέν θά βρῆ ἀνάπαυσι ἀπ᾽ αὐτούς»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>





«Μιά δασκάλα σκέφτηκε νά βάλη τούς μαθητές στήν τάξι της νά παίξουν ἕνα παιχνίδι.
Εἶπε λοιπόν στά παιδιά, νά φέρει τό κάθ᾽ ἕνα, μιά πλαστική σακούλα, πού θά περιέχη μέσα μερικές πατάτες.
Σέ κάθε πατάτα θά δώση ἕνα ὄνομα ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους τούς ὁποίους μισεῖ.
Ἔτσι, ὁ ἀριθμός τῶν πατατῶν πού κάθε παιδί θά ἔβαζε στή σακούλα του θά ἦταν ἀνάλογος τῶν ἀνθρώπων πού μισεῖ.
Τήν ἄλλη μέρα κάθε παιδί, ἔφερε ἀπό μιά σακούλα μέ πατάτες, μέ τό ὄνομα τῶν ἀνθρώπων πού μισοῦσαν, γραμμένο πάνω σέ κάθε πατάτα.
Κάποια παιδιά εἶχαν δύο πατάτες μέσα στή σακούλα, ἄλλα τρεῖς, ἄλλα πέντε καί ἄλλα περισσότερες.
Ἡ δασκάλα εἶπε μετά στά παιδιά, νά κουβαλοῦν γιά μερικές μέρες μαζί τους τήν πλαστική σακούλα μέ τίς πατάτες, ὄπου καί ἄν πηγαίνουν.
Ὕστερα ἀπό κάποιες μέρες, τά παιδιά ἄρχισαν νά διαμαρτύρονται, λόγῳ τῆς δυσάρεστης ὀσμῆς πού ἄφηναν οἱ πατάτες οἱ οποῖες ἄρχισαν νά σαπίζουν.
Ἄλλωστε, αὐτοί πού εἶχαν περισσότερες πατάτες στή σακούλα, ἔπρεπε νά ἀντέξουν ἐπιπλέον καί τό μεγαλύτερο βάρος τους.
Ὅταν τό παιχνίδι τελείωσε, τά παιδιά ἀνακουφίστηκαν ἀφοῦ ἀπαλλάχτηκαν ἀπ᾽ τό βάρος ἀλλά καί ἀπό τή δυσοσμία τῶν χαλασμένων πατατῶν.
Ἡ δασκάλα ρώτησε τά παιδιά:
—Πῶς αἰσθανθήκατε κατά τή διάρκεια τοῦ παιχνιδιού;
Τά παιδιά διαμαρτυρήθηκαν γιά τό γεγονός ὅτι ἔπρεπε νά κουβαλοῦν παντοῦ μιά τσάντα μέ πατάτες καί μάλιστα χαλασμένες μέ ἄσχημη μυρωδιά...
Στή συνέχεια, ἡ δασκάλα τούς ἀποκάλυψε τό κρυμμένο νόημα πίσω ἀπ᾽ τό παιχνίδι:
Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει ὅταν ἔχετε μίσος γιά κάποιον μέσα στήν καρδιά σας.
Ἡ δυσωδία ἀπ᾽ τό μίσος θά φωλιάση στήν ψυχή σας καί θά τό μεταφέρετε μαζί σας ὄπου κι ἄν πάτε συνεχῶς.
Ἄν δέν μπορῆτε νά ἀνεχθῆτε τή μυρωδιά τῶν σάπιων πατατῶν γιά μερικές μόνο μέρες, μπορεῖτε νά φανταστῆτε πῶς εἶναι νά ἔχετε τή δυσωδία τοῦ μίσους στήν ψυχή σας γιά μιά ζωή;»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>



-- Κάποτε κάποιος Ιερέας είχε πει σε ομιλία του για την Παναγία μας οτι πέρασε τα πάνδεινα βλέποντας τον Γιό της πάνω στο Σταυρό που άλλη γυναίκα δεν πέρασε τόσα ...
-- Κάποιοι από τους παριστάμενους γυρνώντας στο σπίτι τους σε αυτά τα γνωστά πηγαδάκια των ζυμώσεων υποστήριξαν ότι :
Κάθε μάνα όταν χάνει το παιδί της 
ο πόνος της είναι τόσο μεγάλος
 και αφόρητος  και ότι ήταν υπερβολικός ο ομιλητής  στην συγκεκριμένη του έκφρασή  για την Παναγία ... 
Σας μεταφέρω κάποιες  σκέψεις μου.:
--Σκέπτομαι αυτή την μάνα που δέχθηκε να κυοφορήσει ένα παιδί με αυτό τον παράδοξο τρόπο  παίρνοντας όλα τα ρίσκα  που η τότε κοινωνία της επέβαλε .
--Δηλαδή  βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή της (δια λιθοβολισμού).
--Ζώντας  μέσα σε  ένα γάμο χωρίς άνδρα .
 --Γεννώντας το μονάκριβο της παιδί  σε ένα βρώμικο σπήλαιο. 
--Κάνοντας μια πεζοπορία χιλιομέτρων με την ψυχή στο στόμα να γλυτώσει αυτή και το μωρό της τα μαχαίρια του Ηρώδη .
--Με μια πορεία  επικίνδυνη μέσα στην αφιλόξενη έρημο προκειμένου να φθάσουν στην Αίγυπτο. 
-- Η Παναγία ήταν τότε μικρό κορίτσι και προστάτευε ένα μωρό μικρότερο των δύο χρόνων  με ότι αυτό συνεπάγεται θηλασμός φροντίδα περιποίηση του μικρού . 
--Προσφυγοπούλα  η ιδια της με το Προσφυγοπουλό  σε ξένη χώρα .
Να αναλαμβάνει την φροντίδα μιας οικογένειας που δεν ηταν η δική της .
--Να ακολουθεί το παιδί της παντού  και να κρατά κρυφά μυστικά όλα όσα το Άγιο Πνεύμα της φανέρωνε  αλλά και όσα την άφηνε ο ίδιος της ο γυιος να καταλάβει  .
--Αλήθεια  πόσοι  θα την ένιωθαν και  πόσοι θα την καταλάβαιναν και δεν θα την παρεξηγούσαν άραγε αν τους αποκάλυπτε τις αποκαλύψεις της.!!!
--Μια μάνα που έβλεπε τον Γιό της να καίγεται από αγάπη για τον συνάνθρωπο ,
να μιλά όπως κανείς 
να αγαπά όπως κανείς.,
να θεραπεύει χωρίς αργύρια 
να εξουθενώνεται 
στο περπάτημα ,
στη κακοπέραση 
στην πείνα στην δίψα
Να  βλέπει το αγορι της να κοιμάται  στις ερημιές.
 --Μια μάνα που κατάλαβε ότι αυτό της το παιδί θα το μοιραζόταν με όλο τον κόσμο. ..
--Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά τον είδε αιμόφυρτο 
τον είδε καρφωμένο ,
τον είδε να αργοπεθαίνει ,
χωρίς αυτή να έχει την δύναμη 
να του βγάλει τα καρφιά 
να τον κατεβάσει από το σταυρό  
να του δώσει τουλάχιστον λίγο νερό όταν τόν άκουσε 
να ψυθιριζει το 《διψώ》.
Μια μάνα τόσο γλυκιά
 τόσο ταπεινή 
Τόσο διακριτική 
--Κάθε μέρα πήγαινε στην Γεθσημανή και προσευχόταν στον γιό της 
να την πάρει κοντά του ...
--Αυτή η Μάννα έγινε και μάνα μας...
Ρόδο το Αμάραντο!
Ρόδο της καρδιάς μας!

<>






Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Ὅσο ἐμεῖς θά ψάχνουμε κάπου μακρυά,
σέ τόμους ὑψηλῆς θεολογίας,
σέ δυσπρόσιτους οὐρανούς,
καί φιλοσοφικούς στοχασμούς
τόσο ὁ Θεός θά κρύβεται στά ἁπλά,
τά ἐλάχιστα, τά μικρά, τά καθημερινά.

Στό πρωϊνό χαμόγελο, στό παιδικό τό πρόσωπο,
στό βιβλίο πού διαβάζεις,
στόν ἄνθρωπό σου π᾽ ἀγκαλιάζεις.

Στή ματιά ἐνθάρρυνσης πού ἀνταλλάζεις μέ τόν ἀδερφό σου
καί ἡ κουβέντα ἀπό καρδιᾶς μέ τή συνάδελφο σου.
Στό ἀηδόνι τῆς αὐλῆς πού κελαηδά,
στή μουσική στό ράδιο πού παίζει,
καί σ᾽ όλη τήν ὕπαρξί σου μέ τρόπο μυστήριο μιλᾶ.
Στό εὐωδιαστό λουλούδι πού μυρίζεις
καί στό βρεφικό χεράκι πού μέ συγκίνησι καί δέος, ἀγγίζεις.

Ἄς μή ψάχνουμε λοιπόν
στόν οὐρανό τόν μυστήριο ἄλλο,
γιατί ἔχει ἤδη φανερωθῆ
σέ ὅλη τήν πλάσι,
μέσα ἀπ᾽ τόν πλησίον,
τόν ἐλάχιστο ἀδερφό, τόν ἄλλον.

Ὁ Θεός εἶναι τόσο κοντά μας
πού πολύ συχνά
σκοντάφτουμε ἐπάνω Του.
Μιά ἀνάσα μακρυά μας
κι ἐμεῖς δέν παίρνουμε χαμπάρι.

Ὅπως πολύ χαριτωμένα ἔλεγε ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε,
πολλές φορές ὁ Θεός κοιμάται στό ἴδιο τό κρεββάτι μας»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2019/03/blog-post_6.html).


<>




Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Κάνε ἐσύ ἄν θες, τά δύσκολα,
τά ἀσκητικά, τά αὐστηρά, τά μεγάλα.
Ἀλλά μήν ἀπαιτεῖς.

Ἄσε τόν καθένα στήν ἡσυχία του.
Ἄσε τόν νά ξεκινήση ἔστω ἀπ᾽ τά λίγα,
τά ἁπλά, τά μικρά καί ταπεινά.

Κι ἔχει ὁ Θεός...

Τί όμορφο νά φέρεσαι
μέ ἐπιείκεια στόν ἄλλο,
κι ἄς εἶσαι ἐσύ ἀσκητής μεγάλος»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2019/05/blog-post_16.html).


<>











«“Δεῖτε τα νά περνοῦν! Εἶναι ἄγρια.
Πηγαίνουν ψηλά στά βουνά, ἐκεῖ πού τά ὁδηγεῖ ἡ ἐπιθυμία,
πηγαίνουν στά βάθη καί στίς θάλασσες, μακρυά ἀπό σκλαβιά.
Ὁ ἀέρας πού ἀνασαίνουν δέν θά χωροῦσε στούς πνεύμονές σας”,
ἔγραψε ὁ ποιητής Jean Richepin καί τραγούδησε ὁ Georges Brassens»(Dubois Philippe & Rousseau Élise, Ἡ Φιλοσοφία τῶν Πτηνῶν).


<>


«Κάποιες κουροῦνες τῆς πόλεως ἔχουν μάθη νά χρησιμοποιοῦν τήν ἀστική ζωή πρός ὄφελός τους. Ἔμαθαν, λοιπόν, νά χρησιμοποιοῦν τήν κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων καί τά κόκκινα φανάρια γιά νά σπᾶνε καρύδια! Στέκονται μέ τό καρύδι στό ράμφος ἀκριβῶς στό σημεῖο ὅπου σταματοῦν τά αὐτοκίνητα καί περνοῦν οἱ πεζοί. Ὅταν ἀνάψη τό πράσινο φανάρι, ἀφήνουν τό καρύδι νά πέση καί νά τό πατήση κάποιο αὐτοκίνητο. Ὅταν ἀνάψη τό κόκκινο φανάρι, οἱ κουροῦνες προσγειώνονται καί ἀπολαμβάνουν τήν ψίχα του —μέχρι νά ἀνάψη τό ἑπόμενο πράσινο φανάρι!»(Dubois Philippe & Rousseau Élise, Ἡ Φιλοσοφία τῶν Πτηνῶν).


<>


Ὄλγα Μανωλά: «Ἡ ἀνθρωπιά ὑπάρχει ἀκόμη φίλοι μου...
Τό πρωΐ τῆς Παρασκευῆς στό κρεοπωλεῖο μιά κυρία πολύ ταλαιπωρημένη, πῆρε τέσσερα σουβλάκια καί δύο μπουτάκια κοτόπουλο. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πού ὁ χασάπης παρά τό ὅτι ὑπῆρχαν πολλοί πελάτες στήν ἀναμονή, τῆς ἔπιασε κουβέντα γιά τήν κόρη της, ἄν βρῆκε δουλειά, δέν βρῆκε ἀκόμα καί γιά τί τάξι πηγαίνουν τά ἐγγόνια της. Ὁ ὑπάλληλός του κάπου ἔλειπε καί ἡ γυναίκα του καί ταμίας, βρῆκε τήν ὥρα νά πάη στήν τουαλέτα.
Σέ κανένα δεκάλεπτο, ὅλοι ἦταν ξανά στή θέσι τους καί μόλις πῆγε ἡ κυρία νά πληρώση, ἡ ταμίας πετάχτηκε σάν τρελή κι ἄρχισε νά χειροκροτᾶ!!!
—Κυρία Βάσω εἶστε ἡ ἑκατοστή πασχαλινή πελάτισσά μας κι ὄπως κάθε χρόνο τό κατάστημα στόν τυχερό, προσφέρει δωρεάν ἕνα πλῆρες γεῦμα πέντε ἀτόμων.
Τῆς ἔβαλε στά χέρια τρεῖς σακοῦλες γεμάτες ὅλων τῶν εἰδῶν τά κρέατα!!!
Οἱ ὑπόλοιποι πελάτες, πού μᾶλλον εἶχαν ζήσει κι ἄλλες παρόμοιες σκηνές, χειροκροτοῦσαν κι αὐτοί, φωνάζοντας συγχαρητήρια!!!
Ἡ πελάτισσα σάστισε, δάκρυα ἔτρεχαν ἀπ᾽ τά μάτια της, ψέλλισε ἕνα εὐχαριστῶ, νά εἶστε καλά τά πῆρε κι ἔφυγε.
—Πέντε ἄνθρωποι ζοῦν μέ τήν ἀγροτική σύνταξι τοῦ ἄντρα της, μου εἶπε κοκκινίζοντας ὁ χασάπης.
Ὡραίοι ἄνθρωποι!!! Ποιός εἶπε πώς εἴμαστε τελειωμένοι;;; Ἀντέχουμε σέ πείσμα των ἐχθρών μας...». (Σαν Χάδι, fb)

<>







Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:


99. Ἀναφέρει κάποιος Χριστιανός: «Θυμᾶμαι μιά μέρα κατά τήν ὁποία ἡ γυναῖκα μου ἔπλενε. Τά πλυμένα ροῦχα ἔδειχναν μέσα στό σπίτι ἄσπρα καί τελείως καθαρά. Ἀλλά, ὅταν τά ἅπλωσε στό σχοινί καί μετά ἀπό λίγο ἄρχισαν νά πέφτουν πάνω τους τοῦφες ἀπό χιόνι, ἔβλεπες πόσο στήν πραγματικότητα ὑπολείπονταν μπροστά στήν ἀσπράδα καί τήν καθαρότητα τοῦ χιονιοῦ.
Μερικές φορές νομίζουμε πώς ἡ ζωή μας εἶναι ἠθικά καλή καί εὐπρεπής, ἀλλά σέ σύγκρισι μέ τήν ἁγιότητα καί τήν καθαρότητα τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε μολυσμένοι καί ρυπαροί»(ΜΕ, 56).

100. «Πολλοί νέοι σήμερα πέφτουν θύματα ἀπάτης. Ἀπατεῶνες τοῦ πνεύματος τούς κλέβουν ὅ,τι πιό ὡραῖο ἔχουν, τήν πίστι, τήν ἁγνότητα. Πῶς; Σέ ἄλλες ἐποχές, κατά τίς ὁποῖες οἱ μαῦροι τῆς Ἀφρικῆς ἦταν καθυστερημένοι, πήγαιναν οἱ Εὐρωπαῖοι καί ἔπαιρναν χρυσάφι δίνοντάς τους γυαλιστερές χάντρες. Θαμπώνονταν οἱ μαῦροι ἀπ’ τίς γυαλιστερές χάντρες καί πρόσφεραν τό χρυσάφι. Χάντρες γυαλιστερές εἶναι οἱ φαντακτερές θεωρίες καί οἱ ἡδονές τοῦ κόσμου. Οἱ ἀπατεῶνες δίνουν ἄφθονες τίς γυαλιστερές χάντρες καί κλέβουν τά διαμάντια τῆς ψυχῆς»(ΔΑ, 26).

101. «Ὁ πνευματοφόρος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἔλεγε πώς οἱ σταυροί τῶν δοκιμασιῶν εἶναι ἀνώτεροι ἀπ’ τά “τάλαντα” καί τά χαρίσματα τά ὁποῖα μᾶς δίνει ὁ Θεός καί γι’ αὐτό θά πρέπη νά Τόν εὐχαριστοῦμε, ἀφοῦ τούς παραχωρεῖ γιά τή σωτηρία μας»(ΜΜ, 23).

102. «Πάντα θά ὑπάρχουν χριστιανοί. Εἶναι ἴσως λίγοι. Μά μήν ξεχνᾶς, πώς λίγοι εἶναι οἱ ἥρωες, λίγοι οἱ πρωταθλητές, λίγοι οἱ ὀρειβάτες, λίγοι οἱ νικητές»(ΑΔ, 33).

103. Ὁ Ἀλ. Τσιριντάνης ἐπισημαίνει: «Ὅταν ζητοῦμε ἄνοδο δέν ἐννοοῦμε ἀποτέλεσμα, ἐννοοῦμε προσπάθεια. Δέν ἐννοοῦμε κάτι τό στατικό. Ἐννοοῦμε κάτι τό κινητικό. Δέν ἐννοοῦμε τόν ἄνθρωπο πού ἀνέβηκε. Ἐννοοῦμε τόν ἄνθρωπο πού ἀνεβαίνει. Στήν σκάλα τῆς πνευματικῆς ἀρτιώσεως ἐκεῖνος πού βρίσκεται στό πρῶτο σκαλοπάτι ἀλλά ἀνεβαίνει, εἶναι ἀνώτερος ἀπό ἐκεῖνον πού βρίσκεται στό ἑκατοστό σκαλοπάτι καί κάθεται ἐκεῖ. Ἤ μᾶλλον τό τελευταῖο αὐτό —νά κάθεται στό σκαλοπάτι— εἶναι μᾶλλον ἀδύνατο. Στά πνευματικά, στά θέματα τῆς ψυχῆς, ὅποιος δέν ἀνεβαίνει, κατεβαίνει. Καί ἀκόμη κάτι. Στή σκάλα αὐτή τελευταῖο σκαλοπάτι δέν ὑπάρχει. Τό ἀνέβασμα εἶναι νόημα τῆς ὅλης ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου»(ΑΤ, 110).

104. Σημειώνει ὁ Κ. Ρουμπέσης, φοιτητής Νομικῆς: «Ἕνα ἐρώτημα μέ βασάνιζε: Ἐδῶ πέρα, λοιπόν, θά βγάλουμε τό χειμῶνα; Ἐδῶ θά σαπίση τό κορμί μας; Τί θά γίνουμε ὥς τόν Ἀπρίλη πού θά ἀρχίσουν νά λυώνουν τά χιόνια; Ἐρώτημα πού μέ τυραννοῦσε περισσότερο καί ἀπ’ τή γύρω μας ἀθλιότητα. Ξαφνικά μιά φωτεινή σκέψι φώτισε τό μυαλό μου:
—Θά πάω, εἶπα, νά συναντήσω τόν ἱερέα τοῦ Συντάγματός μας, τόν ἅγιο αὐτό ἄνθρωπο μέ τή μεγάλη μόρφωσι [τόν π. Ἀχίλλειο, στόν πόλεμο τοῦ ᾽40]. Αὐτός ἀσφαλῶς θά μπορέση νά μέ βοηθήση καί νά μέ ἀνακουφίση... [Τόν βρῆκε, κι αὐτός τόν τόνωσε.]
—Κάποια μέρα, συνέχισε ὁ ὑπέροχος ἐκεῖνος ἱερεύς, μέ βασάνιζε καί μένα τό ἐρώτημα: Ἐδῶ, λοιπόν, πάνω στά ἀτελείωτα χιόνια, ἀκίνητοι θά βγάλουμε τό χειμῶνα; Καί ἄκουσε πῶς μοῦ ἀπάντησε ὁ πάνσοφος Θεός στό ἐρώτημά μου: Ὄχι μέ ἄγγελο, οὔτε μέ ἄνθρωπο, οὔτε μέ καμμιά ἐσωτερική φωνή. Παρά μέ ἕνα μικρό πουλάκι! Εἶχε γύρω ἀπ’ τό λαιμό του μιά χρωματιστή γραμμή σάν στεφάνι. Τό πουλάκι αὐτό στή πατρίδα μου τό λένε στεφανοῦδι. Φτιάχνει τή φωλιά του σέ τρύπες δένδρων ἤ τοίχων καί γεννᾶ 8-12 αὐγά, ἄν καί εἶναι τόσο μικροσκοπικό. Εἶναι καί πολύ ὠφέλιμο, γιατί τρώει ἀπ’ τούς κλώνους τῶν δένδρων ὅλα τά βλαβερά παράσιτα.
Μιά μέρα πού ἤμουν πολύ σκεπτικός καί θλιμμένος καί εἶχα ἀνοικτό τό ἀντίσκηνό μου, ἕνα τέτοιο μικρό πουλάκι πέταξε μπροστά μου ξαφνικά, μέ ἕνα ἀσθενικό σιγανό τιτίβισμα. Ἦταν ἡ καλημέρα του, μά καί ἡ ζητιανιά του. Ἄρχισε νά ψαχουλεύη προσεκτικά στό λίγο καθαρισμένο χῶρο, πού ὑπῆρχε μπροστά στό ἀντίσκηνό μου καί τσίμπησε τά λίγα ψίχουλα τά ὁποῖα βρῆκε. Δέν χόρτασε, ὅμως, τήν πεῖνα του. Τοῦ ἔρριξα κι ἄλλα πού τά πῆρε χωρίς νά φοβηθῆ. Μέ κοίταξε μέ τά λαμπερά του ματάκια καί σέ λίγο πέταξε μακρυά, ὥσπου τό ἔχασα ἀπ’ τά μάτια μου. Ἔφυγε ἀφοῦ μοῦ ἔδωσε ἕνα μεγάλο ἄφωνο μάθημα: Τό μικρό αὐτό πουλάκι, συλλογίσθηκα, πρόκειται νά παραχειμάση στή χιονοσκέπαστη αὐτή ἔκτασι, μέ ἐφόδια ἀσυγκρίτως λιγότερα καί κατώτερα ἀπ’ τά δικά μας. Ἐμεῖς ἔχουμε κουραμάνα καί συσσίτιο καθημερινῶς. Αὐτό μέσα σέ τίποτε κουφάλες βελανιδιᾶς ἤ ὀξυᾶς, ἤ στίς παγωμένες ρίζες τῶν θάμνων θά προσπαθῆ μέ ἀγῶνα νά βρῆ κάτι γιά νά ξεγελάση τήν πεῖνα του. Ἐμεῖς ἔχουμε τέλος πάντων κι αὐτό τό βρεγμένο ἀντίσκηνο, φοροῦμε χοντρά ροῦχα κι ἔχουμε καί ἀρκετές κουβέρτες καί μποροῦμε νά ἀνάψουμε καί λίγη φωτιά. Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἐκτεθειμένο στό ὕπαιθρο καί στήν ἀπέραντη παγωνιά. Καί, ὅμως, αὐτό πιστεύει πώς θά βγάλη πέρα τό χειμῶνα, παρόλες τίς σκληρές συνθῆκες. Πιστεύει ὅτι θά ζήση μέχρι τήν ἄνοιξι πού θά λυώσουν τά χιόνια. Καί ὅτι ὄχι ἁπλῶς θά ζήση, μά θά χτίση καί τή φωλιά του καί θά φέρη στή ζωή 8-12 μικρούς ἀπογόνους. Κύτταξέ το πῶς ἀντικρύζει τό μέλλον. Ἔχει ἐμπιστοσύνη στό Δημιουργό καί τροφέα του. Γνωρίζει ἐκ παραδόσεως, ἀπ’ τούς γεννήτορές του, ὅτι ὁ Θεός ποτέ δέν τά ἐγκατέλειψε. Ἀλλά ἄν μέ τόση πεποίθησι καί ἀφοβία τό μικρό αὐτό πουλάκι ἀντιμετωπίζει τό παρόν καί τό μέλλον, μέ πόσο μεγαλύτερη πίστι καί ἐμπιστοσύνη πρέπει νά τό ἀντιμετωπίσω ἐγώ;, συλλογίσθηκα. Ὁ Θεός δέν μᾶς εἶπε τό: “ἐμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδέ θερίζουσιν οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας. Καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;”. Πῶς εἶναι, λοιπόν, δυνατόν ὁ Θεός νά ἐγκαταλείψη ἐμᾶς, τόν ἑλληνικό στρατό, πού μάχεται ἕναν ἱερό καί τίμιο ἀγῶνα; Ἡ ὀλιγόλεπτη ἐκείνη παρουσία τοῦ πουλιοῦ μέ παρηγόρησε καί μέ ἐνίσχυσε. Ἡ παρηγοριά του δέν σταμάτησε ὥς ἐδῶ. Τήν ἄλλη ἡμέρα περίμενα τό μικρό πουλί. Σάν ἔφθασε ἡ χθεσινή ὥρα καί δέν φάνηκε, μερικές μελαγχολικές σκέψεις ἄρχισαν νά ξεπροβάλλουν πάλι μέσα στή ψυχή μου: Φαίνεται, συλλογίσθηκα, πώς τό μικρό πουλάκι πέταξε μακρυά πρός τή πεδιάδα τῆς Κορυτσᾶς, γιά νά ἀναζητήση ἐκεῖ καλύτερη τύχη καί μᾶς ἄφησε μόνους πάλι στίς ἔρημες χιονοσκέπαστες κορυφογραμμές... Δέν εἶχα προλάβει νά τελειώσω τή θλιβερή σκέψι μου κι ἕνα ἁπαλό φτερούγισμα στή πόρτα τοῦ ἀντισκήνου μέ γέμισε χαρά. Τό μικρό πουλάκι ἦταν πάλι ἐκεῖ, μέ ἕνα μικρό σύντροφο. Ἴσως τό ταῖρι του. Ἔμεινε κοντά μας, εἶπα, μέ μιά τόση χαρά, πού ξαφνιάσθηκα κι ἐγώ ὁ ἴδιος, καί μέ ἕνα αἴσθημα εὐγνωμοσύνης γιά τή πιστότητα τῶν μικρῶν μου φίλων. Τήν ἄλλη μέρα ξαναῆλθαν. Καί ἐξακολουθοῦσαν τίς καθημερινές ἐπισκέψεις τους. Κάθε μέρα περίμενα τούς μικρούς μου φίλους σάν ἀγγέλους τῆς ἐλπίδος καί τῆς καρτερίας. Καλοκαίρι καί χειμῶνα οἱ μικροί αὐτοί στρατιῶτες μένουν πιστοί στίς ἐπάλξεις στίς ὁποῖες τούς ἔταξε ὁ Δημιουργός.
—Τά λόγια αὐτά τοῦ ἱερέως, συνέχισε ὁ Κώστας Ρουμπέσης, μέ τόνωσαν πολύ. Περίεργος παπᾶς, εἶπα. Δέν μέ ἄρχισε μέ τίποτε ἀκατάλυπτες γιά μένα ἠθικολογίες. Μοῦ διηγήθηκε τή ζωντανή ἱστορία ἑνός πουλιοῦ. Καί μοῦ ἔδωσε τόση πίστι καί γαλήνη!»(στό: ΘΔ, 73).

105. «Κάθε ἄτομο, κάθε ἀνθρωπίνη προσωπικότητα, μέσα στίς τόσες δυνατότητες μέ τίς ὁποῖες ὁ Θεός τό ἔχει προικίσει, ἔχει μέσα του καί αὐτή τή δυνατότητα, τήν ἀνωτέρα ἴσως ἀπό ὅλες. Ἔχει ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε, “δυνατότητα τῆς κιβωτοῦ”. Ὁ ἄνθρωπος ζῆ βέβαια μέσα σέ ἕνα σύνολο ἀπ’ τό ὁποῖο ἐπηρεάζεται καί τό ὁποῖο ἐπηρεάζει ... Δέν εἶναι, ὅμως, ἄψυχο ρομπότ, δέν εἶναι ἄβουλος δοῦλος οὔτε καί τοῦ συνόλου. Ἔχει τή δυνατότητα νά συντηρῆ μέσα του τό θησαυρό τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν, ὁ,τιδήποτε κι ἄν γίνεται ἀπ’ ἔξω καί νά ἀκτινοβολῆ γύρω του, ὁσοδήποτε πυκνό καί ἄν εἶναι γύρω του τό σκοτάδι»(ΑΑ, 128). 

106. «Ἕνας καθηγητής ἀναγκάσθηκε νά ἀλλάξη κατοικία, γιατί διορίσθηκε σέ ἄλλη πόλι. Μετακόμισε, τακτοποίησε τήν οἰκία του καί ἐπέστρεψε στήν προηγούμενη, γιά νά πάρη ὅ,τι ἀπέμεινε. Ἐπιστρέφοντας τήν παραμονή τῆς ἐνάρξεως τῶν μαθημάτων, βλέπει τή νέα του κατοικία κλεμμένη. Ἔπιασε τό κεφάλι του στενοχωρημένος χωρίς νά πῆ λέξι. Ἔχοντας, ὅμως, μία βαθειά ἐλπίδα, ἄρχισε νά ψάχνη τά ἐγκαταλελειμμένα ἀντικείμενα, τά ὁποῖα ὡς ἄχρηστα οἱ κλέφτες κλώτσησαν καί πέταξαν στό δάπεδο. Μετά ἀπό λίγο, χαμογέλασε στή μέση τῶν ἐρειπίων, θά λέγαμε, στή μέση τῶν λειψάνων τῶν πραγμάτων του, τά μάτια του γέμισαν φῶς καί τό στόμα του δοξολογίες. Βρῆκε αὐτό τό ὁποῖο ζητοῦσε, αὐτό τό ὁποῖο τοῦ ἀρκοῦσε, γιά νά ἀρχίση ἐκ νέου τή ζωή του, αὐτό τό ὁποῖο οἱ ἐργάτες τῆς ματαιότητος, οἱ κλέφτες, τό κλώτσησαν ὡς περιττό. Ἦταν ὁ βαπτιστικός του σταυρός, ξύλινος ἀλλά σταυρός, τόν ὁποῖο εἶχε συνηθίσει ἀπό μικρή ἡλικία κάθε βράδυ νά φιλάη καί νά ψέλνη τό ἀλληλούια τῆς καρδιᾶς του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τοῦ τυπουμένου στό σταυρό. Σήμερα αὐτός ὁ προσκυνητής τοῦ ἱεροῦ συμβόλου δέν εἶναι πλέον καθηγητής εἶναι καθηγητής τῆς ἐρήμου ἤ μᾶλλον ἕνας ἔνσαρκος ἄγγελος, ὁ ὁποῖος ζῆ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διότι τό κλειδί τῆς βασιλείας εἶναι ὁ σταυρός. Τόσο βαθιά εἶναι στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ὁ σταυρός γιά τό λόγο αὐτό δέν τοῦ τόν στέρησε ὁ Θεός. Ἐάν τόν ἔχανε, δέν θά ἦταν δυνατόν νά ἀρχίση καί πάλι τόσο ἁπλά τή ζωή του»(ΑΑ, 13).

107. Γράφει ὁ π. Αἰμιλιανός ὁ Σιμωνοπετρίτης: «Κάποτε ἦρθε στήν μονή μας ἕνας ὑπουργός μέ πολύ ὕφος, ἀλλά γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ μοναστηριακή ἀτμόσφαιρα εἶναι ἕνας ἄλλος κόσμος, καί ἄρχισε νά συναναστρέφεται ἁπλούστερα μέ τούς μοναχούς. Τόν προσκάλεσα στό ἡγουμενεῖο μόνο του καί, ὅταν μπῆκε, δέν κατάφερε νά πῆ λέξι, διότι τόν κατέλαβαν λυγμοί. Προσπάθησα νά τόν διασκεδάσω καί μοῦ λέει: “Σήμερα θυμήθηκα ὅτι ὁ παπποῦς μου κάθε Δευτέρα ἔφευγε ἀπ’ τό σπίτι καί πήγαινε στό βουνό γιά νά προσευχηθῆ. Ἐπίσης, πολλές φορές ἔβλεπα τόν πατέρα μου, πού ἦταν ἀπ’ τή Μικρά Ἀσία, νά μή περπατᾶ στό χῶμα. Πηγαίνοντας σ’ ἕνα μοναστήρι τό χειμῶνα μέ πολλά χιόνια καί πάγους, τόν ἔβλεπα νά ὑψώνεται πάνω ἀπ’ τούς πάγους καί, ὅταν φθάναμε στό μοναστήρι, ἀντιλαμβανόμουν ὅτι σέ κάτι διαφέρει ἀπ’ τούς ἄλλους πού ἦταν τριγύρω μας. Σήμερα κατάλαβα τό μυστικό τοῦ πατέρα μου. Μοῦ ἔδωσε μία πίστι, τήν ὁποία ξαναποκτῶ σήμερα”. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική, ἡ κληρονομική πίστι»(ΑΑ, 201). 

108. Ἀλληλογραφεῖ ὁ ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ὁ Θεός νά δώση, ὥστε νά παραμείνη γιά πάντα μέσα σου αὐτή ἡ διάθεσι, ἡ ἀπόρριψι τῆς κοσμικῆς ζωῆς καί τῶν ἀπολαύσεών της. Ὑπάρχει, ὅμως, καί ἡ πιθανότητα νά τήν ἀγαπήσης. Ἄν θέλης νά ἀποφύγης αὐτό τόν κίνδυνο, θά πρέπη νά μείνης μακρυά ἀπό μιά τέτοια ζωή. Γιατί μπορεῖ τή δεύτερη φορά νά σοῦ φανῆ λιγότερο βλαβερή, λιγότερο δυσάρεστη τήν τρίτη φορά, ἀκόμη λιγότερο καί μετά τήν τρίτη, δέν θά σοῦ φαίνεται πιά καθόλου ἄσχημη. Εἶναι, βλέπεις, σάν τή βότκα: Μέ τό πρῶτο ποτήρι, λένε, σπᾶς μόνο τούς φραγμούς μέ τό δεύτερο, πετᾶς στά ὕψη σάν ἀετός καί μετά τό τρίτο, δέν κάνης πιά τίποτε ἄλλο παρά νά γεμίζης τό ποτήρι σου...
Τί συμβαίνει, ὅταν ἐπισκεφθῆ κανείς μιά καπνοβιομηχανία; Τά μάτια του τσούζουν, ἡ μύτη του τρέχει, ἡ ἀναπνοή του κόβεται. Ὅσοι, ὅμως, ἐργάζονται ἐκεῖ, δέν αἰσθάνονται ἀπολύτως τίποτε. Μά καί ὁ ἐπισκέπτης, ἀφοῦ μείνη στό χῶρο τοῦ ἐργοστασίου γιά ἕνα μικρό διάστημα, δέν σφίγγει πιά τά μάτια του, δέν φτερνίζεται, δέν βήχει τόσο πολύ. Καί ὕστερα ἀπό κάμποση ὥρα, προσαρμόζεται ἀπόλυτα στό περιβάλλον. Πρόσεξε, λοιπόν, μή σοῦ συμβῆ κάτι παρόμοιο!»(ΟΘ, 13).

109. «“Βλέπω κίνησι καί θόρυβο, ζωή, ὅμως, ὄχι. Καί ἡ ραπτομηχανή μου κινεῖται. Κάνει κι αὐτή θόρυβο. Τί λογῆς ζωή, ὅμως, ἔχει μέσα της;”.
Τό κοφτερό μυαλουδάκι σου κατέβασε μιά ἔξοχη ἰδέα»(ΟΘ, 14).

110. «Ἡ ἀνθρώπινη φύσι, καί συνακόλουθα ἡ ἀνθρώπινη ζωή, εἶναι σύνθετη καί πολυμερής. Ἔχει τή σωματική, τή διανοητική καί τήν πνευματική της πλευρά. Καθεμιά, πάλι, ἀπ’ τίς πλευρές αὐτές ἔχει τίς δυνάμεις της, τίς ἀνάγκες της καί τούς τρόπους της. Ἔχει ἀκόμη τήν ἐνάσκησι καί τήν ἱκανοποίησι ὅλων αὐτῶν τῶν στοιχείων.
Ὅταν, λοιπόν, ὅλες οἱ δυνάμεις μας εἶναι σέ ἐνέργεια καί ὅλες οἱ ἀνάγκες μας ἱκανοποιοῦνται, τότε μόνο ζοῦμε πραγματικά. Ὅταν, ἀντίθετα, ἕνα μικρό μόνο μέρος τῶν δυνάμεών μας ἐνεργεῖ καί ἕνας μικρός μόνο ἀριθμός τῶν ἀναγκῶν μας ἱκανοποιεῖται, ζωή δέν ὑπάρχει μέσα μας. Καί ξέρεις γιατί; Εἶναι ἁπλό: Ὅλα τά στοιχεῖα, ὅλες οἱ δυνάμεις τίς ὁποῖες διαθέτει ἡ ἀνθρώπινη φύσι, πρέπει νά λειτουργοῦν σάν μιά ἑνότητα, σέ ὁμαλή συνεργασία καί ἀλληλεξάρτησι —ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τή ραπτομηχανή σου, πού βρίσκεται σέ κίνησι ὅταν ὅλα τά τμήματά της κινοῦνται. Σταμάτα τή λειτουργία ἑνός ἐξαρτήματος, καί ἡ μηχανή ἀκινητοποιεῖται. Δέν “ζῆ”. Μά καί ὁ ἄνθρωπος δέν ζῆ, ὅταν τό κάθετί μέσα του δέν βρίσκεται σέ κίνησι, σέ ἐνέργεια. Μέ τή μόνη διαφορά, ὅτι ἡ ἀδράνεια τῆς “ζωῆς” μιᾶς μηχανῆς, ἡ διακοπή δηλαδή τῆς λειτουργίας της, γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτή, ἐνῶ ἡ ἀδράνεια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀφανής καί ἀθέατη. Καί ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἀδράνεια, δέν ζῆ ἀληθινά, ὅταν μία μόνο πλευρά τῆς ζωῆς του λειτουργεῖ καί ἐλάχιστες μόνο ἀνάγκες του ἱκανοποιοῦνται. Τότε εἶναι ἀκριβῶς σάν μιά μηχανή σέ ἀκινησία, μόνο πού αὐτό, ὅπως εἶπα, δέν φαίνεται.
Ποιές δυνάμεις καί ποιά ὄργανα χρησιμοποιοῦνται ἀπ’ τόν ἄνθρωπο πού ζῆ μιά κοσμική ζωή; Χρησιμοποιοῦνται τά χέρια, τά πόδια, ἡ γλῶσσα, τά μάτια, τά αὐτιά, ἡ ὄσφρησι, ἡ ἁφή, ἡ μνήμη, ἡ φαντασία, ἡ νοημοσύνη... Τά περισσότερα ἀπ’ αὐτά ἀντιπροσωπεύουν τήν κατώτερη πλευρά τοῦ ἀνθρώπου, τήν πλευρά πού εἶναι κοινή στόν ἄνθρωπο καί στά κτήνη. Ἡ ζωή τῶν κτηνῶν ἐξαντλεῖται στήν ἱκανοποίησι μιᾶς μόνο ἀνάγκης. Τό διαπιστώνει κανείς εὔκολα, ἄν παρατηρήση τίς προβατίνες μέ τά ἀρνάκια τους νά βόσκουν σέ ἕνα καταπράσινο λιβάδι. Πέρα ἀπ’ αὐτές τίς δυνάμεις, ὅμως, ὑπάρχουν στόν ἄνθρωπο δυό-τρία ἀκόμη “στρώματα” δυνάμεων μέ ἕνα κεντρικό ἄξονα»(ΟΘ, 14).

111. Σημειώνει ὁ ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Μέγας περιέγραψε τήν ἀκαταστασία, τήν πολύβουη κίνησι καί τό μάταιο κυνηγητό τῆς ἐπιγείας ζωῆς, πού τό γεύθηκες ἤδη. “Οἱ κάτοικοι τῆς γῆς”, γράφει ὁ ἅγιος, “καί τά τέκνα τοῦ κόσμου τούτου μοιάζουν μέ τό σιτάρι μέσα στό κόσκινο. Ἔτσι κοσκινίζονται καί οἱ ψυχές μέ τούς ἄστατους κοσμικούς λογισμούς, τήν ἀκατάπαυστη ταραχή τῶν γηΐνων πραγμάτων καί τίς πολύπλοκες ὑλικές φροντίδες. Ὁ σατανάς ταρακουνάει μέ τό κόσκινο, δηλαδή μέ τίς ἐπίγειες μέριμνες, ὁλόκληρο τό ἁμαρτωλό γένος τῶν ἀνθρώπων. Μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἀφότου δηλαδή ὁ Ἀδάμ ἀθέτησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί βρέθηκε κάτω ἀπ’ τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους κοσκινίζει μέ ἀκατάπαυστους ἀπατηλούς λογισμούς τούς ἀνθρώπους, χτυπώντας τους στά τοιχώματα τοῦ κόσκινου αὐτῆς τῆς γῆς. Ὅπως, δηλαδή, τό κόσκινο ταρακουνάει καί περιστρέφει καί χτυπάει τό σιτάρι, ἔτσι καί ὁ διάβολος, αἰχμαλωτίζοντας μέ τά γήινα πράγματα τίς ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδάμ, τίς ταράζει, τίς ἀναστατώνει, τίς ξεσηκώνει καί τίς παρασύρει σέ μάταιους λογισμούς, σέ αἰσχρές ἐπιθυμίες καί σέ κοσμικούς δεσμούς, ἐξαπατώντας τες καί ξελογιάζοντάς τες ἀκατάπαυστα. Ὁ Κύριος εἶχε μιλήσει προφητικά στούς ἀποστόλους Του γιά τόν μελλοντικό τους πειρασμό: ‘Ὁ σατανάς ζήτησε νά σᾶς δοκιμάση σάν τό σιτάρι στό κόσκινο. Ἐγώ, ὅμως, προσευχήθηκα στόν Πατέρα Μου νά μή σᾶς ἐγκαταλείψη ἡ πίστι σας’. Ἡ ρῆσι καί ἀπόφασι, ἄλλωστε, πού ἐξαγγέλθηκε ἀπ’ τό Δημιουργό στόν Κάιν, εἶναι ξεκάθαρη: ‘Θά στενάζης καί θά τρέμης καί θά χτυπιέσαι πάνω στή γῆ’. Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει, μεταφορικά, μέ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς. Νιώθουν ἀνασφάλεια καί ἀβεβαιότητα μέσα στούς ἄστατους λογισμούς τῆς δειλίας, μέσα στό φόβο, τή σύγχυσι, τήν ἐπιθυμία, τήν ἡδονή γιατί ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου πειράζει ὅσους δέν ἔχουν ἀναγεννηθῆ ἀπό τό Θεό, περιστρέφοντας ἄστατα, σάν τό σιτάρι μέσα στό κόσκινο, τούς λογισμούς τους, προκαλώντας τους αἴσθημα ἀνασφάλειας καί παγιδεύοντάς τους μέ κοσμικές ἀπάτες, σαρκικές ἡδονές, φόβους καί συγχύσεις”»(ΔΖ, 18).

112. «Ὁ Μιχαήλ ὁ Βουρλιώτης, ἦταν ἕνα νεαρό παιδί 18 χρονῶν ἕνα παλληκαράκι γεμάτο ὀμορφιά καί χάρι. Ἕνας Τοῦρκος τοῦ μίλησε γιά τήν ἄνεσι καί τή χαρά τῆς νιότης. Καί τόν κατάφερε. Καί ὁ Μιχαλάκης ἀρνήθηκε τό Χριστό. Ἦταν τό Σάββατο τῆς πρώτης Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν τό Σάββατο τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, τό ἔτος 1772. Στή Σμύρνη.
Κύλησαν οἱ ἡμέρες. Καί ἦρθε τό Πάσχα. Τόν ἴδιο χρόνο. Καί περπατώντας ὁ Μιχαλάκης στούς δρόμους τῆς Σμύρνης, ἄκουσε μέσα σέ ἕνα καπηλειό, σέ μιά ταβέρνα, τούς πρώην φίλους του ρωμιούς νεαρά παιδιά, ἀντί γιά τραγούδια κοσμικά, νά ψάλλουν τό “Χριστός Ἀνέστη” κάτι ξύπνησε μέσα του ἦλθε σέ αἴσθησι μετάνιωσε ἔτρεξε ἐκεῖ ἔγινε μαζί τους ἕνα κι ἔψαλλε, ὅπως παλαιότερα, μαζί τους κι αὐτός τό “Χριστός Ἀνέστη”.
Τόν λυπήθηκαν. Καί τόν προσφώνησαν:
—Φύγε! Δέν κάνει Τοῦρκος νά ψάλλη τό Χριστός ἀνέστη! Θά τό πληρώσης ἀκριβά!
Ἀπάντησε ὁ Μιχάλης:
—Ἔννοια σας καί αὔριο θά δῆτε.
Καί πράγματι τή Δευτέρα πῆγε στόν κατῆ καί τοῦ εἶπε:
—Ἕνας ἄνθρωπος μέ βρῆκε μικρό καί κουτό καί μέ ἀπάτησε. Μοῦ πῆρε χρυσάφι. Καί μοῦ ἔδωσε μολύβι! Δέν λέει ὁ νόμος, ὅτι ἔχω δικαίωμα νά τοῦ ἐπιστρέψω τό μολύβι του καί νά ζητήσω νά πάρω πίσω τό χρυσάφι μου;
—Ναί, ἀπάντησε ὁ κατῆς. Αὐτό λέει ὁ νόμος μας.
—Λοιπόν, τοῦ λέει ὁ Μιχαλάκης. Ἐμένα γέλασαν. Μοῦ ἔδωσαν μολύβι καί μοῦ πῆραν τό χρυσάφι μου. Ἐγώ τό ἐπιστρέφω τό μολύβι σας τήν πίστι σας! Ἀφῆστε με νά ξαναπάρω τήν πίστι μου, πού εἶναι χρυσάφι!
Προσπάθησαν ὅλοι μαζί, οἱ Τοῦρκοι πού βρέθηκαν ἐκεῖ, νά συνετίσουν τό “ἄμυαλο” παιδί. Δέν τά κατάφεραν. Τό ἔκλεισαν γιά δύο ἡμέρες στή φυλακή (Τρίτη καί Τετάρτη).
Καί τότε τόν ξαναπῆγαν στόν κατῆ. Καί ἐκεῖ ὁ νεαρός Μιχαήλ ὁμολόγησε καί πάλι τό Χριστό, ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός.
Μετά ἀπ’ αὐτό ὁ Τοῦρκος δικαστής, σκεπτόμενος εὔσπλαγχνα γιά ἕνα “ἀνόητο” παιδί, διέταξε νά τοῦ κόψουν τό κεφάλι, χωρίς βασανιστήρια.
Στόν τόπο στόν ὁποῖο θά τόν ἀποκεφάλιζαν εἶχαν συγκεντρωθῆ πολλοί Χριστιανοί. Νά καμαρώσουν τόν ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ.
Βλέποντάς τους ὁ Μιχάλης ἔσκυψε τό κεφάλι ταπεινά καί, μέ σχῆμα καί μέ λόγο τούς παρακάλεσε:
—Συγχωρῆστε με, ἀδελφοί χριστιανοί, τό ἀνόητο παιδί. Παρακαλέστε τόν Κύριο, νά μέ δεχθῆ κοντά Του.
Τόν ἔσφαζαν κι ἔλαμπε ἀπό χαρά. Καί πῆρε τοῦ μαρτυρίου τόν ἀμαράντινο στέφανο. Ἦταν τότε 16 Ἀπριλίου 1772, ἡμέρα Πέμπτη»(ΗΑ, 26).

113. «Ὁ Ingmar Bergman εἶναι ἕνας ἀπ’ τούς πιό ἐπιτυχημένους ἀνθρώπους στό Hollywood. Σημείωσε μιά καταπληκτική ἐπιτυχία στά τρία βασικά σημεῖα, πού ἀποτελοῦν τίς ἐπιδιώξεις τοῦ ἀνθρώπου πού ζῆ χωρίς Θεό: χρήματα ἔρωτας δημοσιότητα.
Ὅμως ἡ περιπλάνησι στή ζωή χωρίς Θεό καί χωρίς ἐλπίδα, τόν γέμισε ἀγωνία. Καί κάποια στιγμή κατάλαβε τό λάθος τῆς μέχρι τότε τοποθετήσεώς του. Καί τό ἔλεγε ἀνοιχτά. Καί τό διεκήρυττε.
Σέ μιά τέτοια συνομιλία του, ἕνας φίλος του τοῦ πέταξε ξαφνικά τό ἐρώτημα:
—Κι ἄν δέν ὑπάρχη Θεός, τί κάνουμε;
Ἀπάντησε ὁ Bergman:
—Ἄν δέν ὑπάρχη Θεός, δέν μᾶς μένει παρά νά αὐτοκτονήσουμε!
Ζωή “χωρίς Χριστό”(Ἐφ 2, 12) δέν γίνεται. Ἡ πιό ταλαίπωρη μορφή ζωῆς, εἶναι νά ζῆς “ὡς ἄθεος ἐν τῶ κόσμῳ”(Ἐφ 2, 12)»(ΗΑ, 30).

114. «Τό Εὐαγγέλιο δέν μᾶς δίνει τό ὄνομα τοῦ πλουσίου, ἐνῶ ἀντίθετα μᾶς λέει τό ὄνομα τοῦ φτωχοῦ. Μέ αὐτό, τό Εὐαγγέλιο θέλει νά μᾶς δείξη, ὅτι ὁ πλοῦτος συνήθως τόν διαλύει τόν ἄνθρωπο σέ τέτοιο βαθμό, πού τόν κάνει νά χάνη κάθε προσωπική ἀξία. Καί νά καταντάη καί ὁ ἴδιος “πορτοφόλι”. Δηλαδή ἕνας ἄνθρωπος μέ πολλά λεφτά. Καί τίποτε ἄλλο.
Ἕνας ἄνθρωπος, χωρίς καμμία δική του ἀξία. Ἕνας ἄνθρωπος, χωρίς καθόλου προσωπική ἀξία. Ἕνας ἄνθρωπος-πορτοφόλι χωρίς λεφτά. Ἔχει πορτοφόλι ἀξία χωρίς λεφτά;
Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι τό Εὐαγγέλιο δέν ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ πλουσίου. Γιατί... ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶχε χάσει καί ξεχάσει κάθε ἀνθρώπινη καί κάθε ἠθική ἀξία»(ΕΖ, 5).

115. «Βασιλιᾶς τῶν Βανδάλων ἦταν ὁ Γελίμερ. Στή βόρεια Ἀφρική. Πάμπλουτος. Καί παντοδύναμος. Μά νικήθηκε ἀπ’ τό στρατηγό τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ μας Ἰουστινιανοῦ, τό Βελισάριο, πού μάλιστα, τόν συνέλαβε καί αἰχμάλωτο.
Ποῦ ὁ ὑψηλός θρόνος, καί ποῦ τό μπουντρούμι τῆς φυλακῆς! Καί ἀπό ἐκεῖ, ἐντελῶς ἐξουθενωμένος, ὁλοκληρωτικά ταπεινωμένος, ὁ Γελίμερ ἀπηύθυνε στό Βελισάριο ἕνα ταπεινότατο αἴτημα. Τοῦ ζήτησε:
—λίγο ψωμί, νά γεμίση τήν κοιλιά του.
—μιά κιθάρα νά παίζη, νά ξεχνᾶ τήν πίκρα του.
—κι ἕνα μαντήλι νά σκουπίζη τά δάκρυά του.
Τί ταπείνωσι! Τί ἐξευτελισμός!
Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν!»(ΕΖ, 13).

116. «—Ἄν ἐρχόταν κάποιος πεθαμένος καί μοῦ ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή, θά πίστευα θά ἄλλαζα θά γινόμουν κι ἐγώ καλός χριστιανός.
Μά δέν εἶναι ἀληθινό. Εἶναι μιά ψεύτικη πρόφασι μιά ὑπεκφυγή. Γιατί εἶναι γεγονός. Κάποιος πῆγε καί γύρισε. Καί μᾶς τό εἶπε. Ὁ Χριστός. Πού κατέβηκε στόν Ἅδη. Καί ξαναγύρισε. Καί ἀναστήθηκε. Τοῦ Χριστοῦ λόγια εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου»(ΕΖ 1998, 29).

117. «Ἕνα μικρό παιδί εἶχε πάει στό φτωχομαγαζάκι τοῦ πατέρα του. Καί ἐκεῖ παρακολουθοῦσε σιωπηλά τή δουλειά τοῦ μπαμπᾶ του καί τίς συναλλαγές του.
Οἱ πελάτες διάλεγαν τά πράγματα τά ὁποῖα ἤθελαν, πλήρωναν, ἔπαιρναν τά ρέστα τους κι ἔφευγαν.
Ὅλα καλά, ἤρεμα καί εἰρηνικά.
Κάποια στιγμή ἦλθε καί μιά πλούσια κυρία. Πῆρε τά πράγματα τά ὁποῖα ἤθελε. Ἔδωσε ἕνα μεγάλο νόμισμα, νά τά πληρώση. Καί περίμενε τά ρέστα της, τά ὁποῖα ἦσαν διάφορα μικρότερα νομίσματα. Ἀνάμεσά τους ἦταν κι ἕνα νομισματάκι τιποτένιας ἀξίας, πολύ βρώμικο.
Ἡ πλούσια κυρία δέν καταδέχθηκε νά τό πιάση στό χέρι της. Τό κύτταξε μέ ἀηδία καί εἶπε:
—Αὐτό νά τό δώσης στό παιδί σου νά τό ρίξη τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία!
Τό ἔσπρωξε πρός τό μέρος του κι ἔφυγε.
Τό φτωχό παιδί τό πῆρε. Ἀλλά τά λόγια της τό εἶχαν ἀναστατώσει. Καί ρώτησε.
—Κάνει νά δίνουμε στό Χριστό τά βρώμικα, μπαμπά;
Δέν τοῦ πήγαινε αὐτή ἡ σκέψι.
Τοῦ ἀπάντησε ὁ πατέρας του:
—Ἐκεῖνα τά ὁποῖα δίνουμε στό Χριστό, παιδί μου, πρέπει νά εἶναι τά πιό ὄμορφα τά πιό λαμπρά.
Ἔτσι τό μικρό παιδί πῆρε τή βρώμικη ἐκείνη δεκάρα. Γιά νά τή ρίξη στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά μή θέλοντας νά τή δώση βρώμικη στό Χριστό, ἄρχισε νά τήν τρίβη, νά καθαρίση.
Καί τρίβοντάς την κάθε ἡμέρα λίγο, μέχρι τήν Κυριακή τήν εἶχε κάνει ἀπό χάλκινη καί ἔλαμπε σάν νά ἦταν ἀπό χρυσάφι.
Καί ὅταν τήν Κυριακή, τήν ἔρριξε στό κουτί, γιά νά πάρη κερί, τήν πῆραν οἱ ἄγγελοι καί τήν πῆγαν κατ’ εὐθεῖαν στό Χριστό. Καί τήν ἀπέθεσαν στά χέρια Του.
Καί ὁ Χριστός τήν πῆρε. Καί τήν εὐλόγησε. Καί εἶπε:
—Εἶναι μιά ἀπ’ τίς πιό ὄμορφες προσφορές τίς ὁποῖες ἔχω δεῖ!
Τί ἦταν ἐκεῖνο, πού ἔκανε τή δεκάρα τόσο ὄμορφη στά μάτια τοῦ Χριστοῦ;
Τό χρῶμα; Τό τρίψιμο; Ἡ λάμψι; Ὄχι. Ἦταν κάτι ἄλλο.
Ἡ ἐσωτερική διάθεσι τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, πού δέν τό ἀνεχόταν, νά δώση στό Χριστό κάτι τό ἄσχημο, κάτι πού κι αὐτό τό ἔβλεπε ὅτι ἦταν βρώμικο.
Ἔτσι καθάρισε τό παιδί τή δεκάρα. Χωρίς, λόγῳ ἡλικίας, νά τό ὑποψιάζεται, ὅτι καθαρίζοντας τή δεκάρα, καθάριζε πρῶτα τήν ψυχή του, ἀφοῦ ἔτσι κατανοοῦσε ὅλο καί πιό πολύ, ὅτι, ὅ,τι ἔχει σχέσι μέ τό Θεό, πρέπει νά εἶναι μέσα κι ἔξω καθαρό.
Ἐμεῖς, πῶς θά καθαρίσουμε ἀπ’ τή σκουριά τήν καρδιά μας καί τήν ψυχή μας;»(ΕΖ, 33).

118. «Ἕνα καράβι ταξίδευε στό πέλαγος. Καί τό ἔπιασε φοβερή τρικυμία. Φόβος παγερός εἶχε καταλάβει καπετάνιο καί πλήρωμα. Δέν ἦταν ἡ σημερινή ἐποχή. Τότε τά καράβια ἦταν ξύλινα. Καί μέ πανιά! Καί τό παλιοκάραβο εἶχε ἀρχίσει νά μπάζη νερά. Ἡ τρόμπα δούλευε ἀδιάκοπα. Μά δέν πρόφθανε! Καί τό καράβι εἶχε ἀρχίσει νά βουλιάζη. Ἄν τό καράβι χανόταν, τί νά τούς ἔκαναν οἱ βαρκοῦλες του καί τά σωσίβια; Ἔνοιωσαν ὅλοι, πώς κάθε ἐλπίδα εἶχε χαθῆ. Καί τότε ἔστρεψαν τό νοῦ στήν Παναγία, πού εἶναι: “ἐλπίς ἀπηλπισμένων”.
—Φθάσε, Παναγία Μυρτιδιώτισσα, Προστάτρια καί Σκέπη τοῦ νησιοῦ μας. Σῶσε μας. Λυπήσου τά παιδιά μας καί τούς γέροντες γονεῖς μας, πού μᾶς περιμένουν!...
Λίγο ἤθελε ἀκόμη τό καράβι νά βουλιάξη. Μά ξαφνικά φάνηκε ἀνάμεσά τους μιά ὁλόφωτη γυναῖκα. Καί τούς εἶπε:
—Ἦρθα! Μή φοβᾶσθε! Τό καράβι σας θά σωθῆ! Καί βούτηξε μέσα στή θάλασσα μέ ἕνα σφουγγάρι στό χέρι κι ἔκλεισε τήν τρύπα πού εἶχε ἀνοίξει στό σκάφος!
Σέ λίγα λεπτά, τό καράβι συνέχιζε ἥσυχο τό δρόμο του.
Στό πρῶτο λιμάνι πῆγαν τό σκάφος γιά ἐπισκευή. Καί τί θαῦμα εἶδαν! Εἶδαν τήν τρύπα, πού εἶχε ἀνοίξει στό σκάφος, βουλωμένη μέ τό σφουγγάρι τό ὁποῖο κρατοῦσε στά χέρια της ἡ Παναγία, ὅταν φάνηκε στό καράβι τους! Ὅλος ὁ κόσμος τό εἶδε αὐτό τό θαῦμα»(ΘΕ, 8).
Ἡ θαυματουργία τῶν Ἁγίων.

119. «Ἕνας σουλτᾶνος εἶχε νά κάνη πόλεμο μέ τούς Μογγόλους, πού τότε (ΙΓ´-ΙΔ´ αἰ.) ὄργωναν τίς χῶρες τῆς ἀνατολῆς.
Μάζεψε τό στρατό του καί ξεκίνησε νά τούς ἀντικρούση νά τούς ἀπωθήση ἔξω ἀπ’ τά ὅρια τοῦ σουλτανάτου του. Ὅμως, ὅλα δέν πήγαιναν ὅπως τά ἤθελε. Καί μή μπορώντας νά τό ἀνεχθῆ, πώς κάτι δέν γίνεται ὅπως ὁ ἴδιος τό ἤθελε, ἀνάβει. Καί τά συναισθήματα ὀργῆς γίνονται μέσα του θύελλα. Οἱ νεαροί ἀξιωματικοί τοῦ στρατοῦ του τοῦ χτυποῦν στά νεῦρα. Κάνουν ἐνέργειες, πού ὅσο πιό πολύ πέφτουν στήν ἀντίληψί του, τόσο ἀνάβει! Καί ἐπειδή δέν μένει τίποτε κρυφό, τό ποτήρι ξεχειλίζει. Καί τό παίρνει ἀπόφασι: Ἕνας δέν θά μείνη! Θά τούς κόψη τά κεφάλια ὅλων! Ποιός ὅμως θά ὑλοποιήση τήν ἀπόφασι;
Συγκαλεῖ τό συμβούλιο τῶν στρατηγῶν του, κάτι γεροντάκια, τούς ὁποίους σέρνουν στόν πόλεμο, γιατί ἔχουν πεῖρα. Καί τούς ἀνακοινώνει τήν ἀπόφασί του.
Οἱ στρατηγοί καταλαβαίνουν, ὅτι κάτι δέν πάει καλά. Προσπαθοῦν κάτι νά ποῦν. Καί ψελλίζουν δειλά:
—Μήν ἀνάβεις, σουλτᾶνε μας!
Ἀλλά ἐκεῖνος ἀνάβει χειρότερα. Καί λέει μέ ὀργή:
—Ξέρετε, τί γίνεται γύρω σας; Δέν δέχομαι τίποτε! Θά ξεκαθαρίση ἡ κατάστασι!
Οἱ γέροι στρατηγοί μένουν ἄφωνοι, βουβοί. Τό θέμα γιά τό σουλτᾶνο εἶναι λυμένο. Συμβούλιο συγκαλεῖ, ἀλλά δέν ζητάει συμβουλή! Τί νά τοῦ ἔλεγαν; Καί σιωποῦν. Καλά δέν ἔκαναν;
Ἀλλά ἐνῶ ἐκεῖνοι σιωποῦν, παίρνει τό λόγο ὁ γελωτοποιός τοῦ σουλτάνου. Τόν θεωροῦσαν διανοητικά καθυστερημένο. Ἔλεγε χαζομάρες. Καί ὁ σουλτάνος γελοῦσε. Καί μαζί του οἱ φίλοι του. Καί ἐπειδή ὁ σουλτᾶνος μας πάντοτε ἐνδιαφερόταν νά διώχνη προβλήματα καί πίκρες καί νά βρίσκη τρόπο νά γελᾶ, νά περνᾶ ὄμορφα —ἔστω κι ἄν γύρω του ὁ κόσμος χαλάει—, ὁ γελωτοποιός του ἦταν παντοῦ καί πάντοτε σέ ὅλα παρών.
Παρακολουθεῖ, λοιπόν, ὁ γελωτοποιός. Μά δέν γελάει! Καί δέν κάνει οὔτε χειρονομίες ἀστεῖες οὔτε χαζομάρες. Εἶναι συνοφρυωμένος! Καί μέσα στή γενική σιγή παίρνει τό λόγο. Καί λέει:
—Μπράβο, σουλτᾶνε μου, πολυχρονεμένε μου! Ἡ πιό σωστή καί ἡ πιό δίκαιη ἀπόφασι! Ἕνας νά μή μείνη! Γίνεται στρατός μέ τέτοιους ἀξιωματικούς; Καί μπορεῖ κανείς νά περιμένη ἀπ’ αὐτούς καλό; Ἕνας νά μή μείνη! Ὅσο γιά τούς Μογγόλους μή χολοσκᾶς! Σύ θά πάρης τή σημαία! Κι ἐγώ τή σάλπιγγα! Καί θά ὁρμήσουμε πάνω τους! Ἕνας δέν θά μείνη! Ἀμ’ τί δά!
Αὐτά εἶπε. Μά τί παράξενο! Οὔτε ὁ ἴδιος γελάει, οὔτε κανένας ἄλλος. Οὔτε ὁ σουλτᾶνος. Καί τό ἀκόμη πιό παράξενο! Ὅλοι θέλουν νά γελάσουν (καί ὁ ἴδιος ὁ σουλτᾶνος) εἰς βάρος τοῦ σουλτάνου!
Ὅλοι τό καταλαβαίνουν, ὅτι ὁ χαζούλης, πού μέχρι τότε ἔλεγε μόνο χαζομάρες, τώρα εἶχε πεῖ τό σωστό τώρα ἦταν ὁ μόνος πού ἔλεγε τό σωστό. Ὅλοι τό ἔβλεπαν, τό εἶδαν, τό συνειδητοποίησαν, ὅτι τά θέματα, καί μάλιστα τά σοβαρά, δέν κάνει νά τά λύνουμε μέ τίς παρορμήσεις τῆς ψυχολογικῆς μας διαθέσεως καί μέ ὁδηγό τά πάθη μας καί τίς κακίες μας, ἀλλά μέ τή λογική»(ΜΜ, 12).

120. «Ὁ Λυσίμαχος ἦταν ἕνας ἀπ’ τούς γενναιοτέρους στρατηγούς τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Μά παράλληλα ἦταν ὑποδουλωμένος στά πάθη του καί στίς ὀρέξεις του. Τοῦ ἦταν ἀδύνατο νά πῆ “ὄχι”, στήν ὅποια ἐπιθυμία του! Μόλις τόν ἔπιανε, τό μυαλό του σκοτιζόταν! Τά ξέχναγε ὅλα! Κι ἕνα μόνο ἔβλεπε μπροστά του. Πῶς θά ἱκανοποιήση τήν ἐπιθυμία του! Φαντασθῆτε, τί χουνέρια θά εἶχε πάθει!
Κάποτε ἔπαθε τό χειρότερο.
Βρισκόταν σέ πόλεμο. Ἡ μάχη εἶχε ἀνάψει. Καί βρισκόταν στό πιό κρίσιμο σημεῖο της. Ἀλλά ἡ ζέστη, ὁ ἱδρώτας, ὁ κόπος τῆς πολύωρης σῶμα μέ σῶμα πάλης, τόν εἶχαν πιά στεγνώσει. Ὁ Λυσίμαχος αἰσθάνθηκε μιά ἀφόρητη δίψα. Καί μή ὄντας συνηθισμένος νά λέη στίς ὀρέξεις του ὄχι, κάθε ἀντίστασι μέσα του κάμφθηκε. Ξέχασε τά πάντα. Κι ὅρμησε σέ μιά κοντυνή πηγή νά πιῆ, νά ξεδιψάση, χωρίς νά δώση ὁδηγίες στό στρατό!
Καί ὁ στρατός; Μή βλέποντας πιά τόν ἀρχηγό του ἀνάμεσά του, κάμφθηκε! Ἔχασε τό ἠθικό του. Καί νικήθηκε. Καί ὁ Λυσίμαχος; Συνελήφθη αἰχμάλωτος. Σάν τό λιοντάρι. Πού, ἐνῶ εἶναι ὁ βασιλιᾶς τῶν ζώων, συλλαμβάνεται καί κλείνεται στό κλουβί, γιατί δέν ξέρει νά κυριαρχήση στή λαιμαργία του. Καί δέν ξέρει νά κάνη πίσω!
Κλαίει ὁ Λυσίμαχος. Κτυπᾶ τό κεφάλι του:
—Αἰχμάλωτος γιά ἕνα ποτήρι νερό!»(ΜΜ, 22).

121. Ὁ Στάρετς Ἀνατόλιος τῆς Ὄπτινα, «λίγο μετά τήν κουρά, παρεκάλεσε τήν ἀδελφή Ἀμβροσία, πού εἶχε κατεβεῖ ἀπ’ τό Σαμορντίνο στήν Ὄπτινα νά τόν παρακολουθῆ [ὡς γιατρός], νά τοῦ διαβάση κάτι. Καί ἐκείνη τοῦ διάβασε ἀπό κάποιο φυλλάδιο, μιά ἱστορία:
“Ἔπαθε βλάβη ἕνα καράβι καί βούλιαξε. Καί ὁ κάθε ἐπιβάτης ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε να σωθῆ. Ἄλλος σέ μιά βάρκα. Ἄλλος σέ μιά σανίδα. Ἄλλος κολυμποῦσε στό νερό... Ἄλλος... Ἄλλος... Ὁ καπετάνιος καθόταν στό τιμόνι κι ἔκανε προσευχή. Παρακαλοῦσε τόν Κύριο νά βοηθήση τούς ἐπιβάτες τοῦ καραβιοῦ του νά σωθοῦν. Κρατοῦσε τό τιμόνι, γιά νά κρατᾶ τό καράβι, μέχρι πού νά φύγουν ὅλοι νά σωθοῦν. Καί παρακαλοῦσε τόν Κύριο γιά τούς ἄλλους. Καί ξαφνικά, εἶδε καί ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί. Καί εἶδε τό Σωτῆρα Χριστό, νά τόν περιμένη μέ ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά Του”.
Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ π. Ἀνατόλιος. Μέχρι τήν τελευταία του πνοή»(ΣΑ, 119).

122. «Ἔλεγαν οἱ μαθητές τοῦ στάρετς Μιχαήλ Μπαντίλα (1880-1957) καί αὐτή τήν ἀξιοθαύμαστη ἱστορία του:
Μιά καλοκαιριάτικη νύκτα, ἐνῶ κοιμόταν ὁ Γέροντας, ἄκουσε ξαφνικά μιά προστακτική φωνή, πού ἐπαναλήφθηκε δύο φορές.
—Πήγαινε καί πάρε τόν ἐρημίτη ἀπ’ τό ξέφωτο Ὀμπίρσιε!
Ὅταν ξημέρωσε, ὁ Γέροντας προσευχήθηκε, καί παίρνοντας τόν Πνευματικό του, Ἀντώνιο ἱερομόναχο, ἀνέβησαν μαζί στό βουνό γιά τό ξέφωτο Ὀμπίρσιε. Κανείς δέν γνώριζε ὅτι ἀγωνιζόταν στό μέρος ἐκεῖνο ἕνας ἐρημίτης. Πράγματι στό ξέφωτο βρῆκαν ἕνα ἐρημικό καλυβόσπιτο καί μπροστά του ἕνα μοναχό καθισμένο σ’ ἕνα κούτσουρο ἀπό κορμό δένδρου.
—Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπε ὁ στάρετς Μιχαήλ. Παρετήρησαν, ὅμως, ὅτι ὁ ἄγνωστος καί ἅγιος αὐτός ἡσυχαστής εἶχε φύγει ἀπ’ αὐτή τή ζωή. Τότε οἱ πατέρες τόν κατέβασαν ἀπ’ τό βουνό καί τόν ἔθαψαν στή σκήτη, δίπλα στήν ἐκκλησία. Πόσοι ἄγνωστοι ἀπ’ τούς ἀνθρώπους ἐρημίτες μοναχοί ἀγωνίζονται στά βάθη τῶν Καρπαθίων ὀρέων!»(ΡΠ, 122).

123. Γέρων Ἀρσένιος Μπόκα: «Αὐτός πού ἀποκαλύπτει τά καλά του ἔργα καί τά σαλπίζει, μοιάζει μέ τό γεωργό, ὁ ὁποῖος σπέρνει τό σπόρο στίς πέτρες, καί ἔρχονται τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί τόν τρώγουν. Ἡ κενοδοξία μεταβάλλει τά καλά ἔργα καί τά κάνει ἀνώφελα καί κοσμικά»(ΡΠ, 248).

124. Γράφει ὁ Θ. Δημακόπουλος γιά τόν π. Ἀχίλλειο: «Σέ μιά ἀπ’ τίς περίφημες ὡριαῖες ὁμιλίες του τῆς Τρίτης στόν Ἅγ. Γεώργιο τῆς Ἀμαλιάδος, ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, θυμᾶμαι, ἀνέφερε ἕνα πραγματικό περιστατικό γιά κάποιο ταπεινό χωρικό ὀνόματι Χαράλαμπο. Ἀπελπιστική ξηρασία στή περιοχή, ἀδυναμία καλλιέργειας καί σπορᾶς, καί ὁ ἀγαθός χωρικός πέφτει στά γόνατα, ἀτενίζει δακρυσμένος τόν οὐρανό καί διαμαρτύρεται καί παρακαλεῖ: “Θεέ μου ἄν ἤμουν ἐγώ Θεός καί ἐσύ Χαράλαμπος καί μέ παρακαλοῦσες δέν θά σοῦ ἔστελνα βροχή; Τώρα γιατί δέν μοῦ στέλνεις;”. Καί σέ λίγο ἦρθαν τά σύννεφα μέ τή βροχή καί μαζί μέ τό χωράφι τοῦ Χαράλαμπου πότισαν καί τά χωράφια τῶν ἄλλων»(ΠΑ, 17).

125. Ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Παΐσιος: «Στόν πόλεμο ἕνας βαρειά τραυματισμένος ζήτησε ἀπό ἕνα ἱερέα νερό καί ἐκεῖνος δέν τοῦ ἔδωσε. Ἀδιαφόρησε, ἐνῶ εἶχε στό παγούρι του λίγο νερό. Ὁ τραυματίας σέ λίγο πέθανε καί ὁ ἱερέας, μόλις συνειδητοποίησε τό σφάλμα του, ἦταν ἀπαρηγόρητος. Τόν μνημόνευε συνεχῶς. Ἦρθε στό Καλύβι καί μοῦ εἶπε τόν πόνο του. Ὁ καημένος εἶχε πολύ θυσία, ἀλλά δέν κατάλαβε πῶς τό ἔκανε αὐτό. Τό ἐπέτρεψε ὁ Θεός, πῆρε δηλαδή γιά λίγο τή Χάρι Του, ἐπειδή ὁ τραυματίας εἶχε πολύ ἀνάγκη ἀπό προσευχή. Ἄν ὁ ἱερέας τοῦ ἔδινε νερό, θά τόν ξεχνοῦσε, ἐνῶ τώρα τόν πείραζε ἡ συνείδησί καί προσευχόταν συνέχεια γι’ αὐτόν»(ΠΠ, 146).

126. Γράφει ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ: «Ἄς μή δίνουμε σημασία στίς ὀπτασίες καί ἄς μήν πιάνουμε σχέσεις ἤ συζήτησι μέ τά πρόσωπα πού μᾶς ἐμφανίζονται. Ἄς θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας ἀδύναμο γιά ἀναμέτρησι μέ τά πονηρά πνεύματα καί ἀνάξιο γιά ἐπικοινωνία μέ τά ἅγια πνεύματα»(ΑΧ, 167).

127. «Ὅπως τό παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ χρησιμοποιεῖται γιά δυό ἀνάγκες: γιά νά βγῆ ἀπό αὐτό ὁ ἀκάθαρτος ἀέρας καί νά μπῆ ὁ καθαρός, ἔτσι καί μέ τή μετάνοια ἐξέρχεται ἀπ’ τόν ἄνθρωπο τό κακό πνεῦμα καί εἰσέρχεται τό Ἅγ. Πνεῦμα!»(ΑΧ, 14).

128. Ἕνας στρατιώτης τοῦ ᾽40 σημειώνει: «Αὐτό τό ὁποῖο θά σᾶς πῶ τώρα ἔγινε τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Δεκέμβρη: Ἦταν καί ἡ τελευταία μου μέρα στό μέτωπο, γιατί κατά τό μεσημέρι τραυματίσθηκα. Ξημερώνοντας, λοιπόν, ἡ Κυριακή μᾶς βρῆκε νά κατεβαίνουμε μιά πλαγιά, στήν ὁποία εἴχαμε φθάσει ἀπ’ τήν προηγούμενη μέρα. Ὅλο τό Σάββατο ὁ π. Ἀχίλλειος ἐξομολογοῦσε καί μᾶς εἶπε, ὅσοι ἤθελαν, μποροῦσαν νά κοινωνήσουν τήν ἄλλη μέρα. Τό Σύνταγμά μας θά ἔμπαινε σέ καινούργιες μάχες. Σάν ξημέρωσε, τό χιόνι εἶχε πάψει νά πέφτη. Μερικοί στρατιῶτες εἶχαν στολίσει μέ ἐλάτια καί ἀγριορύκια, τά ὁποῖα εἴχαν κόψει ἀπό ἕνα χωριό, τό μέρος στό ὁποῖο θά ἔμπαινε ἡ Ἁγία Τράπεζα. Τό μάτι κουραζόταν νά βλέπη αὐτή τήν ἀπέραντη λευκότητα. Ὁ διοικητής, οἱ ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες, ὅλοι συγκεντρωθήκαμε ὅσο μπορούσαμε ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Τά ψαλσίματα ἀντιλαλοῦσαν στά γύρω ὑψώματα. Εἶχε προχωρήσει ἡ λειτουργία ἀρκετά, ὅταν ἀκούσαμε ξαφνικά τό βόμβο πολλῶν ἀεροπλάνων καί φάνηκαν σέ λίγο στό βάθος καμμιά πενηνταριά. Δεκαεπτά ἀπ’ τά δεξιά μας, εἴκοσι ἀπό πίσω μας, δώδεκα κατευθεῖαν πάνω μας. Ξαπλωθήκαμε ὅλοι ἀμέσως, σάν νά ἤμασταν ἕνας ἄνθρωπος, μέσα στό χιόνι. Οἱ ἀναπνοές μας σταμάτησαν. Ἔλεγες πώς σταμάτησαν καί οἱ καρδιές μας. Ἡ Λειτουργία φυσικά διεκόπη. Ἔσβησαν ἀπότομα τά ψαλσίματα. Ἔσβυσε καί τό θυμιατό. Οἱ βόμβες ὄργωναν γύρω μας τό παχύ στρῶμα τοῦ χιονιοῦ. Σφύριζαν καί βογγοῦσαν ἀπό πάνω μας σάν μανιασμένα τεράστια φίδια τοῦ οὐρανοῦ καί ἔσκαζαν μέ τό συνηθισμένο φοβερό τους κρότο πού ξεκούφαινε. Φαίνεται πώς μᾶς εἶχαν καταλάβει, γιατί πρώτη φορά ἐπέμεναν τόσο πολύ νά ξεφορτώσουν συγκεντρωμένες τίς βόμβες. Ξαφνικά ἕνα τρομερό βουητό, σά νά σηκώθηκε ἀπότομα δυνατός ἀέρας, σίφουνας σωστός, μᾶς ἔκανε ὅλους νά ἀνατριχιάσουμε, καθώς ἤμασταν χωμένοι μέσα στό χιόνι. Μιά τεράστια βόμβα στρίγγλισε πάνω ἀπ’ τά κεφάλια μας καί σφηνώθηκε μέσα στό χιόνι μπροστά, μά ἀκριβῶς μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα, χωρίς νά σκάση. Ἄν ἔσκαζε θά μᾶς ἔκανε κομμάτια. Θά σκότωνε ποιός ξέρει πόσους ἀπό μᾶς, καθώς ἤμασταν μαζεμένοι ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Αὐτή ἦταν καί ἡ τελευταία βόμβα τήν ὁποία ἔρριξαν. Θά νόμισαν πώς μᾶς ἔκαναν σμπαράλια καί σηκώθηκαν καί ἔφυγαν... Πήραμε μιά βαθειά ἀνάσα ὅλοι μαζί πού ἀκούσθηκε σάν στεναγμός. Σηκώσαμε σιγά τά κεφάλια μας περιμένοντας νά ἀντικρύσουμε νεκρούς καί τραυματίες. Νά δοῦμε τό χιόνι κοκκινισμένο ἀπό αἷμα συντρόφων μας, κορμιά λυωμένα καί σκορπισμένα ἀπ’ τίς βόμβες πού ἔσκασαν. Ὁ καθένας μας δέν πίστευε πώς καί ὁ ἴδιος ἦταν γερός. Κουνούσαμε τά χέρια καί τά ποδάρια μας γιά νά νοιώσουμε ἄν ἦταν κολλημένα στό κορμί μας. Δέν εἶχαμε τό θάρρος νά σηκωθοῦμε ἀκόμη ἐντελῶς ὄρθιοι. Ἔβλεπες ἕνα γύρω νά φυτρώνουν σάν μανιτάρια μονάχα κεφάλια καί ἄκουγες ἐρωτήματα γεμᾶτα ἀπορία: Ζῆς, ὠρέ Θανάση; Ζῆς, Σταμάτη, καί σύ ζῆς; Εἶσαι καλά; Ὁλόκληρος; Καί σύ, Δημητρό; Ὁ ἕνας δέν μποροῦσε νά πιστεύση γιά τόν ἄλλο πώς ζοῦσε. Πρῶτος σηκώθηκε ὁ ἱερέας. Τόν εἴδαμε πώς ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό κι ἔκανε τό σταυρό του. Κύτταξε γύρω του ἐρευνητικά καί φώναξε δυνατά:
—Σηκωθῆτε ὅλοι νά εὐχαριστήσουμε τό Θεό. Ζοῦμε ὅλοι. Δόξα στό Θεό.
Ὅπως ὁρμούσαμε στή μάχη, σάν μᾶς ἔδιναν τό σύνθημα, ἔτσι πεταχθήκαμε ὅλοι πάνω μέ ἀλαλαγμούς χαρᾶς. Οὔτε μιά μύτη δέν εἶχε ἀνοίξει κανενός. Τό χιόνι ἦταν λευκό, κατάλευκο, χωρίς μιά σταγόνα αἷμα. Ὁλόγυρά μας μόνο ἦταν γεμάτο λάκκους, πιτσιλισμένους μέ χώματα καί πέτρες. Ὅλοι γονατιστοί συνεχίσαμε τή Λειτουργία. Θαῦμα, μεγάλο θαῦμα, ἔλεγαν ὅλοι»(στό: ΘΔ, 70).

129. Ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Νικόλαος Ἀχρίδος: «Πρίν ἀπό μερικές μέρες μέ ἐπισκέφθηκε ἕνας ἔμπορος, πού μοῦ εἶπε γιά τόν ἑαυτό του τά ἑξῆς: “Κληρονόμησα μία ἐμπορική ἐπιχείρησι ἀπ’ τόν πατέρα μου καί ἐπιθυμοῦσα μέ κάθε τρόπο νά τήν ἐπεκτείνω. Χρησιμοποιοῦσα κάθε τρόπο καί κάθε μέσο γιά νά πετύχω τό στόχο μου. Ἐξαπατοῦσα τούς ἀνθρώπους, χρησιμοποίησα πλαστά χρήματα, ὁρκιζόμουν ψεύτικα τήν ὥρα κατά τήν ὁποία πουλοῦσα καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀγόραζα, ἔβαζα μεγάλο τόκο στούς ὀφειλέτες μου, ἔκλεβα ἀπ’ τόν καθένα καί ἤμουν τσιγκούνης μέ ὅλους. Καί ὅσο ἐγώ βυθιζόμουν μέ ὅλη μου τήν ψυχή στίς ἐμπορικές μου δραστηριότητες, ὁ διάβολος μπῆκε στό σπίτι μου ἀπ’ τήν ἄλλη πόρτα καί ἄρχισε νά τό καταστρέφη συθέμελα. Δηλαδή, ἡ γυναῖκα μου παραδόθηκε στήν ἀκολασία καί ὁ μοναχογιός μας, περιφρονώντας καί ἐμένα καί τή μητέρα του, ἔφυγε μακρυά, ἐγκατέλειψε τό σπίτι χωρίς νά πῆ τίποτε. Μιά Κυριακή, πρίν νά βραδιάση, καθόμουν στό σπίτι δίπλα στό παράθυρο, σκεπτόμενος τή δουλειά μου. Τότε ἄκουσα δύο ἀνθρώπους νά μιλοῦν, στό δρόμο κάτω ἀπ’ τό παράθυρό μου. Ὁ ἕνας ρώτησε τόν ἄλλο:
—Ποῦ βρισκόμασθε;
Καί ὁ ἄλλος εἶπε:
—Αὐτό εἶναι τό σπίτι τοῦ τάδε ἐμπόρου.
Ἀκούγοντας τό ὄνομά μου εἶπε ὁ πρῶτος:
—Ὁ Θεός ἄς συγχωρέση τήν ψυχή τοῦ τίμιου πατέρα του. Καλύτερα θά ἦταν αὐτός ὁ ἄσπλαγχνος γυιός του, νά σβήση ἀπ’ τήν ταμπέλα τό ὄνομα τοῦ τίμιου πατέρα του καί νά γράψη τήν ἐπιγραφή ‘Διάβολος καί Σία’.
Ἐκείνη τή στιγμή ἄν ἕνας κεραυνός κτυποῦσε τό σπίτι μου, λιγότερο θά μέ τάραζε ἀπό αὐτά τά λόγια. Τήν ἴδια νύκτα, παρόλο πού ἦταν σκοτάδι καί ἔβρεχε, πῆγα στόν τάφο τοῦ πατέρα μου καί ἔμεινα ἐκεῖ μέχρι τό ξημέρωμα, κλαίγοντας μέ λυγμούς. Τό πρωΐ ἐγκατέλειψα τά πάντα καί βρῆκα καταφύγιο σ’ ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέμεινα μέχρι τώρα, μετανοώντας βαθειά μέ νηστεία καί προσευχή. Σήμερα νιώθω πώς εἶμαι ἐντελῶς διαφορετικός ἄνθρωπος. Βρῆκα τήν ψυχή μου, τό μοναδικό μου θησαυρό. Ἄρχισα νά σκέπτωμαι καί νά φροντίζω γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μου, περισσότερο ἀπό καθετί ἄλλο στόν κόσμο”»(ΝΑ, 19).

130. Σημειώνει ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ: «“Ὅπου εἶναι τό σῶμα, ἐκεῖ θά μαζευθοῦν καί οἱ ἀετοί”(Λκ 17, 37), πού τρέφονται μ’ αὐτό τό σῶμα, μαρτυρεῖ τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Οἱ ἄξιοι, συμμετέχοντας στή μετάληψι τῆς πνευματικῆς τροφῆς, πού κατέβηκε ἀπ’ τόν οὐρανό καί δίνει ζωή στόν κόσμο, γίνονται πνευματικοί ἀετοί καί ἀνεβαίνουν ἀπ’ τά χαμηλώματα τῆς σαρκικῆς καταστάσεως στά οὐράνια ὕψη τῆς πνευματικῆς. Ἄς πετάξουμε κι ἐμεῖς ψηλά, ἐκεῖ ὅπου ὁ Θεάνθρωπος ἀνέβασε τό σῶμα Του καί τήν ἀνθρώπινη φύσι. Αὐτός μέ τή θεία Του φύσι εἶναι προαιώνια ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα καί μέ τήν ἀνθρώπινή Του φύσι κάθησε στά δεξιά τοῦ Πατέρα, στούς οὐρανούς, μετά τήν πραγματοποίησι τῆς λυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων»(ΑΕ, 227).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός


<>





Ἀναφέρει ὁ π. Ἰωακείμ Σπετσιέρης: 

«Μιά κόρη πού λεγόταν Ἄννα ἀπ᾽ τή Νάξο ἔμενε στήν Ἀθήνα ὡς ὑπηρέτρια σέ διάφορες καλές οἰκογένειες. Τότε πού τή γνώρισα ἦταν εἴκοσι ἐτῶν.
Μία μέρα, ἐνῶ διάβαζα τόν ἐσπερινό στήν ἐκκλησία τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων, ἦρθε στήν ἐκκλησία καί μετά τόν ἐσπερινό μοῦ εἶπε:
—π. Ἰωακείμ, κινδυνεύει ἡ τιμή μου· εἶμαι ὑπηρέτρια σέ μία καλή οἰκογένεια καί ὁ ἴδιος ὁ κύριός μου ἐπιβουλεύεται τήν τιμή μου. Ἄχ! Τί νά κάνω; Νά παντρευόμουν νά ἡσυχάσω.
Τῆς λέω:
—Κάνε τρεῖς μετάνοιες μπροστά στήν εἰκόνα τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων.
Ἔκανε καί τῆς εἶπα:
—Προσκύνησε τήν εἰκόνα καί κάνε ἄλλες τρεῖς μετάνοιες.
Προσκύνησε καί ἔκανε καί τίς τρεῖς μετάνοιες.
Τότε τῆς εἶπα:
—Πήγαινε καί μέσα σέ δεκαπέντε μέρες θά παντρευτῆς.
Καί ἔτσι ἔγινε· δέν πέρασαν δεκαπέντε μέρες καί παντρεύτηκε μέ ἕνα καλοκάγαθο νέο πού λεγόταν Λάζαρος. Ἀπέκτησε παιδιά καί ζῆ ἀκόμη στήν Ἀθήνα μέ τά παιδιά της»(ΠΕ, 43).

<>





Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἄνθρωποι πού δέν ζητοῦν τίποτε, εἶναι πάντα ἐκείνοι πού δίνουν τά περισσότερα.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εἴμαστε ἀνοιχτά βιβλία στά χέρια ἀγράμματων ἀνθρώπων.
Οἱ ἄνθρωποι, κρίνουν ἀπ᾽ τό ἐξώφυλλο, χωρίς νά διαβάζουν μέσα.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εὐαισθησία εἶναι, νά φορᾶς τά παπούτσια ὅλων καί νά μήν κρίνης τά βήματα κανενός!
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εἶσαι δυνατός ὅταν ἀναγνωρίζεις τίς ἀδυναμίες σου, ὄχι ὅταν πατᾶς σέ ἄλλους ἀνθρώπους.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Νομίζω ὄτι οἱ ἐξαιρετικοί ἄνθρωποι εἶναι ἐκείνοι πού ζοῦν τή ζωή μέ εὐαισθησία, πού ξέρουν πῶς νά ἀφοσιωθούν στούς ἄλλους καί ἀγαποῦν τή ζωή γιά αὐτό πού ἔχει νά προσφέρη ἡ κάθε μέρα.
Ἡ Πίστι εἶναι ἡ ἀληθινή δύναμι τῆς ζωῆς...
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Οἱ πιό εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι δέν εἶναι ἀπαραίτητα ἐκείνοι πού ἔχουν τά καλύτερα, ἀλλά ἐκείνοι πού κάνουν τό καλύτερο ἀπό αὐτό πού ἔχουν. Ἡ ζωή δέν εἶναι γιά τήν ἐπιβίωσι τῆς καταιγίδος, ἀλλά γιά τον χορό στη βροχή!
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Νά εἶσαι πάντα ὁ δρόμος γιά ἐκείνους πού χάνονται καί φῶς γιά ἐκείνους πού δέν ἐλπίζουν πιά.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com





«Καταθέτω κι ἐγώ, ὡς μιά σταγόνα ἀπ᾽ τήν προσωπική μου ὀδύνη, μιά φράσι πού εἶχα νά τήν ἀκούσω καί νά τήν αἰσθανθῶ ἀπ᾽ τό θάνατο ἐνός ἄλλου μακαριστοῦ Ἐπισκόπου, ἴδιας “κοπῆς” μέ τόν μακαριστό: τοῦ Χρυσοστόμου Βούλτσου, τοῦ πρῶτου Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης. Εἶχαν πεῖ γιά ἐκεῖνον, τό λέω κι ἐγώ τώρα ἐνώπιον τοῦ σεπτοῦ σκηνώματος τοῦ Σιατίστης:
Δεσπότης, ὄχι ἀπ᾽ τό “δεσπόζω”, ἀλλά ἀπ᾽ τό “δές πῶς ζῶ”.
Παῦλος, Μητροπολίτης Σισανίου καί Σιατίστης, Ὑπέρτιμος καί Ἔξαρχος Μακεδονίας: Ἕνας δεσπότης, ν᾽ ἀλλάξης ζωή»(ΜΣ).



<>





«Ἡ καρδερίνα (Παύλος Νιρβάνας)

—Φλώρια, καρδερίνες, φλώριααα!
—Πόσο τίς δίνεις, βρέ παιδί, τίς καρδερίνες; 
—Τρεῖς δραχμές, μπάρμπα. Τρεῖς δραχμές καί μ᾽ ἐγγύησι. Πάρε, ἀφέντη, νά σέ ξυπνᾶ τό πρωΐ.
—Δέν κάνει δύο δραχμές;
—Ἄν θέλης νά πάρης τή βραχνιασμένη...
Ὁ μεσόκοπος ἄνθρωπος μέ τά ξενικά ροῦχα, κάποιος πρόσφυγας ἀπό ἐκείνους, πού πλημμύριζαν τό πειραιώτικο λιμάνι, ἔβγαλε τό κομπόδεμα ἀπό τό ζωνάρι του, ἔδωσε ἕνα δίδραχμο στό παιδί καί πῆρε στά χέρια του τήν καρδερίνα.
Τήν κράτησε λιγάκι ἐλαφρά στά δάχτυλά του, τήν χάιδεψε πονετικά καί τήν κοίταξε καλά καλά, φέρνοντας τό ἀνήσυχο κεφαλάκι της μπροστά στά μάτια του, σάν νά ἤθελε νά τῆς πῆ κάποιο γλυκό λόγο. Ὕστερα, τινάζοντάς την ἐλεύθερη πάνω στήν παλάμη του, τήν ἄφησε νά πετάξη, κάνοντας τἄχα πώς τοῦ εἶχε ξεφύγει ἀπ᾽ τά χέρια του:
—Βρέ, τό ἀφιλότιμο τό πετούμενο! Tό εἶδες ἐκεῖ!
Ἀπό μέσα του ὅμως φαινόταν καταχαρούμενος ὁ παράξενος ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Θά μποροῦσε νά ὁρκιστῆ κανείς, πώς αὐτό πού ἔγινε, δέν ἦταν καθόλου τυχαῖο. Ὁ ξένος, χωρίς ἄλλο, εἶχε ἀγοράσει τό πουλί, γιά νά τοῦ χαρίση τήν ἐλευθερία του. Ἄν προσπαθοῦσε νά κρύψη τό σκοπό του, τό ἔκανε ἴσως ἀπό ἐυγένεια. Καί θά μποροῦσε νά ὁρκιστῆ κανείς ἀκόμη, πώς ἔτσι ἦταν τό πράγμα, ἄν τόν ἔβλεπε μέ τί λαχτάρα ἀκολουθοῦσε τό φτερούγισμα τῆς καρδερίνας στόν ἐλεύθερο ἀέρα. Ἕνα φτερούγισμα τρελό, μέ μουδιασμένα φτερά, πού τήν ἔφερε στό κατάρτι ἑνός καϊκιοῦ, σαστισμένη ἀκόμη ἀπό τήν ξαφνική χαρά της.
—Βρέ, τό ἀφιλότιμο τό πετούμενο, πῶς μοῦ ξέφυγε!
Ἀπό μέσα του ὅμως ἔλεγε χωρίς ἄλλο ὁ γεροντάκος:
—Κάνε τη δουλειά σου, πουλάκι μου, καί μή σέ μέλει.
Δύο μορτάκια, πού ἔκαναν τό βαρκάρη ἐκεί δίπλα, πήδησαν ἀμέσως μέσα στό καΐκι:
—Νά το, νά το, πάνω στό πανί ἀκούμπησε, εἶπε τό ἕνα.
—Πέτα τό σακκάκι σου, νά τό ρίξης κάτω. Δεν βλέπεις, πώς εἶναι μουδιασμένο;, ἀπάντησε τό ἄλλο.
Ὁ ἐλευθερωτής δέν μπόρεσε νά κρυφτῆ πιά. Ὅρμησε ἄγριος στήν ἄκρη τοῦ μόλου καί φώναξε, κουνώντας τό μπαστούνι κατά τό καΐκι.
—Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας εἶναι τό πουλί; Ἐγώ τό ἀγόρασα, ἐγώ θέλησα καί τό ἄφησα. Ὁρίστε μας! Κάτω γρήγορα, γιατί θά σᾶς σπάσω τά παΐδια σας.
Καί μόνον ὅταν εἶδε τό πουλί νά τινάζη τίς φτερουγίτσες του καί νά σκίζη χαρούμενο τόν ἀέρα, μονάχα τότε πῆρε τό δρόμο του, μουρμουρίζοντας:
—Μά, βέβαια, μέσα στήν ἐλευθερία γεννήθηκαν· ποῦ νά ξέρουν τί θά πῆ σκλαβιά!



<>





Να χαίρεσθε όσα μας περιβάλλουν. Όλα μας διδάσκουν και μας οδηγούν στον Θεό. Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Και τα έμψυχα και τα άψυχα και τα φυτά και τα ζώα και τα πουλιά και τα βουνά και η θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα και ο έναστρος ουρανός. Είναι μικρές αγάπες μέσα από τις οποίες φθάνουμε στη μεγάλη Αγάπη. Τον Χριστό.  Για να γίνει κάνεις χριστιανός πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει μα γίνει ποιητής. Η φύση είναι το μυστικό Ευαγγέλιο. Όταν όμως δεν έχει κανείς εσωτερική Χάρι δεν τον ωφελεί η φύση. Η φύση μας ξυπνάει, αλλά δεν μπορεί να μας πάει στον Παράδεισο. Ο πνευματεμφόρος, αυτός που έχει το Πνεύμα του Θεού προσέχει όπου περνάει, είναι όλο μάτια, όλο όσφρηση. Όλες του οι αισθήσεις ζούνε, αλλά ζούνε με το Πνεύμα του Θεού. Είναι αλλιώτικος. Όλα τα βλέπει κι όλα τα ακούει. Βλέπει τα πουλιά την πέτρα την πεταλούδα... περνάει από κάπου, αισθάνεται το κάθε τι, ένα άρωμα για παράδειγμα. Ζει μέσα σε όλα. Στις πεταλούδες στις μέλισσες κ.τ.λ. Η Χάρις τον κάνει μα είναι προσεκτικός. Θέλει να είναι μαζί με όλα. Κι εγώ στην αρχή ήμουν "χοντρός" (στο πνεύμα), δεν καταλάβαινα. Μετά ο Θεός μου έδωσε την Χάρι. Τότε όλα άλλαξαν. Αυτό έγινε αφού άρχισα την υπακοή. 

— Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (+1991)


<>





«Καλοκαίρι 2012. Στίς ὄχθες μιᾶς μεγάλης λίμνης τῆς Γερμανίας πολύς κόσμος προσπαθῆ νά χαρῆ τή δροσιά μιᾶς θάλασσας στά νερά τῆς λίμνης. Ἀνάμεσά τους μιά οἰκογένεια, τῆς ὁποίας ὁ πατέρας ἔχει ἑλληνική καταγωγή.
Νέος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος μέ τή φώτισι τοῦ Θεοῦ βαπτίστηκε Ὀρθόδοξος πρίν λίγα χρόνια στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Βαρνάκοβας. Πῆρε τή Χάρι τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κι ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐπρόκειτο νά ζήση μιά ζωντανή ἐμπειρία τῆς θείας Βοηθείας καί προστασίας τοῦ Χριστοῦ.
Τά παιδάκια του, ὅταν ἔρχονταν στήν Ἑλλάδα, παρακολουθοῦσαν μέ ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον τόν παπποῦ, ὅταν μέ πολλή εὐλάβεια στεκόταν μπροστά στό εἰκονοστάσι καί προσευχόταν. Τότε πήγαιναν κι αὐτά κοντά του καί ἐμιμοῦντο ὅ,τι ἔκανε ὁ παπποῦς. Ἐκεῖνος, ὅμως, δέν ἀρκεῖτο σ᾽ αὐτό, ἀλλά τά ἐνημέρωνε γιά τήν ἀξία τῆς προσευχῆς καί τά δίδασκε πῶς πρέπει νά προσεύχωνται.
Τήν ἡμέρα πού ἔγινε τό ἐξιστορούμενο γεγονός, ὁ πατέρας πῆρε τό ἕνα ἀγοράκι του ἐπάνω σ᾽ ἕνα κανό καί ἀπομακρύνθηκαν στά βαθειά τῆς λίμνης. Τόσο βαθειά πῆγαν, πού διέκριναν τήν ἀπέναντι δασωμένη ἀλλά καί ἀπόκρημνη ὄχθη τῆς λίμνης.
Τότε, σέ μιά στιγμή ἔσπασε τό μοναδικό κουπί τοῦ κανό! Ταράχτηκε ὁ πατέρας καί προσπάθησε νά βρῆ μιά λύσι, νά δέση κάπως τό κουπί. Δέν ὑπῆρχε, ὅμως, τίποτε. Μόνο ἕνα καρδόνι πού εἶχε τριγύρω στή μέση του, ὄχι πολύ χοντρό. Μέ αὐτό ἄρχισε τήν προσπάθεια νά δέση τό κουπί. Ἀπελπισμένη προσπάθεια, ἀλλά κάτι ἔπρεπε νά κάνη.
Τό ἀγοράκι κατάλαβε τόν κίνδυνο καί γονάτισε στό μικρό κοίλωμα τοῦ κανό, ἔκρυψε τό προσωπάκι του στά χέρια του καί ἄρχισε νά προσεύχεται! (Εὐπρόσδεκτη ἀπ᾽ τό Θεό παιδική προσευχή!) Κάποια στιγμή τό παιδάκι σταμάτησε νά προσεύχεται καί λέει στόν πατέρα του μέ σοβαρότητα:
—Μπαμπά, μήν στενοχωριέσαι! Ὁ Χριστούλης μοῦ εἶπε πώς θά μᾶς βοηθήση!
Πράγματι τό δεμένο μέ τό κορδόνι κουπί δέν ἔσπασε παρά 20 μέτρα ἀπ᾽ τήν ἀκτή! Ὁλοφάνερη ἡ θεία ἐπέμβασι καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ!»(ΠΒ).

<>





«Ἕνας ταξιτζής διηγεῖται ἕνα σπάνιο περιστατικό πού τοῦ συνέβη μέ πελάτη του. Ἦταν ἀπόγευμα, ἕνα ἀπ᾽ τά συνηθισμένα πολυτάραχα ἀπογεύματα στό κέντρο τῆς ἀθήνας. Ὁ κόσμος οὐρά στή στάσι τῆς Ὀμονοίας τῶν ΤΑΞΙ.
—Κουκάκι, παρακαλῶ!...
—Εὐχαρίστως, τοῦ ἀπαντῶ.
Αὐτός ἦταν ὅλος ὁ διάλογος μέχρι τέλους τῆς διαδρομῆς, διότι τό ὕφος καί ὁ τρόπος δέν ἄφηνε κανένα περιθώριο συζητήσεως. Στό ὕψος τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου (Γαργαρέτας) καί ἐπί τῆς ὁδοῦ Βεΐκου κατέβηκε, καί λίγα μέτρα πιό κάτω ἕνα ἄλλο χέρι μέ τό χαρακτηριστικό νεῦμα μέ σταματάει.
Ἦταν νεαρός ὁ καινούργιος μου ἐπιβάτης 25-27 ἐτῶν περίπου, μετρίου ἀναστήματος καί κρατοῦσε μιά βαλίτσα.
Τοποθετώντας ἐγώ τά πράγματά του στό “πόρτ-μπαγκάζ”, ὁ νεαρός κάθησε στή θέσι τοῦ συνοδηγοῦ.
Καί μέ μιά ποιητική ἔκφρασι, πού σπάνια χρησιμοποιοῦσα κατά τό παρελθόν: “Σάν βγεῖς στόν πηγαιμό γιά τήν Ἰθάκη, νά εὔχεσαι νά ᾽ναι μακρύς ὁ δρόμος σου, μεγάλο τό ταξίδι”, ὑπονοούσα: “γιά ποῦ πᾶμε;”.
—Ναι, φίλε μου, γιά τήν Ἰθάκη, ὅμως ὄχι γιά τό νησί, ὅπως θά φαντάστηκες, ἄλλα γιά τό ἀποτοξινωτικό κέντρο “Ἰθάκη”..., ἦταν ἡ ἀπάντησι πού γιά λίγα δευτερόλεπτα μέ ἄφησε ἄναυδο.
—Στό σταθμό Λαρίσης στά τραῖνα, παρακαλῶ..., συμπληρώνει.
Ἦταν ἀναπάντεχη πράγματι ἡ ἀπάντησι τοῦ νεαροῦ ἐπιβάτη μου, διότι τίποτε ἀπ᾽ τά ἐξωτερικά του γνωρίσματα (ματιά, ὕφος, ἐνδυμασία, συμπεριφορά) δέν πρόδιδε τό ἐπάρατο πάθος τῆς ναρκομανίας του.
Ἕνα πλῆθος συναισθημάτων, (πόνου, λύπης, συμπάθειας, ἀγάπης...), διαδέχονταν τό ἕνα τό ἄλλο μέσα μου, ἕνα δυνατό σφίξιμο στήν καρδιά μου πού τήν ἔκανε νά κινῆται ἄτακτα μέσα στό στῆθος μου, ἕνα δάκρυ κύλησε στά μαγουλά μου γιά τό κατάντημα τοῦ ἀδελφοῦ μου, γιά τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ μου.
Προσπάθησα νά συγκρατηθῶ, διότι ἤθελα καί νά μάθω κάτω ἀπό τί συνθήκες ἔφθασε ἐκεῖ πού ἔφθασε, ἐπειδή εἶμαι καί ἐγώ πατέρας μέ παιδιά στά πρόθυρα τῆς ἐφηβείας.
Ἀφοῦ ἀλληλοσυστηθήκαμε, παρακάλεσα τόν Παῦλο, ἄν δέν τοῦ ἔκανε κακό τό φρεσκάρισμα τέτοιων γεγονότων καί ἄν δέν τόν κούραζε, νά μοῦ ἔλεγε λίγα πράγματα γύρω ἀπ᾽ τή ζωή του καί ἀπό τό πάθος του.
Με προθυμία ἀνταποκρίθηκε στήν παράκλησί μου καί τόν εὐχαριστῶ.
“Κατ᾽ ἀρχήν ἔχω νά πᾶρω δύο μῆνες ἀπ᾽ αὐτό τό δηλητήριο καί νοιώθω ὅπως ὅλοι οἰ ἄνθρωποι οἰ φυσιολογικοί. Δέν ἔχω καμμία ἐπιθυμία γιά νά τό ξαναβάλω στό αἷμα μου καί αὐτό τό ὀφείλω ὄχι σέ κάποια προσπάθεια δική μου, ἄλλα ἐξ ὁλοκλήρου στή θαυμαστή δύναμι τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων Του, ἀλλά θά σοῦ τά πω ἀπ᾽ τήν ἀρχή ἀφοῦ τόσο πολύ τό θέλεις.
Γεννήθηκα καί μέχρι ὀκτώ ἐτῶν μεγάλωσα στήν Ἀθήνα καί συγκεκριμένα στό Κουκάκι ἐκεῖ πού μέ πῆρες. Εἶμαι μοναχοπαίδι καί οἰ γονεῖς μου μέ ἀγαποῦν παθολογικά, χωρίς νά μοῦ χαλοῦν κανένα χατίρι.
Σέ ἡλικία λοιπόν ὀκτώ ἐτῶν, μαζί μέ τούς γονεῖς μου φύγαμε γιά τήν Ἀμερική γιά καλύτερη ζωή. Οἰ γονεῖς μου μέ τή βοήθεια τῶν συγγενῶν μου ἐκεῖ ἔπιασαν δουλειά καί ἐγώ πήγαινα στό σχολεῖο.
Μεγαλώνοντας, ὅμως, μεγάλωναν μαζί μου καί οἰ παράλογες ἐπιθυμίες μου καί τά “βίτσια” μου. Ἔμπλεξα λόγῳ χαρακτήρα εὔκολα μέ ἄσχημες παρέες καί πολύ γρήγορα δοκίμασα τή μαριχουάνα καί τό χασίς.
Περνώντας ὁ καιρός καί τά χρόνια δέν μέ ἱκανοποιούσαν τά ἐλαφρά ναρκωτικά οὔτε ἐμένα οὔτε καί τήν παρέα μου. Τό ρίξαμε, λοιπόν, ὅλοι στά σκληρά ναρκωτικά, πού τά βρίσκαμε στό ἴδιο περιβάλλον καί μέ τήν ἴδια εὐκολία, ὅπως καί τά ἐλαφρά. Αὐτά, ὅμως, ἦταν ἀκριβά κι ἐγώ δέν ἐργαζόμουν.
Στήν ἀρχή ἔκλεβα ἀπό τίς τσέπες καί τά πορτοφόλια τῶν γονιῶν μου. Ὅταν, ὅμως, μέ τόν καιρό εἶχα ἀνάγκη ἀπό μεγαλύτερες δόσεις καί σέ σημεῖο πού ἔγινα ἀντιληπτός ἀπ᾽ τούς γονεῖς μου, τότε μέχρι καί πού τούς ἔδερνα γιά νά τούς τά παίρνω. Ἡ κατάστασί μου ἦταν δραματική τό καταλάβαινα, ἀλλά δέν μποροῦσα νά κάνω πίσω μέ τίποτε.
Οἱ γονεῖς μου μέ ἔτρεχαν σέ γιατρούς καί σέ ψυχολόγους μήπως καταφέρουν κάτι, ἄλλα τίποτε, κανένα φῶς ἀπό πουθενά, μερικοί καί μάλιστα διακεκριμένοι ἐπιστήμονες τούς ἔλεγαν, ὅτι ἄν δέν ἀλλάξω σύντομα περιβάλλον, λίγος εἶναι ὁ καιρός τῆς ζωῆς μου.
Στό διάστημα αὐτό καί καθώς ἤμουν μόνος μου στό σπίτι σέ κατάστασι ἀπελπισίας, ἐμφανίζεται μπροστά μου ἕνας παράξενος ἐπισκέπτης πού γιά πρώτη φορά τόν ἔβλεπα.
Ἦταν μέτριος στό ἀνάστημα, εἶχε στρογγυλά καί πολύ μεγάλα μάτια πού περιστρεφόντουσαν, εἶχε μαύρο καί δασύ τρίχωμα, τοῦ ὀποίου τό μῆκος θά ξεπερνοῦσε τά δεκαπέντε ἐκατοστά.
Ἐπίσης εἶχε κέρατα καί οὐρά. Εἶχε μία τρανταχτή σταθερή φωνή καί φοβερή πειθώ πού δέν σοῦ ἄφηνε περιθώρια γιά ἀντιρρήσεις.
Ἄρχισε νά ἀπαριθμῆ τή ζωή μου ἀπό τότε πού γεννήθηκα μέχρι ἐκείνη τή στιγμή μέ κάθε λεπτομέρεια κι᾽ἐγώ ἀπλώς ἔλεγα: “Ναι”.
—Ὅλα τά ἔχεις ἀπολαύσει, μου λέει στό τέλος, τίποτε δέν σοῦ μένει πιά, παρά ναρθῆς μαζί μου...
Τοῦ ἀπαντώ:
—Πῶς;
—Θά πάρης τό αὐτοκίνητο, μοῦ λέει, καί θ᾽ ἀκολουθήσης τόν τάδε δρόμο, θά τρέξης μέ τόσα μίλια (δέν θυμάμαι τόν ἀριθμό) κι ἐκεῖ θά σέ περιμένω ἐγώ...
Ὁ δρόμος αὐτός ἦταν εὐθύς γιά πολλά μίλια καί σέ κάποιο σημεῖο εἶχε μιά ἐλαφρά στροφή, ὥστε ὅσοι ἔτρεχαν μέ ὑπερβολική ταχύτητα ἔβγαιναν ἔκτος δρόμου καί προσέκρουαν σ᾽ ἕνα μανδρότοιχο πού δέν γλύτωναν.
Εἶχα ἀκούσει γιά πολλά ἀτυχήματα στό σημεῖο ἐκεῖνο κατά τό παρελθόν. Ἔκανα ὅπως ἀκριβῶς μου εἶπε καί κατέληξα κι ἐγώ στόν μανδρότοιχο.
Τό αὐτοκίνητο ἔγινε σχεδόν ἀγνώριστο κι ἐμένα μ᾽ ἔβγαλαν μέ μικροτραύματα. Ἀφοῦ μοῦ προσέφεραν τίς πρῶτες Βοήθειες, πῆγα στό σπίτι μου.
Πέρασαν δέκα ἡμέρες περίπου ἀπ᾽ τό ἀτύχημά μου καί ἐμφανίζεται στό σπίτι μου, στήν κουζίνα αὐτή τή φορά, ὄ ἴδιος παράξενος ἐπισκέπτης.
Μιά γκριμάτσα δυσφορίας στό ἄγριο καί ἐπιβλητικό πρόσωπό του· ἕνα κούνημα τῆς κεφαλῆς πρός τά πίσω· καί ἡ ἴδια χαρακτηριστική φωνή του μοῦ λέει:
—Τίποτε δέν κατάφερες.
Καθόμουν καί τόν κοίταζα σάν ἀπολιθωμένος καί μόλις πού κατάφερα νά τόν ρωτήσω:
—Τί νά κάνω;
—Τώρα θά πάρης τρεῖς φορές δόσι ἀπ᾽ αὐτό πού παίρνεις καί θά ἔρθης σίγουρα μαζί μου.
Ἐξαφανίστηκε αὐτός καί δέν ἀναρωτήθηκα, οὔτε πῶς μπῆκε στό σπίτι οὔτε ποιός ἦταν.
Ἔβαλα σέ ἐφαρμογή ἀμέσως τό σχέδιο.
Ἑτοίμασα τό ὑλικό στήν σύριγγα κι ἔψαξα νά βρῶ μέρος στό κατάσπαρτο ἀπ᾽ τά τρυπήματα σῶμα μου. Ἡ δόσι ἦταν μεγάλη κι ἔπεσα ἀμέσως ἀναίσθητος.
Καθώς βρισκόμουν σ᾽ αὐτή τήν κατάστασι, βλέπω ἕνα ψηλό μέ ράσα μέ μαῦρο σκουφί πού στό μέτωπό του ἦταν χαραγμένος Σταυρός.
—Μη φοβᾶσαι, μοῦ εἶπε, θά γίνης καλά καί ὅταν ἐπιστρέψης στήν Ἑλλάδα, νά ἔρθης στό σπίτι μου· εἶμαι ὁ Ἐφραίμ...
Σηκώθηκα σάν νά μήν εἶχα πάρει ἐντελῶς ἀπ᾽ αὐτό τό καταραμένο δηλητήριο. Ἔνοιωσα τήν ἐπιθυμία νά φύγω γιά τήν Ἑλλάδα καί μόλις τό εἶπα στή μητέρα μου ἀπόρησε καί τό θεώρησε θαῦμα, διότι πολλές φορές προσπάθησαν νά μέ διώξουν ἀπ᾽ αὐτό τό περιβάλλον καί δέν τά κατάφερναν.
Ἐξιστόρησα στή μητέρα μου τά ὅσα μοῦ εἶχαν συμβεί καί θέλησε νά μέ συνόδευση στό ταξίδι μου.
Ὅταν ἤρθαμε στήν παλαιά μου γειτονιά, πήγαμε στόν ἱερέα τῆς ἐνορίας ἐκεῖ καί ἀπ᾽ αὐτόν ἔμαθα, ποιος ἦταν αὐτός ὄ παράξενος ἐπισκέπτης καί τί ζητοῦσε ἀπό μένα.
Ἦταν ὁ διάβολος καί ζητοῦσε τήν ἀθάνατη ψυχή μου.
Εὐχαριστώ τό Θεό μέσα ἀπό τά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μου.
Ἀφοῦ ἐξομολογήθηκα καί νήστεψα, ὁ ἰερέας μέ κοινώνησε σέ δεκαπέντε μέρες.
Ὅταν εἶδα τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Ἐφραίμ τῆς Ν. Μάκρης, θυμήθηκα ὅτι αὐτός ἦταν πού μέ γλύτωσε ἀπ᾽ τό φοβερό μου πάθος.
Πῆγα στή Ν. Μάκρη κι ἔκανα Λειτουργία κι εὐχαρίστησα τόν Ἅγιο.
Τώρα πηγαίνω σ᾽ αὐτό τό ἴδρυμα, γιά νά ξεφύγω λίγο ἀπό τόν κόσμο καί νά σιγουρευτῶ, ὅτι δέν τό ἀποζητῶ”.
Κ. Σ., Ἀθήνα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Κουβεντιάζεις γιά ὅλα, γιά τά γίδια, γιά τά χωράφια, γιά τά λεφτά, γιά τίς καταθέσεις, γιά τίς παντρειές καί τά διαζύγια...
Γιά τό Χριστό δέν μιλᾶς.
Τό νά μήν μιλᾶς γιά τό Χριστό, πού σοῦ δίνει τό φῶς, τόν ἀέρα, τό ψωμί, τά πάντα, εἶναι ἁμαρτία, ἀχαριστία.
Ὅπως, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Φωτεινή μιλοῦσε γιά τό Χριστό, ἔτσι νά μιλᾶς καί ἐσύ γιά αὐτόν.
Νά μιλᾶς μέσα στό σπίτι.
Εἶσαι πατέρας; Ὅταν βραδιάζη φώναξε τήν γυναῖκα καί τά παιδιά σου καί μίλα τους γιά τό Χριστό.
Πᾶρε καί διάβασε τό Εὐαγγέλιο.
Θά πεθάνης μιά μέρα καί ὅλα θά τά ξεχάσουν τά παιδιά καί τά λεφτά καί τά πλούτη.
Ἕνα δέν θά ξεχάσουν ποτέ.
Ὅτι τούς μιλοῦσες γιά τό Χριστό.
Δέν θά ξεχάσουν ποτέ τή μάνα, τόν πατέρα καί τή γιαγιά πού τούς μιλοῦσαν γιά τό Χριστό.!
Δημήτριος Παναγόπουλος, Ἱεροκήρυξ+»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>






«Πρίν ἀπό πολλά χρόνια στή Ρωσία οἰ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν ν᾽ ἀγοράσουν ἐλεύθερα ὅσο ψωμί ἤθελαν.
Τήν ποσότητα τοῦ ψωμιοῦ, πού ἔπρεπε νά πάρουν, τήν ὅριζε τό κράτος ἀνάλογα μέ τά μέλη τῆς κάθε οἰκογένειας.
Ἔτσι στόν καθένα ἀντιστοιχοῦσε ἕνα “κουπόνι ψωμιοῦ” καί μέ αὐτό τό κουπόνι μποροῦσε νά πάρη ἀπ᾽ τόν φοῦρνο τήν ποσότητα ψωμιοῦ, πού τοῦ ἀναλογοῦσε.
Στήν πόλι Λένινγκραντ —σήμερα ἡ πόλι αὐτή λέγεται Ἁγ. Πετρούπολι— ζοῦσε μιά εὐσεβής γυναῖκα, ἡ Ἐλισάβετ Ἐφίμοβνα Χμελέβα.
Μέ τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ της μποροῦσε κάθε μέρα νά ἀγοράζη ἀπ᾽ τόν φοῦρνο 400 γραμμάρια ψωμί.
Τό 1941, στόν Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, τό Λένινγκραντ πολιορκήθηκε ἀπ᾽ τούς Γερμανούς γιά 900 ἡμέρες, δηλαδή γιά δυόμιση περίπου χρόνια.
Ὅταν ἄρχισε ἡ πολιορκία τά τρόφιμα γίνανε δυσεύρετα καί τά κουπόνια τοῦ ψωμιοῦ, πού κρατοῦσαν στά χέρια τους οἰ κάτοικοι, ἦταν πιά ἄχρηστα.
Μιά μέρα ἡ Ἐλισάβετ ἄδικα προσπάθησε γυρνώντας ὁλόκληρη σχεδόν τήν πόλι νά βρῆ λίγο ψωμί.
Οἱ διαδόσεις πώς τάχα σέ “κάποια” γειτονιά “κάποιος” φοῦρνος εἶχε βρεῖ ἀλεύρι κι ἔψησε ψωμί ἀποδείχτηκαν πώς ἦταν ὅλες ψεύτικες.
Ἡ γυναῖκα γύρισε ἀργά τό βράδυ ἀπελπισμένη, ταλαιπωρημένη καί νηστική στό σπίτι της.
Ἡ στεναχώρια της ἦταν πολύ μεγάλη.
Ἔβγαλε τό κουπόνι ἀπ᾽ τήν τσάντα της καί κρατώντας το στά χέρια ἔστρεψε τά δακρυσμένα μάτια της στό εἰκονοστάσι καί κοίταξε τόν Ἅγ. Νικόλαο.
Δέν μπόρεσε ἀπ᾽ τή λύπη της νά τοῦ μιλήση τήν ὥρα ἐκεῖνη.
Τό μόνο πού ἔκανε ἦταν νά σηκωθῆ καί νά βάλη τό ἄχρηστο ἐκεῖνο κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού κρατοῦσε, στό μικρό, στενόμακρο, ξύλινο κουτάκι τῶν κεριῶν, πού βρισκόταν μπροστά ἀπ᾽ τήν εἰκόνα.
—Ἄς τό φυλάξω, σκέφτηκε, ἴσως κάποτε ξαναγίνει χρήσιμο.
Ἔτσι, κουρασμένη καί ἐξαντλημένη ὅπως ἦταν, ἔπεσε ἄμέσως νά κοιμηθῆ.
Τήν ἄλλη μέρα ἕνα ἁπαλό σκούντημα στήν πλάτη της τήν ἔκανε νά ξυπνήση ἀπ᾽ τόν βαθύ της ύπνο.
—Ἐλισάβετ, ἄκουσε τή γειτόνισσά της, τή Μάσα, νά τῆς μιλάη.
—Μάσα, πῶς μπῆκες στό σπίτι;, ρώτησε ἡ γυναῖκα.
—Ἡ ὥρα κοντεύει ἐννέα καί, σάν εἶδα πώς δέν ἄνοιξες τό κουρτινάκι σου ἀπ᾽ τό παράθυρο πού βλέπει στό δρόμο, σκέφτηκα μήπως ἤσουν ἄρρωστη καί ἤρθα νά σέ δω. Χτύπησα πολλές φορές τό χερούλι τῆς πόρτας, μά δέν μου ἀπάντησες.
Κόλλησα τό αὐτί μου πάνω της καί δέν ἄκουσα τόν παραμικρό θόρυβο.
Τότε πῆρα τήν ἀπόφασι νά μπῶ στό σπίτι.
—Ἔκανες σάν καλή γειτόνισσα. Σ᾽ εὐχαριστῶ, Μάσα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ καί σηκώθηκε ἀπ᾽ τό κρεββάτι.
Κάθισε καί θά βάλω τό σαμοβάρι στή φωτιά γιά νά πιοῦμε τό τσάι μας.
Μέ τά λόγια αὐτά ἡ Ἐλισάβετ ἔστρεψε τό βλέμμα της στό τραπέζι καί εἶδε ἄξαφνα πάνω στό ὑφαντό τραπεζομάντηλο ἕνα μικρό φραντζολάκι ἴσαμε τετρακόσια γραμμάρια φρέσκο ψωμί.
—Μάσα, ποῦ βρῆκες τό ψωμί;, φώναξε ἔκπληκτη ἡ Ἐλισάβετ στή γειτόνισσά της.
Ἡ Μάσα, πού τήν ὥρα ἐκείνη εἶχε πλησιάσει τό παράθυρο καί τραβοῦσε τό κουρτινάκι γιά νά μπῆ τό πρωϊνό φῶς, γύρισε σαστισμένη τό κεφάλι της καί κάρφωσε τά μάτια στό φραντζολάκι τοῦ ψωμιοῦ, πού ἦταν πάνω στό τραπέζι.
—Ἕνα φραντζολάκι ψωμί, εἶπε σαστισμένη καί πλησίασε ἀργά, σάν μαγεμένη ἀπ᾽ τήν εἰκόνα πού ἀντίκριζαν τά μάτια της.
—Μά πές μου, Μάσα, πού βρῆκες τό ψωμί;, φώναξε ξανά τρελή ἀπ᾽ τή χαρά της ἡ Ἐλισάβετ.
—Ἐγώ πού βρῆκα τό ψωμί;
Ἐσύ θά μοῦ πῆς πού τό βρῆκες γιά νά τρέξω μέ τό κουπόνι μου νά πάρω κι ἐγώ.
—Μά τί λές, Μάσα!
Ἐγώ χθές μάτωσα τά πόδια μου γυρίζοντας ὅλο τό Λένινγκραντ ψάχνοντας νά βρῶ σέ φοῦρνο ψωμί.
Οἱ δύο γυναίκες, δίχως ν᾽ ἀγγίζουν τό ξεροψημένο φραντζολάκι, ἔσκυψαν ἀπό πάνω του καί κλείνοντας τά μάτια τους μύρισαν τό ὑπέροχο ἄρωμά του.
—Ἄν λες ἀλήθεια πώς τό ψωμί αὐτό δέν τό πῆρες μέ τό κουπόνι σου, τότε νά μοῦ τό δείξης γιά νά πειστῶ, εἶπε ἡ Μάσα.
—Νά! Ἐδῶ τό ἔχω βάλει! Στάσου μιά στιγμή καί θά σοῦ τό δείξω!
Αὐτά εἶπε τρέμοντας ἀπό συγκίνησι ἡ Ἐλισάβετ κι ἀπλώνοντας τό χέρι της πῆρε τό στενόμακρο, ξύλινο κουτάκι τῶν κεριῶν ἀπ᾽ τό εἰκονοστάσι καί τό ἀκούμπησε πάνω στό τραπέζι, δίπλα στό μικρό φραντζολάκι τοῦ ψωμιοῦ .
Ἡ Μάσα ἔσκυψε μ᾽ ἀγωνία ἀπό πάνω του καί, καθώς τό καπάκι ἄνοιξε, ἐκεῖνη ἔμεινε μέ τά μάτια ὀρθάνοιχτα νά κοιτάζη τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού ἦταν διπλωμένο κι ἀκουμπισμένο δίπλα σ᾽ ἕνα λεπτό κεράκι.
Οἱ δυό γυναῖκες κοιτάχτηκαν ἔκπληκτες κι ἔπειτα μηχανικά γύρισαν τά μάτια τους καί κοίταξαν τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου στό μικρό εἰκονοστάσι.
—Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγησι, Μάσα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ.
Τό ψωμί μοῦ τό ἔφερε ὁ Ἅγ. Νικόλαος.
—Ναί! Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγησι, ψέλλισε σαστισμένη μά μέ σιγουριά καί ἡ Μάσα.
—Ζοῦμε ἕνα θαῦμα, Μάσα, ἕνα θαῦμα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ κι ἔκανε τό σταυρό της.
—Ἐλισάβετ, εἶπε συγκινημένη ἡ Μάσα. Σέ παρακαλῶ ἄφησέ με νά βάλω κι ἐγώ τό κουπόνι μου μέσα στό κουτί μέ τά κεριά. Ποῦ ξέρεις;
Ὁ Ἅγ. Νικόλαος μπορεί νά λυπηθῆ τά παιδιά μου καί νά φέρη καί σέ μᾶς ψωμί.
—Τρέξε καί φέρε τό κουπόνι σου, εἶπε μέ χαρά ἡ Ἐλισάβετ. Φέρε το καί θά προσευχηθοῦμε στόν Ἅγιο νά κάνη καί πάλι τό θαῦμα του.
Ἡ Μάσα σάν ἀγέρας πῆγε καί γύρισε στό σπίτι κρατώντας σφιχτά στή χούφτα της τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού εἶχε γραμμένο πάνω του:
Οἱ γυναῖκες ἔβαλαν στό κουτί τῶν κεριῶν τά δυό κουπόνια καί τό ἐπέστρεψαν στή θέσι του, μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου.
Τήν ἄλλη μέρα, μέ τό πού ξημέρωσε, ἡ Ἐλισάβετ βρῆκε πάνω στό τραπέζι της ἕνα ζεστό, φρεσκοψημένο φραντζολάκι 400 γραμμαρίων, ἐνῶ ἡ Μάσα ἕνα καρβέλι ψωμί 800 γραμμαρίων.
Τό νέο σάν ἀστραπή μαθεύτηκε στήν γειτονιά καί τό κουτί τῶν κεριῶν τοῦ Ἁγ. Νικολάου γέμισε ἀπό κουπόνια τόσα, πού δέν ἔκλεινε πια τό καπάκι του.
Κι ὁ Ἅγ. Νικόλαος ὁ ψωμάς κάθε πρωΐ ἄφηνε πάνω στό τραπέζι τους τό ψωμί, πού ἀναλογοῦσε στόν καθένα σύμφωνα μέ τό κουπόνι του.
Κι ἐτοῦτο τό θαῦμα κράτησε ὅσο καί ἡ πολιορκία τοῦ Λένινγκραντ, 900 ὁλόκληρες ἡμέρες, δηλαδή δυόμισι περίπου χρόνια.
Ἡ ὄμορφη αὐτή πραγματική ἱστορία βρίσκεται μεταξύ ἄλλων ἐννέα αὐτοτελῶν παρόμοιων ἱστοριῶν στό βιβλίο τῆς κ. Ἄννας Ἰακώβου: Ὅταν Γελάει ὁ Οὐρανός 2»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Σέ μιά διακοπή συνεδριάσεως, μιᾶς ἀπ᾽ τίς τελευταῖες μεγάλες δίκες, ὁ εἰσαγγελεύς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου, μοῦ διηγήθηκε τά ἑξῆς, ὅταν πρόσεξε ὅτι εἶχα στό λαιμό μου ἕνα σταυρό. Μοῦ ἔδειξε ἕνα σταυρό πού φοροῦσε κι αὐτός στό λαιμό του καί μοῦ εἶπε:
—Αὐτός ὁ σταυρός μοῦ ἔσωσε τή ζωή. Χωρίς αὐτόν θά ἤμουν ἤδη ἀπ᾽ τό χειμώνα τοῦ 1943 νεκρός. Ἦταν ἡ περίοδος, κατά τήν ὁποῖα ὄποιος ἔπεφτε στά χέρια τῶν Γερμανῶν καί ὁδηγεῖτο στό ἄντρο τῶν βασανιστῶν τους, στήν ὀδό Μέρλιν, δέν ἔφευγε ἀπό αὐτό παρά γιά τό νεκροταφεῖο.
Ἐκεῖνη τήν ἐποχή συνελήφθηκα καί ἐγώ. Εἶχα κατηγορηθῆ ἀπό ἕνα ἀνώτατο ὑπάλληλο τοῦ Δήμου Πειραιῶς —ὄργανο τῶν Γερμανῶν— καί ἕνα Δήμαρχο Συνοικισμοῦ τοῦ Πειραιῶς ὡς Γενικός εἰσαγγελεύς τῶν Κομμουνιστῶν, διότι καί τούς δύο αὐτούς κυρίους συνέλαβα γιά καταχρήσεις τροφίμων, ἀπό ἐκεῖνα πού προορίζόνταν γιά τούς πεινασμένους.
Ἡ ἄρνησι, τήν ὁποία ἀντέτασσα σέ κάθε “κατηγορῶ”, ἐξαγρίωνε τούς ἀνακριτές μου.
Ἔτσι παραδόθηκα σέ βασανιστήρια. Τήν τρίτη ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου μου ὁδηγήθηκα σ᾽ ἕνα εὐρύχωρο δωμάτιο.
Σέ αὐτό ὑπέστην τά πάνδεινα. Παρήλασαν καί πέντε γιγαντόσωμοι βασανιστές, καθένας τῶν ὁποίων ἐξήντλησε ὅλες τίς δυνάμεις του ἐπάνω μου.
Σιγά-σιγά ἄρχισα νά αίσθάνωμαι ὅτι σέ λίγο θά ἔμενα νεκρός ἐκεῖ.
Μετά τούς γιγαντοσώμους βασανιστές, μέ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ ἀνακριτής.
Σέ μιά στιγμή ἔξαλλος μέ ἔπιασε μέ τά δυό του χέρια ἀπ᾽ τό λαιμό καί ἄρχισε νά τόν σφίγγη. Ἔνοιωσα ὅτι θά πέθαινα ἀπό ἀσφυξία.
Διέθεσα ὄσες δυνάμεις εἶχα καί ἀπαλλάχτηκα ἀπ᾽ τά χέρια του. Ἀμέσως ἄνοιξα, σχίζοντας τό πουκάμισό μου, τό στῆθος. Ἤθελα νά ἀναπνεύσω. Δέν εἶχα σκεφθῆ κἄν τί εἶχα κάνει.
Τήν ἴδια ὅμως στιγμή ἀντίκρισα τόν βασανιστή μου νά γίνεται χλωμός. Ἔγινε ἄσπρος ὕστερα, περισσότερο καί ἀπό τόν κάτασπρο τοῖχο τοῦ δωματίου. Προσπαθοῦσε νά σηκώση τά χέρια του καί δέν τό κατόρθωνε.
Ἄρχισε τότε νά κλαίη...
Ναί, νά κλαίη τρομαγμένα καί σαν μικρό παιδί!
Ἔπειτα ἦλθε κοντά μου, ἔσκυψε στό στήθος μου καί... φίλησε αὐτόν ἐδῶ τό σταυρό!
Ὁμολογώ ὅτι δέν πίστευα στά μάτια μου γιά ὅσα ἔβλεπα.
Σέ λίγο φώναξε καί τοῦ ἔφεραν ἕνα ποτήρι νερό. Μέ αὐτό ἔπλυνε μόνος του, μέ τά χέρια του, πού τώρα κινοῦνταν, τίς πληγές μου καί ἀφοῦ μέ κάθισε σέ μιά καρέκλα νά συνέλθω ἔφυγε γιά νά ἐπιστρέψη μέ ἀρκετούς συναδέλφους του, μπροστά στούς ὁποίους ἀφηγήθηκε τά ἑξῆς:
—Μόλις ἄνοιξε ὁ ἄνθρωπος αὐτός τό στῆθος του, ἔλαμψε στά μάτια μου σαν ἀστραπή αὐτός ὁ μικρούτσικος σταυρός. Καί ἡ λάμψι σχημάτισε ἕνα φλογερό “Nein” (ὄχι). Τώρα πού ἔχω συνέλθει, κύριοι, μπορῶ νά πῶ ὅτι ὁ Θεός βρίσκεται κοντά στούς πιστούς.
Ἔπειτα ἀπευθύνθηκε σέ μένα καί μου εἶπε:
—Θά σᾶς παρακαλοῦσα νά μου προσφέρετε αὐτό τό σταυρό γιά νά μέ προφυλάσση ἀπ᾽ τήν ἄδικη κρίσι. Ὄχι ἀπ᾽ τό θάνατο, διότι δέν τόν φοβοῦμαι. Ἀλλά δέν εἶμαι ἄξιος... Δέν πιστεύω ὅπως ἐσεῖς στό Θεό. Διότι ἄν πίστευα...
Καί σταμάτησε ἀπότομα τή φράσι.
—Ἔτσι, ἀγαπητέ μου, σώθηκα ἀπό βέβαιο θάνατο χάρις στήν πίστι μου, κατέληξε ὁ εἰσαγγελεύς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου.
Σύγχρονα Θαύματα καί εὐεργετικές ἰδιότητες τοῦ Τιμίου Σταυρού: Ὁ σταυρός τοῦ κ. εἰσαγγελέως (Ν. Καπιτσόγλου, “Θαύματα πού γίνονται σήμερα”, περ. Κιβωτός, ἀρ. 21/Σεπτέμβριος 1953, σελ. 347)»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Τό ἀκόλουθο περιστατικό μέ τό Γέροντα Παΐσιο, εἶναι ἀληθινό, ἐνῶ ἡ δημοσιοποίησί του ἄργησε λόγῳ τῆς ταπεινότητος τῶν ἀνθρώπων πού ἀρχικά τό διηγήθηκαν.
Ὁ Ν.Α., εὐκατάστατος ὁμογενής ἀπ᾽ τό Σικάγο τῶν Η.Π.Α., πολύ κάλος ἄνθρωπος καί ἄθεος, πρίν 25 περίπου χρονιά, εἶδε μιά βραδυά στόν ὕπνο του ἕνα μικροσκοπικό παππούλη νά τοῦ ζητάη εὐγενικά νά τόν παραλάβη ἀπό κάποιο ἀεροδρόμιο τοῦ Σικάγου, δίνοντάς του συγκεκριμένη ἡμερομηνία καί ὥρα.
“Νίκο καλό μου παιδί, ἔλα τάδε μέρα τάδε ὥρα στό τάδε ἀεροδρόμιο νά μέ παραλάβης σέ παρακαλῶ”.
Ὅταν ξύπνησε τό πρωΐ, ὁ Ν. διηγήθηκε στή σύζυγό του Μ. τό ὄνειρο πού εἶχε δεῖ.
Ἐκεῖνη, ἀρχίζοντας τά πειράγματα λόγῳ τῆς ἀθεΐας του, τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ἀπλῶς ἕνα ὄνειρο καί νά μήν δώση σημασία.
Τό ὄνειρο μέ τό μικροσκοπικό παππούλη ἐπαναλήφθηκε στόν ὕπνο τοῦ Ν. πολλές φόρες, σέ σημεῖο πού ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀρχίσει νά ταράζεται. Κάποτε ὁ “ἐφιάλτης” σταμάτησε καί ὁ Ν. ἠρέμησε.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό ἔφθασε ἡ καθορισμένη ἡμερομηνία πού ὁ παππούλης εἶχε προαναγγείλει στό ὄνειρο. Ὁ Ν. ἀποφάσισε νά πάη κρυφά στό ἀεροδρόμιο γιά νά ἀποφύγη τά κοροϊδευτικά σχόλια τῆς γυναίκας:
“Τί ἔχω νά χάσω”, συλλογίστηκε, “στό κάτω κάτω θά κάνω τή βόλτα μου, θά πιῶ τό καφεδάκι μου καί ὕστερα θά πάω στή δουλειά μου”.
Πράγματι ἔτσι κι ἔγινε. Πῆγε καί ἀφοῦ κάθισε σέ μιά γωνιά τοῦ χαώδους ἀεροδρομίου τοῦ Σικάγου, περίμενε τόν ἄγνωστο παππούλη τοῦ ὀνείρου.
Ἦπιε κάμποσους καφέδες, ἄλλα ἡ ὥρα περνοῦσε καί ὁ παππούλης δέν φαινόταν πουθενά. Μέτα ἀπό μιά-μιάμιση ὥρα, σκέφτηκε, “ἕνα τσιγάρο ἀκόμα καί φεύγω, καλά καί δέν τό εἶπα στή Μ. γιατί θά μέ κορόιδευε αἰωνίως”.
Πρίν καλά καλά προλάβη νά τελειώση τή σκέψι του, γυρίζοντας ἀπ᾽ τήν ἄλλη μεριά, βλέπει ξαφνικά μπροστά του νά ἐμφανίζεται στ᾽ ἀλήθεια ὁ μικροσκοπικός παππούλης πού ἔβλεπε στόν ὕπνο του. “Εὐχαριστώ Ν. καλό μου παιδί πού ἦρθες, ἤξερα πώς θά ἐρχόσουν”, τοῦ ἐἶπε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
Μήν πιστεύοντας στά μάτια του, ἔχοντας μπροστά του στήν πραγματικότητα τόν παππούλη πού ἔβλεπε στόν ύπνο του, ὁ Ν. παραλίγο νά πάθη συγκοπή!
Εντελώς σαστισμένος καί σοκαρισμένος, ἀφοῦ τρόμαξε νά συνέλθη, πήρε τόν παππούλη καί πῆγαν στό σπίτι του, στά προάστια τοῦ Σικάγου, ὀπού ὁ Γέροντας διέμεινε κάμποσο καιρό.
Ὁ Ν. καί ἡ Μ. μεταμελήθηκαν καί μπῆκαν στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ὁρκισμένος ἄθεος, ὁ Ν. ἔγινε πολύ πιστός Χριστιανός.
Μοῦ διηγήθηκαν οἰ ἴδιοι τό ἀπίστευτο αὐτό περιστατικό, στό σπίτι τούς στό Σικαγο, πρίν δεκαπέντε χρόνια.
Μαρτυρία: Ἀντωνία Μποτονάκη-Ἁγιορείτικο Βῆμα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).

<>


«Ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’80. Κρατικό Πανεπιστήμιο Τιφλίδας.
 Νεαρός Γεωργιανός φοιτητής, τελείωνε μια Θεωρητική Σχολή. Γιά νά πάρη τό πτυχίο του ἔπρεπε νά περάση τήν κρατική ἐξέτασι τοῦ μαθήματος “Ἀθεΐα”. Τό ἐπέβαλλε τό καθεστώς. Ὁ νεαρός εἶχε τότε τό δικαίωμα νά διαλέξη τόν καθηγητή, (ἡ ἐξέτασι ἦταν πάντα προφορική).
 Διάλεξε, λοιπόν, ἕνα πού τοῦ φάνηκε κάπως συμπαθής. Ὅταν πῆγε νά ἐξεταστῆ τοῦ δήλωσε ὀρθά-κοφτά ὅτι δέν πιστεύει σέ αὐτές τίς ἀθεϊστικές θεωρίες καί δέν πρόκειται νά ἀπαντήση σέ καμμία σχετική ἐρώτησι.
—Μπορῆτε νά μέ κόψετε, εἶπε στόν καθηγητή.
—Βέβαια καί θά σέ κόψω, ἀλλά πρῶτα πές μου, τί θά κάνhς. Σπούδασες πέντε χρόνια καί ἀποφασίζεις νά μήν πάρης τό πτυχίο σου; Κρίμα δέν εἶναι;
—Δέν πειράζει, ἀπάντησε ὁ νεαρός ψύχραιμα. Υπάρχει ποίησι, φιλία... ὅλα αὐτά θά μέ βοηθῆσουν νά τό ξεπεράσω. Σέ καμμία περίπτωσι, ὅμως, δέν θά μποροῦσα νά σᾶς πῶ αὐτό πού δέν πιστεύω.
—Δικό σου τό πρόβλημα.
—Τώρα μεταξύ μας (ὁ νεαρός χαμήλωσε τή φωνή του) ἐσεῖς στ᾽ ἀλήθεια πιστεύετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπ'  τόν πίθηκο; Δηλαδή, οἱ πρόγονοί μας πού ἔχυσαν τόσο αἷμα γιά νά υπερασπιστοῦν τήν πίστι ἦταν ἀνόητοι;
Ὁ καθηγητής χαμογέλασε.
—Πολύ θαρραλέος εἶσαι καί αὐτό τό 2 πού θά σοῦ βάλω τώρα (δηλαδή σέ κόβω) εἶναι μόνο γιά τό θάρρος σου. Στό καλό νά πᾶς.
Ὁ καθηγητής ἔγραψε τό βαθμό στό φοιτητικό βιβλιάριο τοῦ νεαροῦ, ὅπως συνήθιζαν τότε καί συνέχισε τήν ἐξέτασι ἄλλων φοιτητών. Ὁ νεαρός ἔφυγε. Κάθισε σ᾽ ἕνα καφενεῖο πικραμένος. Ἄνοιξε τό φοιτητικό του βιβλιάριο. Αὐτό πού εἶδε ἦταν ἀπίστευτο. ὁ καθηγητής, τοῦ εἶχε βάλει 20... Ἄριστα...!!!
Γ.Π.
Σημείωσι: Τό περιστατικό τό διηγήθηκε Γεωργιανή φοιτήτρια, πού ἔκανε μεταπτυχιακές σπουδές στό Παν/μιο Ἰωαννίνων.
Ὁ ἀντίπαλος καί ὁ ἀντίθεος ὄχι μόνο βαθμολογεῖ μέ ἄριστα τό θάρρος τῆς ὁμολογίας ἀλλά καί τό θαυμάζει καί τόν πείθει»(https://proskynitis.blogspot.com/2012/02/20.html).




<>


Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:

1. Μικρές ἀλήθειες: «Τά δάκρυα τῆς μητέρας εἶναι ἡ πιό ἰσχυρή ὑδροηλεκτρική δύναμι τοῦ κόσμου»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἕνα ἔγκλημα, δέν παύει νά εἶναι ἔγκλημα, ἐπειδή τό κάνουν πολλοί»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἡ σεμνότητα εἶναι ἡ ταξιθέτις πού μᾶς βοηθάει νά βρίσκουμε πάντα στή ζωή, τή σωστή μας θέσι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

2. Ὁ Josh McDowell σημειώνει: «Ὁ Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει: “Ἀλλά ἐμεῖς, πού ἔχουμε αὐτό τό θησαυρό, εἴμαστε σάν τά πήλινα δοχεῖα· ἔτσι γίνεται φανερό πώς ἡ ὑπερβολική ἀξία τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ προέρχεται ἀπ᾽ τό Θεό καί ὄχι ἀπό μᾶς”(Β´ Κορ 4, 7). Σκέψου: Ὁ Θεός χρησιμοποίησε ἕναν ἐρασιτέχνη νά “κτίση” τήν κιβωτό, ἀλλά ἐκπαιδευμένοι ἐπαγγελματίες ναυπήγησαν τόν Τιτανικό!».

3. «Μιά πρᾶξι ἀγάπης μπορεῖ νά ζυμώση “πέντε ἄρτους”. Μιά λέξι εὐγενική μπορεῖ νά χορτάση “πεντακισχιλίους”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

4. Ὁ Κ. Κούρκουλας ἀναφέρει: «Τά ὅσα χρωστάει ἡ Ἀνθρωπότητα στούς 3 Ἱεράρχες δέν τά χρωστάει οὔτε σέ 3 ἑκατομμύρια δοκησίσοφους. Γιατί οἱ τρεῖς αὐτοί συνδυάζοντας σοφία καί ἀρετή θεμελίωσαν τόν ἑλληνοχριστιανικό πολιτισμό πάνω στόν ὁποῖο στάθηκαν καί ἐργάσθηκαν ὅλοι οἱ σοφοί τοῦ κόσμου. Καί θά ἄξιζε νά ἀκουσθοῦν καί γι᾽ αὐτούς τά μνημειώδη λόγια τοῦ Churchill γιά τή μικρή, τήν ὀλιγάριθμη ὁμάδα ἀεροπόρων πού ἔπεσαν (μεταξύ αὐτῶν κι ἕνας Ἕλληνας, ὁ σμηναγός Ν. Δημάδης) στήν ἱστορική μάχη τῆς Ἀγγλίας:
—Οὐδέποτε, εἶπε ὁ Churchill, στήν Ἱστορία τῆς Ἀνθρωπότητος πρόσφεραν τόσο λίγοι, τόσα πολλά σέ τόσους πολλούς (So few, so much to so many).
Λόγια πού ταιριάζουν καί στούς τρεῖς αὐτούς ἄνδρες τῆς Ἱστορίας, τούς τρεῖς Ἱεράρχες, πού τόσο λίγοι αὐτοί πρόσφεραν καί προσφέρουν τόσα πολλά σέ τόσους πολλούς. Στήν Οἰκουμένη ὁλόκληρη ὡς “οἰκουμενικοί διδάσκαλοι”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

5. «Ὁ Soljenitsyne ἔχει πεῖ σέ μιά ἀξιομνημόνευτη φράσι του, ὅτι “ἡ διαχωριστική γραμμή μεταξύ τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ περνᾶ μέσα ἀπό τήν καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου”»(ΕΣ 53).

6. «Τό ταξίδι τῆς ζωῆς οἱ ἄνθρωποι τό ζοῦν μέ δύο διαφορετικούς τρόπους.
Ἄλλοι μπαίνουν στό ἀεροπλάνο κι ἄλλοι μένουν στό ἀεροδρόμιο.
Οἱ πρῶτοι, πετοῦν στούς αἰθέρες καί ἀπολαμβάνουν τή γοητεία τοῦ ταξιδιοῦ.
Οἱ ἄλλοι, καρφώνονται στίς αἴθουσες ἀναμονῆς, χαζεύουν στίς βιτρίνες τοῦ ἀεροδρομίου καί ξοδεύουν τή ζωή τους ἀγοράζοντας... “εἴδη ἀφορολόγητα”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

7. Διδάσκει ὁ Ἐπίσκοπος Σεργκίεβο Βασίλειος Ὄσμπορν: Ὁ Ζακχαῖος «ἀνέβηκε σ᾽ ἕνα δέντρο.
Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὄχι μόνο νά Τόν ἀντικρίση, μά καί ὁ ἴδιος νά γίνη θεατός ἀπό τόν Ἰησοῦ. Κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς τόν πρόσεξε, δέν τόν ἐπαίνεσε ἀμέσως γιά τό ζῆλο του, ἀλλά μᾶλλον τοῦ ζήτησε νά κατέβη κάτω, νά πατήση στό ἔδαφος ἄν ἤθελε νά Τόν συναντήση. Τοῦ εἶπε κατ᾽ οὐσίαν πώς ἄν σκόπευε νά Τόν γνωρίση κατά πρόσωπο, ἔπρεπε νά κατέβη ἐκεῖ ὅπου ὁ Χριστός ἦταν, στό ἔδαφος.
Καί ἐμεῖς ἔχουμε τά ἴδια προβλήματα μέ τό Ζακχαῖο. Γνωρίζουμε ὅτι εἴμαστε “κοντοί στό ἀνάστημα” καί δέν μποροῦμε νά δοῦμε· κοιτάζουμε τριγύρω καί νομίζουμε ὅτι οἱ ἄλλοι ἔχουν πλεονεκτικότερη θέσι ἀπό μᾶς στή θέασι τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ καθένας μας μέ τόν τρόπο του σκαρφαλώνει ἐνδόμυχα σ᾽ ἕνα δέντρο, ἤ ἔστω ἁπλά τό ἐπιθυμεῖ, λέγοντας: “Ἄν ἤμουν ἀλλιώτικος, ἄν ἤμουν ψηλότερος... θά μποροῦσα νά δῶ”.
Ὅμως ὁ Χριστός λέει στόν καθένα ἀπό μᾶς:
“Ἔλα κάτω”. “Ἔλα ἐκεῖ ὅπου Ἐγώ βρίσκομαι. Βάλε στήν ἄκρη κάθε λογισμό πού σοῦ ὑποβάλλει τήν ἀνάγκη τῆς προσωπικῆς σου ἀνυψώσεως προκειμένου νά Μέ δῆς. Ἐγώ ἔχω ἔρθει σέ σένα, στό δικό σου τόπο. Λαχταρῶ νά σέ συναντήσω ἐκεῖ ὅπου ζῆς· ὄχι κάπου ἀλλοῦ. Ἐπιθυμῶ νά σέ γνωρίσω ὅπως εἶσαι, κι ἐσύ νά Μέ γνωρίσης ὅπως εἶμαι”. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός μᾶς ζητᾶ νά εἴμαστε ἀληθινοί· ἀληθινοί ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας —ἄν σκοπεύουμε καί ἐμεῖς νά γνωρίσουμε Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Καί μόνο ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἑαυτό μας μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήση στήν ταπείνωσι, νά μᾶς ἀνυψώση μέχρι τό κατώφλι τῆς μετανοίας»(ΕΣ 3).

8. «Οἱ “πλούσιοι τοῦ χρήματος” εἶναι δύσκολο νά μποῦνε στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Οἱ “πλούσιοι τοῦ πνεύματος” εἶναι ἀδύνατο»(ΙΕ 87).
Οἱ “πλούσιοι τοῦ πνεύματος” εἶναι οἱ ὑπερήφανοι. 

9. Μικρές ἀλήθειες: «Ἡ καλή φήμη εἶναι ἕνα ἄλογο, πού ὅλοι θέλουν νά τό καβαλικέψουν. Ἀλλά λίγοι θέλουν νά τό ταΐσουν»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἡ ζωή μοιάζει μέ βιβλίο, τό ὁποῖο οἱ ἐπιπόλαιοι καί οἱ τεμπέληδες τό φυλλομετροῦν ἀδιάφορα, ἐνῶ οἱ φρόνιμοι τό διαβάζουν μέ προσοχή γιατί ξέρουν ὅτι μιά μονάχα φορά ἐπιτρέπεται νά τό διαβάσουν»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

10. Ἀναφέρει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Σέ ἕνα παλαιό μουσουλμανικό νεκροταφεῖο ὑπάρχει ὁ τάφος ἑνός πασίγνωστου φιλάργυρου. Στήν πλάκα κάτω ἀπ᾽ τό ὄνομά του καί στήν θέσι ὅπου χαράσσουν τό ἔτος γεννήσεως καί τό ἔτος θανάτου, ἐκεῖ ἔγραφαν: “Δέν ἔζησε! Μέρα-νύχτα μάζευε παράδες”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).


11. «Μόνο οἱ “πτωχοί τῷ πνεύματι” εἶναι “πλούσιοι τῇ πίστει”»(ΙΕ 282).

12. «Ἕνας γεωργός δούλευσε πολύ σκληρά στή ζωή του, νά διακριθῆ σάν ἕνας ἀπ᾽ τούς καλύτερους παραγωγούς ροδάκινων. Τά δένδρα ἦταν κάτανθα. “Σέ εὐχαριστῶ Θεέ μου!”. Ἀλλά ἦλθε ἡ παγωνιά καί κατέστρεψε ὅλα τά ροδάκινα. Τήν ἑπομένη Κυριακή δέν πῆγε στήν Ἐκκλησία. Σταμάτησε γιά πολύ καιρό. Πῆγε νά τόν ἐπισκεφθῆ ὁ ἱερέας του. Ὁ ἀπογοητευμένος γεωργός τοῦ εἶπε:
—Οὔτε θά ξαναπατήσω στήν ἐκκλησία. Νομίζεις ὅτι μπορῶ νά λατρεύσω ἕνα Θεό, πού μέ ἀγαπᾶ τόσο λίγο, πού ἐπιτρέπει σέ μιά παγωνιά νά καταστρέψη ὅλα τά ροδάκινά μου;
Ὁ ἱερέας τόν κοίταξε σιωπηλά γιά λίγο καί μέ πολλή εὐγένεια τοῦ ἀπάντησε:
—Ἀγαπητέ μου, ὁ Θεός ἀγαπᾶ ἐσένα περισσότερο ἀπ᾽ τά ροδάκινά σου. Ξέρει ὅτι, παρά τό γεγονός ὅτι τά ροδάκινα δέν ἔχουν ἀνάγκη τήν παγωνιά, ὅμως δέν μπορεῖ νά παραγάγη τούς καλύτερους ἀνθρώπους χωρίς παγωνιές. Ὁ Θεός δέν εἰδικεύεται σέ ροδάκινα, ἀλλά σέ ἀνθρώπους»(ΖΘ 7).

13. Γράφει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ὅταν ἔφθασε ἡ εἴδησι πού συγκλόνισε τόν κόσμο, ὅτι ὁ μεγάλος Ἰνδός ἡγέτης Mahatma Gandhi δολοφονήθηκε, ὁ Bernard Shaw ἔκανε τό ἀκόλουθο σχόλιο: “Δέν φταίει ὁ δολοφόνος. Φταίει αὐτός πού ὕψωσε τό κεφάλι του τόσες σπιθαμές πάνω ἀπ᾽ τά δικά μας σκυφτά κεφάλια κι ἔγινε στόχος”.
Παρόμοιο πικρό σχόλιο ἔκανε ἕνας θυμόσοφος Ἱεράρχης ὅταν ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀρνήθηκε τήν προαγωγή σέ Ἐπίσκοπο ἑνός λαμπροῦ μέ μεγάλα προοσόντα κληρικοῦ: “Δέν φταῖμε ἐμεῖς οἱ συνοδικοί, εἶπε, ἀλλά αὐτός, πού φρόντισε ν᾽ ἀποκτήση τόσα προσόντα καί νά ψηλώση τόσο, ὥστε νά μήν τόν χωράη ἡ πόρτα μας”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

14. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ἄν τά ὄνειρά σου δέν πραγματοιοῦνται, σημαίνει ὅτι παρακοιμᾶσαι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Οἱ λεπτομέρειες στή ζωή κάνουν τήν τελειότητα. 
Ἡ τελειότητα στή ζωή δέν εἶναι λεπτομέρεια»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ Χριστιανισμός δέν γνωρίζει συνταξιούχους οὔτε ἀπομάχους. Ἀναγνωρίζει μόνο ἀγωνιστές»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

15. «Ἦταν ἕνας περίφημος διευθυντής ὀρχήστρας. Ἔκανε πρόβες ἡ ὀρχήστρα του. Ἀποτελεῖτο ἀπό 120 μουσικά ὄργανα. Ἐκεῖνος πού ἔπαιζε ἕνα μικρό φλάουτο νόμιζε πώς ἦταν ἀνάγκη νά ξεκουρασθῆ λιγάκι. “Ποιός θά μέ ἀντιληφθῆ ὅτι σταμάτησα νά παίζω μέσα σέ τόσα ὄργανα;”. Ξαφνικά, ὅμως, ὁ διευθυντής τίναξε τά χέρια του στόν ἀέρα. Διέταξε τήν ὀρχήστρα νά σταματήση. Φώναξε: “Ποῦ εἶναι τό μικρό φλάουτο; Τό ἔχασα ἀπό τ᾽ αὐτί μου”.
Καί ἐσύ νομίζεις πώς ἀποτελεῖς ἕνα ἀσήμαντο μικρό φλάουτο. Μέσα στούς τόσους ἀνθρώπους, πῶς μπορεῖ ὁ Θεός νά σέ παρακολουθῆ καί νά ἐνδιαφέρεται γιά σένα; Κι ὅμως ξέρει πώς Τόν ἔχεις ἀνάγκη, θέλει νά Τόν πλησιάσης, νά μιλήσης μαζί Του, νά τοῦ ζητήσης καί ἐσύ τό ἔλεός Του»(ΣΖ 90).

16. Γράφει ὁ Bernie May: «Στίς ἀρχές Μαΐου τοῦ 1972, ὁ καλός μου φίλος ὁ Μπένγκετ Γιάνβικ ἔγινε τό ἀντικείμενο μιᾶς μαζικῆς ἐπιχειρήσεως διασώσεως, ἐνῶ μετέφερε ἕνα καινούργιο ἀεροπλάνο στήν Galena τῆς Alaska. Τό ὕπουλο “βροχερό πέρασμα”, μιά πυξίδα πού ταλαντευόταν καί κάποια ἀπότομα καθοδικά ρεύματα εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα νά συντριβῆ σ᾽ ἕνα ἀπρόσιτο βουνίσιο φαράγγι. Ὁ Μπένγκετ, ἄν καί ἐπέζησε ἀπ᾽ τήν πτῶσι χωρίς τραύματα, ἦταν ἀγνοούμενος. Μιά χιονοθύελλα πού ξέσπασε, κάλυψε ὅλη τήν περιοχή γιά τίς ἑπόμενες τέσσερεις μέρες.
Στό μεταξύ οἱ ἀρχές καί οἱ φίλοι του ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν. Πενῆντα ὁμάδες ἔρευνας καί διασώσεως καί ἄλλα τόσα στρατιωτικά καί πολιτικά ἀεροπλάνα ἄρχισαν νά ψάχνουν τό βουνό. Ἕνας φίλος ἐπιχειρηματίας ἀπ᾽ τήν California πῆγε στήν Alaska καί μίσθωσε ἐπιπλέον ἀεροπλάνα καί ἑλικόπτερα, γιά νά βοηθήσουν στίς ἔρευνες. Χριστιανοί φίλοι ἀπ᾽ ὅλο τόν κόσμο προσεύχονταν.
Τήν πέμπτη μέρα ἀναγνωριστικά ἀεροπλάνα πέταξαν πάνω ἀπ᾽ τόν Μπένγκετ, ὅμως δέν τόν εἶδαν. Τή δέκατη τρίτη μέρα τά ἀεροπλάνα σταμάτησαν τίς ἔρευνες. Καθώς τελείωναν τά ἐφόδιά του, ὁ Μπένγκετ πίστευε πώς κάθε ἐλπίδα σωτηρίας εἶχε χαθῆ. Ἐκείνη τή δέκατη τρίτη μέρα, ὅμως, ἕνα ἑλικόπτερο, πού πέταξε στό φαράγγι, τόν ἐντόπισε.
Ὁ χαμένος βρέθηκε! Μπορεῖτε νά φαντασθῆτε τήν ἀγαλλίασι καί τόν ἐνθουσιασμό! Ἡ γυναῖκα καί τά παιδιά του, οἱ φίλοι του, οἱ ὁμάδες ἔρευνας, ὅλοι ξεφώνιζαν ἀπ᾽ τή χαρά τους.
Τότε ὀργανώθηκε μιά δεξίωσι. Ὁ μεγαλύτερος διαθέσιμος χῶρος, μέ καθίσματα γιά 250 ἄτομα, ἦταν ἀσφυκτικά γεμάτος. Συντονιστής τῆς βραδυᾶς ἦταν ὁ ἐπιχειρηματίας, πού εἶχε ναυλώσει τό ἑλικόπτερο, ὅταν ὅλα τά ἄλλα ἀεροπλάνα εἶχαν ἐγκαταλείψει τίς προσπάθειες. Ὁ Μπένγκετ, ὁ ἴδιος, εἶχε τήν εὐκαιρία νά πῆ “εὐχαριστῶ” στούς ἀνθρώπους, πού εἶχαν περάσει ὧρες καί μέρες, ψάχνοντας γι᾽ αὐτόν, ἕνα χαμένο, τόν ὁποῖο δέν τόν γνώριζαν προσωπικά.
Καθώς ὁ Μπένγκετ μᾶς ἐδιηγεῖτο αὐτή τήν ἱστορία, δέν μπόρεσα νά μή σκεφθῶ μιά ἄλλη σύναξι. Τελετάρχης θά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς. Ἡ μεγαλόπρεπη οὐράνια αἴθουσα θά εἶναι κατάμεστη. Μπορῶ νά ἀκούσω ἀνθρώπους ἀπό διάφορες φυλές —Κάμπας, Κέουας, Ἄουκας— νά λένε: “Σᾶς εὐχαριστοῦμε, γιατί ὀργανώσατε τήν ὁμάδα σωτηρίας· σᾶς εὐχαριστοῦμε, γιατί παραμείνατε σ᾽ αὐτήν. Σᾶς εὐχαριστοῦμε πού μᾶς βρήκατε. Βρισκόμαστε ἐδῶ, ἐπειδή ἐσεῖς ἐνδιαφερθήκατε”»(ΚΘ 63).

17. «Ἦταν μιά ἀρχοντογυναῖκα. Τήν ἐπισκέφθηκε μιά μέρα ἕνας πιστός. Ἦταν βαρειά ἄρρωστη. Ἤξερε ὅτι κινδύνευε νά πεθάνη.
—Θέλω νά σᾶς ρωτήσω κάτι, εἶπε στόν ἐπισκέπτη. Τώρα πού πρόκειται νά πεθάνω, θά ἤθελα νά μάθω ἄν στόν οὐρανό ὑπάρχουν δύο χωριστά διαμερίσματα, ἕνα γιά τούς ἄρχοντες, τούς φημισμένους καί ἀνεπτυγμένους· κι ἕνα γιά τούς ὑπηρέτες, τούς ἀγραμμάτους, τούς ἄξεστους. Ἄν μόνο ἕνα διαμέρισμα ὑπάρχη, δέν ξέρω πῶς θά τά καταφέρω νά ἀνεχθῶ νά ζήσω μέ τήν ὑπηρέτριά μου, πού εἶναι τόσο ἄξεστη.
—Μή στενοχωρεῖσθε, τῆς λέει ὁ πιστός. Δέν ὑπάρχει φόβος συνυπάρξεως. Ἄν πρῶτα δέν ἀπαλλαγῆτε ἀπό τήν καταραμένη ὑπερηφάνειά σας, δέν πρόκειται νά πᾶτε στόν οὐρανό καθόλου!»(ΘΚ 20).

18. Μικρές ἀλήθειες: «Μή λές πάντοτε ὅσα γνωρίζεις.
Γνώριζε, ὅμως, πάντοτε ὅσα λές»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ Χριστιανισμός ἐκπολιτίζει, ἀλλά ὁ πολιτισμός δέν ἐκχριστιανίζει»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τό σπουδαιότερο μέρος τοῦ βιβλίου τῆς ζωῆς, εἶναι ὁ ἐπίλογος. “Τά στερνά τιμοῦν τά πρῶτα”, λέει ὁ λαός»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Εἶχε ὁράματα ἀετοῦ ἀλλά δέν διέθετε παρά φτερά πεταλούδας. Γι᾽ αὐτό μιά ὁλόκληρη ζωή παράδερνε. Κι ὀνειροβατοῦσε»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

19. «Ἕνας διάσημος ἱεροκήρυκας, ἐνῶ ἦταν στόν ἄμβωνα, ἔλαβε μιά κάρτα, πού τοῦ διαβιβάσθηκε ἀπό κάποιον, πού βρισκόταν στό ἀκροατήριο. Τή διάβασε ὁ ἱεροκήρυκας. Ἦταν ἀπό κάποιο φημισμένο ἀγνωστικιστή. Ἔδινε τήν πρόσκλησι στό Χριστιανό ἱεροκήρυκα, νά συζητήση δημοσίᾳ μαζί του, γιά τό θέμα: “Ὁ Ἀγνωστικισμός κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ”. Ὁ ἀγνωστικιστής, θά πλήρωνε ὅλα τά σχετικά ἔξοδα τῆς αἴθουσας κοκ.. Ὁ ἱεροκήρυκας, ἀδίστακτα, διάβασε τήν πρόσκλησι τοῦ ἀγνωστικιστῆ μεγαλοφώνως, εἰς ἐπήκοον ὅλων τῶν ἀκροατῶν καί πρόσθεσε: “Δέχομαι τήν πρόσκλησι ὑπό τούς ἑξῆς ὅρους: 1) Νά ὑποσχεθῆτε, νά φέρετε μαζί σας στήν ἐξέδρα, στήν ὁποία θά συζητήσουμε, κάποιον, πού κάποτε ὑπῆρξε ἄσωτος, χαμένος καί ὁ ὁποῖος, ἀκούγοντας μία ἤ περισσότερες διαλέξεις ἀγνωστικισμοῦ, ὠφελήθηκε καί ἀπαλλάχθηκε τῶν ἁμαρτιῶν του, κι ἔγινε καινούργιος ἄνθρωπος, καί σήμερα ἀπ᾽ τήν κοινωνία ἐκτιμᾶται.
2) Νά φέρετε στήν ἐξέδρα μαζί σας, μιά γυναῖκα, ξένη πρός τήν ἠθική καί τήν ἁγνότητα, ἡ ὁποία, ὅμως, τώρα, μπορεῖ νά ὁμολογήση ὅτι, χάρις στήν ἀπιστία, ἐλευθερώθηκε ἀπ᾽ τά σαρκικά της πάθη καί ἀπέκτησε μίσος πρός τήν ἁμαρτία καί ἀγάπη γιά τήν καθαρότητα καί ἁγιότητα τῆς ζωῆς. Καί ὅτι ὅλη αὐτή ἡ ἀλλαγή ὀφείλεται στήν ἀπιστία της πρός τή Βίβλο.
Τώρα, κ. Ἄπιστε, ἄν δέχεσθε τούς ὅρους αὐτούς, ἐγώ ὑπόσχομαι νά φέρω μαζί μου ἑκατό τέτοια πρόσωπα, κάποτε χαμένα, πού ἄκουσαν τό Εὐαγγέλιο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, πίστευσαν, ἀναγεννήθηκαν καί ἡ ζωή τους ριζικά ἄλλαξε. Θά σᾶς φέρω ἑκατό ἀνθρώπους, πού ἀπό σατανάδες, ἔγιναν ἅγιοι. Δέχεσθε, κ. Ἄπιστε;”.
Ὁ ἀγνωστικιστής τά μάζεψε καί, χωρίς νά πῆ λέξι, σηκώθηκε κι ἔφυγε»(ΘΚ 23).

20. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ἡ τιμιότητα καί τά πλούτη δέν βρίσκονται μέσα στό ἴδιο σακκί»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τά μικρά ρυάκια φλυαροῦν μέ θόρυβο γιατί δέν ἔχουν βάθος. Οἱ μεγάλοι ποταμοί κυλᾶνε σιωπηλά»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

21. «Ἕνας κλέφτης τά ᾽χασε ὅταν τόν ἔπιασε ὁ Δημοσθένης νά κλέβη τό σπίτι του θέλοντας δέ νά δικαιολογηθῆ, τοῦ εἶπε: “Δέν ἤξερα ὅτι εἶναι δικό σου”. Ἀλλά ὁ Δημοσθένης τόν ἀποστόμωσε: “Ἤξερες, ὅμως, ὅτι δέν εἶναι δικό σου”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

22. Ἀναφέρει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ἐκεῖ ὅπου ὁ Σατανᾶς δέν μπορεῖ νά πάη αὐτοπροσώπως στέλνει —λέει μιά παροιμία— ὡς ἀντιπρόσωπό του τό κρασί...
Πόσα ἐγκλήματα δέν ἔγιναν καί δέν γίνονται καθημερινά ἐξαιτίας του:
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος πάνω στή μέθη του φόνευσε τόν Κλεῖτο, τό Φιλώτα καί τόν Παρμενίωνα τούς ἀρίστους στρατηγούς καί φίλους του. Καί πολλοί ἄλλοι ἄσημοι “ἀλέξανδροι” φονεύουν ὑπό τούς καπνούς τῆς μέθης πολλά ἄλλα “ἄριστα” καί “φίλτατα” τῆς ζωῆς τους»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

23. Γράφει ὁ Bernie May: «Τό νά στηρίζεται κανείς σέ ὑποθέσεις εἶναι μερικές φορές ἐπικίνδυνο —εἰδικά ὅταν αὐτές γίνωνται πρίν τήν ἀπογείωσι καί ἀφοροῦν τόν ἀνεφοδιασμό του μέ καύσιμα.
Πρίν μερικά χρόνια στόν Ἰσημερινό, ἕνα τετρακινητήριο Douglas (DC 4), μόλις ἀπογειώθηκε, παρουσίασε προβλήματα. Μετά ἀπό δέκα λεπτά πτήσεως, ὁ πιλότος τοῦ βαρυφορτωμένου μεταγωγικοῦ ἀεροσκάφους, μετέδωσε μέ τόν ἀσύρματό του στό Guayaquil ὅτι ἕνας ἀπ᾽ τούς κινητῆρες του εἶχε σταματήσει. Μέ ἠρεμία ἀνέφερε ὅτι “πτέρωσε” τήν ἕλικα καί συνέχιζε τήν πτῆσι του.
Μετά ἀπό τρία λεπτά μετέδωσε ὅτι σταμάτησε κι ἕνας ἀκόμη κινητήρας καί ὅτι τώρα ἐπέστρεφε στό ἀεροδρόμιο. Ἕνα λεπτό ἀργότερα κάλεσε ἐπειγόντως, γιά νά ἀνακοινώση ὅτι οἱ κινητῆρες τρία καί τέσσερα εἶχαν ἐπίσης σταματήσει κι ὅτι τό σκάφος ἔπεφτε. Σάν ἀπό θαῦμα, μπόρεσε νά προσγειώση τό βαρύ ἀεροσκάφος σέ μιά μπανανοφυτεία καί τά τρία μέλη τοῦ πληρώματος πήδηξαν ἔξω χωρίς γρατζουνιά.
Οἱ ἀνακρίσεις ἀποκάλυψαν ὅτι τό κάθε μέλος τοῦ πληρώματος νόμιζε ὅτι οἱ ὑπόλοιποι εἶχαν φροντίσει νά ἀνεφοδιάσουν τό σκάφος μέ καύσιμα. Ἔτσι εἶχαν ἀπογειωθῆ μέ ἄδειες τίς δεξαμενές. Πρίν ἀπό ἕνα λεπτό ὅλα λειτουργοῦσαν τέλεια. Στό ἑπόμενο ἔπεφταν στό ἔδαφος. Ἕνα DC 4 δέν μπορεῖ νά κρατηθῆ γιά πολύ στόν ἀέρα, χωρίς νά δουλεύουν οἱ κινητῆρες του.
Ἡ εἰρωνεία εἶναι ὅτι τό ἀεροπλάνο αὐτό, πού ἔμεινε ἀπό καύσιμα, ἦταν φορτωμένο μέ βαρέλια βενζίνης γιά ἀεροπλάνο, πού ἔπρεπε νά παραδοθοῦν σ᾽ ἕνα ἄλλο ἀεροδρόμιο.
Μιά ἀνάλογη περίπτωσι παραλείψεως στόν πνευματικό πιά χῶρο φανερώθηκε, καθώς δειπνούσαμε, τελευταῖα, μέ τό διευθυντή ἑνός χριστιανικοῦ κολλεγίου. Ἡ συζήτησί μας ἄρχισε ἀπ᾽ τήν πολιτική κατάστασι, πέρασε στήν ἠθική παρακμή, τή διάλυσι τῆς οἰκογενείας καί κατέληξε στό ἑξῆς ἐκπληκτικό:
Ὁ ἐφημέριος τοῦ Κολλεγίου, ἀνησυχώντας γιά τήν ἔλλειψι ἐνδιαφέροντος ἀπ᾽ τό μέρος τῶν φοιτητῶν γιά τά πνευματικά πράγματα, ἔφτιαξε ἕνα ἁπλό τέστ βιβλικῶν γνώσεων. Χωρίς δύσκολες ἤ διφορούμενες ἐρωτήσεις, ἁπλᾶ μιά προσπάθεια νά καταλάβη πόσο αὐτά τά παιδιά εἶχαν κάνει κτῆμα τους τά σχετικά μέ τή Βίβλο. Ἑτοιμασθῆτε γιά τά ἀποτελέσματα. Ἄν καί τό 95% ἀπό αὐτούς πού ρωτήθηκαν προέρχονταν ἀπό χριστιανικές οἰκογένειες..., ἦταν βιβλικά ἀκατατόπιστοι καί ἀπληροφόρητοι. Σχεδόν κανένας τους δέν ἤξερε τόν ἀριθμό τῶν βιβλίων τῆς Γραφῆς. Μερικοί νόμιζαν ὅτι ὁ Μωϋσῆς ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ καί οἱ περισσότεροι εἶπαν ὅτι ἡ Ἔξοδος βρίσκεται στήν Καινή Διαθήκη.
Βέβαια, ὁ κίνδυνος βρίσκεται στό γεγονός ὅτι ὅλοι αὐτοί νομίζουν πώς προχωροῦν μέ γεμάτες δεξαμενές. Πιστεύουν ὅτι διαθέτουν κάτι, τό ὁποῖο στήν πραγματικότητα δέν κατέχουν.
Χαίρομαι γιά καθένα πού ἀνυψώνεται πρός τό Θεό. Ἐλπίζω, ὅμως, πρίν πετάξη πάνω ἀπό κάποια πυκνή ζούγκλα, νά ἔχη ἐλέγξει τίς δεξαμενές του μέ τά καύσιμα.
Θυμηθῆτε ὅτι ἀκόμα καί μετά ἀπό τρία ὁλόκληρα χρόνια φοιτήσεως σέ βιβλικό σχολεῖο, ὁ Ἰησοῦς σύστησε στούς μαθητές Του νά μή δώσουν τή μαρτυρία τους, πρίν πάρουν, μαζεμένοι σέ ἕνα ἀνώγειο, τή δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ σκέψι τῆς συντριβῆς ἑνός ἀεροπλάνου, ξέρετε, μπορεῖ νά καταστρέψη ὁλόκληρη τή μέρα σας»(ΘΒ 58).

24. J. Ηolzner: «Ὅποιος φυτεύει κέδρα καί βαλανιδιές, πρέπει νά ᾽χη τήν παρηγοριά ὅτι θά ρίχνουν τή σκιά τους στόν τάφο του· ὁ ἴδιος, ὅμως, δέν θά δῆ παρά μόνο κάτι λεπτά δενδράκια.
Κάτω, ὅμως, ἀπ᾽ τή σκιά τους θά ξεκουρασθοῦν γενεές γενεῶν»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

25. Μικρές ἀλήθειες: «Ἡ ἀληθινή ταπεινοφροσύνη κρύβει ὄχι μονάχα ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, ἀλλά ἀκόμη καί τόν ἑαυτό της»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Γιά ψάρι πού δέν ἔπιασες τί βάζεις τηγάνι;»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

26. Διαπιστώνει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ὦ, Κύριε! Ὅσο κακό μποροῦσαν νά Σοῦ κάνουν οἱ ἄνθρωποι Σοῦ τό ἔκαναν ἤδη. Ἑκατομμύρια Ἰοῦδες Σέ φίλησαν. Λεγεῶνες Φαρισαίων Σέ βλασφημοῦν μέ τήν ὑποκρισία τους. Ἕνας ἀφρισμένος ὄχλος, μέσα στούς αἰῶνες ζητᾶ διαρκῶς, κάτω ἀπ᾽ τό Πραιτώριο τῆς ζωῆς, τό θάνατό Σου. Καί Πιλάτοι ἀναρίθμητοι, ντυμένοι μαῦρα καί κόκκινα Σέ παραδίδουν στό θάνατο, ἀφοῦ ἀναγνωρίσουν τήν ἀθωότητά Σου. Σέ ἀπωθήσαμε, γιατί ἤσουν πολύ ἁγνός γιά μᾶς. Σέ καταδικάσαμε νά πεθάνης, γιατί ἤσουν ἡ καταδίκη τῆς ζωῆς μας. Ὅλες οἱ γενιές εἶναι ἀπαράλλακτες μέ τή γενιά πού Σέ σταύρωσε. Ἀλλά ἐμεῖς, θέλουμε νά ἔλθης μέσα στή δόξα Σου τό γρηγορότερο. Θά Σέ περιμένουμε κάθε μέρα, θεῖε Ἐσταυρωμένε πού ὑπέφερες ἀγαπώντας μας καί τώρα μᾶς κάνεις νά ὑποφέρουμε ἀγαπώντας Σε»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

27. Alexis Carrel: «Τά ἕλκη τοῦ στομάχου δέν προέρχονται τόσο ἀπ᾽ αὐτό τό ὁποῖο τρῶμε (τίς τροφές), ἀλλά κυρίως ἀπ᾽ ὅ,τι μᾶς τρώει (τίς πίκρες)»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

28. Blaise Pascal: «Τό μέγα θαῦμα στή Δημιουργία ἔγκειται στό ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά γίνωνται θαύματα γιά νά συνεχίζεται ἡ δημιουργία»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

29. Percy Bysshe Shelley (Ὀζυμανδίας, 1817):
«Συνάντησα ἕνα ταξιδιώτη ἀπό χώρα ἀρχαία.
Εἶπε: “Τεράστια, δίχως κορμό, δύο πόδια πέτρινα
ὑψώνονται στήν ἔρημο... Κοντά τους, μές στήν ἄμμο
βυθισμένο, ἕνα θρυμματισμένο πρόσωπο· τά σκυθρωπά του
χείλη, πτυχωμένα σ᾽ ἕνα χαμόγελο ψυχρῆς ὑπεροχῆς,
λένε ὁ γλύπτης τους πώς διάβασε σωστά αὐτά τά πάθη
πού ἀκόμη ζοῦνε χαραγμένα στ᾽ ἄψυχα τοῦτα πράγματα
τό χέρι πού τά περιγέλασε καί τήν καρδιά πού τά ᾽θρεψε.
Καί πάνω στό κρηπίδι αὐτές οἱ λέξεις ἀχνοφαίνονται:
῾Ὀζυμανδίας τ᾽ ὄνομά μου, ὁ Βασιλεύς τῶν Βασιλέων,
κοιτάξτε τά ἔργα μου, ἰσχυροί, κι ἀπελπισθεῖτε!᾽
Ἄλλο τίποτε δέν μένει. Γύρω ἀπ᾽ τή φθορά
τῶν κολοσσιαίων ἐρειπίων, ἀπέραντη, γυμνή,
μόνη ἡ ἔρημος, κι ἐπίπεδη, ἁπλώνεται μακρυά”»(ΚΕ 341).
Τό ἄστατο τῆς ζωῆς. 

30. Γράφει ὁ Κων/νος Κούρκουλας: «Στό βασιλιά τῶν Περσῶν ἔφθασε πρεσβεία Σπαρτιατῶν γιά διαπραγματεύσεις. Τούς ρώτησε ἄν εἶναι κρατική ἤ ἰδιωτική ἀποστολή καί ὁ ἐπικεφαλῆς εἶπε: “Ἄν ἐπιτύχουμε εἴμαστε κρατικοί, ἄν ἀποτύχουμε εἴμαστε ἰδιωτικοί”.
Κάπως παρόμοιο ἦταν καί τό σύνθημα τοῦ μεγάλου πολιτικοῦ Adenauer, ἱδρυτῆ καί ἡγέτη τοῦ Χριστιανοδημοκρατικοῦ κόμματος τῆς Γερμανίας. Στόν ἐκλογικό στίβο κατέβηκε μέ τή διακήρυξι: “Ἄν ἐπιτύχω, τοῦτο θά τό χρωστᾶμε στίς χριστιανικές μου πεποιθήσεις. Ἄν ἀποτύχω, τοῦτο θά ὀφείλεται στίς προσωπικές μου ἀδυναμίες”»(Κων/νου Κούρκουλα, Τό Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός




<>









Ἅγ. Ἰγνάτιος Bryanchaninov: «Ο βαπτισμένος ἄνθρωπος, κάνοντας τό καλό, ἀναπτύσσει μέσα του τή Χάρη τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, τήν ὁποία ἔλαβε μέ τό Βάπτισμα. Ἡ Χάρι αὐτή καθεαυτή, δέν μεταβάλλεται. Ἁπλῶς φωτίζει τόσο πιό λαμπρά τόν ἄνθρωπο, ὅσο περισσότερο ἐκεῖνος κάνει τό κατά Χριστόν καλό. Συμβαίνει δηλαδή ἐδῶ, ὅ,τι καί μέ μία ἡλιακή ἀκτίνα. Μολονότι ἡ λαμπρότητά της εἶναι σταθερή, αὐτή φέγγει στό μέτρο πού ὁ οὐρανός εἶναι ἐλεύθερος ἀπό σύννεφα»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Ἅγ. Δημήτριος τοῦ Rostov: «Χωρίς τή Χάρι τοῦ Θεοῦ δέν εἶσαι τίποτε περισσότερο ἀπό ἕνα ξερό καλάμι, ἕνα ἄκαρπο δέντρο, ἕνα ἄχρηστο κουρελόπανο, σκεῦος ἁμαρτίας, δοχεῖο παθῶν. Ὅλα τά καλά πού ἔχεις μέσα σου εἶναι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Δικά σου εἶναι μόνο τά πάθη καί οἱ ἁμαρτίες»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Ἅγ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Τή Χάρι τοῦ Θεοῦ ἀπομακρύνουν κυρίως τέσσερεις κακίες:
α) ἡ οργή
β) ἡ ἀδικία
γ) ἡ κατάκρισι καί
δ) ἡ ὑπερηφάνεια.
Καί τήν ἑλκύουν τή Χάρι, οἱ ἀντίθετες σ᾽ αὐτές ἀρετές:
α) ἡ πραότητα
β) ἡ δικαιοσύνη
γ) τό ἀκατάκριτο καί
δ) ἡ ταπεινοφροσύνη»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Ἅγ. Σιλουανός Ἀθωνίτης: «Ὁ σαρκικός ἄνθρωπος, μή ἔχοντας ἀκόμη πείρα τῆς αἰωνίου ζωῆς τοῦ Πνεύματος, δέν ἀντιλαμβάνεται τήν ἀλλαγή τῆς καταστάσεώς του μετά τή διάπραξι τῆς ἁμαρτίας, διότι παραμένει πάντοτε σέ πνευματικό θάνατο.
Ἀντίθετα ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, σέ κάθε κλίσι τοῦ θελήματός του πρός τήν ἁμαρτία, βλέπει μέσα του τήν ἀλλαγή τῆς καταστάσεώς του, λόγῳ τῆς ὑποστολῆς τῆς Χάριτος»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Ὅσιος Ἄνθιμος τῆς Χίου: «Καθάρισε τήν καρδιά σου, καθάρισε τούς ὀφθαλμούς σου, καθάρισε τήν ἀκοή σου, καθάρισε τήν γλώσσα σου, τά χέρια καί τά πόδια σου, τότε θά εἰσέλθη τό Ἅγ. Πνεῦμα μέσα σου καί θά σέ “μεθύση”... τό Ἅγ. Πνεῦμα εἶναι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ»(https://www.rimata-zois.gr).

<>



«Ἡ δύναμι χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ἐπιθετικό.
Ἡ τιμή χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ψηλομύτη.
Τό καθῆκον χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει κακόκεφο.
Ἡ εὐθύνη χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ἀδίστακτο.
Ἡ δικαιοσύνη χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει σκληρό.
Ἡ ἀλήθεια χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει κριτικό.
Ἡ ἀνατροφή χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ἀτίθασο.
Ἡ ἐξυπνάδα χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει πονηρό.
Ἡ εὐγένεια χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει ὑποκριτή
Ἡ τάξη χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει σχολαστικό.
Ἡ γνώση χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει τυραννικό.
Ἡ περιουσία χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει τσιγκούνη.
Ἡ πίστι χωρίς τήν ἀγάπη σέ κάνει φανατικό»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Γέροντας Αρσένιος Papacioc: «Ὁ Σωτήρας, μᾶς λέει: “Νά μοῦ δώσης ὅλη τή ζωή σου, ὅλη τήν ύπαρξή σου” καί ὁ διάβολος, λέει: “Ἐμένα νά μοῦ δώσης, μόνο τό δάχτυλό σου”. Καί μ᾽ αὐτή τήν παραχώρησι πού κάνουμε στό διάβολο, μᾶς κυριεύει τελείως. Δέν εἶναι πλεόν ὁ Χριστός κοντά σου, ἄν ἐσύ ἔδωσες στόν ἐχθρό, ἔστω καί τό νύχι τοῦ δαχτύλου σου!”»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Ἅγ. Ἀμφιλόχιος Μακρής: «Ἀγάπησε Τόν ἕνα γιά νά σέ ἀγαπήσουν ὅλοι. Θά σέ ἀγαποῦν ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά καί αὐτά τά ἄλογα ζῶα, γιατί ἡ Θεία Χάρι ὅταν βγαίνη ἔξω, ἠλεκτρίζει καί μαγνητίζει ὅ,τι βρεῖ μπροστά της. Ἀλλά ὄχι μόνο θά σέ ἀγαποῦν, ἀλλά θά εἰκονίζεται τό ἁγνό παρθενικό πρόσωπο ἐκείνου, πού θά ἀγαπᾶς καί θά λατρεύης»(https://www.rimata-zois.gr).
π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος: «Λέει ἡ ἐντολή τοῦ Κυρίου: Νά ἀγαπήσης τόν πλησίον σου, ὅσο ἀγαπᾶς τόν ἐαυτόν σου. Ἀλλά ἄν τόν ἑαυτόν σου δέν τόν ἀγαπᾶς, διότι τόν κακοποιεῖς μέ ὁποιονδήποτε τρόπο (π.χ. καπνίζεις), τότε μέ ποιό κριτήριο, ἀφοῦ καταστρέφεις τόν ἑαυτόν σου, θά ἀγαπήσης τόν πλησίον σου; Ἄρα καταστρέφεις καί τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Καί ἄν καταστρέφης τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον πού τόν βλέπεις, τότε πῶς θά ἀντιληφθῆς ὅτι προσβάλλεις τό Θεό πού δέν Τόν βλέπεις καί λές ὅτι Τόν ἀγαπάς;»(https://www.rimata-zois.gr).

<>



Παπα-Στέφανος ὁ Σέρβος ὁ Καρουλιώτης: «Ἀπο σατανική ἀγάπη γέμισε ἡ κόλασι. Πορνεύει κανείς ἀπό ἀγάπη, ὄχι ἀπό μίσος. Ἡ ἀγάπη ἔχει 15 βαθμούς. Ἄλλη ἡ ἀγάπη τῶν γονέων στά παιδιά, ἄλλη ἡ ἀγάπη τοῦ φίλου, ἄλλη ἡ ἀγάπη τοῦ ἄντρα γιά τή γυναίκα καί ἀντίθετα. Γιά νά καταλάβετε καλύτερα: Ἔστω ὅτι ὑπάρχουν σ᾽ ἕνα ἵδρυμα 30 παιδιά, τά μισά ἄρρωστα καί τά ἄλλα μισά καλά. Ἔρχονται δύο πλούσιοι, νά υἱοθετήσουν αὐτά τά παιδιά. Ὁ ἕνας πῆρε μόνο τά ὡραία καί καλά παιδιά καί ὁ ἄλλος πῆρε ὅλα τά ἄρρωστα. Καταλαβαίνετε, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐδῶ ἔχει δύο βαθμούς. Γι᾽ αὐτό ὁ Θεός πληρώνει διαφορετικά. Ἐσύ πῆρες τά ἄρρωστα, ἐγώ μόνο τά καλά. Ὁ Θεος πληρώνει διαφορετικά. Καί ἐσύ καί ἐγώ ἀγαπάμε. Ἀλλα ἐσύ ἀγαπᾶς περισσότερο...»(https://www.rimata-zois.gr).

<>




Γέροντας Ἀρσένιος Boca: «Ἡ πνευματική ἀγάπη (ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη) διακρίνεται σέ 3 βαθμίδες: 1) τό νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου, ὅσο ἀγαπᾶς τόν ἑαυτόν σου 2) τό νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου, περισσότερο ἀπ᾽ τόν ἑαυτόν σου. Αὐτή εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τούς ἐχθρούς σου (Μθ 5, 44) καί 3) εἶναι ἡ ἀγάπη-θυσία γιά τούς ἀνθρώπους (Ἰω 15, 13). Μέχρι τό μέτρο τῆς ἀγάπης πρός τούς ἐχθρούς, εἶναι ὑποχρεωμένοι νά φτάσουν, ὅσοι ἔχουν πόθο σωτηρίας. Ἐνῶ στήν 3η κατηγορία τῆς ἀγάπης, φτάνουν πολύ λίγοι...»(https://www.rimata-zois.gr).








<>



«Ρώτησαν ἕνα σοφό...
ποιό εἶδος μουσική
θεωρεῖται σάν ἁμαρτία...
Εἶπε:
Ὁ ἦχος τῶν κουταλιῶν στά πιάτα τῶν πλουσίων ὅταν ἠχοῦν στά αὐτιά τῶν φτωχῶν».


<>






Ἀνώνυμος: «Ἡ ἀλήθεια εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἄν θέλουμε νά ἀνήκουμε στό Θεό, θά πρέπη νά ζοῦμε μέσα στήν ἀλήθεια»(ΑΣ).

Ἱ. Αὐγουστίνος: «Κανένας δέν ἀρνεῖται τό Θεό παρά μόνο ἐκεῖνος πού πολύ θά χαιρόταν νά μήν ὑπάρχη»(ΑΣ).

Ὅσ. Ἰσαάκ ὁ Σύρος: «Ἄν βλέπης τόν ἀδελφό σου στό δρόμο τῆς ἁμαρτίας, ρίξε στούς ὤμους του τό μανδύα τῆς ἀγάπης σου»(ΑΣ).

Ὅσ. Ἐφραίμ ὁ Σύρος: «Ὁ Θεός τήν ψυχή πού ἐλπίζει σέ Αὐτό, δέν τήν ἀφήνει νά πέση σέ πειρασμό τέτοιο πού νά μήν μπορῆ νά τόν σηκώση, ὥστε νά φτάση σέ ἀπόγνωσι»(ΑΣ).

Ἅγ. Ἱππόλυτος Ρώμης: «Ὁ Θεός δίνει χάρι σέ αὐτούς πού κηρύττουν, ὄχι γιατί τήν ἀξίζουν, ἀλλά γιατί τήν χρειάζονται ὅσοι τούς ἀκοῦνε»(ΑΣ).

Ἅγ. Ἰσίδωρος ὀ Πηλουσιώτης: «Τό μεγαλύτερο καί ἰσχυρότερο ἀπό ὅλα τά γήινα μέλη εἶναι ἡ γλώσσα, γιατί δύσκολα συγκρατεῖται»(ΑΣ).

Ὅσ. Πέτρος ὁ Δαμασκηνός: «Σημάδια τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι ὅτι, ἐνῶ ἔχει κάποιος κάθε σωματική καί ψυχική ἀρετή, νομίζει ὅτι χρεωστεῖ περισσότερα στό Θεό, γιατί μέ τή Χάρι Του ἔλαβε πολλά, ὄντας ἀνάξιος»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Τίποτε δέν εἶναι ἔξω ἀπ᾽ τή δύναμι τῆς προσευχῆς, παρά ὅ,τι εἶναι ἔξω ἀπ᾽ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ»(ΑΣ).

Ἱ. Αὐγουστίνος: «Θεέ μου, τότε μονάχα εἶμαι ἐλεύθερος, ὅταν ὑπακούω στό θέλημά σου»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Τό μοναδικό δῶρο πού ἀντέχει στό χρόνο εἶναι ἡ ἀγάπη»(ΑΣ).

«Ὁ κόσμος λέει: “Ὁ θάνατός σου, ἡ ζωή μου”. Ὁ Χριστός λέει: “Ὁ θάνατός μου, ἠ ζωή σου”»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Ἄλλες ἁμαρτίες εἶναι αἰτία γιά τό ψέμα καί τό ψέμα δημιουργεῖ ἄλλες ἁμαρτίες»(ΑΣ).

«Ἡ ἁμαρτία κρύβει τό Θεό ἀπ᾽ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά ὄχι καί τόν ἄνθρωπο ἀπ᾽ τό Θεό»(ΑΣ).

Ἅγ. Κλήμης Ρώμης: «Αὐτεπαινέτους μισεῖ ὁ Θεός (ὁ Θεός μισεῖ ἐκείνους πού ἐπαινοῦν οἱ ἴδιοι τόν ἑαυτό τους)»(ΑΣ).

Γιαπωνέζικο ρητό: «Μιά γλώσσα τεσσάρων πόντων μπορεῖ νά σκοτώση ἕνα ἄνδρα δύο μέτρων»(ΑΣ).

«Κάποτε ὁ Λέων ὁ Α´ συνάντησε στό δρόμο ἕνα τυφλό ὁ ὁποῖος παρακαλοῦσε νά τοῦ δώσουν νερό. Τότε ὁ αὐτοκράτορας ἄκουσε τή φωνή τῆς Παναγίας πού τοῦ ἔλεγε σέ ποιό σημεῖο θά ἔβρισκε νερό. Στό σημεῖο αὐτό κτίστηκε ναός καί ὀνομάστηκε Ζωοδόχος Πηγή»(ΑΣ).

Μέγας Φώτιος: «Στόν καθρέφτη φαίνεται ἡ μορφή τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ στίς ὀμιλίες καί τά λόγια καθρεφτίζεται τό ἦθος τῆς ψυχῆς»(ΑΣ).

Ἅγ. Ἐπιφάνιος Κύπρου: «Ὅπως ὁ Θεός εἶναι πατέρας μας ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι μητέρα μας καί ἑπομένως δέν μποροῦμε νά ἐφαρμόζουμε τίς ἐντολές τοῦ Ἑνός καί νά παραθεωροῦμε τίς ἐντολές τῆς ἄλλης»(ΑΣ).

Alexander Schmemann: «Κάθε ἀκρότητα ὁδηγεῖ στήν ἀντίθετη ἀκρότητα»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Ὁ Χριστιανισμός δέν κινδυνεύει ἀπ᾽ τίς σκοτεινές δυναμεῖς. Κινδυνεύει ἀπ᾽ τούς Χριστιανούς πού δέν ζοῦν τήν πίστι τους»(ΑΣ).

Ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ὅπως εὐωδιάζουν τά ἄνθη, ἔτσι εὐωδιάζουν τά ἔργα πού γίνονται μέ καλή προαίρεσι. Ἡ εὐωδία τῶν καλῶν ἔργων ὑψώνεται πρός τόν οὐρανό, ὅπως τό θυμίαμα»(ΑΣ).

Ἅγ. Λουκᾶς Ἀρχ/πος Συμφερουπόλεως: «Τό τριαντάφυλλο δέν μιλάει, ἀλλά μοσχοβολάει δυνατά. Τό ἴδιο καί ἐμεῖς πρέπει νά μοσχοβολᾶμε, νά ἐκπέμπουμε πνευματική εὐωδία, τήν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ»(ΑΣ).

Ἱ. Αὐγουστίνος: «Ἄν μετανοήσης στά γηρατειά σου, τότε δέν ἀφήνεις ἐσύ τήν ἁμαρτία, ἀλλά ἡ ἁμαρτία ἐσένα»(ΑΣ).

Ὅσ. Ἐφραίμ: «Μήν πεῖς: “Σήμερα θά ἁμαρτήσω καί αὔριο θά μετανοήσω”, γιατί δέν εἶσαι σίγουρος γιά τήν αὐριανή μέρα. Ἀντίθετα πές: “Σήμερα ἄς μετανοήσουμε καί γιά τήν αὐριανή μέρα θά φροντίση ὁ Κύριος”»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Γονεῖς ἄν εἶστε κοντά στά παιδιά σας, τά παιδιά σας θά εἶναι μακρυά ἀπ᾽ τά ναρκωτικά»(ΑΣ).

Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δέν θά ἔχουμε κανένα κέρδος ἀπ᾽ τά ὀρθά δόγματα, ὅταν ἡ ζωή μας εἶναι διεφθαρμένη, ὅπως ἐπίσης δέν ἔχουμε κανένα ὄφελος ἀπ᾽ τήν ἄριστη συμπεριφορά μας, ὅταν ἡ πίστι μας δέν εἶναι ὑγιής»(ΑΣ).

Ὅσ. Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ: «Ὅπου βρίσκεται ὁ Θεός, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει κακό. Ὅλα ὅσα προέρχονται ἀπ᾽ τό Θεό, ἔχουν μέσα τους τήν εἰρήνη καί ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν αὐτοκατάκρισι καί ταπείνωσι»(ΑΣ).

Ἅγ. Θεόδωρος Ἐδέσσης Συρίας: «Ἄν γίνουμε δίκαιοι, δέν εἶναι τίποτε τό μεγάλο· ἀλλά μᾶλλον τό νά ξεπέσουμε ἀπ᾽ τήν ἀρετή, αὐτό εἶναι ἐλεεινό καί ἀξιοκατάκριτο»(ΑΣ).

Ἅγ. Θεόδωρος Ἐδέσσης Συρίας: «Καθαρή προσευχή δέν μπορεῖ νά ἀποκτήση κάποιος, ἄν δέν ἐπιμείνει καρτερικά κοντά στό Θεό μέ εἰλικρινή καί ἄκακη καρδιά»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Ἡ μετάνοια εἶναι πύραυλος πού ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο ἀπ᾽ τή γῆ στόν οὐρανό»(ΑΣ).

Ἅγ. Παΐσιος Ἁγιορείτης: «Ὁ ὑπερήφανος, ἄν βάλη ἕνα ταπεινό λογισμό, βοηθιέται. Καί ὁ ταπεινός, ἄν φέρη ἕνα ὑπερήφανο λογισμό, παύει νά εἶναι ταπεινός»(ΑΣ).

Ἅγ. Εὐγένιος ὁ Αἰτωλός: «Ὅλα τά κακά καί τα ψυχοβλαβή ἁμαρτήματα τά μισεῖ ὁ ἀφέντης Θεός καί τά ἀποστρέφεται, ἀλλά τήν ἀχαριστία περισσότερο»(ΑΣ).

Ἀνώνυμος: «Ἡ Θεοτόκος δέν εἶναι στρατηγός τῶν Ἑλλήνων ἐν ἀποστρατείᾳ, ἀλλά ἐν ἐνεργείᾳ»(ΑΣ).


<>





«Χθές τό ἀπόγευμα, ὅπως περπατοῦσα καί πάλι μέ τό γυιό μου στήν πολύ ἀλλαγμένη τίς τελευταῖες δεκαετίες παραλία τῆς Ἐλευσίνας, τόν ἄκουσα νά μοῦ λέη: “Τό δῶρο τῆς ζωῆς τό ὁποῖο μᾶς κάνει ὁ Θεός εἶναι σάν νά μᾶς πληρώνη τά δίδακτρα γιά νά σπουδάσουμε σέ μιά καλή Σχολή καί μετά νά ἐπιστρέψουμε στό Σπίτι”. Πιό ἔπειτα, βλέποντας ἕνα παραπληγικό, πού τόν ἔφερε πλάι μας στό ἀναπηρικό καροτσάκι, μιά γυναῖκα, μ᾽ ἔπιασε  ἀπ᾽ τό χέρι: “Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι σάν νά ἔχουν τελειώση τίς σπουδές τους καί νά κάνουν μεταπτυχιακό ἤ διδακτορικό γιά μιά καλύτερη ζωή στήν κοινωνία τοῦ Θεοῦ”, εἶπε. Καί σέ λίγο, βλέποντας μία νέα μητέρα νά ὑποβαστάζη τό ἀγοράκι της πού πρωτομάθαινε νά βαδίζη, ὁλοκλήρωσε τίς σκέψεις του γύρω ἀπ᾽ τίς σπουδές, δείχνοντάς μου τό παιδί μέ τή μάνα του καί λέγοντας: “Νά τον! Μόλις μπῆκε στή Σχολή καί τόν ξεναγεῖ μιά δευτεροετής!”»(ΜΛ, 77).

<>





«Ἕνας κληρικός εἰσέρχεται σέ κάποιο δημόσιο κατάστημα καί κατευθύνεται στόν ἁρμόδιο ὑπάλληλο γιά νά ἐξυπηρετηθῆ. Κάποιος, ὅμως, ἀπ᾽ τούς ὑπαλλήλους, πού τήν ὥρα ἐκείνη συζητοῦσαν ἔντονα τό θέμα τῶν σεισμῶν, βρίσκει τήν εὐκαιρία νά τοῦ ἀπευθύνη τήν ἑξῆς ἐρώτησι:
—Πάτερ, θά μᾶς πῆτε γιατί γίνονται οἱ σεισμοί;
Καί ὁ κληρικός τούς ρωτᾶ:
—Πιστεύετε στό Εὐαγγέλιο; Ἄν ναί, τότε ὑπάρχει ἀπάντησι στό ἐρώτημά σας. Ἄν, ὅμως ὄχι, τότε δέν ἔχω καμμιά ἀπάντησι νά σᾶς δώσω»(ΔΘ, 13).

<>




«Κάποτε ἕνας Ἱεροκήρυκας ἀρχίζοντας τό κήρυγμά του εἶπε:
—Ἄν ἤμουν διάβολος, δέν θά σᾶς ἔλεγα νά κλέψετε, νά βλασφημήσετε, νά κατακρίνετε, νά συκοφαντήσετε, νά διασύρετε τήν τιμή καί τήν ὑπόληψι τοῦ ἀδελφοῦ σας. Τίποτε ἀπό ὅλα αὐτά. Ἄν ἤμουν διάβολος, θά σᾶς συνιστοῦσα, μέ ὅλη τή θέρμη τῆς καρδιᾶς μου, νά διαβάζετε αἰσχρά βιβλία, βρωμερά περιοδικά, ἀθεϊστικά βιβλία καί γαργαλιστικά μυθιστορήματα πού ἐξάπτουν τά πάθη, διεγείρουν τή φαντασία καί ἀναστατώνουν τή σάρκα»(Θ. Θεοφυλάκτου, Δροσοσταλίδες Θεϊκῆς Αὔρας, ἐκδ. Λυδία, χ. τ. & χ., 25).

<>





«Προσοχή, λοιπόν, στά βιβλία. Ὁ Ἀμερικανός ποιητής Emerson λέει: “Τό νά διαβάζης ἀδιακρίτως ὅποιο βιβλίο πέσει στά χέρια σου, ἰσοδυναμεῖ μέ τό νά κάνης φίλο κάι σύντροφό σου τόν καθένα πού θά βρῆς στό δρόμο”»(ΔΘ, 33).


<>






«Πάντες λέει ὁ Ὅμηρος “Θεόν χατέουσι”, δηλαδή ἀναζητοῦν τό Θεό, ἀνεξαρτήτως χρώματος φυλῆς, γένους καί ἡλικίας»(ΔΘ, 53).


<>





«Στίς φοβερές μάχες πού σημειώθηκαν γύρω ἀπ᾽ τήν πόλι τοῦ Κιλκίς, κατά τήν θερινή περίοδο τοῦ 1912, ὁ Ἑλληνικός Στρατός εἶχε μεγάλες ἀπώλειες σέ νεκρούς ἀπ᾽ τό Σῶμα τῶν Ἀξιωματικῶν. Οἱ ἐλεύθεροι σκοπευτές τοῦ ἐχθροῦ χτυπούσαν τούς Ἕλληνες ἀξιωματικούς, διότι ἔβλεπαν στή στολή τους τά διακριτικά γνωρίσματα τοῦ ἀξιώματός τους, μέ ἀποτέλεσμα ὁ Στρατός μας νά χάνη τούς γενναίους ἀξιωματικούς του καί νά ἀποδεκατίζεται ἀπ᾽ τά στελέχη του. Τότε ἡ στρατιωτική ἡγεσία διέταξε, ὅλοι οἱ ἀξιωματικοί νά ξηλώσουν τά διακριτικά γνωρίσματα τῆς στολῆς τους, γιά νά μή γίνωνται στόχος τοῦ ἐχθροῦ.
Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τό Σῶμα τῶν Ἀξιωματικῶν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἱερωμένων. Εὑκολώτερα γίνονται στόχος τοῦ πολυμήχανου ἐχθροῦ, τοῦ διαβόλου, καί ὅταν πέσουν ἀπ᾽ τά βέλη του, ἡ πτῶσι τους προκαλεῖ τό σκανδαλισμό τοῦ ποιμνίου τους»(ΔΘ, 66).

<>






«Κάποτε, στά χρόνια τῆς ἀρχαιότητος, ἕνας βασιλιᾶς κάλεσε τούς σοφούς τοῦ βασιλείου του καί τούς ἔδωσε προθεσμία τριῶν ἡμερῶν γιά νά τοῦ ἀπαντήσουν στό ἐρώτημα: “Τί εἶναι ὁ Θεός”. Οἱ σοφοί ἄνοιξαν τίς βιβλιοθῆκες τους, ξεσκόνισαν τά  βιβλία τους, ἀναζήτησαν τήν ἀπάντησι στό ἐρώτημα τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά βροῦν ἀπάντησι· ζήτησαν τότε προθεσμία ἄλλων τριῶν ἡμερῶν, μέ ἀποτέλεσμα νά δηλώσουν στό τέλος τήν ἀδυναμία τους, διότι ἀπ᾽ τά βιβλία τους δέν μπόρεσαν νά βγάλουν κανένα συμπέρασμα καί νά λάβουν τήν ἀπάντησι τοῦ τί εἶναι ὁ Θεός.
Καί ὅμως ἡ ἀπάντησι στό ἐρώτημα “Τί εἶναι ὁ Θεός” ὑπάρχει στό βιβλίο τοῦ Θεοῦ πού κρατοῦμε στά χέρια μας καί λέγεται ἱερό Εὐαγγέλιο.
Ἄν ἀνοίξουμε τήν πρώτη ἐπιστολή τοῦ μαθητοῦ τῆς ἀγάπης, τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, στό τέταρτο κεφάλαιο, στ. 16, θά πάρουμε τήν ἀπάντησι:
“Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί, καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ”. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί ἐκεῖνος πού μένει στήν ἀγάπη καί τήν ἀσκεῖ συνεχῶς, μένει μαζί μέ τό Θεό καί ὁ Θεός μένει μαζί του»(ΔΘ, 74).


<>



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Γίνε ἡ ἀλλαγή πού θέλεις νά δῆς στόν κόσμο.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό αὐτί ἐκείνου πού ξέρει πραγματικά νά ἀκούη λέγεται Καρδιά.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Αὐτό πού ἔχει σημασία δέν εἶναι νά κάνης πολλά, ἀλλά νά βάλης πολλή ἀγάπη σέ αὐτό πού κάνεις.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τά εὐτυχισμένα σπίτια χτίζονται μέ τούβλα ὑπομονῆς.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τά λουλούδια σέ μαθαίνουν νά λές πράγματα
εὐγενικά καί μέ χαμηλή φωνή.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εὐλογημένοι εἶναι ἐκείνοι πού βλέπουν ὄμορφα πράγματα σέ ταπεινά μέρη ὄπου οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δέν βλέπουν τίποτε.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἄν δέν μπορῆς νά πετάξης, τότε τρέξε,
ἄν δέν μπορῆς νά τρέξης, τότε περπάτα, ἀν δέν μπορῆς νά περπατήσης, τότε σύρσου, ἀλλά ὅ,τι κι ἄν κάνεις, πρέπει νά συνεχίσης νά προχωρᾶς μπροστά.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ποτέ μήν φοβάσαι τίς σκιές.
Σημαίνει ὅτι κάπου κοντά, ὑπάρχει φῶς πού φωτίζει.


Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ ζωή εἶναι σάν τριαντάφυλλο, ἀκόμα καί μέ τά ἀγκάθια του, παραμένει ἕνα ὑπέροχο λουλούδι.

Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com

<>





«Πρόσεχε τί σπέρνεις τώρα.
Ἄν σπείρης ἐντιμότητα, θά θερίσης ἐμπιστοσύνη.
Ἄν σπείρης καλοσύνη, θά θερίσης φίλους.
Ἄν σπείρης ταπεινοφροσύνη, θά θερίσης μεγαλεῖο.
Ἄν σπείρης ἐπιμονή, θά θερίσης νίκη.
Ἄν σπείρης στοχασμό, θά θερίσης ἁρμονία.
Ἄν σπείρης σκληρή δουλειά, θά θερίσης ἐπιτυχία.
Ἄν σπείρης συγχώρησι, θά θερίσης συμφιλίωσι.
Ἄν σπείρης εἰλικρίνεια, θά θερίσης καλές σχέσεις.
Ἄν σπείρης ὑπομονή, θά θερίσης βελτίωσι.
Ἄν σπείρης πίστι, θά θερίσης θαύματα.
Αν σπείρης ἀνεντιμότητα, θά θερίσης δυσπιστία.
Ἄν σπείρης ἐγωισμό, θά θερίσης μοναξιά.
Ἄν σπείρης περηφάνια, θά θερίσης καταστροφή.
Ἄν σπείρης ζήλια, θά θερίσης ταλαιπωρία.
Ἄν σπείρης ὀκνηρία, θά θερίσης στασιμότητα.
Ἄν σπείρης πικρία, θά θερίσης ἀπομόνωσι.
Αν σπείρης πλεονεξία, θά θερίσης ἀπώλεια.
Ἄν σπείρης κακολογία, θά θερίσης ἐχθρούς.
Ἄν σπείρης στενοχώριες, θά θερίσης ρυτίδες.
Ἄν σπείρης ἁμαρτίες, θά θερίσης ἐνοχές.
Πρόσεχε, λοιπόν, τί σπέρνεις τώρα. Αὐτό θά καθορίση τί θά θερίσης αὔριο»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελείς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).
Ἕνα περιστατικό ἀπ᾽ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ ὡς Θείου Βρέφους:
Ὅταν ἡ ἁγία οἰκογένεια διέφυγε ἀπ᾽ τό ξίφος τοῦ Ἡρώδη καί πορευόταν στήν Αἴγυπτο, ἐμφανίστηκαν καθ᾽ ὁδόν κάποιοι ληστές, μέ πρόθεσι νά κατακλέψουν τούς ὁδοιπόρους.
Ὁ δίκαιος Ἰωσήφ ὁδηγοῦσε τό γαϊδουράκι, πάνω στό ὁποῖο ἦταν φορτωμένα τά λίγα ὑπάρχοντά τους καί ὅπου ἐπέβαινε ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, κρατώντας στό στῆθος της τόν Υἱό της.
Οἱ ληστές ἄρπαξαν τό γαϊδουράκι μέ σκοπό νά τό ὁδηγήσουν μακρυά, καί ἔνας ἀπ᾽ αὐτούς πλησίασε τη Μητέρα τοῦ Θεοῦ γιά νά δῆ τί κρατοῦσε κατάστηθα. Μόλις ἀντίκρισε τόν Χριστό-νήπιο, ἐξεπλάγη ἀπ᾽ τήν ἀσυνήθιστη ὀμορφιά του καί τότε, μέσα στήν ἔκπληξί του, ἀναφώνησε:
Καί ὁ Θεός ἄν ἔπαιρνε σάρκα ἀνθρώπινη, δέν θά μποροῦσε νά εἶναι πιο ὄμορφος ἀπ᾽ αὐτό τό παιδί. Κατόπιν ὁ ληστής πρόσταξε τούς συνεργούς του νά μήν ἀρπάξουν τίποτε ἀπ᾽ αὐτούς τούς ὁδοιπόρους.
Ἔμπλεως εὐγνωμοσύνης πρός τόν γενναιόδωρο αὐτό ληστή, ἡ Παναγία Θεοτόκος τοῦ εἶπε:
—Γνώριζε ὅτι τό Παιδί αὐτό θά σέ ἀνταμείψη μέ ἀνταμοιβή μεγάλη, ἐπειδή ἐσύ σήμερα τόν προστάτευσες.
Τριάντα τρία χρόνια ἀργότερα ὁ ἴδιος ἄνθρωπος κρεμόταν στό σταυρό, γιά τά παραπτώματά του, ἐσταυρωμένος ἐκ δεξιῶν τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ. Τό ὄνομά του ἦταν Δυσμάς καί τό ὄνομα τοῦ ἄλλου, ἐξ᾽ ἀριστερῶν, ληστή ἦταν Γεστάς.
Βλέποντας ὁ Δυσμάς τό Δεσπότη, τόν ἀθῶο καί ἁναμάρτητο Ἰησού Χριστό, ἐσταυρωμένο, μετανόησε γιά κάθε κακό πού εἶχε κάνει στή ζωή του. Ὅταν ὁ Γεστάς βλασφήμησε ἐναντίον τοῦ Κυρίου, ὁ Δυσμάς τόν ὑπερασπίστηκε λέγοντας: “οὗτος δέ οὐδέν ἄτοπον ἔπραξε”(Λκ 23, 41).
Ὁ Δυσμάς ἑπομένως ἦταν ὁ σοφός ληστής στόν ὁποίο εἶπε ὁ Χριστός μας: “ἀμήν λέγω σοι, σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσῳ”(Λκ 23, 43).
Ὁ Κύριος χάρισε τόν Παράδεισο σ᾽ αὐτόν πού τοῦ χάρισε τη ζωή ὅταν ἦταν Παιδί.

Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελείς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).




<>





«Κάποτε, καθώς περνοῦσε ἔξω ἀπό ἕνα σπίτι, εἶδε ἀπ τό ἀνοιχτό παράθυρο τό νοικοκύρη νά κάθεται στό τραπέζι καί νά τρώη μέ τή γυναίκα του καί τά παιδιά του. Φαίνονταν πολύ φτωχοί.
Παρατήρησε, ὄμως, ὅτι δίπλα σέ καθένα ἀπό τά μέλη τῆς οικογένειας παραστεκόταν κι ἀπό ἔνας ὡραίος καί λαμπροφορεμένος νέος.
—Ἄλλο καί τούτο!, μονολόγησε παραξενεμένος ὁ ὅσιος. Οἱ καθισμένοι εἶναι φτωχοί. Τί λέω φτωχοί; Πάμφτωχοι. Καί οἱ ὄρθιοι, οι διακονητές τους, εἶναι... λαμπροποφορεμένοι!
Την ἀπορία τοῦ ἔλυσε ὁ Κύριος, πού τοῦ ἐξήγησε τό παράδοξο θέαμα: Οἱ νέοι ἐκεῖνοι ἦταν ἄγγελοι. Αὐτοί στέλνονται ἀπ᾽ τό Θεό γιά νά παραστέκουν τούς Χριστιανούς τήν ὥρα τοῦ φαγητού.
Ἄν, τρώγοντας λένε λόγια ὠφέλιμα καί κατανυκτικά, οἱ ἄγγελοι χαίρονται καί ἐυφραίνονται μαζί τους.
Ἄν ὅμως ἀκουστῆ στό τραπέζι ἀισχρολογία ή κατάκριση, παρευθύς, ὄπως ὁ καπνός διώχνει τίς μέλισσες, ἔτσι καί ὁ κακός λόγος διώχνει τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ.
Καί μόλις φύγουν οι ἄγιοι ἄγγελοι, ἔρχεται ἔνας ζοφερός δαίμονας καί κυλιέται ἀνάμεσα στούς φλύαρους καί λοίδορους συνδαιτημόνες, σκορπίζοντας γύρω τοῦ καπνιά καί δυσωδία.
Ἀπ᾽ τά λόγια λοιπόν καί τίς συζητήσεις τῶν Χριστιανῶν στό τραπέζι, ἐξαρτάται ἡ παρουσία εἶτε τῶν ἀγγέλων τοῦ φωτός εἶτε τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους.
Χάρι σ᾽ ὅλες αὐτές τίς διδαχές καί ἀποκαλύψεις του, ὁ ὅσιος εἶχε γίνει γνωστός σέ ἀρκετούς, πού ἔτρεχαν νά τόν ἀκούσουν καί νά ωφεληθοῦν. Μερικοί μάλιστα τόν τιμοῦσαν σάν ἅγιο.
Κάποια μέρα λοιπόν τόν ἐπισκέφθηκε κι ἔνας ἀδελφός, πού διψοῦσε νά μάθη πολλά ἀπ᾽ αὐτόν. Καί σέ μιά στιγμή, καθώς συζητοῦσαν, τοῦ λέει:
—Πάτερ, ἀπορῶ μαζί σου, πώς δέν ὑπερηφανεύεσαι, πού τόσοι σέ τιμοῦν καί σέ παινεύουν;
—Μά δέν ξέρεις παιδί μου πῶς;
—Ὄχι, πάτερ. Ἄν τό ήξερα, δέν θά ρωτοῦσα τήν ἁγιωσύνη σου.
—Ἔ, τότε ἄκουσε. Δυό καί τρεις καί τέσσερεις φορές κάθε μέρα φέρνω στό νοῦ μου τίς ἁμαρτίες μου, πού ἔκανα τόν καιρό τῆς ἀποστασίας μου. Καί ὅσο τίς σκέφτομαι, τόσο σπαράζει ἡ ψυχή μου, γιατί , χωρίς ἀμφιβολία, δέν βρίσκω πώς ἔκανα ποτέ κάτι ἀρεστό στό Θεό.
Ὅταν πάλι ἀκούω κανένα ἔπαινο γιά μένα, ἐξουθενώνω καί τόν ἑαυτό μου καί τόν ἔπαινο.
Ἐσύ, λόγου χάρι, μ᾽ ἐπαινεῖς μιά-δυό φορές τήν ἑβδομάδα; Ἐγώ, ὅμως, ἀπό τήν ἄλλη, ἀδιάκοπα βρίζω τόν ἑαυτό μου καί τόν ἐξευτελίζω καί τόν σιχαίνομαι σάν ψόφιο σκυλί, σκουληκιασμένο καί βρωμισμένο.
Νά γιατί, λοιπόν, δέν ὑπερηφανεύομαι.

Ἕνας Ἀσκητής Ἐπίσκοπος - Ὅσιος Νήφων Ἐπίσκοπος Κωνσταντιανῆς»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2022/02/blog-post_13.html).




<>





«Θά σᾶς πῶ γιά ἕνα χαρακτήρα πραγματικοῦ συζύγου, πού πάρα πολύ δύσκολα τόν συναντοῦμε στίς μέρες μας. Ἐμείς γνωρίσαμε ὅμως ἕνα.
Κατά πάντα τέλειος χαρακτήρας, Χριστιανός, πλήρως κοινωνικός. Ἄργησε νά παντρευτῆ, σχεδόν στά τριάντα του, ὄχι γιατί ἀποστρεφόταν, ἀλλά νόμιζε ὅτι ἔτσι ἔπρεπε. Καί τότε ἔκανε τήν προσευχούλα τοῦ μέ πίστη καί βρῆκε μιά κορούλα καί παντρεύτηκε. Ἡ κορούλα ἦταν μικρή, δέκα χρόνια μικρότερη ἀπ᾽ αὐτόν.
Μόλις τήν παντρεύτηκε ἄρχισε αὐτή νά κάνη ἀταξίες. Ἔκανε πώς δέν ἔβλεπε αὐτός, νόμιζε πώς εἶναι κορούλα του καί αὐτός πατέρας της. Εἶχαν, ὅμως, ἐπιχειρήσεις μεγάλες στό ἐξωτερικό καί ἔπρεπε κατ᾽ ἀνάγκη νά πᾶνε ἐκεῖ, ἔστω καί προσωρινά. Τήν παίρνει λοιπόν καί ἔφυγαν. Ὅταν πῆγαν ἐκεῖ αὐτή πείσμωσε.
Λέει: “Για νά μέ χωρίση ἀπ᾽ τό περιβάλλον μοῦ τό ἔκανε. Ἐγώ θά τόν ἀφήσω”. Λοιπόν, τόν παρατάει καί ἔφυγε. Ἔρχεται στήν Ἑλλάδα καί ποῦ πάει; Σ᾽ ἕνα ἀπό αὐτά τά “καζίνα” καί ζοῦσε ως ἐλεύθερη γυναῖκα ἐπί ἀμοιβή.
Αὐτός, ἀπ᾽ τήν ἡμέρα πού ἔφυγε δέν ἔπαυε κάθε μέρα νά κάνη προσευχή μέ δάκρυα καί νά ἐπιμένη, νά ἐκβιάζη τό Θεό:
“Πανάγαθε δέν ὑποχωρῶ, δέν θά Σ᾽ ἀφήσω, ἐσύ μοῦ ἔδωσες τή γυναίκα μου. “Παρά Κυρίου ἀρμόζεται ἀνδρί γυνή”. Θέλω τή σύζυγό μου. Ἄν πλανήθηκε ἡ κορούλα πρέπει νά χαθῆ; Γιατί ἦρθες Ἐσύ στή Γῆ; Δέν ἦρθες νά ἀνεύρης τό ἀπολωλός, νά θεραπεύσης τόν ἄρρωστο, νά ἀναστήσης τόν νεκρό; Δέν ὑποχωρῶ, δέν θά Σ᾽ ἀφήσω ήσυχο. Θέλω τή γυναίκα μου, νά μοῦ τή φέρης πίσω!”
Ἔκλαιγε ἐπί δύο χρόνια. Ἐπέδρασε ἡ προσευχή καί τελικά ἦρθε στόν ἑαυτό της. “Πώ, πώ”, ὁμολογοῦσε, “πρέπει νά κάνη ὁ Θεός ἄλλη κόλασι, γιατί αὐτή εἶναι γιά μένα μικρή!”. Πιάνει καί τοῦ γράφει ἕνα γραμματάκι καί τοῦ λέει: “Δέν τολμῶ νά σέ ὀνομάσω, δέν ἔχω θέσι. Ἄν ἐπιστρέψω, μέ δέχεσαι σάν ὑπηρέτρια;”.
Ἀπαντάει αὐτός: “Ἀγάπη μου, γιατί εἶπες αὐτή τή λέξι καί μέ πλήγωσες; Δέν σέ ἔστειλα γιά διακοπές καί περιμένω μέ λαχτάρα τήν ἀγάπη μου νά ἔρθη στήν ἀγκαλιά μου;”. Πῆγε, λοιπόν, τήν περίμενε στό ἀεροδρόμιο, ὄπως συννενοήθηκαν.
Ὅταν βγῆκε αὐτή ἔξω καί τόν εἶδε ἔπεσε κάτω καί ἄρχισε νά χτυπιέται μέ κλάματα. Τήν πῆρε στήν ἀγκαλιά του. “Ἀγάπη μου, γιατί κάνεις ἔτσι καί μέ πληγώνεις; Σέ περίμενα μέ λαχτάρα. Πᾶμε στό σπίτι μας, δέν χωρίσαμε ποτέ. Πάντοτε μαζί σου ἤμουν”.
Με αὐτή τή στοργή καί τρυφερότητα ἔφτασε ἡ νύκτα. Μόλις ἔκλεισε τά μάτια του, ὁ ἥρωας αὐτός τῆς αὐτοθυσίας καί τῆς ἀγάπης, “ἠρπάγη εἰς θεωρίαν καί ἀνῆλθε μέχρι τρίτου οὐρανού”. Δέν μποροῦσε νά περιγράψη καί νά διηγηθῆ ὄσα ἡ Θ. Χάρις τόν ἀξίωσε. Εἶδε τις χορεῖες τῶν Ἁγίων, τά “μένοντα ἀγαθά τῶν σεσωσμένων” καί ὅλη τή θεία ἀγάπη πού τόν κρατοῦσε σέ ἔκστασι.
Τότε πραγματικά ἐλεεινολόγησα τήν ἀθλιότητά μου καί εἶπα: καυχάσαι μάταια, καλόγερε, γιά τή ζωή σου, ἐνῶ αὐτός μέ μία θυσία ἀνέβηκε μέχρι “τρίτου οὐρανοῦ”. Ἰδού ἕνα παράδειγμα καί μία εἰκόνα τοῦ πραγματικοῦ συζύγου καί ἀνδρός.
Και ἀπεδείχθη ὕστερα ὅτι ἔγινε πιστή σύζυγος αὐτή ἡ κορούλα. Αὐτή εἶναι ἡ θέσι τοῦ ἄνδρα, τοῦ συζύγου. Ἄμα οι σύζυγοι εἶναι τέτοιοι, δεῖξε μου ποιά γυναῖκα εἶναι κακή;

Γέροντος Ἰωσήφ Βατοπαιδινοῦ»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/02/blog-post_718.html).




<>






«Ὁ Ἅγιος Senan τῆς Ἰρλανδίας (†544) πήγε κάποτε στό σπίτι ἑνός ἄξιου ἄνδρα γιά νά ζητήση ἕνα ρόφημα γιατί ἦταν πολύ κουρασμένος καί διψασμένος λόγο τοῦ ταξιδιοῦ του. Μία γιορτή εἶχε προετοιμαστῆ σέ αὐτό τό σπίτι γιά τόν βασιλιά αὐτῆς τῆς ἐπικράτειας. Ἀρνήθηκαν νά δώσουν κάτι στόν Ἅγ. Senan καί αὐτός βγῆκε ἀπ᾽ τό σπίτι χωρίς νά φάη ἤ νά πιῆ κάτι. Μετά ἀπό λίγο ἔφτασε ὁ βασιλιάς σέ αὐτό τό μέρος γιά νά καθίση νά φάη. Μόλις τοῦ εἶπαν πώς τό φαγητό καί ἡ μπύρα εἶχαν τοποθετηθῆ στό τραπέζι, εἶδε τό ἑξῆς: Τό νερό ἦταν βρόμικο καί τά φαγητά ἦταν ὅλα χαλασμένα. Οἱ παρευρισκόμενοι ξαφνιάστηκαν ἀπό αὐτό τό γεγονός. Ὁ βασιλιάς εἶπε:
—Μήπως ἔφυγε κανείς ἀπό ἐδῶ ἀφοῦ πρῶτα ἀρνήθηκαν νά τοῦ προσφέρουν φαγητό καί μπύρα; 
Οἱ παρευρισκόμενοι παραδέχτηκαν πώς εἶχαν διώξει κάποιον προηγουμένως χωρίς νά τοῦ δώσουν φαγητό ἤ ποτό. Εἶπε ὁ βασιλιάς:
—Στεῖλτε κάποιον νά πάη νά βρη αὐτόν τόν ἄνδρα, γιατί αὐτός ὁ ἄνδρας ἔχει τή Χάρι τοῦ Θεοῦ. 
Βρῆκαν τόν Ἅγ. Senan καί τόν ἔφεραν στό σπίτι. Ὁ Ἅγιος εὐλόγησε τό φαγητό καί τήν μπύρα καί ὅλα ἐπανῆλθαν στήν κανονική τους κατάστασι ἀποκτώντας τήν κανονική τούς γεύσι. Ὅλοι ὅσοι εἶδαν αὐτό τό θαῦμα ἐνθουσιάστηκαν.
Ἀπ᾽ τό βιβλίο τοῦ Lismore, σ. 205».





<>




«Οἱ Ἁγίες Ethna καί Sodelb τῆς Ἰρλανδίας (†6ος αἰ.) οἱ ὁποίες φρόντιζαν τόν μικρό Χριστό εἶναι θαμμένες κοντά στήν περιοχή Swords τῆς Ἰρλανδίας. Ὁ Χριστός συνήθιζε νά τίς ἐπισκέπτεται μέ τή μορφή βρέφους γιά νά τόν φροντίσουν.
Τό ἴδιο περιστατικό συναντάμε καί στό βίο τῆς Ἁγ. Ita τοῦ Killeedy τῆς Ἰρλανδίας (†570). Μετά ἀπό ἐπιθυμία τῆς Ἁγίας ὁ Χριστός τήν ἐπισκέφτηκε μέ μορφή βρέφους γιά νά τόν φροντίση.
Ἀπ᾽ τό Μαρτυρολόγιο τοῦ Oengus, 29 Μαρτίου, σ. 103».




<>






«Σ᾽ ἕνα χωριό κτιζόταν μιά ἐκκλησία κι ὁ καθένας βοηθοῦσε ὄπως μποροῦσε.
Ὅποιος εἶχε ζῶο τό διέθετε γιά νά κουβαλάη πέτρες καί ὅσοι ἦταν γεροί δούλευαν.
Στό χωριό ἦταν καί μιά γιαγιά πολύ φτωχή, πού δέν εἶχε τίποτε νά δώση γιά τό ναό. Πονοῦσε ἡ ψυχή της γι᾽ αὐτό καί καθώς περνοῦσαν τά ζῶα πού κουβαλοῦσαν τις πέτρες, μάζευε χορταράκια καί τούς τά ἔριχνε νά τά τρῶνε νά παίρνουν δυνάμεις.
Ὅταν τελείωσε ὁ ναός, ἔκαναν τά ἐγκαίνια καί σέ μιά ἐπιγραφή ἔγραψαν τό ὄνομα τοῦ Δεσπότη.
Συνέβαινε, ὅμως τό ἐξής: Μόλις γραφόταν τό ὄνομα τοῦ Δεσπότη καί ἔβαζαν τήν ἐπιγραφή, τήν ἄλλη μέρα ἔβρισκαν σβησμένο τό ὄνομά του καί γραμμένο τό ὄνομα τῆς γιαγιᾶς.
Αὐτό ἔγινε τρεῖς φορές. Ἀποροῦσαν ὅλοι καί φώναξαν τήν γιαγιά. Ὅταν ἐκείνη πῆγε στό ναό, τήν ρώτησαν: 
—Γιαγιά, τί στό καλό ἔκανες ἐσύ καί γράφεται τό ὄνομά σου στήν πλάκα, ἐνώ ἐμείς ἔχουμε χαράξει τό ὄνομα τοῦ Δεσπότη;
—Καλό; Μα τί καλό νά κάνω ἐγώ, παιδί μου, ἡ φτωχή.
Ἐκείνοι ὅμως ἐπέμεναν.
Τότε σκέφτηκε ἡ γιαγιά καί τούς ἀποκρίθηκε: 
—Δέν ἔκανα τίποτε, παιδιά μου. Μόνο πού ὄταν ἔβλεπα τά ζῶα πού κουβαλοῦσαν τίς πέτρες γιά τό ναό, καιγόταν ἡ ψυχή μου γιατί δέν μποροῦσα νά προσφέρω τίποτε, ἔτσι μάζευα χόρτα καί τά ἔριχνα στά ζώα. 
Κι ὅμως, αὐτά τά λίγα χόρτα τῆς γιαγιᾶς ἔπιασαν τόσο τόπο ὄσο δέν ἔπιασε κανενός ἄλλου ἡ προσφορά, γιατί ἦταν πηγαία, ταπεινή καί κρυφή.

Ἅγ. Γεώργιος Καρσλίδης

Πηγή: Ρωμιοί τοῦ Βορρᾶ»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελεῖς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).



<>




«Τό πιό σημαντικό μέρος τοῦ σώματος μας... - Διδακτική ἱστορία
Κάποτε μέ ρώτησε ἡ μητέρα μου, διηγεῖται κάποιος, ποιό κατά τή γνώμη μου ἦταν τό πιό σημαντικό μέρος στό σῶμα μας.
Στήν ἀρχή νόμισα ὅτι βρῆκα εὐκολα τήν ἀπάντησι καί ἔτρεξα στή μητέρα μου ὄλο χαρά. Εἶχα ἀνακαλύψει τή μαγεία καί τήν ὀμορφιά τῶν ἤχων καί τῆς εἶπα:
—Νομίζω πώς εἶναι τά αὐτιά, μέ τά ὁποῖα ἀκούμε. 
Ἐκείνη μέ διόρθωσε:
—Ὄχι, μου εἶπε, ὑπάρχουν τόσοι ἄνθρωποι πού δέν ἀκοῦνε, γιατί εἶναι κουφοί, γύρω μας.
Συνέχισα νά σκέφτομαι τήν ἐρώτησι μεγαλώνοντας. Ὅταν συνειδητοποίησα πόσο φοβερό δῶρο εἶναι ἡ ὅρασι καί τί μεγάλες δυνατότητες ἔχει, ἔτρεξα στή μητέρα μου μᾶλλον σίγουρος αὐτή τή φορά, καί τῆς εἶπα:
—Μᾶλλον εἶναι τά μάτια μας πού βλέπουμε, τό σημαντικότερο μέρος στό σῶμα μας.
Μέ κοίταξε μέ ἀγάπη ἡ μητέρα μου, χάρηκε πού ἀσχολοῦμαι μέ τό ἐρώτημά της καί κάνω καί μεγάλη πρόοδο, ἀλλά καί πάλι μέ διόρθωσε:
—Ὄχι, δέν εἶναι τά μάτια. Χιλιάδες ἄνθρωποι στόν κόσμο μας εἶναι τυφλοί. Προσπάθησε ἀκόμα.
Προσπάθησα κι ἄλλες φορές καί ἡ μητέρα μου ἔβλεπε ὅτι ὡριμάζω καί προοδεύω, ἀλλά ὅσες φορές κι ἄν ἐπανήλθαμε στό θέμα αὐτό, δέν κατάφερα νά βρῶ τή σωστή ἀπάντησι. Πέρυσι πέθανε ὁ παπποῦς μου.
Ὅλοι μας πονέσαμε καί κλάψαμε. Ἀκόμα καί ὁ πατέρας μου ἔκλαψε, καί τό λέω αὐτό γιατί ἄλλη μιά φορά μόνο τόν εἶχα δεῖ νά κλαίη στή ζωή μου. Ξαφνικά ἀκούω τή μητέρα μου:
—Ξέρεις ποιό εἶναι τό πιό σημαντικό μέρος στό σῶμα μας;, μέ ρώτησε τότε ἡ μητέρα μου κι ἐγώ παραξενεύτηκα, γιατί πάντα νόμιζα ὅτι ἦταν ἔνα ἀστεῖο ἀνάμεσά μας καί τίποτε παραπάνω.
Μέ εἶδε πού παραξενεύτηκα καί μέ πῆρε κοντά της. 
—Αὐτό πού θά σοῦ πῶ ἀγόρι μου εἶναι πολύ σημαντικό, μοῦ εἶπε, καί θέλω νά τό κρατήσης μέσα στήν ψυχή σου. Λοιπόν, τό πιό σημαντικό μέρος στό σῶμα σου εἶναι ὁ ὦμος σου. Καί δέν εἶναι γιατί κρατάει τό χέρι σου στή θέσι του καί μπορεῖ νά κινῆται, ἀλλά γιατί μπορεῖ νά κρατήση τό κεφάλι ἑνός πονεμένου ἀγαπημένου σου τήν ὥρα πού κλαίει. Ὅλοι μας θά χρειαστοῦμε ἕνα ὦμο νά γείρουμε καί νά ἀκουμπήσουμε τήν ὥρα τῆς θλίψεως καί τοῦ πόνου, ἀγόρι μου. Σοῦ εὔχομαι νά ἔχης πάντα στή ζωή σου ἕνα τέτοιο ὦμο, γεμάτο παρηγοριά γιά κείνους πού θά κλάψουν καί θά ᾽χουν ἀνάγκη τόν ὦμο τῆς ἀγάπης σου γιά νά γείρουν. Ὅταν θά τό ἔχης καταλάβει αὐτό πού σοῦ λέω καί θά συμφωνῆς, τότε θά εἶναι σημάδι ὅτι ἔχεις μεγαλώσει ἀρκετά καί ὅτι ζῆς σωστά τή ζωή σου. Οἱ ἄνθρωποι θά ξεχάσουν αὐτά πού ἔλεγες... Οἱ ἄνθρωποι θά ξεχάσουν αὐτά πού ἔκανες... Ἀλλά ποτέ δε θά ξεχάσουν πῶς τούς ἔκανες νά αἰσθάνονται»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/02/blog-post_696.html).



<>




«Ζοῦσε στό Γκίζη ἔνας 75χρονος Ἑλληνορώσος, ὁ Χαρίλαος, πού καθημερινῶς κατέβαινε μέ τά πόδια ἀπ᾽ τό Γκίζη στήν ἀγορά.
Καθῶς κατέβαινε τό δρόμο, ἀπό ὅπου περνοῦσε βλασφημοῦσε τά Θεία καί ἔβριζε τούς πάντες καί τά πάντα, προκαλῶντας φασαρία καί ταραχή στήν περιοχή. Αὐτό γινόταν κάθε μέρα! 
Κάποια μέρα καθῶς κατέβαινε τό δρόμο, ὁ μπάρμπα Θεόδωρος, πού εἶχε ἕνα κατάστημα μέ ξηρούς καρπούς, τοῦ ἔκανε νόημα νά ἔρθη στό κατάστημα, γιά νά ἔπιναν ἕνα καφέ. Πῆγε ὁ Χαρίλαος, κάθισε καί πάνω στή συζήτησι τοῦ λέει ὁ μπάρμπα Θεόδωρος: 
—Τί εἶναι αὐτό πού κάνεις κάθε πρωί; Εἶναι ντροπή μας, γιατί κάποτε καί ἐγώ τά ἔφτιαχνα αὐτά. Δέν νομίζεις, ὅτι στήν ἡλικία πού βρισκόμαστε, πρέπει νά ἀλλάξουμε; 
Καί τοῦ λέει ὁ Χαρίλαος: 
—Ἐγώ δέν μπορῶ νά ἀλλάξω! Ἐγώ ἔχω κάτι μέσα μου, δέν ξέρω τί εἶναι, πού μέ ὠθῆ νά κάνω καί νά λέω αὐτά πού βλέπεις, χωρίς νά τό θέλω. Καί μοῦ φαίνονται ὅλοι καί ὅλα διεφθαρμένα καί στραβά...
—Ἄν θέλης νά βοηθηθῆς, τοῦ εἶπε ὁ μπάρμπα Θεόδωρος, νά πᾶς νά ἐξομολογηθῆς στόν π. Καρελά. 
Πέρασαν 3-4 μέρες καί παραδόξως ὁ Χαρίλαος δέν ἐμφανίστηκε νά περνάη ἀπ᾽ τό δρόμο, ὅπως συνήθιζε. Τήν 5η, ὅμως, μέρα ἐμφανίζεται στό κατάστημα, ἱματισμένος καί σωφρωνημένος. 
Μόλις τόν εἶδε ὁ μπάρμπα Θεόδωρος μέ αὐτή τήν σοβαρότητα τοῦ λέει:
—Ἔλα τί ἔγινε καί χάθηκες; Πῆγες ἐκεῖ πού σοῦ εἶπα; 
—Πῆγα τήν ἴδια μέρα πού μοῦ εἶπες στόν συγκεκριμένο ἱερέα καί ἐξομολογήθηκα. Καί ὅταν τελείωσα μετά ἀπό 2,5 ώρες μοῦ εἶπε ὁ π. Καρελάς: “Μήν φοβᾶσαι! Ἕλα τήν Κυριακή στήν ἐκκλησία, γιά νά σοῦ βάλω ἕνα χωροφύλακα μέσα σου καί τότε δέν θά μπορῆς πιά, νά κάνης τίποτε, ἀπό αὐτά πού ἔκανες”. Πράγματι τήν Κυριακή πῆγα στήν ἐκκλησία καί Κοινώνησα καί ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἔφυγαν οἱ μουσαφιραίοι πού ἦταν μέσα μου! Ὁ χωροφύλακας πού ἔλαβα δηλ. ὁ Χριστός, μοῦ άλλαξε τή φύσι καί δέν μπορῶ ἄλλο νά βλασφημήσω! Δέν μπορῶ ἄλλο νά βρίσω! Καί ντρέπομαι τώρα, καθώς σκέφτομαι τι ἔλεγα καί τι ἔκανα τόσο καιρό... Κατάλαβα πόση μεγάλη δύναμι ἔχει ὁ Χριστός!!!...

  †Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/75.html).


<>



«Ὁ γυιός μου, δυστυχῶς ἦταν ψυχρός ὥς πρός τήν πίστι. Ἐγώ τόν ἔβλεπα, ὑπέφερα, ἀλλά δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτε. Μόνο προσευχόμουν. 
Ὅταν παντρεύτηκε, τοῦ πῆρα μιά εἰκόνα τῆς Παναγίας καί τοῦ τήν χάρισα γιά νά τήν βάλη σπίτι του. Ἀρνήθηκε νά τήν πάρη!
—Ποιός θά σέ προστατεύη παιδί μου;, τόν ρώτησα μέ πόνο.
—Δέν θέλω προστασίες!, ἦταν ἡ ἀπάντησί του.
Τότε πού ἦταν οἱ δρόμοι κλεισμένοι ἀπ᾽ τό μπλόκο τῶν ἀγροτῶν, χρειάστηκε νά ταξιδέψη, γιά τίς ἀνάγκες τῆς δουλειᾶς του. Τόν συμβούλεψα νά εἶναι προσεκτικός, γιατί φοβόμουν, ἔτσι πού ἦταν νευρικός, νά μήν μπλεχτῆ σέ καμμιά φασαρία. Μοῦ ἀπάντησε:
—Ἐγώ μάνα, θά περάσω, ὅ,τι καί νά γίνη!
“Παναγία μου, φώτισέ το”, εἶπα μέσα μου καί τοῦ ἔβαλα στό αὐτοκίνητο μπροστά μιά χάρτινη εἰκονίτσα τῆς Παναγίας, πού εἶχα πάρει ἀπ᾽ τό Μοναστήρι τῆς Παναγίας Βαρνάκοβας, στήν τελευταία ἐπίσκεψί μου. Αὐτή τή φορά, ὁ γυιός μοῦ παραδόξως δέν ἀντέδρασε...
Ὅταν γύρισε ἀπ᾽ τό ταξίδι, φαινόταν βαθιά συγκλονισμένος. Μέ φανερή συγκίνησι καί μέ ταπεινή φωνή μοῦ διηγήθηκε:
—Στό δρόμο Ἀθηνών-Λαμίας, μιά βαρυφορτωμένη νταλίκα, πού εἶχε καταφέρει νά παρακάμψη τά ἐμπόδια, ξαφνικά παρέκλινε πρός τήν λωρίδα τή δικιά μου, ἐνῶ συγχρόνως ἔτρεχε μέ μεγάλη ταχύτητα. Ἐγώ σέ ἐκεῖνο τό σημεῖο, δέν εἶχα καθόλου περιθώριο νά ξεφύγω. Ἡ ἀπόστασι πού μᾶς χώριζε ἦταν ἐλάχιστη. Καί νά φρενάριζε ἡ νταλίκα, δέν προλάβαινε νά σταματήση ἔγκαιρα. Ἐγώ πάγωσα!!! Κατάλαβα πώς ἡ ζωή μου τελείωνε. Τό μόνο πού πρόλαβα ἦταν νά φωνάξω: “Παναγία μου!!!”.
Τότε συνέβη τό ἑξῆς καταπληκτικό: Ἡ χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού μοῦ εἶχες βάλει μάνα στό αὐτοκίνητο, σηκώθηκε στόν ἀέρα, στροβιλίστηκε καί κόλλησε στό παρ-μπρίζ, μέ πρόσωπο κατά ἔξω! Συγχρόνως ἡ νταλίκα σέ μιά ἀπόστασι ἐνάμισυ μέτρο περίπου, σταμάτησε ἐπί τόπου! Κυριολεκτικά καρφώθηκε μέ ἔνα φοβερό τράνταγμα! Κατέβηκε τρομαγμένος ὁ ὁδηγός τῆς νταλίκας καί μοῦ λέει συγκλονισμένος: 
—Ποιός μέ σταμάτησε φίλε μου; Μέ τό φορτίο πού ἔχω, δέν σταματοῦσα μέ τίποτε! 
Ἐγώ τρέμοντας ἀπ᾽ τήν ταραχή μου, γύρισα καί εἶδα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, πού ἦταν ἀνεξήγητα ἀκόμα κολλημένη στό παρ-μπρίζ. Σήκωσα τό χέρι καί τοῦ τήν ἔδειξα, λέγοντάς του: 
—Η Παναγία μᾶς ἔσωσε!
Ἀπό τότε ὁ γυιός μου ἔγινε πιστός Χριστιανός, χάρι τῆς Παναγίας, τήν ὁποία ὑπερευχαριστώ!!!...
(Ἀληθινή μαρτυρία)»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/blog-post_935.html).



<>




«Ἡ νηστεία τῶν τροφῶν
εἶναι γιά ὅσους μποροῦν.
Ἡ νηστεία τῆς κακίας
καί τῶν ἀδυναμιῶν
εἶναι γιά ὅλους»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/11/blog-post_20.html).



<>




«“Ποιός σοῦ ἔμαθε τήν εὐχή;”,
ρώτησε ἕνας μοναχός
τόν συνασκητή του.
“Ὁ διάβολος!
Ἐκεῖνος μέ πολεμοῦσε
μέ λογισμούς,
ἐγώ ἀντιστεκόμουν
μέ τήν εὐχή,
κι ἔτσι τήν ἔμαθα καλά”»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/11/blog-post_21.html).



<>



«Ὅσοι ἀγαποῦν
οὔτε ἀπατοῦν
οὔτε ἀπαιτοῦν
οὔτε ἐπαιτοῦν»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/11/blog-post_135.html).


<>




«Δασκάλα ἔβαλε στά παιδιά μιά ὄμορφη Χριστουγεννιάτικη ἐργασία:
Νά φτιάξουν μιά Χριστουγεννιάτικη φάτνη καί νά προσθέσουν στά ἤδη ὑπάρχοντα ἅγια πρόσωπα, ὅποιο γνωστό τους πρόσωπο θέλουν.
Μιά μαθήτρια (ΣΤ´ Δημοτικοῦ) πρόσθεσε τή μητέρα της, λέγοντας στήν καθηγήτρια, ὅτι τήν τοποθέτησε δίπλα στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ γιατί ἦταν ἐκείνη, πού τῆς γνώρισε τό Χριστό.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/blog-post_444.html).




<>




«Ὁ Σπυρίδων εἶναι φοιτητής σέ Παν/μιο τῶν Ἀθηνῶν.
Ἐργάζεται τρία πρωϊνά τῆς ἑβδομάδος καί δύο ἀπογεύματα.
Τά χρήματα τά παραδίδει στήν πολύτεκνη μητέρα του. 
Τά ὑπόλοιπα πέντε ἀδέλφια τόν ἔχουν πρότυπο.
Τούς μετακινεῖ καθημερινά μέ τό μικρό αὐτοκίνητό του στίς διάφορες ἀπογευματινές δραστηριότητες.
Τό Σάββατο καθαρίζει τό μικρό μαγαζάκι τοῦ πατέρα του.
Τήν Κυριακή ἀπ᾽ τό πρωΐ βρίσκεται στό ναό του καί βοηθᾶ στό ἱερό βῆμα.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/blog-post_638.html).




<>




«Εἶναι “καραμέλα“”, πού πιπιλίζεται ἀπό πολλούς.
Τό λένε νομίζοντας, ὄτι κάνουν... βαρυσήμαντη δήλωσι:
—Ἐγώ πιστεύω,
Ἀλλά... Τό ἔχω μέσα μου.
Μήν μοῦ λες γιά ἐκκλησίες καί παπάδες καί νηστεῖες.
Ἐδῶ τά χαλάμε. Ἐκκλησία δέν πηγαίνω ποτέ. Ἀλλά πάντως πιστεύω...
Χιλιοειπωμένες κοινοτυπίες, πού δυστυχῶς πολλοί τίς λένε.
Καί ἔχουν μάλιστα τήν ἰδέα, ὄτι πρωτοτυποῦν.
Ἔχουν τήν πεποίθησι, ὄτι λέγοντάς τες ἀποκαλύπτουν... ὀξύτητα νοημοσύνης και... βάθος σοφίας δυσθεώρητον.
Τό τί, ὄμως, στήν πραγματικότητα ἀποκαλύπτουν, μποροῦμε νά τό ἀντιληφθοῦμε σαφέστερα μέ μιά ἀπλή εἰκόνα.
Φαντασθεῖτε ἕνα ἄρρωστο, νά ἐγκωμιάζη μέ τά θερμότερα λόγια τόν γιατρό του, νά τόν διαβεβαιώνη μέ τά κολακευτικότερα ἐπίθετα γιά τό θαυμασμό του καί τήν ἐκτίμησί του στίς ἰκανότητές του καί στά προσόντα του, νά τοῦ περιγράφη μέ πειστικότητα τήν εἰλικρίνεια τῶν αἰσθημάτων ἀγάπης καί ἐμπιστοσύνης στό πρόσωπό του.
Καί ὕστερα, ἀφοῦ φεύγει ὁ γιατρός, καί ὁ ἀσθενής μένει μέ τήν συνταγή τοῦ γιατροῦ του, πού ἐπιβάλλεται νά ἀσκηθῆ στήν περίπτωσί του, προκειμένου νά ἀποκατασταθῆ ἡ ὑγεία του, νά τήν πετάη στά σκουπίδια, χωρίς νά δίνη τήν παραμικρή σημασία στό περιεχόμενό της χωρίς νά ἐφαρμόζη τίποτε ἀπολύτως ἀπό ὅ,τι αὐτή ὀρίζει.
Ἐρώτημα: Ποιά ἡ ὠφέλεια ἀπ᾽ τά ἐγκώμια στό γιατρό, ἄν δέν ἐφαρμόση τήν ἀγωγή πού χρειάζεται, γιά νά ἀποκατασταθῆ ἡ ὑγεία του;
Ἁπλούστατα. Ὅσο “καλά λόγια” κι ἄν εἶπε γιά τόν γιατρό, ἄν δέν ὑπακούση στή συνταγή του, ἀντί νά θεραπευθῆ, θά ἐπιδεινωθῆ ἡ κατάστασί του.
Κατά ἀνάλογο τρόπο δέν ἔχουν καμμιά σημασία, καί καμμιά ἀπολύτως ὠφέλεια, oἱ... δηλώσεις περί πίστεως καί οἱ “καλές ἰδέες” περί Θεοῦ, χωρίς ἐφαρμογή τῆς “συνταγῆς”, πού καθορίζει ἀναλυτικά τήν ἀναγκαία “ἀγωγή” πρός σωτηρία, πού μᾶς ἄφησε ὁ Μεγάλος ἰατρός Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, χωρίς τήν συγκεκριμένη “ἀγωγή”, πού λέγεται Μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, καί χωρίς τά συγκεκριμένα “φάρμακα” καί “νυστέρια”, πού λέγονται προσευχή καί νηστεία, ὁ ἄνθρωπος δέν λυτρώνεται ἀπ᾽ τά πάθη του, ἡ καρδιά του δέν ἀναγεννάται καί δέν ἀνακαινίζεται.
Ἡ ὕπαρξί του δέν μεταμορφώνεται.
Ἀντί, λοιπόν, νά δυσφοροῦμε γιά τίς “δυσκολίες” τῆς γνήσιας ἐν Xριστῷ ζωῆς, ὄπως τά μικρόμυαλα καί ἀνόητα παιδάκια στήν πικράδα τοῦ φαρμάκου, ἄς θελήσουμε νά ἀντιληφθοῦμε τή σοφία καί τό ρεαλισμό τοῦ λόγου τοῦ Ἁγ. Ἰσαάκ τοῦ Σύρου:
“Αἱ ἐντολαί τοῦ Θεοῦ ὑπέρ πάντας τούς θησαυρούς τοῦ κόσμου”.

http://apantaortodoxias.blogspot.com/2009/05/blog-post_05.html



<>




«Ὁ π. Γεράσιμος Ἴσκου γεννήθηκε στίς 21 Ἰανουάριου 1912 στό Μπακάου τῆς Ρουμανίας. 
Μπῆκε στή Μονή Μπαγδάνα ὥς δόκιμος ἀπό νεαρή ἡλικία. 
Τό 1937 ἦταν ἡγούμενος στή Μονή Ἄρνοτα. Τό 1943 ἔγινε ἡγούμενος στή Μονή Τισμάνα.
Μέ τή καθίδρυσι τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος στή Ρουμανία καί τήν ἔναρξι τοῦ διωγμοῦ τῆς Ἐκκλησίας ἡ Μονή Τισμάνα γίνεται ἕνας ἀπ᾽ τούς σημαντικούς πυρῆνες ἀντικομμουνιστικῆς δράσεως.
Συνελήφθη στίς 26 Σεπτέμβρη 1948.
Στίς φυλακές τῆς Κραϊόβας ὅπου γίνεται ἡ “δίκη” του, παρά τά βασανιστήρια, δέν προδίδει κανένα. 
Ἀπό ἐκεῖ τόν μεταφέρουν στό τρομερό Ἀϊούντ ὅπου τόν ἀνάγκασαν νά βγάλη τό μοναχικό τοῦ ἔνδυμα (στή Κραϊόβα του τό ἐπέτρεψαν).
Στή φυλακή ὁ π. Γεράσιμος γαληνεύει τίς ψυχές τῶν κρατουμένων μέ τή δύναμι τῆς πίστεως. Τό μεγαλύτερο “ὅπλο” του ἦταν ἡ προσευχή τοῦ Ἰησοῦ. 
Ἐκτός ἀπ᾽ τά βασανιστήρια τούς ὑποχρέωναν στίς πιό δύσκολες καί ταπεινωτικές ἐργασίες. Οἱ φύλακες πού εἶχαν διαλέξει ἦταν ἀπ᾽ τούς πιό σκληρούς καί πιό ἄπιστους ἀνθρώπους.
Ἀνάμεσα στούς βασανιστές ξεχώριζε γιά τή σκληρότητά του κάποιος Βασιλεσκου, ποινικός κρατούμενος, ὁ ὁποῖος μέ θέρμη εἶχε ἀγκαλιάσει τήν “ἀναδιαπαιδαγώγησι” (δηλαδή τή μετατροπή σέ κομμουνιστικό ἄνθρωπο).
Οἱ ἱερεῖς πού εἶχαν φυλακιστῆ στό Κανάλι ἦταν ἕνα παράδειγμα ταπεινοφροσύνης καί ἀντοχῆς γιά τούς ἄλλους κρατουμένους.
Παίρνοντας τεράστια ρίσκα καί πληρώνοντας μέ τό αἷμα τους, κάθε μέρα τελοῦσαν τή Θ. Λειτουργία, φέρνοντας τό Χριστό στή μέση τῆς κολάσεως.
Τήν περίοδο πού ἦταν στό Κανάλι ὁ π. Γεράσιμος ἀρρώστησε ἀπό φυματίωσι καί τόν πῆγαν στό νοσοκομεῖο τῶν φυλακῶν τῆς Τίργκου-Ὄκνα. 
Τόν μετέφεραν στό δωμάτιο 4 ὅπου βρίσκονταν οἱ ἑτοιμοθάνατοι. Ἡ ἰατρική περίθαλψι ἦταν ἀνύπαρκτη, γιά φάρμακα οὔτε λόγος. 
Ὅσοι κρατούμενοι εἶχαν ἰατρικές γνώσεις βοηθοῦσαν τούς φυματικούς ρισκάροντας τήν ὑγεία τους .
Τό δωμάτιο 4 ἦταν πάντα γεμάτο, ἔτσι ὥστε σέ κάθε κρεββάτι βρίσκονταν 2-3 ἀσθενεῖς . 
Ὁ π. Γεράσιμος βρισκόταν στό ἴδιο κρεββάτι μέ τό στρατηγό Τουτιρέσκου, τόν ὁποῖο γύρισε στήν ἀληθινή πίστι.
Ὁ π. Γεράσιμος Ἴσκου, ὁ ὁποῖος ἔλαμπε ἐπειδή εἶχε τή Χάρι τοῦ Θεού, προγνώριζε τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου του καί παρακάλεσε νά τοῦ πλύνουν τό σῶμα (κατά τό σύνηθες).
Πρίν ἐγκαταλείψη τόν κόσμο τοῦτο, ὅμως, ἔκανε μιά χειρονομία πού ἔδειξε στούς γύρω του τό μέγεθος τῆς ἁγιοσύνης του. 
Ὁ Βασιλέσκου ὁ βασανιστής του ἔφθασε καί αὐτός στό νοσοκομεῖο, ἄρρωστος ἀπό φυματίωσι. 
Στίς 25 Δεκεμβρίου 1951, ὁ π. Γεράσιμος σηκώθηκε ἀπό τό κρεββάτι του μέ πολύ δυσκολία καί πῆγε στό προσκέφαλο τοῦ Βασιλέσκου ὁ ὁποῖος βρισκόταν στό ἴδιο δωμάτιο. 
Μέ ἀγάπη Χριστιανική, τοῦ ἔπλυνε τό πρόσωπο καί τοῦ εἶπε: “Ἡσύχασε εἶσαι νέος καί δέν ἤξερες τί κάνεις. Σέ συγχωρῶ μέ ὅλη μου τήν καρδιά. Ἀφοῦ συγχωροῦμε ἐμεῖς τότε σίγουρα καί ὁ Χριστός πού εἶναι πιό καλός ἀπό ἐμᾶς θά σέ συγχωρέση”.
Τόν ἐξομολόγησε καί τόν κοινώνησε. 
Μετά ὁ π. Γεράσιμος γύρισε στό κρεββάτι του καί παρακάλεσε νά τοῦ διαβάσουν τίς προσευχές καί παρέδωσε τή ψυχή του ἀκούγοντας ἀγγελικούς ὕμνους. 
Τήν ἴδια νύχτα, τή νύχτα τῶν Χριστουγέννων, ὁ π. Γεράσιμος καί ὁ Βασιλέσκου ἔφυγαν μαζί γιά τόν Κύριο. 
Ὅπως ἀκριβῶς ὁ ληστής στό σταυρό πού γνώρισε τό Θεό καί μετανόησε γιά τίς πράξεις του.
Τά σώματά τους τά πέταξαν οἱ κομμουνιστές, ὅπως συνήθιζαν, γιά νά κρύβουν τά ἐγκλήματά τους, στούς κοινούς λάκκους τῶν φυλακῶν τῆς Τίργκου-Ὄκνα.
Πραγματικά ὁ βίος τῶν νεομαρτύρων τῶν κομμουνιστικῶν φυλακῶν εἶναι τό Νέο Πατερικό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ταπεινωμένοι, στριμωγμένοι, φριχτά βασανισμένοι, ἀντί γιά μίσος ἔδειχναν ἀτελείωτη ἀγάπη.
Ἀκόμη καί ἕνα ὑψηλόβαθμο στέλεχος τῆς (διαβόητης ὑπηρ. ἀσφαλείας) “σεκιουριτάτε” ἔγραψε στά ἀπομνημονεύματά του, ὅτι σιγουρα στίς φυλακές ὑπῆρχε ὁ Χριστός, ἀλλιῶς δέν ἀξηγεῖται πώς κράτησαν τήν πίστι τους μετά ἀπό τόσα βασανιστήρια.
Πηγή: www.hotnews.ro»(https://proskynitis.blogspot.com/2009/12/blog-post_24.html).



<>


Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:

50. Ἀλέξανδρος Τσιριντάνης: «Ὥς τώρα Κύριε, στή ζωή μου τά ἔκανα θάλασσα! Ἀλλά, ξέρω ὅτι αὐτή εἶναι ἡ δουλειά Σου. Νά κάνης τή θάλασσα στεριά. Πάρε, λοιπόν καί τή ζωή μου νά τήν κάνης στεριά, ὥστε νά περάση ἀπό πάνω μου τό ὄχημα τῆς βασιλείας Σου. Ὁ πόθος τῆς ψυχῆς μου εἶναι ἕνας: Ἄχ, καί νά ἐρχόταν ἡ βασιλεία Σου κάποτε ἐδῶ πέρα! Ἔστω καί σάν ὄνειρο τό λέω, ἔστω καί σάν χίμαιρα! Ἀλλά τό λέω καί σάν πόθο. Χιμαιρικό πόθο, ἀλλά πόθο. “Ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου”! Αὐτός Κύριε, εἶναι ὁ μοναδικός μου πόθος»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

51. «Τά θαύματα δέν ἔχουν καμμιά σημασία ἄν δέν ὑπάρχη βαθειά ἀγάπη στό Χριστό καί ταπεινοφροσύνη.
“Ποιό πρᾶγμα”, ρωτᾶ ἕνας πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, “ἔκανε τούς ἁγίους; Τά θαύματα; Ὄχι. Ἀλλά ἡ ἀρετή”.
Καί μιά ἄλλη μέρα, κηρύττοντας, εἶπε στό ἀκροατήριό του: “Ἄν σᾶς ἄφηναν νά ἐκλέξετε ἀνάμεσα στή δυνατότητα νά μεταβάλετε τά χόρτα τῶν ἀγρῶν σέ χρυσό καί στήν ἐξουσία νά ποδοπατῆτε τό χρυσό σάν τά χόρτα, μή διστάσετε νά διαλέξετε τό δεύτερο”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

52. Ὁ π. Φιλόθεος Ζερβάκος θυμᾶται: «Τά ἔτη 1906-7 ὑπηρετοῦσα τή στρατιωτική μου θητεία καί συνδέθηκα μέ κάποιο νέο ἀπό ἕνα χωριό τῆς Ἀκαρνανίας. Μέ αὐτόν συνυπηρετούσαμε καί, ὅταν δέν εἴχαμε στρατιωτικά γυμνάσια, μελετούσαμε τήν Ἁγία Γραφή καί παρακολουθούσαμε κηρύγματα, τά ὁποῖα ἔκαναν οἱ ἀείμνηστοι θεολόγοι κληρικοί Εὐσέβιος Ματθόπουλος, Πανάρετος Δουληγέρης, Τιμόθεος Ἀναστασίου καί ἄλλοι, λαϊκοί θεολόγοι (Γαλανός, Διαλεισμᾶς, Χριστογιαννόπουλος). Πηγαίναμε τακτικά καί σέ ἀγρυπνίες, πού γίνονταν στό παρεκκλήσι τοῦ προφήτη Ἐλισσαιέ. Ἐκεῖ λειτουργοῦσαν οἱ ἱερεῖς παπα-Ἀντώνιος (ἐφημέριος τότε τοῦ Ἁγίου Νικολάου στά Πευκάκια) καί ὁ παπα-Νικόλαος Πλανᾶς, αὐτός ὁ ἁπλός καί ἀκέραιος, ὁ ἄκακος καί ἡσύχιος. Ἔψαλλαν οἱ Σκιαθίτες καθηγητές, λογογράφοι καί δημοσιογράφοι Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καί Παπαδιαμάντης. Ὅταν ἔφθασε ὁ καιρός νά ἀπολυθοῦμε, ἀποφασίσαμε μαζί νά πάρουμε τό μοναχικό σχῆμα καί νά γίνουμε στρατιῶτες τοῦ ἐπουρανίου Βασιλιᾶ μας. Τρεῖς μέρες πρίν ἀπ᾽ τήν ἀναχώρησί μας γιά τό Ἅγιο Ὄρος ὁ φίλος μου ἀθέτησε τήν ὑπόσχεσί του καί μοῦ λέει:
—Ἐγώ σκέφθηκα νά μήν ἔλθω στό Ἅγιο Ὄρος. Ἀποφάσισα νά νυμφευθῶ τήν κόρη τοῦ Ἱερέα τῆς πατρίδος μου καί νά γίνω ἔγγαμος Ἱερέας.
—Εἶσαι ἐλεύθερος, τοῦ εἶπα· καί ὡς Ἱερέας μπορεῖς νά ὑπηρετήσης τήν Ἐκκλησία... Ὁ Κύριος εἶπε: “ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν” καί δέν βιάζει κανένα ἄνθρωπο. Ἐξέτασε τή συνείδησί σου καί κάνε ὅ,τι σοῦ λέει. Μόνο πρόσεξε μήν πέσης σέ καμμία παγίδα τοῦ διαβόλου. Κι ἐγώ ἐκεῖ πού θά πάω φοβᾶμαι, γιατί ὁ πειρασμός παντοῦ βρίσκεται, ἀλλά περισσοτέρους πειρασμούς ἔχει ὁ κόσμος.
Ἀποχαιρετισθήκαμε καί ἐγώ ἦλθα κι ἔγινα Μοναχός στήν Ἱ. Μ. Λογγοβάρδας μέ τή συμβουλή τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα, ἀειμνήστου Ἁγίου Νεκταρίου, πού ἦταν τότε διευθυντής τῆς Ριζαρείου Σχολῆς. Ὁ συνάδελφός μου ἀναχώρησε γιά τήν πατρίδα του, ἀλλά δέν κατάφερε νά λάβη σύζυγο τήν κόρη τοῦ Ἱερέως καί αὐτοχειροτονήθηκε λαϊκός ἱεροκήρυκας· ἔκανε μάλιστα καί δώδεκα μαθητές, ὅπως ὁ Χριστός. Κάποτε τόν ἐξαπάτησε τό δόλιο φίδι, δηλαδή ὁ διάβολος, καί ἀνέβηκε μέ τούς μαθητές του σέ μία κορυφή κάποιου βουνοῦ. Ἐκεῖ μίλησε στούς μαθητές του γιά τήν πίστι καί στό τέλος τῆς ὁμιλίας εἶπε: “Ὅποιος ἔχει πίστι, μπορεῖ νά μπαίνη στή φωτιά καί νά μήν καίγεται, νά περπατᾶ πάνω στή θάλασσα καί νά μή βουλιάζη, νά ρίχνεται ἀπό ψηλά καί νά μένη ἀβλαβής. Γιά νά βεβαιωθῆτε ὅτι αὐτά τά ὁποῖα σᾶς λέω εἶναι ἀληθινά, δεῖτε. Ἐπειδή ἔχω πίστι, θά πέσω ἀπ᾽ αὐτό τό ὕψος μέ τό σταυρό στά χέρια μου καί δέν θά πάθω κανένα κακό”. Ρίχθηκε, λοιπόν, στό γκρεμό καί σκοτώθηκε. Κατέβηκαν οἱ μαθητές του καί βρῆκαν τά μέλη του σκορπισμένα, σύμφωνα καί μέ τό λόγο τοῦ Δαυΐδ: “Θά σκορπισθοῦν τά ὀστά αὐτοῦ μέσα στόν Ἅδη”(Ψ 140, 7)»(ΔΠ 68).

53. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Οἱ φτωχοί μιμούμενοι τούς πλουσίους γίνονται φτωχότεροι καί οἱ πλούσιοι μιμούμενοι τούς φτωχούς, γίνονται πλουσιότεροι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Μερικοί αὐστηροί ζηλωτές τῆς ἠθικῆς τελειότητος μοιάζουν μέ τόν ἐκκλησιαζόμενο, πού σπεύδει ἀπό ζῆλο νά σβύση ἕνα κερί πού στάζει. Καί μέ τήν ἀδεξιότητά του γκρεμίζει ὁλόκληρο τό μανουάλι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

54. Ἀναφέρει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ἕνας ἰνδικός μύθος λέει ὅτι σέ κάποιο βασιλιά οἱ ὑπήκοοί του πρόσφεραν κάθε μέρα ἕνα δῶρο. Οἱ πλούσιοι βαρύτιμο. Οἱ φτωχοί λιτότερο. Ἕνας μυστηριώδης καλόγερος τοῦ ἔφερνε ἕνα σκέτο μῆλο. Οἱ ἀκόλουθοι τοῦ βασιλιά τό πετοῦσαν περιφρονητικά στό ὑπόγειο. Κάποια μέρα, ὅμως, ὁ πίθηκος πού συνόδευε τόν Ἰνδό μονάρχη, ἅρπαξε τό μῆλο καί τό δάγκωσε. Κατάπληκτοι εἶδαν ὅτι τά δόντια τοῦ πιθήκου προσέκρουσαν σ᾽ ἕνα διαμάντι κρυμμένο στό μῆλο. Ἔτρεξαν στό ὑπόγειο καί ἀνάμεσα στό σωρό ἀπ᾽ τά σαπισμένα μῆλα, ἔλαμπε ἕνας θησαυρός ἀπό διαμάντια. Ἔτσι καί γιά μᾶς. Κάθε μέρα ὁ Θεός μᾶς προσφέρει ἕνα ἀνεκτίμητο διαμάντι. Τήν ὑγεία. Ἄλλοι τήν πετοῦν σάν φτηνό μῆλο, τή σπαταλοῦν. Ἄλλοι, ὅμως, τή χαίρονται. Εὐλογοῦν τό Θεό που τούς τή χαρίζει καί τήν ἀξιοποιοῦν, δαπανώντας τη σέ ἔργα ἀγάπης»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

55. Γράφει ὁ Frank Mangs: «Ὅταν ὁ καπετάνιος Riiser Larsen, στό ἀερόστατο τῆς Νορβηγίας, πού πετοῦσε πάνω ἀπ᾽ τό Βόρειο Παγωμένο Ὠκεανό, εἶχε καθίσει στό πηδάλιο περισσότερο ἀπό ἕνα εἰκοσιτετράωρο συνέχεια, ἦταν στό τέλος τόσο κουρασμένος, πού τό νευρικό του σύστημα ἀρνιόταν νά κάνη κάθε κίνησι.
Ὁ Amundsen ἦταν στήν καμπίνα ὁδηγήσεως καί κατεύθυνε τήν πορεία. Ξαφνικά εἶδε ὅτι τό ἀερόστατο ἔγερνε μέ τήν πλώρη του πρός τά κάτω στόν πάγο καί κατέβαινε πρός τήν καταστροφή. Ἔδωσε διαταγή στό πηδάλιο νά ἐπανέλθη ἡ πορεία καί νά ὑψωθῆ, ἀλλά δέν ἔγινε τίποτε. Ἐπανέλαβε τή διαταγή, ἀλλά καί πάλι χωρίς θετικά ἀποτελέσματα. Ὁ Riiser Larsen, πού καθόταν στό πηδάλιο, ἄκουσε τή διαταγή. Εἶχε παραλύσει ἀπ᾽ τήν κούρασι καί παραλίγο τό μεγάλο ἀερόστατο θά συντριβόταν στόν πάγο. Ἔχουμε ἀκούσει καί ἐμεῖς τοῦ Κυρίου τά λόγια πολλές φορές. Ἔχουμε ἀντιληφθῆ τήν ἐντολή Του. Ὁ Θεός μᾶς ἔχει μιλήσει. Μᾶς διέταξε νά πάρουμε τό πηδάλιο καί νά ὑψώσουμε τήν πορεία μας. Ἀλλά δέν ἀντέχουμε νά ἐκτελέσουμε τή διαταγή. Ἔχουμε ἀκούσει ὅλα τά λόγια Του, ἀλλά ἀκριβῶς ὅπως τά ἀκούει κανείς στόν ὕπνο... Ὁ Θεός ἔχει κάνει κάθε προσπάθεια, γιά νά μᾶς ξυπνήση»(ΑΛ 35).

56. Helen Keller (τυφλή καί κωφάλαλη): «Ἡ πίστι εἶναι δύναμι, ὄχι ἄνεσι»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

57. Μικρές ἀλήθειες: «Πολλοί περνοῦν τή ζωή τους μετρώντας τά ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, μέ ἀποτέλεσμα νά πέφτουν στήν πρώτη λακκούβα τῆς γῆς»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Θυμήσου, νά ξεχνᾶς»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἄν γλυστρήση τό πόδι σου μπορεῖς νά ἐπανακτήσης τήν ἰσορροπία σου. Ἀλλά ἄν γλυστρήση ἡ γλῶσσα σου δέν μπορεῖς νά ἐπαναφέρης τά λόγια σου»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

58. Διαβάζουμε: «Κύριε, ὕψωσέ μας πάνω 
ἀπ᾽ τή λύπη, πού μᾶς κάνει νά ἐπικεντρωνόμασθε μόνο στούς ἑαυτούς μας, 
ἀπό τήν τεμπελιά, πού μᾶς κλείνει στή χλιαρή της ἀγκαλιά, 
ἀπ᾽ τή δειλία, πού στρέφει τά μάτια μας μακρυά ἀπό κάποιο τόν ὁποῖο οἱ ἄλλοι κοροϊδεύουν, 
ἀπ᾽ τήν ἁμαρτία, πού μᾶς δεσμεύει ὁδηγώντας μας σέ εὔκολους δρόμους, 
ἀπ᾽ τό ἄσχημο βλέμμα ἤ τίς κακές λέξεις τίς ὁποῖες κάποιος μᾶς ἔρριξε ἤ μᾶς εἶπε μέ σκληρότητα, 
ἀπ᾽ τόν ἐγωϊσμό, πού μᾶς κάνει νά ξεχνᾶμε τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές μας πού δέν ἔχουν ψωμί ἤ ἐλπίδα, 
ἀπ᾽ τή βαθιά λύπη πού μᾶς ἀποδυναμώνει. 
Ἐξύψωσέ μας, Κύριε! 
Θά προχωρήσουμε στή ζωή μέ Σένα στό πλευρό μας»(ΙΣ  61).

59. «Ὁ Rommel, ἀφοῦ ἐγκατέστησε τή διμοιρία του, ἑτοιμαζόταν νά κοιμηθῆ, ὅταν διατάχθηκε νά παρουσιασθῆ στό διοικητή τοῦ Συντάγματός του. Ὁ συνταγματάρχης Χάας τόν διέταξε νά μεταφέρη διαταγή του στό 1ο Τάγμα, τό ὁποῖο καί καλοῦσε νά ἑνωθῆ μέ τό Σύνταγμα. Μέ τό λοχία Γκέλτς καί ἄλλους δύο στρατιῶτες ὁ Rommel ξεκίνησε τήν ἐπικίνδυνη νυκτερινή του πορεία μέ ὁδηγό μιά πυξίδα. Ἡ μικρή ὁμάδα, ἀφοῦ μέ δυσκολία διέσχισε ἕνα κατάφυτο λόφο, πλησίασε πρός τό Βιλανκούρτ. Στό βάθος, νοτιοανατολικά, ἡ πυρκαγιά πού εἶχε προκαλέσει τό γερμανικό πυροβολικό στό γαλλικό ὀχυρό τοῦ Λονγκβύ ἔδινε στή νύκτα μιά παράξενη ἀνταύγεια. Σποραδικοί πυροβολισμοί ἀπ᾽ τά προκεχωρημένα φυλάκια ἔδωσαν στό Rommel νά καταλάβη ὅτι πλησίαζε στόν τομέα τοῦ 1ου Τάγματος. Ὁ κίνδυνος ἦταν μεγάλος. “Ἄλτ! Τίς εἶ;”, ἀντήχησε μέσα στή νύκτα ἡ βαρειά φωνή τοῦ σκοποῦ. “Προχώρα στό παρασύνθημα!”. Κανείς δέν ἤξερε, ὅμως, τά συνθηματικά. Οὔτε ὁ συνταγματάρχης Χάας εἶχε ἐνημερώσει γι᾽ αὐτά τό Rommel. Ψύχραιμα πάντως ὁ νεαρός ἀνθυπολοχαγός ἀπάντησε: “Ἀνθυπολοχαγός Rommel, τοῦ 7ου Λόχου τοῦ 2ου Τάγματος”. Ἦταν τυχερός. Ὁ σκοπός τόν γνώριζε καί τούς ἄφησε νά περάσουν»(ΘΕ 8).
Ὁ Χριστός μᾶς γνωρίζει χωρίς τό παρασύνθημα τό δικό μας.

60. «Στόν καπετάν Γιάννη ἀπέμεινε ἕνα μεγάλο καΐκι γιά μεταφορές ἐμπορευμάτων καί ἐπιβατῶν. Κάποιοι κακοί Ἕλληνες κατήγγειλαν στίς γερμανικές ἀρχές κατοχῆς ὅτι τό καΐκι αὐτό μετέφερε Ἕλληνες πατριῶτες μέσῳ Τουρκίας στή Μέση Ἀνατολή, στόν ἐκεῖ ἀνασυγκροτούμενο ἑλληνικό στρατό. Ἔτσι, λοιπόν, τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, τό 1943, οἱ Γερμανοί συνέλαβαν τόν καπετάν Γιάννη καί τόν ἔκλεισαν στίς φυλακές Ἀβέρωφ, προκειμένου νά δικασθῆ μέ τήν κατηγορία αὐτή. Στό μεσοδιάστημα αὐτό συνέβη τό ἀκόλουθο περιστατικό. Ἕνα γερμανικό πολεμικό ἀεροπλάνο, προκειμένου νά προσγειωθῆ στό ἀεροδρόμιο τοῦ Ἑλληνικοῦ, ἔπεσε στή θάλασσα. Ἕνα ἁλιευτικό πλοιάριο πού βρισκόταν πλησίον ἔσπευσε καί διέσωσε τούς Γερμανούς πιλότους. Ὁ διοικητής τοῦ ἀεροδρομίου, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τούς Ἕλληνες ἁλιεῖς γιά τήν πρᾶξι τους, τούς ρώτησε ποιά χάρι θέλουν νά τούς κάνη κι ἐκεῖνοι αὐθόρμητα ζήτησαν τήν ἀποφυλάκισι τοῦ συντοπίτη τους καπετάν Γιάννη, πρᾶγμα τό ὁποῖο κι ἔγινε.
Σέ μιά ἐποχή δυστυχίας καί ἐλλείψεως τῶν πάντων, οἱ ἀνιδιοτελεῖς καί ἁπλοϊκοί αὐτοί ἄνθρωποι τό μόνο πού σκέφθηκαν ἦταν ἡ σωτηρία ἑνός ἀγαπητοῦ συμπατριώτη τους.
Μέσα στήν ἀγριότητα τοῦ πολέμου καί τῶν ἐσωτερικῶν ἀντιθέσεων, ὑπῆρξε μεταξύ τοῦ λαοῦ ἀνθρωπιά καί πράξεις ἀρετῆς καί ἀλληλεγγύης»(ΑΚ 274).

61. «Μερικές ἑκατοντάδες χιλιόμετρα πάνω ἀπ᾽ τά κεφάλια μας, περιστρέφεται ἀθόρυβα στό διάστημα ἕνα ἀπ᾽ τά ἐκπληκτικότερα ἐπιστημονικά ὄργανα τά ὁποῖα ἔχουν ποτέ κατασκευασθῆ —τό Διαστημικό Τηλεσκόπιο Hubble (ΔΤΧ). Κάθε μέρα μᾶς μεταφέρει εἰκόνες τοῦ σύμπαντος ἐξαιρετικῆς ὀμορφιᾶς, καθώς βυθίζει τό βλέμμα του βαθειά μέσα στό διάστημα, γιά νά κατασκοπεύση τά ἄστρα… καί τούς μακρυνούς γαλαξίες.
Δέν ἦταν πάντα ἔτσι· τό ΔΤΧ εἶχε καταστροφικό ξεκίνημα. Ὅταν ἐκτοξεύθηκε, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1990, εἶχε ἐλαττωματική ὅρασι, ἐπειδή τό κύριο φωτοσυλλεκτικό κάτοπτρο εἶχε τροχισθῆ σέ λάθος σχῆμα. Τό κάτοπτρο ἀπεῖχε ἀπ᾽ τό προβλεπόμενο μόλις κατά τά δύο πεντηκοστά τοῦ πλάτους μιᾶς ἀνθρωπίνης τρίχας, αὐτό, ὅμως, ἀρκοῦσε, γιά νά θολώση τίς εἰκόνες, τίς ὁποῖες παρήγαγε τό ΔΤΧ.
Ἀλλά αὐτή ἀκριβῶς ἡ τελειότητα τῆς ἀτελείας τοῦ κυρίου κατόπτρου ἔκανε εὔκολη σχετικά, σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ὀπτική, τήν ἐπιδιόρθωσί του. Τό Δεκέμβριο τοῦ 1993, ἀστροναῦτες σέ διαστημικό περίπατο συνέλαβαν τό ΔΤΧ σέ τροχιά, καί διόρθωσαν τό ἐλάττωμα στήν ὅρασί του. Τό τηλεσκόπιο ἄρχισε πλέον νά ἐκπληρώνη τήν ὑπόσχεσι τοῦ ἀνοίγματος ἑνός καινούργιου παραθύρου στό σύμπαν. Οἱ ἀποστολές συντηρήσεως, πού ἀκολούθησαν, πρόσθεσαν νέα ὄργανα, πού ἔχουν διευρύνει καί βαθύνει τή θέα ἀπ᾽ τό παράθυρο αὐτό»(ΔΤ 13).
Χρειάζεται συνεχής διόρθωσι τῆς πνευματικῆς ὁράσεώς μας.

62. «Οἱ δορυφόροι τοῦ Ἄρη ἀνακαλύφθηκαν ἀπό ἕναν Ἀμερικανό ἀστρονόμο, τόν Asaph Hall. Κάθε νύκτα, τό 1877, ἀγνάντευε μέ τό τηλεσκόπιό του τό διάστημα κοντά στόν Ἄρη καί δέν ἔβρισκε τίποτε. Τελικά τό πῆρε ἀπόφασι πώς δέν εἶχε κανένα νόημα νά συνεχίση. Εἶπε στή γυναῖκα του Angeline, τό γένος Stickney, ὅτι ἐγκατέλειπε τήν προσπάθεια. Αὐτή, ὅμως, τοῦ εἶπε: “Δοκίμασε ἀκόμα μιά νύκτα”. Τό ἔκανε καί ἀνακάλυψε τούς δορυφόρους. Τώρα ὁ μεγαλύτερος κρατήρας στό δορυφόρο Φόβο λέγεται Stickney πρός τιμήν τῆς γυναίκας πού παρότρυνε τό Hall νά συνεχίση τήν προσπάθεια»(ΜΓ 16).
Ἡ ἐπιμονή στά καλά φέρνει καρπούς.

63. «Ὅταν ἡ Μάχη τῆς Ἀγγλίας βρισκόταν στό ἀποκορύφωμά της [1940], ἡ ἑταιρεία ἀντιμετώπισε ἕνα ἀκόμη πιό δύσκολο πρόβλημα: τόν ἐντοπισμό ἑνός ραδιοφάρου, μέ τόν ὁποῖο οἱ Γερμανοί καθοδηγοῦσαν τά βομβαρδιστικά τους πρός τούς βρεταννικούς στόχους τους. Μετά ἀπό κάθε ἐπιδρομή, συγκεντρώνονταν ἀποσπασματικά καί συχνά ἀνακριβῆ στοιχεῖα ἀπό διαφόρους παρατηρητές, τά ὁποῖα παραδίδονταν στήν ὁμάδα τοῦ Leslie John Comrie. Ὕστερα ἀπό ἀρκετούς μῆνες μαθηματικῶν ὑπολογισμῶν ἰχνηλασίας πρός τά πίσω, πού γίνονταν πιό πολύπλοκοι λόγῳ τῆς ἀνεπαρκείας τῶν δεδομένων, ἡ ὁμάδα κατέληξε σέ μιά ἐκτίμησι γιά τή θέσι τοῦ ραδιοφάρου. Ἀμέσως ἀπογειώθηκε ἕνα ἀναγνωριστικό ἀεροπλάνο καί πραγματικά ἐντόπισε τόν καλά καμουφλαρισμένο φάρο σέ ἀπόστασι 100m ἀπ᾽ τό σημεῖο τό ὁποῖο εἶχε προβλέψει ἡ ὁμάδα του Comrie»(ΕΕ 13).
Οὐδέν κρυπτόν.

64. «Ὅταν δημοσιεύθηκε τό πρῶτο βιβλίο τοῦ Lombroso, ὁ Dr. Louis Adolph Bertillon, ὁ ὁποῖος ἀφιέρωσε τίς ἔρευνές του στή σύγκρισι καί τήν κατηγοριοποίησι τῆς μορφῆς καί τοῦ μεγέθους τοῦ κρανίου διαφορετικῶν φυλετικῶν τύπων, ἦταν πρόεδρος τῆς Ἀνθρωπολογικῆς Ἑταιρείας τοῦ Παρισιοῦ. Ὁ γυιός του Alphonse (1853-1914), ἀρχικά, δέν ἐνδιαφέρθηκε γιά τήν ἐργασία τοῦ πατέρα του. Ὡστόσο, ὅταν διορίσθηκε ὑπάλληλος στό τμῆμα ἀρχειοθετήσεως τῆς Ἀστυνομικῆς Διευθύνσεως, ἀντιλήφθηκε πώς οἱ μέθοδοι τῆς ἀνθρωπολογίας μποροῦσαν νά χρησιμοποιηθοῦν γιά τή σύνδεσι πρόσφατα συλληφθέντων μέ παλαιότερα ἀδικήματα. Ἕνας ἀπ᾽ τούς συνεργάτες τοῦ πατέρα του, ὁ Βέλγος στατιστικολόγος Lambert Quetelet, εἶχε δηλώσει πώς δέν ὑπάρχουν δύο ἄτομα, τά ὁποῖα νά ἔχουν ἀκριβῶς τόν ἴδιο συνδυασμό ἐξωτερικῶν μετρήσεων, καί ὁ νεαρός Bertillon πρότεινε ἕνα ἀνάλογο σύστημα ἐξακριβώσεως τῆς ταυτότητος στούς ἀνωτέρους του.
Ἔπειτα ἀπό σκληρή καί ἐπίμονη ἐργασία, ὁ Bertillon δημιούργησε ἕνα σύστημα ἀρχειοθετήσεως μέ 1.600 καταγραφές, πού παρέπεμπαν σέ μετρήσεις, τίς ὁποῖες εἶχε διεξαγάγει σέ συλληφθέντες ἐγκληματίες. Στίς 20 Φεβρουαρίου τοῦ 1883, εἶχε τήν πρώτη του ἐπιτυχία. Ἕνας ἄνδρας, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε πώς ὀνομαζόταν “Ντιπόντ”, παραπέμφθηκε σ᾽ αὐτόν, καί ἐκεῖνος, ἀφοῦ κατέγραψε τῆς ἐξωτερικές του μετρήσεις, ἄρχισε νά ψάχνη στά ἀρχεῖα του. Στό τέλος, ξεχώρισε μιά καταγραφή: “Εἶχες συλληφθῆ στίς 15 Δεκεμβρίου τοῦ περασμένου ἔτους”, ἀναφώνησε. “Τότε ἀποκαλοῦσες τόν ἑαυτό σου Μαρτέν”. Ἡ ἐπιτυχία του ἔγινε πρωτοσέλιδο στίς ἐφημερίδες τοῦ Παρισιοῦ καί, ὥς τό τέλος τοῦ ἔτους, ὁ Bertillon εἶχε προσδιορίσει τήν ταυτότητα περίπου 50 ἀμετανοήτων ἐγκληματιῶν, ἐνῶ τό 1884 πάνω ἀπό 300.
Οἱ ἀρχές τῆς Γαλλίας γρήγορα υἱοθέτησαν τό σύστημα τοῦ Bertillon (Bertillonage), ὁ ὁποῖος ἄρχισε τότε νά φωτογραφίζη τούς συλληφθέντες ὑπόπτους, καθώς καί τόν τόπο τοῦ ἐγκλήματος. Καθιέρωσε τή διαδικασία φωτογραφίσεως τῶν προσώπων, en face καί profile, καί εἰσήγαγε τό ἀποκαλούμενο “ὁμιλοῦν πορτραῖτο” (portrait parlé). Ἐπρόκειτο γιά ἕνα σύστημα περιγραφῆς τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ προσώπου (μύτη, μάτια, στόμα, πηγούνι κ.ἄ.), τό ὁποῖο παραμένει ἡ βάσι τῆς “προσωπογραφίας” ἀτόμων ἀπό περιγραφές μαρτύρων, καθώς καί ἄλλων συγχρόνων συστημάτων ἐξακριβώσεως ταυτότητος»(ΠΕ 17).
Πλήρης ἐξακρίβωσι θά γίνη κατά τή Β´ Παρουσία.

65. Σημειώνει ὁ Ἀναστάσιος Τζαβάρας: «Εἴχαμε πάει μαζί σ᾽ ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι καί μιά καλόγρια, πού εἶχε πολύ ἐπιθυμία νά δῆ τόν Παππούλη Πορφύριο [Καυσοκαλυβίτη], ἔτρεξε κοντά του καί τοῦ ἔρριξε πάνω του ἕνα ροῦχο της, γιά νά πάρη εὐλογία.
Φεύγοντας, μοῦ λέει ὁ Παππούλης:
“Ξέρεις, παιδί μου, ὅταν μοῦ ἔρριξε αὐτή ἡ καλόγρια τό ροῦχο της ἐπάνω μου, αἰσθάνθηκα ὅτι μοῦ ἔφυγε μιά μεγάλη δύναμι ἀπό πάνω μου”»(ΓΠ 38).

66. Ἀναφέρει ὁ π. Ἰωακείμ Καραχρῆστος: «Λίγο πιό πάνω, καθώς ἀνεβαίναμε πρός τίς Καρυές, ἀκούσθηκε ἕνας θόρυβος μέσα ἀπ᾽ τά κλαδιά καί πετάχθηκε ἕνα μουλάρι μέ ἕνα καλόγηρο πάνω. Ἀφηνίασε τό ζῶο, ἴσως ἀπό κάποιο ἀγριογούρουνο, πού πέρασε ἀπό μπροστά του. Ὅρμησε στό δρόμο, καί ὁ μοναχός τραυματίσθηκε σοβαρά στό πρόσωπο ἀπ᾽ τά κλαδιά. Ἔτρεχαν τά αἵματα. Πήγαμε γρήγορα κοντά του —εἶχα κι ἄλλους μαζί μου— τόν βοηθήσαμε νά κατεβῆ ἀπ᾽ τό μουλάρι καί εἴδαμε ὅτι τό μάτι του εἶχε πάθει μεγάλη ζημιά. Ὁ βολβός εἶχε πεταχθῆ ἔξω! Τόν ἔπιασα μέ τά δάκτυλά μου καί τόν ἔβαλα πάλι μέσα. Γέμισε ἡ παλάμη μου αἵματα...
—Γέροντα, τοῦ λέω, ἔλα νά σέ πᾶμε γρήγορα στόν ἀγροτικό γιατρό, γιατί ἔχεις μεγάλη ζημιά στό μάτι σου.
Ἀπαθέστατος, μοῦ λέει:
—Μά, εὐλογημένε, τό σταύρωσα.
Σταύρωσε τό μάτι του· δηλαδή, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω του.
—Γέροντα, τοῦ λέω, καλά ἔκανες. Ἡ θεία χάρι καί ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ εἶναι δεδομένη, ὅμως καί οἱ γιατροί ἀπ᾽ τό Θεό εἶναι. Νά σέ πάω νά σοῦ τό πλύνη τουλάχιστον, νά σοῦ τό καθαρίση.
Ἐκεῖνος ἐπέμεινε:
—Ὄχι, εὐλογημένε. Δέν πιστεύεις;
Ἄρχισε νά μέ ἐλέγχη ὅτι δέν πιστεύω στό θαῦμα.
—Πιστεύω, τοῦ λέω, ἀλλά...
—Δέν ἔχει ἀλλά· μέ κόβει. Τό σταύρωσα, πάει καί τελείωσε.
Ἔφυγε. Ρώτησα ἐκεῖ κάποιον ποιός εἶναι καί, τόν ἑπόμενο χρόνο πού ἦλθα, τόν βρῆκα. Τό μάτι του εἶχε γίνει ἐντελῶς καλά. Τοῦ κάνω τήν ἀφελῆ ἐρώτησι:
—Γέροντα, μέ τό σταύρωμα ἔγινε καλά τό μάτι σου ἤ πῆγες καί στό γιατρό;
—Ἐσύ ἐκεῖ μέ τήν ἀπιστία σου, μοῦ ἀπάντησε! Ἀφοῦ σοῦ εἶπα ὅτι τό σταύρωσα. Τό ἔπλυνα καί μέ λίγο ἁγιασμό κι ἔγινε καλά. Ἔτσι ἔγινε καλά»(ΜΜ 52).

67. «“Κοιτάζει ὁ Θεός τό βουνό καί ἀναλόγως τοῦ βάζει τό χιόνι”. Αὐτή εἶναι ποντιακή παροιμία: “Τερεῖ ὁ Θεός τό ρασίν καί θέκ τό σόν”. Ψηλό βουνό, πολύ χιόνι· χαμηλό βουνό, λίγο χιόνι. Ἔτσι καί στή ζωή. Κοιτάζει ὁ Θεός τήν ἀντοχή μας καί βάζει ἀνάλογο βάρος. Ἀνάλογα βάσανα, ἀνάλογες δυσκολίες, ἀνάλογα ἐμπόδια. Τούς μεγάλους ἁγίους, τούς δυνατούς, τούς φόρτωσε μεγάλους σταυρούς ὁ Θεός. Ἐμᾶς τούς μικρούς καί ἀσήμαντους· μᾶς βάζει δυσκολίες στά μέτρα μας. Κατά τά μέτρα μας, λοιπόν, εἶναι στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός»(ΜΜ 177).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός


<>



«Γιά τό μέγα μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Φιλόσοφο μᾶς πληροφορεῖ ὁ Μέγας Ἀντώνιος. Ζοῦσε, λοιπόν, ὁ Φιλόσοφος κατά τόν 4ο αἰ. στήν ὀνομαστή Ἀλεξάνδρεια καί ἦταν πιστός στό Χριστό. Τό μαρτύριο στό ὁποῖο ὁρίστηκε νά ὑποβληθῆ ὁ ἔνθερμος ὁμολογητής ξεπερνᾶ τή φαντασία: ὁ τότε τύραννος πρόσταξε νά δέσουν τόν Ἅγιο σέ κλίνη, ὅπου μία γυναῖκα ἐλευθέρων ἠθῶν θά τόν παρακινοῦσε μέ κάθε τρόπο πρός αἰσχρή μείξι.
... Ὅμως, ὁ ἀγωνιστής τοῦ Κυρίου βρῆκε τρόπο νά γλυτώση ἀπ᾽ τά δίχτυα τῆς πόρνης. Πρῶτα ἔκλεισε τά μάτια του, γιά νά μή βλέπη, καί ἔπειτα μέ τά δόντια του κατέκοψε τή γλώσσα του. Ὅπως γνωρίζουμε, ἡ τομή —πόσο μάλλον ἡ ἐκτομή— τῆς γλώσας ἀφενός προκαλεῖ ἀφόρητους πόνους, ἀφετέρου τρομερή αἱμορραγία. Μά μέ τόν τρόπο αὐτόν, καί ὀ γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ διεφυλάχθη χάριτι ἀπαθής , ἀλλά καί ἡ γυναῖκα ντροπιασμένη ἦρθε σέ συστολή. Ὁ μάρτυς Φιλόσοφος ἀμέσως μετά ἀποκεφαλίστηκε καί μπῆκε στεφηφόρος στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»(ΑΓ, 39).



<>





«Ὁ Ἅγ. Σώζων καταγόταν ἀπ᾽ τή Λυκαονία τῆς Μ. Ἀσίας καί ἔζησε περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.. Ἦταν βοσκός ἀλλά ἡ φλογερή του πίστι καί ἡ κατά Χριστόν γνώσι τόν ἔκαναν καί διδάσκαλο λογικῶν προβάτων. Κάποτε στήν Πομπηιούπολι τῆς γειτονικῆς Κιλικίας βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα ὁλόχρυσο ἄγαλμα τῆς θεᾶς Ἀρτέμιδος. Συναισθανόμενος ἀφενός τήν πλάνη τῆς λατρείας ἑνός ἀνθρωπίνου κατασκευάσματος καί ἐφετέρου τήν κοινωνική ἀδικία, μπαίνει κρυφά στό ναό τῶν εἰδώλων καί κόβει τό χέρι τοῦ πολύτιμου ἀγάλματος, πουλάει τό χρυσό τόν ὁποῖο περιεῖχε καί μοιράζει τό ἀντίτιμο στούς φτωχούς. Ὁ ἄρχοντας τῆς πόλεως, Μαξιμιανός, μαθαίνοντας τήν... βέβηλη πράξι, στρέφεται ἐναντίον πολλῶν ἀθώων ἀνθρώπων, πού ἐκεῖνος θεωροῦσε ὑπόπτους, τούς συλλαμβάνει καί τούς παραδίδει σέ βασανιστήρια, προκειμένου νά ὁμολογήσουν τό ὑποτιθέμενο κακούργημά τους. Ὁ Σώζων, ὅμως, μόλις ἀντιλήφθηκε τί συμβαίνει, φανερώθηκε καί ὁμολόγησε τόσο τήν πίστι του στό Χριστό ὅσο καί τό τόλμημά του. Ὁ Μαξιμιανός ὐποβάλλει τόν πραγματικό πιά ἔνοχο Χριστιανό σέ φοβερά βασανιστήρια: ὁρίζει νά τοῦ ἀποξέσουν τό δέρμα, νά τοῦ φορέσουν πυρακτωμένα σιδερένια ὑποδήματα, νά τόν μαστιγώσουν ἀνελέητα μέχρι νά γυμνωθοῦν τά κόκκαλά του. Ὁ Ἅγ. Σώζων ὑπέκυψε στίς φρικτές κακώσεις καί ἔτσι στέφθηκε μέ τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Τό νεκρό του σῶμα προσπάθησαν οἱ δήμιοι νά τό ρίξουν στήν πυρά. Θαυματουργικῶς, ὅμως, μιά ραγδαία βροχή ἔσβησε τή φωτιά. Κάποιοι Χριστιανοί μάζεψαν εὐλαβικά τά ἱερά λείψανα καί τά ἐνεταφίασαν, ἐνῶ πάνω ἀπ᾽ τό μνῆμα τοῦ μάρτυρα Σώζοντα λαμποκοποῦσε ἄνωθεν σταλμένο, ὁλόχρυσο τό φῶς τοῦ Κυρίου»(ΑΓ, 44).



<>






«Ὅταν οἱ Πέρσες κατέλαβαν τή Νίσιβη, ὁ Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Σύρος κατέφυγε ὡς πρόσφυγας μαζί μέ ἄλλους συντοπίτες του στήν Ἔδεσσα τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖ βρῆκε καί ἔμεινε σέ κάποια μικρή κατοικία. Ἀπέναντί του, ὅμως, κατοικοῦσε κάποια γυναῖκα ἀναίσχυντη, τῆς ὁποίας τό παράθυρο ἔβλεπε κατ᾽ εὐθεῖαν στό παράθυρο τοῦ ὁσίου. Μία μέρα ὁ Ἅγιος ἔβραζε κάποια χόρτα γιά νά φάη. Ἐκείνη, λοιπόν, ἄνοιξε τό παράθυρο καί τοῦ εἶπε:
—Ἀββᾶ, εὐλόγησον.
Αὐτός μέ διάκρισι τῆς ἀπάντησε ταπεινά:
—Ὁ Κύριος νά σέ εὐλογήση.
Ἐκείνη γέλασε πονηρά καί συνέχισε:
—Μήπως σοῦ λείπει κάποιο φαγητό, γιά νά σοῦ δώσω;
Ἐκεῖνος ἀμέσως κατάλαβε ποῦ τό πήγαινε καί πολύ ἔξυπνα τῆς ἀπάντησε:
—Ναί! Μοῦ λείπουν τρεῖς κοτρῶνες καί λίγος πηλός, γιά νά κλείσω αὐτή τή θυρίδα νά μήν σέ βλέπω καί μέ ἐνοχλεῖς.
Οὔτε τότε ντράπηκε αὐτή ἡ ἀδιάντροπη γυναῖκα, ἀλλά, κάνοντας σχεδόν ἐρωτική ἐξομολόγησι παρακινημένη ἀπ᾽ τόν πονηρό γιά νά πειράξη τό σεμνό καί ἀφιερωμένο Ἅγιο, τοῦ ἀποκρίνεται:
—Ἐγώ σέ χαιρέτησα εὐγενικά, διότι ποθῶ νά κοιμηθῶ μαζί σου, καί σύ ὑπερηφανεύεσαι καί μοῦ λές νά φράξης τό παράθυρο;
Ὅσο ἐκείνη τόν παρακινοῦσε μέ σατανικά λόγια σέ ἄπρεπον ἔρωτα, τόσο ἐκεῖνος τῆς ἀπαντοῦσε μέ ψυχωφελῆ καί σωτήρια λόγια. Τέλος πάντων, βλέποντας ὅτι μυαλό δέν βάζει οὔτε διορθώνεται, τῆς λέει:
—Ἄν ὀρέγεσαι νά κοιμηθοῦμε μαζί, ἄς πᾶμε ὅπου προτείνω ἐγώ.
Ἐκείνη, νομίζοντας ὅτι ὁ Ἅγιος ἐννοοῦσε κάποιο ἀπόμερο κελλί γιά νά μήν τούς δοῦν, χάρηκε:
—Ἄς πᾶμε ὅπου ἐπιθυμεῖς.
Τότε λέει ὁ ὅσιος:
—Πᾶμε καλύτερα στή μέση τῆς πόλεως καί ἐκεῖ ἄς ἁμαρτήσουμε.
—Καί δέν ντρέπεσαι τούς περαστικούς, πού θά μᾶς ἐμπαίξουν;, ἀπαντᾶ ἔκπληκτη ἡ γυναῖκα.
Τότε ὁ πάνσοφος Ἅγιος, πολεμῶντας μέ τά ἴδια της τά ὅπλα, τῆς ἀπεκρίθη:
—Τούς ἀνθρώπους τούς ντρέπεσαι. Μά δέν φοβᾶσαι τό Θεό, καημένη, πού βλέπει ὅλες τίς πράξεις μας, εἴτε φανερές εἴτε κρυφές;
Ἔτσι ἁλιεύθηκε ἡ ψυχή τῆς πόρνης ἐκείνης. Ἡ γυναῖκα συγκινήθηκε, μετανόησε καί ἔζησε ἔκτοτε σάν πάναγνο περιστέρι μέσα στό φωτεινό θέλημα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας»(ΑΓ, 47).

<>





«Ὁ Πέρσης βασιλιᾶς Βασιλίσκος πληροφορήθηκε γιά τή διδασκαλία καί τά θαύματα τοῦ Ἁγ. Μίλου. Τόν κάλεσε, λοιπόν, στό παλάτι καί ἀπαίτησε ἀπ᾽ τόν Ἅγιο νά τιμήση τόν ἥλιο, ὅπως συνήθιζαν ὡς πυρολάτρες οἱ Πέρσες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ὀ Ἅγιος, φυσικά, ἀρνήθηκε καί ὁμολόγησε σέ ποιοῦ τό ὄνομα καί μέ ποιοῦ τή δύναμι διδάσκει καί θεραπεύει. Θυμωμένος ὁ βασιλιάς, ὅρμησε μέ τό ξίφος του ἐναντίον τοῦ Ἁγίου, ἐνῶ συγχρόνως ἀπ᾽ τήν ἄλλη πλευρά μέ τό δικό του ἐγχειρίδιο (μαχαίρι) τοῦ ἐπιτέθηκε καί ὁ ἀδελφός του. Ὅ Ἅγ. Μίλος, πρίν ξεψυχήση, προεῖπε στούς δύο ἀδελφούς ὅτι ἀπό κοινή μάχαιρα θά πεθάνουν.
Πράγματι, τήν ἑπόμενη μέρα ὁ βασιλιᾶς καί ὁ ἀδελφός του πῆγαν γιά κυνήγι ξεχνῶντας τήν πρόρρησι τοῦ Ἁγίου. Κυνηγῶντας καί οἱ δύο τό ἴδιο ἐλάφι, προσπάθησαν νά τό θανατώσουν χτυπῶντας το συγχρόνως ὁ καθένας ἀπ᾽ τήν πλευρά του. Ὅμως,  τό κάθε ὅπλο κατευθύνθηκε καί τραυμάτισε θανάσιμα ὄχι τό θήραμα ἀλλά τόν ἕτερο ἀδελφό. Μέ τό δραματικό αὐτό τρόπο τελείωσε καί αὐτῶν ἡ ἐπίγεια βιοτή. “Πρό συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις”, μᾶς λένε οἱ Παροιμίες τῆς Π. Διαθήκης (16, 18), δηλαδή, πρίν ἀπ᾽ τήν πτώσι ἔρχεται ἡ ἀλαζονεία»(ΑΓ, 68).

<>






«Στήν Ἱ. Μονή τῶν Ἰβήρων εἶχαν προσκαλέσει γιά νά ψάλη στήν Πανηγυρική ἀγρυπνία τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ὡς δεξιός ψάλτης τόν καλλιφωνότατο Ρουμάνο μοναχό Νεκτάριο, ἀποκαλούμενο ἐκ καταγωγῆς καί ὡς “Βλάχο”. Σκασμένος, λοιπόν, ὁ μισόκαλος διάβολος πού θά ὑμνεῖτο μέ δόξα καί λαμπρότητα ἡ Παναγία μας καί ἐκμεταλλευόμενος τό ἔντονο πάθος τῆς ζηλοτυπίας κάποιων κακότροπων ἀμόναχων μοναχῶν, τί τούς ἔσπρωξε νά κάνουν; Πῆγαν λαθραίως καί ἔριξαν δηλητήριο στό ποτήρι τοῦ Βλάχου Νεκταρίου, ἐνόσῳ βρισκόταν στό κεραστικό, πρίν ἀπ᾽ τήν ἔναρξι τῆς ἀκολουθίας. Ἀφοῦ ἐκεῖνος ἤπιε ἀνίδεος τό περιεχόμενο, ἄρχισαν ξάφνου νά τόν ζώνουν οἱ πόνοι. Τότε ἀντιλήφθηκε τήν ἀνθρώπινη κακοβουλία καί τή δυσχερῆ ἐπιθανάτια θέσι στήν ὁποία εἶχε βρεθῆ. Ἀμέσως, λοιπόν, καί μέ ἀκράδαντη πίστι καί ἀφοσίωσι προστρέχει στήν πανίερη εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας καί μέ δάκρυα ἀρχίζει νά παρακαλῆ σάν μικρό παραπονεμένο παιδί τή Θεοτόκο, “Παναγία μου, σῶσε με! Μέ δηλητηρίασαν” ἐνῶ συνάμα πίνει ὅλο τό λάδι ἀπ᾽ τήν κανδήλα τοῦ εἰκονίσματος. Τότε ἡ καλομάννα Παναγία μας, βλέποντας τήν ὀδύνη καί τό κλάμα τοῦ Νεκταρίου, προστρέχει ταχύτατα καί τοῦ χαρίζει τή θεραπεία σέ καταισχύνη τῶν ζηλοφθόνων καί σέ χαρά καί ἄρρητη ἀγαλλίασι τοῦ Βλάχου. Κατόπιν, ὅλο εὐδιαθεσία καί εὐγνωμοσύνη ἀκράτητη ἔψαλε μελωδικά, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, στήν ἀγρυπνία. Ὅπως καί ὁ ἴδιος ὁμολογοῦσε, ποτέ στή ζωή του μετά ἀπό αὐτό τό συγκλονιστικό γεγονός καί τήν ταχεία καί θαυμαστή ἀντίληψι (συνδρομή) τῆς Θεοτόκου δέν εἶχε τέτοια διάθεσι καί καθαρότητα λάρυγγος ὅπως τή βραδιά ἐκείνη»(ΑΓ, 90).

<>






«Ἕνας σύγχρονος Ἅγιος ἀπ᾽ τό μαρτυρικό καί ἀλησμόνητο Πόντο, ὁ ὅσιος Ἰωάννης Τριανταφυλλίδης (13/6, †1903) ὁ πρεσβύτερος (ἱερέας), καταγόταν ἀπό εὐλαβεῖς γονεῖς, τόν Τριαντάφυλλο καί τήν Κυριακή. Ἐπειδή, ὅμως, δέν ὑπῆρχε σχολεῖο στήν πατρίδα του, ἔμαθε ἀπό ἕνα ἐγγράμματο τά κοινά γράμματα σέ ἕξι μῆνες, ὄντας πολύ εὐφυής.
Σέ ἡλικία 14 ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα. Γι᾽ αὐτό, ἀναγκάστηκε πρός ἐξεύρεσι ἐργασίας νά ξενιτευτῆ στά παράλια τοῦ Πόντου, ὅπου ἐργαζόταν τό χειμῶνα σέ ἀρτοποιεῖο καί τό καλοκαίρι στά χωράφια. Σέ ἡλικία 17 ἐτῶν νυμφεύθηκε κάποια σεμνή καί εὐλαβῆ νέα, ὀνόματι Ἑλένη, μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἕνα γυιό καί θυγατέρες.
Κάποιο καλοκαίρι μέ τή σύζυγό του πηγαιναν στό χωριό μέ τά πόδια. Στό δρόμο τούς συνάντησαν τρεῖς ἄγγελοι μέ μορφή ἀνθρώπων. Προπορευόταν ὁ Ἰωάννης. Τόν κοίταξαν προσεκτικά οἱ ἄγγελοι, ἀλλά δέν τοῦ μίλησαν. Μετά συνάντησαν τή σύζυγό του καί ὁ ἕνας τῆς λέει:
—Οἱ χωριανοί σας περιμένουν νά γίνη ἱερέας ὁ Ἰωάννης. Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ δεύτερος τῆς εἶπε:
—Μετά τριάντα χρόνια θά ἀξιωθῆτε νά προσκυνήσετε τούς Ἁγ. Τόπους.
Καί ὁ τρίτος:
—Μετά τήν κοίμησί του ὁ Ἰωάννης θά συναριθμηθῆ μέ τούς Ἁγίους.
Ἡ Ἑλένη ρώτησε μέ ἀπορία:
—Πῶς ἐσεῖς, πού εἶστε ἄνθρωποι, γνωρίζετε τό μέλλον, τί θά γίνη μετά ἀπό τριάντα χρόνια;
Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν:
—Ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄνθρωποι ἀλλά ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ καί ἤρθαμε νά σᾶς προειδοποιήσουμε νά μήν ἀρνηθῆ ὁ Ἰωάννης τό Μυστήριο τῆς Ἱεροσύνης.
Ἐκείνη μέ φόβο καί συγκίνησι ἀπάντησε:
—Ἄς γίνη τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Τό 1870 μ.Χ. σέ ἡλικία 34 ἐτῶν, ὁ Ἰωάννης, προσκληθῆς στό μέγιστο ἀξίωμα τῆς Ἱεροσύνης καί κάνοντας ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ἀγγελική πρόρρησι χειροτονήθηκε ἱερέας.
Ὁ πατήρ, ἀνάμεσα στίς πολλές ἀρετές πού εἶχε, διέθετε καί τό χάρισμα τῆς συμφιλιώσεως τῶν ἄλλων· μποροῦσε μέ τή Χάρι τοῦ Χριστοῦ νά μονοιάζη τούς ἀνθρώπους πού εἶχαν ἔχθρα μεταξύ τους. Ὡς εἰρηνοποιός, λοιπόν, ἔγινε τό “εἰρηνοδικεῖο” τῆς Ἱ. Μητροπόλεως...
Ὅταν, λοιπόν, μεμονωμένα ἄτομα ἤ καί ὁλόκληρα χωριά πήγαιναν στό Μητροπολίτη νά ἐκδικάση τίς διαφορές τους, αὐτός τούς παρέπεμπε στό π. Ἰωάννη λέγοντας:
—Πηγαίνετε σ᾽ ἐκεῖνον. Θά σᾶς συμβιβάση, ἐπειδή εἶναι σοφός, ἔχει γλυκιά γλῶσσα καί Θεία Χάρι.
Καί ὄντως τούς εἰρήνευε. Ἔρχονταν ὡς ἐχθροί ζητῶντας ἐκδίκησι καί ἔφευγαν σάν ἀδελφοί ἀγαπημένοι.
Ὁ π. Ἰωάννης εἶχε ἕνα ἐγγονάκι ἀπ᾽ τή θυγατέρα του, ἡ ὁποία πέθανε καί τό ἄφηνε ὀρφανό. Τό παιδάκι αὐτό κάποια μέρα ἔκανε μία ἀταξία στό σχολεῖο καί ὀ δάσκαλος τό ἔδειρε μέ ραβδί καί μέ κλοτσιές. Μετά ἀπό λίγες μέρες τό ὀρφανό ἐγγονάκι του πέθανε. Ἄλλοι συγγενεῖς καί ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἤθελαν νά ἐκδικηθοῦν τό δάσκαλο καί νά τόν σκοτώσουν. Ὁ π. Ἰωάννης ἔκανε πολλή προσευχή. Στό δικαστήριο ζήτησε καί κατόρθωσε νά εἰρηνεύση τούς ἐπαναστατημένους συγγενεῖς καί νά βγάλη ἀπ᾽ τή φυλακή τό δάσκαλο. Ὡς παπποῦς τοῦ πεθαμένου ὀρφανοῦ πόνεσε, ἀλλά ὡς μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ὡς κήρυκας τῆς ἀγάπης, συγχώρησε καί ἀποφυλάκισε τό δάσκαλο»(ΑΓ, 108).

<>





«Στήν ἀθεοκρατούμενη Ρωσία πρίν ἀπό χρόνια ἕνα παιδί εἶχε δαιμονισθῆ σέ σημεῖο πού, ὅπου καί ἄν βρισκόταν, τά πάντα νά παίρνουμε φωτιά. Δέν εἶχε ἀφήσει ὁ ἐξαποδός οὔτε σαλόνι, οὔτε ψυγεῖο, οὔτε πουλί πετούμενο πού νά μήν τό κάνη στάχτη καί μπούλμπερη.
Ἔτσι, σκέφτηκαν οἱ ταλαίπωροι γονεῖς νά τό βαπτίσουν, μήπως καί φύγει τό δαιμόνιο.
Πράγματι, τό βάπτισαν κρυφά, μά καί πάλι τά ἴδια, ὅλα γινόντουσαν μπουρλότο.
—Μά, πάτερ, δέν ἔκανες καλά τή Βάπτισι; Δέν εἶπες ὅλα τά λόγια;
—Ἐγώ; Καί βέβαια ἔκανα τή Βάπτισι ὅπως πρέπει. Μά μόνο τίς πρῶτες εὐχές, τίς ἐξορκιστικές, δέν διάβασα. Τί τά θές; Ὁλόκληρο Μυστήριο τελέσαμε, θαρρῶ πώς οἱ εὐχές αὐτές εἶναι περιττές.
Σάν τό ἔμαθε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς ἐπαρχίας, μάλωσε τόν ἱερέα καί τόν διέταξε νά διαβάση στό παιδί καί τίς ἐξορκιστικές εὐχές τό γρηγορότερο Ἔτσι, εὐθύς ἀμέσως τά δαιμόνια ἐλάκισαν, ἀφήνοντας ἥσυχο τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ καθώς καί τήν οἰκοσκευή τοῦ σπιτιοῦ του»(ΑΓ, 127).

<>





«Ὁ Ἅγ. Νεομάρτυρας Γεώργιος καταγόταν ἀπ᾽ τήν Κύπρο. Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπ᾽ τήν πατρίδα του, ἔφθασε στήν Πτολεμαΐδα τῆς Παλαιστίνης (σημερινή Ἄκκρα), ὅπου ὑπηρετοῦσε κοντά σέ κάποιον Εὐρωπαῖο πρόξενο. Ἐκεῖ, προσφέροντας τίς ὑπηρεσίες του στόν ἀφέντη του, ἐπισκεπτόταν συχνά τό σπίτι μιᾶς φτωχῆς μωαμεθανῆς, ἡ ὁποία εἶχε μιά νεαρή θυγατέρα, γιά νά ἀγοράση αὐγά. Καί καθώς περνοῦσε ὁ καιρός καί ὁ νέος πήγαινε συχνά ἐκεῖ, ἡ νεαρή κόρη ἔβγαινε καί συνομιλοῦσε μαζί του ἐλεύθερα, ἀκόμα κι ὅταν ἀπουσίαζε ἡ μητέρα της. Τό ἔτος 1752 μ.Χ. κάποιες Τουρκάλες γειτόνισσες, ἐπειδή ὁ Γεώργιος δέν ἀγόραζε αὐγά ἀπό αὐτές, τόν συκοφάντησαν ὅτι εἶχε ἀθέμιτες σχέσεις μέ τήν νεαρή μωαμεθανή καί μέ κραυγές συγκέντρωσαν μπροστά στό σπίτι τῆς μωαμεθανῆς τόν τούρκικο ὄχλο.
Ὁ Γεώργιος, διαμαρτυρόμενος γιά τήν ψευδῆ κατηγορία πού τούς προσῆψαν, ὁδηγήθηκε βίαια στόν ἱεροδικαστή. Μάταια ἐκεῖνος προσπάθησε νά τόν πείση νά γίνη μουσουλμάνος πρός ἀποφυγή τῆς τιμωρίας. Ὁ μάρτυρας, παρά τίς προσπάθειες τοῦ κριτῆ καί τίς κολακεῖες ἤ τίς φοβέρες τοῦ ὄχλου, παρέμεινε ἀμετάθετος στήν πίστι, δηλώνοντας ὅτι Χριστιανός γεννήθηκε καί Χριστιανός θέλει νά πεθάνη.
Τότε ὀ κριτής διέταξε τή θανάτωσί του. Ὁ μάρτυρας Γεώργιος ὀδηγήθηκε σέ κάποιον τόπο κοντά στή θάλασσα. Οἱ δήμιοι ἀνάγνωσαν τήν καταδίκη του σέ θάνατο καί προσπάθησαν πάλι μέ κολακεῖες καί ὑποσχέσεις νά ἐπιτύχουν τόν ἐξισλαμισμό του. Ὁ μάρτυς ὕψωσε τότε τά ἁλυσοδεμένα χέρια του στό οὐρανό καί ἀνεβόησε: “Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τό πνεῦμα μου καί ἀξίωσέ με τῆς Βασιλείας Σου”. Οἱ Τοῦρκοι τόν πυροβόλησαν καί ὁρμῶντας πάνω του διαμέλισαν τό τίμιο λείψανό του διά μαχαίρας. Τότε ἐκεῖ πού ἦταν γαλήνη μεγάλη, τήν ἴδια στιγμή γίνεται ἕνας ἀναβρασμός τῆς θάλασσας μεγάλος, καί παρόλο πού ὁ τόπος ὅπου κειτόταν τό λείψανο τοῦ μάρτυρα ἦταν σέ μεγάλη ἀπόστασι ἀπ᾽ τή θάλασσα, περίπου ἴσης μέ τή βολή ἑνός τουφεκιοῦ καί ἀκόμα πιό μακρυά, ἡ θάλασσα ἔγινε σάν ἕνα θηρίο ἀνήμερο καί βγῆκε ἀπ᾽ τό φυσικό της τόπο καί ἀφοῦ ἦρθε ὥς ἐκεῖ πού βρισκόταν τό ἱερό λείψανο, ἔπλυνε τό μαρτυρικό αἷμα πού ἔτρεχε ἀπό αὐτό καί ἔγινε ὁλόκληρη σάν ἕνας κόκκινος ἀφρός ἀπό κιννάβαρι. Καί καθώς ἀνέβαινε ἀπ᾽ τούς τοίχους τοῦ τζαμιοῦ τῶν ἀγαρηνῶν καί τοῦ κουμερκίου τους, ζητοῦσε νά τά γκρεμίση καί τά δύο μέ τά κύματά της. Βλέποντας αὐτό τό φοβερό θαῦμα οἱ ὀθωμανοί καί φοβούμενοι μήπως καταποντισθῆ ὁλόκληρη ἡ πόλι τους, ἔτρεξαν ἀμέσως καί ἐξανάγκασαν τούς Χριστιανούς νά ἔρθουν καί νά παραλάβουν τό σῶμα τοῦ μάρτυρος. Πράγματι, οἱ Χριστιανοί πῆραν μέ τιμή καί θάρρος τό ἱερό ἐκεῖνο σῶμα καί φέρνοντάς το στήν ἐκκλησία τό ἔθαψαν ἐκεῖ, ὅπου καί σήμερα βρίσκεται, καί ἀμέσως ἡσύχασε ἡ θάλασσα καί εἰρήνευσε πάλι, ἀφοῦ καθάρισε σάν δούλη τό ἁγιότατο αἷμα τοῦ νεομάρτυρα»(ΑΓ, 129).
<>





«Παρόμοιο ἐπίσης καί ἀξιομνημόνευτο γεγονός συνέβη καί μέ τόν ἁγιασμένο Γέροντα Ἰάκωβο Τσαλίκη, ὅταν στά μέσα σχεδόν τῆς δεκαετίας τοῦ 1980 κατέβηκε ἅγιος ἄγγελος γιά νά παραλάβη τήν ψυχή του. Τότε, ὅμως, παρενέβη πάραυτα ὁ ὅσιος Δαυΐδ ὁ ἐν Εὐβοίᾳ, ὁ ὁποῖος παρήγγειλε στόν ἄγγελο νά ἀναβάλη τούτη τή μετάβασι “ἄχρι καιροῦ”, δηλαδή γιά ὕστερα, σέ μετέπειτα χρόνο. Γιά νά μή φύγη, ὅμως, ὁ ἄγγελος ἄπρακτος καί μέ ἀδειανά τά χέρια πρός τίς οὐράνιες ἀψίδες, παρέλαβε ἀπ᾽ τό μοναστήρι τήν ψυχή μιᾶς γιαγιᾶς προσκυνήτριας πού καθόταν στή βρύση τῆς μονῆς. Τί μεγάλη εὐλογία μιά τέτοια μετάβασι πρός τά αἰώνια, ἐπάνω στά φωτεινά καί γλυκάζοντα χέρια ἑνός ψυχοπομποῦ ἀγγέλου»(ΑΓ, 155).

<>






-Συνομιλήτρια: Δηλαδή Γέροντα, γίνονται πολλά πίσω, που δεν τα πιάνουμε;
-Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ της Αριζόνας: Βεβαίως.
Γι’ αυτό πρέπει από παντού να προσέχουμε.
Προσοχή μεγάλη.
Θα περάσουμε δικαστήριο φοβερό.
-Συνομιλήτρια: Η κόλαση πως είναι;
-Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ: Πως είναι;
Φρίκη, φρίκη. Ούτε πουλάκι να μην πάει εκεί.
Όπως πνίγονται οι άνθρωποι στη θάλασσα, έτσι πνίγονται στα βάσανα της κόλασης, συντροφιά με τους δαίμονες.
Να προσευχόμαστε για τους νεκρούς.
Είναι μεγάλη ελεημοσύνη.
Η μητέρα μου ήτανε πολύ ενάρετη γυναίκα.
Στα λόγια της στήριζα την παιδική μου ζωή.
Πριν πεθάνει ήτανε δύο χρόνια κατάκοιτη και έλεγε:
«Πάτερ πες τον Θεό να με πάρει. Κουράστηκα».
Αλλά πριν φύγει έδωσε μάχη.
-Συνομιλήτρια: Μάχη με ποιους;
- Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ: Τους δαίμονες.
-Συνομιλήτρια: Τους βλέπατε;
-Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ: Ναι, όπως βλέπω τους ανθρώπους.
-Συνομιλήτρια: Ο Αρχάγγελος δεν την βοηθούσε;
Γέροντας ΕΦΡΑΙΜ: Ήτανε πίσω από τη πλάτη της.
Είχε υποχωρήσει.
Να πολεμήσει μόνη της, να στεφανωθεί..
Άγιος Γέροντας Εφραιμ Αριζόνας +


<>




Ναταλία Νικολάου: «Ὁ παπποῦς μου Βασίλειος ἦταν Ἕλληνας ἐξόριστος στά χρόνια τῶν διωγμῶν. Τό ἐπάγγελμά του ἦταν ἀνθρακωρύχος. Κατοικοῦσε στήν πόλι Κούσμπας στό νότιο μέρος τῆς δυτικῆς Σιβηρίας, στή βιομηχανική ζώνη τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως.
Τό 1970, ὅταν ἦταν ἡ βάρδια τοῦ παπποῦ στό ἀνθρακωρυχεῖο τοῦ ἄνθρακα (κάρβουνου) πού ἐργαζόταν, ἔγινε ἰσχυρή ἔκρηξι ἀερίου στούς διαδρόμους πού ἄνοιγαν οἱ ἐργάτες στά στρώματα τοῦ ἄνθρακα, μέ ἀποτέλεσμα νά κλείσουν ὅλοι οἱ διάδρομοι ἀπ᾽ τούς ὄγκους τοῦ ἄνθρακα πού κατέρρευσαν καί νά ἐγκλωβισθῆ βαθιά ὅλη ἡ ὁμάδα.
Ὁ παπποῦς μου ἦταν κρυπτοχριστιανος καί, ὅπως μᾶς ἔλεγε, “ἀκούμπησα τήν καρδιά μου στό Θεό καί τήν Παναγία μας καί μ᾽ ὅση δύναμι εἶχα παρακαλοῦσα γιά τή σωτηρία μας”.
—Παιδιά, ἔλεγε στούς ἐργάτες, ἄν περιμένουμε νά μᾶς βροῦν σκάβοντας, θά χρειασθῆ περίπου ἕνας μῆνας. Θά πεθάνουμε. Προτείνω νά ἀρχίσουμε ἐμεῖς νά σκάβουμε.
—Βασίλη, ἀπό ποῦ νά ἀρχίσουμε;
—Δέν γνωρίζω.
Καί τότε τήν ἀμηχανία μας ἔλυσε ἀπροσδόκητα μιά ἐμφάνισι. Ὁ Ντρουζώκ, ἕνας μικρούλης ἀρουραῖος.
Κάποτε κατέστρεψα, χωρίς νά τό θέλω, μᾶς διηγήθηκε ὁ παπποῦς, μιά φωλιά ἀρουραίων, μητέρα καί 6 μικρά. Ἕνας μικρούλης ἀρουραῖος, βαρειά τραυματισμένος, ἐπιβίωσε καί τόν φρόντισα, δίνοντάς του γάλα καί ψωμί. Ἀπό τότε γίναμε φίλοι.
Ἡ τελευταία, ὅμως, ἐμφάνισί του ἦταν πολύ παράξενη. Ἦλθε δίπλα μας καί ξαφνικά ἀπομακρύνθηκε τρέχοντας. Ἐμφανίσθηκε πάλι καί ξανάφυγε. Αὐτό ἐπαναλήφθηκε μερικές φορές. Τί ἤθελε νά μᾶς πῆ ὁ Ντρουζώκ; Μήπως νά τόν ἀκολουθήσουμε; Σκεφθήκαμε ὅτι καλύτερα εἶναι νά κινηθοῦμε, παρά νά περιμένουμε ἕνα σίγουρο θάνατο, ἀφοῦ τό μόνο πού εἶχε ὁ καθένας μας ἦταν ἕνα μπουκαλάκι νερό κι ἕνα σάντουιτς.
Ἀποφασίσαμε νά ἀκολουθήσουμε τό μικρό ζῶο. Μᾶς ὁδήγησε σ᾽ ἕνα πολύ χαμηλό καί στενό διάδρομο. Μπροστά ὁ Ντρουζώκ, πίσω ἐμεῖς, ἕνας-ἕνας μέ τήν κοιλιά. Πέρασαν κάποιες ὧρες, ὅταν ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά σ᾽ ἕνα συμπαγή τοῖχο ἀπό κάρβουνο.
Λάθος ἔκανε ὁ Ντρουζώκ, σκεφθήκαμε καί ἀποφασίσαμε νά γυρίσουμε πίσω. Μόλις κινηθήκαμε, τό ζῶο μέ τά μικρά του δόντια μοῦ ἅρπαξε τό παντελόνι, συνεχίζει ὁ παπποῦς, σάν νά μᾶς ἔλεγε “μή φύγετε”. Τότε ἕνας ἐργάτης ἄρχισε νά κτυπάη τόν τοῖχο. Ὁ Ντρουζώκ ἡσύχασε, πλησίασε τόν τοῖχο, σάν νά ἤθελε μέ τά μικρά του πόδια νά τόν σπρώξη κι αὐτός. Δουλεύαμε δύο-δύο, ἐναλλάξ. Τό μικρό ζῶο δίπλα μας. Ἔτσι ἐργασθήκαμε πέντε 24ωρα. Κάι τό θαῦμα ἔγινε. Βρεθήκαμε σέ μιά τρύπα πρός τά πάνω. Σωθήκαμε ὅλοι, καί τά 25 ἄτομα. Οἱ οἰκογένειές μας μᾶς περίμεναν μέ ἀγωνία, ἀφοῦ ἤμασταν οἱ μόνοι προστάτες τους.
Μαζί μας καί ὀ μικρός φίλος μας, ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε τό δικό του σπιτάκι στόν κῆπο μας καί κατοικοῦσε μαζί μας σάν κατοικίδιο ζῶο. Ὅλοι μας ἀπορούσαμε:
—Πῶς ἀντέξατε, παπποῦ, νηστικοί, διψασμένοι, κατάκοποι τόσες ἡμέρες;
—Ὁ Θεός, παιδιά μου, ἔβαλε στήν καρδιά μας ἕνα θησαυρό, τόσο μεγάλο, τόσο πολύτιμο! Δέν δουλεύαμε γιά νά σωθοῦμε ἐμεῖς, ὁ καθένας μας δηλαδή, ἀλλά νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι· ἐμεῖς ἄς πεθαίναμε. Τό ὄνομα τοῦ θησαυροῦ; Ἀγάπη»(περ. Ἡ Δράση μας, τεῦχ. 611, 308).


<>



«Μιά κοπέλλα μισοῦσε τόν ἑαυτό της πού ἦταν τυφλή. Μισοῦσε τόν καθένα, ἐκτός ἀπ᾽ τόν ἀγαπημένο της. Αὐτός ἦταν πάντα ἐκεῖ γι᾽ αὐτή. Τήν ἀγαποῦσε πολύ καί ἦταν πάντα δίπλα της. Τοῦ εἶχε πεῖ ὅτι ἄν μποροῦσε νά δῆ τόν κόσμο, τότε θά τόν παντρευόταν! Μιά μέρα κάποιος τῆς δώρισε δύο μάτια καί τότε μπόρεσε νά δῆ τόν κόσμο πού τόσο πολύ ἤθελε. Εἶδε καί τόν ἀγαπημένο της. Ἐκεῖνος τή ρώτησε γεμάτος χαρά:
—Τώρα πού μπορῆς νά δῆς τόν κόσμο, θά μέ παντρευτῆς;
Ἡ κοπέλλα, ὅμως, ἔκπληκτη εἶδε, ὅτι ὁ ἀγαπημένος της ἦταν κι αὐτός τυφλός καί σοκαρισμένη ἀπό αὐτό, ἀρνήθηκε νά τόν παντρευτῆ. Τό ἀγόρι ἔφυγε δακρυσμένο καί μέ πόνο ἀργότερα τῆς ἔστειλε ἕνα γράμμα πού ἔγραφε:
—Ἁπλά σέ παρακαλῶ, νά προσέχης τά μάτια μου...!!!»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



«Χθές τό βράδυ, ἐπισκέφθηκα μ᾽ ἕνα φίλο κάποιον μοναχό, στό Μοναστήρι του. Ἤμασταν χαρούμενοι γιά τή συνάντησι καί οἱ τρεῖς. Κάναμε τόν Ἐσπερινό καί μετά καθήσαμε στήν ἁπλή τραπεζαρία του γιά τσάι. Τότε ὁ μοναχός μᾶς ἀφηγήθηκε τήν ἑξῆς ἱστορία: Πρίν ἀπό χρόνια, ὑπῆρχε ἀνομβρία στήν περιοχή τῆς Χαλκίδος καί ὁ Ἐπίσκοπος ἀποφάσισε νά κάνουν δέησι στό Θεό, γιά νά πάψη τό κακό. Κάποια στιγμή, ἀφοῦ διάβασαν οἱ ἱερεῖς τίς εὐχές, ἕνας ἀπό αὐτούς ἀπευθύνθηκε στόν παπά πού εἶχε τή φήμη σαλοῦ.
—Πές κι ἐσύ μιά εὐχή, τοῦ εἶπε χωρίς νά πιστεύη πώς κάτι θά γινόταν μέ τόν ἱδιόρυθμο ρασοφόρο.
—Νά ᾽ναι εὐλογημένο, ἔκανε ὑπάκοή ὁ ἄνθρωπος, πλησίασε στήν εἰκόνα τοῦ Τ. Προδρόμου, ἔσκυψε μπροστά στόν εἰκονιζόμενο καί τοῦ εἶπε:
—Βλάμη, μπουμπούνα το!
Ἀμέσως τότε ἀκούστηκε ἀπ᾽ τά βουνά μιά μεγάλη βροντή κι ἔπειτα ἀπό λίγο ξεκίνησε νά βρέχη»(ΜΛ, 184).

<>




«Συνέβη, ὅμως, κατά τό Θεῖο Βάπτισμα [τοῦ Ἰωάννη, τοῦ μετέπειτα Γέροντος Θεοδοσίου τῆς Βηθανίας (+1991)], τό ἑξῆς θαυμαστό γεγονός: Ὅταν ὁ ἱερουργός τοῦ Μυστηρίου τοῦ Θείου Βαπτίσματος π. Δημήτριος πῆρε νά χύση τό εὐλογημένο λάδι στήν Ἀγία Κολυμβύθρα, τό λάδι, ἀφοῦ ἀρχικά ἑνώθηκε μέ τό ἁγιασμένο νερό, σχημάτισε παραστατικά τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στό ἁγιασμένο νερό. Ὅλοι τότε θαύμασαν τοῦτο τό παράδοξο γεγονός.
Τί ἄραγε νά σημαίνει αὐτό;
Τήν ἀπορία τήν ἔλυσε ὁ π. Δημήτριος ὅταν, μετά τή βάπτισι τοῦ Ἰωάννη, ἐναπέθεσε τό νεοφώτιστο στή νονά του, ἡ ὁποία τόν περίμενε μέ τό κατάλευκο σεντόνι πού κρατοῦσε ἁπλωμένο στά χέρια της. Εἶδαν τότε στή νονά του, ἡ ὁποία τόν περίμενε μέ τό κατάλευκο σεντόνι πού κρατοῦσε ἁπλωμένο στά χέρια της. Εἶδαν τότε ὅλοι τό ἴδιο σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ σχηματισμένο στήν πλάτη τοῦ νεοφώτιστου. Ὁ π. Δημήτριος, πού εἶχε τήν τιμή νά βαπτίση τό χαριτωμένο αὐτό βρέφος, δέν εἶχε πιά καμμιά ἀμφιβολία γιά τή σημασία αὐτοῦ τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος.
Καί εἶπε στή νονά:
“Καλότυχη σύ, γιατί τό παιδί αὐτό τό ὁποῖο κρατᾶς στήν ἀγκαλιά σου θά γίνη ἱερέας”.
Καί ἦταν ἡ πρόρρησι αὐτή τοῦ εὐσεβεστάτου ἱερέα ἀληθινή»(ΓΒ, 18).

<>






«Τήν ἄσκησι αὐτή τῆς ἐλεημοσύνης τήν γνώριζαν οἱ ἀδελφές τῆς Μονῆς καί συνέβαλλαν κι αὐτές. Ὡστόσο ὑπῆρχαν καί φορές πού δέν τή γνώριζαν. Ἦταν τότε πού ὁ Γέροντας Θεοδόσιος τῆς Βηθανίας (+1991) πίστευε ὅτι οἱ ἀδελφές θά τοῦ ἔφερναν ἀντίρρησι καί θά τοῦ στέκονταν ἐμπόδιο. Ἔτσι, ἀναφέρουν οἱ ἴδιες οἱ ἀδελφές, ὅταν ὁ Γέροντας εἶχε αὐτή τή σκέψι, ἀσκοῦσε τήν ἐλεημοσύνη κρυφά. Μάλιστα μιά φορά ἀδελφή τῆς Μονῆς ἐντόπισε μέσα στή ντουλάπα του ἕνα μικρό δοχεῖο λάδι, τό ὁποῖο τήν ἑπόμενη ἡμέρα, κρατώντας το μέσα στό ράσο του ὁ Γέροντας, τό πῆρε καί τό ἔδωσε ἐλεημοσύνη σέ φτωχή οἰκογένεια τῆς Βηθανίας»(ΓΒ, 183).

<>





«Τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Νεαπόλεως καί Σαμαρείας κ.κ. Ἀμβροσίου.
“... Ἕνα ἀπ᾽ τά θαύματα ἔγινε σέ ἐμένα προσωπικά, ὡς ἑξῆς: ... Ἐπισκέφθηκα τόν προσωπικό μου ἰατρό, ὁ ὁποῖος μοῦ συνέστησε νά κάνω ἰατρικές ἐξετάσεις καί ὑπέρηχο. Ἡ διάγνωσι ἦταν ὅτι εἶχα προστάτη σέ προχωρημένη κατάστασι. Ἦταν ἡμέρα Τρίτη, ὅταν πῆρα τά ἀποτελέσματα. Φυσικά ἤμουν πολύ στενοχωρημένος. Μοῦ ἔκλεισαν ραντεβοῦ γιά τήν ἐρχόμενη Δευτέρα νά κάνω κάτι συμπληρωματικές ἐξετάσεις καί νά μπῶ δι᾽ ἐγχείρισι.
Τήν Πέμπτη μέ κάλεσαν νά πάω γιά λειτουργία στή Βηθανία, διότι δέν εἶχαν ἱερέα. Βέβαια, στό μεταξύ παρακαλοῦσα στόν Πανάγιο Τάφο νά μέ ἀπαλλάξη ἀπό αὐτή τήν ταλαιπωρία, ἰδιαιτέρως κατά τή λειτουργία ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Προσευχόμουν καί στήν Παναγία καί στούς ἄλλους Ἁγίους. Ξεχωριστά παρακάλεσα τόν π. Θεοδόσιο τῆς Βηθανίας νά πρεσβεύη γιά τό αἴτημά μου πρός τόν Κύριο. Κατά τό διάστημα τῆς Θ. Λειτουργίας ἱδρώνω πάρα πολύ, ὥστε νά μουσκέψη ἀκόμη καί τό ἀντερί μου. Ἔτσι ἔγινε καί ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ἐξήλθαμε ἀπ᾽ τόν Ναό καί καθήσαμε ἀπέναντι ἀπ᾽ τόν τάφο τοῦ π. Θεοδοσίου νά πάρουμε πρωϊνό. Βλέποντάς με ἔτσι μουσκεμένο οἱ μοναχές μοῦ εἴπανε:
—Σεβασμιώτατε, βγάλτε τό πουκάμισό σας καί τό ἀντερί νά τά πλένουμε, διότι ἔτσι θά κρυώσετε.
Τούς εἶπα:
—Δέν ἔχω ἄλλα νά φορέσω.
Ἡ ἀπάντησι ἦταν:
—Θά σᾶς δώσουμε νά φορέσετε τοῦ Γέροντα, μέχρι νά στεγνώσουν τά δικά σας.
Χάρηκα ἰδιαιτέρως καί ἔκανα ὅ,τι μοῦ εἶπαν.
Μετά τό πρωϊνό, κι ἐνῶ εἶχα φορέσει τό ἀντερί τοῦ Γέροντα, πλησίασα τόν τάφο του καί τόν προσκύνησα. Ἀκριβῶς ἐκείνη τήν ὥρα αἰσθάνθηκα ὅτι μέσα στά σπλάχνα μου, σάν νά εἶχα μία φιάλη γεμάτη νερό, πού —ὅταν ἀνοίξουν ἀπό κάτω τήν κάνουλα— τό νερό τρέχει πρός τά κάτω. Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἔφθασε αὐτή ἡ κίνησι κάτω ἀπ᾽ τά γόνατά μου καί σταμάτησε ἀμέσως. Κατάλαβα ὅτι ὁ Γέροντας ἐπενέβη δραστικά μέ τήν προσευχή του στό Θεό. Δέν εἶπα σέ κανένα τίποτε. Περίμενα, ὅμως, ἐναγωνίως νά πάω στό γιατρό, νά κάνω τήν ἐξέτασι καί νά πάρω τήν ἀπάντησι, πού ἦταν ἡ ἑξῆς:
—Πάτερ μου, δέν ὑπάρχει προστάτης. Ἐξελίσσεται φυσιολογικά γιά τήν ἡλικία σας. Πηγαίνετε νά κάνετε τό ταξίδι στήν πατρίδα σας καί καλή διαμονή.
Ἔτσι ἀπηλλάγην”»(ΓΒ, 217).

<>






«Ἕνας ἐρημίτης, βρῆκε καταφύγιο στό βουνό γιά νά διαλογιστῆ καί νά προσευχηθῆ.
Τόν ἔβλεπαν συχνά πολύ ἀπασχολημένο.
Μιά μέρα, κάποιος τόν ρώτησε:
—Πῶς γίνεται νά ἔχης τόση δουλειά ἀφοῦ ζῆς στή μοναξιά;
Ὁ ἐρημίτης ἀπάντησε:
—Ἔχω ἀρκετά πράγματα νά κάνω.Ἐκπαιδεύω δύο γεράκια, ἐκπαιδεύω δύο ἀετούς, ἠρεμῶ δύο κουνέλια, πειθαρχῶ ἕνα φίδι, παρακινῶ ἕνα γάιδαρο καί δαμάζω ἕνα λιοντάρι.
—Μά δέν βλέπω κανένα ζώο ἐδῶ γύρω, πού εἶναι;
Ὁ ἐρημίτης ἀπάντησε:
—Αὐτά τά ζῶα τά κουβαλάμε ὅλα, ὅλοι, μέσα μας. Τά δύο γεράκια, ρίχνουν τόν ἑαυτό τους πάνω ἀπό ὅ,τι τούς παρουσιάζεται, καλό ἤ κακό, πρέπει νά τούς ἐκπαιδεύσω νά ρίξουν τόν ἑαυτό τους σέ καλά πράγματα: Εἶναι τά μάτια μου.
Οἱ δύο ἀετοί μέ τά νύχια τούς πονᾶνε καί καταστρέφουν, πρέπει νά τούς ἐκπαιδεύσω νά τεθοῦν σέ ὑπηρεσία καί νά βοηθήσουν χωρίς νά βλάψουν: Εἶναι τά χέρια μου.
Τα κουνέλια θέλουν νά πᾶνε ὅπου θέλουν, θέλουν νά ἀποφύγουν δύσκολες καταστάσεις, πρέπει νά τούς μάθω νά εἶναι ἤρεμα ἀκόμα καί ἄν ὑπάρχουν βάσανα, προβλήματα ἤ οτιδήποτε δέν μοῦ ἀρέσει: Εἶναι τά πόδια μου.
Τό πιό δύσκολο πράγμα εἶναι νά παρακολουθῆς τό φίδι, εἶναι κλειδωμένο σ᾽ ἕνα δυνατό κλουβί, ἀλλά εἶναι πάντα ἕτοιμο νά ἐπιτεθῆ, νά δαγκώση καί νά τοποθετήση τό δηλητήριό του σέ ὅποιον εἶναι κοντά, ὁπότε πρέπει νά τό πειθαρχήσω: Είναι ἡ γλῶσσα μου.
Ὁ γάιδαρος εἶναι πεισματάρης, δέν θέλει νά κάνη τό καθήκον του, εἶναι πάντα κουρασμένος καί ἀρνεῖται νά κουβαλήση τό βάρος του: Εἶναι τό σῶμα μου. 
Καί τέλος, πρέπει νά δαμάσω τό λιοντάρι, θέλει νά γίνη ὁ βασιλιάς, εἶναι ψηλά καί πάντα θέλει νά εἶναι ὁ πρῶτος, εἶναι ματαιόδοξος, εἶναι περήφανος, νομίζει ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος: Εἶναι ὁ ἐγωϊσμός μου.
Ὅπως βλέπεις, ἔχω νά κάνω»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελείς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).


<>





«Ὁ παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης ἔλεγε στόν π. Εὐάγγελο Παπανικολάου, καί πρίν καί μετά τήν χειροτονία τοῦ π. Εὐαγγέλου:
“Η δουλειά τοῦ παπᾶ εἶναι νά διαβάζη ὀνόματα, χιλιάδες ὀνόματα, εἰδικά τῶν κεκοιμημένων.
Οἱ ζωντανοί ὅλο καί κάποιον θά βροῦν νά τοῦ ποῦν τόν πόνο τους, ὅλο καί κάποιος θά τούς στηρίξη ἔστω λίγο.
Στήν ἄλλη ζωή ὄλοι εἶναι ἐν μετανοίᾳ, ἀλλά δέν μπορούν οἱ ἴδιοι νά κάνουν τίποτε.
Δουλειά τοῦ παπᾶ, εἶναι νά μνημονεύη ὀνόματα κεκοιμημένων στήν Προσκομιδή”.
“Μια φορά”, ἔλεγε ὁ παπά-Ἐφραίμ, “κοιμήθηκε ἕνα καλογέρι μου.
Εἶδα κατόπιν ὄτι τό καλογέρι δέν εἶχε πάει σέ καλό μέρος...
Ἔκανα, λοιπόν, μεγάλη προσευχή γιά τήν ψυχή τοῦ καλογεριοῦ μου.
Τό βράδυ ἐμφανίζεται ὁ Χριστός καί μοῦ λέει:
—Σταμάτα νά προσεύχεσαι γιά τό καλογέρι σου, γιατί αὐτός ἔχει τελειώσει.
Ὁ παπα-Ἐφραίμ, τίποτε.
Συνέχιζε ἀκάθεκτος τίς προσευχές καί τά κομποσχοίνια καί τή μνημόνευσι τοῦ καλογεριοῦ τοῦ στήν Προσκομιδή.
Τοῦ ἐμφανίζεται ξανά ὁ Χριστός μας καί τοῦ λέει:
—Σέ παρακαλῶ, σταμάτα νά τόν μνημονεύης. Αὐτός δέν θά ἀλλάξη μέρος.
Ὁ παπα-Ἐφραίμ συνέχιζε τήν προσευχή γιά τό καλογέρι, τοῦ ὀποίου ἡ ψυχή δέν εἶχε πάει στόν Παράδεισο.
Ἔρχεται ὁ Χριστός μας γιά τρίτη φορά στόν παπα-Εφραίμ καί τοῦ λέει:
—Σ᾽ ἀγαπῶ, γιατί μοῦ μοιάζεις! Τό καλογέρι σοῦ δέν ἀξίζει ὅ,τι ζητᾶς, ἀλλά θά γίνη, ἐπειδή μοῦ μοιάζεις!”(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/12/blog-post_59.html).




<>




«Λίγο πρίν ἀπ᾽ τό Πάσχα, ἔφτασε ἡ ὥρα νά διδάξη τό 6ο κεφάλαιο, τῆς ἀναπαραγωγῆς. 
Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα ἔπρεπε νά ἐπεξεργαστοῦν σέ ὀμάδες τή σχετική δραστηριότητα ἀπ᾽ τό Τετράδιο Ἐργασιῶν, ἀλλά ἐκεῖνος ἦταν παντελῶς ἀπροετοίμαστος. 
Εἶχε γράψει τρία διαφορετικά σχέδια μαθήματος καί τά ἀπέρριψε ὄλα. 
Μπῆκε στήν τάξι μέ τήν ἀγωνία ἑνός νεοδιόριστου καί τή λαχτάρα τοῦ γονιοῦ ἀπέναντι στίς δεκαεπτά ψυχοῦλες πού εἶχε μπροστά του.
—Παιδιά μου, εἶπε διστακτικά, ἔχετε ἀκούσει φαντάζομαι γιά τήν ἔκτρωσι ἤ ἄμβλωσι. Ξέρει κάποιος νά μᾶς πῆ τί ἀκριβῶς γίνεται;
Καμμιά δεκαριά χέρια σηκώθηκαν. 
Εἰπώθηκαν πολλά. 
Τό θέμα εἶχε τραβήξει τό ἐνδιαφέρον τῶν μαθητῶν. Ἄλλοι σχολίαζαν δυνατά, ἄλλοι περίμεναν ὑπομονετικά νά τούς δώση τό λόγο κι ἄλλοι κουβέντιαζαν σιγά.
—Γιατί ἄραγε οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν στήν ἄμβλωσι;, τούς εἶπε. 
Χωρίς νά περιμένη ἀπάντησι, συνέχισε τά ἐρωτήματα.
—Εἶναι ἡ μόνη λύσι στά ἀδιέξοδα πού προκύπτουν; Τα ἄρρωστα παιδιά ἔχουν δικαίωμα νά ζήσουν; Ἄν ἡ μητέρα τοῦ Μπετόβεν ἐπέλεγε τήν ἄμβλωσι ὠς τή μόνη λύσι, τί θά ἔχανε ἡ ἀνθρωπότητα;
Σέ λίγη ὥρα ἡ συζήτησι εἶχε ἀνάψει γιά τά καλά καί τό σχέδιο μαθήματος εἶχε πάει περίπατο. 
Χωρίς νά τό πολυκαταλάβη, μπῆκε καί σ᾽ ἄλλα χωράφια. 
Τούς μίλησε γιά τήν ἱερή στιγμή τῆς συλλήψεως καί τότε βρῆκε τήν εὐκαιρία γιά νά ἐξηγήση στά παιδιά πού τόν ἄκουγαν ἀμίλητα, πώς κάποια πράγματα πού ὁ κόσμος θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀντισύλληψι, κάθε ἄλλο παρά ἀντισύλληψι εἶναι.
Τό κουδούνι χτύπησε γιά διάλειμμα, ἀλλά κανένας μαθητής δέν κουνήθηκε. 
Ἡ συζήτησι συνεχίστηκε. 
Τούς μίλησε καί γιά τό Σύλλογο πού συμπαραστέκεται στά κορίτσια πού ἔχουν ἀνεπιθύμητη ἐγκυμοσύνη. 
Εἶπαν πολλά. 
Οἱ μαθητές τόν διέκοπταν συνέχεια μέ ἐρωτήσεις καί ἀπορίες. 
Μόνο ὅταν μπῆκε ὁ φιλόλογος γιά τήν ἑπόμενη διδακτική ὥρα συνειδητοποίησαν ὄτι ἔπρεπε νά σταματήσουν.
Τήν ἄλλη χρονιά δέν δίδαξε Βιολογία. 
Τήν ζήτησε ἄλλος συνάδελφος. 
Τό ἴδιο ἔγινε καί τίς ἑπόμενες χρονιές. 
Κάποιο ἀπό τά ἑπόμενα καλοκαίρια μετά τήν ἐπιστροφή ἀπ᾽ τίς διακοπές, παραξενεύτηκε ὅταν βρῆκε ἑπτά μηνύματα στόν τηλεφωνητή. 
—Κύριε, ἡ Κατερίνα Δ. εἶμαι. Μέ θυμᾶστε; Μᾶς κάνατε Βιολογία στήν Α´ Γυμνασίου. Σᾶς παρακαλῶ πᾶρτε με τηλέφωνο στό 210... Εἶναι ἀνάγκη.
Ἄκουσε καί τά ὑπόλοιπα μηνύματα, ὅλα σχεδόν μέ τό ἴδιο περιεχόμενο καί ὅλα ἀπ᾽ τήν Κατερίνα.
“Τι νά τῆς συμβαίνει ἄραγε;”, σκεφτόταν ὅση ὥρα πληκτρολογοῦσε τόν ἀριθμό. 
Ἔμεινε ἄφωνος μέ τά νέα πού ἔμαθε ἀπ᾽ τήν Κατερίνα. 
Ἡ Ἐβελίνα, ἕνα ὄμορφο καί ζωηρό κορίτσι ἀπ᾽ τήν τάξι τους εἶχε δεσμό μέ τό Διαμαντή, ἕνα ἀγόρι ἀρκετά μεγαλύτερο, πού ἦταν φαντάρος. 
Ὅταν ἡ Ἐβελίνα κατάλαβε πώς κυοφοροῦσε τό παιδί τους καί τό ἐκμυστηρεύτηκε στή μητέρα της, ἐκείνη τήν ἔδιωξε ἀπό τό σπίτι. 
Τή μάζεψε εὐτυχῶς ἡ μητέρα τοῦ ἀγοριοῦ. 
Ἔπρεπε, ὅμως, νά ἀποφασίσουν τί θά γίνη ἀπό κεῖ καί πέρα. 
Ἡ μητέρα τοῦ Διαμαντῆ συμπαθοῦσε πολύ τήν Ἐβελίνα. 
Τούς πρότεινε νά παντρευτοῦν καί τούς ὑποσχέθηκε ὄτι θά ἔμεναν σπίτι της ὄσο καιρό χρειαζόταν. 
Δέν ἤθελε ἐπ᾽ ὀυδενί νά διακόψουν τήν κύησι. 
Ἡ Ἐβελίνα, ὄμως, ἦταν 17 ἐτῶν, δηλαδή ἀνήλικη. 
Καί δέν μποροῦσε νά παντρευτῆ. 
Ἐπιπλέον τά οἰκονομικά τῆς οἰκογένειας τοῦ Διαμαντῆ ἦταν δύσκολα.
Τότε ἡ Κατερίνα θυμήθηκε τό μάθημα τῆς Βιολογίας πού ἔκαναν στήν Α´ Γυμνασίου καί τό Σύλλογο πού τούς εἶχε πει ὁ καθηγητής τους. 
Ἔψαξαν νά τόν βροῦν στό τηλέφωνο. Ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἀπαντοῦσε. 
Χωρίς νά χάσουν καιρό, ἀναζήτησαν πληροφορίες στό internet, στήν ἀρχή στά τυφλά καί χωρίς ἐλπίδα. Τελικά τά κατάφεραν. 
Ἐπισκέφθηκαν μαζί μέ τήν Ἐβελίνα τό Σύλλογο. 
Ἡ κοπέλλα πού τούς ὑποδέχθηκε, χειρίστηκε τό θέμα μέ πολλή σύνεσι καί λεπτότητα. 
Ἡ μητέρα τῆς Ἐβελίνας, ὄμως, ἦταν ἀνένδοτη. Τότε μπῆκε σέ ἐφαρμογή τό plan B. 
Ὁ εἰσαγγελέας ἀνηλίκων ἔδωσε, ἀντί τῶν γονέων, τήν συγκατάθεσι γιά νά γίνη ὁ γάμος. 
Κουμπάροι ἦταν ὅλη ἡ τάξι! 
Καί ἐκλεκτός προσκεκλημένος ὁ καθηγητής τῆς Βιολογίας στό Γυμνάσιο.
Ἀνόρεχτα ἄνοιξε τόν ὑπολογιστή του ὁ συνταξιοῦχος καθηγητής τῶν Φυσικῶν ἐπιστημῶν γιά νά διαβάση καμμιά εἶδησι. 
Ὕστερα ἀπό κάμποση ὥρα μπῆκε στό facebook. 
Ἔχει καιρό τώρα πού ἄνοιξε λογαριασμό. 
Ἡ γυναῖκα του τόν κοροϊδεύει. 
—Μόνο τά πιτσιρίκια ἔχουνε facebook. 
—Καί ὅσοι αἰσθάνονται ἀκόμα πιτσιρίκια, τῆς ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος. 
Πάντα ἤθελε νά συμπορεύεται μέ τή νέα γενιά. 
Ὄχι γιά νά τό παίζη νέος καί in. 
Ἤθελε μόνο νά ξέρη πῶς σκέφτονται, πῶς λειτουργοῦν.
Πληκτρολόγησε τόν κωδικό καί μπῆκε στό λογαριασμό του. 
Εἶχε 92 likes στήν τελευταία του ἀνάρτησι. “Τό ψηφιακό ναρκωτικό πού τρέφει τό ναρκισσισμό μας”, σκέφτηκε καί... οὔπς, εἶδε ἕνα αἴτημα φιλίας. 
Ἔκανε κλίκ στό διπλό προσωπάκι καί διάβασε: Ἡ Evln Ppd σᾶς ἔκανε αἴτημα φιλίας. 
Τί εἶναι πάλι αὐτό τό Evln Ppd; Εἶχε ὡς ἀρχή νά μήν κάνει διαδικτυακούς φίλους πρόσωπα πού δέν τά ἤξερε καί στήν πραγματική ζωή. Διέγραψε τό αἴτημα φιλίας καί τότε πρόσεξε πώς εἶχε καί ἕνα αἴτημα στό messenger ἀπ᾽ τήν Evln Ppd. 
Τό ἄνοιξε. 
“Κύριε, μέ θυμάστε; Ἡ Ἐβελίνα Παπαδοπούλου εἶμαι. Τί κάνετε; Πολύ χάρηκα ὅταν εἶδα τό ὄνομά σας στό fb. Εἶστε ἀκόμα στό σχολεῖο; Ἐμεῖς μένουμε οἰκογενειακῶς στήν Κρήτη. Ὁ Διαμαντής ἔχει ἀνοίξει μία βιοτεχνία μέ γαλακτοκομικά προϊόντα καί πᾶμε πολύ καλά. Ἐγώ κύριε, ὅταν τό μωρό μας ἔγινε δύο ἐτῶν, πῆγα ξανά σχολείο. Ἔδωσα Πανελλήνιες καί πέρασα στό ΤΕΙ, Χημεία Τροφίμων. Πήρα δίπλωμα καί βοηθῶ τό Διαμαντή στό μαγαζί. Κάναμε ἀκόμα ἕνα παιδάκι καί... περιμένω τρίτο. Κύριε, δέν θά ξεχάσω ὅ,τι κάνατε γιά μας. Σᾶς περιμένουμε στήν Κρήτη νά ἔλθετε μέ τήν οἰκογένειά σας”.
—Πέτρο, μήπως ξέρεις πώς βρίσκουμε διαγραμμένα αἰτήματα φιλίας;, φώναξε στό γυιό του.
—Τί τά θές τά social media, ἀφού δέν τό ᾽χεις; ἀπάντησε βαριεστημένα ὁ γυιός.
Δέν περίμενε ἄλλο. 
Ἔκανε κλίκ στό πλαίσιο τῆς ἀναζητήσεως καί πληκτρολόγησε Evln Ppd. 
Τή βρῆκε, ἔκανε δεκτό τό αἴτημα φιλίας καί μπῆκε στόν “τοῖχο” της. 
Διάβασε τήν πιό πρόσφατη ἀνάρτησί της. Μιλοῦσε γιά τά ὑπέροχα συναισθήματα τῆς μανούλας πού κυοφορῆ. 
Αὐτόματα πῆγε νά κάνη κλίκ στό like. 
Στάθηκε σκεφτικός. 
Τί κρίμα! 
Αὐτό τό φτωχό μπλέ εἰκονίδιο μέ τόν ἀνασηκωμένο ἀντίχειρα δέν χωράει ὅλα ὅσα αἰσθανόταν γιά τήν Ἐβελίνα καί τά ἑκατοντάδες παιδιά πού ὁ Θεός ἔβαλε στό δρόμο του. 
“Τά reactions θέλουν ἐπειγόντως update”, μουρμούρισε.
Ὁ γυιός, πού ἔτυχε νά περνάη δίπλα του, τό ἄκουσε καί κοντοστάθηκε ἔκπληκτος. 
Μάταια προσπαθοῦσε νά καταλάβη τί εἶχε στό μυαλό του ὁ πατέρας ...
Κρ. Π.
Πηγή: Ἀμφοτεροδέξιος»(http://miteriko.blogspot.com/2018/10/blog-post_18.html).


<>




«Παγανιστές ὁδήγησαν τόν Ἅγ. Sven τῆς Arboga τῆς Σουηδίας (+10ος αἰ.) βαθιά σ᾽ ἕνα ἄλσος, ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν ὁ χώρος λατρείας τους, λίγες ἑκατοντάδες μέτρα νότια τοῦ ποταμού Arbogaån καί τόν σκότωσαν διά λιθοβολισμοῦ. Στό σημεῖο ὅπου ἔπεσε τό σῶμα τοῦ Ἁγίου καί τό αἷμα του πότισε τή γῆ, ξεπήδησε θαυματουργικά μία πηγή ἡ ὁποῖα σχημάτισε μιά λίμνη...
Ἡ πηγή, ἡ ὁποῖα ξεπήδησε ὅταν ὁ Ἅγ. Sven ἔπεσε στό ἔδαφος καί σχημάτισε μιά μικρή λίμνη ὅπου ὑπῆρχαν καί ψάρια, χρησιμοποιήθηκε ἀργότερα γιά νά τροφοδοτήση μέ νερό τήν πόλι μέχρι τό 1930»(https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/07/24.html).



<>









Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό νά ξέρης νά μιλάς εἶναι σπάνιο, τό νά ξέρης νά σιωπᾶς εἶναι σοφία, τό νά ξέρης νά ἀκοῦς εἶναι δῶρο.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό πρόβλημα μέ τήν ἀνατροφή μας εἶναι ὅτι ὅλοι μᾶς διδάσκουν πῶς νά παίρνουμε πράγματα καί κανείς δέν μᾶς διδάσκει πῶς νά τά παρατᾶμε.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ ζωή εἶναι σάν ἕνα ταξίδι τραίνου μέ τούς σταθμούς του, τίς ἀλλαγές, τά ἴχνη, τά ἀτυχήματά του. Ὅταν γεννιόμαστε μπαίνουμε στό τραῖνο καί βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς γονεῖς μας καί πιστεύουμε ὅτι πάντα θά ταξιδεύουν στό πλευρό μας, ἀλλά σέ κάποιο σταθμό θά κατέβουν...
Μέ τόν ἴδιο τρόπο στό τραῖνο μας θά υπάρχουν καί ἄλλοι σημαντικοί ἄνθρωποι: τά ἀδέρφια μας, οἱ φίλοι, τά παιδιά καί ἐπίσης ἡ ἀγάπη τῆς ζωής μας.
Πολλοί θά κατέβουν καί θά ἀφήσουν ἕνα μόνιμο κενό... ἄλλοι θά περάσουν ἀπαρατήρητοι!
Αὐτό τό ταξίδι θά εἶναι πλούσιο στίς χαρές, τίς λύπες, τίς φαντασιώσεις, τίς προσδοκίες καί τούς χαιρετισμούς. Ἡ ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ ταξιδιοῦ συνίσταται στό νά ἔχουμε μιά καλή σχέσι μέ ὄλους τούς ἐπιβάτες, μέ τό νά δίνουμε τόν καλύτερο ἑαυτό μας.
Τό μεγάλο μυστήριο εἶναι ὅτι δέν ξέρουμε σέ ποιό σταθμό θά πᾶμε κάτω, γι᾽ αὐτό πρέπει νά ζοῦμε μέ τόν καλύτερο τρόπο, μέ ἀγάπη, συγχώρεσι, προσφορά, ἔτσι ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα νά ἀφήσουμε καλές ἀναμνήσεις στούς ἄλλους ἐπιβάτες.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Γιά νά κάνης ἐχθρούς δέν χρειάζεται νά κηρύξης πόλεμο, πρέπει μόνο νά πῆς τήν ἀλήθεια.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ συγχώρεσι πέφτει σάν ἐλαφριά βροχή ἀπ᾽ τόν οὐρανό στή γῆ. Εἶναι δύο φορές εὐλογημένη· εὐλογεῖ ἐκεῖνον πού τήν δίνει καί ἐκεῖνον πού τήν παίρνει.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Πώς ο πατέρας Ανανίας Κουστένης (+2021), σώζει ομογενή από τήν ΤΡΑΓΩΔΙΑ των Διδύμων Πύργων στήν Νέα Υόρκη το 2001

Κάποιος νεαρός ομογενής από τις ΗΠΑ επισκέφθηκε το 2001 την Ελλάδα. Ο πατέρας του του είπε, πριν επιστρέψει, να επισκεφθεί οπωσδήποτε τον π. Ανανία Κουστένη και να πάρει την ευχή του.  Εκείνος δυσανασχετούσε, αλλά ο πατέρας του επέμενε …

Τελικά επισκέφθηκε τον π. Ανανία στο κελλί του, πήρε την ευχή του και φεύγοντας του είπε ο π. Ανανίας:

 «Πάρε αυτό σαν ευλογία». 

Και του έδωσε την εικόνα του Αγίου Ευφροσύνου του Μαγείρου (εορτάζει στις 11 Σεπτεμβρίου).

Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, έχοντας πάνω του την εικόνα του Αγίου Ευφροσύνου, ξεκίνησε να πάει στη δουλειά του που ήταν στους γνωστούς Δίδυμους Πύργους. 

Καθώς πήγε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του, αυτή δεν άνοιγε με τίποτα! Εκείνος επέμενε γιατί είχε αργήσει, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τότε τηλεφώνησε στήν δουλειά του και είπε το πρόβλημά του, λέγοντας ότι θα καθυστερήσει μέχρι να βρεθεί κάποια λύση.

Μετά από λίγο έγινε το γνωστό τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και ο ομογενής αυτός σώθηκε από Θαύμα. 

Έκτοτε δοξάζει τον Θεό και ευχαριστεί τον Άγιο Ευφρόσυνο, όπως και τον π. Ανανία …


<>






Μια γυναίκα η οποία λεγόταν Ελένη Δαβαρία η οποία κατοικούσε στην Παροικιά της Πάρου ανέβαινε συχνά στην Μονή και έκανε διάφορες δουλειές στις αδελφές της Μονής.

Μίαν ημέρα της λέει ο όσιος Αρσένιος ο εν Πάρω:
– Τέκνον, εδώ που έρχεσαι και εργάζεσαι, τι σου δίνουν οι αδελφές για τον κόπο σου; Σε πληρώνουν;
– Όχι, δεν μου δίνουν χρήματα διότι δεν έχουν, αλλά μου δίνουν άρτον, καφέ, ζάχαρη και άλλα είδη.
– Από αυτά τα είδη που σου δίνουν, δίνεις σε κανένα φτωχό, όταν σου ζητήσει ή τύχει να συναντήσεις κάποιον στον δρόμο.
– Όχι, Γέροντα, δεν μου ζητούν διότι γνωρίζουν ότι είμαι φτωχή, αλλ’ ούτε στον δρόμο συνάντησα κάποιον να μου ζητήσει.
– Άκουσε τέκνον, εάν θέλεις ο Χριστός να ευλογεί και σε και τα ολίγα τρόφιμα που σου δίνουν, όταν συναντήσεις κανένα φτωχό πεινασμένο και σου ζητήσει να του δίνεις. Επίσης όταν γνωρίζεις κανένα ότι είναι φτωχός και έχει ανάγκην ή καμιά χήρα ή ορφανό να πεινούν, μην περιμένεις να σου ζητήσουν. Δίνε με ευχαρίστηση και μη φοβάσαι, αλλά να πιστεύεις ότι ο Χριστός αοράτως θα ευλογεί τα λίγα υπάρχοντά σου και δεν θα πεινάσεις, ούτε θα στερηθείς μέχρι τέλους της ζωής σου.
– Ευχαρίστως Γέροντα, σε ό,τι μου είπες, θα σας κάμω υπακοή.

Βάζοντας μετάνοια και αναχωρώντας από την Μονή, είχε μαζί της και οκτώ άρτους τους οποίους της είχαν δώσει.

Μόλις απομακρύνθηκε από την Μονή, περίπου 500 μέτρα, συναντά τον γέροντα Δημήτριο Μαούνη, ο οποίος της ζήτησε λίγο ψωμί, γιατί είχε να φάει από την προηγούμενη ημέρα.

Η Ελένη, αμέσως, έβγαλε έναν άρτο από το ταγάρι της και του τον έδωσε με πολλή προθυμία.

Όταν προχώρησε άλλα 500 μέτρα, βλέπει μία σύζυγο ενός ψαρά που μάζευε χόρτα, καθώς ο σύζυγός της είχε τέσσερις μέρες να πιάσει ψάρια, όπως έμαθε η Ελένη αφού την ρώτησε.

Τότε, έβγαλε από το ταγάρι της και της έδωσε δύο ψωμιά.

Όταν έφθασε στην Παροικιά, βλέπει ένα παιδί το οποίο ήταν τεσσάρων χρονών να κλαίει, επειδή πεινούσε και η μάνα του δεν είχε να του δώσει ψωμί. Βλέπει και την μητέρα του παιδιού που στεκόταν μέσα στο σπίτι της με σταυρωμένα τα χέρια, η οποία προσευχόταν και έκλαιγε.

Παίρνει τότε έναν άρτο και τον δίνει στο παιδί.

Η Ελένη, όταν έφθασε στο σπίτι της έβγαλε από το ταγάρι της τα πράγματα και βλέπει ότι οι άρτοι, αντί να ήταν τέσσερις, δεν λιγόστεψαν, έμειναν οκτώ.

Θαυμάζοντας για το γεγονός αυτό, επέστρεψε αμέσως συγκινημένη στην Μονή και με δάκρυα στα μάτια έπεσε γονατιστή στα πόδια του οσίου Αρσενίου και του διηγήθηκε το θαύμα, ευχαριστώντας τον Θεό και τον Άγιο.

 Από το βιβλίο του Γέροντα, Αρχιμανδρίτη Φιλοθέου Ζερβάκου, «Βίος και θαύματα του οσίου πατρός ημών Αρσενίου του νέου του εν τη νήσω Πάρω ασκήσαντος», έκδοση έκτη, της Ιεράς Μονής Χριστού Δάσους, Πάρος 1996

<>









«Ἕνα πολύ βροχερό καλοκαίρι ὁ μεγάλος Ἅγ. Nathalan Ἐπίσκοπος τοῦ Tullich τῆς Σκωτίας (+678), στήν ἀδυναμία μιᾶς στιγμῆς, καταράστηκε τή βροχή ἡ ὁποία ἐμπόδιζε τήν συγκομιδή. Ἀμεσώς μετανόησε καί ὡς πράξι μετάνοιας γιά τή μεγάλη ἁμαρτία του πού καταράστηκε τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ ἔβαλε ἀλυσσίδες μέ λουκέτο στό δεξί του χέρι καί στό δεξί πόδι του, πέταξε τό κλειδί στόν ποταμό Dee καί ἀλυσσοδεμένος ξεκίνησε μέ τά πόδια νά πάη στή Ρώμη γιά νά ζητήση συγχώρεσι.
Ὅταν ἔφτασε στή Ρώμη κάθισε γιά δεῖπνο καί ὅταν ἔκοψαν στή μέση ἕνα μεγάλο μαγειρεμένο ψάρι βρῆκε τό κλειδί τῶν ἀλυσσιδῶν του τό ὁποῖο εἶχε ρίξει στόν ποταμό Dee πολλούς μῆνες προηγουμένως.
Ὁ Ἅγ. Nathalan κοιμήθηκε ὁσιακά τό 678 καί τιμᾶται ὡς ἕνας ἀπ᾽ τούς Ἰσαποστόλους τῆς Σκωτίας»(https://journeytothelandscapesofyourheart.blogspot.com/2021/12/nathalan-tullich-678-greek-flowers.html).



<>




«Ὁ Ἅγ. Rumwold (†662) ἦταν ἕνα ἅγιο βρέφος στήν Ἀγγλία τό ὀποῖο ἔζησε γιά τρεῖς ἡμέρες τό 662. Λέγεται πώς ἦταν θαυματουργικά γεμάτος ἀπό Χριστιανική εὐλάβεια παρότι ἦταν μόνο ἕνα βρέφος. Μποροῦσε νά μιλάη ἀπ᾽ τήν ὥρα τῆς γεννήσεώς του. Προφήτευσε πώς θά πέθαινε σύντομα, ζήτησε νά βαπτιστῆ καί ἔκανε ἕνα κήρυγμα πρίν ἀπ᾽ τό θάνατό του. Πολλές ἐκκλησίες ἦταν ἀφιερωμένες σέ αὐτόν καί ἕξι ἀπό αὐτές ὑπάρχουν μέχρι σήμερα. 
Στό βίο του, ἡ μητέρα τοῦ Rumwold περιγράφεται σάν μία εὐλαβής Χριστιανή ἡ ὁποία, ὅταν παντρεύτηκε ἕνα παγανιστή βασιλιά, τοῦ εἶπε πώς δέν θά κάνη παιδί μαζί του ἄν δέν βαπτιστῆ Χριστιανός. Αὐτός βαπτίστηκε καί ἔπειτα ἡ μητέρα τοῦ Rumwold ἔμεινε ἔγκυος. Κάποτε τούς κάλεσε ὁ βασιλιάς Penda νά πᾶνε νά τόν ἐπισκεφτούν, ὅμως, ἡ μητέρα τοῦ Rumwold γέννησε κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ καί τό μωρό μόλις γεννήθηκε φώναξε: “Εἶμαι Χριστιανός, εἶμαι Χριστιανός, εἶμαι Χριστιανός!”. Ἔπειτα ζήτησε νά βαπτιστῆ καί νά ὀνομαστῆ Rumwold καί μετά ἔκανε ἕνα κήρυγμα. Προφήτεψε τό θάνατό του καί εἶπε ποῦ ἐπιθυμοῦσε νά θαφτῆ τό σῶμα του, στό Buckingham»(https://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2017/04/rumwold.html).




<>




«Πώς ὁ Ἅγ. Aidan Ἐπίσκοπος τῆς Νήσου Lindisfarne τῆς Ἀγγλίας (+651), με τήν προσευχή του, ἔσωσε τήν βασιλική πόλι ὅταν τήν πυρπόλησε ὁ ἐχθρός (πρίν ἀπ᾽ τό 651).
Ἀκόμη ἕνα ἀξιοσημείωτο θαύμα τοῦ ἴδιου πατέρα ἀναφέρεται ἀπό πολλούς οἱ ὀποῖοι φαίνεται πώς γνωρίζουν γι᾽ αὐτό τό γεγονός. Γιατί τόν καιρό πού ἦταν Ἐπίσκοπος (ὁ Ἅγ. Aidan), ὁ ἐχθρικός στρατός τῶν ἀνθρώπων τῆς Mercia, ὑπό τίς διαταγές τοῦ Penda, μέ βιαιότητα λεηλάτησε τή γῆ τῆς Northumbria σέ κάθε σημεῖο, μέχρι καί τήν βασιλική πόλι ἡ ὁποῖα πῆρε τό ὄνομά της ἀπ᾽ τήν Bebba, ἡ ὁποῖα ἦταν προηγουμένως βασίλισσα ἐκεί. Ἀφοῦ δέν μπόρεσε νά τήν κατακτήση μέ πολιορκία, ἀποφάσισε νά τήν πυρπολήση. Ἀφοῦ κατέστρεψε ὅλα τά χωριά πού βρισκόντουσαν κοντά στήν πόλι, ἔφερε ἐκεῖ μία μεγάλη ποσότητα ἀπό δοκάρια, ξύλινα χωρίσματα, βέργες καί ἄχυρα μέ τά ὁποῖα περικύκλωσε τόν τόπο σέ μεγάλο ὕψος καί ὅταν εἶδε πώς ὁ ἄνεμος ἦταν κατάλληλος ἔβαλε φωτιά σέ αὐτά καί ἐπιχείρησε νά κάψη τήν πόλι. 
Εκεῖνο τόν καιρό, ὁ σεβάσμιος Ἐπίσκοπος Ἅγ. Aidan κατοικοῦσε στή Νήσο Farne, ἡ ὁποῖα βρίσκεται σχεδόν δύο μίλια μακρυά ἀπό τήν πόλι, καθώς ἐπιθυμοῦσε νά πηγαίνη συχνά ἐκεῖ γιά νά ἀπομονωθῆ καί νά προσευχηθῆ στήν ἡσυχία. Καί πράγματι, αὐτή ἡ ἀπομονωμένη κατοικία του ὑπάρχει μέχρι καί σήμερα στό νησί. Ὅταν εἶδε τίς φλόγες τῆς φωτιᾶς καί τόν καπνό ὁ ὁποῖος παρασερνόταν ἀπ᾽ τόν ἄνεμο καί ἀνέβαινε πάνω ἀπ᾽ τά τείχη τῆς πόλεως, λέγεται πώς ὕψωσε τά μάτια του καί τά χέρια του στόν οὐρανό καί φώναξε μέ δάκρυα: “Δές, Κύριε, τί μεγάλο κακό ἔκανε ὁ Penda!”. Αὐτές τίς λέξεις τίς πρόφερε μέ δυσκολία, ὅταν ὁ ἄνεμος ἀμέσως πνέοντας ἀπ᾽ τήν πόλι, ὁδήγησε πίσω τή φωτιά ἐπάνω σέ αὐτούς πού τήν εἶχαν ἀνάψει, μέ ἀποτέλεσμα νά πληγωθοῦν κάποιοι καί ὅλοι φοβισμένοι δέν ἐπιχείρησαν νά στραφοῦν ξανά ἐνάντια στήν πόλι τήν ὁποῖα προστάτευε τό χέρι τοῦ Θεοῦ.
Bede's Ecclesiastical History of England»(http://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2015/10/aidan-651.html).




<>











«Τή 10η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, παρουσιάσθηκε στόν Ἅγ. Δημήτριο τοῦ Ρωστώφ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ὀρέστης, τοῦ ὁποίου τόν Βίο εἶχε συντάξει ἐκείνη ἀκριβῶς τήν ἡμέρα, καί τοῦ εἶπε: “Ὑπέφερα περισσότερα βάσανα γιά τό Χριστό ἀπό ὅσα μνημονεύεις”. Τότε, τοῦ ἔδειξε μία βαθειά πληγή στήν ἀριστερή του πλευρά, λέγωντας: “᾿Ιδού, διά σιδήρου ἐγένετο τοῦτο”. Κατόπιν, ἅπλωσε τόν δεξιό του βραχίονα καί τοῦ ἔδειξε τίς φλέβες, οἱ ὁποῖες εἶχαν κατακοπῆ στό ὕψος τοῦ ἀγκῶνος, συμπληρώνωντας: “Νά, αὐτές κατεκόπησαν”. ῞Υστερα, τοῦ ἔδειξε ἀνάλογες πληγές στόν ἀριστερό βραχίονα, ἐπαναλαμβάνωντας τὰ ἴδια λόγια, μετά δέ τοῦ ἔδειξε τίς πληγές στά γόνατα, λέγωντας:
“Ταῦτα ἀπεκόπησαν”. ᾿Εν συνεχείᾳ, ἐστάθη ὄρθιος καί καταλήγωντας, τοῦ εἶπε: “Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι ὑπέστην περισσότερα μαρτύρια ὅσων μνημονεύεις!”. ῾Ο ῞Ἅγ. Δημήτριος ἐκείνη τή στιγμή σκέφθηκε, ὅτι ἦταν ὁ Ἅγ. Ὀρέστης τῶν Ἁγ. Πέντε Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται τήν 13η Δεκεμβρίου, ὁ δέ Μάρτυς ἀπάντησε στό λογισμό του: “Δέν ἐἶμαι ὁ ᾿Ορέστης τῶν Ἁγίων Πέντε Μαρτύρων, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τιμᾶται σήμερα καί τοῦ ὁποίου τόν Βίο μόλις συνέταξες”»(https://proskynitis.blogspot.com/2011/10/28.html).


<>





Ὁ π. Νικόλαος Κουμεντάκης (+2021) λίγες ἡμέρες πρό τῆς φονικῆς φωτιᾶς τοῦ Ἰουλίου τοῦ 2018 [στό Μάτι Ἀττικῆς] ἔδωσε ἐντολή νά κοποῦν λίγα δένδρα πέριξ τοῦ ναοῦ και τοῦ κελλιοῦ του, ἰσχυριζόμενος ὅτι “ἔρχεται μεγάλη καταστροφή”. Τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πληροφόρησε τό νοῦ τοῦ ἀγαθοῦ Γέροντος καί χάριν στήν ἐνέργειά του αὐτή γλίτωσε τό σπιτάκι τοῦ ἱερέως καί ὀ ναός ἀπ᾽ τήν καταστροφική μανία τῆς φωτιᾶς. Τήν ὥρα πού ξέσπασε ἡ φωτιά, τό ἀπόγευμα τῆς 23ης Ἰουλίου 2018, ὁ Γέροντας ἐξομολογοῦσε στό κελλάκι του πνευματικά του τέκνα πού εὐθύς ἀμέσως τόν φυγάδευσαν καί ἔτσι γλύτωσε ἡ ζωή του. Τό γέγονος αὐτό τόν ἔθλιψε ἀλλά δέν τόν κατέβαλε. Μέ τίς γεροντικές του δυνάμεις ἀγωνίστηκε γιά ἄλλη μιά φορά νά στηρίξη τό πληγωμένο του ποίμνιο. Συγκλονισμένος διηγήθηκε σέ πνευματικό του τέκνο μοναχή ὅτι “ἔβλεπε” ἔκθαμβος τίς ψυχές τῶ καμμένων ἀνθρώπων νά φεύγουν ἀπ᾽ τήν ζωή συνοδευόμενοι ἀπό Ἁγ. Ἀγγέλους. Μέσα στήν προσευχή του γιά τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς τους, θεωροῦσε ὅτι ἐτελειώθησαν μαρτυρικῶς... (ΓΚ)


<>






π. Σ. Ρ.: «Ἕνα θαῦμα ἐκτυλίχθηκε στήν τοπική κοινωνία τοῦ Tennessee τῶν ΗΠΑ, μετά τό σαρωτικό πέρασμα ἀνεμοστρόβιλου.
Ἕνα ζευγάρι βρῆκε ζωντανό τό 4 μηνῶν μωρό του, ἐπάνω σ᾽ ἕνα δέντρο.
Ὅπως εἶπαν οἱ γονεῖς, ὁ ἀνεμοστρόβιλος δέν ἄφησε τίποτε ὄρθιο ἀπ᾽ τό σπίτι τους, μέ τούς ἴδιους καί τά δύο παιδιά τους νά τή γλιτώνουν μέ μερικές γρατσουνιές καί μώλωπες.
“Καθώς πλησίαζε ὁ ἀνεμοστρόβιλος, σήκωσε τήν κούνια μέ τό μωρό μου μέσα... ἦταν τό πρῶτο πράγμα πού σήκωσε στόν ἀέρα”, δήλωσε ἡ 22χρονη μητέρα.
Ὁ πατέρας βλέποντας τό σκηνικό, ὅρμησε νά προστατέψη τό παιδί του, ἀλλά κατέληξε νά τόν παρασέρνη καί τόν ἴδιο.
“Ἁπλά κρατιόταν ἀπ᾽ τήν κούνια ὅλη τήν ὥρα καί ἔκαναν κύκλους καί μετά τούς πέταξε”, περιέγραψε ἡ νεαρή μητέρα.
Ἀφοῦ πέρασε ὁ ἀνεμοστρόβιλος καί κατάφεραν οἱ δυό τους νά βγοῦν ἀπ᾽ τά συντρίμμια, ἄρχισαν νά ἀναζητοῦν τό μωρό τους. Τελικά τό βρῆκαν ἐπάνω σ᾽ ἕνα δέντρο, μέσα σέ κάτι πού περιέγραψαν ὡς κούνια.
“Νόμιζα ὅτι ἦταν νεκρό. Ἤμουν σίγουρη ὅτι ἦταν νεκρό καί ὄτι δέν θά τό βρίσκαμε... Ἀλλά εἶναι ἐδῶ, καί αὐτό χάρι στό Θεό”, δήλωσε ἡ μητέρα.
Σύμφωνα μέ τίς περιγραφές τους, τό μωρό ἦταν σάν νά εἶχε τοποθετηθῆ στό δέντρο ἀπό ἕνα “ἄγγελο”»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2023/12/blog-post_511.html).


<>


Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θά ψάξουν
νά βροῦν λουλούδια μέσα στά σκουπίδια.
Ἄνθρωποι πού μπροστά στήν καταιγίδα,
προσμένουν τό οὐράνιο τόξο μέ ἐλπίδα.

Ἄνθρωποι πού σέ κάθε δοκιμασία,
ἀναγνωρίζουν μιά νέα εὐκαιρία.
Πού πίσω ἀπό κλειστές πόρτες,
ἀτενίζουν τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ἄνθρωποι πού τήν καρδιά τους
ἔχουν κάνει μυστικά μιά ἐκκλησία
καί μέσα ἐκεῖ ἀχόρταγα γεύονται
οὐρανό καί Θ. Κοινωνία.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού τόν πόνο,
τόν μεταπλάθουν σέ εὐλογία,
τήν Σταύρωσι σέ ἀνάστασι,
καί τήν ἀνοικτή πληγή σέ αἰώνια ζωή.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι...
Ὑπάρχουν ἅγιοι...»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2020/04/blog-post.html).

<>





Μαριγώ Ζαραφοπούλα: «Νά γιατί ὁ Θεός κρατεῖ τά κεραμίδια ἀκόμα ἐπάνω ἀπ᾽ τό κεφάλι μας!
Μία ἡμέρα ἕνας ταχυδρόμος χτύπησε τήν πόρτα ἑνός σπιτιοῦ. 
Μία παιδική φωνή ἀκούστηκε πίσω ἀπ᾽ τήν πόρτα νά λέη:
—Ἀμέσως, παρακαλῶ περιμένετε λίγο!
Μετά ἀπό λίγα λεπτά ὁ ταχυδρόμος ἄρχισε νά χτυπᾶ ξανά τήν πόρτα. Ἡ φωνή ἑνός μικροῦ κοριτσιοῦ ἀκούστηκε πίσω ἀπ᾽ τήν πόρτα:
—Ἄν βιάζεστε, ἀφῆστε τά γράμματα στό χαλάκι.
Ὁ ταχυδρόμος ἀπάντησε:
—Ἔχετε μιά ἐπιστολή πού ἀπαιτεῖ τήν ὑπογραφή σας. Θά περιμένω.
Ἤδη θυμωμένος, ὁ ταχυδρόμος νόμιζε ὅτι θά τοῦ ἔλεγε κάτι. Πέρασε λίγη ὥρα μέχρι νά ἀνοίξη ἡ πόρτα. 
Ὅλος του ὁ θυμός ἔσβησε ἀμέσως. 
Ἕνα κοριτσάκι μέ καροτσάκι, χωρίς πόδια, ἀλλά μέ γουρλωμένα μάτια, τόν παρακολουθοῦσε. 
Ὁ ταχυδρόμος τῆς ἔδωσε τό γράμμα καί τῆς ζήτησε νά ὑπογράψη. 
Μετά ἀπό αὐτό ἔφυγε. Τό κοριτσάκι χαμογέλασε καί εἶπε:
—Σᾶς ἐὐχαριστοῦμε γιά τήν ὑπομονή σας. Καλημέρα.
Μετά ἀπό ἕνα μῆνα ὁ ταχυδρόμος συνέχισε νά παραδίδη τήν ἀλληλογραφία. 
Κάθε φορά χτυποῦσε τήν πόρτα καί περίμενε ὑπομονετικά νά φτάση τό κοριτσάκι καί μετά ἔφευγε. 
Ἄρχισε νά τοῦ κάνη περισσότερες ἐρωτήσεις: 
—Πῶς σέ λένε; Σοῦ ἀρέσει αὐτό πού κάνεις; Ἔχεις παιδιά; Πόσα γράμματα πρέπει νά παραδώσης σήμερα;
Σταδιακά ὁ ταχυδρόμος ἄρχισε νά ἀπαντᾶ καί νά τοῦ χαμογελᾶ.
Τήν ρώτησε γιά τά πόδια της, ἀλλά ἐκείνη δέν θύμωσε καί τοῦ ἀπάντησε χαμογελώντας:
—Δέν μπορῶ νά περπατήσω γιατί γεννήθηκα χωρίς αὐτά, ὁ μπαμπάς λέει πάντα ὅτι ἡ καρδιά μου εἶναι τόσο μεγάλη πού ἔχει τά δικά της πόδια. 
Κάθε μῆνα βάζω χρήματα σέ αὐτόν τόν κουμπαρά καί ὅταν γεμίση ὁ μπαμπάς θά μοῦ ἀγοράση προσθετικά πόδια καί θά μπορῶ νά περπατήσω κι ἐγώ.
Ἔγιναν καλοί φίλοι. Ὅταν ἦρθε τό φθινόπωρο οἱ βροχές γίνονταν ὅλο καί πιό συχνές καί σέ μιά καταρρακτώδη βροχόπτωσι, ὁ ταχυδρόμος περίμενε βρεγμένος ἔξω ἀπ᾽ τήν πόρτα.
Ὅταν ἔφυγε, τό κοριτσάκι κατάλαβε ὅτι τά παπούτσια του ἦταν σάπια. Τήν ἑπόμενη μέρα τόν εἶδε μέ τό ἴδιο ζευγάρι παπούτσια.
Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα τό ἴδιο.
Ὅταν πλησίαζαν τά Χριστούγεννα, ὁ ταχυδρόμος ἀποφάσισε νά μήν πάη μέ ἄδεια χέρια καί ἀγόρασε ἕνα κουτί καραμέλες, χτύπησε τήν πόρτα, τό κοριτσάκι του ἄνοιξε καί ἔλαβε τό κουτί μέ τά ζαχαρωτά μαζί μέ τό γράμμα. 
Ἦταν τόσο ἐνθουσιασμένη. Γύρισε καί στό τραπέζι πίσω της ἦταν ἕνα μεγάλο κουτί καί μερικά κομμάτια πορσελάνης. 
Ζήτησε ἀπ᾽ τόν ταχυδρόμο νά πάρη τό κουτί στό σπίτι του.
—Δέν μπορῶ νά δεχτῶ κάτι τέτοιο.
—Νόμιζα ὅτι ἤμασταν φίλοι, ἄν δέν δεχτῆς, θά στεναχωρηθῶ πολύ τά Χριστούγεννα.
Στό ἄκουσμα αὐτό ὁ ταχυδρόμος πῆρε τό δῶρο καί ἔφυγε, ἀφοῦ τό εὐχαρίστησε καί τοῦ εὐχήθηκε.
Ὅταν ἄνοιξε τό κουτί, μέσα ἦταν ἕνα καινούργιο ζευγάρι πανάκριβες μπότες καί ἕνα σημείωμα: “Για τόν καλό μου φίλο! Τώρα θά μπορῆς νά περπατᾶς μέ στεγνά πόδια”.
Τά μάτια τοῦ ταχυδρόμου ἄρχισαν νά γεμίζουν δάκρυα καί συνειδητοποίησε ὅτι τά θραύσματα δίπλα στό κουτί ἦταν ἀπ᾽ τόν κουμπαρά καί ὅτι τό κοριτσάκι εἶχε ξοδέψει ὅλα τά χρήματά της σέ αὐτό τό ζευγάρι μπότες.
Τήν ἑπόμενη μέρα πῆγε στό ἀφεντικό του καί τοῦ εἶπε:
—Κύριε, ἀλλάξτε μου διαδρομή. Αὐτό τό παιδί ἐγκατέλειψε τό ὄνειρό του νά περπατήση γιά νά βάλη παπούτσια στά ὑγιή μου πόδια καί δέν μπορῶ νά τά δώσω πίσω ὅσο κι ἄν τό θέλω.
Ὅταν τό ἀφεντικό ἄκουσε γιά αὐτή τή σπουδαία χειρονομία ἀπό ἕνα παιδί, ὀργάνωσε ἕνα ἔρανο.
Τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ὁ ταχυδρόμος χτύπησε τήν πόρτα, ἡ πόρτα ἄνοιξε γρήγορα αὐτή τη φορά, ὁ πατέρας βγῆκε μέ τό κοριτσάκι στήν ἀγκαλιά του.
Δέν ἦταν μόνο ὁ ταχυδρόμος, ἀλλά τό ἀφεντικό καί ὅλοι οἱ ταχυδρόμοι τῆς πόλεως.
Τό κοριτσάκι χαμογελοῦσε καί ξαφνιάστηκε μέ αὐτό πού εἶδε. 
Ὁ ταχυδρόμος ἔφερε ἕνα κουτί πού ἔδωσε στόν πατέρα καί ἕνα σημείωμα στό κοριτσάκι.
Στό κουτί ὑπῆρχαν προσθετικά πόδια γιά νά περπατήση τό κοριτσάκι καί τό σημείωμα ἔλεγε: 
“Γιά τήν καλύτερή μας φίλη, τώρα θά μπορῆς νά περπατήσης, ἀλλά ἡ καρδιά σου εἶναι τόσο μεγάλη πού ἔχει τά δικά της πόδια, ἕτοιμη νά τρέξη γιά νά κάνη καλό ἀκόμα καί σ᾽ ἕνα ταχυδρόμο”.
Ἑπομένως...
Σέ ὅποια κατάστασι κι ἄν βρίσκεσαι, ἄν ἔχης καρδιά γεμάτη ἀγάπη, χαμόγελο στά χείλη καί ζεστό λόγο, οἱ γύρω σου θά πλουτίσουν. Δίνετε ἔλεος στούς ἀνθρώπους, καί κοιτάξτε τους μέ ἀγάπη!»(https://odysseiatv.blogspot.com/2023/11/blog-post_224.html).


<>



«Κάποια εὐσεβής μάνα, συνόδευσε τό παιδί της, πού πήγαινε νά μπῆ ὡς ἐσωτερικός μαθητής σέ ἕνα Γυμνάσιο, μέ τά ἐξῆς λόγια:
“Μήν λησμονεῖς ποτέ παιδί μου, ὅτι εἶσαι πάντα τρίτος”.
Τό παιδί, γιά νά θυμᾶται πάντα καί καθημερινῶς τή συμβουλή τῆς μάνας του, ἔγραψε μέ ὡραία γράμματα σ᾽ ἕνα χαρτόνι: “εἶμαι τρίτος”, καί τό κρέμασε στό δωμάτιό του.
Στό μεταξύ προόδευσε καί ἀρίστευσε στό Γυμνάσιο τόσο, πού βραβεύτηκε ὠς ὁ καλύτερος μαθητής τοῦ Γυμνασίου.
Τό βράδυ, τόν ἐπισκέφτηκε ἕνας φίλος του καί μόλις εἶδε τό χαρτόνι, τοῦ εἶπε:
—Τώρα εἶσαι πιά πρῶτος! Δέν εἶσαι τρίτος ὅπως σοῦ εἶπε ἡ μητέρα σου. Κατέβασε, λοιπόν, αὐτό τό χαρτόνι!
Ὁ ἀριστεύσας μαθητής χαμογέλασε καί τοῦ εἶπε:
—Φίλε μου, ἄλλο εἶναι τό νόημα αὐτοῦ τοῦ χαρτονιοῦ. Ἡ μάνα μου ἐννοοῦσε, ὅτι πρῶτα νά σκέφτομαι τό Θεό, μετά τούς ἄλλους καί τρίτο τόν ἑαυτό μου»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






«Σέ μία φυλή Ἰνδιάνων, κάποιος ἔκλεβε κοτόπουλα. Ὁ ἀρχηγός διέταξε ὅτι ἄν πιαστῆ ὁ παραβάτης νά χτυπιόταν μέ 10 μαστιγιές.
Ὅταν ἡ κλοπή συνεχίστηκε τό ἀνέβασε σέ 20 μαστιγιές. Παρόλο αὐτά τά κοτόπουλα ἐξαφανίζονταν μεθοδικά.
Γεμάτος θυμό, ὁ ἀρχηγός ἀνέβασε τήν ποινή σέ 100 μαστιγιές μία σίγουρη ποινή θανάτου.
Ὁ κλέφτης τελικά πιάστηκε. Ἀλλά ὁ ἀρχηγός βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα τρομερό δίλημμα. Ὁ κλέφτης ἦταν ἡ ἴδια του ἡ μητέρα.
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς ποινῆς, συγκεντρώθηκε ὁλόκληρη ἡ φυλή. Θά ὑπερίσχυε ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς δικαιοσύνης;
Τό πλῆθος παρακολουθοῦσε μέ κομμένη τήν ἀνάσα ὅταν διέταξε νά δεθῆ ἡ μητέρα του στόν πάσαλο τῶν μαστιγώσεων.
Ὁ ἀρχηγός ἔβγαλε τό πουκάμισό του, ἀποκαλύπτοντας τό δυνατό ἀνάστημά του, καί πήρε τό μαστίγιο στό χέρι.
Ἀλλά ἀντί νά τό σηκώση καί νά χτυπήση τήν πρώτη μαστιγιά, τό ἔδωσε σέ ἕνα δυνατό νεαρό Ἰνδιάνο πού στεκόνταν στό πλευρό του.
Ἀργά ὁ ἀρχηγός πλησίασε τή μητέρα του καί τήν ἔσφιξε μέ τά δυνατά του χέρια μέσα στήν ἀγκαλιά του. Κυκλώνοντάς τήν ὁλοσχερῶς!
Ὕστερα διέταξε τό νεαρό νά χτυπήση μέ 100 μαστιγιές.
Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Ἰησούς Χριστός γιά ὅλους μας.
Γεμάτος ἀγάπη ἔγινε ὁ δικός μας ἀντικαταστάτης καί πέθανε στή δικιά μας θέσι.
Ὑπερνίκησε τήν ἀνικανότητά μας νά σώσουμε τούς ἐαυτούς μας πληρώνοντας Αὐτός τό ἀντίτιμο γιά τίς ἁμαρτίες μας»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).
«Μέ ρώτησε κάποιος ἀδελφός:
—Γιατί ὁ κόσμος πάει πρός τό χειρότερο, γιατί συμβαίνουν ἀρρώστιες, πόλεμοι, φτώχια ἐξαθλίωσι, διαχωρισμοί, διαφθορά, πανδημίες, ἀποστασία, σκοτωμοί. Γιατί σέ τέτοιο βαθμό ὅλα αὐτά στις μέρες μας;
Ἡ ἀπάντησι εἶναι πολύ ἁπλή:
—Ὁ κόσμος ξέχασε νά ζῆ ὅπως ὁρίζει ἡ Κ. Διαθήκη, ξέχασε τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Θές ἕνα παράδειγμα; Βάλε σέ μιά κεντρική πλατεία δύο τραπεζάκια κολλητά μέ μιά ἐπιγραφή “Δωρεάν”, στό ἕνα βάλε λεφτά στό ἄλλο τήν Κ. Διαθήκη, ποιό τραπεζάκι πιστεύεις ἀδελφέ ὅτι θά ἀδειάση πρῶτο καί πιό γρήγορα; Τήν ἀπάντησι τήν ξέρεις!»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Λουκάς Κριμαίας: «Ὅλοι σας πρέπει νά εἶστε φῶς μέσα στό σκοτάδι. Τό φῶς μπορεῖ νά ἔχη διάφορες μορφές. Μπορεῖ νά εἶναι σάν τό φῶς τοῦ ἡλίου, μπορεῖ σάν τῆς σελήνης ἤ τῶν ἄστρων. Μπορεῖ νά εἶναι ἀδύναμο σάν τό φῶς τοῦ κεριοῦ ἤ μιᾶς λάμπας. Καί ὅμως ὅλα αὐτά εἶναι φῶς, εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἀσθενέστερο φῶς εἶναι εὐάρεστο στό Θεό. Μέ τέτοιο φῶς μπορεῖ ὁ καθένας νά φωτίζη τό σκοτάδι πού ὑπάρχει γύρω. Μέ τήν ἀγάπη, τήν τρυφερότητα, τήν εὐσπλαγχνία καί τήν εὐλάβειά σας μπορεῖτε καί πρέπει νά λάμπετε μέσα σ᾽ αὐτό τόν κόσμο»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Ὅποιος μετανοεῖ ἀληθινά, εἶναι ἕτοιμος νά ὑπομείνη κάθε θλίψι, πεῖνα, καί γυμνότητα, κρύο καί ζέστη, πόνο καί φτώχεια, ἐξουθένωσι καί ἐξορία, ἀδικία καί συκοφαντία. Γιατί ἡ ψυχή του ὑψώνεται πρός τό Θεό καί δέν μεριμνᾶ γιά τά γήϊνα, ἀλλά προσεύχεται στό Θεό μέ καθαρό νοῦ. Ὅποιος, ὅμως, εἶναι προσκολλημένος σέ περιουσίες καί χρήματα, αὐτός ποτέ δέν μπορεῖ νά ἔχη καθαρό νοῦ γιά τό Θεό, ἐπειδή στό βάθος τῆς ψυχῆς του φωλιάζει ἔμμονη ἡ μέριμνα τί νά κάνη μέ αὐτά. Καί ἄν δέν μετανοήση καθαρά καί δέν λυπηθῆ πού ἁμάρτησε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θά πεθάνη αἰχμάλωτος στό πάθος, χωρίς νά γνωρίση τόν Κύριο»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






Δημήτριος Παναγόπουλος, ἰεροκήρυκας: «Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι, πού ἀντί νά πᾶνε στήν ἐκκλησία τήν Κυριακή, πηγαίνουν ἐκδρομές, ἀνεβαίνουν βουνά, πάνε γιά κυνήγι, ἐξασκοῦν γιά ψυχαγωγία διάφορα sports κ.ἄ..
Τό πόσο κακό κάνουν στήν ψυχή τους, θά τό καταλάβουν τήν ἡμέρα πού θά δώσουν λόγο στό Θεό.
Μία Κυριακή ἔχουμε γιά νά ξεσκάσουμε καί ἐμεῖς, λένε.
Ὅλη τήν ἑβδομάδα στή δουλειά καί τήν Κυριακή τήν ἀφιερώνουν στά sports καί ὄχι στό Θεό. Ἀλλά ἔχουν καί τή συνήθεια νά ἐπισκέπτωνται καί νά ἀνάβουν τό κεράκι τους στό ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγ. Βαρβάρας καί τοῦ Ἁγ. Γεωργίου, ὅποτε τούς βρεθῆ ἡ εὐκαιρία.
Αὐτούς, τούς κοροϊδεύει ὁ διάβολος, γιατί χωρίς ἐξομολόγησι, χωρίς μετάνοια καί χωρίς ἐκκλησιασμό, αὐτές οἱ πράξεις εἶναι ἀνώφελες καί δέν τίς λαμβάνει ὁ Θεός ὑπόψην»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





«Ὁ πατέρας μου ἔχει μελίσσια.
Σήμερα πῆγα νά τόν δῶ καί μοῦ ἔδειξε τό μέλι πού εἶχε πάρει ἀπ᾽ τίς κυψέλες. Ἔβγαλε τό καπάκι ἑνός δοχείου 20 λίτρων γεμάτο μέλι καί πάνω στό μέλι ὑπήρχαν τέσσερεις μικρές μέλισσες, πού ἀγωνίζονταν. ῀Ηταν καλυμμένες μέ τό κολλῶδες μέλι καί πνίγονταν.
Τόν ρώτησα ἄν μπορούσαμε νά τίς βοηθήσουμε καί εἶπε ὅτι ἦταν σίγουρος ὅτι δέν θά ἐπιζήσουν. Παράπλευρα θύματα τῆς συλλογῆς μελιοῦ ὑποθέτω.
Τόν ξαναρώτησα ἄν μπορούσαμε τουλάχιστον νά τίς βγάλουμε καί νά τίς σκοτώσουμε γρήγορα, ἄλλωστε ἦταν αὐτός πού μέ ἔμαθε νά βγάζω ἀπό τή δυστυχία ἕνα ζῶο (ἤ ζωύφιο) πού ὑποφέρει. Τελικά τό παραδέχτηκε καί ἔβγαλε τίς μέλισσες ἀπό τόν κουβά. Τίς ἔβαλε σ᾽ ἕνα ἄδειο κεσεδάκι γιαουρτιοῦ καί ἔβγαλε τό πλαστικό δοχεῖο ἔξω.
Ἐπειδή εἶχε διαταράξει τήν κυψέλη μέ τήν προηγούμενη συλλογή μελιοῦ, ὑπῆρχαν μέλισσες πού πετοῦσαν παντοῦ ἔξω. Βάλαμε τά τέσσερα μικρά μελισσάκια μέ τό δοχεῖο σ᾽ ἕνα παγκάκι καί τά ἀφήσαμε στήν τύχη τους.
Ὁ πατέρας μου μέ φώναξε λίγο ἀργότερα γιά νά μου δείξει τι συνέβαινε. Αὐτές οἱ τέσσερεις μικρές μέλισσες περιβάλλονταν ἀπό ὅλες τίς ἀδελφές τους (ὅλες οἱ μέλισσες εἶναι θηλυκές) καί καθάριζαν τίς κολλώδεις σχεδόν νεκρές μέλισσοῦλες, βοηθώντας τις νά βγάλουν ὅλο τό μέλι ἀπ᾽ τό σῶμα τους.
Ἐπιστρέψαμε λίγο ἀργότερα καί εἶχε μείνει μόνο μιά μικρή μέλισσα στό δοχεῖο. Τήν φρόντιζαν ἀκόμη οἱ ἀδελφές της.
Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά φύγω, ἐλέγξαμε μιά τελευταία φορά καί οἱ τέσσερεις μέλισσες εἶχαν καθαριστῆ ἀρκετά ὥστε νά πετάξουν μακρυά καί τό δοχεῖο ἦταν ἄδειο.
Αὐτές οἱ τέσσερεις μικρές μέλισσες ζοῦσαν ἐπειδή ἦταν περιτριγυρισμένες ἀπό οἰκογένεια καί φίλους πού δέν τά παρατοῦσαν, οἰκογένεια καί φίλους πού ἀρνήθηκαν νά τίς ἀφήσουν νά πνιγούν στό δικό τούς κολλῶδες καί ἀποφάσισαν νά βοηθήσουν μέχρι νά ἀπελευθερωθῆ καί ἡ τελευταία μικρή μέλισσα.
Bee Sisters.
Bee Peers.
Bee Teammates.
 Ὅλοι θά μπορούσαμε νά μάθουμε ἕνα ή δύο πράγματα ἀπό αὐτές τίς μέλισσες.
 Πάντα εὐγενική μέλισσα.
(Γούεντι)»(Σάν Χάδι, fb).

<>






Ἀρχιμ. Ἰωάννης Κωστώφ, Καλοί Λιμένες:

1. Τερτυλλιανός: «Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί συναθροιζόμαστε στή θεία λατρεία σάν στρατός γιά νά πολιορκήσουμε τό Θεό μέ τίς προσευχές μας»(στό: ἡμερ. Αη).

<>

2. Γράφει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Λένε: τό πᾶν εἶναι ἡ ὑγεία!
Πρέπει νά ποῦμε ὅτι κατ᾽ ἀρχήν εἶναι σωστό...
Γιατί δίχως τήν ὑγεία εἶναι κανείς σάν ἕνα πιανίστα, χωρίς τό πιάνο του· εἶναι καταδικασμένος στή σιωπή, παρόλη τήν ἀξία τήν ὁποία ἔχει.
Ἀλλά “τό πᾶν εἶναι ἡ ὑγεία”, εἶναι λάθος γιατί συμβαίνει συχνά ἀνάμεσα στούς ἀσθενεῖς, νά βρίσκουμε τίς πιό ἀξιοθαύμαστες ζωές.
Καί δέν εἶναι σπάνιο, οἱ ἀσθενεῖς νά εἶναι ἡ ὑγεία τοῦ κόσμου.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ ὑγεία εἶναι ἕνα τίποτε, ὅταν δέν ἔχης τίποτε ἄλλο παρά μόνο ὑγεία. Πρέπει, λοιπόν, νά παρακαλοῦμε γιά μιά ὑγεία ὁλοκληρωμένη, ἀπ᾽ τά πόδια ὥς τό κεφάλι, ἀλλά ἐπίσης καί γιά ἐκείνη πού πάει ὥς τήν καρδιά κι ὥς τό πνεῦμα. Καί νά μήν καμαρώνουμε ἐκείνους πού ἔχουν μόνο “σιδερένια ὑγεία”· ἐκεῖ, συχνά ἀναπτύσσεται ἡ σκουριά!!!»(ἡμερ. Αη).

<>

3. Μικρές ἀλήθειες: «Οἱ εὐτυχισμένοι πρέπει νά ξέρουν ὅτι ὅσο πιό γεμάτο τό ποτήρι τόσο πιό εὔκολα χύνεται»(ἡμερ. Αη).
«Ἤξερε τά πάντα γιά τή χριστιανική πίστι, ἐκτός ἀπ᾽ τόν τρόπο νά τή ζῆ»(ἡμερ. Αη).
«Ὅταν λές τά μυστικά σου στόν ἄνεμο, δέν μπορεῖς, ὅταν μαθευτοῦν, νά τά βάζης μέ τά δέντρα»(ἡμερ. Αη).

<>

4. Ἀναφέρει ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος Bloom: «Πρίν λίγο καιρό, γύρισα ἀπ᾽ τήν Ἀμερική, ὅπου κάποιος διεκήρυττε τήν ἑτοιμότητά του νά δώση τή ζωή του γιά τούς πεινασμένους καί τούς ἐμπερίστατους· τόν ρώτησα, λοιπόν, γιατί, ἀφοῦ ἦταν μανιώδης καπνιστής, δέν ἐστερεῖτο ἁπλῶς ἕνα κουτί τσιγάρα γιά τό σκοπό αὐτό»(BL, 50).

<>

5. Γράφει ὁ Charles Higham: «Ἴσως μέχρι κι αὐτός [ὁ πολυεκατομμυριοῦχος Howard Hughes], παρόλο πού ἦταν ἄθεος, νά προσευχόταν ἐκείνη τή στιγμή [μιᾶς δύσκολης προσγειώσεως]»(C, 168).

<>

6. «Μιά πετρωμένη καρδιά δέν εἶναι πιά καρδιά ἀλλά ἕνα σκουπίδι»(στό: R, 207).

<>

7. Σοφοκλῆς: «Ἡ μόνη δύναμι, πού δέν δέχεται δῶρα εἶναι ὁ θάνατος»(στό: ἡμερ. Αη).

<>

8. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλία μοιάζουν μέ τούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Δέν μπορεῖς μόνο νά εἰσπράττης. Πρέπει καί νά καταθέτης»(ἡμερ. Αη).
«Ἕνας ἀναιδής μπορεῖ νά ὑποκριθῆ τόν εὐγενικό, ἕνας, ὅμως, εὐγενικός δέν μπορεῖ ποτέ νά ὑποκριθῆ τόν ἀναιδῆ»(ἡμερ. Αη).
«Ὁ Θεός ἄλλους μέν σώζει ἐκ τοῦ θανάτου, ἄλλους σώζει διά τοῦ θανάτου. Στούς πρώτους χαρίζει τή ζωή, στούς δεύτερους τήν αἰωνιότητα»(ἡμερ. Αη).

<>

9. Ἱστορεῖ ἡ Εἰρήνη Κοσμᾶ: «Στίς 16:03 ἐκείνης τῆς ἀποφράδας ἡμέρας [τῆς μάχης τοῦ Βατερλώ], 5.000 ἄνδρες τοῦ ἐλαφροῦ ἱππικοῦ τῶν Γάλλων ἐπιτέθηκαν στό Πυροβολικό τοῦ ἐχθροῦ καί τό κατέλαβαν μέσα σέ λίγα λεπτά. Οἱ Γάλλοι ἔπρεπε ἁπλῶς νά ἀχρηστεύσουν τά ὅπλα τῶν Ἄγγλων. Γιά νά τό πετύχουν, ἀκολούθησαν ἕνα πολύ διαδεδομένο γιά ἐκείνη τήν ἐποχή σχέδιο. Ἔπρεπε νά μπήξουν ἕνα καρφί στόν ἐκπυρσοκροτητή τοῦ κανονιοῦ, στήν τρύπα ἀπ᾽ τήν ὁποία περνοῦσε τό φιτίλι. Ἡ ἀτυχία τους ἦταν παροιμιώδης. Ὅλα τά καρφιά καί τά σφυριά ἔμειναν στά δισάκια ἀπ᾽ τίς σέλες τῶν ἀλόγων, τά ὁποῖα εἶχαν σκοτωθῆ κατά τή διάρκεια τῆς ἐφόδου. Τά κανόνια ἔμειναν ἀνέγγιχτα καί οἱ Ἄγγλοι κατάφεραν νά τά χρησιμοποιήσουν. Ἀκολούθησε ἡ ἄφιξι τῶν ξεκούραστων δυνάμεων τῶν Πρώσσων στό πεδίο τῆς μάχης. Ὁ Ναπολέων εἶχε ἡττηθῆ»(στό περ. Fo, τεῦχ. 68, 87).
Ὁ Θεός ἐπεμβαίνει στήν πορεία τῶν πραγμάτων.

<>

10. «Ἡ Ἐκκλησία εὔχεται: Τά καλά καί συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν. Πολλοί τό μεταφέρουν: Τά καλά καί συμφέροντα στίς... τσέπες ἡμῶν. Μέ ἀποτέλεσμα νά μένουν ἄδειες καί οἱ δύο»(ἡμερ. Αη).

<>

11. «“Ἐκεῖνος πού δοκίμασε ἕνα κόκκο μουστάρδας, γνωρίζει καλύτερα τή γεῦσι της ἀπό ἐκεῖνον πού εἶδε ἕνα ὁλόκληρο φορτίο ἐλέφαντα ἀπ᾽ αὐτήν”(ἰνδική παροιμία)»(στό: YR, 52).

<>

12. «“Ὅταν καί τό τελευταῖο δένδρο κοπῆ, ὅταν καί ὁ τελευταῖος ποταμός θά ἔχη μολυνθῆ καί θά ἔχη πιασθῆ τό τελευταῖο ψάρι, τότε μόνο θά ἀνακαλύψης πώς δέν τρώγονται τά χρήματα”(Σοφά λόγια τῆς φυλῆς [Ἰνδιάνων] Cree)»(HC, 108).
Σωστό.

<>

13. Μικρές ἀλήθειες: «Στό Θεό πιστεύουν μόνο ὅσοι Τόν κλείνουν μέσα τους»(ἡμερ. Αη).
«Ὅσοι ξεκινοῦν, φθάνουν κάπου. Μόνο οἱ ναυαγοί περιμένουν»(ἡμερ. Αη).
«Δέν ὑπάρχει φτωχότερος ἄνθρωπος στόν κόσμο ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει πλούτη πολλά καί τίποτε ἄλλο»(ἡμερ. Αη).

<>

14. «Μιά ζωή στερημένη ἀπό ἀγάπη εἶναι λουλούδι πού ἀνθίζει στήν ἐρημιά καί κανείς δέν χαίρεται τήν εὐωδία του»(στό: HC, 90 ἔνθ.).

<>

15. Schiller (Τό Τραγούδι τῆς Καμπάνας τῆς Ἐκκλησίας): «Κάθε προσπάθεια ἀνθρώπινη, γιά νά ἔχη ἐπιτυχία
χρειάζεται τοῦ Οὐρανοῦ πάντως τήν Εὐλογία»(στό: ΧΛ, 83).

<>

16. Ὁ Howard Hughes «παθιάσθηκε μέ τό strudel μήλου. Ἐπειδή, ὅμως, δέν τοῦ ἄρεσε τό strudel τοῦ Desert Inn, ἤθελε νά τοῦ παίρνουν strudel ἀπ᾽ τό ξενοδοχεῖο Sands. Ὅμως δέν ρίσκαρε νά μείνη μόνος του, γιά ὅσο οἱ βοηθοί του θά πήγαιναν νά τοῦ πάρουν τό strudel, καί ἔστελνε ταπεινωτικά, μέ τήν ἀπειλή τῆς ἄμεσης ἀπολύσεως ἄν ἀρνιόταν, τό chef τοῦ Desert Inn, νά πάρη strudel ἀπ᾽ τόν ἀνταγωνιστή chef τοῦ Sands»(C, 295).
Ἰδιοτροπίες τῶν ἑκατομμυριούχων.

<>


17. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ὅταν τοῦ λύκου τοῦ πέσουν τά δόντια, ἡ γίδα τοῦ βγάζει τή γλῶσσα»(ἡμερ. Αη).
«Ὅποιος σκοντάψη καί δέν πέση, κερδίζει μερικά βήματα πρός τά μπρός»(ἡμερ. Αη).
<>

18. «Carpe Diem: “Ἄδραξε τή μέρα”, στίχος ἀπ᾽ τίς Ὠδές τοῦ Ὁρατίου)»(S, 128).
<>


19. «Ὁ Θεός θέλει τίς ἀπαρχές τῆς ζωῆς μας. Τά καλύτερα καί πιό ἀποδοτικά μας χρόνια. Κάποιος —καμαρώνοντας— ἔλεγε:
—Δέν θά πάρω σύνταξι; Θά τρέχω...
Καί τοῦ δόθηκε ἡ ἀπάντησι, εἰλικρινής καί ἴσως σκληρή:
—Ναί, θά τρέχης... Ἀπό γιατρό σέ γιατρό καί ἀπό φαρμακεῖο σέ φαρμακεῖο. Φτωχέ μου, θά ἔχης γεράσει. Θά ᾽σαι ὑπόλοιπο. Τίς ἀπαρχές σου θέλει ὁ Θεός»(Π, 72).
<>

20. Ὁ Μητροπ. Sourohz Anthony Bloom ἀναφέρει κάτι ἀπό τήν ἰατρική του ἐμπειρία: «Κάποιος στρατιώτης, νεαρός πατέρας πού ἄφηνε πίσω του γυναῖκα καί σπιτικό, μοῦ εἶπε: “Ἀπόψε θά πεθάνω. Λυπᾶμαι πού θά ἀφήσω τή γυναῖκα μου μόνη της, μά δέν μπορῶ νά κάνω κάτι γι᾽ αὐτό. Φοβᾶμαι, ὅμως, τόσο πολύ νά πεθάνω μόνος μου”. Καί τότε τοῦ εἶπα πώς δέν πρόκειται νά πεθάνη μόνος του· τοῦ εἶπα πώς θά καθίσω μαζί του καί πώς γιά ὅσο θά ἔχη τίς αἰσθήσεις του καί θά μπορῆ νά μέ ἀντιληφθῆ ἀνοίγοντας τά μάτια του ἤ μιλώντας, δέν πρόκειται νά τόν ἀφήσω. Τό ἔκανα, κι ἐκεῖνος κρατοῦσε τό χέρι μου καί κάθε τόσο τό ἔσφιγγε γιά νά σιγουρευθῆ πώς ἤμουν ἀκόμα ἐκεῖ. Μείναμε σέ αὐτή τή στάσι, καί ἐκεῖνος πέθανε γαλήνια γλυτώνοντας τή μοναξιά τοῦ θανάτου»(BS, 99).
<>


21. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ὁ “ἄθεος” δέν εἶναι ἐχθρός. Εἶναι ἕνας ἱεραποστολικός ἀγρός. Μήν τόν λιθοβολῆς· καλλιέργησέ τον»(ἡμερ. Αη).
«Φθηνό εἶναι τό τυρί τῆς φάκας, πού δέν ἀξίζει τίποτε, ἀλλά κοστίζει ἀκριβά. Τήν ἐλευθερία»(ἡμερ. Αη).
«Τό ἀηδόνι τά καλύτερα τραγούδια του τά τραγουδάει τή νύχτα στό σκοτάδι. Καί οἱ εὐσεβεῖς ψυχές τό καλύτερο ἄσμα τους στό σκοτάδι τῆς δοκιμασίας»(ἡμερ. Αη).
<>



Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, ΚΑΛΟΙ ΛΙΜΕΝΕΣ, εκδόσεις Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός


<>



Χαμογέλα!
Αγάπα!
Συγχώρα!
Ξύπνα!
Ζήσε!!
Τόλμησε!
Κλάψε!
Τραγούδα!
Χόρεψε!
Αγκάλιασε!
Δώσε φιλιά παντού!
Άσε
όλο αυτό
το ρεύμα του Φωτός
και της θείας Αγάπης
να σε διαπεράσει.
Όλα αυτά,
δεν γίνονται μαγικά,
απλά και μόνο
επειδή ήρθε στο ημερολόγιο
η Ανάσταση.
Διότι,
και πέρυσι ήρθε.
Και πρόπερσι.
Και κάθε χρόνο
απ' το 33 μ.Χ. έρχεται.
Η Ανάσταση είναι
αυτό που ζω ή ακυρώνω
την κάθε μέρα
μέσα μου.
Ο Χριστός
δεν είναι
πυροτέχνημα στιγμής
και λαμπάδα
τρίωρης λάμψης,
μα άθλημα
ισόβιο.


<>







Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Γιά νά περπατήσης μπροστά, πρέπει νά κουβαλᾶς μαζί σου μόνο ὅ,τι εἶναι πολύτιμο!
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Οἱ χειρότεροι ἐχθροί εἶναι ἐκείνοι πού μεταμφιέζονται σέ φίλους.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ξέρετε πότε ἀποτυγχάνουμε ;
Ἀποτυγχάνουμε ὅταν ἐκτιμούμε τούς ξένους περισσότερο ἀπό ἐκείνους πού ζοῦν στό σπίτι μας.
Ἀποτυγχάνουμε ὅταν γράφουμε σπουδαῖα κείμενα ἀφιέρωμα, ἤ κάνουμε party γιά φίλους ἤ ἀγνώστους καί ξεχνάμε νά τιμοῦμε την οἰκογένειά μας κάθε μέρα.
Ἀποτυγχάνουμε ὅταν, ἡ ὄμορφη κούπα εἶναι γιά τούς ἐπισκέπτες, ἀλλά γιά ἐκείνους στό σπίτι, τήν σπασμένη κούπα.
Ἀποτυγχάνουμε ὅταν προσπαθοῦμε τόσο πολύ νά εὐχαριστήσουμε τούς ἄλλους, ἀλλά τό νά κάνουμε μιά χάρι στή μαμά εἶναι βάρος.
Ἡ οικογένεια εἶναι τό μεγαλύτερο ἀγαθό τοῦ ἀνθρώπου.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ὅλα ὅσα δίνονται καί γίνονται μέ τήν καρδιά δέν πάνε ποτέ χαμένα...
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Υπάρχουν πράγματα πού δέν θά βγοῦν ποτέ ἐκτός μόδας, ἡ ἀρχοντιά, ἡ εὐγένεια, ἡ εἰλικρίνεια καί οἱ καλοί τρόποι.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com


Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:

31. Διαβάζουμε: «Λέγεται ὅτι ἕνα χελιδόνι δέν φέρνει τήν ἄνοιξι· σημαίνει ὅμως αὐτό ὅτι ἕνα ἄλλο χελιδόνι, πού αἰσθάνεται καί περιμένει τήν ἄνοιξι, δέν πρέπει νά πετᾶ; Ἄν κάθε χορταράκι περίμενε κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἡ ἄνοιξι δέν θά ἐρχόταν ποτέ. Τό ἴδιο συμβαίνει μέ τήν πραγμάτωσι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ· δέν πρέπει νά σκεπτώμασθε ἄν εἴμαστε τό πρῶτο ἤ τό χιλιοστό χελιδόνι»(στό: LT).


32. Victor Hugo: «Ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία στή ζωή εἶναι ἡ πεποίθησι ὅτι μᾶς ἀγαποῦν, μᾶς ἀγαποῦν γιά τούς ἑαυτούς μας, ἤ καλύτερα μᾶς ἀγαποῦν παρά τούς ἑαυτούς μας»(ΜΑ).

33. «Ὁ κουτός ἄνθρωπος ἔχει τήν καρδιά στή γλῶσσα του, ἐνῶ ὁ ἔξυπνος ἔχει τή γλῶσσα στήν καρδιά του»(Ἡμερολόγιο τοίχου).

34. Μικρές ἀλήθειες: «Τό ξῖφος μπορεῖ νά κόβη τά πάντα. Δέν μπορεῖ, ὅμως, νά λύση τίποτε»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ θάνατος ἔρχεται σάν αἰφνίδιος ἔλεγχος τῆς ἐφορίας. Οἱ πολλοί δέν ἔχουν τά βιβλία τους ἐντάξει»(Ἡμερολόγιο τοίχου).

35. Ὁ Κ. Κούρκουλας ἐπισημαίνει: «Γιατί τάχα νά συμβαίνη, ὥστε πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος νά προτιμᾶ τό θάνατο χάριν τῆς ἀρετῆς; Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἦταν μονάχα πήλινο καί φθαρτό σῶμα, θά ἔπρεπε νά τόν ἐνδιαφέρουν μονάχα τά ὑλικά πράγματα καί σέ αὐτά νά εἶναι ἀπόλυτα προσηλωμένος.
Κάποιος ἄλλος, λοιπόν, μέσα στόν πήλινο ἄνθρωπο, εἶναι πού ἀνεβαίνει πρός τά πνευματικά καί τά ὑπερφυσικά. Καί αὐτός ὁ ἄλλος εἶναι ἡ ἀθάνατη καί λογική ψυχή. Αὐτή, σάν ἄλλος μουσικός, πού παίζει τή λύρα, ὑπαγορεύει καί στό σῶμα τά ἀνώτερα καί καλύτερα»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

36. Διαβάζουμε: «Οἱ λέξεις, Κύριε, εἶναι εὔκολο νά εἰπωθοῦν —δέν κοστίζουν τίποτε. Βγαίνουν ἀπό μόνες τους. Μποροῦμε νά τίς ποῦμε καί μετά νά φύγουμε, χωρίς νά κάνουμε τίποτε γιά τούς ἀδελφούς καί τίς ἀδελφές μας.
Γι᾽ αὐτό, Κύριε, αὐτήν τή φορά δέν θά μιλήσω! Ἀλλά θά παρηγορήσω τόν ἄνθρωπο πού ἔχει παγιδευθῆ μέσα στόν πόνο. Θά ὑποστηρίξω τόν ἄνθρωπο τόν ὁποῖο οἱ ἄλλοι κοροϊδεύουν. Θά ἀνοίξω μέ χαρά τήν πόρτα στό πρόσωπο πού εἶναι χαραγμένο ἀπό λύπη. Θά καλωσορίσω χωρίς νά κρίνω τόν ἄνθρωπο πού εἶναι στό περιθώριο, τόν ὁποῖο δέν ἀγαπᾶ κανένας. Θά δώσω ὅ,τι ἔχω στόν ἄνθρωπο πού πεινάει καί πού δέν ἔχει τίποτε, ἀκόμη κι ἄν αὐτό εἶναι μόνο τό χαμόγελό μου καί ἡ ἀνακούφισι τῆς παρουσίας μου. Δέν θά μιλήσω, Κύριε, ἀλλά θά κηρύξω τήν ἀγάπη Σου. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, κάνε με δυνατό, γιά νά προσφέρω τήν ἀγάπη στά ἀδέλφια μου αὐτοῦ τοῦ κόσμου»(ΙΣ22).

37. Τhomas Εlliot: «Πολλοί ὑψώνουν τή φωνή τους σέ “Ζήτω” γιά νά ἁπλώσουν κατόπιν τό χέρι σέ “ζητῶ”»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας). 

38. Ἀναφέρει ὁ Bernie May: «Ὁ Τζίμ Μπαπτίστα εἶναι ἕνας ἄνθρωπος τῆς λεπτομερείας. Πάντα πρίν ξεκινήση μέ τό ἀεροπλάνο του, κρατώντας ἕνα νοερό σημειωματάριο, ἐξετάζει προσεκτικά, μέ κάθε λεπτομέρεια, ὅλα ὅσα συνήθως ἐλέγχονται πρίν τήν πτῆσι.
Μιά φορά πετάξαμε μαζί στό Jackson τῆς Arizona, γιά νά πάρουμε ἕνα μεταχειρισμένο Dakota γιά τήν JAARS. Φαινόταν καλή εὐκαιρία καί ἐλέγξαμε τά πάντα, ἀκολουθώντας ἕνα κατάλογο ἐλέγχου. Μέχρι πού φθάσαμε στούς κινητῆρες. Ὁ Τζίμ καί ἐγώ κοιταχθήκαμε, καθώς ἕνα ὄργανο ἔδειχνε ὅτι ἡ πίεσι τοῦ λαδιοῦ στό δεξιό κινητῆρα ἦταν χαμηλή. Αὐτό ἦταν σοβαρό. Βέβαια δέν ἤμασταν σέ θέσι νά ἀγοράσουμε ἄλλο κινητῆρα κι ἔτσι ἀρκεσθήκαμε νά ἐξετάσουμε τί συνέβαινε.
Τό ἡμερολόγιο τοῦ σκάφους ἔδειχνε ὅτι ὁ κινητήρας ἦταν ὁλοκαίνουργιος. Ὁ παραπέρα ἔλεγχος ἔδειξε ὅτι αἰτία τῆς ἀντικαταστάσεως τοῦ παλαιοῦ κινητῆρα ἦταν ἀκριβῶς ἡ χαμηλή πίεσι λαδιοῦ. Ὅμως ἦταν μᾶλλον δύσκολο νά δεχθοῦμε ὅτι δύο μηχανές, ἀπ᾽ τίς ὁποῖες ἡ μία καινούργια, μποροῦσαν νά παρουσιάσουν τό ἴδιο πρόβλημα.
Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος τῆς λεπτομερείας ἀποφάσισε νά πειραματισθῆ γιά λίγο. Μπαίνοντας κάτω ἀπ᾽ τόν πίνακα ὀργάνων, ὁ Τζίμ ἀντέστρεψε τά καλώδια στούς δεῖκτες τοῦ λαδιοῦ, τοποθετώντας τό καλώδιο τοῦ δεξιοῦ κινητῆρα στόν ἀριστερό καί ἀντίστροφα. Λοιπόν τό μαντεύσατε!
Τώρα ὁ ἀριστερός κινητήρας ἔδειχνε χαμηλή πίεσι λαδιοῦ. Συμπέρασμα: ἡ βλάβη ἦταν στό ὄργανο καί ὄχι στόν κινητῆρα. Κάποιος εἶχε τοποθετήσει ἕνα καινούργιο κινητῆρα ἀξίας 12.000 δολλαρίων, ἐξαιτίας τῆς ἐσφαλμένης ἐνδείξεως ἑνός ὀργάνου 30 δολλαρίων.
Γιά κάποιους λόγους, συνηθίζουμε νά πιστεύουμε ὅ,τι μᾶς δείχνει ἕνα ὄργανο, ἁπλᾶ καί μόνο γιατί ὑπάρχει σ᾽ ἕνα πίνακα ὀργάνων. Ἕνας χαλασμένος ἤ ἐλαττωματικός δείκτης πιέσεως λαδιοῦ, ἤ μιά πυξίδα, μπορεῖ νά ὁδηγήση τόν πιλότο σέ τέτοιες σφαλερές ἐνέργειες, πού ἴσως στοιχίσουν τή ζωή του.
Καθώς πετούσαμε ἐπιστρέφοντας, μέ τούς δύο κινητῆρες νά μουγκρίζουν, σκέφθηκα γιά κάποιους ἄλλους δεῖκτες, πού διακηρύττουν τήν “ἀλήθεια”. Μερικοί εἰδοποιοῦν ὅτι χρειάζεται ριζική ἀλλαγή. Ἄλλοι μέ βεβαιώνουν ὅτι ὅλα πᾶνε καλά.
Ἄν θέλετε, ὀνομάστε με πνευματικό ἄνθρωπο τῆς Λεπτομερείας· ὅμως ἀναρωτιέμαι γιά μερικά ἀπ᾽ αὐτά τά ὄργανα. Ἔχω παύσει νά δέχωμαι ἀβασάνιστα τήν ἔνδειξι ἑνός ὀργάνου, ἀκόμα κι ἄν ὅλες τίς προηγούμενες φορές οἱ ἐνδείξεις του ἦταν σωστές. Κανένας μετρητής —καμμιά φωνή— δέν δίνει πάντοτε σωστές ἐνδείξεις.
Ἕνας δείκτης, πού ἐπιμένει νά εἶναι πράσινος, ὅταν ὁ κινητήρας ἀφηνιάζη, μπορεῖ νά εἶναι τό ἴδιο θανάσιμος μέ ἕναν, πού σέ ἀναγκάζει νά κλείσης τό γκάζι, ὅταν δέν ὑπάρχη λόγος. Ὁ σοφός ἄνθρωπος ἀντιστρέφει πότε-πότε τά καλώδια, ὕστερα ἐλέγχει τό ἐγχειρίδιο πτήσεως... ἤ ἀκόμα ἀπευθύνεται καί στόν κατασκευαστή.
Μερικές φορές αὐτό μπορεῖ νά τόν σώση ἀπό ἕνα ὁλοκαύτωμα»(ΚΘ 51).
Ὁ μόνος ἀλάνθαστος δείκτης εἶναι ἡ Βίβλος.

39. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ὅποιος φοβᾶται νά πλησιάση τήν κυψέλη δέν εἶναι ἄξιος τῆς κηρήθρας»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Σηκώνοντας τά βάρη τῶν ἄλλων, ἐλαφρώνουμε τά δικά μας»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Στό σήκωμα τῆς ἄγκυρας ὁ δειλός τρέμει, χάνοντας τή σιγουριά. Ὁ γενναῖος ἀγάλλεται ἀντικρύζοντας τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ ὠκεανοῦ»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

40. Κ. Κούρκουλας: «Στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ τά παραλυμένα σώματα τή θεραπεία τήν εὕρισκαν ὄχι στά γαληνεμένα νερά, ἀλλά στά ταραγμένα. Ὅταν ὁ ἄγγελος “ἐτάρασσε τό ὕδωρ”. Καί στίς ἀνθρώπινες ψυχές δέν εἶναι ἡ ἀκύμαντη καί μαλθακή ζωή, ἀλλά οἱ θύελλες καί οἱ δοκιμασίες, πού τίς θεραπεύουν καί τίς γιγαντώνουν. Οἱ στιγμές κατά τίς ὁποῖες ὅλα γύρω “ταράσσονται”. “Κύριε, ἐν θλίψεσιν ἐμνήσθημέν Σου”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

41. Ἐπισημαίνει ὁ π. Αὐγουστίνος Καντιώτης: «Ὦ βλάσφημε, εἴτε πιστεύεις εἴτε δέν πιστεύεις στό Θεό, παραλογίζεσαι. Διότι, ἄν μέν πιστεύης, τότε πῶς βλασφημεῖς Αὐτό τόν ὁποῖο λατρεύεις; Ἄν πάλι δέν πιστεύης, τί βλασφημεῖς κάποιον πού γιά ἐσένα εἶναι ἀνύπαρκτος;»(ΑΚ 142).

42. Ἕνας «μοναχός ἔζησε στόν καιρό τοῦ μεγάλου καί θαυμαστοῦ Παλάμωνος, δασκάλου καί Γέροντος τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ Παχωμίου. Μιά ἡμέρα πῆγε καί ἐπισκέφθηκε τόν Ὅσιο Παλάμωνα καί, σάν εἶδε φωτιά ἀναμμένη ἔξω ἀπ᾽ τό κελλί του, λέει μέ ὑπερηφάνεια στόν Ὅσιο Παλάμωνα καί στό μαθητή του Παχώμιο:
—Ἄν ἔχετε πίστι, ἐλᾶτε νά μποῦμε στή φωτιά, λέγοντας τήν Κυριακή προσευχή καί δέν θά πάθουμε τίποτε.
Ὁ θεῖος Παλάμων τοῦ εἶπε:
—Πρόσεξε, παιδί μου, διότι αὐτά τά ὁποῖα λές εἶναι σημεῖο μεγάλης ὑπερηφανείας. Ἐμεῖς λάβαμε ἐντολή νά πράττουμε καλά ἔργα καί ἀγαθές πράξεις, γιά νά λυτρωθοῦμε ἀπ᾽ τήν αἰώνια φωτιά τῆς κολάσεως.
Σάν ἄκουσε τοῦτα τά λόγια ὁ πλανεμένος ἐκεῖνος μοναχός, τά περιφρόνησε καί μπῆκε στή φωτιά· ὁπότε μέ τή βοήθεια τοῦ σατανᾶ δέν κάηκε, παρά βγῆκε ἔξω καί περιγελοῦσε τούς Ἁγίους (Παλάμωνα καί Παχώμιο) ὅτι δέν ἔχουν πίστι. Ὅμως ὁ παμπόνηρος δαίμονας, σάν εἶδε ὅτι ἔφθασε στήν κορυφή τῆς ὑπερηφανείας, μεταμορφώθηκε σέ ὄμορφη γυναῖκα, ἡ ὁποία μπῆκε μέσα στό κελλί του καί τόν παρακαλοῦσε μέ δάκρυα νά τήν κρύψη, διότι κακοί ἄνθρωποι ζητοῦν νά τή φυλακίσουν. Πείσθηκε, λοιπόν, στά γλυκά καί ἀπατηλά λόγια τῆς φανταστικῆς γυναίκας, τή λυπήθηκε καί ἄρχισε νά τή συμπαθῆ καί νά τήν παρηγορῆ· ὁπότε ἄναψε δυνατά στήν καρδιά του ἡ φωτιά τῆς αἰσχρῆς ἐπιθυμίας, ὥστε τήν ἴδια ἐκείνη στιγμή συμφώνησε ν᾽ ἁμαρτήση μαζί της καί, ὅταν τήν ἀγκάλιασε, μπῆκε μέσα του ὁ δαίμονας, τόν ἔρριξε κάτω καί κειτόταν πολλή ὥρα σάν νεκρός, θέαμα δηλαδή ἐλεεινό. Καί ὅταν συνῆλθε λιγάκι, ἄρχισε κι ἔτρεχε σάν τρελλός. Τότε μπῆκε μέσα σ᾽ ἕνα θερμό λουτρό ὅπου κάηκε τό σῶμα του, ἐνῶ τήν ψυχή του τήν παρέλαβε τό πονηρό πνεῦμα τῆς ὑπερηφανείας καί τή μετέφερε στή φωτιά τῆς αἰωνίου κολάσεως»(ΔΠ 28).

43. Μικρές ἀλήθειες: «Ἀρέσει στούς ἀνθρώπους νά βλέπουν τήν εἰκόνα τους σέ θολούς καθρέπτες»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τό καλό τό ὁποῖο ἔχουμε τό παίρνει ὁ θάνατος. Τό καλό τό ὁποῖο κάνουμε τό παίρνει ὁ οὐρανός»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἡ προσευχή θά σέ κάνη νά μήν ἁμαρτάνης. Ἡ ἁμαρτία θά σέ κάνη νά μήν προσεύχεσαι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

44. Ἀναφέρει ὁ μακαριστός π. Φιλόθεος Ζερβάκος: «Ἐδῶ στήν Πάρο ἦταν μία γυναῖκα, τήν ὁποία γνώρισα καί ἐξομολόγησα. Ἦταν 16 χρόνια τελείως ἀκίνητη. Εἶχε παραμορφωθῆ. Εἶχε γίνει ἕνα κουβάρι. Ποτέ δέν ἐγόγγυσε οὔτε στενοχωρήθηκε. Διαρκῶς ἔλεγε σάν τόν Ἰώβ: “Δόξα σοι, ὁ Θεός”. Πάντοτε χαιρόταν καί ἔλεγε ὅτι ὁ Θεός τήν ἀγαπᾶ καί ὅτι τῆς ἔδωσε αὐτό τόν παιδεμό, γιά νά τήν ἀναπαύση αἰωνίως στούς οὐρανούς. Πέθανε πρίν ἀπό 4 χρόνια. Μέ τήν ὑπομονή της ἁγίασε καί τώρα βρίσκεται στήν αἰώνια ἀγαλλίασι»(ΔΠ 35).

45. Κ. Κούρκουλας: «Φρόντισε ἐσύ τό οἰκογενειακό σου περιβάλλον νά εἶναι Παράδεισος καί μήν ἀνησυχῆς γιά τά παιδιά σου πού πήδηξαν τό φράχτη του. Ὅσο μακρυά κι ἄν βρεθοῦν καί ἀπ᾽ ὅποιο κατήφορο τῆς ζωῆς κι ἄν περάσουν, θά νοσταλγοῦν πάντα ἐκεῖνο τό ὁποῖο γνώρισαν καί ἔζησαν πίσω ἀπ᾽ τό φράκτη. Καί κάποτε θά τόν ξαναπηδήξουν ἀλλά πρός τά μέσα αὐτή τή φορά»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

46. «Στή φθορά τοῦ χρόνου, τά οἰκοδομήματα πού ἀντέχουν, εἶναι ἐκεῖνα πού ἔχουν γερούς ἀκρογωνιαίους λίθους στά θεμέλια καί ὄχι φιοριτοῦρες στά ἀετώματα. 
Οἱ ἀκρογωνιαῖοι δέν φαίνονται, ἀλλά στηρίζουν τά οἰκοδομήματα. Τά διακοσμητικά φαντάζουν, ἀλλά δέν ἐπιβιώνουν.
Καί στή φύσι ἐπιβιώνουν τά φυτά πού ἔχουν ρίζες καί ὄχι ἄνθη· καθώς καί στή ζωή ὅσοι διαθέτουν ἀρετές καί ὄχι φιοριτοῦρες»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

47. «Τό κυνήγι καί ἡ σκόπευσι ὑψηλῶν στόχων στή ζωή μοιάζει —ἔλεγε ὁ Bismarck— μέ τό κυνήγι τῆς ἀγριόπαπιας στό βάλτο.
Τό σημαντικό δέν εἶναι τό πότε θά πυροβολήσης ἀλλά τό πῶς καί ποῦ θά πατήσης πάνω στή λάσπη τοῦ βάλτου γιά νά μήν βουλιάξης»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

48. Γράφει κάποιος Χριστιανός: «Μοῦ ἔκαναν ἐντύπωσι δύο ἐπεισόδια, πού ἀναφέρονται σέ δύο βιβλία. Στό ἕνα, στό: Γιά Ποιόν Κτυπᾶ ἡ Καμπάνα, τοῦ Hemingway, παρουσιάζεται ἕνας κομμουνιστής  γεροστρατιώτης, πού εἶναι φρουρός σέ μιά γέφυρα. Τό νοιώθει, πώς ὕστερα ἀπό λίγο θά πεθάνη, θά σκοτωθῆ. Καί νοιώθει τήν ἀνάγκη νά προσευχηθῆ. Μά τά μαρξιστικά τσιτάτα δέν δέχονται κάτι τέτοιο. Καί τό νοιώθει σάν μειονέκτημα. Καί σκέπτεται, σάν κέρδιζαν τόν πόλεμο, νά ἔκανε μιά εἰσήγησι στήν Κεντρική Ἐπιτροπή, γιά τήν καθιέρωσι κάποιας λατρευτικῆς διαδικασίας.
Τό δεύτερο εἶναι ἀπό ἕνα μυθιστόρημα τῆς Oriana Fallaci, πού περιγράφει τή ζωή τῆς Ἀμερικῆς ἀπό ἕνα μάτι εὐρωπαϊκό κοιταγμένη. Ἡ ἡρωΐδα τοῦ μυθιστορήματος καταλαμβάνεται ἀπό κατάθλιψι, ἀπ᾽ τή ζωή καί τούς ἔρωτες, τούς ὁποίους εἶναι ἀναγκασμένη νά κάνη καί σέ μιά στιγμή ἀπελπισίας, ἐντελῶς ἐνστικτώδικα φωνάζει: “Ἄχ, Θεέ μου...”. Μά ἐπειδή ἦταν δασκαλεμένη, πώς Θεός δέν ὑπάρχει, συμπληρώνει: “Τί κρῖμα νά μήν ὑπάρχης”»(ΜΒ 11).

49. Μικρές ἀλήθειες: «Οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς πολλές φορές μᾶς ἐμπνέουν. Τό ρυάκι χάνει τό τραγούδι του ὅταν τοῦ ἀφαιρέσης τούς βράχους»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τό ἀναγκαῖο καί ἀπαραίτητο στή ζωή σέ σηκώνει... Τό παραπάνω χρειάζεται ἐσύ νά τό σηκώσης»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ Θεός δέν ζητᾶ συνηγόρους, πού νά προβάλλουν μέ τά λόγια τους τήν ἀξία τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ζητᾶ ὑπηκόους πού δείχνουν μέ τήν ὑποταγή τους καί τόν ἄψογο βίο τους τή δύναμι τοῦ Χριστοῦ»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός



<>





Ἕνας γιατρός ἐἶπε κάποτε:
 “Τό καλύτερο φάρμακο γιά τόν ἄνθρωπο ἐἶναι ἡ αγάπή”.
Κάποιος ρώτησε:
 “Καί άν δέν δουλέψει;”.
Ὁ γιατρός χαμογέλασε καί ἐἶπε:
  “Αὔξησε τή δόσι”.

https://www.facebook.com/orthodoxes.anthodesmes/


<>




Ὅταν κάποιος σέ βοηθάει ἐνῶ περνάει καί ὁ ἴδιος δύσκολα...
Δέν εἶναι βοήθεια...
Ἀγάπη εἶναι...

https://www.facebook.com/olagiatinpsixikiygeia/

<>





«Εἶπε στήν κόρη του, “Μήν πεῖς σέ κανένα ὅτι ὁ πατέρας σου εἶναι σκουπιδιάρης, θά σέ κοροϊδεύουν”.
Ἐκείνη ἀνέβασε στό instagram αὐτή τή φωτογραφία καί ἔγραψε: “Ὁ πατέρας μου εἶναι σκουπιδιάρης. Εἶναι ὁ ἡρωάς μου. Σ᾽ ἀγαπῶ μπαμπά”»(Τροφή για Σκέψη, https://www.facebook.com/trofigiaskepsii).
<>






«Πάσχει ἀπό Alzheimer ἀλλά γιά μιά στιγμή ἀναγνωρίζει τήν εγγονή τῆς πού τή φροντίζει καί τῆς λέει “Σ᾽ ἀγαπῶ”!  
Ἐπιμ.: Δ. Ντζαδήμα»(https://www.facebook.com/fractalart.gr).

<>




Μενέλαος Λουντέμης: «Τά ἀγριολουλουδα ἔχουν δύο παραπανίσιες ἀξίες:
Πρώτα, δέν πουλιοῦνται κι ἔπειτα ἐκεῖνος πού τά χαρίζει τά μαζεύει μόνος  του»(Σάν Χάδι, facebook.com).

<>




Babyhamsta: «Ὁ παπποῦς καί ἡ γιαγιά μου εἴχανε τήν 60ή ἐπέτειο γάμου.
 Ὁ παπποῦς μου εἶχε alzheimer. Δέν θυμόταν τά παιδιά του, τό σπίτι του ἤ ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀλλά ὅσο ἄσχημα κι ἄν ἦταν, ὅποτε ἔβλεπε τή γιαγιά μου ἔλεγε “κοίτα τήν ὄμορφη γυναῖκα μου”»(Σάν Χάδι, facebook.com).

<>





Ξένη Τσολακίδου: «Μέ ρώτησαν μιά μέρα τί εἶναι ἀγάπη.
Ἀγάπη εἶναι ὁ παππούς μου, πού ἔχει δυό χειρουργεῖα στά πόδια καί ἔνα μπαλονάκι στήν καρδιά. Ἀλλά σιδερώνει γιά τή γιαγιά μου πού ἔχει πόνους στά χέρια, στά πόδια στή μέση καί εἶναι μαζί 53 χρόνια.
Ἀγάπη εἶναι νά μήν φοβᾶσαι μήν καταπατηθῆ ὁ ἀνδρισμός σου. Σοῦ φτάνει μόνο νά βλέπης τόν ἄνθρωπο πού ἀγαπᾶς νά εἶναι καλά.
Αὐτό εἶναι ἀγάπη.
Σέ εὐχαριστώ παπποῦ πού μοῦ ἔμαθες τί εἶναι ἀγάπη»(Σάν Χάδι, facebook.com).

<>







Η θυσιαστική και με μακαρία υπομονή αγάπη ενός άνδρα για τη γυναίκα του και η επιστροφή της


«Διηγεῖται ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Βατοπαιδινός μία πραγματική ἱστορία, γιά νά μαρτυρηθῆ μέ ζωντάνια ἡ θυσιαστική καί μέ μακαρία ὑπομονή ἀγάπη ἑνός ἀνδρός γιά τή γυναῖκα του, ἕνα παράδειγμα ἀπ᾽ τή μαχητικότητα ἑνός ἡρωϊκοῦ συζύγου, ὄχι κάποια πλασμένη διήγησι πρός διδαχή, ἀλλά μία ἀληθινή ἱστορία πού ἐκτυλίχθηκε στίς μέρες μας. “Εἶναι πολύ συγκλονιστικό”, δηλώνει ἐξαρχής ὁ παπποῦς, ἕνα ἀληθινό παράδειγμα θυσίας, “ἀπ᾽ τά μέσα πού χειρίζονται οἱ πραγματικοί σύζυγοι, γιά νά συγκρατήσουν τήν ἑνότητά τους”. Ὁ Γέροντας ἐκκινεῖ τήν ἐξιστόρησί του, παρουσιάζοντας ἕνα “τζέντλεμαν”, ὅπως τόν ἀποκαλεῖ, ὁ ὁποῖος σέ ἡλικία πέραν τῶν τριάντα ἐτῶν, ἐπιθύμησε νά δημιουργήση οἰκογένεια. “Ἔκανε ἐκεῖ τήν προσευχούλα του, καί, ὅπως τοῦ ἔτυχε ἐκεῖ, βρῆκε μία κορούλα καί τήν πῆρε ὡς σύζυγο, τήν παντρεύτηκε νομίμως”. Ἐκείνη ἦταν μικρή, “κάτω καί τῶν εἴκοσι σχεδόν ἐτῶν”, ἀλλά ὄχι μονάχα αὐτό, διότι ἦταν καί ζωηρή, ἔκανε λάθη, ὡστόσο, ὡς γνήσιος “τζέντλεμαν” ὁ ἄνδρας της, ὡς ἄνθρωπος πού διέθετε διάκρισι, προσποιοῦνταν ὅτι δέν ἔβλεπε τά ἀτοπήματά της, “σάν πατέρας της τῆς φερόταν”, ὡς ἕνας γνήσιος ἥρωας ἀπ᾽ τίς πρῶτες ἐποχές τῆς συζυγίας τους.

Ὁ ἄνδρας ἦταν μέτοχος σέ ἑταιρεία πού ἕδρευε στό ἐξωτερικό καί ἄρα τό ἀνάγκαζε ἡ συγκυρία νά φύγη τό ζευγάρι γιά τά ξένα, ὅπως καί ἔφυγε. “Ἔ, τήν πῆρε καί ἔφυγαν στό ἐξωτερικό, σάν σύζυγό του, μαζί ἐκεῖ”. Ἐκεῖ, ὅμως, στά μακρινά, ἦρθε ὁ κακός λογισμός καί παρέσυρε μέ δίνη τό κορίτσι. “Ὅπως ἦταν λίγο ζωηρούλα καί ἀκατάρτιστη, σκέφτηκε ὅτι αὐτό γιά μένα τό ἔκανε —τό νά μετακινηθοῦν— γιά νά μέ χωρίση ἀπ᾽ τό περιβάλλον μου”. Πίστεψε τό νοῦ της, καί, τότε, “τόν παρατάει τόν ἄνδρα της καί φεύγει καί ἔρχεται πίσω στήν Ἑλλάδα καί πηγαίνει σέ κάποιο καζίνο καί δουλεύει σάν ἐλεύθερη γυναῖκα, ἐπ᾽ ἀμοιβή”. Ὁ σύζυγος, ὡστόσο, δέν φάνηκε νά πτοῆται ἀπ᾽ τήν ἄξαφνη φυγή της, διότι ἐκεῖνος τήν ἀγαποῦσε καί ἦταν ἱκανός νά τή συγχωρῆ, νά κάνη θυσίες, νά μακροθυμῆ, νά διασώζη τά πολλά καί σπουδαία λάθη της. “Αὐτός”, διηγεῖται ὁ Γέροντας, “ἀπ᾽ τή στιγμή πού ἔφυγε ἀπό κοντά του, ἄρχισε νά ἐξομολογῆται στό Θεό καί νά τόν παρακαλῆ, μέ ἕνα εἶδος, οπως νά σοῦ πῶ, δικαζότανε μέ τό Θεό!”.

Ὁ Βατοπαιδινός ἀναφέρεται στίς συγκλονιστικές προσευχές αὐτοῦ τοῦ “τζέντλεμαν” καί τίς δεήσεις ἑνός ὁλόκληρου καιροῦ: “Ἐπί δύο ἔτη, κάθε μέρα ἔκλαιγε: ‘Πανάγαθε, παρά δέ Κυρίου ἁρμόζεται γυνή ἀνδρί, ἐγώ προσευχήθηκα σέ Σένα καί ξέρεις τή διάθεσί μου. Εἶναι ἀδύνατον νά πιστέψω ὅτι αὐτή ἡ γυναῖκα εἶναι τυχαία γιά μένα! Ἐσύ μοῦ τήν ἔδωσες! Τή θέλω, Πανάγαθε! Ζητῶ τή γυναῖκα μου! Τί πειράζει, ἄν πλανήθηκε ἕνα κοριτσάκι; Γιά ποιόν σκοπό ἦρθες στή Γῆ; Δέν ἦρθες Ἐσύ νά ἐπιστρέψης τό πεπλανημένο; Δέν ὁρκίστηκες στό Ὄνομά Σου, ὅτι δέν θέλεις τό θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ; Δέν ὑποχωρῶ, ἐπιμένω, ζητῶ δικαιοσύνη! ̓”. Ἔκλαιγε. Σπάραζε. Γονάτιζε. Ζοῦσε ὅπως ζοῦσε, ὁ καιρός περνοῦσε. Ἡ κορούλα δέν γυρνοῦσε, ἀλλά ἐκεῖνος ὡς ἀκλόνητη ὀροσειρά εἶχε καταφέρει νά συμπληρώση εἴκοσι τέσσερεις ὁλόκληρους μῆνες τῆς ἴδιας ἐπιμονῆς κραυγῆς πρός τό Θεό: “Θέλω τή γυναῖκα μου, νά μοῦ τή φέρης πίσω! Ἀφοῦ δέν μπορεῖ ἐκείνη, γιατί πλανήθηκε, πάρε τή δική μου προσευχή! Δέν εἶπες Κύριέ μου, ‘εὔχεσθε ὑπέρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε; ̓”. Δύο χρόνια ἡ ἴδια ἱστορία. Τό ἴδιο κλαμα, ἡ ἴδια ἡρωϊκή διάθεσι. “Στεκόταν στήν ἔπαλξι τῆς ἀπαιτήσεως πρός τό Θεό”. Ἡ προσευχή του ἔφθασε νά εἶναι φοβερά παράκλησι, ἐπαινετά ἐξαντλητική γιά τή μικρή ὀμορφούλα τῆς καρδιᾶς του.

Ἐκεῖ, ὅμως, στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ, σέ περιμένει ὁ Θεός γιά νά σέ πιάση. “Στά δύο χρόνια ξύπνησε ἡ κόρη!”, λέει, τώρα, ὁ παπποῦς. Τήν κορούλα τή βασάνιζαν οἱ τύψεις. Γνώριζε τό μέγεθος τοῦ ἀτοπήματός της καί ἄρα τήν κλοτσοῦσε ἠ συνείδησί της. “Ἄρχισε νά σκέφτεται ὅτι θά πρέπη ὁ Θεός νά κάνη ἄλλη κόλασι, γιατί τούτη πού εἶναι, εἶναι μικρή γιά μένα. Πιάνει καί γράφει ἕνα γράμμα στόν ἄνδρα της, καί λέει: ‘Δέν τολμῶ νά σέ ὀνομάσω, δέν ἔχω θέσι. Ἀλλά, ἄν ἐπιστρέψω, δέν μέ δέχεσαι πίσω σάν ὐπηρέτρια; ̓”. Ὁ ἄνδρας, μόλις διάβασε τό γράμμα της, πλημμύρισε ἀπό χαρά. Δέν ὑπῆρξε γι᾽ αὐτόν οὔτε ἴχνος δεύτερης σκέψεως. Ἀμέσως λαχτάρισε πίσω τή γυναῖκα του. Ἡ ἀγάπη συγχωρεῖ, ζέει ὀρθή, δέν γνωρίζει μικρότητες. Μεγαλοθυμεῖ! Σημειώσεις λαθῶν δέν θά κρατήση ἡ ἀγάπη. Σχίζει τά τεφτέρια. Τά διαγράφει ὅλα, σχεδιάζει τά μέλλοντα. “Ἀπαντάει αὐτός”. Γράφει καί στέλνει μία ἀπάντησι ἡρωϊκή. “‘Ἀγάπη μου ̓, ἔγνεφε μέσα μέ ζεστασιά, ‘γιατί εἶπες αὐτό τό λόγο; Δέν σέ ἔστειλα γιά διακοπές καί ἀναμένω τή σύζυγό μου νά ἔρθω πίσω στήν ἀγκαλιά μου; ̓. Ἔ, πῆρε θάρρος αὐτή καί λέει ἔρχομαι!”.

Πανηγύριζε ἤδη ὁ οὐρανός, οἱ Ἅγιοι, οἱ Ἄγγελοι, ὅλοι μαζί ἕνας ψαλμός γιά τό ζευγάρι πού ἑνώνονταν ξανά, διότι χαίρεται πολύ καί ἡ Θεοτόκος σμίγοντας πίσω τά ζευγάρια. Ἀπέμεινε ἡ συνάντησί τους. “Συνεννοήθηκαν γιά τό χρόνο κι αὐτός τήν περίμενε στό ἀεροδρόμιο. Ὅταν ἦρθε στό ἀεροδρόμιο καί βγῆκε ἔξω καί ἐλευθερώθηκε, μόλις τόν εἶδε ἀπέναντι, ἔπεσε κάτω καί ἄρχισε νά κλαίη, νά χτυπιέται. Ἐκεῖνος τήν πῆρε στήν ἀγκαλιά του, ἔτσι μπροστά στόν κόσμο. ‘Ἀγάπη μου, γιατί κάνεις ἔτσι καί μέ πληγώνεις; Μέ τόση λαχτάρα σέ περιμένω νά πᾶμε σπίτι μας, κι ἐσύ τί κάνεις ἔτσι; ̓. Τήν πῆρε στό σπίτι”.

“Ἔ, αὐτό τό βράδυ, πάτερ”, εἶχε ἐμπιστευτῆ ἐκεῖνος ὁ σύζυγος στό Γέροντα Ἰωσήφ τό Βατοπαιδινό, “ἀπ᾽ τήν ὥρα πού ἔβαλα τό κεφάλι μου στό μαξιλάρι μου μέχρι τό πρωΐ, ὁ φύλακας μου ἄγγελος μέ γύρισε ὅλες τίς χωρεῖες τῶν Ἁγίων, ὅλη τή δόξα τοῦ Παραδείσου!”»(ΚΠ, 437).


<>








Η αγάπη βρίσκει τον τρόπο, η αδιαφορία βρίσκει πάντα μια δικαιολογία


<>


Λόγια Αγίων περί Αγάπης


*Αγάπη είναι η ομορφιά της ψυχής.

—Aγιος Αυγουστίνος Ιππώνος Β. Αφρικής


* Δεν μπορεί ο οποιοσδήποτε να κατακτήσει την τέλεια αγάπη, παρά μονο εκείνος που απέβαλε τον παλιό εαυτό του.

—Άγιος Βασίλειος ο Μέγας


*Πουθενά δεν βρίσκεται η αγάπη χωρίς ταπείνωση, ούτε ταπείνωση χωρίς αγάπη. Ο κλέφτης αποφεύγει τον ήλιο και ο υπερήφανος καταφρονεί την ταπείνωση.

—Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης


* Η πολυχρόνια υπομονή οδηγεί στην ταπείνωση. Η ταπείνωση οδηγεί στην υγεία της ψυχής. Η υγεία της ψυχής στη γνώση του Θεού. Η γνώση του Θεού στην αγάπη του Θεού. Και, τέλος, η αγάπη του Θεού στη χαρά του Θεού, τη γλυκύτερη όλων

—Άγιος Ισαάκ ο Σύρος



<>





Έρωτας σε γάμο...

Μια όμορφη και πιστή οικογένεια έζησε πολύ καλά το Μυστήριο του Γάμου, είκοσι χρόνια γάμου.  Μια μέρα ξέσπασε σφοδρή φωτιά στο σπίτι.  Οι γείτονες κάλεσαν την πυροσβεστική, η γυναίκα και ο σύζυγός του μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο.  Λίγες μέρες αργότερα, οι γιατροί είπαν στον σύζυγό της:

 - Καταφέραμε να σώσουμε τη γυναίκα σου, αλλά είναι αγνώριστη: από τη μέση και πάνω είναι μια αγνώριστη από  το καμένο δέρμα, το στόμα της είναι παραμορφωμένο, έχει χάσει ένα κομμάτι από τη μύτη της, το αυτί της.  Θα είναι δύσκολο για εμάς να βοηθήσουμε τη γυναίκα σας να ξαναβρεί τη ζωή της.

 Είπε χαμηλόφωνα:

 - Κι εγώ υπέφερα πολύ από αυτή τη φωτιά, είμαι τυφλός, πρέπει να φοράω ειδικά γυαλιά.

 Πήραν εξιτήριο από το νοσοκομείο και μεταφέρθηκαν στο  σπίτι που αγοράστηκε με τη βοήθεια συγγενών και φίλων και κλείστηκαν στο σπίτι, αλλά δεν έβγαιναν από το σπίτι.  Ήταν εντελώς παραμορφωμένη, αλλά έζησαν μαζί για άλλα δεκαεπτά χρόνια .Μετά η γυναίκα του πέθανε .

 Στην κηδεία ... η έκπληξη συγγενών και φίλων ήταν μεγάλη!  Ήταν χωρίς γυαλιά και χωρίς μπαστούνι: δεν ήταν τυφλός.  Είπε ψέματα γιατί ήξερε ότι αυτή η σύζυγος δεν θα μπορούσε ποτέ να αισθανθεί ότι την αγαπούν πραγματικά αν ήξερε ότι έβλεπε την παραμόρφωσή της.

 Ηθική: Να αγαπάς σημαίνει να έχεις το θάρρος να παίζεις στα τυφλά για να βλέπει ο άλλος το φως.  Να αγαπάς σημαίνει να θυσιάζεσαι για τον άλλον και να ζεις μέσα από τον άλλον!  Η αληθινή αγάπη δεν κρατά μόνο στον τάφο, αλλά περνά πέρα ​​από τον θάνατο στην αιωνιότητα σε Αυτόν που είναι - Ζωή χωρίς θάνατο και Αγάπη χωρίς τέλος!

https://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/07/blog-post_90.html


<>




Ποιος πρέπει να κάνει τις δουλειές του σπιτιού; Η γυναίκα ή ο άντρας;


—Γέροντα, ποιος πρέπει να κάνει τις δουλειές του σπιτιού; Η γυναίκα ή ο άντρας; 

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994):

—Όποιος προλάβει πρώτος... Αυτός θα έχει και τον μεγαλύτερο μισθό.



<>


“Nομικός τίς προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ ἐκπειράζων αὐτόν καί λέγων· ... τίς ἐστί μου πλησίον;” (Λουκ. 10, 25-37, Παραβολή Καλοῦ Σαμαρείτη)


“Nομικός τίς προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ ἐκπειράζων αὐτόν καί λέγων· ... τίς ἐστί μου πλησίον;” (Λουκ. 10, 25-37, Παραβολή Καλοῦ Σαμαρείτη)


Μία ἀπ᾽ τίς πιό ἀπολαυστικές στιγμές τῆς Ἱερωσύνης


εἶναι ἡ στιγμή πού ἔχει τελειώσει ἡ Θ. Λειτουργία,


μέσα στήν ἡσυχία


καί μέ τήν ἐκκλησιά νά μοσχοβολᾶ πατόκορφα λιβάνι,


ὁ ἱερέας βρισκόμενος “μόνος μόνῳ Θεῷ”


καταλύει (τρώγει τό περιεχόμενο) τό Ἅγ. Ποτήριο.


Τί εἶναι μέσα στό Ποτήριο;


Ὁλάκερος ὁ κόσμος (ὁρατός καί ἀόρατος)


Ἐκεῖ εἶναι ἡ Παναγία πού τόσο εὐλαβεἶσαι...


Ἐκεῖ ὁ Θυσιαζόμενός μας Χριστός...


Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος πού φέρεις


βαρύ φορτίο κληρονομιᾶς τό ὄνομά του...


Ἐκεῖ ὅμως καί ἐκείνος


πού δέν συμπαθεῖς,


πού ἐνῶ δέν τοῦ κρατᾶς κακία (γιατί εἶσαι καί “Χριστιανός”)


ἀλλάζεις πεζοδρόμιο γιά νά μήν συναντηθῆτε...


κι ὅμως μπορεῖ νά μήν τόν ἀντέχῆ ἡ “ἁγιότητά” σου


βρίσκεται δίπλα σου μέσα στό Ποτήριο


κολυμπώντας στήν ἀδιάκριτη ἀγάπη τοῦ Χριστού μας...


Λυγίζουν τά γόνατα τοῦ ἱερέως


στό ὑπέρλογο θέαμα


τοῦ ἐσωτερικοῦ τοῦ Ἁγ. Ποτηρίου...


Γίνεται καί ὁ παππούλης


μέ τήν κατάλυσι


ἕνα χωνευτήρι τῆς ἀγάπης!


π. Ἰωάννης Παπαδημητρίου


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2020/01/blog-post_563.html




<>


Ένας καλλιτέχνης...


Ένας καλλιτέχνης που ζούσε σε ένα μικρό χωριό, έκανε αγιογραφίες και τις πουλούσε σε καλή τιμή. Η φήμη του είχε εξαπλωθεί.


Μια φορά ήρθε ένας κακός άνθρωπος από το χωριό και του είπε:


"Βγάζεις πολλά λεφτά από τη δουλειά σου. Γιατί δεν βοηθάς τους φτωχούς στο χωριό; Κοίταξε τον χασάπη, δεν έχει πολλά λεφτά, αλλά δίνει δωρεάν κρέας στους φτωχούς κάθε μέρα. Κοίταξε τον φούρναρη - κι ας είναι φτωχός και πατέρας μεγάλης οικογένειας, δίνει δωρεάν ψωμί κάθε μέρα".


Ο καλλιτέχνης δεν του απάντησε, αλλά μόνο χαμογέλασε. 


Ο άνθρωπος έφυγε θυμωμένος και διέδωσε στο χωριό ότι ο καλλιτέχνης είναι πολύ πλούσιος, αλλά είναι ένας άθλιος και δεν βοηθάει τους φτωχούς.


Μετά από λίγο ο καλλιτέχνης αρρώστησε και κανείς στο χωριό δεν του έδωσε σημασία. Πέθανε μόνος του.


Πέρασε καιρός και οι κάτοικοι του χωριού παρατήρησαν ότι ο χασάπης δεν έδινε πλέον δωρεάν κρέας στους φτωχούς, ο φούρναρης επίσης δεν έδινε δωρεάν ψωμί στους φτωχούς. 


Όταν ρωτήθηκαν γιατί σταμάτησαν, είπαν:


"Σταματήσαμε γιατί ο καλλιτέχνης που μας έδινε χρήματα κάθε μήνα για να σας βοηθούμε, πέθανε".


Γι᾽ αυτό δεν πρέπει να καταδικάζουμε κανέναν γιατί δεν ξέρουμε τι κρύβεται στην ψυχή του. Μόνο ο Θεός ξέρει και μόνο αυτός έχει το δικαίωμα να κρίνει.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/03/blog-post_204.html




<>


Το να βοηθάς κάποιον άλλον μέσα από δυσκολίες είναι εκεί που ξεκινά ο πολιτισμός


Πριν από χρόνια, η ανθρωπολόγος Margaret Mead ρωτήθηκε από έναν μαθητή τι θεωρούσε ως το πρώτο σημάδι πολιτισμού σε μια κοινωνία. Ο μαθητής περίμενε την Mead να μιλήσει για αγκίστρια ή πήλινα αγγεία ή γλυπτά. Αλλά όχι. Η Mead είπε ότι το πρώτο σημάδι του πολιτισμού σε έναν αρχαίο πολιτισμό ήταν ένα μηριαίο οστό που είχε σπάσει και στη συνέχεια είχε πλήρως επουλωθεί. Η Mead εξήγησε ότι στο βασίλειο των ζώων, αν σπάσεις το πόδι σου, πεθαίνεις. Δεν μπορείς να φύγεις από τον κίνδυνο, να φτάσεις στο ποτάμι και να πιείς νερό ή να κυνηγήσεις για φαγητό. Είσαι τροφή για άγρια θηρία. Κανένα ζώο δεν επιβιώνει από ένα σπασμένο πόδι αρκετό καιρό ώστε να επουλωθεί το οστό. Ένας σπασμένος μηρός που έχει επουλωθεί είναι απόδειξη ότι κάποιος έχει πάρει χρόνο για να μείνει με αυτόν που έπεσε, έδεσε την πληγή, έχει μεταφέρει το άτομο σε ασφαλές μέρος και έχει φροντίσει το άτομο να ανακάμψει. Το να βοηθάς κάποιον άλλον μέσα από δυσκολίες είναι εκεί που ξεκινά ο πολιτισμός, είπε η Mead. 


"Είσαι στα καλύτερά σου όταν εξυπηρετείς άλλους. Να είσαι πολιτισμένος".


—Ira Byok" (Via: Ξένος Σάββας)


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2020/08/margaret-mead.html


<>


Κάνουν λάθοι αλλά κρύβουν τόση ηπιότητα και γλυκάδα μέσα στην καρδιά τους 


«Ζοφερό καί μαῦρο βλέπουμε τό μέλλον αὐτῆς τῆς Γῆς. Μά ὁ Θεός πού τοῦ ἀρέσουν τά surpise πάντα ἔχει ἕνα ἄλλο σχέδιο.


Θεωροῦμε τίς νέες γενιές ὡς ἀδιάρμιστες (ἀκατάστατες) καί κακοκαμωμένες καί κλαῖμε γι᾽ αὐτό πού ἔρχεται.


Κι ὅμως θωρείς στούς περισσότερους νέους μία εὐαισθησία, μία ἁπαλότητα, ἕνα πιό ταπεινό πνεῦμα καί μία εὐαισθητοποίησι γιά τόν πόνο τῶν ἄλλων καί ὅλης τῆς κτίσεως.


Γνωρίσαμε καί τίς παλαιές γενιές τῶν πιστῶν καί ἀθώων μέν ἀνθρώπων μά ἐπίσης καί τῶν σκληροκαρδίων, ἀμετάπειστων, ἀπόλυτων, ξεροκέφαλων καί σκληροτάτων ἀνθρώπων.


Προκρίνω τό σήμερα. Μέ παιδιά τά “κουζουλά” καί “απροσάρμοστα” πού κάνουν μέν λάθη ἀλλά κρύβουν τόση ἠπιότητα καί γλυκάδα μέσ᾽ τήν καρδιά τους.


Σέ πανήγυρι εὑρισκόμενος πρίν λίγες ἡμέρες, καί ἐνῶ καθόμουν μέσα στό Ἱερό εἶχε συνωστιστεί δίπλα μοῦ ἕνας ὄμιλος παιδιῶν καί ἐφήβων πού φοροῦσαν πολύχρωμες παπαδακίστικες στολές. Τά γέλια, τά πειράγματα καί τά πολλά τά λόγια δέν ἀπόλειπαν. Κάποια στιγμή μία μεγάλη, παρδαλή καί ἐπικίνδυνη σφήκα μπῆκε μέσα. Ἕνα παιδί στράφηκε ἐνστικτωδῶς νά τήν πατήση, ὅπως θά κάναμε ὅλοι στή θέσι τους.


Μά τότε φώναξαν οἱ ὑπόλοιποι:


—Ὄχι βρέ σύ, μήν τήν πατήσεις , ἄφησέ τήν νά ζήση.


Καί λαμβάνοντας, ἕνα χαρτομάντηλο τήν ἔπιασαν καί τήν ἄφησαν ἀπ᾽ τό παραθύρι τοῦ Ἱερού ν᾽ ἀναπετάξη στήν φωλιά της.


Πρίν μία ἑβδομάδα ἡ Πέμπτη Δημοτικοῦ ἑνός κοντινοῦ σχολείου ἐπισκέφθηκε τήν ἐκκλησία μας. Πῆραν τά παιδιά νά προσκυνοῦν μέ δέος ὅλες τίς ἁγίες εἰκόνες ὥσπου ἕνα ἀγοράκι παραπάτησε στά σκαλοπάτια τοῦ Τέμπλου καί κόντευσε νά πέση.


Ἀμέσως τότε ἕνα κοριτσάκι πῆγε νά βάλη τά γέλια.


Ὅμως ἕνας συμμαθητής της εἶχε ἄλλη ἄποψι.


—Εἶσαι καλά; Ἄν δηλαδή ἔπεφτε καί χτύπαγε τό κεφάλι του θά χαιρόσουν;


Στόν γκισέ μίας δημόσιας ὑπηρεσίας στέκονταν βαριεστημένος ἕνας 65άρης. Τοῦ ᾽χε προμηθεύσει ἡ σύζυγός του ὅλα τά χαρτιά πού ἔπρεπε. Ὅμως εἶχε λησμονήσει ἕνα δικαιολογητικό.


Τότε τήν παίρνει τηλέφωνο ἀπ᾽ τό κινητό του.


—Μωρή... γιατί μωρή ξέχασες αὐτό τό χαρτί, μήν ἔρθω ἐκεῖ καί...


Λίγο πιό μετά ἔφτασε στήν ἴδια ὑπηρεσία ἕνας 30άρης.


Καί ἐκείνου εἶχε ἀποξεχάσει ἡ γυναίκα του νά τοῦ προμηθεύση ἕνα ἀπ᾽ τά ἀπαραίτητα ἔγγραφα.


Την καλεί ἀμέσως στό τηλέφωνο καί τῆς λέει:


—Ἀγάπη μου, συγγνώμη ξέχασες τό τάδε χαρτί, σέ παρακαλώ ποῦ τό ἔχεις νά πάω νά τό πάρω;


Δέν ἐμφανίστηκε ὁ Θεός στόν Προφήτη Ἠλία οὖτε στό σεισμό, οὖτε στή φωτιά, οὖτε στή θύελλα, μά στή γλυκιά καί ἤπια αὔρα σάν τίς ψυχές ἐτοῦτες τῶν νέων γενεῶν πού ἦρθαν καί ἔρχονται σέ πεῖσμα τῶν ἐρεβομανῶν ἤ καί ἀπέλπιδων λατρευτῶν τῆς ζοφερῆς Κασσάνδρας»


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2019/04/blog-post_444.html



<>


Μερικές φορές μου άρεσει το ψημένο ψωμί λίγο καμένο


Ἀναφέρει ἡ Ntiana Meis:


«Μετά ἀπό μιά μακρά καί σκληρή ἐργάσιμη ἡμέρα, ἡ μητέρα μου ἔβαλε ἕνα πιάτο λουκάνικα καί μιά πολύ καμένη φέτα ψωμί μπροστά στόν πατέρα μου. Θυμᾶμαι πού τόν περίμενε νά τό προσέξη.


Ἀλλά αὐτός πῆρε τό ψωμί, χαμογέλασε καί μέ ρώτησε πῶς πῆγε ἡ ἡμέρα μου στό σχολεῖο. Δέν θυμᾶμαι τί τοῦ εἶπα, ἀλλά θυμᾶμαι νά τόν βλέπω χαλαρό καί γλυκό πάνω στό καμένο ψωμί καί νά τό τρώη. Ὅταν σηκώθηκε ἀπ᾽ τό τραπέζι ἐκεῖνο τό βράδυ, θυμᾶμαι πώς ἡ μαμά μου ζήτησε συγγνώμη ἀπ᾽ τόν μπαμπά μου γιά τό καμένο ψωμί καί δέν θά ξεχάσω ποτέ αὐτό πού εἶπε:


“Γλυκιά μου, μήν ἀνησυχείς, μερικές φορές μοῦ ἀρέσει τό ψημένο ψωμί, λίγο καμένο”.


Ἀργότερα, ὅταν ἦρθε νά μέ φιλήση καί νά μοῦ πῆ καληνύχτα, ὅπως ἔκανε κάθε βράδυ, δέν μποροῦσα νά συγκρατήσω τόν ἑαυτό μου καί νά τόν ρωτήσω ἄν τοῦ ἄρεσε πραγματικά τό καμένο ψωμί. 


Μέ ἀγκάλιασε καί μοῦ εἶπε, “ἡ μητέρα σου εἶχε μιά πολύ δύσκολη μέρα ἐργασίας, εἶναι πολύ κουρασμένη, καί τό καμένο ψωμί δέν κάνει κακό σέ κανένα”.


Ἡ ζωή εἶναι γεμάτη ἀπό ἀτελή πράγματα. Πρέπει νά μάθουμε νά δεχόμαστε ἐλαττώματα καί νά ἐκτιμοῦμε κάθε μιά ἀπ᾽ τίς διαφορές τῶν ἄλλων, διότι ἡ κατανόησι καί ἡ ἀνοχή εἶναι στή βάσι ὁποιασδήποτε καλῆς σχέσεως. Γι᾽ αὐτό νά εἶσαι πιό εὐγενικός ἀπ᾽ ὅσο νομίζεις, γιατί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τή στιγμή πού ἔκαναν ἕνα λάθος ἤ ἕνα “καμένο ψωμί” ἔχουν κάποιο πρόβλημα. 


Νά σέβεσαι τίς προσπάθειες ὅλων, γιατί δέν ξέρεις τί ἔχει στό κεφάλι του καί ποιό εἶναι τό πρόβλημά του. Ἡ ζωή εἶναι μιά σειρά ἀπό μικρούς συμβιβασμούς γιά νά ἔχης κάτι μεγάλο, ἀληθινό”.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2018/11/blog-post_674.html




<>



Σε αγαπώ παιδί μου... 


Ένα συγκλονιστικό κείμενο για τους ηλικιωμένους γονείς μας


Οι γονείς για όλους μας είναι οι πιο σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή μας. Γιατί μας έφεραν στη ζωή και με υπομονή κι αγάπη μας έμαθαν τη ζωή.


Όταν όμως τα χρόνια περάσουν και κάποτε η ηλικία βαρύνει στους ώμους τους, είναι φορές που αντιμετωπίζονται ως βάρος από τα παιδιά τους. Τα παρακάτω λόγια ελπίζουμε να ευαισθητοποιήσουν ακόμη περισσότερο όσους έχουν ηλικιωμένους γονείς …χρειάζεται υπομονή.


Εάν μια μέρα με δεις “γέρο”, εάν λερώνομαι όταν τρώω και δεν μπορώ να ντυθώ, έχε υπομονή.


Θυμήσου πόσο καιρό μου πήρε για να σου τα μάθω… αυτά όταν εσύ ήσουν μικρός.


Εάν όταν μιλάω μαζί σου επαναλαμβάνω τα ίδια πράγματα, μην με διακόπτεις, άκουσε με.


Όταν ήσουν μικρός κάθε μέρα σου διάβαζα το ίδιο παραμύθι μέχρι να σε πάρει ο ύπνος.


Όταν δεν θέλω να πλυθώ μην με μαλώνεις και μην με κάνεις να αισθάνομαι ντροπή…


Θυμήσου όταν έτρεχα από πίσω σου και έβρισκες δικαιολογίες όταν δεν ήθελες να πλυθείς.


Όταν βλέπεις την άγνοιά μου στις νέες τεχνολογίες, δώσε μου χρόνο και μη με κοιτάς ειρωνικά, εγώ είχα όλη την υπομονή να σου μάθω το αλφάβητο.


Όταν κάποιες φόρες δεν μπορώ να θυμηθώ ή χάνω τον συνειρμό των λέξεων, δώσε μου χρόνο για να θυμηθώ και εάν δεν τα καταφέρνω μην θυμώνεις…


Το πιο σπουδαίο πράγμα δεν είναι εκείνο που λέω αλλά η ανάγκη που έχω να είμαι μαζί σου και κοντά σου και να με ακούς.


Όταν τα πόδια μου είναι κουρασμένα και δεν μου επιτρέπουν να βαδίσω μην μου συμπεριφέρεσαι σαν να ήμουν ένα “βάρος”, έλα κοντά μου με τα δυνατά σου μπράτσα, όπως έκανα εγώ όταν ήσουν μικρός και έκανες τα πρώτα σου βήματα.


Όταν λέω πως θα ήθελα να “πεθάνω”… μη θυμώνεις, μια μέρα θα καταλάβεις τι είναι αυτό που με σπρώχνει να το πω.


Προσπάθησε να καταλάβεις πως στην ηλικία μου δεν ζεις, επιβιώνεις.


Μια μέρα θα ανακαλύψεις ότι παρόλα τα λάθη μου πάντοτε ήθελα το καλύτερο για σένα, για να σου ανοίξω τον δρόμο.


Βοήθησέ με να περπατήσω, βοήθησέ με να τελειώσω τις ημέρες μου με αγάπη και υπομονή.


Σε αγαπώ παιδί μου…».



<>


Ο Άγιος Αμφιλόχιος της Πάτμου (+1970) και η αγάπη του προς τα δένδρα


Ο αείμνηστος αγαπούσε πολύ το πράσινο και καθώς τα πεύκα ήταν σχεδόν άγνωστα στο νησί της Πάτμου, οι απλοϊκές γυναίκες όταν τα πρωτόειδαν φυτεμένα από εκείνον τα είπαν «Αμφιλοχιακά». Έκανε πρασιές πεύκων και από το φυτώριό του εφύτευε νέες ρίζες ο ίδιος και έδιδε και στους άλλους να φυτεύουν συχνά μάλιστα τους υποχρέωνε στην εξομολόγησή των να φυτεύουν 2-5 πεύκα για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες των – σοφή σκέψη σοφού πατρός! Έτσι παρουσίασε λίγο πράσινο το κατάξερο νησί που τόσο αγαπούσε ο άγιος πατέρας. «Όποιος φυτεύει δένδρο φυτεύει ελπίδα, φυτεύει ειρήνη, φυτεύει αγάπη και έχει τις ευλογίες του Θεού» έλεγε πάντα στον κύκλο του. Αυτό το αναγνωρίζει η Αγνή Ρουσοπούλου που γράφει στην εφημερίδα «Το Βήμα» της 8-10-1975:


«Στην προσπάθεια αυτή (της δενδροφυτεύσεως) μπορούν να βοηθήσουν και οι φωτισμένοι κληρικοί. Αρχή είχε κάμει ο μακαρίτης ήδη πατήρ Αμφιλόχιος στην Πάτμο, που ζητούσε από τους εξομολογουμένους σε ένδειξη μετανοίας να φυτέψουν ένα δένδρο».


Δεν εφρόντιζε μονάχα για το φύτεμά τους ο ίδιος. Κοπίαζε μαζί μου για το πότισμα των μικρών δένδρων στους άνυδρους μήνες του καλοκαιριού. Πίστευε πως γίνεται συνδημιουργός στη φύση με τον Πλάστη Θεό όποιος φυτεύει είτε ποτίζει ένα δένδρο. Τιμωρούσε πολύ αυστηρά τους εξομολογουμένους όταν του έλεγαν ότι κατέστρεψαν ένα δένδρο. Μια μοναχή είχε καταστρέψει ένα πεύκο, ποτέ δεν τον είδα να αγανακτήση τόσο πολύ και να θυμώση από ιερή αγανάκτηση σαν τον Κύριο που πήρε το μαστίγιο και έδιωξε τους εμπόρους από το Ναό του Σολομώντος· την υπεχρέωσε να φυτεύσει πέντε πεύκα και να τα ποτίζει τρία χρόνια για να την συγχωρέση ο Θεός! Κι’ όταν μεγάλωναν τα δένδρα η χαρά του ήταν να βρίσκεται στην σκιά τους και να περνά ώρες ολόκληρες προσευχόμενος· αινούσε μαζί με τα δένδρα τον Κύριο, όπως ψάλλει ο προφήτης «Αινείτε τον Κύριον τα όρη και πάντες οι βουνοί, ξύλα καρποφόρα και πάσαι κέδροι… Νεανίσκοι και παρθένοι, πρεσβύτεροι μετά νεωτέρων αινεσάτωσαν το όνομα Κυρίου» (Ψαλμός 148).


Λαχταρούσε να ιδή την Πάτμο καταπράσινη και πανηγύριζε στο άκουσμα ότι τα παιδιά της Πατμιάδος φύτεψαν χίλια ή δύο χιλιάδες πεύκα. Πόσοι πατέρες δεν έζησαν στο νηπτικό περιβάλλον δένδρων και δασών, που η σκέψη του ουρανού καλλιεργείται εύκολα μέσα στο Ναό της Φύσεως!


Ασφαλώς θα εγνώριζε την περσική παροιμία που λέγει «τα δένδρα είναι κάθετες προσευχές προς τον Ουρανό…». Σε πνευματικό του τέκνο στις 15- 9-53 έγραφε από τον άγιο Μηνά Αιγίνης: «έχομε μια μικρή ταράτσα που εκεί πάνω τα βράδια γίνεται ο εσπερινός και το απόδειπνο, και μαζί με τας αδελφάς συμψάλλουν τα πεύκα και η θάλασσα, ο δε γκιώνης με την μελαγχολική του φωνή νομίζεις ότι λέγει το «Κύριε ελέησον» και έτσι τα πάντα εδώ μιλάνε και δοξολογούν τον Πλάστη».


Μέσα στην φύση βρίσκει τον τρόπο να ζή το υπέρ φύσιν. Όλα τα δημιουργήματα τον συγκινούσαν, περισσότερο όμως τα δένδρα. Πονούσε και έκλαιγε όταν διάβαζε στις εφημερίδες πως δάση ολόκληρα της πατρίδας μας καίγονται, εγκληματίες καλούσε τους υπεύθυνους των πυρκαϊών. Και δεν είχε άδικο! Δεν ξεύρω τι θάλεγε σήμερα με τις ομαδικές πυρκαϊές σ’ αυτόν τον άμοιρο τόπο μας για τα ταπεινά συμφέροντα ορισμένων ιδιοκτητών δασικών εκτάσεων!


Προστάτεψε τα δάση μας, Γέροντα, από τους Ουρανούς που είσαι!


Από το βιβλίο: Αρχιμ. Παύλου Νικηταρά, «ο Γέροντας Αμφιλόχιος», σελ.71-73, στ’ έκδοση 1999.


Πηγή:


https://www.orthodoxianewsagency.gr/gnomes/o-agios-amfiloxios-kai-i-agapi-tou-pros-ta-dendra/



<>


Η αγάπη και η ελεημοσύνη της Γερόντισσας Θεοφανώς, ηγούμενης της Ι. Μονής Κεχροβουνίου Τήνου


Ἡ Μοναχή Θεοφανώ Βιδάλη Προηγούμενη τῆς Ἱ. Μ. Κεχροβουνίου Τήνου ὅταν διακονούσε ὡς ἐκκλησάρισσα, ἡ Ἡγουμένη Μαγδαληνή Χρυσούλη τῆς ἔκανε δῶρο ἕνα ζευγάρι παπούτσια γιά νά ἀνεβαίνη χωρίς κίνδυνο στή σκάλα καί νά ἀνάβη τά κανδήλια. 


Μιά βροχερή ἡμέρα στό μοναστήρι ἀνέβηκε γιά νά προσκυνήση μιά φτωχή νησιώτισσα ξυπόλυτη. Χωρίς νά τό σκεφτῆ ἡ ἀδελφή Θεοφανώ, τῆς προσέφερε τά παπούτσια. 


Ἡ ἡγουμένη Μαγδαληνή μάλωσε τή μοναχή, ἡ οποία μέ ἁπλότητα ἀπάντησε:


—Ἐγώ Γερόντισσά μου ἔχω τά παλιά παπούτσια, ἐνώ αὐτή ἡ γριούλα ἦταν ἐντελῶς ξυπόλυτη στά νερά τῆς βροχῆς.


—Μα ἦταν πανάκριβα, εἶπε ἡ ἡγουμένη, στερηθήκαμε γιά νά σοῦ τά ἀγοράσουμε.


—Εὐλόγησον, συγχωρέστε με, εἶπε ἡ ἀδελφή Θεοφανώ. 


Τήν άλλη μέρα τό πρωΐ ὁ ταχυδρόμος κρατοῦσε ἕνα δέμα γιά τήν ἀδελφή Θεοφανώ πού περιεῖχε ἕνα ὁλοκαίνουργιο ζευγάρι παπούτσια καί 50 δραχμές ἐσώκλειστες σέ φάκελο γιά προσευχή.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2016/07/blog-post_0.html



<>


Η προσευχή είναι αγάπη


Ἕνα κρουαζιερόπλοιο κατά τή διάρκεια μιᾶς σφοδρότατης καταιγίδας βυθίστηκε καί μόνο δύο ἀπ᾽ τούς ἐπιβάτες του κατάφεραν νά κολυμπήσουν μέχρι ἕνα μικρό ἐρημονήσι.


Οἱ δύο ναυαγοί μή ξέροντας τί ἄλλο νά κάνουν, συμφώνησαν ὅτι δέν εἶχαν ἄλλη διέξοδο ἀπ᾽ τό νά προσευχηθοῦν στό Θεό.


Ὡστόσο γιά νά ἐξακριβώσουν ποιανοῦ ἡ προσευχή εἶναι ἰσχυρότερη ἀποφάσισαν νά χωρίσουν τήν περιοχή στά δύο καί νά μείνουν στίς ἀντίθετες πλευρές τοῦ νησιοῦ.


Τό πρῶτο πράγμα γιά τό ὁποῖο προσευχήθηκαν ἦταν τροφή.


Το ἑπόμενο πρωϊνό, ὁ πρῶτος ἄνδρας εἶδε ἕνα δένδρο γεμάτο φροῦτα στήν πλευρά του καί ἱκανοποίησε τήν πεῖνα του.


Ἡ ἄλλη πλευρά τοῦ νησιού παρέμεινε ἄγονη.


Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα, ὁ πρῶτος ἄνδρας ἔνοιωθε μοναξιά καί ἀποφάσισε νά προσευχηθῆ γιά μιά σύζυγο. Τήν ἑπόμενη μέρα, μιά γυναίκα βγῆκε κολυμπώντας στή δική του πλευρά τοῦ νησιοῦ. Στήν ἄλλη πλευρά δέν ἔγινε τίποτε.


Σύντομα ὁ πρῶτος ἄνδρας προσευχήθηκε γιά ἕνα σπίτι, ροῦχα, περισσότερη τροφή. Τήν ἑπόμενη μέρα ἔγινε τό θαῦμα!


Ὅ,τι προσευχήθηκε τοῦ δόθηκε!


Ὡστόσο ὁ δεύτερος ἄνδρας ἀκόμη δέν κατάφερε νά ἀποκτήση τίποτε.


Τελικά, ὁ πρῶτος ἄνδρας προσευχήθηκε γιά ἕνα πλοῖο ὦστε αὐτός καί ἡ σύζυγος τοῦ νά μπορέσουν νά φύγουν ἀπ᾽ τό ἐρημονήσι.


Τό πρωΐ, βρῆκε ἕνα πλοῖο ἁραγμένο στή δική του πλευρά τοῦ νησιοῦ.


Ὁ πρῶτος ἄνδρας καί ἡ σύζυγός του ἐπιβιβάστηκαν στό πλοῖο καί ἀποφάσισαν νά ἀφήσουν τό δεύτερο ἄνδρα μόνο του στό νησί.


Θεώρησαν ὅτι ὁ δεύτερος ἄνδρας ἦταν ἀνάξιος νά λάβη τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ καθώς καμμιά ἀπ᾽ τις προσευχές του δέν εἰσακούστηκαν.


Καθώς τό καράβι ἦταν ἔτοιμο νά σαλπάρη, ὁ πρῶτος ἄνδρας ἄκουσε μιά φωνή ἀπ᾽ τόν Παράδεισο νά δονῆ τόν ἀέρα:


—Γιατί παρατᾶς τόν σύντροφό σου στό νησί;


—Οἱ εὐλογίες εἶναι μόνο δικές μου, καθώς ἐγώ ἤμουν αὐτός πού προσευχήθηκε γιά νά τις λάβη. Ἀπ᾽ τίς δικές του προσευχές δέν εἰσακούστηκε καμμία καί ἔτσι δέν τοῦ ἀξίζει τίποτε, ἀπάντησε ὁ πρῶτος ἄνδρας


—Κάνεις πολύ μεγάλο λάθος, τόν ἐπίπληξε ἡ φωνή. Ὁ ἄνδρας αὐτός προσευχόταν μόνο γιά ἕνα πράγμα τό ὁποῖο καί εἰσακούστηκε. Ἄν δέν γινόταν αὐτό ἐσύ δέν θά λάμβανες καμμιά ἀπ᾽ τίς εὐλογίες Μου.


—Πές μου, ρώτησε ὁ πρῶτος ἄνδρας, ποιά ἦταν ἡ προσευχή του γιά τήν ὁποία τοῦ εἶμαι ὑποχρεωμένος;


—Προσευχόταν νά εἰσακουστοῦν ὅλες οἱ προσευχές σου...



<>


Ο μικρός Μίσα από τη Ρωσία


Τό παρακάτω περιστατικό συνέβη σ᾽ ἕνα ὀρφανοτροφεῖο στή Ρωσία, ὅπου περιθάλπονται μικρά παιδάκια, ἐγκαταλελειμμένα καί κακοποιημένα. Στό ὁρφανοτροφεῖο, λοιπόν, αὐτό, πῆγε παραμονές Χριστουγέννων ἕνας καθηγητής νά μιλήση στά παιδιά γιά τή μεγάλη αὐτή Ἑορτή. Τά περισσότερα ἀπ’ αὐτά ἄκουγαν γιά πρώτη φορά γιά τό Χριστό καί γιά τή Γέννησί Του. Ἕνα ἀγοράκι ἕξι χρονῶν, ὁ Μίσα, ἄκουγε μέ ἰδιαίτερη προσοχή τά λόγια τοῦ καθηγητῆ.


Στή συνέχεια δόθηκαν στά παιδιά ὑλικά γιά νά φτιάξουν τή σπηλιά, τή φάτνη καί ὅλα τά σχετικά.


Παρακολουθώντας ὁ καθηγητής τά χειροτεχνήματα τῶν παιδιῶν, πρόσεξε κάτι πού τοῦ ἔκανε ἐντύπωσι σέ ἐκεῖνο τοῦ Μίσα. Μέσα στή φάτνη τοποθέτησε δύο μωρά.


—Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, τοῦ εἶπε ὁ καθηγητής. Ποιό εἶναι τό ἄλλο παιδάκι στήν κούνια;


Τότε ὁ μικρός Μίσα ἄρχισε νά τοῦ λέη τήν ἱστορία τῆς Γέννησεως τοῦ Χριστού πού πρίν λίγο εἶχε ἀκοῦσει ἀπ᾽ τό στόμα τοῦ καθηγητή, προσθέτοντας, ὄμως, καί κάτι δικό του. Ὅταν ἔφτασε στό σημεῖο ὅπου ἡ Θεοτόκος τοποθέτησε τό βρέφος στή φάτνη συνέχισε μέ αὐτά τά λόγια:


—Τότε ὁ μικρός Χριστός γύρισε, μέ κοίταξε καί μέ ρώτησε ἄν εἶχα ἕνα μέρος νά μείνω. Ἐγώ Τοῦ εἶπα ὅτι δέν ἔχω οὖτε μητέρα, οὖτε πατέρα, οὖτε πουθενά γιά νά μείνω. Τότε ὁ Χριστός μου εἶπε νά μείνω μαζί Του.


Ἐγώ τότε σκέφτηκα πώς δέν εἶχα κανένα δώρο νά Τοῦ δώσω, ὄπως οἱ ἄλλοι. Πῶς θά μέ κρατοῦσέ μαζί Του;


Τό μόνο δώρο πού μποροῦσα νά Τοῦ προσφέρω ἦταν νά Τόν κρατήσω ζεστό. Γι᾽ αὐτό τόν ρώτησα:


—Ἄν Σέ κρατάω ζεστό, εἶναι γιά Σένα αὐτό ἕνα καλό δῶρο;


Ὁ Χριστός μοῦ ἀπάντησε:


—Ἄν Μέ κρατήσης ζεστό, αὐτό θά εἶναι τό καλύτερο δῶρο πού Μοῦ ἔχει δώσει κανεῖς ποτέ.


Ἔτσι μπῆκα στή μικρή κούνια, κι ἀφού γύρισε καί μέ κοίταξε ὁ Χριστός μοῦ εἶπε ὅτι μποροῦσα νά μείνω μαζί Του γιά πάντα.


Ὅταν τέλειωσε τήν ἱστορία ὁ μικρός Μίσα, τά μάτια του ἦταν γεμάτα δάκρυα πού ἔτρεχαν ἀσυγκράτητα στά μαγουλάκια του. Ἔσκυψε πάνω στό τραπέζι, κάλυψε τό πρόσωπο μέ τό χέρι κι ἔκλαιγε γοερά. Τό μικρό ὀρφανό εἶχε βρεῖ, ἐπιτέλους, Κάποιον πού δέν θά τόν ἐγκατέλειπε ποτέ, πού δε θά τόν κακοποιοῦσε. Κάποιον πού θά τοῦ ἔλεγε νά μείνη μαζί Του γιά πάντα.


Ἀπό: περ. Παρά τήν Λίμνην, Μηνιαία ἔκδ. Ἱ. Ναοῦ Ἁγ. Δημητρίου Παραλιμνίου, Δ 2008



<>



Να σου κάνω ένα χυμό και να στο φέρω


Ἀναφέρει ὁ Ἀρχιμ. Παλαμᾶς, ἡγουμ. τῆς Ἱ. Μ. Θεοτόκου Καλλίπετρας:


“Γιά ἀρκετά χρόνια ἤμασταν μόνοι στή Μονή Προδρόμου. Τό κελλί του ἦταν στό πίσω μέρος τοῦ μοναστηριού καί τό δικό μου μπροστά, κοντά στήν πύλη. Κάποια μέρα ἤμασταν καί οἱ δύο γριπωμένοι. Καιγόμασταν ἀπ᾽ τόν πυρετό ἀλλά κανείς δέν ἦταν νά μᾶς διακονήση. Εἶχα δυό πορτοκάλια στό κελλί μου. Τά ἔκανα χυμό, καί πρίν πιῶ, σκέφθηκα ὅτι πιό σωστό θά ἦταν νά τά προσφέρω στόν π. Θεωνά πού κι ἐκείνος ψήνονταν ἀπ᾽ την ἴωση κι ἴσως τά εἶχε περισσότερη ἀνάγκη. Ντύθηκα καλά βγήκα στήν παγωμένη αὐλή γιά νά πάω τό χυμό στό ἄλλο ἄκρο, στό κελλί του. Βρῆκα τόν π. Θεωνά ντυμμένο νά ἔρχεται κι αὐτός πρός τό δικό μου κελλί μέ ἕνα ποτήρι κι αὐτός στό χέρι. 


—Είχα δυό πορτοκάλια, μου ἐίπε, κι ἐίπα ὅτι θά χεις περισσότερο ἀνάγκη ἐσύ νά σου τά κάνω ἕναν χύμο καί νά στό φέρω!”.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2016/10/1959-2016.html




<>


Ποιο είναι το μικρό όνομα της γυναίκας που καθαρίζει;


Κατά την διάρκεια του δεύτερου μήνα της νοσηλευτικής σχολής ο καθηγητής μου μας έδωσε να κάνουμε ένα κουίζ. Ήμουν συνεπής φοιτήτρια και απαντούσα με ευκολία σε όλες τις ερωτήσεις, μέχρι που διάβασα την τελευταία: “Ποιο είναι το μικρό όνομα της γυναίκας που καθαρίζει;” Μάλλον πρόκειται για κάποιο αστείο σκέφτηκα.


Είχα δει την καθαρίστρια πολλές φορές. Ήταν ψηλή, μελαχρινή και γύρω στα 50. Το όνομά της, όμως, δεν το ήξερα.


Παρέδωσα το κουίζ, αφήνοντας την τελευταία ερώτηση κενή. Λίγο πριν τελειώσει το μάθημα ένας φοιτητής ρώτησε, αν η τελευταία ερώτηση θα μετρήσει στην βαθμολογία. “Εννοείται, θα μετρήσει”, απάντησε ο καθηγητής. “Στην καριέρα σας θα συναντήσετε πολλούς ανθρώπους. Όλοι τους είναι σημαντικοί. Αξίζουν την προσοχή και την φροντίδα σας, ακόμα και αν αυτό είναι ένα χαμόγελο και ένας χαιρετισμός.”


Δεν ξέχασα ποτέ το συγκεκριμένο μάθημα. Επίσης, έμαθα, ότι το όνομα της ήταν Ντόροθι.



<>



Μικρές αλήθειες...


* «Μιά ζωή στερημένη ἀπό ἀγάπη εἶναι λουλούδι πού ἀνθίζει στήν ἐρημιά καί κανείς δέν χαίρεται τήν εὐωδία του».


* «Ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλία μοιάζουν μέ τούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Δέν μπορεῖς μόνο νά εἰσπράττης. Πρέπει καί νά καταθέτης».


* Μια πράξη αγάπης μπορεί να ζυμώσει “πέντε άρτους”. Μιά λέξη ευγενική μπορεί να χορτάσει “πεντακισχιλίους”.


* Τα δάκρυα της μητέρας είναι η πιο ισχυρή υδροηλεκτρική δύναμη του κόσμου.


Πηγή:


http://www.truthtarget.gr


TRUTH TARGET - ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΗ




<>


Αγαπώ τον σκουπιδιάρη μου


Ἦταν ἕνα φιλόδοξος, νέος δημοσιογράφος. Μόλις εἶχε ἀποφοιτήσει ἀπ᾽ τή σχολή δημοσιογραφίας καί κατά τά δικά μας “ἐπιχειρηματικά ἤθη”, δούλευε ἄμισθος καί ὑπό δοκιμή σέ κάποια μεγάλη ἐφημερίδα. Ἦταν παραμονές πρωτοχρονιᾶς καί ἔπρεπε νά κάνη μία ἔρευνα ἀπό πόρτα σέ πόρτα.


—Γειά σας. Λέγομαι Γιάννης… καί κάνουμε μία ἔρευνα σ᾽ αὐτή τή συνοικία…


—Δέν ἐνδιαφέρομαι! Γειά σας!, … δυνατό κλείσιμο τῆς πόρτας καί κλείδωμα.


Ἀρκετές ἑκατοντάδες πόρτες ἦταν κλειστές γιά τήν ἔρευνα τοῦ φίλου μας, ὥσπου δέν ἄντεξε καί στήν τελευταία γυναίκα πού τοῦ ἄνοιξε τῆς εἶπε:


—Πρίν μοῦ κλείσετε κατάμουτρα τήν πόρτα, δέν πουλάω τίποτε, τό μόνο πού θέλω εἶναι νά σᾶς κάνω μερικές ἐρωτήσεις γιά σᾶς καί τήν κοινότητα.


Ἡ νεαρή γυναίκα πού ἦταν μέσα, ἔκανε μία παύσι γιά λίγο, ὕψωσε τά φρύδια της σηκώνοντας τούς ὤμους της μέ ἀπορία, μπερδεμένη ἀπ᾽ τήν εἰσαγωγή του.


—Βέβαια, Περᾶστε. Μήν δίνετε σημασία στήν ἀκαταστασία. Εἶναι δύσκολο μέ τά παιδιά.


Ἦ ταν ἕνα παλαιό διαμέρισμα σέ μία ὑποβαθμισμένη γειτονιά ὅπου μποροῦσαν νά βροῦν κατάλυμα αὐτοί πού εἶχαν πενιχρό εἰσόδημα. Μέ τά λίγα πού εἶχαν, τό σπίτι ἔμοιαζε ἄνετο καί φιλόξενο.


—Χρειάζομαι μόνο νά σᾶς κάνω μερικές ἐρωτήσεις γιά σᾶς καί τήν οἰκογένειά σας. Ἄν καί ἀκούγεται προσωπικό, δέν χρειάζεται νά χρησιμοποιήσω τά ὀνόματά σας. Αὐτές οἱ πληροφορίες θά χρησιμοποιηθοῦν…


Ἡ γυναίκα τόν διέκοψε.


—Θά θέλατε ἕνα καφέ; Φαίνεται ὅτι εἴχατε δύσκολη μέρα.


Μολις ἐπέστρεψε μέ τόν καφέ, ἕνας ἄνδρας ἦρθε στήν ἐξώπορτα. Ἦταν ὁ σύζυγός της.


—Νίκο, ὁ κύριος ἦρθε γιά νά κάνη μία ἔρευνα.


Ὁ δημοσιογράφος σηκώθηκε καί συστήθηκε εὐγενικά. Ὁ Νίκος ἦταν ψηλός καί ἀδύνατος, μέ πρόσωπο τραχύ καί γερασμένο, ἄν καί πρέπη νά ἦταν γύρω στά εἴκοσι μέ εἴκοσι πέντε. Τά χέρια του ἦταν ἄγρια, ὅπως ἐκεῖνα πού γίνονται ἀπ᾽ τή σκληρή δουλειά, ὄχι ἀπ᾽ τά μολύβια. Ἡ γυναίκα ἔγειρε καί τόν φίλησε ἀπαλά στό μαγουλο. Καθώς κοιτοῦσε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, μποροῦσες νά διακρίνης τήν ἀγάπη πού τούς ἕνωνε. Χαμογέλασε καί ἀκούμπησε τό κεφάλι της στόν ὦμο του. Ἐκεῖνος ἄγγιξε τό πρόσωπό της μέ τά χέρια του καί τῆς εἶπε ἀπαλά:


—Σ᾽ ἀγαπῶ.


Ἴσως νά μήν εἶχαν ὑλικό πλοῦτο ἀλλά αὐτοί οἱ δύο ἦταν πιό πλούσιοι ἀπ᾽ τούς περισσότερους πού ὁ φίλος μας εἶχε γνωρίσει. Εἶχαν μία ἀγάπη δυνατή. Τήν ἀγάπη ἐκείνη πού κρατάει τό κεφάλι σου ψηλά, ὅταν τά πράγματα δέν πᾶνε καλά.


—Ὁ Νίκος δουλεύει στό δῆμο, εἶπε αὐτή. Μαζεύει τά σκουπίδια. Ξέρετε, εἶμαι τόσο περήφανη γι᾽ αὐτόν!


—Γλυκιά μου, εἶμαι σίγουρος ὅτι τόν κύριο δέν τόν ἐνδιαφέρει αὐτό, εἶπε ὁ Νίκος.


—Ὄχι, πραγματικά μέ ἐνδιαφέρει, ἀποκρίθηκε ὁ δημοσιογράφος.


—Βλέπετε κύριε, ὁ Νίκος εἶναι ὁ καλύτερος σκουπιδιάρης στό δῆμο! Μπορεῖ νά φορτώση περισσότερα σκουπίδια στό φορτηγό ἀπό ὁποιονδήποτε ἄλλο. Μπορεῖ νά βάλη τόσα πολλά στό φορτηγό πού δέν χρειάζεται νά προσπαθήσουν πολλή ὥρα, εἶπε ἡ γυναίκα μέ πολύ πάθος.


—Μακροπρόθεσμα, συνέχισε ὁ Νίκος, κάνω οἰκονομία καί στά χρήματα τοῦ δήμου. Οἱ ἐργατοῶρες εἶναι λιγότερες καί τό κόστος ἀνά φορτηγό λιγότερο.


Ἐ πικράτησε ἡσυχία. Ὁ νεαρός δέν ἤξερε τί νά πῆ. Κούνησε τό κεφάλι του , μάταια ἀναζητώντας τίς κατάλληλες λέξεις.


—Εἶναι ἀπίστευτο! Οἱ περισσότεροι θά βαρυγκωμοῦσαν μέ μία δουλειά σάν κι αὐτή. Σίγουρα εἶναι δύσκολη. Ἀλλά ἡ στάσι σας ἀπέναντί της εἶναι ἐκπληκτική!, εἶπε.


Ἡ γυναίκα προχώρησε στό ράφι δίπλα στόν καναπέ. Γυρίζοντας κρατοῦσε στά χέρια της ἕνα μικρό κάδρο καί ἄρχισε πάλι νά μιλᾶ:


—Ὅταν κάναμε τό τρίτο μας παιδί, ὁ Νίκος ἔχασε τή δουλειά του. Ἤμαστε ἄνεργοι γιά κάμποσο καί τελικά μπήκαμε στό ταμεῖο ἀνεργείας. Δέν μποροῦσε νά βρῆ δουλειά πουθενά. Τότε μία μέρα τόν ἔστειλαν σέ μία συνέντευξι ἐδῶ σ᾽ αὐτή τήνν κοινότητα. Τοῦ πρόσφεραν τή δουλειά πού κάνει τώρα. Γύρισε στό σπίτι θλιμμένος καί ντροπιασμένος. Μοῦ εἶπε ὅτι ἦταν τό καλύτερο πού μποροῦσε νά κάνη. Στήν πραγματικότητα θά τοῦ ἔδιναν λιγότερα ἀπ᾽ ὅ,τι ἔπαιρνε ἀπ᾽ τό ταμεῖο ἀνεργίας.


Σταμάτησε γιά λίγο, πλησίασε τό Νίκο καί εἶπε:


—Πάντα ἤμουν περήφανη γι᾽ αὐτόν καί πάντα θά εἶμαι. Βλέ πεις, δέν νομίζω ὅτι ἡ δουλειά κάνει τόν ἄνθρωπο. Πιστεύω ὅτι ὁ ἄνθρωπος κάνει τή δουλειά!


—Ἔπρεπε νά ζοῦμε στό δῆμο γιά νά πάρω τή δουλειά. Γι᾽ αὐτό νοικιάσαμε αὐτό τό σπίτι, εἶπε ὁ Νίκος.


—Ὅταν μετακομίσαμε, αὐτό τό ἀπόφθεγμα κρεμόταν στόν τοῖχο δίπλα ἀπ᾽ τήν ἐξώπορτα. Αὐτό μᾶς ἔκανε νά δοῦμε τά πράγματα διαφορετικά. Ἤξερα πώς ὁ Νίκος ἔκανε τό σωστό, εἶπε καθώς τοῦ ἔδινε ἕνα κάδρο.


Αὐτό ἔγραψε: Ἄν κάποιος πρόκειται νά γίνη ὁδοκαθαριστής, θά πρέπη νά σκουπίζη τούς δρόμους ὅπως ἀκριβῶς ζωγράφιζε ὁ Μιχαήλ Ἄγγελος, ἤ ὅπως συνέθετε μουσική ὁ Μπετόβεν, ἤ ὅπως ἔγραφε ποίησι ὁ Σαίξπηρ. Θά πρέπη νά καθαρίζη τούς δρόμους τόσο καλά ὥστε ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς νά σταματήσουν καί νά ποῦν: “Ἐδῶ ἔζησε ἕνας σπουδαῖος ὁδοκαθαριστής πού ἔκανε καλά τή δουλειά του!” . Τόν ἀγαπῶ γι᾽ αὐτό πού εἶναι. Ἀλλά αὐτό πού κάνει τό κάνει μέ τόν καλύτερο τρόπο. Ἀγαπῶ τόν σκουπιδιάρη μου!



<>


Αυτό είναι...


Κάποτε, όλοι οι χωρικοί αποφάσισαν να προσευχηθούν για να βρέξει.


Την ημέρα της προσευχής, όλοι οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν, αλλά μόνον ένα αγόρι ήρθε με μια ομπρέλα.


Αυτό είναι ΠΙΣΤΗ.


Όταν πετάμε τα μωρά στον αέρα, γελούν, επειδή ξέρουν, ότι θα τα πιάσουμε.


Αυτό είναι ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ.


Κάθε βράδυ, πέφτουμε για ύπνο, χωρίς καμία βεβαιότητα, ότι, το επόμενο πρωϊ, θα είμαστε ζωντανοί, όμως εξακολουθούμε, να βάζουμε ξυπνητήρια, για να ξυπνήσουμε.


Αυτό είναι ΕΛΠΙΔΑ.


Σχεδιάζουμε μεγάλα πράγματα, για το αύριο, παρά την μηδενική γνώση, που έχουμε, για το μέλλον.


Αυτό είναι ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ.


Βλέπουμε τον κόσμο να υποφέρει, αλλά, συνεχίζουμε να παντρευόμαστε και να γεννάμε παιδιά.


Αυτό είναι ΑΓΑΠΗ.


Στο πουκάμισο ενός υπερήλικα, ήταν γραμμένη η πρόταση:


«Δεν είμαι 80 ετών. Είμαι γλυκά 16, με 64 χρόνια εμπειρίας».


Αυτή είναι ΣΤΑΣΗ ΖΩΗΣ (Νοοτροπία).




<>


Ο τσαγκάρης και η αγάπη προς τον πλησίον


Χριστιανική παραβολή


Ἕνας τσαγκάρης ζοῦσε σέ ἕνα χωριό. Ζοῦσε δίκαια, εἶχε ἰσχυρή πίστι. Καί πρίν ἀπό μία ἀπ᾽ τίς μεγάλες ἐκκλησιαστικές ἑορτές, ἀρρώστησε. Θλιμμένος πού δέν θά εἶναι σέ θέσι νά μπῆ στό ναό, ξαφνικά, στίς παραμονές τῶν μεγάλων ἑορτῶν, ὁνειρεύτηκε μιά φωνή, πολύ ἥσυχη καί εὐγενική νά λέη: “Ἄν δέν μπορῆς νά ἔρθη σέ μένα, θά ἔρθω Ἐγώ σέ σένα αὐτή τήν ἡμέρα”.


Ὁ τσαγκάρης ξύπνησε καί ἤταν χαρούμενος: “Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά ἔρθη σέ μένα;” σκέφτηκε.


Ὅλο τό πρωί καθάριζε τό σπίτι του, προετοίμαζε τίς ἑορταστικές ἐκδηλώσεις —όσο μποροῦσε— καί προετοίμαζε τήν ἄφιξη τοῦ εὐπρόσδεκτου φιλοξενούμενου. Καί ἔτσι, κατά τή διάρκεια τῆς προετοιμασίας, εἶδε ἕνα φτωχό ἀγόρι ἔξω ἀπ᾽ τό παράθυρο. Καλώντας τόν κοντά του, ὁ τσαγκάρης ρώτησε:


—Γιατί κλαῖς;


—Ἔχω τά τελευταῖα παπούτσια μου σκισμένα σήμερα καί δέν ἔχω τίποτε νά φορέσω. Καί ζοῦμε σέ μιά φτωχή οἰκογένεια καί ἑπομένως δέν μποροῦμε νά ἀγοράσουμε καινούργια...


Τότε ὁ τσαγκάρης διαβεβαίωσε τό ἀγόρι καί εἶπε:


—Δῶσε μου τά παπούτσια σου, θά τά φτιάξω γιά σένα.


Μετά ἀπό ἕνα μικρό χρονικό διάστημα, τό ἀγόρι πού λάμπει ἀπό εὐτυχία, φοράει τά ἐπισκευασμένα παπούτσια του. Ἀφοῦ ἔφυγε τό ἀγόρι, ὁ τσαγκάρης συνέχισε τό ἔργο του.


Ἦταν βράδυ. Καί τότε, μιά φτωχή γυναίκα ἔρχεται σέ αὐτόν καί λέει:


—Συγχωρήστε με, παρακαλώ! Σᾶς ἔδωσα γιά νά ἐπισκευάσετε τίς μπότες μου, ἄλλα δέν ἔχω νά σᾶς τίς πληρώσω... ἀλλά δέν ἀντέχω ἄλλο χωρίς παπούτσια, ἦρθε τό κρύο...


Ὁ τσαγκάρης χαμογέλασε καί εἶπε:


—Ἔτοιμες οἱ μπότες σας. Φορέστε τες καί μην τίς πληρώσετε!


Ἦρθε ἡ νύχτα. Ἀφοῦ τελείωσε ὅλες τίς ὑποθέσεις του, ὁ τσαγκάρης καθόταν δίπλα στό παράθυρο καί περίμενε τόν φιλοξενούμενο πού ὑποσχέθηκε νά ἔρθη σέ αὐτόν. Ξάπλωσε στό κρεββάτι κουρασμένος ἀπ᾽ τήν ἄσκοπη ἀναμονή καί τότε χτύπησε ἡ πόρτα.


Ἀφοῦ τήν ἄνοιξε, ὁ τσαγκάρης εἶδε ἕναν ταξιδιώτη μπροστά του, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε:


—Ἐπιτρέψτε μου νά μείνω μιά νύχτα μαζί σας. Εἶμαι στό δρόμο ὅλη τήν ημέρα, ἀλλά δέν μπορῶ νά πάω σέ κανένα, κανείς δέν μέ ἀφήνει νά μπῶ γιά τή νύκτα...


Ὁ τσαγκάρης τόν δέχτηκε στό σπίτι του. Ἀφού ἄφησε τόν ταξιδιώτη νά ξεκουραστῆ ἀπ᾽ τό δρόμο, ὕστερα τόν ἔβαλε νά κοιμηθῆ στό κρεββάτι του, καί ὁ ἴδιος ξάπλωσε στό πάτωμα. Καί πρίν κοιμηθῆ σκέφτηκε:


—Ὑποθέτω ὅτι δέν ἤμουν ἄξιος γιά τόν ἐπισκέπτη, γιατί δέν ἦρθε νά μέ δῆ σήμερα. 


Μέ μιά τέτοια ζοφερή σκέψι ἀποκοιμήθηκε .


Καί τότε στόν ὕπνο του ἄκουσε μιά ἤρεμη φωνή:


—Ήρθα σέ σένα τρεῖς φορές σήμερα καί κάθε φορά μέ δέχτηκες θερμᾶ.


Πηγή:


https://apantaortodoxias.blogspot.com/2018/04/blog-post_87.html




<>




Μια φορά κάποιος ζήτησε απ’ το Θεό ένα λουλούδι και μια πεταλούδα. Ο Θεός όμως αντί γι’ αυτά, του έδωσε ένα κάκτο και μια κάμπια.

Αυτό στεναχώρησε τον άνθρωπο.

Δεν μπόρεσε να καταλάβει, γιατί δεν πήρε αυτό που ζήτησε.

Είπε μέσα του:

-Ο Θεός έχει να νοιαστεί για τόσους ανθρώπους…

Και αποφάσισε να μην ζητήσει εξηγήσεις.

Μετά από λίγο καιρό πήγε να κοιτάξει αυτά που του είχαν δοθεί και τα ‘χε ξεχάσει.

Προς έκπληξή του, απ’ τον αγκαθωτό και άσχημο κάκτο, είχε φυτρώσει ένα όμορφο λουλούδι και η άσχημη κάμπια είχε μεταμορφωθεί σε μια υπέροχη πεταλούδα.

Ο Θεός τα κάνει πάντα όλα σωστά!

Ο τρόπος που ενεργεί είναι πάντα ο καλύτερος, ακόμα κι αν σε μας φαίνεται λανθασμένος.

Αν ζήτησες από το Θεό κάτι και πήρες κάτι διαφορετικό, δείξε Του εμπιστοσύνη.

Μπορείς να είσαι σίγουρος πως Αυτός θα σου δίνει, πάντα αυτό που χρειάζεσαι τη κατάλληλη στιγμή.

Αυτό που θέλεις… δεν είναι πάντα κι αυτό που χρειάζεσαι!

Το αγκάθι του σήμερα, είναι το λουλούδι του αύριο!

Ο Θεός σου δίνει πάντα ότι σου χρειάζεται.

https://www.ekklisiaonline.gr/nea/alla-zitise-apo-ton-theo-ke-alla-o-theos-tou-edose-giati-omos-afto/


<>





«Σήμερα τελέσαμε στό ναό μας τήν ἀκολουθία τῆς Παρακλήσεως στήν Παναγία γιά τούς μαθητές πού θά διαγωνιστοῦν.
Ἀνάμεσα στό πλῆθος ἦταν καί μιά φοιτήτρια πρωτοετής ἡ ὁποία, ὅπως εἶπε, συμμετεῖχε στήν ἀκολουθία, γιά νά εὐχαριστήση τήν Παναγία γιά τήν περσινή ἐπιτυχία!
Υ.Γ. Σπουδαῖο νά ἔχη μάθει κάποιος νά εὐχαριστῆ!
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/06/blog-post_13.html).



<>




«Μοναχός κάθε βράδυ μνημονεύει τά ὀνόματα ἀστέγων, πού τά στέλνει ὑπάλληλος σέ κεντρικό δῆμο τῆς Ἀττικῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι ὑπεύθυνος γιά τή διανομή φαγητοῦ.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/06/blog-post_7.html).
«Οἰκογένεια λόγῳ οἰκονομικῶν προβλημάτων, μεσούσης τῆς περιόδου, διέκοψε τά φροντιστήρια στήν τελειόφοιτη κόρη τους.
Ἡ καθηγήτρια, ὅμως, συνέχισε τά μαθήματα χωρίς οἰκονομικό ἀντάλλαγμα.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/06/blog-post_5.html).




<>







«Ἅγ. Berach, ἡγούμενος τοῦ Cluain Coirpthe στό Connaught τῆς Ἰρλανδίας (†595). Eochaid ἦταν τό ὄνομα τοῦ πατέρα του καί τό ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Fionmaith. Ὅταν ἦταν ὑποτακτικός τοῦ Ἐπισκόπου Daigh, ὁ ὁποῖος ἦταν γυιός τοῦ Cairell, ὁ Daigh τόν ἔστειλε σ᾽ ἕνα μύλο στήν περιοχή Magh Muirtheimhne μαζί μέ ἕνα σακί μέ σιτάρι γιά νά τό ἀλέση καί ἐκεῖ βρῆκε μπροστά στό μύλο μία γυναῖκα καί ἕνα ἀγόρι πού κατάγονταν ἀπό τήν περιοχή καί αὐτοί εἶχαν μαζί τους ἕνα σακί μέ βρώμη γιά νά τήν ἀλέσουν. Ὁ Ἅγ. Berach τούς ζήτησε νά τοῦ δώσουν τή σειρά τους στόν μύλο, ὅμως, ἐκεῖνοι δέν τοῦ τήν ἔδωσαν καί ἔτσι ἔβαλαν μαζί τό σιτάρι καί τή βρώμη στό μύλο καί αὐτά διαχωρίστηκαν μεταξύ τους μέσα στό μύλο μέ τήν θαυματουργική ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἅγ. Berach καί ἡ βρώμη βρισκόταν στήν μία μεριά καί τό σιτάρι στήν ἄλλη καί ἔτσι δέν ἀναμείχθηκαν μεταξύ τους.
Ἀπ᾽ τό Μαρτυρολόγιο τοῦ Donegal, 15 Φεβρουαρίου, σ. 49»(http://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2016/11/berach-cluain-coirpthe.html).


<>






«Πῶς μπορεῖς νά πλησιάσης τό συγκλονιστικό αὐτό γεγονός σάν ἔκτακτο γεγονός καί νά μήν φοβᾶσαι μέ τήν γραφή σου, μήν τυχόν τό ἀδικήσεις;
Αὐτό τό γεγονός ἔγινε ἀρχές τοῦ φετινοῦ Ἰούνιου (2019), μόλις ἔσφιξαν οἱ πρώτες ζέστες.
Μᾶς δόθηκε ἡ εὐλογία ἀπ᾽ τόν πνευματικό τῆς κοπέλλας πού τῆς συνέβη τό παρακάτω... ἔκτακτο γεγονός, ἡ ὁποία καί τό ἐξομολογήθηκε ἀμέσως στόν ἴδιο, διατηρώντας τήν ἀνωνυμία της...
(Ἦταν καί ἡ πρώτη ἐξομολόγησί της μετά ἀπό χρόνια)...
Σήμερα δίδεται πρός δόξα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Μιά ὁμάδα νεαρῶν κοριτσιῶν ἀπό μιά σχολή πού ἀσχολεῖται μέ τό modeling ξεκίνησε ἀπ᾽ τό λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ μέ τελικό προορισμό τή Μύκονο, ὅπου καί θά γινόταν ἐπαγγελματική φωτογράφισι.
Τά παρακάτω ὅπως τά ἀφηγήθηκε ἡ ἴδια ἡ κοπέλλα...
Στό γρήγορο πλοῖο τῆς γραμμῆς ὅλα ἦταν πανέμορφα.
Ἡ θάλασσα, ὁ ἥλιος, ὁ ἀέρας ἦταν ξεχωριστές εἰκόνες γιά τήν κοριτσο-παρέα πού σέ λίγες ὧρες θά ἀποβιβαζόταν στή μέκκα τῆς διασκεδάσεως καί τοῦ κεφιοῦ.
Ὅμως, τό μάτι τῆς συγκεκριμένης κοπέλλας εἶχε καρφωθῆ σέ κάποιες οἰκογένειες προσκυνητῶν μέ μικρά παιδάκια, πού ὅπως φαίνεται θά ἀποβιβαζόταν στό ἐνδιάμεσο λιμάνι τῆς Τήνου γιά νά προσκυνήσουν τή Μεγαλόχαρη.
Τό μυαλό της πῆγε μερικά χρόνια πίσω, ὅταν παιδούλα τήν πῆρε ἡ γιαγιά της γιά νά προσκυνήσουν τήν Παναγία τῆς Τήνου (τήν μεγάλωνε ἡ ἴδια ἡ γιαγιά της γιατί οἱ γονεῖς της χώρισαν καί τήν ἐγκατέλειψαν).
Ὅταν μάλιστα τό πλοῖο ἔπιασε Τῆνο καί εἶδε τό πάλλευκο καμπαναριό τοῦ Ἱ. Ναοῦ τῆς Μεγαλόχαρης, σηκώθηκε ἔκανε τό Σταυρό της καί ἕνα δάκρυ κύλησε στό μάγουλό της, ἐνθυμούμενη τήν καλή γιαγιά της πού τήν ἔχασε πρίν λίγα χρόνια.
Τό πλοῖο τῆς γραμμῆς συνέχισε καί ἡ κοπέλλα δέν ἄργησε νά βρῆ τό κέφι της μαζί μέ τίς ἄλλες πού ἔβγαζαν μέ τά κινητά τους τηλέφωνα selfies.
Σέ λίγο βρισκόταν στή χώρα τῆς Μυκόνου καί μετά ἀπό λίγο στήν ἀκτή, ὅπου θά γινόταν ἡ ἐπαγγελματική φωτογράφισι.
Ἔφτασε τό ἀπόγευμα καί ὁ ἥλιος ἔκαιγε.
Τότε σκέφτηκαν μετά τό τέλος τῆς φωτογραφίσεως νά δροσιστοῦν στή θάλασσα.
Ἡ ἴδια ἡ κοπέλλα ἀποτραβήχτηκε στήν ἀπόμερη ἄκρη τῆς ἀμμουδιᾶς γιά νά κάνη ἡλιοθεραπεία ἐντελῶς γυμνή.
Ἡ ζέστη ἦταν ἀνυπόφορη καί ἡ ἴδια ἡ κοπέλλα κατόπτευε τόν χῶρο γιά νά μήν ἔχη καμμία ἐνοχλητική παρουσία.
Ξαφνικά καί ἀπ᾽ τό πουθενά ἐρχόταν πρός τό μέρος της μιά μαυροφόρα μέ τσεμπέρι (αὐτά πού φοροῦσαν οἱ παλαιές νησιώτισσες).
Ντράπηκε ἡ κοπέλλα καί ἔριξε ἕνα ροῦχο πάνω της.
Ὅλο καί πλησίαζε πρός αὐτήν ἡ φιγούρα τῆς μαυροφορεμένης γυναίκας, πού ἡ θωριά της δημιουργοῦσε στήν κοπέλλα μιά πρωτόγνωρη εἰρήνη.
Πλέον βρισκόταν δίπλα της καί ἄρχισε νά τῆς μιλάη καί νά τῆς λέη...
Ἡ κοπέλλα ἀνασηκώθηκε, ἕνα αἴσθημα ντροπῆς πού ἔφτανε στό σημεῖο τοῦ φόβου τήν κατακυρίευσε, ἐνῶ ἄκουγε ἀπ᾽ τά χείλη τῆς ἄγνωστης γερόντισσας μέ τό πανέμορφο σιτόχρωμο πρόσωπο...
—Γιατί εἶσαι γυμνή; Δέν σοῦ εἶπαν ὅτι τόν Υἱοῦ μου τόν ξεγύμνωσαν πάνω στό Σταυρό γιά νά σώση ἐσένα καί ὅλο τόν κόσμο; Γιατί εἶσαι θεόγυμνη σάν τήν Ἑλλάδα πού τήν ξεγύμνωσαν οἱ ἐχθροί μου; Γιατί δέν βλέπετε τούς ἐχθρούς πού ἔρχονται κατευθείαν ἐπάνω σας;Ἡ Ἑλλάδα καί ἐσύ θά σωθῆτε ἄν φορέσετε τήν μετάνοια...
Στά ἀπότομα καί κοφτά λόγια τῆς μαυροφόρας, ἡ κοπέλλα δέν μποροῦσε νά ἀντι-πῆ ἀπολύτως τίποτε.
Μόνο ψέλλισε δειλά...
—Εἶστε ἀπ᾽ τό νησί;
Ἡ γερόντισσα ἔγνεψε ἀρνητικά τήν Κεφαλή της καί τῆς εἶπε:
—Μένω στό ἀπέναντι νησί.
Καί τῆς ἔδειξε τήν Τῆνο...
Καί μετά ἀπ’ αὐτό, ἐξαφανίστηκε ἀπό κοντά της, ἀφήνοντας τήν κοπέλλα ἄναυδη, νά σταυροκοπιέται καί νά λέη ἀπό φόβο “Παναγιά μου”...
Δέν μπορεῖ καλοί μου ἀδελφοί νά γίνονται τόσα πολλά θεοσημεῖα στήν ἐλληνική ἐπικράτεια καί ἐμεῖς νά μένουνε ἀπαθεῖς στό σχέδιο τῆς Σωτηρίας, πού ἐκπόνησε γιά ἐμάς ὁ Ἅγιος Θεός...
Προσωπικά ἐδῶ καί μιά δεκαετία βρισκόμαστε ἐπί τῶν ἐπάλξεων τῆς ἀρθρογραφίας, γνωρίζοντας ἀπό παλαιά καί ἀπό τούς Ἁγ. Πατέρες τί ἔρχεται…
Στῶμεν καλῶς
Δρ. Κωντσταντίνος Βαρδάκας
Υ.Γ. Προσπάθησα νά σᾶς τό μεταφέρω τό γεγονός αὐτό μέ τόν πτωχό λόγου μου, τά συμπεράσματα εἶναι καθαρά δικά σας»(https://www.ekklisiaonline.gr/ekklisiaonline/i-mechalochari-emfanizete-se-fotomontelo-stin-mykono-ke-tis-lei/).




<>








«Ἀγαπητός φίλος, παρέδωσε σέ πολύτεκνη οἰκογένεια πού μένουν στήν ἴδια πολυκατοικία καί στεροῦνται τό μεταφορικό μέσο, τό δεύτερο κλειδί τοῦ αὐτοκινήτου, σέ περίπτωσι πού χρειάζονται νά ἐξυπηρετηθοῦν.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/06/blog-post_94.html).





<>



«Τήν πόρτα ἀνοίγω τό βράδυ
τή λάμπα κρατῶ ψηλά,
νά δοῦνε τῆς γῆς οἱ θλιμμένοι,
νά ᾽ρθοῦνε, νά βροῦν συντροφιά.

Νά βροῦνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί γιά νά πιῆ ὁ καημός
κι ἀνάμεσά μας θά στέκη
ὁ πόνος, τοῦ κόσμου ἀδελφός.

Νά βροῦνε γωνιά ν᾽ ἀκουμπῆσουν,
σκαμνί γιά νά κάτση ὁ τυφλός
κι ἐκεῖ καθώς θά μιλᾶμε
θά ᾽ρθη συντροφιά κι ὁ Χριστός»(ΜΣ).




<>






«Πατέρας καί γυιός συμμετείχαν στη Θ. Λειτουργία ὁ ἕνας δίπλα στόν ἄλλο. Ξαφνικά ὁ γυιός σκουντᾶ τόν πατέρα καί γελᾶ.
—Μπαμπά, κοίτα αὐτόν τόν κύριο, τόν πῆρε ὁ ὕπνος!
Ὁ πατέρας ρίχνει ἕνα αὐστηρό βλέμμα στό γυιό του καί τού λέει:
—Θά ἦταν προτιμότερο νά κοιμᾶσαι βαθειά παρά νά μιλᾶς ἄσχημα γιά τούς ἄλλους.
Μερικοί μοναχοί ἐπισκέφτηκαν κάποτε τόν ἀββᾶ Ποιμένα καί τόν ρώτησαν:
—Ἀββᾶ, κατά τή γνώμη σου, ἄν ὁ ἀδελφός κοιμηθῆ στήν ἐκκλησία στήν ὥρα τῆς ἀκολουθίας, θά πρέπη νά τόν σκουντήσουμε γιά νά ξυπνήση;
Περιμένοντας τήν ἀπάντησι, τά μάτια τῶν ἀδελφῶν ἀνοίχτηκαν διάπλατα καί τά αὐτιά τεντώθηκαν στό ἔπακρο μήν χάσουν τό παραμικρό ἀπ᾽ τήν ἀπάντησι τοῦ ἀββᾶ Ποιμένα.
—Στή θέσι σας, ἀπάντησε ἤρεμα ὁ ἀββᾶς, θά ἔπαιρνα ἕνα μαξιλάρι νά τό βάλω κάτω ἀπ᾽ τό κεφάλι γιά νά τόν ἀναπαύσω περισσότερο. Γιατί ὁ ἀδελφός γιά μένα εἶναι ὁ κρυμμένος Χριστός... (ἀπ᾽ τό Γεροντικό)»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/11/blog-post_853.html).




<>





«Ἡ ἱστορία τῆς μικρῆς Ἰωάννας

Γράφω ἀπ᾽ τή θέσι μιᾶς μητέρας πού ἔπρεπε πρίν 5 χρόνια νά διαλέξη καί διάλεξε σωστά. Καί αὐτό ὑπό τίς συνθῆκες πού εἶχα ἐγώ ἡ ἴδια δημιουργήσει, κάνοντας ὅτι χειρότερο μποροῦσα γιά νά φθάσω σέ μιά ἀξιοθρήνητη κατάστασι.
Ἤμουν ἔγκυος στήν 11η ἑβδομάδα ὅταν τό ἀνακάλυψα. Επειδή ἔπασχα ἀπό μανιοκαταθλιπτική ψύχωσι ἔπαιρνα δύο δυνατά τοξικά φάρμακα (...).
Δέν ἤθελα σέ καμιά περίπτωσι νά κάνω παιδί μέ τόν ἄνδρα πού εἶχα κοιμηθῆ σάν ἀπό ἀπόγνωσι καί τόν ὁποίο δέν τόν ἤθελα δίπλα μου.
Σκεφτόμουν ὅτι ἴσως ἡ θεραπεία πού ἔκανα θά λειτουργοῦσε ἀπό μόνη της ὡς ἀντισυλληπτικό. Καί νά πού βρέθηκα ἔγκυος, μέ τόν κίνδυνο νά γεννήσω ἕνα ἀνάπηρο παιδί. Τό (...) τό ὁποῖο ἔπαιρνα τούς τρεῖς πρώτους μῆνες μπορεῖ νά προκαλέση βλάβη στή σπονδυλική στήλη τοῦ παιδιού. Ἤμουν ὑπό μεγάλη πίεσι. Ἡ γυναικολόγος μοῦ εἶπε νά κάνω ἀποβολή ὅσο πιό γρήγορα, λαμβάνοντας ὑπόψιν τά φάρμακα πού πῆρα καί τή ψυχική μου κατάστασι.  Ἡ μητέρα μου μέ πίεζε κατατρομαγμένη γιά τό τί μπορεῖ νά ἀκολουθήση, ὁ πατέρας τοῦ παιδιού τό ἴδιο. Ὅμως, ἡ ἐναλλακτική λύσι —ἡ ἔκτρωσι— μέ τρόμαζε ἀκόμη πιό πολύ: Θά γινόμουν δολοφόνος τοῦ ἴδιου τοῦ παιδιοῦ μου στερώντας του τό πιό θεμελιώδες δικαίωμα μιᾶς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως τό δικαίωμα νά ζήση.
Μόλις ἔμαθα ὅτι εἶμαι ἔγκυος ἔτυχε νά δῶ στή τηλεόρασι μιά ἐκπομπή πού ἀναφερόταν σέ παιδιά μέ σοβαρές ἀναπηρίες . Ἄλλα εἶχαν σύνδρομο Down, ἄλλα εἶχαν γεννηθῆ χωρίς χέρια ἤ πόδια, ἀλλά ἔδειχναν εὐτυχισμένα πού οἱ γονεῖς τους διάλεξαν γιά αὐτά τή ζωή.
Δέν εἶχε σημασία πού ἐγώ ἤμουν ἄρρωστη, ἀνύπανδρη , ἄνεργη καί μέ τή σκοτεινή προοπτική νά γεννήσω ἕνα παιδί ἀνάπηρο.
Τό παιδί πού βρισκόταν στή κοιλιά μου θά διάλεγε τή ζωή...
Γι᾽ αὐτό ἦταν ἡ μοναδική εὐκαιρία νά δῆ τό φῶς τῆς ἡμέρας. Ἡ γενέτικη τό ἔχει ἀποδείξει πρό πολλοῦ: Εἴμαστε μοναδικοί καί ἀνεπανάληπτοι. Ἔτσι παλεύοντας πρῶτα μέ τίς φοβίες μου καί τά ἀρνητικά μου συναισθήματα, ἀποφάσισα νά ἀφεθῶ στό ἔλεος καί τή συγχώρεσι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας στήν ὁποία προσευχόμουν ἀκατάπαυστα νά μήν πέσουν οἱ ἁμαρτίες πάνω στό παιδί μου καί νά γεννηθῆ ὑγιές.
Ἄν καί δέν ἐπιθυμοῦσα νά γίνω μητέρα, ἀπ᾽ τή στιγμή πού ἀποφάσισα νά ἀπορρίψω τή τρομακτική ἐναλλακτική λύσι τῆς ἐκτρώσεως ἀισθανόμουν μέσα μου ψυχική εἰρήνη καί ψυχική δύναμι.
Ἄν καί μέχρι τούς ἐννέα μῆνες δέν ἦταν καθόλου εὔκολα (ἔβγαλα ἕνα φρονιμίτη πού μέ πονοῦσε τρομερά πέρασα δύο ἰώσεις καί μιά βαριά γρίπη τόν ἕβδομο μήνα ἐνῶ τόν τελευταῖο μήνα εἶχα τά πόδια ὑπερβολικά πρησμένα καί ἀνεβασμένη τήν πίεσι), ὡστόσο χωρίς νά πάρω κάποιο φάρμακο ἀπό αὐτά πού ἔπαιρνα γιά τά νεύρα ἡ ψυχική μου κατάστασι ἦταν σταθερή .
Τελικά γέννησα τόν Ἰανουάριο τοῦ 2004. Ὁ γιατρός πού μέ εἶχε μαλώσει ἐπειδή ἤθελα νά γεννήσω παρά τά προβλήματά μου, ἀνακοίνωσε πρῶτα στούς γονεῖς μου ὅτι εἶχαν μιά ὑγιέστατη ἐγγονή πού ζύγιζε 3,900kg.
Εἶδα τήν κόρη μου τήν Ἰωάννα τήν ἑπόμενη μέρα καί νόμιζα ὅτι ονειρεύομαι. Καί ὅλα αὐτά —ἐπειδή ἀπό μιά στιγμή καί μετά— χρησιμοποίησα τή ἐλευθερία τοῦ νά διαλέξω, σεβόμενη καί τήν ἐλευθερία μιας ἀνθρώπινης ὑπάρξεως εὐρισκόμενης στήν ἀρχή τοῦ δρόμου καί τήν ὁποία δυστυχῶς κανείς, οὔτε ἕνας ἀνθρώπινος νόμος δέν μπορεῖ νά προστατέψει, ἐκτός ἀπ᾽ τόν ηθικό νόμο πού ἐμφύσησε ὁ Θεός σέ κάθε ἄνθρωπο καί φυσικά ἡ Πρόνοια Του.

Irina Roxana Ionescu

Πηγή: περ. Lumea Credintei, N 2008»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/03/14/%ce%b7-%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%81%ce%af%ce%b1-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bc%ce%b9%ce%ba%cf%81%ce%ae%cf%82-%ce%b9%cf%89%ce%ac%ce%bd%ce%bd%ce%b1%cf%82/).


<>



«Προσευχή π. Ἰωήλ Γιαννακοπούλου

“Κύριε Ἰησοῦ, γνωρίζεις πολύ καλά πόσο μεγάλη εἶναι στήν ἐποχή τήν ὁποία ζοῦμε ἡ ἀνάγκη τοῦ βλέμματός Σου, τῆς φωνῆς Σου.
Γνωρίζεις ὅτι ἕνα μόνο βλέμμα Σου μπορεῖ νά ἀναστατώση τίς ψυχές μας καί ἡ φωνή Σου μπορεῖ νά μᾶς βγάλη ἀπ᾽ τήν ἀκαθαρσία τῆς ζωῆς μας!
Τό γνωρίζεις καλλύτερα ἀπό μᾶς, ὅτι ἡ παρουσία Σου εἶναι ἀπαραίτητη στήν γενιά αὐτή, πού δέν γνωρίζει τήν ἀγάπη Σου, τόν λόγο Σου.
Σέ παρακαλοῦμε ὄχι γιά νά δοῦμε τό πρόσωπο Σου, ὅπως τό εἶδαν οἱ Γαλιλαίοι, οὔτε γιά νά χαροῦμε τή χαρά τῶν ματιῶν Σου, οὔτε μέ τόν τρελλό ἐγωϊσμό νά Σέ νικήσουμε μέ τήν παράκλησί μας.
Δέν ζητᾶμε νά σε δοῦμε μέ τήν δόξα τῆς δεύτερης φανερώσεώς Σου, νά ἀκούσουμε τίς σάλπιγγες τῶν ἀγγέλων καί ὅλη τήν ἄλλη λειτουργία τῆς τελευταίας ἡμέρας τοῦ κόσμου, τῆς Δευτέρας Παρουσίας Σου, οὔτε ζητᾶμε τήν λάμψι τοῦ προσώπου τήν ὥρα τῆς Μεταμορφώσεώς Σου— τό ξέρεις, εἶμαστε τόσο μικροί γιά νά ἔχουμε μιά τέτοια ἀπαίτησι.
Ἐσένα θέλουμε πάνω ἀπ᾽ ὅλα, γυμνό ἀπ᾽ τά μεγαλεῖα Σου αὐτά, μόνο ἐσένα θέλουμε, ὄχι τήν μορφή Σου —δέν εἴμαστε ἄξιοι— ἀλλά τό πληγωμένο Σῶμα Σου μέ τό ἔνδυμα τοῦ κηπουροῦ, ὅπως Σέ εἶδε ἡ Μαρία, τοῦ ὁδοιπόρου, ὅπως Σέ εἶδαν ὁ Λουκᾶς καί ὁ Κλεόπας, τοῦ ψαρᾶ, ἐπαίτη, ὅπως Σέ εἶδαν οἱ ἐπτά ψαράδες Ἀπόστολοι.
Θέλουμε νά μᾶς δοῦν τά μάτια Σου ἐκεῖνα πού διαπερνοῦν τήν σάρκα μας, νά ἀκούσουμε τά λόγια Σου ἐκεῖνα πού θεραπεύουν τήν πληγωμένη μας ψυχή— αὐτά τά μάτια πού ματώνουν τήν ψυχή σάν πέφτουν πάνω της, αὐτά τά λόγια πού τῆς μιλοῦν μέ τόση τρυφερότητα!
Θέλουμε νά ἀκούσουμε τήν φωνή Σου, πού ταράσσει τους δαίμονες καί μαγεύει τά παιδιά!
Αὐτό τό ἐσωτερικό θαῦμα θέλουμε, ὄχι τά ἄλλα τά ἐξωτερικά...”»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_503.html).
«Στό Ναό μας ὑπάρχει μιά ἁγιογραφία ἡ ὁποία χρονικά ἔχει δημιουργηθῆ, πρίν ἀπό δέκα χρόνια καί ἐξοφλήθηκε πρίν ἀπό δύο ἡμέρες ἀπό οἰκογένεια πού ἔδινε κάθε μήνα ὅσα χρήματα εἶχαν δυνατότητα.
Ὑ.Γ.: Ὡς δέησι γράφτηκε ἡ παρακάτω φράσι:
“Ὑπέρ ὑγείας φτωχῆς οἰκογένειας πού ζητᾶ πλούσια τήν χάρι”.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_756.html).



<>



«Στήν Κύπρο καί συγκεκριμένα σέ ἐνορία πού ἀνήκει στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας, ὑπάρχουν εἰκόνες πρός προσκύνησι, ἁγιογραφημένες γιά πιστούς πού στεροῦνται τήν ὅρασι.
Στό πάνω μέρος ἔχει τή γραφή braille, γιά νά ξέρουν ποιός Ἅγιος εἰκονίζεται καί εἶναι ἀνάγλυφες, γιά νά μποροῦν νά ψηλαφήσουν τά χαρακτηριστικά τοῦ Ἁγίου.
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_610.html).



<>



«Σέ ὀρεινό χωριό δέν εἶχε προγραμματισθῆ Θ. Λειτουργία.
Ὁ ψάλτης τοῦ χωριοῦ, 81 ἐτῶν, πῆγε στά 11 σπίτια τῶν κατοίκων καί τούς διάβασε τό Εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα καί τό Ἀναστάσιμο ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας.
Ὑ.Γ.: Ἡ ἀγάπη βρίσκει τρόπους!
π. Σπ. Ρ.»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_440.html).
«Χωρίς Χριστό...
Μακρυά ἀπ᾽ τό Χριστό...
Ἀπέναντι ἀπ᾽ τό Χριστό...
Δέν ὑπάρχει ἀληθινή ζωή καί πραγματική ἀγάπη...
Μέ τό Χριστό...
Κοντά στό Χριστό...
Δίπλα στό Χριστό...
Ὑπάρχει ἀληθινή ζωή γεμάτη ἀγάπη... γιατί ὁ ἴδιος εἶναι ἡ πηγή καί τῶν δύο...

π. Χρῆστος Κουτσουράκης»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_816.html).




<>





«Ἕνας 17χρονος στέλνει γράμμα στό Χριστό...

Ἰησοῦ... Χριστέ.... εἶμαι ἕνα ἁπλό παιδί, ἄν καί ἔκλεισα τά 17 μου. Εἶναι ἡ ἡλικία τῆς ἐφηβείας, ἀλλά δέν θέλω καί δέν μπορῶ νά τή σκέφτομαι. Δυσκολεύομαι.
Σοῦ γράφω κάποιες σκέψεις. Δέν εἶμαι σίγουρος ὅτι θά τίς λάβης. Δέν ἔχεις κάποια διεύθυνσι. Δέν ξέρω πού βρίσκεσαι καί στό κάτω-κάτω Ποιός εἶσαι Ἐσύ. Ὁ κόσμος δέν μοῦ λέει σχεδόν τίποτε γιά Σένα. Δέν Σέ γνωρίζει καί οὔτε πού θέλει νά Σέ γνωρίση. Προσπάθησα νά μάθω κάποια πράγματα γιά Σένα, ἀλλά δέν κατάφερα τίποτε. Οὔτε τουλάχιστον τό ὄνομά Σου δέν προφέρουν οἱ ἄνθρωποι πού βρίσκονται γύρω μου. Καί τότε, Χριστέ, πῶς νά Σέ βρῶ; Ποῦ βρίσκεσαι; Ποιός εἶσαι;
Πῶς νά εἶμαι βέβαιος ὅτι ὑπάρχεις; Ὅτι μέ γνωρίζεις, ὅτι μ᾽ ἀγαπᾶς, ὅτι ἔχεις καί γιά μένα μιά σταγόνα ἀγάπης; Οἱ γύρω μου δέν Σέ βλέπουν, κοντά τούς δέν Σέ ἀισθάνομαι. Πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς πού μέ περιτριγυρίζουν ὑποφέρουν ἀπό ἐγωϊσμό, ἀπό ὑποκρισία, ἀπό μίσος. Δέν μοῦ λένε τίποτε γιά Σένα. Δέν θέλουν νά Σέ βροῦν, νά Σέ ἀισθανθοῦν, νά Σέ συναντήσουν.
Ὅταν τούς ρωτάω κάτι γιά Σένα μοῦ γελοῦν εἰρωνικά καί μέ κοιτάζουν μέ περιφρόνησι. Δέν ἔχουν χρόνο καί γιά Σένα. Ἴσως δέν πιστεύουν σέ Σένα. Εἶναι ἀπασχολημένοι μέ τά προβλήματά τους, τά τόσο μικρά, τά τόσο πρόσκαιρα, τά τόσα ποταπά.
Καί μέ πονάει τό ὅτι πάντοτε φαίνονται χαρούμενοι καί εὐτυχισμένοι. Τό χαμόγελο ἐμφανίζεται στά χείλη τους. Φαίνονται νά ζοῦν τή ζωή τους. Ἐγώ, ὅμως, δέν μπορῶ νά ἀισθανθῶ ἔτσι. Ἴσως δέν ξέρεις πόσο συχνά μέ βαρύνει ἡ λύπη, ἡ ἀδυναμία, ἡ μοναξιά...
Ἴσως θά ἤθελα νά εἶμαι σάν αὐτούς... ἀλλά κάτι ἀπ᾽ τά βάθη τῆς καρδιᾶς μέ σταματάει! Συχνά ἀισθάνομαι ἐγκαταλελειμμένος ἀνάμεσά τους. Αἰσθάνομαι σάν ἕνα νησί λύπης καί πόνου στό μέσο ἐνός “ὠκεανοῦ εὐτυχίας”. Γιατί αὐτοί μποροῦν νά εἶναι εὐτυχισμένοι κι ἐγώ ὄχι; Ποιός κάνει λάθος Χριστέ; Αὐτοί ἤ ἐγώ; Ἄν ὑπάρχης γιατί δέν ἔρχεσαι νά μοῦ δώσης μιά καθαρή καί σίγουρη ἀπάντησι;
Ὅσοι δέν ἔχουν ἰδέα γιά Σένα, δέν ξέρουν τίποτε ἄλλο ἀπ᾽ τό νά διασκεδάζουν, νά ζοῦν τή ζωή τους καί τά νειάτα τους. Ἀλλά μέ ἐμένα τί θά γίνη; Σάν νά ἔχω στή ψυχή μου ἕνα παιδάκι πού κοιτάζει γύρω του τούς ἀνθρώπους καί τοῦ ἔρχεται νά κλαίη... Δέν καταλαβαίνω συχνά λόγους καί συμπεριφορές...
Γιατί μόνο τά μάτια μου ἔχουν δάκρυα πόνου; Μόνο ἐγώ πρέπει νά κλαίω; Μόνο ἐγώ δέν ἔχω τό δικαίωμα νά εἶμαι εὐτυχισμένη. Μήπως ἐσύ μ᾽ ἐμποδίζεις νά εἶμαι σάν τούς ἄλλους; Καί γιατί τό κάνεις αὐτό; Ἴσως δέν καταλαβαίνω τί περιμένεις ἀπό ἐμένα... Ἴσως δέν μπορῶ νά διακρίνω τό θέλημά Σου...
Ὅλοι μοῦ ζητοῦν, σχεδόν μέ ὑποχρεώνουν νά εἶμαι σάν αὐτούς... ἀλλά Ἐσύ δέν λές τίποτε. Ἀπολύτως τίποτε... οὔτε μιά λέξι! Καί πῶς νά ξέρω τί θέλεις ἀπό ἐμένα; Τρέφομαι μέ δάκρυα καί πάλι μέ δάκρυα... Δέν μπορῶ νά κλάψω μπροστά στούς φίλους μου. Ξέρεις καλά ὅτι κοντά τους προσπαθῶ νά χαμογελῶ καί νά φαίνομαι εὐτυχισμένος. Ἐνῶ ἄν κάποια μέρα δέν καταφέρω νά ὑποκριθῶ τόν εὐτυχισμένο καί ἡ λύπη μου πιέζει ὅλη μου τήν ὕπαρξι κανείς δέν μέ ρωτάει τί ἔχω. Ἄραγε δέν τούς ἐνδιαφέρει; Μήπως δέν βλέπουν καί δέν καταλαβαίνουν;
Ἀγαπῶ τό Θεό, ἀλλά δέν ξέρω πώς νά τό ἀποδείξω... ἀρχίζω νά πιστεύω ὅτι τά πάντα εἶναι μάταια! Ποιός μπορεῖ νά τά καταλάβη ὅλα αὐτά; Σέ ποιόν νά παραπονεθῶ; Παλεύω μέ τόν ἑαυτό μου καί προσεύχομαι σέ Σένα. Κανείς δέν μέ μαθαίνει πῶς καί τί πρέπει νά σοῦ πω. Προσεύχομαι ὅπως μοῦ ἔρθει. Ἔφτασα νά κρύβομαι ἀκόμη κι ἀπ᾽ τήν οἰκογένειά μου. Οἱ γονεῖς μου χαίρονται ὅταν πηγαίνω στή ντισκοτέκ, ἀλλά δέν χαίρονται ὅταν προσεύχομαι. Ποιός ἔχει δίκιο, Ἰησοῦ; Καί γονατίζω στά κλεφτά καί ψάχνω λόγια. Ἴσως πιό πολύ κλαίω. Τί θέλεις νά σοῦ πῶ; Πιστεύω ὅτι ξέρεις τά πάντα καί δέν ἔχεις ἀνάγκη τά λόγια μου, ἀλλά ὡστόσο ἀισθάνομαι ὅτι μέ ἀκοῦς. Καί ἄν δέν ἀισθανόμουν οὔτε ἀπό ἐσένα ἔλεος καί ἀγάπη, εἶμαι σίγουρος ὅτι θά τρελαινόμουν ἀπ᾽ τόν πόνο καί τή μοναξιά. Ἴσως δέν προσεύχομαι καλά. Ἴσως καί νά μήν προσεύχομαι καθόλου. Ἀλλά προσπαθῶ. Πρέπει! Ἐπειδή δέν μπορῶ νά εἶμαι σάν αὐτούς πού δέν προσεύχονται...
Γιά Σένα γνωρίζω ὅτι δέν μπορεῖς παρά νά συγχωρεῖς καί ν᾽ ἀγαπᾶς. Ἀκόμη ξέρω ὅτι στό πέρασμά Σου ἀπ᾽ τή γῆ τό κάθε δευτερόλεπτό Σου ἦταν ἕνας ὠκεανός πόνου. Δέν γέλασες οὔτε μιά φορά! Ἴσως νά χαμογέλασες λίγο... Ξέρω σίγουρα ὅτι ἔκλαψες· ὄχι γιά Σένα ἀλλά γιά τούς ἄλλους. Καί ξέρω ὅτι δέν ὑποσχέθηκες σέ κανένα στή γῆ εὐτυχία, ἐδώ καί τώρα. Ὑποσχέθηκες, ὅμως, τά καλύτερα γιά τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ἀλλά γιατί ὅλα αὐτά; Τελικά δέν μπορεῖς νά δώσης κάτι γιά τή θλιμμένη μου ἐφηβεία; Δέν ἀξίζω ἕνα χαμόγελο καί μία ὥρα εὐτυχίας;
Πόσο θά ἤθελα νά μοῦ ἀπαντήσης.
Δηλαδή νά καταλάβω ὅτι ὁ κόσμος μέ ὑποχρεώνει νά ὑποφέρω; Ἴσως ἔτσι νά εἴναι. Μοῦ εἶναι εὔκολο νά Σοῦ γράψω ὅτι ὁ κόσμος γύρω μου εἶναι ἐγωϊστής, ψεύτης καί διεστραμμένος. Ἐσύ τά ξέρεις καλύτερα ἀπό ἐμένα! Μέ πληγώνει ἡ ἀδιαφορία τους. Μέ πληγώνει ἡ κακία καί ἡ ὑποκρισία τους.
Σέ ποιόν νά παραπονεθώ; Σ᾽ αὐτούς πού δέν κλαῖνε πια; Ἀκόμη θέλω νά σοῦ πῶ ὅτι μέ πονάει ἡ βρωμιά πού βλέπω γύρω μου. Πόση ὑπομονή νά κάνω ἀκόμα καί γιά πόσο ἀκόμη θά μπορέσω νά διατηρήσω αὐτή τή σταγόνα ἀξιοπρέπειας καί ἁγνότητος ἀνάμεσα σέ ἀνθρώπους πού δέν ξέρουν τίποτε ἄλλα ἀπ᾽ τό νά μιλοῦν καί νά σκέφτονται βρώμικα; Πῶς νά ἐξηγήσω σέ Σένα τόν ἀναμάρτητο ὅτι σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο τά πάντα συνοψίζονται στή διαφθορά; Δέν βλέπεις ἄραγε τή γενική κατάπτωσι πού τείνει νά μέ ρουφήξη σάν ἕνας τυφώνας; Ὅλοι θέλουν μόνο σέξ, ναρκωτικά, δυνατές συγκινήσεις.
Δέν ἔμεινε σχεδόν τίποτε καθαρό σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο. Σοῦ γράφω εἰλικρινά ὅτι προσπαθῶ μέ ὅλη μου τήν ψυχή νά πιστέψω σέ Σένα. Καί ἀναρωτιέμαι ἄν θά τά καταφέρω... Ὁ κόσμος πού δημιούργησες θά ἔπρεπε νά εἶναι καλός. Ἔτσι τόν θέλησες, ἔτσι τόν ἀγάπησες. Ἀλλά τώρα τί καλό ὑπάρχει σ᾽ αὐτόν; Μέχρι καί τό χορτάρι, ἡ ὀμορφιά ἑνός λουλουδιοῦ καί τό χαμόγελο ἑνός παιδιοῦ “τσαλαπατοῦνται” ἤ καί ἀγνοοῦνται. Καί τότε τί καί ποιός μέ βοηθάει νά πιστέψω σέ Σένα;
Ἔγινα στόχος εἰρωνειῶν τῶν γύρω μου. Ἄν μιλοῦσα βρώμικα καί ζοῦσα μιά ζωή πρόστυχη κανείς δέν θά γελοῦσε μαζί μου. Δέν θά ἔβλεπαν κάτι τό διαφορετικό, θά μέ θεωροῦσαν δικό τους. Ὡστόσο ἐγώ δέν θέλω νά φτάσω νά γίνω αὐτό πού τώρα μέ ἀηδιάζει.
Ἄν Ἐσύ, Ἰησού, ζοῦσες γιά μιά μέρα στήν κοινωνία πού ἐγώ ζῶ, τί θά ἔκανες; Ἀλλά ποιός μπορεῖ νά μοῦ πῆ; Ὅλοι χαίρονται γύρω μου, ἐγώ δέν τά καταφέρνω. Ὧρες-ὧρες ἀπελπίζομαι Ἰησοῦ. Ἀξίζει νά ὑποφέρω κι ἄν ὁ κόσμος ἔχει δίκαιο ὅταν μοῦ λέη ὅτι δέν ὑπάρχεις, ὅτι εἶσαι ἕνας μύθος; Μήπως δέν κάνω τίποτε ἄλλο ἀπ᾽ τό νά χάνω τίς χαρές καί τίς ἱκανοποιήσεις τῆς νιότης; Μήπως μετά τό θάνατο δέν ὑπάρχει τίποτε; Μήπως δέν θά εἶμαι εὐτυχισμένος καί στήν ἄλλη ζωή;
Μήπως δέν βλέπεις ὅτι πολλοί γύρω μου δέν πιστεύουν σέ Σένα; Πολλοί ὁρκίζονται ὅτι εἴδαν ἐξωγήινους καί ὅτι θά ἤθελαν πολύ νά ὑπάρχουν, ἀλλά Ἐσένα δέν Σέ δέχονται. Πιστεύουν σέ χαμένους πολιτισμούς, ἀλλά γιά Σένα δέν θέλουν ν᾽ ἀκούσουν. Θέλω ἀκόμη νά ξέρης ὅτι κάποιες φορές ἡ μοναξιά μου γίνεται ἀπόλυτη. Δέν ξέρω σέ ποιόν νά ἔχω ἐμπιστοσύνη. Ποιός εἶναι στ᾽ ἀλήθεια φίλος μου; Ζῶ 17 χρόνια σ᾽ αὐτή τή γῆ καί ἀκόμη δέν ξέρω σέ ποιόν νά ἔχω ἐμπιστοσύνη. Συχνά προδόθηκα, συχνά πληγώθηκα. Ἀπό ποιόν; Ἀπό ἐκείνους πού τό περίμενα λιγότερο, πού περίμενα μιά ἀληθινή στήριξι... Ἄν θά ἤμουν σίγουρη ὅτι εἶσαι κοντά μου... Ἄν θά μποροῦσα γιά λίγα λεπτά ν᾽ ἀκουμπήσω τό κεφάλι μου στήν ἀγκαλιά Σου καί νά ἀισθανθῶ ὅτι κάποιος μέ συγχώρησε καί μέ ἀγάπησε πραγματικά.
Ἐσύ ἄραγε εἴχες φίλους; Δεῖξε μου, μάθε μου τί εἶναι φιλία! Κάποιος μοῦ εἶπε ὅτι οἱ κορυφές τῶν βουνῶν δέν ἔχουν πατηθῆ τόσο ὅσο οἱ πλατεῖες. Ὅσο πιό ψηλά ἀνεβαίνεις, τόσο λίγοι σέ συντροφεύουν στό δρόμο. Ἐγώ προσπαθῶ νά ἀνέβω πρός ἐσένα. Γι᾽ αὐτό μένω ὅλο καί πιό μόνος. Ὅλο καί πιό ἀπογοητευμένος. Μ᾽ ἐγκαταλείπουν σταδιακά ὅλοι ὅσοι εἶχα ἐμπιστοσύνη. Δέν μέ καταλαβαίνουν, δέν μέ πιστεύουν. Ἴσως δέν φταῖνε αὐτοί. Δέν μποροῦν νά μοῦ δώσουν ὅτι ζητῶ, ἐπειδή δέν ἔχουν ἀπό πού. Δέν τούς ἔμαθε κανείς τί εἶναι ἀφοσίωσι, φιλία, εἰλικρινής ἀγάπη, αὐτοθυσία...Ἴσως!
Οἱ ἄνθρωποι δέν δίνονται πιά ὁλοκληρωτικά. Μένει πάντοτε μιά σκιά ἐγωϊσμοῦ στόν καθένα μας. Ἴσως καί φοβοῦνται νά δοθοῦν ὁλοκληρωτικά θυσιάζοντας τόν ἑαυτό τους. Ἴσως καί νά μήν μοῦ ἔχουν ἐμπιστοσύνη. Ἴσως καί ἐγώ, ὅμως, ν᾽ ἀπογοητευω τούς ἄλλους. Ἀλλά ὡστόσο ἔχω ἀνάγκη ἕνα στήριγμα σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο, ἔναν ὤμο ν᾽ ἀκουμπήσω τό κεφάλι μου.
Ἔχω ἀνάγκη κάποιον πού νά σκέφτεται καί νά ἀισθάνεται σάν ἐμένα. Νά ἔχω τουλάχιστον πού καί πού τή βεβαιότητα ὅτι δέν περιπλανιέμαι μάταια σ᾽ ἔναν κόσμο ψεύτη καί ἐγωιστή. Ἔχω τήν ἀνάγκη νά λέω κάπου τόν πόνο μου.
Θά ἤθελα νά τά λέω ὅλα αὐτά σέ Σένα. Ἀλλά μερικές φορές μοῦ φαίνεται ὅτι Εἶσαι πολύ μακρυά! Γιατί ἄφησες μιά τόσο μεγάλη ἀπόστασι ἀνάμεσα σέ Ἐσένα καί σέ ἐμένα Ἰησοῦ; Γιατί κάποιες σπάνιες φορές ἀισθάνομαι ὅτι μ᾽ ἀγαπᾶς, ὅτι μέ συγχωρεῖς, ὅτι μέ βοηθᾶς σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μου, ἐνῶ τίς πιό πολλές φορές ἀισθάνομαι ὅτι οὔτε δέν ξέρεις ἄν ὑπάρχω. Μήπως ἐπειδή ἁμαρτάνω καί οἱ ἁμαρτίες μου Σέ ἀπομακρύνουν καί Σέ λυποῦν; Μήπως πιστεύεις ὅτι μοῦ ἀρέσει νά βυθίζομαι στή λάσπη, τή βρωμιά τήν ὁποία καί ἐγώ σιχαίνομαι καί θέλω ν᾽ ἀπαλλαγῶ ἀπ᾽ αὐτή μιά γιά πάντα;
Μισῶ τήν ἁμαρτία, ἀλλά μοῦ φαίνεται ἀδύνατον νά μήν κάνω λάθος. Ὅταν πέφτω, αἰσθάνομαι κατάθλιψι. Τότε καταλαβαίνω τί εἶναι κόλασι. Καί ὑπόσχομαι νά μήν ἐπαναλάβω τό ἴδιο λάθος. Ἀλλά εἶμαι ἕνα παιδί, Ἰησοῦ καί εἶμαι ἀδύναμο. Εἶμαι μόνος σ᾽ ἔναν κόσμο βρώμικο καί ὑποκριτή. Ἀλήθεια, δέν τά ξέρεις ὅλα αὐτά; Καί ὡστόσο ἁμαρτάνω. Μερικές φορές μισῶ τόν ἑαυτό μου. Θά ἔδινα τό πᾶν νά ξεκινῶ κάθε φορά ἀπ᾽ τήν ἀρχή. Ἀλλά ξέρω ὅτι δέν γίνεται.
Τί εἶναι τό καλό; Τί εἶναι τό ὄμορφο; Ποιος θά μέ μάθη; Ποιός θά μέ μάθη; Ποιός θά μοῦ δείξη; Μέ ἀφήνεις νά διαλέξω μόνος. Ξέρω ὅτι σέβεσαι τήν ἐλευθερία μου... ἀλλά δώσε μου ἕνα σημάδι ὅτι βρίσκομαι στόν καλό δρόμο!
Σέ παρακαλῶ καί κάτι ἀκόμη... νά μοῦ πῆς ποιός εἶμαι καί ποιός ὁ σκοπός μου στή γῆ. Οἱ ἄλλοι μέ εἰρωνεύονται ὅταν ἀκοῦν αὐτή μου τήν ἐπιθυμία. Ἐσύ μ᾽ ἔφερες σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο; Καί τί περιμένεις ἀπό ἐμένα;
Ὑπάρχει Ἰησοῦ ζωή μετά τό θάνατο; Τήν ἀπάντησι δέν μπορῶ νά τή βρω στούς γύρω μου. Αὐτοί ζοῦν μόνο γιά τό σήμερα. Γιά νά ἱκανοποιοῦν τίς ὀρέξεις καί τίς ἐπιθυμίες τους. Δέν σηκώνουν τά μάτια τους πέρα ἀπ᾽ τόν ὁρίζοντα, πέρα ἀπ᾽ τό αὔριο. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κάνουν πλάνα γιά τό μέλλον. Σέ πλάνο, ὅμως, διανοητικό καί ὑλικό. Μοῦ φαίνεται ὅτι θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους, ἀθάνατους, ποτέ δέν θέτουν τό θέμα τοῦ θανάτου. Ποιόν νά πιστέψω; Βοήθα μέ νά πιστέψω...
Λέγονται τόσα πολλά γιά Σένα... Ὑπάρχουν γνῶμες πού ἀντιφάσκουν ὁλοφάνερα, Χριστέ! Ὅλο καί πιό λίγες φωνές λένε ὅτι εἶσαι ὁ Ὑἱός τοῦ Θεοῦ ὁ ἐνανθρωπήσας γιά τή σωτηρία μας. Γιά νά μήν πῶ καί ὅτι γιά τό Σταυρό καί τήν Ἀνάστασι μόνο στίς ἐκκλησίες μιλᾶνε πια. Γιά πολλούς δέν εἶσαι παρά ἕνας ἄνθρωπος σάν ὅλους τούς ἄλλους. Σέ κατέβασαν στό ἐπίπεδό τους, σ᾽ ἔκαναν κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσί τους, μήπως καί τούς κρίνεις, μήπως καί ἀποκτήσεις κανένα δικαίωμα νά τούς ἐπιπλήξης γιά κάτι. Αὐτοί θέλουν νά εἶσαι ἕνας σάν κι αὐτούς. Τό ἴδιο βρώμικος, τό ἴδιο ἄσχημος, τό ἴδιο ἐμπαθής.
Ἐνώ ἐσύ, Χριστέ, δέν λές τίποτε. Δέν θέλεις κι ἐσύ νά ὑπερασπιστῆς τόν Ἑαυτό Σου;
Διάβασα τό “Μύθο τοῦ Μεγάλου Ἱεροεξεταστή”. Πόσο δίκαιο εἶχε ὁ ἰδιοφυής συγγραφέας! Ἐσύ δέν ξέρεις νά ὑπερασπιστῆς τόν Ἑαυτό Σου. Δέν τό ἔκανες οὔτε μπροστά στόν Πιλάτο. Δέν τό ἔκανες οὔτε μπροστά στά ἑκατομμύρια τῶν Πιλάτων καί τῶν Ἰούδων τῶν ἡμερῶν μας. Ἐσύ μόνο σωπαίνεις, ἀγαπᾶς καί σέ ὅσους ἐξομολογοῦνται τίς ἁμαρτίες τους στόν πνευματικό, σβήνεις τίς ἀμαρτίες τους μέ τό σπόγγο τοῦ ἐλέους Σου. Ἴσως θά ἔπρεπε ἐγώ νά σωπάσω καί ἐσύ νά μιλᾶς... θά ἔπρεπε ἡ βρωμιά καί τό κακό νά ἐξαφανιστοῦν, ἐνῶ ὅτι εἶναι καθαρό καί ὄμορφο νά ἔχη μιά εὐκαιρία στή ζωή καί στό φῶς.
Θά ἤθελα νά Σου γράψω κι ἄλλα. Ἀλλά ἐσύ τά ξέρεις ὅλα. Ἐσύ δέν ἔχεις ἀνάγκη τά λόγια μου, ἀλλά ἐμένα, τήν καρδιά μου. Ἐσύ δέν ἔγραψες τίποτε... οὔτε μιά λέξι. Ἐσύ μόνο ἀγάπησες. Θυσιάστηκες καί θεράπευσες τίς ἀδυναμίες μας καί τά βάσανά μας.
Θεράπευσέ μέ καί ἐμένα Ἰησοῦ.
Δῶσε μου δύναμι νά ὑπάρχω.

Ἀπό τό βιβλίο “Invitatii la libertate”, μοναχού Παυλίνου»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/03/21/%ce%ad%ce%bd%ce%b1%cf%82-17%cf%87%cf%81%ce%bf%ce%bd%ce%bf%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%ad%ce%bb%ce%bd%ce%b5%ce%b9-%ce%b3%cf%81%ce%ac%ce%bc%ce%bc%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd-%cf%87%cf%81%ce%b9%cf%83%cf%84/).



<>




«Το ωραίο ποίημα τοῦ Βαλαωρίτη μήπως θά βρῆ καί σήμερα τή θέσι του, ἔστω κι ἄν φαίνεται ἀδύναμη ἡ Ἑλλάδα μας μπροστά στό βράχο τῶν Μεγάλων Δυνάμεων καί τοῦ Δ.Ν.Τ.;...

Ὁ βράχος καί τό κύμα (Βαλαωρίτης Ἀριστοτέλης)

“Μέριασε, βράχε, νά διαβῶ!” τό κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στήν πέτρα τοῦ γιαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
“Μέριασε! Μέ τά στήθη μου, πού ‘σαν νεκρά καί κρύα
μαῦρος βοριάς ἐφώλιασε καί μαύρη τρικυμία.
Ἀφρούς δέν ἔχω γι᾽ ἄρματα, κούφια βοή γι᾽ ἀντάρα,
ἔχω ποτάμι αἵματα, μέ θέριεψε ἡ κατάρα
τοῦ κόσμου, πού βαρέθηκε, τοῦ κόσμου πού ‘πε τώρα:
“Βράχε, θά πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!”
Ὅταν ἐρχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σο ‘γλυφα καί σο ‘πλενα τά πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ᾽ ἐκοίταζες καί φώναζες τοῦ κόσμου,
νά δῆ τήν καταφρόνεσι πού πάθαινε ὁ ἀφρός μου.
Κι ἀντίς ἐγώ κρυφά-κρυφά, ἐκεῖ πού σέ φιλοῦσα,
μέρα καί νύχτα σ᾽ ἔσκαφτα τή σάρκα σου ἐδαγκοῦσα
και τήν πληγή πού σ᾽ ἄνοιγα, τό λάκκο πού ‘θε κάμω,
μέ φύκη τόν ἐπλάκωνα, τόν ἔκρυβα στόν ἄμμο.
Σκύψε νά ἰδῆς τή ρίζα σου στῆς θάλασσας τά βύθη,
τά θέμελά σου τά ‘φαγα, σ᾽ ἔκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, νά διαβῶ! Τοῦ δούλου τό ποδάρι
θα σέ πατήση στό λαιμό... Ἐξύπνησα λιοντάρι...”

Ὁ βράχος ἐκοιμότουνε. Στήν καταχνιά κρυμμένος,
ἀναίσθητος σοῦ φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Τοῦ φώτιζαν τό μέτωπο, σχισμένο ἀπό ρυτίδες,
τοῦ φεγγαριοῦ, πού ‘ταν χλωμό, μισόσβηστες ἀχτίδες.
Ὁλόγυρα του ὀνείρατα, κατάρες ἀνεμίζουν
καί στόν ἀνεμοστρόβιλο φαντάσματα ἀρμενίζουν,
καθῶς ἀνεμοδέρνουνε καί φτεροθορυβούνε
τή δυσωδία τοῦ νεκροῦ τά ὄρνια ἄν μυριστοῦνε.

Τό μούγκρισμα τοῦ κύμματος, τήν ἄσπλαχνη φοβέρα,
χίλλιες φορές τήν ἄκουσεν ὁ βράχος στόν ἀθέρα
ν᾽ ἀντιβοᾶ τρομαχτικά χωρίς κἄν νά ξυπνήση,
καί σήμερα ἀνατρίχιασε, λές θά λιγοψυχήση.
“Κύμμα, τί θέλεις ἀπό μέ καί τί μέ φοβερίζεις;
Ποιός εἶσαι σύ κι ἐτόλμησες, ἀντί νά μέ δροσίζης,
ἀντί μέ τό τραγούδι σου τόν ὕπνο μου νά εὐφραίνης,
καί μέ τά κρύα σου νερά τή φτέρνα μου νά πλένης,
ἐμπρός μου στέκεις φοβερό, μ᾽ ἀφρούς στεφανωμένο;
Ὅποιος κι ἄν εἶσαι μάθε το, εὔκολα δέν πεθαίνω!”

“Βράχε, μέ λένε ἐκδίκησι. Μ᾽ ἐπότισεν ὁ χρόνος
χολή καί καταφρόνεσι. Μ᾽ ἀνάθρεψεν ὁ πόνος.
Ἤμουνα δάκρυ μιά φορά καί τώρα κοίταξέ με,
ἔγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Ἐδώ μέσα στά σπλάχνα μου, βλέπεις, δέν ἔχω φύκη,
σέρνω ἕνα σύγνεφο ψυχές, ἐρμιά καί καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σέ ζητοῦν τοῦ ἅδη μου τ᾽ ἀχνάρια...
Μ᾽ ἔκαμες ξυλοκρέβατο... μέ φόρτωσες κουφάρια...
Σέ ξένους μ᾽ ἔριξες γιαλούς... τό ψυχομάχημά μου
τό περιγέλασαν πολλοί καί τά πατήματά μου
τά φαρμακέψανε κρυφά μέ τήν ἐλεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, νά διαβῶ, ἐπέρασε ἡ γαλήνη,
καταποτήρας εἶμαι ἐγώ, ὁ ἄσπονδος ἐχθρός σου,
γίγαντας στέκω ἐμπρός σου!”

Ὁ βράχος ἐβουβάθηκε. Τό κύμμα στήν ὁρμή του
ἐκαταπόντησε μεμιᾶς τό κούφιο τό κορμί του.
Χάνεται μέ τήν ἄβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σά νά ‘ταν ἀπό χιόνι.
Ἐπάνωθέ του ἐβόγγιζε γιά λίγο ἀγριεμένη
ἡ θάλασσα κι ἐκλείστηκε. Τώρα δέν ἀπομένει
στόν τόπο πού ‘ταν τό στοιχειό, κανείς παρά τό κύμμα,
πού παίζει γαλανόλευκο ἐπάνω ἀπ᾽ τό μνῆμα»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/05/05/%ce%bf-%ce%b2%cf%81%ce%ac%cf%87%ce%bf%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%84%ce%bf-%ce%ba%cf%8d%ce%bc%ce%b1/).



<>




«Ἀπ᾽ τήν ἔχθρα στήν συγχώρησι!

Μιά ἀληθινή ἱστορία

Τοῦ Johann Christoph Arnold

Ὅταν ἡ διάσημη δολοφόνος Κάρλα Φαίη Τάκερ ἐκτελέστηκε στίς 3 Φεβρουαρίου τοῦ 1998, στό Χάντσβιλλ τοῦ Τέξας, μία μικρή ὁμάδα διαδηλωτῶν ἐνάντια στή θανατική ποινή ἔκαναν μία ὁλονυχτία μέ ἀναμμένα κεριά. Ἀλλά πολλές περισσότερες ἑκατοντάδες ἦταν ἐκεῖ ἔξω ἀπ᾽ τή φυλακή γιά νά χαροῦν γιά τό θάνατό της. Ἕνα πανό πού κρατοῦσε κάποιος τά ἔλεγε ὅλα: “Εἶθε ὁ Παράδεισος νά σέ βοηθήση. Εἶναι τόσο σίγουρο ὅσο ἡ κόλασι, ὅτι ἐμεῖς δέν θά σέ βοηθήσουμε!”.
Μέσα στή φυλακή, ὡστόσο, ἕνας ἄνδρας, ὀνόματι Ρόν Κάρλσον, προσευχόταν γιά τήν Κάρλα καί ὄχι στήν αἴθουσα τῶν μαρτύρων ὅπου βρίσκονταν οἱ οἰκογένειες τῶν θυμάτων τῆς Κάρλα, ὅπου λογικά θά ἔπρεπε νά εἶναι, ἀλλά στό χῶρο πού ἡ φυλακή παρεῖχε γιά τήν οἰκογένεια τῆς δολοφόνου.
Ἔχουν περάσει δύο χρόνια ἀπό τότε πού γνώρισα τόν Ρόν καί ἄκουσα τό ἀξιοθαύμαστο ταξίδι του ἀπ᾽ τό μίσος στή συμφιλίωσι, ἀλλά αὐτά πού μοῦ εἶπε εἶναι κολλημένα στό μυαλό μου λές καί ἦταν χτες: “Λίγο μετά πού εἶχα γυρίσει σπίτι μετά ἀπό μία μέρα κοπιαστικῆς δουλειᾶς (ἦταν 13 Ἰουλίου τοῦ 1983) χτύπησε τό τηλέφωνο. Ἦταν ὁ πατέρας μου. Εἶπε, “Ρόν, πρέπει νά ἔρθης ἀμέσως στό μαγαζί. Ἔχουμε λόγους νά πιστεύουμε ὅτι ἡ ἀδελφή σου δολοφονήθηκε.” ἔπεσα στό πάτωμα. Δέν μποροῦσα νά τό πιστέψω. Δέν μποροῦσα νά τό πιστέψω ἀκόμα κι ὅταν εἶδα στήν τηλεόρασι τό σῶμα τῆς ἀδελφῆς μου νά τό μεταφέρουν ἔξω ἀπό ἕνα διαμέρισμα. Ἡ Ντέμπορα ἦταν ἀδελφή μου, καί μέ εἶχε μεγαλώσει. Οἱ γονεῖς μου εἶχαν χωρίσει ὅταν ἤμουν πολύ μικρός, ἕξι χρονῶν. Δέν εἶχα ἀδελφούς μόνο μία μεγαλύτερη ἀδελφή καί γι’ αὐτό ἡ Ντέμπορα ἦταν κάτι τό πολύ ἰδιαίτερο γιά μένα. Πολύ ἰδιαίτερο.
Ἡ Ντέμπορα φρόντιζε πάντα νά ἔχω ροῦχα, καί νά ὑπάρχη φαγητό στό τραπέζι. Μέ βοηθοῦσε στά μαθήματά μου, καί μέ χτυποῦσε στά χέρια ἄν ἔκανα κάτι λάθος. Εἶχε γίνει ἡ μητέρα μου.
Τώρα ἦταν νεκρή, μέ δεκάδες μώλωπες ἀπό γροθιές σ᾽ ὅλο της τό σῶμα, καί τήν πληγή ἀπό σφαίρα στήν καρδιά της. Ἡ Ντέμπορα δέν ἦταν ἄνθρωπος πού εἶχε ἐχθρούς. Ἁπλά βρέθηκε στό λάθος μέρος, τήν λάθος ὥρα. Οἱ δολοφόνοι εἶχαν ἔρθει νά κλέψουν ἀνταλλακτικά μοτοσικλετῶν ἀπ᾽ τό σπίτι πού αὐτή ἔμενε, καί ὅταν ἀνακάλυψαν τόν Τζέρρυ Ντήν, τόν ἄνθρωπο μέ τόν οποίο ἦταν μαζί, τόν χτύπησαν μέχρι θανάτου. Βρίσκονταν κάτω ἀπό μεγάλη ἐπήρεια ναρκωτικῶν. Μετά ἀνακάλυψαν τήν Ντέμπορα κι ἔτσι ἔπρεπε νά τήν σκοτώσουν κι αὐτήν...”.
Tό Xιοῦστον ἦταν ἀνάστατο. Οἱ ἐφημερίδες περιέγραφαν μέ πηχυαίους τίτλους τό ἔγκλημα, καί ἡ πόλι ζοῦσε σέ φόβο. Μερικές βδομάδες ἀργότερα οἱ δολοφόνοι —δύο ναρκομανεῖς, ἡ Κάρλα Τάκερ καί ὁ Ντάνιελ Γκάρετ— παραδόθηκαν ἀπό συγγενεῖς. Στή συνέχεια δικάστηκαν καί καταδικάστηκαν σέ θάνατο. Ὁ Ντάνιελ ἀργότερα πέθανε στή φυλακή. Ὡστόσο ὁ Ρον δέν αἰσθανόταν ἀνακούφισι: “Χάρηκα πού συνελήφθηκαν, φυσικά, ἀλλά ἤθελα νά τούς σκοτώσω ἐγώ ὁ ἴδιος. Εἶχα γεμίσει μέ ἀπόλυτο μίσος, καί ἤθελα νά ἰσοφαρίσω. Ἤθελα νά χτυπήσω τήν καρδιά τῆς Κάρλα ὅπως ἐκείνη εἶχε κάνει στήν ἀδελφή μου”.
Ὁ Ρόν λέει ὅτι ἀπό πρίν τό θάνατο τῆς ἀδελφῆς του, εἶχε πρόβλημα μέ τό ποτό καί τά ναρκωτικά, ἀλλά μετά χειροτέρεψε πολύ. Ἕνα χρόνο ἀργότερα καί ὁ πατέρας τους πυροβολήθηκε ἀπό ληστές.
“Συχνά μεθοῦσα, καί βυθιζόμουν στά ναρκωτικά ὅπως LSD καί μαριχουάνα καί ὅτι ἄλλο ἔβρισκα. Ἐπίσης, συνεχῶς τσακωνόμουν μέ τή γυναῖκα μου. Ἤθελα νά σκοτώσω τόν ἐαυτό μου...
Τότε ἕνα βράδυ, ἀισθανόμουν ὅτι δέν ἄντεχα ἄλλο, καί σκεφτόμουν ὅτι ἔπρεπε νά κάνω κάτι γιά τό μίσος καί τήν ὀργή πού μέ πλημμύριζαν. Εἶχαν γίνει τόσο ἄσχημα μέσα μου, πού ἤθελα συνεχώς νά κάνω κακό σέ ἀντικείμενα καί ἀνθρώπους. Βάδιζα στό ἴδιο μονοπάτι μέ τούς δολοφόνους τῆς ἀδελφῆς μου καί τοῦ πατέρα μου. Ἐκεῖνο τό βράδυ, ὅμως, ἀποφάσισα νά ἀνοίξω τή Βίβλο, καί ἄρχισα νά διαβάζω.
Ἦταν ἀλήθεια παράξενο. Ἤμουν κάτω ἀπό ἐπήρεια ναρκωτικῶν καί διάβαζα τό Λόγο τοῦ Θεοῦ! Ἀλλά ὅταν ἔφτασα ἐκεῖ πού σταύρωσαν τόν Ἰησοῦ ἔκλεισα ἀπότομα τό βιβλίο. Γιά κάποιο λόγο μέ χτύπησε στήν καρδιά ὅπως ποτέ πριν: “Θεέ μου”, σκέφτηκα, “σκότωσαν ἀκόμα καί τόν Ἰησοῦ!”.
Τότε ἔπεσα στά γόνατά μου καί δέν τό εἶχα κάνει ποτέ πρίν αὐτό —καί ζήτησα ἀπ᾽ τό Θεό νά ἔρθη στή ζωή μου καί νά μέ ἀλλάξη ὅπως ἐκεῖνος ἤθελε νά εἶμαι, καί νά εἶναι Κύριος τῆς ζωῆς μου. Αὐτό ἦταν βασικά πού συνέβη ἐκεῖνο τό βράδυ.
Ἀργότερα διάβασα περισσότερο τή Βίβλο, καί μία γραμμή ἀπ᾽ τό Πάτερ Ἡμῶν —ἐκείνη ἡ γραμμή πού λέει “συγχώρησέ μας ὅπως καί ἐμεῖς συγχωροῦμε” —πήδηξε ἔξω ἀπ᾽ τό κείμενο πρός ἐμένα. Τό νόημα φαινόταν καθαρό: “Δέν θά συγχωρηθῆς ἄν δέν συγχωρήσης”. Θυμᾶμαι ὅτι ἐπιχειρηματολογοῦσα μέ τόν ἑαυτό μου: “Δέν μπορῶ ἐγώ νά τό κάνω αὐτό, ποτέ δέν θά μποροῦσα νά κάνω κάτι τέτοιο”. Καί ὁ Θεός φαινόταν νά μοῦ ἀπαντάη ἀμέσως, “Καλά, Ρόν, ἐσύ δέν μπορεῖς. Ἀλλά μέσῳ ἐμένα μπορεῖς”.
Δέν πέρασε πολύς καιρός καί μία μέρα μιλοῦσα μέ ἕνα φίλο στό τηλέφωνο, καί μέ ρώτησε ἄν ἤξερα ὅτι ἡ Κάρλα ἦταν σέ μία φυλακή στήν πόλι μας. “Θά πρέπη νά πᾶς ἐκεῖ καί νά τῆς πῆς τίς σκέψεις σου”, μοῦ εἶπε. Αὐτός ὁ φίλος δέν ἤξερε τήν πνευματική μου πορεία, καί δέν τοῦ εἶπα τίποτε. Ἀλλά ἀποφάσισα νά πάω νά δῶ τήν Κάρλα.
Ὅταν πῆγα ἐκεῖ καί τήν ἀντίκρισα τῆς εἶπα ὅτι εἶμαι ὁ ἀδελφός τῆς Ντέμπορα. Δέν εἶπα τίποτε ἄλλο στήν ἀρχή. Μέ κοίταξε παράξενα καί εἶπε, “Ποιός εἶπες ὅτι εἶσαι;”, ἐπανέλαβα, ἀλλά ἀκόμα μέ κοιτοῦσε ἀποσβολωμένη, σάν νά μήν πίστευε αὐτό πού ἄκουγε. Μετά ξέσπασε σέ κλάμα.
Εἶπα, “Κάρλα, ὅ,τι καί νά βγῆ ἀπ’ αὐτό, θέλω νά ξέρης ὅτι ἐγώ σέ συγχωρῶ, καί δέν ἔχω τίποτε ἐναντίον σου.“Ἐκείνη τή στιγμή ὅλο τό μίσος καί ἡ ὀργή ἔφυγε. Ἦταν σάν ἕνα μεγάλο βάρος νά σηκώθηκε ἀπ᾽ τούς ὤμους μου”.
Ὁ Ρόν λέει ὅτι μίλησε πολύ ὥρα μέ τήν Κάρλα, καί στή διάρκεια τῆς συνομιλίας του ἀνακάλυψε ὅτι κι ἐκείνη, ἐπίσης, πρόσφατα εἶχε πιστέψει στό Θεό, καί ὅτι ἡ πίστι της εἶχε ἀλλάξει τή στάσι της γιά τή ζωή. Ἦταν τότε πού ὁ Ρόν ἀποφάσισε ὅτι ἔπρεπε νά ξαναπάη καί νά μάθη περισσότερα γι’ αὐτήν:
“Στήν ἀρχή ἁπλά ἤθελα νά πάω καί νά τήν συγχωρήσω καί νά φύγω, ἀλλά μετά ἀπό ἐκείνη τήν πρώτη ἐπίσκεψι χρειαζόμουν νά πάω ξανά. Ἤθελα νά ἀνακαλύψω ἄν ἦταν εἰλικρινής γιά τή Χριστιανική πορεία τήν οποία ἰσχυριζόταν ὅτι εἶχε. Ἐπίσης, ἤθελα νά μάθω γιατί οἱ ἄνθρωποι σκοτώνουν, γιατί δολοφονοῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ποτέ δέν τό ἔμαθα αὐτό, ἀλλά ἔμαθα ὅτι ἡ Κάρλα ἦταν εἰλικρινής. Ἐπίσης, ἀνακάλυψα, μέσα ἀπό αὐτήν, ὅτι οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ νά ἀλλάξουν καί ὅτι ὁ Θεός εἶναι ζωντανός.
Ἡ μητέρα τῆς Κάρλα ἦταν πόρνη καί ναρκομανής, καί εἰσήγαγε τήν κόρη της ἀπό πολύ νεαρή ἡλικία σέ ὅλα αὐτά. Ἡ Κάρλα εἶχε ἀρχίσει νά κάνη ἐνέσεις ἡρωίνης ἀπό δέκα ἐτῶν. Στή φυλακή ἦταν πού ἄλλαξε ἡ ζωή τῆς 180 μοῖρες —μέσῳ μίας διακονίας πού ἀσχολοῦνταν μέ γυναῖκες καί ἔδινε Βίβλους καί μιλοῦσε γιά τό νόημα τῆς ζωῆς μέ τό Θεό”. Ὁ Ρόν ἐπισκεπτόταν κάθε δύο μῆνες τήν Κάρλα, ἐνόσω αὐτή ἀνέμενε τήν ἐκτέλεσί της, γιά τά ἐπόμενα δύο χρόνια, καί ἐπίσης ἀλληλογραφοῦσε μέ αὐτή. Σύντομα εἶχαν γίνει στενοί φίλοι.
Θυμᾶται: “Οἱ ἄνθρωποι γύρω μου δέν μποροῦσαν νά τό πιστέψουν. Ἔλεγαν πῶς εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι κάτι πάει στραβά μέ ἐμένα —ὅτι θά ἔπρεπε νά μισῶ τόν ἄνθρωπο πού σκότωσε τήν ἀδελφή μου, ὄχι νά τήν πλησιάζω. Ἕνας συγγενής μοῦ εἶπε ὅτι ντρόπιαζα τή μνήμη τῆς ἀδελφῆς μου μέ τόν τρόπο πού ἐνεργοῦσα, καί ὅτι πιθανῶς “τά κόκαλά της νά ἔτριζαν στόν τάφο της”. Ἕνας ἄλλος ἔκανε μία δημόσια δήλωσι τή μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς Κάρλα γιά τό πόσο χαρούμενος ἦταν πού σέ λίγο θά ἦταν νεκρή”.
Ἡ ἴδια ἡ Κάρλα εἶχε μείνει ἔκπληκτη ἀπ᾽ τή στάσι τοῦ Ρον ἀπέναντί της. Μιλώντας σέ μία τηλεοπτική συνέντευξι λίγο πρίν τήν ἐκτέλεσί της, εἶχε πει: “Εἶναι ἀπίστευτο, φανταστικό! Ἡ συγχώρεσι εἶναι ἕνα πράγμα. Ἀλλά τό νά πάη κάποιος πέρα ἀπό αὐτό καί νά μέ πλησιάση —νά μέ ἀγαπήση ἐνεργά;” τῆς ἦταν πολύ πιό εὔκολα νά κατανοήση τήν ὀργή χιλλιάδων ἀνθρώπων πού ἤθελαν τό θάνατό της: “Μπορῶ νά κατανοήσω τήν ὀργή τους. Ποιός δέν θά μπορούσε; Εἶναι μία ἔκφρασι τοῦ πόνου καί τῆς πληγῆς τους. Τό ξέρω ὅτι οἱ ἄνθρωποι δέν πιστεύουν ὅτι ἀξίζω συγχώρεσι. Ἀλλά ποιός τήν ἀξίζει; Μοῦ ἔχει δοθῆ μία νέα ζωή, καί ἡ ἐλπίδα —ἡ ὑπόσχεσι —ὅτι ὁ θάνατος δέν εἶναι ἡ τελική πραγματικότητα”. Ἡ Κάρλα προχώρησε στόν θάνατό της γενναία, χαμογελώντας καθώς ἔκανε τήν τελευταία της δήλωσι: “Λυπᾶμαι πολύ γι’ αὐτό πού ἔκανα... ἐλπίζω ὁ Θεός νά σᾶς δώση εἰρήνη μέσῳ τοῦ θανάτου μου”.
Ὅσο γιά τόν Ρόν, ἐπιμένει ὅτι δέν χρειαζόταν ἡ ἐκτέλεσί της: “Δέν ὠφελεῖ... Σίγουρα μοῦ λείπει ἡ ἀδελφή μου. Ἀλλά μοῦ λείπει, ἐπίσης, καί ἡ Κάρλα...”.

(Μετάφρασι ἀπ᾽ τό περιοδικό The Plough Reader, Ἄνοιξι 2000)»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/06/10/%ce%b1%cf%80%ce%bf-%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%b5%cf%87%ce%b8%cf%81%ce%b1-%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%83%cf%85%ce%b3%cf%87%cf%89%cf%81%ce%b7%cf%83%ce%b7/).




<>




«Στέλλα, τό σπουργιτάκι τοῦ Θεού

Μέ τή Στέλλα γνωριστήκαμε τό καλοκαίρι τοῦ 1979 στήν Σοκολατοποιΐα. Ἦταν ἐργάτρια, ἐργαζόταν πολύ σκληρά, ὑπερέβαινε τίς 9 ὧρες καθημερινά. Ὅλοι τήν ἐκμεταλλευόντουσαν, ὅλοι τήν διέταζαν καί αὐτή ὑπήκουε ἄμεσα καί μέ χαμόγελο. Στέλλα, ἐδῶ, Στέλλα, ἐκεῖ. Ὁ ἰδιοκτήτης-ἐργοδότης τήν ἀγαποῦσε γιά τήν ὑπακοή της καί τήν ἐργατικότητά της.
Γιά τούς πιό πολλούς ἐργαζομένους ἦταν “ἡ Στέλλα ἡ χαζή”. Τό πρόσωπό της ἔλαμπε, τά χείλη τῆς ψέλλιζαν. Ὅταν τήν ἀφουγκραζόσουν ἄκουγες τό “Δόξα Σοι, ὁ Θεός”.
Πολύ συχνά ὁ προϊστάμενος μᾶς ἀνέθετε νά διεκπεραιώσουμε ἀπό κοινοῦ κάποια ἐργασία καί ἔτσι μοῦ δόθηκε ἡ εὐκαιρία νά δεχθῶ τήν καλωσύνη της, τήν ἀγάπη της. Θυμᾶμαι ὅτι μονίμως ἔλεγε τήν εὐχή, ξαφνικά γέλαγε, σήκωνε τό κεφαλάκι της πρός τούς οὐρανούς. Τότε ἔλαμπε.
“Δόξα σοι, ὁ Θεός”, ἄκουγες συχνά ἀπ᾽ τό στόμα της.
Ἡ Σοκολατοποιΐα αὐτή ἔκανε διάφορα εἴδη σοκολατάκια. Τά δεύτερης κατηγορίας τά ἐξήγαγε σέ χῶρες τῆς Ἀφρικῆς. Αὐτό στενοχωροῦσε τήν Στέλλα πάρα πολύ. Κάποτε πού ἐργαζόμασταν στήν συσκευασία μαζί, θυμᾶμαι τήν Στέλλα πάνω ἀπ᾽ τά κουτιά συγκεντρωμένη νά εύχεται “για τά ἀραπάκια πού θά ἔτρωγαν τά σοκολατάκια”.
Σέ ὁποιαδήποτε ἀδικία πού συνέβαινε στό χῶρο τῆς ἐργασίας —μας “τρώγανε” μεροκάματα— δέν ἀπαντοῦσε, δέν κατέκρινε, δέν ἀντιδροῦσε. Ἐκείνη τήν περίοδο ἡ Στέλλα ἦταν γιά μένα ἕνα λιμανάκι θαλπωρῆς, ἐγώ ἀντιδροῦσα σέ κάθε ἀδικία. Ἐκείνη στά σχόλιά μου ἀπαντοῦσε μέ ἕνα γέλιο, μέ μιά λέξι “Ἄ! Μηλίτσα”. Δέν τήν θυμᾶμαι ποτέ νά ἔβαλε ἕνα σοκολατάκι στό στόμα της (ὑπενθυμίζω ὅτι ἐργαζόμασταν σέ ἐργοστάσιο σοκολατοποιΐας!). Ἄν καί οἱ πιό πολλοί ἐργαζόμενοι τήν θεωροῦσαν “χαζή”, ἐντούτοις τήν σέβονταν καί διερωτῶντο πῶς κατόρθωνε νά ἐργάζεται τόσο ἀποτελεσματικά.
Ἡ Στέλλα δέν συμμετεῖχε σέ συζητήσεις πού κάναμε· ἦταν μαζί μας, ἀλλά συγχρόνως μακρυά ἀπό σχόλια, μακρυά ἀπό περιττές κουβέντες. Πολλές φορές, ὅταν τήν ρωτοῦσαν νά πῆ τή γνώμη της, ἔκανε τήν παλαβή. Τό εἶχα προσέξει ὅτι τό ἔκανε ἐπίτηδες. Γιά ὅλα τά τοῦ κόσμου ἦταν τρελλή, παλαβή, ὅταν ὅμως τῆς ζητοῦσες βοήθεια στήν ἐργασία, τά χεράκια της κινιόντουσαν μέ στοργή νά βοηθήσουν, εἰ δυνατόν καί νά δουλέψουν γιά σένα.
Μέσα σ’ αὐτό τό περιβάλλον γνωριστήκαμε. Τήν σεβόμουν τόσο πού ποτέ δέν τήν ρώτησα γιά τήν προσωπική της ζωή. Ἀπό μόνη της μοῦ εἴπε ὅτι καταγόταν ἀπ᾽ τή Κων/πολι. Μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωσι ὅτι ὅλοι ὅσοι τήν γνώριζαν τήν χαρακτήριζαν λίαν ἐπιεικῶς “τρελλή”, ἐνῶ ἐγώ ἔνιωθα ὅτι κάνουν λάθος. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι πολύ νωρίς κατάλαβα ὅτι ἡ Στελλίτσα ἤθελε νά τή θεωροῦν “τρελλή”. Κάποιες φορές τύχαινε νά ἤμαστε οἱ δυό μας καί νά μιλᾶμε φυσιολογικά καί ὅταν πλησίαζε κάποιος ἄρχιζε καί ἔλεγε ἄλλα ἀντί ἄλλων. Ἐμένα μοῦ δημιουργοῦσε αίσθημα γαλήνης καί μέ ἄφηναν ἀδιάφορη οἱ κρίσεις τῶν ἄλλων.
Στό ἐργοστάσιο αὐτό τῆς Σοκολατοποιΐας ἐργάσθηκα γιά λίγο χρονικό διάστημα. Τήν Στελλίτσα τήν συναντοῦσα συχνά στούς δρόμους καί πάντα εἶχε στήν καρδιά της, στά χείλη της τήν εὐχή. Συνήθιζε νά τήν λέη ἐκφώνως, ἀλλά πολύ σιγά. Πού καί πού ἐρχόταν στό σπίτι μου. Ἐκείνη τήν ἐποχή κατοικοῦσε στό πλυσταριό μιας διώροφης κατοικίας.
Τά χρόνια πέρασαν, τήν ἔχασα, μά πάντα τήν θυμόμουν μέ μιά γλυκειά ἀνάμνησι καί νοσταλγία.
Μετά παντρεμμένη πιά θά τήν συναντοῦσα στήν Ἱ. Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Ὁσίας Πελαγίας) στό Ἀκραίφνιο. Εἴχαμε πάει μέ τόν ἄνδρα μου καί θά διανυκτερεύαμε στήν Μονή γιά τήν πρωϊνή Θ. Λειτουργία. Οἱ μοναχές μέ πολλή στοργή καί εὐγένεια μοῦ ζήτησαν συγγνώμη, ἐπειδή λόγὡ τῶν οἰκοδομικῶν ἐργασιῶν δέν εἶχαν χῶρο νά μέ φιλοξενήσουν καί ἀναγκαστικά ἔπρεπε νά μοιραστῶ τό κελλί, όπου ἐφιλοξενείτο “μιά ἰδιόρρυθμη γυναίκα”. Δέχθηκα. Μέ ὁδήγησαν στό κελλί, ὅπου μέ κατάπληξι διεπίστωσα ὅτι “ἡ ἰδιόρρυθμη γυναίκα” ἦταν ἡ στοργική μου Στελλίτσα, πού εἶχα χρόνια νά τή δῶ. Ἡ χαρά μου δέν περιγράφεται. Μείναμε ἀγκαλιασμένες γιά ἀρκετή ὥρα καί ξαφνικά ἀκούω τίς ἀδελφές νά φωνάζουν: “Ἐλᾶτε, Γερόντισσα, νά δήτε τήν Στελλίτσα μέ τή Μηλίτσα ἀγκαλιά”. Ὅλοι χαρήκαμε. Ἐκείνο τό βράδυ ἡ Στελλίτσα ἔκανε σάν παιδάκι ἀπ᾽ τή χαρά της. Χτυποῦσε παλαμάκια, γελοῦσε, σταυροκοπιόταν...
—Μηλίτσα μου, πολύ χάρηκα πού παντρεύτηκες. Ξέρεις πολύ προσευχήθηκα γιά νά παντρευτῆς. Χαίρομαι, χαίρομαι. Στενοχωριέμαι πού ὑποφέρεις ἀπ᾽ τά ποδαράκια σου. Ξέρω ἔχεις πρόβλημα. Ὑπομονή, προσευχή. (Ὑπόψιν ὅτι ἡ Στελλίτσα δέν γνώριζε ὅτι μοῦ εἶχε ἐμφανισθῆ ἕνα χρόνιο ἐπώδυνο πρόβλημα ὑγείας στά πόδια μου). Ὁ ἄνδρας σου θ’ ἀλλάξη χῶρο, μήν ἀνησυχής, θά εἶναι καλύτερα. (Πράγματι, τελείως ξαφνικά, ἀναγκάσθηκε νά μεταφέρη σέ ἄλλο χῶρο τό κτηνιατρεῖο του).
Ἐκείνο τό βράδυ εἰπώθηκαν πολλά. Τήν ἄλλη μέρα καί ἐνῶ ἡ Στέλλα ἦταν μακρυά, εἶπα στίς ἀδελφές ὅ,τι εἶχα ἀντιληφθή γι᾽ αὐτήν, ὅτι ἐπρόκειτο γιά ἁγία ψυχή... Τήν ἑπόμενη μέρα ἡ Στέλλα ἔφυγε ἀπ᾽ τό Μοναστήρι. Τό κατάλαβε. Δέν ἤθελε νά τήν ἐπαινῆς. Ὅταν ἀργότερα συναντηθήκαμε, μέ αὐστηρό τρόπο μέ ἐπέπληξε γιά τό ὅτι τήν ἐπαινῶ. Ξαφνιάστηκα, γιατί μπροστά της δέν εῖχα πῆ τίποτε. Κι ὅμως τό ἤξερε...
Ἀργότερα, κάποια ἄλλη στιγμή, μοῦ εἶχε πη: “Δεν ἀντέχω τήν τιμή πού μοῦ κάνει ἡ Γερόντισσα. Νά, κοίτα νά δῆς· τελευταῖα μέ ἔβαλε νά φάω μαζί τους· μέ τίς ἀγίες ψυχές! Ποιά εἶμαι ἐγώ... Πώ, πώ, πώ, Μηλίτσα!”.
Γιά μεγάλο χρονικό διάστημα χάσαμε τά ἴχνη της. Ἡ Γερόντισσα μας τηλεφωνοῦσε καί μᾶς ρωτοῦσε ἄν τήν εἴδαμε. Ἐκεῖνο τό διάστημα κατάλαβα ὅτι, ἄν θέλω νά τή δῶ δέν πρέπει νά μιλῶ γι’ αὐτήν.
Τώρα ἡ Στελλίτσα ἦταν ἄστεγη, ἀπ᾽ τήν ἐργασία της εἶχε συνταξιοδοτηθῆ μέ τό πιό μικρό ποσό τῆς συντάξεως τοῦ ΙΑ (411 εὐρώ μηνιαίως), τά ὁποία μοίραζε σέ φτωχούς, φυλακισμένους, στήν ἐξωτερική ἱεραποστολή κ.ἀ.. Τώρα πλέον ζοῦσε στά παγκάκια, στά ὑπόστεγα, στά ἐρημοκκλήσια, στίς σκάλες, σέ οἰκοδομές. Μοῦ τό ἐμπιστεύθηκε.
Κάτω ἀπ᾽ τήν πίεσι τῆς Γερόντισσας καί τή δική μου, ἤλθε κάποιες φορές, ὅταν ἔκανε βαρυχειμωνιά, καί ἔμεινε κοντά μας. Ζητοῦσε νά μείνη στό πιό ταπεινό μέρος τοῦ σπιτιοῦ.
Θυμᾶμαι μέ πολλή νοσταλγία, ὅταν τήν φιλοξενούσαμε στό σπίτι ἐπικρατοῦσε γαλήνη, φῶς, ὅλα εἰρηνικά. Ὅταν στήν παρέα μας ἐρχόταν ὁ ἄνδρας μου, ἡ Στελλίτσα ἔφευγε καί ὅταν τῆς μιλοῦσε δέν τόν κοιτοῦσε ποτέ. Χαρά της ἦταν νά τρώη ἀλάδωτες ντοματόσουπες. Συνέχεια δοξολογοῦσε τό Θεό καί ἡ ψυχή της ξεχείλιζε ἀπό εὐγνωμοσύνη μέ ἕνα ἀδιάκοπο “Σ᾽ εὐχαριστῶ, Σ᾽ εὐχαριστῶ”.
Πολλές φορές τό βράδυ, προφασιζόμενη ὅτι εἶμαι κουρασμένη, τῆς ζητοῦσα νά κάνη αὐτή τό ἀπόδειπνο. Ἀδύνατον νά περιγράψω τί συνέβαινε, ὅταν ἄρχιζε τήν προσευχή. Σιγά-σιγά ἀλλοιωνόταν ἡ ἔκφρασί της, τό προσωπάκι της φωτιζόταν, ξεχνιόταν στήν δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Τήν ἄφηνα καί πήγαινα γιά ὕπνο.
Κάποια φορά, ἐνῶ τήν σκεπτόμουν μέ συμπόνοια “πώς γυρνάει σάν σπουργιτάκι στούς δρόμους” ξαφνικά μέ κοιτάζει καί μοῦ λέει:
—Μήν στενοχωριέσαι, θέλημα Θεοῦ εἶναι νά κοιμᾶμαι στά παγκάκια. Εἶμαι πολύ καλά, εἶμαι εὐτυχισμένη. Ξέρεις ἐκεῖ στά παγκάκια ράβω καί τά ροῦχα μου. (Ἡ Στέλλα ἦταν καί πολύ καλή ράπτρια). Νά, τό Πάσχα πέρασα πολύ ὡραία. Τό Μ. Σάββατο πῆγα καί πῆρα λίγο ἀρνάκι, τό ἔβαλα σ᾽ ἕνα ταψάκι ἀπό μπακλαβά, τό ἔδωσα στό φοῦρνο καί μοῦ τό ἔψησαν. Τό ἔκρυψα στό παγκάκι καί τήν ἄλλη μέρα ἔκανα Πάσχα στό παγκάκι μου, χαρούμενη καί εὐτυχισμένη, γιατί ὁ ἱερέας μοῦ εἶχε δώσει κι ἕνα κόκκινο αὐγό. Μήν στενοχωριέσαι γιά μένα. Ὄχι, ὄχι, γιατί εἶμαι ὑπό τήν σκέπη τῆς Παναγίας μας.
Μιά ἄλλη φορά, ὅπως μοῦ διηγήθηκε, πῆγε καί λούστηκε στήν τουαλέτα τῶν ἰατρείων τοῦ Δήμου. Τήν εἴδαν οἱ ἐργαζόμενοι καί τήν ἐπέπληξαν αὐστηρά. Ἡ Στέλλα δέν δέχθηκε τήν παρατήρησι λέγοντάς τους ὅτι δέν κλέβει τίποτε, οὔτε νερό, οὔτε σαπούνι, γιατί ὅλα αὐτά τά ἔχει πληρώσει εἰσφορές στό ΙΑ ὡς ἐργαζόμενη. Τούς μίλησε ἄσχημα καί αὐτοί κάλεσαν τήν ἀστυνομία κι ἔτσι ἡ Στέλλα ὁδηγήθηκε στό Ἀστυνομικό Τμῆμα. Κάπως ἔτσι μοῦ διηγήθηκε τόν διάλογο μέ τόν Διοικητή:
—Κύριε Διοικητά, συγχωρέστε με πού σᾶς κουράζω, ἀλλά ἀκοῦστε με, σᾶς παρακαλῶ. Εἶμαι ἄστεγη, δέν ἔχω τίποτε δικό μου. Νά μόνο αὐτό τό βιβλιάριο ἀσθενείας τοῦ ΙΑ, πού βεβαιώνει ὅτι ἔχω πληρώσει εἰσφορές. Τά ἰατρεία πού λούστηκα εἶναι τοῦ ΙΑ, ἄρα ἀνήκουν καί σέ μένα. Ὅταν βρίσκομαι μέσα στό ΙΑ, νιώθω ὅτι εἶμαι μέσα στό σπίτι μου. Συγχωρέστε με.
—Πήγαινε τώρα, ἀλλά τήν ἄλλη φορά πού θά λουστῆς νά προσέξης νά μη σέ δοῦν. Ἄντε στό καλό.
Ἔφυγε δοξάζοντας τό Θεό καί εὐγνωμονώντας τόν Διοικητή.
Πολλά βράδια κοιμόταν σέ σαλόνια Νοσοκομείων, καλύτερα νά ποῦμε προσποιόταν ὅτι κοιμόταν, γιατί ὅταν ἡσύχαζε τό Νοσοκομεῖο, ἔτρεχε κοντά σέ μοναχικούς ἀσθενεῖς, πού εἶχαν ἀνάγκη βοηθείας καί τούς συνέτρεχε, ἀλλά, ὅταν καταλάβαινε ὅτι κάποιο τρίτο πρόσωπο τήν ἀντιλαμβανόταν, τότε ἄρχιζε τά “παλαβά” της.
Πολλά πρωϊνά πηγαίνοντας γιά τήν ἐργασία μου (γύρω στίς 6:30-7:00 π.μ.) τήν συναντοῦσα νά βγαίνη ἀπ᾽ τό Νοσοκομεῖο ΚΑΤ καί στήν ἐπιμονή μου γιατί δέν ἔρχεται νά κοιμηθή στό σπίτι μας μοῦ ὁμολόγησε: Ἀγαποῦσε πολύ τούς Ἁγίους, τούς θεωροῦσε φίλους της, συγγενεῖς της, ἔτρεχε στήν ἑορτή τους, στά πανηγύρια, χαιρόταν ὅταν μοίραζαν καί φαγητό, ὅπως μοῦ ἔλεγε. Καθόλη τή διάρκεια τοῦ ἔτους γύριζε σέ διάφορα προσκυνήματα. Τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων στό Μανταμάδο γιά τήν ἑορτή τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου στήν Αίγινα, τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς στή Ναύπακτο κ.ἀ.. Ἐνδεικτικά ἀναφέρω τό ἑξῆς: Μιά φορά τῆς Ἁγ. Παρασκευῆς πῆγε στήν Ναύπακτο καί ἔκανε σάν μικρό παιδί, ὅπως μοῦ τό διηγήθηκε. Ἀγαποῦσε τόν Σεβασμιώτατο Ἱερόθεο, τόν θεωροῦσε δικό της ἄνθρωπο, χαιρόταν πού τόν ἔβλεπε νά χοροστατή μέ τά λαμπρά του ἄμφια καί νά μιλάη τόσο ωραία. Τοῦ εἶχε μεγάλο σεβασμό. Καμάρωνε πολύ πού τῆς εἶχε μιλήσει καί τῆς ἔδωσε τήν εὐχή του στό μοναστήρι στό Ἀκραίφνιο. Τόν χαιρόταν, ὅπως ἔλεγε.
Ὅλες οἱ διηγήσεις τῆς Στελλίτσας ἦταν γιά μένα ἀπόλαυσι, ξεκούρασι. Ἔβλεπα μιά μεγάλη γυναίκα νά νιώθη καί νά ἐκφράζεται σάν μικρό παιδί.
Κάποτε εἴχαμε γιορτή στό σπίτι μας μέ ἀρκετούς καλεσμένους. Ξαφνικά ἤλθε ἡ Στελλίτσα. Κάθισε καί ἀκριβῶς δίπλα της ἐγώ. Μεταξύ τῶν καλεσμένων καί ἕνα ζευγάρι μέ πολλά προβλήματα, τά οποία γνώριζα. Ἡ Στελλίτσα “στον κόσμο της” ψιθύριζε τήν εὐχή καί συγχρόνως πολύ χαμηλόφωνα ἔλεγε τί συμβαίνει μέ αὐτό τό ζευγάρι, τί φταίει, ἐνῶ στούς ἄλλους ἔλεγε ἄσχετα ἡ τούς χαμογελοῦσε. Πάντα, ὅμως, συγκεντρωμένη στήν εὐχή. Οἱ πιό πολλοί τήν θεώρησαν “παλαβή”, ἄλλο πού δέν ἤθελε ἡ Στέλλα, γιά νά μήν τήν καταλαβαίνουν.
Ἦταν 12 Αὐγούστου 2004, ἤμουν στό γραφεῖο μου καί ἐκείνη τήν ἡμέρα ἦταν νά ταξιδέψω γιά Λέσβο γιά τίς καλοκαιρινές διακοπές μου. Ἀπ᾽ τό πρωΐ βασανιζόμουν ἀπό μιά ἀσήμαντη σκέψι, κοινῶς εἶχα “κολλήσει”. Δέν εἶχα ἕνα μπρελόκ νά βάλω τά κλειδιά πού θά ἄφηνα στούς γείτονες νά ποτίζουν τόν κῆπο. Ξαφνικά γύρω στό μεσημέρι ἀνοίγει ἡ πόρτα καί ἐμφανίζεται ἡ Στελλίτσα, καταϊδρωμένη, κουρασμένη, ἀσθμαίνουσα καί μοῦ λέει:
—Νά, πάρτο. Ἤμουν στήν Ὁμόνοια καί μοῦ εἴπε νά σπεύσω νά σοῦ φέρω τό μπρελόκ. 
Τά ἔχασα. Στήν ἐρώτησι ποιός τῆς εἶπε νά μοῦ τό φέρη στήν ἀρχή ψέλλισε “ἡ Παναγία”, μετά ἄρχισε τά δυσνόητα, τά “παλαβά” της. Τό μπρελόκ τό εἶχε ἀγοράσει ἀπ᾽ τό μοναστήρι καί παρίστανε τό Γενέσιο τῆς Παναγίας μας. Στήν ἐπιμονή μου νά μείνη λίγο κοντά μου νά ξεκουραστή, νά πιῆ κάτι, νά δροσιστῆ κάθισε στόν καναπέ καί ἄρχισε νά μιλάη γιά τόν ἑαυτό της. Καί τότε μοῦ εἶπε: 
—Μηλίτσα μου, ἐγώ θά πεθάνω στούς δρόμους μόνη μου. Κανένας δέν θά τό μάθη, κανείς, κανείς. 
Αὐτό μέ πόνεσε πολύ καί τῆς εἶπα μέ ἀπαίτησι:
—Στελλίτσα μου, σέ παρακαλῶ θέλω νά τό μάθω. Θέλω νά μάθω τό φευγιό σου.
Καί τήν ἀγκάλιασα. Μετά ἀπό αὐτό σταμάτησε νά μιλάη γιά ἀρκετά λεπτά. Ξαφνικά μέ κοιτάζει μέ ἕνα στοργικό βλέμμα γεμάτο ἀγάπη καί μοῦ λέει:
—Μηλίτσα μου, θά τό μάθης, θά τό μάθης.
Γιά τελευταία φορά ἔμεινε στό σπίτι μου τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2004. Τότε τῆς πονοῦσε τό πόδι καί ἀναγκάσθηκε νά περιορίση τίς πεζοπορίες. Ἔτυχε τότε νά χρειασθῆ νά φιλοξενήσω κάποιο πρόσωπο πού δυσκολευόταν ἀπ᾽ τήν παρουσία της καί ἰδιαίτερα ἀπ᾽ τήν βραδινή προσευχή, διότι ἔπεφτε γιά ὕπνο νωρίς καί σηκωνόταν ἀργά τή νύχτα καί προσευχόταν ψάλλοντας δυνατά. Πολλές φορές ἀκούγαμε νά ἐπαναλαμβάνη το: “Ζῆ Κύριος ὁ Θεός”.
Ἐν ὄψει αὐτού τοῦ προβλήματος, λοιπόν, προσφέρθηκε μιά φίλη μας, ἡ Χρυσούλα, νά τῆς παραχωρήση ἕνα διαμερισματάκι, πού ἦταν ἄδειο μετά τό θάνατο τῶν γονέων της. Χάρηκε πού ἔμενε σέ σπιτάκι κοντά σέ ἀνθρώπους μέ ἀγάπη καί κατανόησι, τώρα μάλιστα πού δυσκολευόταν ἀπ᾽ τούς πόνους τῶν ποδιῶν της. Ἐκεί ἔμεινε μέχρι τόν Μάϊο τοῦ 2005. Τήν 1η Ἰουνίου 2005 ἡ Χρυσούλα τήν εἶδε νά φεύγη ἀπ᾽ τό σπίτι. Ἀπ᾽ τήν ἡμέρα ἐκείνη χάθηκαν τά ἴχνη της.
Ἀργότερα ἀνησυχήσαμε, ἀλλά ἐπειδή συνήθιζε νά ἐξαφανίζεται, πιστεύαμε ὅτι θά ἐμφανισθῆ. Κάθε τόσο ἐπικοινωνούσαμε μέ τήν Γερόντισσα ἡ Χρυσούλα καί ἐγώ γιά νά μάθουμε γιά τή Στέλλα. Ἡ Γερόντισσα ἔλεγε συνέχεια: “Ψᾶξτε νά τή βρῆτε”. Ἐμεῖς, ὅμως, πιστεύαμε ὅτι εἶχε φύγει γιά κάποιο ταξίδι καί ὅτι θά ἐπέστρεφε.
Μετά τό Πάσχα τοῦ 2006 ἕνα βράδυ, πολύ ἀργά καί ἐνῶ ἡ οἰκογένειά μου εἶχε ἀποκοιμηθή, ξάπλωσα κι ἐγώ καί ἀποκοιμήθηκα ἀμέσως, πράγμα παράδοξο γιά μένα, καί ξύπνησα ἀμέσως (τό διεπίστωσα βλέποντας τό ξυπνητήρι) ἀπό ἕνα δυνατό ὄνειρο: Εἶδα τήν Στελλίτσα κάτω ἀπό ἕνα ὡραῖο δένδρο, ὄρθια νά ἀκουμπάη ἐλαφρά στόν κορμό του, σέ νεανική ἡλικία, πανέμορφη, γλυκύτατη καί μέ κοιτοῦσε μέ ἕνα βλέμμα γεμάτο ἀπέραντη θαλπωρή. Ἔνιωσα τήν ψυχή μου νά βγάζη μιά οὐρανομήκη κραυγή, πού ἀισθανόμουν νά μοῦ ξεσχίζη τό στέρνο: “Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου...”. Κι ἔτρεξα νά τήν ἀγκαλιάσω, προτείνοντας τά χέρια μου, ἀλλά ὅταν ἔφτασα στό δένδρο ἐξαφανίστηκε καί στή θέσι της ἔκαιγε μιά ὁλόλευκη πασχαλιάτικη λαμπάδα, πού ἔχυνε γύρω ἕνα ὑπέροχο φῶς καί ἡ φλόγα της ἀνέβαινε ὁλόϊσα στόν οὐρανό. Ἀμέσως βλέπω στό χῶμα, δίπλα στή λαμπάδα, ἕνα ἀπόκομμα ἐφημερίδος πού ἔδειχνε ἕνα ἐξαιρετικά κακοποιημένο σῶμα σάν ἀπό τρομακτικό αὐτοκινητικό δυστύχημα.
Ἕνα βαρύ μήνυμα κατέκλυσε τό εἶναι μου: “Ἡ Στέλλα πέθανε!”. Ξύπνησα κυριευμένη ἀπό ἀμφιθυμία ἀισθημάτων: Χαρά μεγάλη ἀπ᾽ τήν παρουσία τῆς Στέλλας καί τό φῶς τῆς λαμπάδας καί φόβο ἀπ᾽ τήν φωτογραφία τῆς ἐφημερίδος. Ἤθελα νά ξυπνήσω τόν Δημήτρη, τόν ἄνδρα μου, νά τοῦ πω γιά τήν Στέλλα, “τό σπουργιτάκι”, ὅπως τή λέγαμε, ὄχι μόνον ἐπειδή ζοῦσε “ὡς στρουθίον μονάζον ἐπί δώματος”, ἀλλά καί ἐπειδή τό βάδισμά της θύμιζε σπουργίτι. Κάτι δυνατό, ὅμως, μέ ἀπέτρεψε νά τόν ξυπνήσω. Τήν ἑπομένη τηλεφώνησα στήν Γερόντισσα καί στήν Χρυσούλα καί τούς εἶπα τό ὄνειρο. Καί οἱ δυό μοῦ συνέστησαν νά ψάξουμε γιά τήν Στέλλα. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἄρχισε ἡ ἀγωνιώδης ἀναζήτησι. Τροχαία, Νοσοκομεία, Στρατονομία, Νεκροτομεῖα...
Ἡ Χρυσούλα ἔμαθε ὅτι στίς 3 Ἰουνίου 2005 καί ὥρα 6:10 μ.μ.. Κοντά στό σπίτι της σκοτώθηκε σέ αὐτοκινητικό μία γυναίκα ἀγνώστων στοιχείων. (Τα πουλιά δέν ἔχουν ὄνομα!). Ὁ θάνατος ἦταν ἀκαριαίος. Ὅλη ἡ ἔρευνα ἀπέδειξε ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή ἦταν ἡ Στελλίτσα. Ἐνῶ διέσχιζε τόν δρόμο, τήν παρέσυρε ἕνα αὐτοκίνητο μέ ὁδηγό ἀξιωματικό τοῦ στρατοῦ, ὁ ὁποίος ἔτρεχε μέ μεγάλη ταχύτητα. Τήν συνέθλιψε. Μόνο τό προσωπάκι της ἦταν εὐδιάκριτο (ὅπως ἔδειξαν οἱ φωτογραφίες τῆς Τροχαίας).
Ἡ Στελλίτσα παρέμεινε μέχρι τίς 18 Ἰουνίου 2005 στό Νοσοκομεῖο “Ἀσκληπιεῖον” καί μετά τό πτῶμα της μεταφέρθηκε στό Κεντρικό Νεκροτομεῖο τοῦ Λαϊκοῦ Νοσοκομείου, ὅπου παρέμεινε στά ἀζήτητα μέχρι τίς 20 Ἰουλίου 2005, ὁπότε καί δόθηκε γιά ἐνταφιασμό. Τό Γραφεῖο πού τήν ἐνταφίασε μᾶς πληροφόρησε ὅτι Νεκρώσιμη ἀκολουθία δέν ἐψάλη, μόνο ἕνα Τρισάγιο ἐπί τοῦ τάφου.
Πρέπει νά τονισθή ὅτι ὅλοι ὅσοι ἀσχοληθήκαμε μέ τήν ἀνεύρεσί της, στήν προσευχή μας τῆς μιλούσαμε καί τῆς λέγαμε: “Ἄν μᾶς ἀκοῦς, ἄν ἔχης παρρησία στό Θεό, ὁδήγησέ μας, βοήθησέ μας”. Καί πράγματι μᾶς βοήθησε καί φθάσαμε μέχρι τόν χορταριασμένο “ἀνύπαρκτο” τάφο της, στήν ἀνατολική ἄκρη τοῦ Νεκροταφείου τοῦ Ζωγράφου, μέ τό νούμερο 8915.
Τήν ἡμέρα τῆς ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα, ἕνα χρόνο μετά τήν κοίμησί της, ἐψάλη ἡ Νεκρώσιμη ἀκολουθία τῆς Στέλλας, στόν Ἱ. Ναό τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, ὅπου συνήθιζε νά ἐκκλησιάζεται κατά τήν Πασχάλιο Περίοδο. Ὁ ἱερέας εἶπε γιά τήν Στέλλα: “Έκανε τά παλαβά της, ἀλλά ἔλεγε σωστά πράγματα καί πάντα ἐρχόταν γεμάτη τρόφιμα γιά τούς πτωχούς, πρόσφορο, λάδι, νάμα γιά τήν Θ. Λειτουργία... Μάλιστα ἔχει παραγγείλει νά ἁγιογραφηθῆ ἡ Ἁγ. Μαρίνα στό Ναό μας...”.
Στις 3 Ἰουνίου 2006 ἔγινε τό ἐτήσιο μνημόσυνό τῆς χοροστατοῦντος τοῦ λίαν προσφιλούς της ἐπισκόπου, π. Ἱεροθέου, στό Μοναστήρι τοῦ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Ὁσίας Πελαγίας) στό Ἀκραίφνιο.
Σέ μιά ἀπ᾽ τίς τελευταῖες μας συναντήσεις μοῦ εἶπε: “Νιώθω γεμάτη ἀπό αὐτή τή ζωή. Ὅλα μου τά ἔχει δώσει ὁ Κύριος. Μόνο μιά ἐπιθυμία μου δέν ἔχει ἐκπληρωθῆ: Ἤθελα νά βαπτίσω δυό παιδάκια, πού νά τούς ἔδινα τό ὄνομα τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου καί τῆς Παναγίας μας, ἀλλά κανείς δέν μέ θέλησε γιά κουμπάρα”. Ὅταν τῆς πρότεινα ὅτι θά προσπαθήσω νά βαπτίσω ἐγώ τά δυό παιδάκια στή θέσι της καί μάλιστα, ὅταν μεγαλώσουν θά τούς μιλήσω γιά τήν “πραγματική νονά τους”, καταχάρηκε καί ἀναφώνησε: “Τώρα ἡσύχασα. Εἶμαι ἕτοιμη νά φύγω”.

Τῆς Μηλίτσας Πισιμίση-Λουκίδου, Νομικοῦ-Υπαλλήλου Ὑπ. Ἐργασίας»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/06/12/%cf%83%cf%84%ce%ad%ce%bb%ce%bb%ce%b1-%cf%84%ce%bf-%cf%83%cf%80%ce%bf%cf%85%cf%81%ce%b3%ce%b9%cf%84%ce%ac%ce%ba%ce%b9-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b8%ce%b5%ce%bf%cf%8d/).



<>




«Ὁ Ἡγούμενος καί Γέροντας τῆς Ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου τοῦ Ἁγ. Ὄρους Γρηγόριος βρέθηκε στήν Ἱ. Μονή Προσοῦ τῆς Εὐρυτανίας, πού ἑορτάζει στίς 23 Αὐγούστου. Πρίν ἀρχίση ὁ ἐσπερινός ὁ Γέροντας βλέπει μιά κυρία καί πιάνει κουβέντα μαζί της. Στή κουβέντα ἐπάνω ἡ γυναῖκα ἐξομολογεῖται. Γέροντα ἐργαζόμουν σ᾽ ἕνα γιατρό. Αὐτός ἦταν δύστροπος καί σκληρός. Μοῦ ἔκανε τή ζωή δύσκολη. Τό ἴδιο σκληρός καί περισσότερο δύστροπος ἦταν καί ὁ ἄνδρας μου. Μιά μέρα μοῦ λέει ὁ γιατρός πᾶρε αὐτή τή σακκούλα καί πήγαινε νά τήν πετάξης στά σκουπίδια. Στό δρόμο πού πήγαινα, γιατι ὁ κάδος ἦταν λίγο μακρυά, ἀκούω κλάμματα μωροῦ. Ἀνοίγω τή σακκούλα καί βλέπω ἕνα μωρό. Ἀποφασίζω νά τό πάρω στό σπίτι. Πῶς νά τό πάρω στό σπίτι; Ὁ ἄνδρας μου θά μέ σκότωνε. Κάνω προσευχή στή Μητέρα Παναγία καί τῆς λέω: Ἐγω τό μωρό θά τό πάρω στό σπίτι, σέ παρακαλῶ βοήθησέ μέ νά μήν πάρη εἴδησι ὁ ἄνδρας μου. Πῆρε μιά σκαφίδα καί τήν ἔβαζε κάτω ἀπ᾽ τό κρεβάτι καί τό θήλαζε κρυφά ἀπ᾽ τόν ἄνδρα της μαζί μέ τό δικό της μωρό! Τό μωρό ἀδελφοί μου δέν ἔκανε κίχ...! Ἐπί δύο χρόνια! Μιά μέρα, κάποια στιγμή ἦλθε ἕνα μεσημέρι μπουσουλώντας στό τραπέζι. Τά μάτια τοῦ ἄνδρα της γούρλωσαν ἀρπάζει τό μαχαίρι καί λέει ἐπιτακτικά στή γυναῖκα του: Πές μου. Η γυναῖκα τοῦ διηγήθηκε ὅλο τό ἱστορικό καί ὁ ἄνδρας της πείσθηκε καί τό ἔκανε καί δικό του παιδί. Πέρασαν τά χρόνια. Τά παιδιά μεγάλωσαν καί τό μόνο παιδί πού ἐνδιαφέρθηκε γιά τά γεράματα τῆς μάνας ἦταν μόνο αὐτό τό παιδί!»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_910.html).
«Μιά φορά ἔφερα στό Ἅγ. Ὄρος ἕνα πολύ δικό μου ἄνθρωπο. Μέχρι τότε αὐτός εἶχε πρόλαβει νά ἐπισκεφθῆ, ὅπως λένε οἱ κοσμικοί ἄνθρωποι, “κέντρα πνευματικής δυνάμεως”: τό Θιβέτ, κάποιο ἀσράμ τῆς ἰνδίας κτλ.. “Και, λοιπόν, γιατί αὐτή τή συλλογή/ἐμπειρία νά μήν τή συμπληρώσω μέ τό Ἅγ. Ὄρος...” —ἔτσι, ὑποθέτω, μποροῦσε νά συλλογίζεται. Ἀλλά ἐδῶ ξεκίνησε...
Παρεμπιπτόντως, δέν συμφώνησε ἀμέσως νά πάη στό Ἅγ. Ὄρος, σάν νά προαισθανόταν ὅτι δέν θά ἐπέστρεφε ποτέ ἀπό ἐκεῖ αὐτός πού ἦταν πριν... τόν πηγαίνω στό Γέροντα Γρηγόριο. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος, νά πῶ πρῶτα, κάπνιζε ἀπ᾽ τήν ἐφηβεία, καί πολύ μάλιστα, καί ἀρκετά ἀκριβά καί δυνατά τσιγάρα. Τό ἤξερα, ὅπως ἤξερα καί ὅτι ὁ Γέροντας Γρηγόριος ἦταν ἀδιάλλακτος ἀγωνιστής ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ πάθους, τό κάπνισμα. Ἀλλά αὐτό πού θά συνέβαινε, ἄν τούς συστήσω δέν πρόλαβα νά τό διανοηθώ... Λοιπόν, ξαφνικά βλέπω ὅτι ὁ Γέροντας μέ σταθερά βήματα πηγαίνει πρός τό φίλο μου.
—Ἔχεις τσιγάρα;, τόν ρώτησε.
Ἐκείνος ἀμέσως ὑπάκουα ἔβγαλε ἀπ᾽ τήν τσέπη του ἀνοιχτό πακέτο τσιγάρα καί ἄπλωσε τό χέρι στόν ἐνδιαφερόμενο. Οἱ προσκυνητές τῆς Ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου ξέρουν πόσα πακέτα ἀφήνουν αὐτοί πού θεραπεύτηκαν ἀπό αὐτή τήν ἐξάρτησι ἐκεῖ, στό Ναό, στήν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος “Γοργοϋπήκοος”. “Να, σκέφτομαι, καί ὁ Γέροντας συμπλήρωσε τή συλλογή του”, ἀλλά δέν πρόλαβα νά ὁλοκληρώσω τή σκέψι μου αὐτή μέχρι τέλους, ὅταν στά αὐτιά μου ξαφνικά ἔφτασε ἤχος ἑνός περιποιημένου χαστουκιοῦ!
—Τέλος! Δέν θά ἔχης πλέον τσιγάρα, —ἀνακοίνωσε ὁ Γέροντας σέ αὐτόν πού μόλις “εὐχαρίστησε” τόσο ἀπρόσμενα γιά τό ἀνοιχτό πακέτο.
“Παράξενος παππούς”, —χαμογέλασε μέσα τοῦ αὐτός πού στή πολυτελή συβαριτική βαλίτσα του εἶχε ἀποκρύψει ἕνα μπλοκ ἀκριβῶν τσιγάρων... ὅταν ξανά βρεθήκαμε μόνοι μας, αὐτός πῆρε ἕνα τσιγάρο, δοκίμασε νά τό καπνίση καί δέν κατάλαβε τι ἔγινε: ζαλίστηκε, ἄρχισε νά ἔχη μιά ἀηδιαστική λιγούρα. Πέταξε τό τσιγάρο καί πῆρε τό ἄλλο. Ξανά τό ἴδιο! Συνέχισε μέ πεῖσμα ὥσπου ἔκανε ἐμετό! Μετά οὔτε κἄν προσπάθησε νά καπνίση. Ὅμως, μέχρι τό περιστατικό ἦταν μανιακός καπνιστής, πάνω ἀπό 30 χρόνια!
Ναί, ὁ Γέροντας μερικές φορές ἦταν σκληρός, ἀλλά ἦταν τά ἀναγκαῖα μέτρα ἐνός ἔμπειρου γιατροῦ πού βλέπει ὅλη τή ζημιά τῆς ἀσθένειας πού τρώει τόν ἄνθρωπο καί καταλαβαίνει ὅτι μέ ἄλλο τρόπο δέν μπορεῖς νά ἐνεργῆς σέ τέτοιες περιπτώσεις, ὅπως ἐδῶ.

Μαξίμ Κλιμένκο

Για τόν Μακαριστό ἰερομόναχο Γρηγόριο τόν ἀρχιπελαγίτη Ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μονῆς Δοχειαρίου»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2021/10/blog-post_411.html).



<>




«Μιά φορά ἦλθαν δύο φίλοι ἀπ᾽ τήν Ἀθήνα, νεαροί οἰκογενειάρχες, καί μέ ρωτοῦσαν ἄν ὑπάρχουν Γέροντες τοῦ Γεροντικοῦ καί τῆς Φιλοκαλίας. Ὑπάρχουν τούς εἶπα καί τούς πῆγα στόν Γέροντα αὐτόν, τόν μοναχό Ἰωσήφ τόν Κύπριο. Ἦταν τότε 105 ἐτῶν. Ἦταν ξαπλωμένος κι ἔκανε κομποσχοίνι.
—Οι κύριοι, τοῦ λέω, εἶναι ἀπ᾽ τήν Ἀθήνα καί ἤθελαν νά πάρουν τήν εὐχή σου. 
Τόν εἶδαν πώς δέν εἶχε ὄρεξι γιά κουβέντα. Ἀφοῦ εἶπαν δύο-τρία λόγια, τούς ἔκανε νόημα νά φύγουμε. Φεύγοντας λένε στόν Γέροντα: 
—Γέροντα, εἴμαστε μέ πολλά προβλήματα, σᾶς παρακαλοῦμε νά προσεύχεσθε. 
—Θά προσεύχομαι, τούς ἀπαντᾶ, ἀλλά γιά νά προσεύχομαι θέλω καί λεφτά!
Ντράπηκα πολύ, τά ἔχασα, δέν ἤξερα τί νά πῶ. Προσπαθοῦσα νά δικαιολογήσω τήν κατάστασι. Ἀποροῦσα γιατί νά τό κάνη αὐτό. Τούς πῆγα σ’ ἕνα ἄγιο ἄνθρωπο κι αὐτός νά ζητάει χρήματα γιά νά προσευχηθῆ; Αὐτός πού δέν γνώριζε καλά-καλά τήν ἀξία τῶν χρημάτων καί δέν τούς ἔδινε μεγάλη σημασία. Οἱ ἄνθρωποι ἔφυγαν καί λυπήθηκα.
Την ἄλλη ἡμέρα πού πῆγα νά τόν δῶ, μοῦ λέει: 
—π. Μωυσῆ τήν ἀρετή δέν τή μαζέψαμε μαζί. Μήν μοῦ φέρνεις κόσμο νά μέ τιμᾶνε. Ζήτησα ἀπ᾽ τό Θεό νά μέ τιμήση στήν ἄλλη ζωή, ὄχι σ᾽ αὐτή τήν ψεύτικη. 
Ἐξεπλάγην. Ντροπιάσθηκε στους ξένους ζητώντας χρήματα, πού ποτέ δέν εἶχε καί ποτέ δέν τ᾽ ἀγάπησε, μέ ντρόπιασε κι ἐμένα. Ποῦ νά τολμήσω νά ξαναπάω κόσμο. Χάλασε τήν εἰκόνα του, ὡς σπουδαίου ἀσκητοῦ. Κατέστρεψε τήν πρόσοψί του. Ποιός ἀπό μᾶς τό κάνει αὐτό; Ἦταν ταπεινός. Ὑπεράνω καί τοῦ σκανδαλισμοῦ. Τόν ἔνοιαζε τί θά πῆ γι᾽ αὐτόν ὁ Θεός κι ὄχι οἱ ἄνθρωποι. Ὅταν τό εἴπα στούς φίλους ἔμειναν ἄφωνοι...
Μοναχός Μωυσῆς Ἁγιορείτης, Ἡ Εύλαλη Σιωπή, ἐκδ. Ἐν Πλῷ»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/10/31/%cf%8c-%ce%ac-%cf%8d/).



<>




«Ὁ Ἅγ. Νεκτάριος τῆς Αἴγινας διετέλεσε σχολάρχης, διευθυντής τῆς Ριζαρείου Σχολῆς. Νά παραθέσω τό ἐκπληκτικό ἐπεισόδιο πού συνέβη στή σχολή του καί τήν διαχείρισί του ἀπ᾽ τόν Ἅγιο. Κάποτε μία ὁμάδα τελειοφοίτων διαπληκτίστηκε, ἔφτασαν καί σέ γρονθοκοπήματα. Τό μαθαίνει ὁ Ἅγιος. Καί ἰδού τό ἀνεπανάληπτο καί αἰώνιο παράδειγμα, σέ δασκάλους καί διευθυντές σχολείων, ἀντιμετωπίσεως τῆς ἐνδοσχολικῆς βίας, τοῦ κακῶς λεγόμενου σήμερα “bullying”, πού ἔχει λάβει διαστάσεις ἐπιδημίας. Ἀντί γιά φωνές, τιμωρίες, τσιρίδες καί κλήτευσι γονέων, ὁ Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπιβάλλει τό παρακάτω πρωτοφανές, ἀξιοθαύμαστο καί χριστομίμητο: “Αὐτὰ πού κάνατε μέ λυποῦν καί μέ ἀναγκάζουν νά τιμωρήσω τόν ἑαυτό μου. Ἀπό σήμερα τό μεσημέρι νά εἰδοποιηθῆ ὁ μάγειρας, νά μήν μοῦ ἀποστέλλη φαγητό, ἐπί τρεῖς ἡμέρες. Τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ θὰ προσεύχομαι γιά τήν ἀνωμαλία. Μάλιστα. Μέ λυποῦν παιδιά μου, μέ λυποῦν... ἐσεῖς οἱ αὐριανοί λειτουργοί τοῦ Ὑψίστου! Πηγαίνετε καί εἴθε ὁ Κύριος νά ἀποστείλη ἔλεος καί φωτισμό, εἴθε νά σᾶς συγχωρήση. Πηγαίνετε καί παρακαλῶ μέχρι τῆς μεσημβρίας νά ἔχετε συμφιλιωθεῖ” ( Σ. Χονδροπούλου, Ὁ Ἅγιος τοῦ Αἰώνα μας, σ.114, ἐκδ. Καινούργια Γῆ). Ἔκτοτε οὐδείς σπουδαστής δημιούργησε πρόβλημα, γιατί ἤξερε ὅτι θά τήν πληρώση... ὁ Ἅγιος σχολάρχης του. Τί νά πῆ κανείς ἐνώπιον τέτοιου μεγαλείου!»(https://christianvivliografia.wordpress.com/2020/11/08/%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%83-%ce%bd%ce%b5%ce%ba%cf%84%ce%b1%cf%81%ce%b9%ce%bf%cf%83-%ce%b4%ce%b1%cf%83%ce%ba%ce%b1%ce%bb%ce%bf%cf%83-%cf%84%e1%bf%86%cf%82-%cf%81%cf%89%ce%bc%ce%b9%ce%bf%cf%83%cf%85/).



<>




«Ὁ δάσκαλος εἶπε ὅτι εἶναι φύσι ἀδύνατον μιά φάλαινα νά καταπιῆ ἕνα ἄνθρωπο, γιατί ἄν καί εἶναι ἕνα πολύ μεγάλο θηλαστικό, ὁ λαιμός του εἶναι πολύ μικρός.
Τό μικρό κορίτσι ἐπισήμανε ὅτι μιά φάλαινα εἶχε καταπιεῖ τόν Ἰωνᾶ.
Ἐνοχλημένος ὁ δάσκαλος ἐπέμεινε ὅτι μιά φάλαινα δέν μπορεῖ νά καταπιῆ ἕνα ἄνθρωπο.
Τότε τό μικρό κορίτσι εἴπε:
—Ὅταν θά πάω στόν Παράδεισο, θά ρωτήσω τόν Ἰωνᾶ.
Καί ὁ δάσκαλος τή ρώτησε:
—Καί ἄν ὁ Ἰωνᾶς ἔχει πάει στήν κόλασι;
Καί ἡ μικρή ἀπάντησε:
—Τότε θά τόν ρωτήσης ἐσύ!»(https://iliaxtida.wordpress.com/2011/01/17/paidia/).



<>





«Ὅταν εἶχε ἔρθει ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας “Ἄξιον ἐστί” ἀπ᾽ τό Ἅγ. Ὄρος στή Μητρόπολη Ἀθηνῶν γιά προσκύνησι, ἕνα παιδάκι, κάπου δεκατεσσάρων χρονῶν, πού δούλευε σ᾽ ἕνα μηχανουργεῖο, μόλις ἄκουσε ὅτι ἦρθε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀμέσως, ὅπως ἦταν γεμάτο μουντζοῦρες καί λάδια, φοράει τό σακάκι του ἀπ᾽ τήν ἀνάποδη, ἐπειδή ἦταν λερωμένο, καί παίρνει ἄδεια ἀπ᾽ τή δουλειά του.
Τρέχει καί ἀγοράζει ἕνα τριαντάφυλλο καί κάθεται ὧρες ἔξω ἀπ᾽ τή Μητρόπολη, μέσα στή βροχή, περιμένοντας στή σειρά, γιά νά τό προσφέρη στήν Παναγία!
Ἐμένα, μέ συγκίνησε ἀφάνταστα αὐτό τό γεγονός. 
Καί εἶμαι σίγουρος ὅτι ἡ Θεία Χάρι τό ἐπισκέφθηκε αὐτό τό παιδάκι, γιατί εἶδε τήν ἀγαθότητά του. 
Δέν εἶναι μόνο τό τριαντάφυλλο πού δείχνει τήν ἀγάπη του ἤ τό ὅτι περίμενε κάτω ἀπ᾽ τή βροχή. 
Λίγο τό ’χεις, νά γυρίση τό σακάκι του ἀπ᾽ τήν ἀνάποδη, γιά νά παρουσιασθῆ καθαρό στήν Παναγία; 
Πῶς νά μήν τό εὐλογήση ἡ Παναγία; 
Καί τήν ἱκετεύω, λοιπόν, γιά ὅλα τά παιδιά πού μοχθοῦν καθημερινά γιά τόν ἐπιούσιο. 
Μπορεῖ νά φαίνονται μουντζουρωμένα, ἀλλά ἡ ψυχή τους λάμπει...

Ἅγ. Γέροντας Δαμασκηνός Κατρακούλης

Ἀπ᾽ τήν “σύν αὐτῷ” συνεργάτιδά μας, Athina Kateri»(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/10/blog-post_69.html).



<>





«Τά παράδοξα τῶν ἡμερῶν μας εἶναι ὅτι:

Ἔχουμε πλατύτερους δρόμους μά στενότερες ἀντιλήψεις.
Ξοδεύουμε πολλά, ἐνῶ ἔχουμε λίγα.
Ἀγοράζουμε πολλά καί ἀπολαμβάνουμε λίγα.
Ἔχουμε μεγαλύτερα σπίτια ἀλλά μικρότερες οἰκογένειες.
Διαθέτουμε περισσότερες ἀνέσεις, ἀλλά ἔχουμε λιγότερο χρόνο.
Ἔχουμε περισσότερα πτυχία, ἀλλά λιγότερους λογικούς ἀνθρώπους.
Ἡ γνώσι μας πληθύνθηκε, μά ἡ κρίσι μας λιγόστεψε.
Διαθέτουμε πολλούς εἰδήμονες, ἀλλά περισσότερα προβλήματα.
Πολλαπλασιάζουμε τά ὑπάρχοντά μας καί μειώνουμε τίς ἀξίες μας.
Μιλᾶμε πολύ, ἀγαποῦμε σπάνια καί μισοῦμε συχνά...
Μάθαμε πώς νά ἐξασφαλίζουμε τά πρός τό ζήν, ἀλλά δέν μάθαμε νά ζοῦμε.
Προσθέσαμε χρόνια στή ζωή μας, ἀλλά ὄχι ζωή στά χρόνια μας.
Διανύσαμε τήν ἀπόστασι γῆ-φεγγάρι, ἀλλά δυσκολευόμαστε νά διασχίσουμε ἕνα δρόμο γιά νά συναντήσουμε τό γείτονά μας.
Κατακτήσαμε τό διάστημα, ἀλλά χάνουμε τό δικό μας πλανήτη.
Διασπάσαμε τό ἄτομο, ἀλλά ὄχι καί τίς προκαταλήψεις.
Ἔχουμε ὑψηλότερα ἐισοδήματα, ἀλλά χαμηλότερες ἠθικές ἀξίες.
Ζοῦμε στήν ἐποχή τῶν ὑψηλῶν κερδῶν καί τῶν ρηχῶν ἀνθρώπινων σχέσεων.
Ὑπάρχουν περισσότερα τρόφιμα, ἀλλά χειρότερη διατροφή.
Κτίζουμε πολυτελή σπίτια, ἀλλά διαλύουμε τήν οἰκογένεια.
Ἡ βιτρίνα τῆς ζωῆς μας φαίνεται πλούσια καί γεμάτη. Ἡ ἀποθήκη της εἶναι ἔρημη καί ἄδεια.

Ἀνώνυμος φοιτητής

Μᾶς ἔστειλε ἡ Ε.Λ..»(https://iliaxtida.wordpress.com/2010/07/29/%ce%ac-%cf%8e/).




<>







π. Σ. Ρ.: «Ἡ παρακάτω ἀνακοίνωσι τῆς ἐταιρείας Motor Oil ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ εὐαισθησίες:
“Μέ ὑψηλό αἴσθημα εὐθύνης καί μέ γνώμονα τή διαχρονική στήριξι τῶν ἐργαζομένων του, τό Διυλιστήριο τῆς Motor Oil συμβάλλει ἔμπρακτα στήν ἀντιμετώπισι τῆς ὑπογεννητικότητος, προσεγγίζοντας μέ σεβασμό καί εὐαισθησία τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων του. Ἡ Motor Oil θά προσφέρη στίς οἰκογένειες τῶν ἐργαζομένων της, γιά κάθε παιδί μετά τό 2ο, 5.000€, μέ τή γέννησι, 5.000€, μόλις τό παιδί συμπληρώσει τά πρώτα ἕξι ἔτη ζωῆς, 5.000€, ἀφοῦ γίνει 12 ἐτῶν καί τέλος 5.000€ μέ τήν ἐνηλικίωσί του.
Συνολικά, κάθε οἰκογένεια πού ἀποκτᾶ περισσότερα ἀπό δύο παιδιά, θά ἐνισχύεται μέ τό ποσό τῶν 20.000€, γιά κάθε ἕνα νέο παιδί”»(https://apantaortodoxias.blogspot.com/2024/04/blog-post_362.html).


<>



«Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος Δασκαλάκης, ὅταν πέθανε ἄνοιξαν τή διαθήκη του καί αἰφνιδιάστηκαν ὅταν διαπίστωσαν ὅτι δέν εἶχε δημιουργήσει καμμιά περιουσία καί στίς ἀδελφές του ἄφησε μόνο τίς εὐχές του»(ΜΓ, 71).


<>


«Τίς ἑβδομάδες μετά τό γεγονός [τοῦ Τιτανικοῦ], ἐρευνητές καί ἐφημερίδες συγκέντρωσαν ἱστορίες ἐπιζώντων γιά νά καταλάβουν πῶς συνέβη ἡ τραγωδία. Καί ἀνακάλυψαν πράξεις ἀφάνταστης αὐταπαρνήσεως και ἀνθρωπιᾶς.

Ἕνας ἀπ᾽ τούς ἐμβληματικότερους ἥρωες τοῦ Τιτανικοῦ ἦταν ὁ πέμπτος ἀξιωματικός Harold Lowe. Ὁ Harold ὁδηγοῦσε τή μοναδική λέμβο πού ἐπέστρεψε στόν τόπο τοῦ ναυαγίου. Ἔψαχνε στό σκοτάδι καί στά παγωμένα νερά γιά νά βρῆ ἐπιζῶντες. Καί προτοῦ σπεύση κωπηλατώντας νά συνδράμη μιά ἄλλη λέμβο πού κινδύνευε νά βυθιστῆ, περιμάζεψε τέσσερεις ναυαγούς.

Ὁ Harold δέν ἦταν ὁ μοναδικός πού ἔβαλε τούς ἄλλους πάνω ἀπ᾽ τόν ἑαυτό του. Ὁρισμένοι ἔδωσαν τό σωσίβιό τους σέ ἀγνώστους ἐνῶ ἄλλοι ἔδωσαν τή θέσι τους στή βάρκα τῆς σωτηρίας. Ὁμάδες σοκαρισμένων καί τρομοκρατημένων ἀνθρώπων ὁδηγήθηκαν μέσα ἀπ᾽ τούς δαιδαλώδεις πλημμυρισμένους διαδρόμους καί τίς σκάλες πρός τίς σωστικές λέμβους πού περίμεναν στά καταστρώματα. Ἐνήλικοι φρόντισαν παιδιά πού δέν ἦταν δικά τους καί ἄλλοι προσπάθησαν νά κρατήσουν τό ἠθικό ψηλά ἐνθαρρύνοντας μέ τραγούδια ὅσους κωπηλατοῦσαν.

Στό μηχανοστάσιο τοῦ πλοίου οἱ μηχανικοί καί οἱ πυροσβέστες παρέμειναν στίς θέσεις τους ὥστε νά συνεχίσουν νά λειτουργοῦν οἱ ἀντλίες τοῦ νεροῦ καί τό ἠλεκτρικό ρεῦμα. Ἄν καί ἤξεραν ὅτι θά βυθιστοῦν μαζί μέ τό καράβι, ἦταν ἀποφασισμένοι νά κρατήσουν, ὅσο ἦταν δυνατόν, τόν Τιτανικό φωτισμένο στήν ἐπιφάνεια, ὥστε νά μπορέσουν νά διαφύγουν περισσότεροι ἐπιβάτες.

Ἔπειτα ἀπό ἑβδομάδες, καί ὅσο διαρκοῦσε ἡ ἐπίσημη ἔρευνα γιά τούς λόγους πού προκάλεσαν τήν καταστροφή, φωτεινές ἱστορίες ἀλληλοβοήθειας σάν καί τοῦτες ἔδειξαν ὅτι μέ ἀλτρουϊσμό καί ἀνθρωπιά ἡ ἀνθρωπότητα μπορεῖ νά λάμψη ἀπέναντι στίς καταστροφές»(EM, 48).


<>




«Καταλαβαίνοντας ὅτι ὁ Dr. Peyo [ἄλογο] διέθετε ἕνα μοναδικό χάρισμα, ὁ Hassen Bouchakour μίλησε σε κτηνιάτρους καί εἰδικούς οἱ ὁποῖοι συμφώνησαν πώς τό ἄλογο εἶχε μιά ἀσυνήθιστη ἱκανότητα. Πρόθυμος νά προσφέρη αὐτό τό δῶρο γιά καλό σκοπό, ὁ Hassen παράτησε τίς λαμπερές ἀρένες καί ἀφιέρωσε τρία χρόνια προετοιμάζοντας τό ἄλογο γιά νά ἐπισκεφθῆ ἀσθενεῖς καί ἡλικιωμένους. Κατά τή διάρκεια τῆς ἐκπαιδεύσεως, ὁ Peyo ἔμαθε σιγά σιγά τούς ἀσυνήθιστους ἤχους, τίς εἰκόνες καί τή μυρωδιά τῶν νοσοκομείων καί τῶν οἴκων εὐγηρίας.

Γιά νά ἀρχίση ὁ Peyo τίς ἐπισκέψεις χρειάζεται προσεκτική περιποίησι καί φροντίδα. Τό σῶμα του καλύπτεται μέ ἀντισηπτική lotion ἐνῶ ἡ χαίτη καί ἡ οὐρά του πλέκονται σέ σφιχτές πλεξοῦδες. Ὅταν ὁ Peyo φτάνει στό νοσοκομεῖο γιά νά ξεκινήση τή μέρα του, σταματάει ἤ σηκώνεται στά μπροστινά του πόδια γιά νά δείξη στόν Hassen σέ ποιό δωμάτιο θέλει νά μπῆ. Εἶναι σάν νά τοῦ λέη ποιός τόν ἔχει περισσότερο ἀνάγκη!

Μέ τή βοήθεια τοῦ Hassen, ὁ Peyo ἐπισκέπτεται ἀσθενεῖς τῶν ὁποίων ἡ ζωή φτάνει στό τέλος της. Ὁ Hassen τόν παρακολουθῆ νά τρίβη μαλακά τή μουσούδα του πάνω τους καί μέ τήν εὐγενική παρουσία του νά τούς ἀνακουφίζη προσφέροντάς τους ἠρεμία καί ἀγάπη τίς τελευταῖες ἑβδομάδες τῆς ζωῆς τους πάνω στή Γῆ.

Μπορεῖ νά ἀκούγεται παράξενο, ὅμως, πραγματικά λειτουργεῖ. Οἱ γιατροί παρατήρησαν ὅτι οἱ ἀσθενεῖς πού περνοῦσαν χρόνο μέ τόν Peyo ἔνιωθαν πιό ἤρεμοι καί λιγότερο ἀνήσυχοι, μέ ἀποτέλεσμα νά χρειάζωνται μικρότερη δόσι ἀπό παυσίπονα!»(ΕΜ, 58).



<>




Πολλά χρόνια πρίν, στή Νάπολη τῆς Ἰταλίας, ξεκίνησε μιά καταπληκτική παράδοσι πού ὀνομάζεται Caffè Sospreso, δηλαδή κερασμένος καφές. Νά πῶς λειτουργεῖ ὁ “κερασμένος καφές”.

Ἄν κάποιος εἶχε μιά ὄμορφη μέρα ἤ ἁπλῶς θέλει νά κάνη κάτι καλό, μπορεῖ νά παραγγείλη δύο καφέδες σ᾽ ἕνα καφενεῖο καί νά πιῆ μόνο τόν ἕνα. Ὁποιοσδήποτε, λοιπόν, δέν ἔχει τή δυνατότητα νά πληρώση τόν καφέ του, μπορεῖ νά πιῆ τόν κερασμένο, τόν ἤδη πληρωμένο.

Αὐτομάτως, ἡ μέρα του θά γίνη κάπως καλύτερη. Καί, ποιός ξέρει, ἴσως σκεφτεῖ καί ὁ ἴδιος νά κάνη στή συνέχεια μιά καλή πράξι.

Ὁ “κερασμένος καφές” εἶναι μιά ἀνώνυμη χειρονομία ἐξαιρετικά δυνατή. Εἶναι τόσο δυνατή, πού ἀπ᾽ τό δειλό ξεκίνημά του στή Νάπολη διαδόθηκε σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο»(ΕΑ, 94).




<>





«Ὁ Michael Landy ζήτησε ἀπό ἐπιβάτες καί ἐργαζόμενους τοῦ metro τοῦ Λονδίνου νά τοῦ ἀναφέρουν περιστατικά καλοσύνης πού εἶχαν δεῖ στόν ὑπόγειο ἤ στά ὁποῖα εἶχαν λάβει μέρος.

Στή συνέχεια, ἔφτιαξε ἀφίσες πού ἀπεικόνιζαν τίς ἱστορίες καί τίς κρέμασε στίς πλατφόρμες καί στούς συρμούς.

Οἱ ἱστορίες ἦταν πολλές καί θαυμάσιες, ὅπως, γιά παράδειγμα, ἡ ἱστορία ἑνός παιδιοῦ τοῦ ὁποίου τοῦ ξέφυγε τό μπαλόνι καί τό εἶδε νά πετάη πρός τό βάθος τοῦ βαγονιοῦ. Οἱ ἐπιβάτες ἕνας πρός ἕνα τοῦ τό ἔστειλαν πίσω χαμογελώντας»(ΕΜ, 96). 




Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ἕνας νέος εἶχε φτάσει σέ τόσο μεγάλη ἀπελπισία, ὥστε ἀποφάσισε νά αὐτοκτονήση. Ἐξομολογεῖται σ᾽ ἕνα Πνευματικό. Ἀκούει τόν Πνευματικό μέ προσοχή πού τοῦ λέει:

—Ἐσύ εἶσαι ὑπεύθυνος ὁ ἴδιος γιά τήν κατάστασί σου. Ἡ ψυχή σου κοντεύει νά πεθάνη ἀπό πεῖνα. Ἔμαθες νά ἐνδιαφέρεσαι καί νά φροντίζης πῶς νά θρέψης τό σῶμα σου. Καί ποτέ σου δέν ἐνδιαφέρθηκες γιά τήν τροφή τῆς ψυχῆς σου πού ἔχει πολύ πιό περισσότερη ἀνάγκη ἀπ᾽ τό σῶμα σου. Ἡ ψυχή σου πεθαίνει ἀπ᾽ τήν πεῖνα! Φάε καί πιές τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, παιδί μου. Ἔτσι μόνο θά ἀναζωογονηθῆ ἡ ψυχή σου καί θά γλυτώση ἀπ᾽ τόν αἰώνιο θάνατο.

Πείθεται ὁ νέος ἀπ᾽ τόν Πνευματικό καί φεύγει γιά νά συνεχίση μέ θάρρος καί νέα δύναμι τή ζωή καί ἔτσι σώζεται»(ΒΣ, 6).

<>



Ἅγ. Ἀμβρόσιος: «Ὁ Θεός ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τόν ἄρτον τοῦτον καθημερινόν, καί ἡμεῖς ποιοῦμεν αὐτόν ἐνιαύσιον»(ΒΣ, 14).

<>



Ἀρχιμ. Εὐσέβιος Βίττης: «Χαρακτηριστικό εἶναι τό ἑξῆς γεγονός πού συνέβη πρό ἐτῶν στό Σανατόριο (τότε) “Σωτηρία” στήν Ἀθήνα. Μετά ἀπό μιά Θ. Λειτουργία, πού κοινώνησαν οἱ περισσότεροι ἀσθενεῖς τοῦ ἐκκλησιάσματος, ὁ ἱερέας ἔπρεπε νά καταλύση τήν ὑπόλοιπη Θ. Κοινωνία, ὅπως γίνεται πάντοτε. Προτοῦ κάνη τήν κατάλυσι, εἶδε κάποιον πού στεκόταν στό βόρειο βημόθυρο τοῦ Ἱεροῦ. Τόν ρώτησε τί ἤθελε. Ἐκεῖνος ἀπάντησε πώς δέν ἤθελε τίποτε. Ὁ ἱερέας κατέλυσε κανονικά καί ἀφοῦ ἔβγαλε τά ἱερά ἄμφια ἑτοιμάστηκε νά βγῆ ἀπ᾽ τό Ἱερό. Βγαίνοντας ξανασυναντάει τό ἴδιο πρόσωπο. Τόν ρώτησε τί ἤθελε περιμένοντας. Καί τοῦ πρόσθεσε, ὅτι ἄν ἤθελε τόν ἴδιο, δέν μποροῦσε νά τόν δεχθῆ, γιατί εἶχε μιά ἀνειλημμένη ὑποχρέωσι καί μάλιστα θά πήγαινε ἀργοπορημένος. Ὁ ἄλλος ἀπάντησε πώς αὐτό πού ἤθελε ἔγινε. Ἤθελε, λέει, νά δῆ ἄν πράγματι ὁ ἱερέας θά κατέλυε τή Θ. Κοινωνία μετά τή μετάληψι τόσων φυματικῶν. Τότε μόνο “εἶδε καί ἐπίστευσε”! Μέχρι τότε δέν πίστευε πώς οἱ ἱερεῖς πιστεύουν στή Θ. Κοινωνία οὔτε βέβαια πώς ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι πηγή ζωῆς καί ὄχι θανάτου...»(ΒΣ, 65).

<>



«Γιά δέκα ὁλόκληρα χρόνια, ὁ παπᾶς τῆς Σπιναλόγκα π. Χρύσανθος (1898-1972) κοινωνοῦσε τούς λεπρούς καί ἔπειτα κατάλυε τήν ὑπόλοιπη Θ. Κοινωνία χωρίς νά κολλήση λέπρα. Εἶχε πίστι, εἶχε τόλμη καί θάρρος. Οἱ Χανσενικοί πού ἔμεναν ἐγκαταλειμμένοι στή Σπιναλόγκα, ἦταν ὀργισμένοι μέ τό Θεό, γιά τό λόγο ὅτι ἡ ἀρρώστια τους ἦταν μιά μεγάλη καί ἀφόρητη δοκιμασία. Ὁ π. Χρύσανθος —Ἱεραπετρίτης παπᾶς— τόλμησε νά τούς ἐπισκεφθῆ κάποτε καί νά λειτουργήση στό ἐγκαταλειμμένο ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγ. Παντελεήμονα, πού ὑπῆρχε καί ρήμαζε στό νησί.

Λένε πώς στήν πρώτη λειτουργία, δέν πάτησε ψυχή. Οἱ λεπροί ἄκουγαν πεισμωμένοι ἀπ᾽ τά κελλιά τους τήν ψαλμωδία κι ἄλλοτε τή σκέπαζαν μέ τά βογγητά τους κι ἄλλοτε μέ τίς κατάρες τους. Ὁ ἱερέας, ὅμως, ξαναπῆγε. Στή δεύτερη τούτη ἐπίσκεψι, ἕνας ἀπ᾽ τούς ἀσθενεῖς, πρόβαλε θαρρετά στό κατώφλι τοῦ Ναοῦ.

—Παπᾶ, θά κάτσω στή λειτουργία σου μέ ἕνα ὅρο, ὅμως. Θέλω νά μέ κοινωνήσης, κι ἄν ὁ Θεός σου εἶναι τόσο παντοδύναμος, ἐσύ μετά θά κάνης τήν κατάλυσι καί δέν θά φοβηθῆς τή λέπρα μου. Ὁ ἱερέας ἔγνεψε συγκαταβατικά. Στά κοντινά κελλιά ἀκούστηκε ἡ κουβέντα κι ἄρχισαν νά μαζεύονται διάφοροι στό πλάι τοῦ Ναοῦ, ἐκεῖ πού ἦταν ἕνα μικρό χάλασμα, μέ λιγοστή θέα στό ἱερό. Παραμόνευαν οἱ χανσενικοί στό τέλος τῆς λειτουργίας καί εἶδαν τόν παπᾶ δακρυσμένο καί γονατιστό στήν ἱερά Πρόθεσι, νά κάνη τήν κατάλυσι.

Πέρασαν μῆνες. Οἱ χανσενικοί τόν περίμεναν. Πίστευαν πώς θά ἔρθη καί τούτη τή φορά, ὡς ἀσθενής ὅμως καί ὄχι ὡς ἱερέας. Κι ὅμως ὁ παπᾶς ἐπέστρεψε ὑγιής καί ροδαλός κι ἄρχισε μέ ἠθικό ἀναπτερωμένο νά χτυπᾶ τήν καμπάνα τοῦ παλαιοῦ ναΐσκου. Ἔκτοτε, γιά δέκα τουλάχιστον χρόνια, ἡ Σπιναλόγκα εἶχε τόν ἱερέα της. Οἱ χανσενικοί ἀναστήλωσαν μόνοι τους τήν ἐκκλησία καί συνάμα ἀναστήλωσαν καί τήν πίστι τους. Κοινωνοῦσαν τακτικά καί πάντα κρυφοκοίταζαν τόν παπᾶ τους τήν ὥρα τῆς καταλύσεως, γιά νά βεβαιωθοῦν πῶς τό θαῦμα τῆς Σπιναλόγκας συνέβαινε ξανά καί ξανά. Τό 1957 μέ τήν ἀνακάλυψι τῶν ἀντιβιοτικῶν καί τήν ἴασι τῶν λεπρῶν, τό λεπροκομεῖο ἔκλεισε καί τό νησί ἐρημώθηκε. Μόνο ὁ ἱερέας ἔμεινε στό νησί, ὡς τό 1962 γιά νά μνημονεύη τούς νεκρούς μέχρι πέντε χρόνια ἀπ᾽ τό θάνατό τους.

(Ἀπ᾽ τό περ. Βηθεσδά, Ἀπ-Ἰν 2023)»(ΒΣ, 67).

<>



Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Μυτιληναίου: «... Ἄν κάποιοι ἄνθρωποι πᾶνε σ᾽ ἕνα ζαχαροπλαστεῖο νά φᾶνε ἕνα γλυκό, ἤ ἄν πάρουν κάποιες πάστες γιά νά μοιράσουν σ᾽ ἕνα γάμο, σέ βαφτίσια ἤ ἀλλοῦ, καί πράγματι ἐκεῖ ὑπάρχει κάποιο πρόβλημα, μετά δέν θά πᾶνε ὅλοι στό Νοσοκομεῖο; Θά πᾶνε ὅλοι τους στό Νοσοκομεῖο! Ἔτσι κι ἐδῶ, ἀγαπητοί μου· ἄν ὑπῆρχε μολυσματικότητα, αὐτή θά γινόταν ὁμαδική. Ἀλλά ὁμαδική μολυσματικότητα ἀπ᾽ τό Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας οὐδέποτε παρατηρήθηκε! Γιά παράδειγμα, τή Μ. Πέμπτη, τά Χριστούγεννα, τό Πάσχα, πού κοινωνοῦν τόσοι καί τόσοι, ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ὁ πρῶτος ἦταν συφιλιδικός, δέν θά ἔπρεπε νά ἐμφανισθῆ τό φαινόμενο τῆς σύφιλης, ἀκόμη καί σέ μικρά παιδιά, κατά ἕνα λοιμώδη τρόπο; Παρατηρήθηκε, ὅμως, ποτέ; Ποτέ!...»(ΒΣ, 72).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Αὐτός πού δέν πιστεύει, ὅτι ἡ Θ. Κοινωνία, εἶναι τό Τίμιο Σῶμα καί τό Τίμιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, διαπράττει τήν μεγαλύτερη ἁμαρτία, πιό μεγάλη καί ἀπ᾽ τήν παράβασι τοῦ Δεκαλόγου τοῦ Μωϋσέως. Διάπράττει τήν ἁμαρτία τοῦ Ἰούδα... τῆς προδοσίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ»(ΒΣ, 75).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Ὅταν κοινωνῶ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, δέν προσλαμβάνω ἐγώ τό Χριστό, ἀλλά μέ προσλαμβάνει Ἐκεῖνος καί γίνομαι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ»(ΒΣ, 75).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Εἶναι πολλοί πού ἀμφισβητοῦν, ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά κάνη τόν οἶνο καί τόν ἄρτο, Αἷμα καί Σῶμα Χριστοῦ στό Μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας καί τήν ἴδια στιγμή, ὁ ἴδιος ὁ ὀργανισμός τους μετατρέπει μυστηριωδῶς, τόν ἄρτο πού τρῶνε σέ σάρκα καί τόν οἶνο πού πίνουν σέ αἷμα. Εἴμαστε ἀστεῖοι...»(ΒΣ, 76).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Ὁ Μυστικός Δεῖπνος ὀνομάζεται “Μυστικός”, ὄχι ἐπειδή ἔγινε κρυφά, ἀλλά ἐπειδή στό κρασί καί στόν ἄρτο τοῦ Δείπνου αὐτοῦ, κρυβόταν ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἦταν τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του»(ΒΣ, 76).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι ἕνα κάρβουνο πού καίει τίς ἁμαρτίες τῶν μετανοημένων καί καίει τίς ψυχές τῶν ἀμετανοήτων»(ΒΣ, 76).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Μιά πνευματική γυναῖκα, μοῦ φανέρωσε μιά μέρα τήν ἀποκάλυψί της. Εἶχε πάει Μ. Πέμπτη στήν ἐκκλησία καί τήν ὥρα πού τό πλῆθος τοῦ κόσμου ἑτοιμαζόταν νά κοινωνήση, συλλογίστηκε τό ἑξῆς:

“Ἄραγε, ποιοί ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους προετοιμάστηκαν καταλλήλως γιά τό Μυστήριο αὐτό; Μάλιστα γι᾽ αὐτούς, πού δέν προετοιμάστηκαν καταλλήλως, προσευχήθηκε λέγοντας: Θεέ μου, συγχώρησέ τους! Τότε, ὅπως λέει ἡ ἴδια, βλέπει τόν παπᾶ μέ τήν Ἱερή Λαβίδα νά κοινωνῆ τούς πιστούς. Καί συνέβαινε κάτι παράδοξο. Σέ πολλούς τήν ὥρα πού κοινωνοῦσαν, ἕνας ἄγγελος Κυρίου, ἔπαιρνε τή Θ. Μετάληψι ἀπ᾽ τήν Ἱερή Λαβίδα καί τήν ἐπέστρεφε στό Ἱερό Ποτήριο καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί λάμβαναν ἁπλά ἄρτο καί οἶνο καί ὄχι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Παρατήρησε, ὅτι ἀπ᾽ τούς 100 πού πήγαιναν νά κοινωνήσουν, στούς 95 συνέβαινε αὐτό τό πράγμα. Προφανῶς αὐτοί προσέρχονταν στό Μυστήριο ἀπροετοίμαστοι καί οὐσιαστικά δέν κοινωνοῦσαν, ἄν καί στήν πράξι φαίνονταν ὅτι συμμετεῖχαν στό Μυστήριο αὐτό”»(ΒΣ, 78).

<>



«Κάποια μέρα, ἕνας γιατρός, πού παρακολουθοῦσε τίς ὁμιλίες, πλησιάζει τόν ἱεροκήρυκα Δημήτριο Παναγόπουλο καί τοῦ λέει:

—Κύριε Παναγόπουλε, ὁ ἱερέας εἶναι δυνατόν νά καταλύει τό Ἅγ. Ποτήριο, διότι τόσοι καί τόσοι ἀσθενεῖς κοινωνοῦν ἀπ᾽ αὐτό καί τό μικρόβιο τῆς φυματιώσεως μεταδίδεται μέσῳ τοῦ σιέλου. Τί λοιπόν γίνεται ἔπειτα τό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου; Τό χύνει ὁ ἱερέας στό χωνευτήριο; Αὐτό δέν εἶναι μεγάλη ἁμαρτία;

Γέλασε ὁ Παναγόπουλος ὅταν ἄκουσε τά λόγια τοῦ γιατροῦ καί τοῦ εἶπε ὅτι ἐπ᾽ οὐδενί λόγῳ γίνεται τέτοιο πράγμα. Ὁ Κύριος δέν μολύνεται από μικρόβια καί οὔτε γίνεται μέσον νά μολυνθοῦν ἄλλοι. Ὁ γιατρός, ὅμως, δέν μποροῦσε νά πιστέψη, ὁπότε ὁ Παναγόπουλος τόν προέτρεψε νά ἐκκλησιασθῆ κατά τήν ἑπόμενη Θ. Λειτουργία καί στό τέλος νά σταθῆ κάπου, ὥστε νά βλέπη τίς κινήσεις τοῦ ἱερέα τήν ὥρα τῆς καταλύσεως. Πράγματι ὑπάκουσε ὁ γιατρός καί εἶδε πλέον μέ τά μάτια του, ὅτι πράγματι ὁ ἱερέας κατέλυσε καί μάλιστα ρίχνοντας ἀνᾶμα δυό-τρεῖς φορές στό Ἅγ. Ποτήριο, φρόντισε νά μή μείνη οὔτε ἴχνος τοῦ Παναγίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ θυσιασθέντος Κυρίου ἐντός Αὐτοῦ. Ἔκτοτε, ὄχι μόνο πίστευε, ἀλλά ἐκκλησιαζόταν καί κοινωνοῦσε μαζί μέ τούς ἀσθενεῖς»(ΒΣ, 78).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: 

«Ὁμολογία μεγάλου μάγου, πρίν τήν ὥρα τοῦ θανάτου του:

—Ἐκβιάζομαι ἀπ᾽ τόν Ἄγγελο καί δέν μπορῶ νά μήν ὁμολογήσω καί νά πῶ, ὅτι σέ κανένα Χριστιανό δέν κατόρθωσα νά κάνω κάτι, πού Κοινωνοῦσε συχνά (ἐννοεῖται ἀξίως)»(ΒΣ, 79).

«Στίς 30 Δεκεμβρίου τοῦ 1967, ἡμέρα Σάββατο καί ὥρα 3 μ.μ. πῆγα στά Μετέωρα, γιά νά προσκυνήσω καί ὠφεληθῶ ψυχικά. Τήν Κυριακή λειτουργησα στήν Ἱ. Μονή Μεταμορφώσεως καί τή Δευτέρα στόν Ἅγ. Στέφανο, νυκτερινή. Χαρά Θεοῦ καί εὐλογία Κυρίου. Ἀφοῦ μέ τή δύναμι τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψα στό χωριό μου, μέ εἰδοποίησαν ἀμέσως νά πάω νά κοινωνήσω τή γριά, Ζωή Ἀντωνίου Γκαγκαστάθη, πού ἦταν ἀπό καιρό κατάκειτη, περίπου 85 ἐτῶν. Πῆγα, καί μόλις τήν κοινώνησα τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἀμέσως φώναξε: “Μέ ἔκαψε ἡ Κοινωνία, φωτιά ἔχω, δῶστε μου νερό νά πιῶ, καίγομαι. Μέ καίει μέσα”. Στίς λίγες ὧρες τίς ὁποῖες ἔζησε φώναζε συνέχεια, κάηκα ἡ καϋμένη. Κατόπιν παρέδωσε τό πνεῦμα της.

(Μαρτυρία ἀειμνήστου π. Δημητρίου Γκαγκαστάθη»(ΒΣ, 85).

<>



«Ὁ δόκιμος Κων/ντίνος Κλεόπας Ilie, ὅταν ὑπηρετοῦσε ὡς δεύτερος διακονητής στήν ἐκκλησία τῆς Μονῆς ἦταν αὐτόπτης μάρτυς μερικῶν θαυμάτων πού συνέβησαν στήν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας, στήν ἐκκλησία τῆς Σκήτεως Συχαστρία. Ἰδού τί μᾶς διηγήθηκε.

“Νά βλέπατε τί ἔπαθα μ᾽ ἕνα ἐνάρετο ἱερέα, τόν π. Καλλίστρατο Μπόμπου. Ὡς Πνευματικός πέρασε κάποτε ἀπό μία μοναχή, ἀσκήτρια σέ σπηλιά τοῦ δάσους. Τότε στά δάση ἀσκήτευαν περί τούς 550 μοναχούς καί μοναχές. Αὐτή ἡ μοναχή εἶπε στόν π. Καλλίστρατο: 

—Σέ σᾶς δέν κατέρχεται τό Ἅγ. Πνεῦμα, διότι ἀκολουθήσατε τό Νέο Ἡμερολόγιο!

Ἀπό τότε ὁ π. Καλλίστρατος διατελοῦσε ἐν πολλῇ ἀμφιβολίᾳ.

Μιά φορά, ὅταν ἤμουν βοηθός διακονητής στήν ἐκκλησία, παρατήρησα ὅτι τό πρόσφορο πού λειτουργοῦσε ὁ Ἡγούμενος ἦταν ἄσπρο καί γλυκό, ἐνῶ αὐτό μέ τό ὁποῖο λειτούργησε ὁ π. Καλλίστρατος ἦταν πικρό καί πρασινωπό. Τότε ρώτησα τό Γέροντα π. Ἰωαννίκιο:

—Γέροντα, γιατί ὅταν λειτουργῆ ὁ π. Καλλίστρατος τό πρόσφορό του εἶναι μουχλιασμένο καί πικρό;

—Μά, παιδί μου, διότι λειτουργεῖ μέ ἀμφιβολία. Δηλαδή ἀμφιβάλλει ἄν κατέρχεται τό Ἅγ. Πνεῦμα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού ἀκολουθῆ τό Νέο Ἡμερολόγιο. Μετέβη πρό καιροῦ σέ μιά ἐρημίτισσα τοῦ δάσους καί αὐτή τοῦ εἶπε ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα δέν κατέρχεται στή Θ. Λειτουργία ἐξ αἰτίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. Τοῦ εἶπα ὅτι πλανήθηκε, διότι δέν πιστεύει ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα κατέρχεται στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας!

Κάποτε ὁ π. Καλλίστρατος τελοῦσε τή Θ. Λειτουργία καί, ὅταν κάλεσε τό Ἅγ. Πνεῦμα νά κατέλθη, μέ ἔκπληξί του εἶδε ὅτι ὁ Ἀμνός ἔγινε κρέας καί ἔτρεχε τό Ἅγιο Αἷμα ἀπ᾽ τό Δισκάριο καί τό Ἀντιμήνσιο. Ὅταν παρατήρησε μέσα στό Ἅγ. Ποτήριο εἶδε ἀνθρώπινο Αἷμα. Τότε μέ κάλεσε καί μοῦ εἶπε:

—Ἀδελφέ Κων/ντίνε, ἔλα ἐδῶ κοντά! Τί βλέπεις;

—Πώ, πώ, π. Καλλίστρατε! Ἡ Θ. Κοινωνία ἔγινε κρέας καί αἷμα!

Τότε ἔστειλα νά εἰδοποιήσουν γρήγορα τόν Ἡγούμενο. Ὅταν ἦλθε ὁ στάρετς, ἔβαλε μοναχούς νά διαβάζουν τό Ψαλτήριο στό χορό καί εἶπε:

—Αἴ! π. Καλλίστρατε, πιστεύεις τώρα ὅτι ἔρχεται τό Ἅγ. Πνεῦμα καί μεταβάλλει τά Δῶρα ἤ ὄχι;

—Συγχώρησέ με, πάτερ! Κι ἔπεσε στά γόνατά του κλαίγοντας.

—Πρόσεχε!...”.

Αὐτό συνέβη τό 1932. Τόν ἴδιο καιρό ἤμουν μάρτυς κι ἑνός ἄλλου θαυμαστοῦ γεγονότος πού συνέβη στόν καιρό τῆς Θ. Λειτουργίας.

Κάποια φορά, ὅταν λειτουργοῦσε ὁ π. Ἰωαννίκιος, μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων, ἔπεσε απ᾽ τό Ἅγ. Ποτήριο μία σταγόνα Αἵματος τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Ἅγ. Ἀντιμήνσιο. Ἐκείνη ἡ σταγόνα ἄρχισε νά λάμπη καί μετά νά μεταβάλλεται σέ ἀκτίνα. Τότε ὁ στάρετς Ἰωαννίκιος μέ φώναξε γρήγορα: 

—Ἀδελφέ Κων/νε, ἔλα ἐδῶ κοντά! 

Κοιτάζοντας ἐγώ, μοῦ εἶπε ὁ στάρετς:

—Τί βλέπεις ἐδῶ στό Ἅγ. Ἀντιμήνσιο;

—Βλέπω μία σταλαγματιά ἀπ᾽ τό Ἅγ. Αἷμα. Ἀκτινοβολεῖ τόσο δυνατά, πού δέν μπορῶ νά τήν ἀντικρύσω ἀπό κοντά!

Τότε ὁ στάρετς μοῦ εἶπε:

—Βλέπεις, Ποιόν ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί ὑπηρετοῦμε; Γι᾽ αὐτό νά στέκεσαι μέ μεγάλο φόβο καί εὐλάβεια μπροστά στήν Ἁγ. Τράπεζα!

Κατόπιν, ὁ στάρετς Ἰωαννίκιος κοινώνησε αὐτή τή σταλαγματιά τοῦ Ἁγ. Αἵματος τοῦ Χριστοῦ»(ΒΣ, 90).

<>



Γέροντας Ἐφραίμ τῆς Ἀριζόνας (+2019): «Πέρισυ ἤμουν στῆς Πορταριᾶς τό μοναστήρι, κι ὅπως εἴμαστε ἔτσι ἐδῶ, ἤμουν μέ τίς μοναχές καί τίς μιλοῦσα. Ἐκεῖ πού τίς μιλοῦσα, χτυπάει τό τηλέφωνο. Τό σηκώνω, ἦταν ἕνα πνευματικό μου παιδί, μιά γυναικούλα ἀπ᾽ τήν Κρήτη. Πολύ ἐνάρετη καί πολύ πιστή. Ἦταν στό Βόλο καί ἐρχόταν. Μετά ἦρθε ἡ μετάθεσι τοῦ ἀνδρός της, κάι πῆγε στήν Κοζάνη. Μέ πῆρε τηλέφωνο καί ἔτσι κάπως ἀνήσυχα μοῦ λέει:

—Γέροντα, θέλω νά σοῦ πῶ τό ἑξῆς, εἶμαι πολύ στεναχωρημένη, οἱ ἁμαρτίες μου εἶναι πού συνέβαλαν νά νοιώσω αὐτά τά πράγματα.

—Τί, παιδί μου, σοῦ συμβαίνει;

—Πατέρα μου, ὅταν ἤμουν στό μοναστήρι κοινώνησα καί ὅπως κοινώνησα ἡ μερίδα τοῦ ἁγίου ἄρτου ἔγινε κρέας στό στόμα μου, καί δέν μποροῦσα νά τό μασήσω. Ὠμό κρέας καί τό κατάπια, καί ἔγινε μιά εὐωδία στό στόμα ἔντονη! Ἦρθα ἐδῶ στήν Κοζάνη καί κοινώνησα στή Μητρόπολι!

—Κοινώνησες μέ τό παλαιό σέ μᾶς, ἔ;

—Κοινώνησα ἐδῶ μέ τό νέο, ἀλλά καί πάλι μοῦ ἔγινε ἡ μερίδα κρέας καί τέτοια εὐωδία πού ἔχει μιά ἑβδομάδα, δέν παίρνω μπουκιά νά τακτοποιηθῶ, γιατί δέν θέλω νά χάσω τήν εὐωδία τῆς Θ. Κοινωνίας πού αἰσθάνομαι. Οἱ ἁμαρτίες μου εἶναι τόσο πολλές καί συμβαίνει αὐτό;

—Ὄχι, παιδί μου, δέν εἶναι αὐτό, ἀλλά ὅτι ὁ Θεός σέ ἀγάπησε καί σοῦ ἔδειξε ἔτσι αὐτό τό μυστήριο, γιά νά πιστέψης ἀκράδαντα, ὅτι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε, ὅτι ὁ ἅγιος ἄρτος καί τό κρασί μας γίνονται μέ τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ἐπιφοίτησι τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, μεταβάλλονται σέ σάρκα καί αἷμα. Κοινωνᾶμε τό Χριστό μας μέ σάρκα καί αἷμα καί γινόμαστε ἕνα μέ τό Χριστό καί ἁγιάζεται καί ἡ σάρκα καί το πνεῦμα μας.

—Ἄ, ἔτσι ἔχουν τά πράγματα.

—Μάλιστα παιδί μου, ἔτσι ἔχουν τά πράγματα»(ΒΣ, 95).

<>





«Χθές τό βράδυ, ἐπισκέφθηκα μ᾽ ἕνα φίλο κάποιον μοναχό, στό Μοναστήρι του. Ἤμασταν χαρούμενοι γιά τή συνάντησι καί οἱ τρεῖς. Κάναμε τόν Ἐσπερινό καί μετά καθήσαμε στήν ἁπλή τραπεζαρία του γιά τσάι. Τότε ὁ μοναχός μᾶς ἀφηγήθηκε τήν ἑξῆς ἱστορία: Πρίν ἀπό χρόνια, ὑπῆρχε ἀνομβρία στήν περιοχή τῆς Χαλκίδος καί ὁ Ἐπίσκοπος ἀποφάσισε νά κάνουν δέησι στό Θεό, γιά νά πάψη τό κακό. Κάποια στιγμή, ἀφοῦ διάβασαν οἱ ἱερεῖς τίς εὐχές, ἕνας ἀπό αὐτούς ἀπευθύνθηκε στόν παπά πού εἶχε τή φήμη σαλοῦ.
—Πές κι ἐσύ μιά εὐχή, τοῦ εἶπε χωρίς νά πιστεύη πώς κάτι θά γινόταν μέ τόν ἱδιόρυθμο ρασοφόρο.
—Νά ᾽ναι εὐλογημένο, ἔκανε ὑπάκοή ὁ ἄνθρωπος, πλησίασε στήν εἰκόνα τοῦ Τ. Προδρόμου, ἔσκυψε μπροστά στόν εἰκονιζόμενο καί τοῦ εἶπε:
—Βλάμη, μπουμπούνα το!
Ἀμέσως τότε ἀκούστηκε ἀπ᾽ τά βουνά μιά μεγάλη βροντή κι ἔπειτα ἀπό λίγο ξεκίνησε νά βρέχη»(ΜΛ, 184).

<>




«Συνέβη, ὅμως, κατά τό Θεῖο Βάπτισμα [τοῦ Ἰωάννη, τοῦ μετέπειτα Γέροντος Θεοδοσίου τῆς Βηθανίας (+1991)], τό ἑξῆς θαυμαστό γεγονός: Ὅταν ὁ ἱερουργός τοῦ Μυστηρίου τοῦ Θείου Βαπτίσματος π. Δημήτριος πῆρε νά χύση τό εὐλογημένο λάδι στήν Ἀγία Κολυμβύθρα, τό λάδι, ἀφοῦ ἀρχικά ἑνώθηκε μέ τό ἁγιασμένο νερό, σχημάτισε παραστατικά τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στό ἁγιασμένο νερό. Ὅλοι τότε θαύμασαν τοῦτο τό παράδοξο γεγονός.
Τί ἄραγε νά σημαίνει αὐτό;
Τήν ἀπορία τήν ἔλυσε ὁ π. Δημήτριος ὅταν, μετά τή βάπτισι τοῦ Ἰωάννη, ἐναπέθεσε τό νεοφώτιστο στή νονά του, ἡ ὁποία τόν περίμενε μέ τό κατάλευκο σεντόνι πού κρατοῦσε ἁπλωμένο στά χέρια της. Εἶδαν τότε στή νονά του, ἡ ὁποία τόν περίμενε μέ τό κατάλευκο σεντόνι πού κρατοῦσε ἁπλωμένο στά χέρια της. Εἶδαν τότε ὅλοι τό ἴδιο σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ σχηματισμένο στήν πλάτη τοῦ νεοφώτιστου. Ὁ π. Δημήτριος, πού εἶχε τήν τιμή νά βαπτίση τό χαριτωμένο αὐτό βρέφος, δέν εἶχε πιά καμμιά ἀμφιβολία γιά τή σημασία αὐτοῦ τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος.
Καί εἶπε στή νονά:
“Καλότυχη σύ, γιατί τό παιδί αὐτό τό ὁποῖο κρατᾶς στήν ἀγκαλιά σου θά γίνη ἱερέας”.
Καί ἦταν ἡ πρόρρησι αὐτή τοῦ εὐσεβεστάτου ἱερέα ἀληθινή»(ΓΒ, 18).

<>






«Τήν ἄσκησι αὐτή τῆς ἐλεημοσύνης τήν γνώριζαν οἱ ἀδελφές τῆς Μονῆς καί συνέβαλλαν κι αὐτές. Ὡστόσο ὑπῆρχαν καί φορές πού δέν τή γνώριζαν. Ἦταν τότε πού ὁ Γέροντας Θεοδόσιος τῆς Βηθανίας (+1991) πίστευε ὅτι οἱ ἀδελφές θά τοῦ ἔφερναν ἀντίρρησι καί θά τοῦ στέκονταν ἐμπόδιο. Ἔτσι, ἀναφέρουν οἱ ἴδιες οἱ ἀδελφές, ὅταν ὁ Γέροντας εἶχε αὐτή τή σκέψι, ἀσκοῦσε τήν ἐλεημοσύνη κρυφά. Μάλιστα μιά φορά ἀδελφή τῆς Μονῆς ἐντόπισε μέσα στή ντουλάπα του ἕνα μικρό δοχεῖο λάδι, τό ὁποῖο τήν ἑπόμενη ἡμέρα, κρατώντας το μέσα στό ράσο του ὁ Γέροντας, τό πῆρε καί τό ἔδωσε ἐλεημοσύνη σέ φτωχή οἰκογένεια τῆς Βηθανίας»(ΓΒ, 183).

<>





«Τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Νεαπόλεως καί Σαμαρείας κ.κ. Ἀμβροσίου.
“... Ἕνα ἀπ᾽ τά θαύματα ἔγινε σέ ἐμένα προσωπικά, ὡς ἑξῆς: ... Ἐπισκέφθηκα τόν προσωπικό μου ἰατρό, ὁ ὁποῖος μοῦ συνέστησε νά κάνω ἰατρικές ἐξετάσεις καί ὑπέρηχο. Ἡ διάγνωσι ἦταν ὅτι εἶχα προστάτη σέ προχωρημένη κατάστασι. Ἦταν ἡμέρα Τρίτη, ὅταν πῆρα τά ἀποτελέσματα. Φυσικά ἤμουν πολύ στενοχωρημένος. Μοῦ ἔκλεισαν ραντεβοῦ γιά τήν ἐρχόμενη Δευτέρα νά κάνω κάτι συμπληρωματικές ἐξετάσεις καί νά μπῶ δι᾽ ἐγχείρισι.
Τήν Πέμπτη μέ κάλεσαν νά πάω γιά λειτουργία στή Βηθανία, διότι δέν εἶχαν ἱερέα. Βέβαια, στό μεταξύ παρακαλοῦσα στόν Πανάγιο Τάφο νά μέ ἀπαλλάξη ἀπό αὐτή τήν ταλαιπωρία, ἰδιαιτέρως κατά τή λειτουργία ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Προσευχόμουν καί στήν Παναγία καί στούς ἄλλους Ἁγίους. Ξεχωριστά παρακάλεσα τόν π. Θεοδόσιο τῆς Βηθανίας νά πρεσβεύη γιά τό αἴτημά μου πρός τόν Κύριο. Κατά τό διάστημα τῆς Θ. Λειτουργίας ἱδρώνω πάρα πολύ, ὥστε νά μουσκέψη ἀκόμη καί τό ἀντερί μου. Ἔτσι ἔγινε καί ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ἐξήλθαμε ἀπ᾽ τόν Ναό καί καθήσαμε ἀπέναντι ἀπ᾽ τόν τάφο τοῦ π. Θεοδοσίου νά πάρουμε πρωϊνό. Βλέποντάς με ἔτσι μουσκεμένο οἱ μοναχές μοῦ εἴπανε:
—Σεβασμιώτατε, βγάλτε τό πουκάμισό σας καί τό ἀντερί νά τά πλένουμε, διότι ἔτσι θά κρυώσετε.
Τούς εἶπα:
—Δέν ἔχω ἄλλα νά φορέσω.
Ἡ ἀπάντησι ἦταν:
—Θά σᾶς δώσουμε νά φορέσετε τοῦ Γέροντα, μέχρι νά στεγνώσουν τά δικά σας.
Χάρηκα ἰδιαιτέρως καί ἔκανα ὅ,τι μοῦ εἶπαν.
Μετά τό πρωϊνό, κι ἐνῶ εἶχα φορέσει τό ἀντερί τοῦ Γέροντα, πλησίασα τόν τάφο του καί τόν προσκύνησα. Ἀκριβῶς ἐκείνη τήν ὥρα αἰσθάνθηκα ὅτι μέσα στά σπλάχνα μου, σάν νά εἶχα μία φιάλη γεμάτη νερό, πού —ὅταν ἀνοίξουν ἀπό κάτω τήν κάνουλα— τό νερό τρέχει πρός τά κάτω. Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἔφθασε αὐτή ἡ κίνησι κάτω ἀπ᾽ τά γόνατά μου καί σταμάτησε ἀμέσως. Κατάλαβα ὅτι ὁ Γέροντας ἐπενέβη δραστικά μέ τήν προσευχή του στό Θεό. Δέν εἶπα σέ κανένα τίποτε. Περίμενα, ὅμως, ἐναγωνίως νά πάω στό γιατρό, νά κάνω τήν ἐξέτασι καί νά πάρω τήν ἀπάντησι, πού ἦταν ἡ ἑξῆς:
—Πάτερ μου, δέν ὑπάρχει προστάτης. Ἐξελίσσεται φυσιολογικά γιά τήν ἡλικία σας. Πηγαίνετε νά κάνετε τό ταξίδι στήν πατρίδα σας καί καλή διαμονή.
Ἔτσι ἀπηλλάγην”»(ΓΒ, 217).

<>






«Ἕνας ἐρημίτης, βρῆκε καταφύγιο στό βουνό γιά νά διαλογιστῆ καί νά προσευχηθῆ.
Τόν ἔβλεπαν συχνά πολύ ἀπασχολημένο.
Μιά μέρα, κάποιος τόν ρώτησε:
—Πῶς γίνεται νά ἔχης τόση δουλειά ἀφοῦ ζῆς στή μοναξιά;
Ὁ ἐρημίτης ἀπάντησε:
—Ἔχω ἀρκετά πράγματα νά κάνω.Ἐκπαιδεύω δύο γεράκια, ἐκπαιδεύω δύο ἀετούς, ἠρεμῶ δύο κουνέλια, πειθαρχῶ ἕνα φίδι, παρακινῶ ἕνα γάιδαρο καί δαμάζω ἕνα λιοντάρι.
—Μά δέν βλέπω κανένα ζώο ἐδῶ γύρω, πού εἶναι;
Ὁ ἐρημίτης ἀπάντησε:
—Αὐτά τά ζῶα τά κουβαλάμε ὅλα, ὅλοι, μέσα μας. Τά δύο γεράκια, ρίχνουν τόν ἑαυτό τους πάνω ἀπό ὅ,τι τούς παρουσιάζεται, καλό ἤ κακό, πρέπει νά τούς ἐκπαιδεύσω νά ρίξουν τόν ἑαυτό τους σέ καλά πράγματα: Εἶναι τά μάτια μου.
Οἱ δύο ἀετοί μέ τά νύχια τούς πονᾶνε καί καταστρέφουν, πρέπει νά τούς ἐκπαιδεύσω νά τεθοῦν σέ ὑπηρεσία καί νά βοηθήσουν χωρίς νά βλάψουν: Εἶναι τά χέρια μου.
Τα κουνέλια θέλουν νά πᾶνε ὅπου θέλουν, θέλουν νά ἀποφύγουν δύσκολες καταστάσεις, πρέπει νά τούς μάθω νά εἶναι ἤρεμα ἀκόμα καί ἄν ὑπάρχουν βάσανα, προβλήματα ἤ οτιδήποτε δέν μοῦ ἀρέσει: Εἶναι τά πόδια μου.
Τό πιό δύσκολο πράγμα εἶναι νά παρακολουθῆς τό φίδι, εἶναι κλειδωμένο σ᾽ ἕνα δυνατό κλουβί, ἀλλά εἶναι πάντα ἕτοιμο νά ἐπιτεθῆ, νά δαγκώση καί νά τοποθετήση τό δηλητήριό του σέ ὅποιον εἶναι κοντά, ὁπότε πρέπει νά τό πειθαρχήσω: Είναι ἡ γλῶσσα μου.
Ὁ γάιδαρος εἶναι πεισματάρης, δέν θέλει νά κάνη τό καθήκον του, εἶναι πάντα κουρασμένος καί ἀρνεῖται νά κουβαλήση τό βάρος του: Εἶναι τό σῶμα μου. 
Καί τέλος, πρέπει νά δαμάσω τό λιοντάρι, θέλει νά γίνη ὁ βασιλιάς, εἶναι ψηλά καί πάντα θέλει νά εἶναι ὁ πρῶτος, εἶναι ματαιόδοξος, εἶναι περήφανος, νομίζει ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος: Εἶναι ὁ ἐγωϊσμός μου.
Ὅπως βλέπεις, ἔχω νά κάνω»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελείς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).


<>





«Ὁ παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης ἔλεγε στόν π. Εὐάγγελο Παπανικολάου, καί πρίν καί μετά τήν χειροτονία τοῦ π. Εὐαγγέλου:
“Η δουλειά τοῦ παπᾶ εἶναι νά διαβάζη ὀνόματα, χιλιάδες ὀνόματα, εἰδικά τῶν κεκοιμημένων.
Οἱ ζωντανοί ὅλο καί κάποιον θά βροῦν νά τοῦ ποῦν τόν πόνο τους, ὅλο καί κάποιος θά τούς στηρίξη ἔστω λίγο.
Στήν ἄλλη ζωή ὄλοι εἶναι ἐν μετανοίᾳ, ἀλλά δέν μπορούν οἱ ἴδιοι νά κάνουν τίποτε.
Δουλειά τοῦ παπᾶ, εἶναι νά μνημονεύη ὀνόματα κεκοιμημένων στήν Προσκομιδή”.
“Μια φορά”, ἔλεγε ὁ παπά-Ἐφραίμ, “κοιμήθηκε ἕνα καλογέρι μου.
Εἶδα κατόπιν ὄτι τό καλογέρι δέν εἶχε πάει σέ καλό μέρος...
Ἔκανα, λοιπόν, μεγάλη προσευχή γιά τήν ψυχή τοῦ καλογεριοῦ μου.
Τό βράδυ ἐμφανίζεται ὁ Χριστός καί μοῦ λέει:
—Σταμάτα νά προσεύχεσαι γιά τό καλογέρι σου, γιατί αὐτός ἔχει τελειώσει.
Ὁ παπα-Ἐφραίμ, τίποτε.
Συνέχιζε ἀκάθεκτος τίς προσευχές καί τά κομποσχοίνια καί τή μνημόνευσι τοῦ καλογεριοῦ τοῦ στήν Προσκομιδή.
Τοῦ ἐμφανίζεται ξανά ὁ Χριστός μας καί τοῦ λέει:
—Σέ παρακαλῶ, σταμάτα νά τόν μνημονεύης. Αὐτός δέν θά ἀλλάξη μέρος.
Ὁ παπα-Ἐφραίμ συνέχιζε τήν προσευχή γιά τό καλογέρι, τοῦ ὀποίου ἡ ψυχή δέν εἶχε πάει στόν Παράδεισο.
Ἔρχεται ὁ Χριστός μας γιά τρίτη φορά στόν παπα-Εφραίμ καί τοῦ λέει:
—Σ᾽ ἀγαπῶ, γιατί μοῦ μοιάζεις! Τό καλογέρι σοῦ δέν ἀξίζει ὅ,τι ζητᾶς, ἀλλά θά γίνη, ἐπειδή μοῦ μοιάζεις!”(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/12/blog-post_59.html).




<>




«Λίγο πρίν ἀπ᾽ τό Πάσχα, ἔφτασε ἡ ὥρα νά διδάξη τό 6ο κεφάλαιο, τῆς ἀναπαραγωγῆς. 
Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα ἔπρεπε νά ἐπεξεργαστοῦν σέ ὀμάδες τή σχετική δραστηριότητα ἀπ᾽ τό Τετράδιο Ἐργασιῶν, ἀλλά ἐκεῖνος ἦταν παντελῶς ἀπροετοίμαστος. 
Εἶχε γράψει τρία διαφορετικά σχέδια μαθήματος καί τά ἀπέρριψε ὄλα. 
Μπῆκε στήν τάξι μέ τήν ἀγωνία ἑνός νεοδιόριστου καί τή λαχτάρα τοῦ γονιοῦ ἀπέναντι στίς δεκαεπτά ψυχοῦλες πού εἶχε μπροστά του.
—Παιδιά μου, εἶπε διστακτικά, ἔχετε ἀκούσει φαντάζομαι γιά τήν ἔκτρωσι ἤ ἄμβλωσι. Ξέρει κάποιος νά μᾶς πῆ τί ἀκριβῶς γίνεται;
Καμμιά δεκαριά χέρια σηκώθηκαν. 
Εἰπώθηκαν πολλά. 
Τό θέμα εἶχε τραβήξει τό ἐνδιαφέρον τῶν μαθητῶν. Ἄλλοι σχολίαζαν δυνατά, ἄλλοι περίμεναν ὑπομονετικά νά τούς δώση τό λόγο κι ἄλλοι κουβέντιαζαν σιγά.
—Γιατί ἄραγε οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν στήν ἄμβλωσι;, τούς εἶπε. 
Χωρίς νά περιμένη ἀπάντησι, συνέχισε τά ἐρωτήματα.
—Εἶναι ἡ μόνη λύσι στά ἀδιέξοδα πού προκύπτουν; Τα ἄρρωστα παιδιά ἔχουν δικαίωμα νά ζήσουν; Ἄν ἡ μητέρα τοῦ Μπετόβεν ἐπέλεγε τήν ἄμβλωσι ὠς τή μόνη λύσι, τί θά ἔχανε ἡ ἀνθρωπότητα;
Σέ λίγη ὥρα ἡ συζήτησι εἶχε ἀνάψει γιά τά καλά καί τό σχέδιο μαθήματος εἶχε πάει περίπατο. 
Χωρίς νά τό πολυκαταλάβη, μπῆκε καί σ᾽ ἄλλα χωράφια. 
Τούς μίλησε γιά τήν ἱερή στιγμή τῆς συλλήψεως καί τότε βρῆκε τήν εὐκαιρία γιά νά ἐξηγήση στά παιδιά πού τόν ἄκουγαν ἀμίλητα, πώς κάποια πράγματα πού ὁ κόσμος θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀντισύλληψι, κάθε ἄλλο παρά ἀντισύλληψι εἶναι.
Τό κουδούνι χτύπησε γιά διάλειμμα, ἀλλά κανένας μαθητής δέν κουνήθηκε. 
Ἡ συζήτησι συνεχίστηκε. 
Τούς μίλησε καί γιά τό Σύλλογο πού συμπαραστέκεται στά κορίτσια πού ἔχουν ἀνεπιθύμητη ἐγκυμοσύνη. 
Εἶπαν πολλά. 
Οἱ μαθητές τόν διέκοπταν συνέχεια μέ ἐρωτήσεις καί ἀπορίες. 
Μόνο ὅταν μπῆκε ὁ φιλόλογος γιά τήν ἑπόμενη διδακτική ὥρα συνειδητοποίησαν ὄτι ἔπρεπε νά σταματήσουν.
Τήν ἄλλη χρονιά δέν δίδαξε Βιολογία. 
Τήν ζήτησε ἄλλος συνάδελφος. 
Τό ἴδιο ἔγινε καί τίς ἑπόμενες χρονιές. 
Κάποιο ἀπό τά ἑπόμενα καλοκαίρια μετά τήν ἐπιστροφή ἀπ᾽ τίς διακοπές, παραξενεύτηκε ὅταν βρῆκε ἑπτά μηνύματα στόν τηλεφωνητή. 
—Κύριε, ἡ Κατερίνα Δ. εἶμαι. Μέ θυμᾶστε; Μᾶς κάνατε Βιολογία στήν Α´ Γυμνασίου. Σᾶς παρακαλῶ πᾶρτε με τηλέφωνο στό 210... Εἶναι ἀνάγκη.
Ἄκουσε καί τά ὑπόλοιπα μηνύματα, ὅλα σχεδόν μέ τό ἴδιο περιεχόμενο καί ὅλα ἀπ᾽ τήν Κατερίνα.
“Τι νά τῆς συμβαίνει ἄραγε;”, σκεφτόταν ὅση ὥρα πληκτρολογοῦσε τόν ἀριθμό. 
Ἔμεινε ἄφωνος μέ τά νέα πού ἔμαθε ἀπ᾽ τήν Κατερίνα. 
Ἡ Ἐβελίνα, ἕνα ὄμορφο καί ζωηρό κορίτσι ἀπ᾽ τήν τάξι τους εἶχε δεσμό μέ τό Διαμαντή, ἕνα ἀγόρι ἀρκετά μεγαλύτερο, πού ἦταν φαντάρος. 
Ὅταν ἡ Ἐβελίνα κατάλαβε πώς κυοφοροῦσε τό παιδί τους καί τό ἐκμυστηρεύτηκε στή μητέρα της, ἐκείνη τήν ἔδιωξε ἀπό τό σπίτι. 
Τή μάζεψε εὐτυχῶς ἡ μητέρα τοῦ ἀγοριοῦ. 
Ἔπρεπε, ὅμως, νά ἀποφασίσουν τί θά γίνη ἀπό κεῖ καί πέρα. 
Ἡ μητέρα τοῦ Διαμαντῆ συμπαθοῦσε πολύ τήν Ἐβελίνα. 
Τούς πρότεινε νά παντρευτοῦν καί τούς ὑποσχέθηκε ὄτι θά ἔμεναν σπίτι της ὄσο καιρό χρειαζόταν. 
Δέν ἤθελε ἐπ᾽ ὀυδενί νά διακόψουν τήν κύησι. 
Ἡ Ἐβελίνα, ὄμως, ἦταν 17 ἐτῶν, δηλαδή ἀνήλικη. 
Καί δέν μποροῦσε νά παντρευτῆ. 
Ἐπιπλέον τά οἰκονομικά τῆς οἰκογένειας τοῦ Διαμαντῆ ἦταν δύσκολα.
Τότε ἡ Κατερίνα θυμήθηκε τό μάθημα τῆς Βιολογίας πού ἔκαναν στήν Α´ Γυμνασίου καί τό Σύλλογο πού τούς εἶχε πει ὁ καθηγητής τους. 
Ἔψαξαν νά τόν βροῦν στό τηλέφωνο. Ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἀπαντοῦσε. 
Χωρίς νά χάσουν καιρό, ἀναζήτησαν πληροφορίες στό internet, στήν ἀρχή στά τυφλά καί χωρίς ἐλπίδα. Τελικά τά κατάφεραν. 
Ἐπισκέφθηκαν μαζί μέ τήν Ἐβελίνα τό Σύλλογο. 
Ἡ κοπέλλα πού τούς ὑποδέχθηκε, χειρίστηκε τό θέμα μέ πολλή σύνεσι καί λεπτότητα. 
Ἡ μητέρα τῆς Ἐβελίνας, ὄμως, ἦταν ἀνένδοτη. Τότε μπῆκε σέ ἐφαρμογή τό plan B. 
Ὁ εἰσαγγελέας ἀνηλίκων ἔδωσε, ἀντί τῶν γονέων, τήν συγκατάθεσι γιά νά γίνη ὁ γάμος. 
Κουμπάροι ἦταν ὅλη ἡ τάξι! 
Καί ἐκλεκτός προσκεκλημένος ὁ καθηγητής τῆς Βιολογίας στό Γυμνάσιο.
Ἀνόρεχτα ἄνοιξε τόν ὑπολογιστή του ὁ συνταξιοῦχος καθηγητής τῶν Φυσικῶν ἐπιστημῶν γιά νά διαβάση καμμιά εἶδησι. 
Ὕστερα ἀπό κάμποση ὥρα μπῆκε στό facebook. 
Ἔχει καιρό τώρα πού ἄνοιξε λογαριασμό. 
Ἡ γυναῖκα του τόν κοροϊδεύει. 
—Μόνο τά πιτσιρίκια ἔχουνε facebook. 
—Καί ὅσοι αἰσθάνονται ἀκόμα πιτσιρίκια, τῆς ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος. 
Πάντα ἤθελε νά συμπορεύεται μέ τή νέα γενιά. 
Ὄχι γιά νά τό παίζη νέος καί in. 
Ἤθελε μόνο νά ξέρη πῶς σκέφτονται, πῶς λειτουργοῦν.
Πληκτρολόγησε τόν κωδικό καί μπῆκε στό λογαριασμό του. 
Εἶχε 92 likes στήν τελευταία του ἀνάρτησι. “Τό ψηφιακό ναρκωτικό πού τρέφει τό ναρκισσισμό μας”, σκέφτηκε καί... οὔπς, εἶδε ἕνα αἴτημα φιλίας. 
Ἔκανε κλίκ στό διπλό προσωπάκι καί διάβασε: Ἡ Evln Ppd σᾶς ἔκανε αἴτημα φιλίας. 
Τί εἶναι πάλι αὐτό τό Evln Ppd; Εἶχε ὡς ἀρχή νά μήν κάνει διαδικτυακούς φίλους πρόσωπα πού δέν τά ἤξερε καί στήν πραγματική ζωή. Διέγραψε τό αἴτημα φιλίας καί τότε πρόσεξε πώς εἶχε καί ἕνα αἴτημα στό messenger ἀπ᾽ τήν Evln Ppd. 
Τό ἄνοιξε. 
“Κύριε, μέ θυμάστε; Ἡ Ἐβελίνα Παπαδοπούλου εἶμαι. Τί κάνετε; Πολύ χάρηκα ὅταν εἶδα τό ὄνομά σας στό fb. Εἶστε ἀκόμα στό σχολεῖο; Ἐμεῖς μένουμε οἰκογενειακῶς στήν Κρήτη. Ὁ Διαμαντής ἔχει ἀνοίξει μία βιοτεχνία μέ γαλακτοκομικά προϊόντα καί πᾶμε πολύ καλά. Ἐγώ κύριε, ὅταν τό μωρό μας ἔγινε δύο ἐτῶν, πῆγα ξανά σχολείο. Ἔδωσα Πανελλήνιες καί πέρασα στό ΤΕΙ, Χημεία Τροφίμων. Πήρα δίπλωμα καί βοηθῶ τό Διαμαντή στό μαγαζί. Κάναμε ἀκόμα ἕνα παιδάκι καί... περιμένω τρίτο. Κύριε, δέν θά ξεχάσω ὅ,τι κάνατε γιά μας. Σᾶς περιμένουμε στήν Κρήτη νά ἔλθετε μέ τήν οἰκογένειά σας”.
—Πέτρο, μήπως ξέρεις πώς βρίσκουμε διαγραμμένα αἰτήματα φιλίας;, φώναξε στό γυιό του.
—Τί τά θές τά social media, ἀφού δέν τό ᾽χεις; ἀπάντησε βαριεστημένα ὁ γυιός.
Δέν περίμενε ἄλλο. 
Ἔκανε κλίκ στό πλαίσιο τῆς ἀναζητήσεως καί πληκτρολόγησε Evln Ppd. 
Τή βρῆκε, ἔκανε δεκτό τό αἴτημα φιλίας καί μπῆκε στόν “τοῖχο” της. 
Διάβασε τήν πιό πρόσφατη ἀνάρτησί της. Μιλοῦσε γιά τά ὑπέροχα συναισθήματα τῆς μανούλας πού κυοφορῆ. 
Αὐτόματα πῆγε νά κάνη κλίκ στό like. 
Στάθηκε σκεφτικός. 
Τί κρίμα! 
Αὐτό τό φτωχό μπλέ εἰκονίδιο μέ τόν ἀνασηκωμένο ἀντίχειρα δέν χωράει ὅλα ὅσα αἰσθανόταν γιά τήν Ἐβελίνα καί τά ἑκατοντάδες παιδιά πού ὁ Θεός ἔβαλε στό δρόμο του. 
“Τά reactions θέλουν ἐπειγόντως update”, μουρμούρισε.
Ὁ γυιός, πού ἔτυχε νά περνάη δίπλα του, τό ἄκουσε καί κοντοστάθηκε ἔκπληκτος. 
Μάταια προσπαθοῦσε νά καταλάβη τί εἶχε στό μυαλό του ὁ πατέρας ...
Κρ. Π.
Πηγή: Ἀμφοτεροδέξιος»(http://miteriko.blogspot.com/2018/10/blog-post_18.html).


<>




«Παγανιστές ὁδήγησαν τόν Ἅγ. Sven τῆς Arboga τῆς Σουηδίας (+10ος αἰ.) βαθιά σ᾽ ἕνα ἄλσος, ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν ὁ χώρος λατρείας τους, λίγες ἑκατοντάδες μέτρα νότια τοῦ ποταμού Arbogaån καί τόν σκότωσαν διά λιθοβολισμοῦ. Στό σημεῖο ὅπου ἔπεσε τό σῶμα τοῦ Ἁγίου καί τό αἷμα του πότισε τή γῆ, ξεπήδησε θαυματουργικά μία πηγή ἡ ὁποῖα σχημάτισε μιά λίμνη...
Ἡ πηγή, ἡ ὁποῖα ξεπήδησε ὅταν ὁ Ἅγ. Sven ἔπεσε στό ἔδαφος καί σχημάτισε μιά μικρή λίμνη ὅπου ὑπῆρχαν καί ψάρια, χρησιμοποιήθηκε ἀργότερα γιά νά τροφοδοτήση μέ νερό τήν πόλι μέχρι τό 1930»(https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/07/24.html).



<>









Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό νά ξέρης νά μιλάς εἶναι σπάνιο, τό νά ξέρης νά σιωπᾶς εἶναι σοφία, τό νά ξέρης νά ἀκοῦς εἶναι δῶρο.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό πρόβλημα μέ τήν ἀνατροφή μας εἶναι ὅτι ὅλοι μᾶς διδάσκουν πῶς νά παίρνουμε πράγματα καί κανείς δέν μᾶς διδάσκει πῶς νά τά παρατᾶμε.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ ζωή εἶναι σάν ἕνα ταξίδι τραίνου μέ τούς σταθμούς του, τίς ἀλλαγές, τά ἴχνη, τά ἀτυχήματά του. Ὅταν γεννιόμαστε μπαίνουμε στό τραῖνο καί βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς γονεῖς μας καί πιστεύουμε ὅτι πάντα θά ταξιδεύουν στό πλευρό μας, ἀλλά σέ κάποιο σταθμό θά κατέβουν...
Μέ τόν ἴδιο τρόπο στό τραῖνο μας θά υπάρχουν καί ἄλλοι σημαντικοί ἄνθρωποι: τά ἀδέρφια μας, οἱ φίλοι, τά παιδιά καί ἐπίσης ἡ ἀγάπη τῆς ζωής μας.
Πολλοί θά κατέβουν καί θά ἀφήσουν ἕνα μόνιμο κενό... ἄλλοι θά περάσουν ἀπαρατήρητοι!
Αὐτό τό ταξίδι θά εἶναι πλούσιο στίς χαρές, τίς λύπες, τίς φαντασιώσεις, τίς προσδοκίες καί τούς χαιρετισμούς. Ἡ ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ ταξιδιοῦ συνίσταται στό νά ἔχουμε μιά καλή σχέσι μέ ὄλους τούς ἐπιβάτες, μέ τό νά δίνουμε τόν καλύτερο ἑαυτό μας.
Τό μεγάλο μυστήριο εἶναι ὅτι δέν ξέρουμε σέ ποιό σταθμό θά πᾶμε κάτω, γι᾽ αὐτό πρέπει νά ζοῦμε μέ τόν καλύτερο τρόπο, μέ ἀγάπη, συγχώρεσι, προσφορά, ἔτσι ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα νά ἀφήσουμε καλές ἀναμνήσεις στούς ἄλλους ἐπιβάτες.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Γιά νά κάνης ἐχθρούς δέν χρειάζεται νά κηρύξης πόλεμο, πρέπει μόνο νά πῆς τήν ἀλήθεια.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ συγχώρεσι πέφτει σάν ἐλαφριά βροχή ἀπ᾽ τόν οὐρανό στή γῆ. Εἶναι δύο φορές εὐλογημένη· εὐλογεῖ ἐκεῖνον πού τήν δίνει καί ἐκεῖνον πού τήν παίρνει.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Πώς ο πατέρας Ανανίας Κουστένης (+2021), σώζει ομογενή από τήν ΤΡΑΓΩΔΙΑ των Διδύμων Πύργων στήν Νέα Υόρκη το 2001

Κάποιος νεαρός ομογενής από τις ΗΠΑ επισκέφθηκε το 2001 την Ελλάδα. Ο πατέρας του του είπε, πριν επιστρέψει, να επισκεφθεί οπωσδήποτε τον π. Ανανία Κουστένη και να πάρει την ευχή του.  Εκείνος δυσανασχετούσε, αλλά ο πατέρας του επέμενε …

Τελικά επισκέφθηκε τον π. Ανανία στο κελλί του, πήρε την ευχή του και φεύγοντας του είπε ο π. Ανανίας:

 «Πάρε αυτό σαν ευλογία». 

Και του έδωσε την εικόνα του Αγίου Ευφροσύνου του Μαγείρου (εορτάζει στις 11 Σεπτεμβρίου).

Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, έχοντας πάνω του την εικόνα του Αγίου Ευφροσύνου, ξεκίνησε να πάει στη δουλειά του που ήταν στους γνωστούς Δίδυμους Πύργους. 

Καθώς πήγε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του, αυτή δεν άνοιγε με τίποτα! Εκείνος επέμενε γιατί είχε αργήσει, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τότε τηλεφώνησε στήν δουλειά του και είπε το πρόβλημά του, λέγοντας ότι θα καθυστερήσει μέχρι να βρεθεί κάποια λύση.

Μετά από λίγο έγινε το γνωστό τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και ο ομογενής αυτός σώθηκε από Θαύμα. 

Έκτοτε δοξάζει τον Θεό και ευχαριστεί τον Άγιο Ευφρόσυνο, όπως και τον π. Ανανία …


<>






Μια γυναίκα η οποία λεγόταν Ελένη Δαβαρία η οποία κατοικούσε στην Παροικιά της Πάρου ανέβαινε συχνά στην Μονή και έκανε διάφορες δουλειές στις αδελφές της Μονής.

Μίαν ημέρα της λέει ο όσιος Αρσένιος ο εν Πάρω:
– Τέκνον, εδώ που έρχεσαι και εργάζεσαι, τι σου δίνουν οι αδελφές για τον κόπο σου; Σε πληρώνουν;
– Όχι, δεν μου δίνουν χρήματα διότι δεν έχουν, αλλά μου δίνουν άρτον, καφέ, ζάχαρη και άλλα είδη.
– Από αυτά τα είδη που σου δίνουν, δίνεις σε κανένα φτωχό, όταν σου ζητήσει ή τύχει να συναντήσεις κάποιον στον δρόμο.
– Όχι, Γέροντα, δεν μου ζητούν διότι γνωρίζουν ότι είμαι φτωχή, αλλ’ ούτε στον δρόμο συνάντησα κάποιον να μου ζητήσει.
– Άκουσε τέκνον, εάν θέλεις ο Χριστός να ευλογεί και σε και τα ολίγα τρόφιμα που σου δίνουν, όταν συναντήσεις κανένα φτωχό πεινασμένο και σου ζητήσει να του δίνεις. Επίσης όταν γνωρίζεις κανένα ότι είναι φτωχός και έχει ανάγκην ή καμιά χήρα ή ορφανό να πεινούν, μην περιμένεις να σου ζητήσουν. Δίνε με ευχαρίστηση και μη φοβάσαι, αλλά να πιστεύεις ότι ο Χριστός αοράτως θα ευλογεί τα λίγα υπάρχοντά σου και δεν θα πεινάσεις, ούτε θα στερηθείς μέχρι τέλους της ζωής σου.
– Ευχαρίστως Γέροντα, σε ό,τι μου είπες, θα σας κάμω υπακοή.

Βάζοντας μετάνοια και αναχωρώντας από την Μονή, είχε μαζί της και οκτώ άρτους τους οποίους της είχαν δώσει.

Μόλις απομακρύνθηκε από την Μονή, περίπου 500 μέτρα, συναντά τον γέροντα Δημήτριο Μαούνη, ο οποίος της ζήτησε λίγο ψωμί, γιατί είχε να φάει από την προηγούμενη ημέρα.

Η Ελένη, αμέσως, έβγαλε έναν άρτο από το ταγάρι της και του τον έδωσε με πολλή προθυμία.

Όταν προχώρησε άλλα 500 μέτρα, βλέπει μία σύζυγο ενός ψαρά που μάζευε χόρτα, καθώς ο σύζυγός της είχε τέσσερις μέρες να πιάσει ψάρια, όπως έμαθε η Ελένη αφού την ρώτησε.

Τότε, έβγαλε από το ταγάρι της και της έδωσε δύο ψωμιά.

Όταν έφθασε στην Παροικιά, βλέπει ένα παιδί το οποίο ήταν τεσσάρων χρονών να κλαίει, επειδή πεινούσε και η μάνα του δεν είχε να του δώσει ψωμί. Βλέπει και την μητέρα του παιδιού που στεκόταν μέσα στο σπίτι της με σταυρωμένα τα χέρια, η οποία προσευχόταν και έκλαιγε.

Παίρνει τότε έναν άρτο και τον δίνει στο παιδί.

Η Ελένη, όταν έφθασε στο σπίτι της έβγαλε από το ταγάρι της τα πράγματα και βλέπει ότι οι άρτοι, αντί να ήταν τέσσερις, δεν λιγόστεψαν, έμειναν οκτώ.

Θαυμάζοντας για το γεγονός αυτό, επέστρεψε αμέσως συγκινημένη στην Μονή και με δάκρυα στα μάτια έπεσε γονατιστή στα πόδια του οσίου Αρσενίου και του διηγήθηκε το θαύμα, ευχαριστώντας τον Θεό και τον Άγιο.

 Από το βιβλίο του Γέροντα, Αρχιμανδρίτη Φιλοθέου Ζερβάκου, «Βίος και θαύματα του οσίου πατρός ημών Αρσενίου του νέου του εν τη νήσω Πάρω ασκήσαντος», έκδοση έκτη, της Ιεράς Μονής Χριστού Δάσους, Πάρος 1996

<>









«Ἕνα πολύ βροχερό καλοκαίρι ὁ μεγάλος Ἅγ. Nathalan Ἐπίσκοπος τοῦ Tullich τῆς Σκωτίας (+678), στήν ἀδυναμία μιᾶς στιγμῆς, καταράστηκε τή βροχή ἡ ὁποία ἐμπόδιζε τήν συγκομιδή. Ἀμεσώς μετανόησε καί ὡς πράξι μετάνοιας γιά τή μεγάλη ἁμαρτία του πού καταράστηκε τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ ἔβαλε ἀλυσσίδες μέ λουκέτο στό δεξί του χέρι καί στό δεξί πόδι του, πέταξε τό κλειδί στόν ποταμό Dee καί ἀλυσσοδεμένος ξεκίνησε μέ τά πόδια νά πάη στή Ρώμη γιά νά ζητήση συγχώρεσι.
Ὅταν ἔφτασε στή Ρώμη κάθισε γιά δεῖπνο καί ὅταν ἔκοψαν στή μέση ἕνα μεγάλο μαγειρεμένο ψάρι βρῆκε τό κλειδί τῶν ἀλυσσιδῶν του τό ὁποῖο εἶχε ρίξει στόν ποταμό Dee πολλούς μῆνες προηγουμένως.
Ὁ Ἅγ. Nathalan κοιμήθηκε ὁσιακά τό 678 καί τιμᾶται ὡς ἕνας ἀπ᾽ τούς Ἰσαποστόλους τῆς Σκωτίας»(https://journeytothelandscapesofyourheart.blogspot.com/2021/12/nathalan-tullich-678-greek-flowers.html).



<>




«Ὁ Ἅγ. Rumwold (†662) ἦταν ἕνα ἅγιο βρέφος στήν Ἀγγλία τό ὀποῖο ἔζησε γιά τρεῖς ἡμέρες τό 662. Λέγεται πώς ἦταν θαυματουργικά γεμάτος ἀπό Χριστιανική εὐλάβεια παρότι ἦταν μόνο ἕνα βρέφος. Μποροῦσε νά μιλάη ἀπ᾽ τήν ὥρα τῆς γεννήσεώς του. Προφήτευσε πώς θά πέθαινε σύντομα, ζήτησε νά βαπτιστῆ καί ἔκανε ἕνα κήρυγμα πρίν ἀπ᾽ τό θάνατό του. Πολλές ἐκκλησίες ἦταν ἀφιερωμένες σέ αὐτόν καί ἕξι ἀπό αὐτές ὑπάρχουν μέχρι σήμερα. 
Στό βίο του, ἡ μητέρα τοῦ Rumwold περιγράφεται σάν μία εὐλαβής Χριστιανή ἡ ὁποία, ὅταν παντρεύτηκε ἕνα παγανιστή βασιλιά, τοῦ εἶπε πώς δέν θά κάνη παιδί μαζί του ἄν δέν βαπτιστῆ Χριστιανός. Αὐτός βαπτίστηκε καί ἔπειτα ἡ μητέρα τοῦ Rumwold ἔμεινε ἔγκυος. Κάποτε τούς κάλεσε ὁ βασιλιάς Penda νά πᾶνε νά τόν ἐπισκεφτούν, ὅμως, ἡ μητέρα τοῦ Rumwold γέννησε κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ καί τό μωρό μόλις γεννήθηκε φώναξε: “Εἶμαι Χριστιανός, εἶμαι Χριστιανός, εἶμαι Χριστιανός!”. Ἔπειτα ζήτησε νά βαπτιστῆ καί νά ὀνομαστῆ Rumwold καί μετά ἔκανε ἕνα κήρυγμα. Προφήτεψε τό θάνατό του καί εἶπε ποῦ ἐπιθυμοῦσε νά θαφτῆ τό σῶμα του, στό Buckingham»(https://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2017/04/rumwold.html).




<>




«Πώς ὁ Ἅγ. Aidan Ἐπίσκοπος τῆς Νήσου Lindisfarne τῆς Ἀγγλίας (+651), με τήν προσευχή του, ἔσωσε τήν βασιλική πόλι ὅταν τήν πυρπόλησε ὁ ἐχθρός (πρίν ἀπ᾽ τό 651).
Ἀκόμη ἕνα ἀξιοσημείωτο θαύμα τοῦ ἴδιου πατέρα ἀναφέρεται ἀπό πολλούς οἱ ὀποῖοι φαίνεται πώς γνωρίζουν γι᾽ αὐτό τό γεγονός. Γιατί τόν καιρό πού ἦταν Ἐπίσκοπος (ὁ Ἅγ. Aidan), ὁ ἐχθρικός στρατός τῶν ἀνθρώπων τῆς Mercia, ὑπό τίς διαταγές τοῦ Penda, μέ βιαιότητα λεηλάτησε τή γῆ τῆς Northumbria σέ κάθε σημεῖο, μέχρι καί τήν βασιλική πόλι ἡ ὁποῖα πῆρε τό ὄνομά της ἀπ᾽ τήν Bebba, ἡ ὁποῖα ἦταν προηγουμένως βασίλισσα ἐκεί. Ἀφοῦ δέν μπόρεσε νά τήν κατακτήση μέ πολιορκία, ἀποφάσισε νά τήν πυρπολήση. Ἀφοῦ κατέστρεψε ὅλα τά χωριά πού βρισκόντουσαν κοντά στήν πόλι, ἔφερε ἐκεῖ μία μεγάλη ποσότητα ἀπό δοκάρια, ξύλινα χωρίσματα, βέργες καί ἄχυρα μέ τά ὁποῖα περικύκλωσε τόν τόπο σέ μεγάλο ὕψος καί ὅταν εἶδε πώς ὁ ἄνεμος ἦταν κατάλληλος ἔβαλε φωτιά σέ αὐτά καί ἐπιχείρησε νά κάψη τήν πόλι. 
Εκεῖνο τόν καιρό, ὁ σεβάσμιος Ἐπίσκοπος Ἅγ. Aidan κατοικοῦσε στή Νήσο Farne, ἡ ὁποῖα βρίσκεται σχεδόν δύο μίλια μακρυά ἀπό τήν πόλι, καθώς ἐπιθυμοῦσε νά πηγαίνη συχνά ἐκεῖ γιά νά ἀπομονωθῆ καί νά προσευχηθῆ στήν ἡσυχία. Καί πράγματι, αὐτή ἡ ἀπομονωμένη κατοικία του ὑπάρχει μέχρι καί σήμερα στό νησί. Ὅταν εἶδε τίς φλόγες τῆς φωτιᾶς καί τόν καπνό ὁ ὁποῖος παρασερνόταν ἀπ᾽ τόν ἄνεμο καί ἀνέβαινε πάνω ἀπ᾽ τά τείχη τῆς πόλεως, λέγεται πώς ὕψωσε τά μάτια του καί τά χέρια του στόν οὐρανό καί φώναξε μέ δάκρυα: “Δές, Κύριε, τί μεγάλο κακό ἔκανε ὁ Penda!”. Αὐτές τίς λέξεις τίς πρόφερε μέ δυσκολία, ὅταν ὁ ἄνεμος ἀμέσως πνέοντας ἀπ᾽ τήν πόλι, ὁδήγησε πίσω τή φωτιά ἐπάνω σέ αὐτούς πού τήν εἶχαν ἀνάψει, μέ ἀποτέλεσμα νά πληγωθοῦν κάποιοι καί ὅλοι φοβισμένοι δέν ἐπιχείρησαν νά στραφοῦν ξανά ἐνάντια στήν πόλι τήν ὁποῖα προστάτευε τό χέρι τοῦ Θεοῦ.
Bede's Ecclesiastical History of England»(http://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2015/10/aidan-651.html).




<>











«Τή 10η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, παρουσιάσθηκε στόν Ἅγ. Δημήτριο τοῦ Ρωστώφ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ὀρέστης, τοῦ ὁποίου τόν Βίο εἶχε συντάξει ἐκείνη ἀκριβῶς τήν ἡμέρα, καί τοῦ εἶπε: “Ὑπέφερα περισσότερα βάσανα γιά τό Χριστό ἀπό ὅσα μνημονεύεις”. Τότε, τοῦ ἔδειξε μία βαθειά πληγή στήν ἀριστερή του πλευρά, λέγωντας: “᾿Ιδού, διά σιδήρου ἐγένετο τοῦτο”. Κατόπιν, ἅπλωσε τόν δεξιό του βραχίονα καί τοῦ ἔδειξε τίς φλέβες, οἱ ὁποῖες εἶχαν κατακοπῆ στό ὕψος τοῦ ἀγκῶνος, συμπληρώνωντας: “Νά, αὐτές κατεκόπησαν”. ῞Υστερα, τοῦ ἔδειξε ἀνάλογες πληγές στόν ἀριστερό βραχίονα, ἐπαναλαμβάνωντας τὰ ἴδια λόγια, μετά δέ τοῦ ἔδειξε τίς πληγές στά γόνατα, λέγωντας:
“Ταῦτα ἀπεκόπησαν”. ᾿Εν συνεχείᾳ, ἐστάθη ὄρθιος καί καταλήγωντας, τοῦ εἶπε: “Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι ὑπέστην περισσότερα μαρτύρια ὅσων μνημονεύεις!”. ῾Ο ῞Ἅγ. Δημήτριος ἐκείνη τή στιγμή σκέφθηκε, ὅτι ἦταν ὁ Ἅγ. Ὀρέστης τῶν Ἁγ. Πέντε Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται τήν 13η Δεκεμβρίου, ὁ δέ Μάρτυς ἀπάντησε στό λογισμό του: “Δέν ἐἶμαι ὁ ᾿Ορέστης τῶν Ἁγίων Πέντε Μαρτύρων, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τιμᾶται σήμερα καί τοῦ ὁποίου τόν Βίο μόλις συνέταξες”»(https://proskynitis.blogspot.com/2011/10/28.html).


<>





Ὁ π. Νικόλαος Κουμεντάκης (+2021) λίγες ἡμέρες πρό τῆς φονικῆς φωτιᾶς τοῦ Ἰουλίου τοῦ 2018 [στό Μάτι Ἀττικῆς] ἔδωσε ἐντολή νά κοποῦν λίγα δένδρα πέριξ τοῦ ναοῦ και τοῦ κελλιοῦ του, ἰσχυριζόμενος ὅτι “ἔρχεται μεγάλη καταστροφή”. Τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πληροφόρησε τό νοῦ τοῦ ἀγαθοῦ Γέροντος καί χάριν στήν ἐνέργειά του αὐτή γλίτωσε τό σπιτάκι τοῦ ἱερέως καί ὀ ναός ἀπ᾽ τήν καταστροφική μανία τῆς φωτιᾶς. Τήν ὥρα πού ξέσπασε ἡ φωτιά, τό ἀπόγευμα τῆς 23ης Ἰουλίου 2018, ὁ Γέροντας ἐξομολογοῦσε στό κελλάκι του πνευματικά του τέκνα πού εὐθύς ἀμέσως τόν φυγάδευσαν καί ἔτσι γλύτωσε ἡ ζωή του. Τό γέγονος αὐτό τόν ἔθλιψε ἀλλά δέν τόν κατέβαλε. Μέ τίς γεροντικές του δυνάμεις ἀγωνίστηκε γιά ἄλλη μιά φορά νά στηρίξη τό πληγωμένο του ποίμνιο. Συγκλονισμένος διηγήθηκε σέ πνευματικό του τέκνο μοναχή ὅτι “ἔβλεπε” ἔκθαμβος τίς ψυχές τῶ καμμένων ἀνθρώπων νά φεύγουν ἀπ᾽ τήν ζωή συνοδευόμενοι ἀπό Ἁγ. Ἀγγέλους. Μέσα στήν προσευχή του γιά τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς τους, θεωροῦσε ὅτι ἐτελειώθησαν μαρτυρικῶς... (ΓΚ)


<>






π. Σ. Ρ.: «Ἕνα θαῦμα ἐκτυλίχθηκε στήν τοπική κοινωνία τοῦ Tennessee τῶν ΗΠΑ, μετά τό σαρωτικό πέρασμα ἀνεμοστρόβιλου.
Ἕνα ζευγάρι βρῆκε ζωντανό τό 4 μηνῶν μωρό του, ἐπάνω σ᾽ ἕνα δέντρο.
Ὅπως εἶπαν οἱ γονεῖς, ὁ ἀνεμοστρόβιλος δέν ἄφησε τίποτε ὄρθιο ἀπ᾽ τό σπίτι τους, μέ τούς ἴδιους καί τά δύο παιδιά τους νά τή γλιτώνουν μέ μερικές γρατσουνιές καί μώλωπες.
“Καθώς πλησίαζε ὁ ἀνεμοστρόβιλος, σήκωσε τήν κούνια μέ τό μωρό μου μέσα... ἦταν τό πρῶτο πράγμα πού σήκωσε στόν ἀέρα”, δήλωσε ἡ 22χρονη μητέρα.
Ὁ πατέρας βλέποντας τό σκηνικό, ὅρμησε νά προστατέψη τό παιδί του, ἀλλά κατέληξε νά τόν παρασέρνη καί τόν ἴδιο.
“Ἁπλά κρατιόταν ἀπ᾽ τήν κούνια ὅλη τήν ὥρα καί ἔκαναν κύκλους καί μετά τούς πέταξε”, περιέγραψε ἡ νεαρή μητέρα.
Ἀφοῦ πέρασε ὁ ἀνεμοστρόβιλος καί κατάφεραν οἱ δυό τους νά βγοῦν ἀπ᾽ τά συντρίμμια, ἄρχισαν νά ἀναζητοῦν τό μωρό τους. Τελικά τό βρῆκαν ἐπάνω σ᾽ ἕνα δέντρο, μέσα σέ κάτι πού περιέγραψαν ὡς κούνια.
“Νόμιζα ὅτι ἦταν νεκρό. Ἤμουν σίγουρη ὅτι ἦταν νεκρό καί ὄτι δέν θά τό βρίσκαμε... Ἀλλά εἶναι ἐδῶ, καί αὐτό χάρι στό Θεό”, δήλωσε ἡ μητέρα.
Σύμφωνα μέ τίς περιγραφές τους, τό μωρό ἦταν σάν νά εἶχε τοποθετηθῆ στό δέντρο ἀπό ἕνα “ἄγγελο”»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2023/12/blog-post_511.html).


<>


Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θά ψάξουν
νά βροῦν λουλούδια μέσα στά σκουπίδια.
Ἄνθρωποι πού μπροστά στήν καταιγίδα,
προσμένουν τό οὐράνιο τόξο μέ ἐλπίδα.

Ἄνθρωποι πού σέ κάθε δοκιμασία,
ἀναγνωρίζουν μιά νέα εὐκαιρία.
Πού πίσω ἀπό κλειστές πόρτες,
ἀτενίζουν τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ἄνθρωποι πού τήν καρδιά τους
ἔχουν κάνει μυστικά μιά ἐκκλησία
καί μέσα ἐκεῖ ἀχόρταγα γεύονται
οὐρανό καί Θ. Κοινωνία.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού τόν πόνο,
τόν μεταπλάθουν σέ εὐλογία,
τήν Σταύρωσι σέ ἀνάστασι,
καί τήν ἀνοικτή πληγή σέ αἰώνια ζωή.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι...
Ὑπάρχουν ἅγιοι...»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2020/04/blog-post.html).

<>





Μαριγώ Ζαραφοπούλα: «Νά γιατί ὁ Θεός κρατεῖ τά κεραμίδια ἀκόμα ἐπάνω ἀπ᾽ τό κεφάλι μας!
Μία ἡμέρα ἕνας ταχυδρόμος χτύπησε τήν πόρτα ἑνός σπιτιοῦ. 
Μία παιδική φωνή ἀκούστηκε πίσω ἀπ᾽ τήν πόρτα νά λέη:
—Ἀμέσως, παρακαλῶ περιμένετε λίγο!
Μετά ἀπό λίγα λεπτά ὁ ταχυδρόμος ἄρχισε νά χτυπᾶ ξανά τήν πόρτα. Ἡ φωνή ἑνός μικροῦ κοριτσιοῦ ἀκούστηκε πίσω ἀπ᾽ τήν πόρτα:
—Ἄν βιάζεστε, ἀφῆστε τά γράμματα στό χαλάκι.
Ὁ ταχυδρόμος ἀπάντησε:
—Ἔχετε μιά ἐπιστολή πού ἀπαιτεῖ τήν ὑπογραφή σας. Θά περιμένω.
Ἤδη θυμωμένος, ὁ ταχυδρόμος νόμιζε ὅτι θά τοῦ ἔλεγε κάτι. Πέρασε λίγη ὥρα μέχρι νά ἀνοίξη ἡ πόρτα. 
Ὅλος του ὁ θυμός ἔσβησε ἀμέσως. 
Ἕνα κοριτσάκι μέ καροτσάκι, χωρίς πόδια, ἀλλά μέ γουρλωμένα μάτια, τόν παρακολουθοῦσε. 
Ὁ ταχυδρόμος τῆς ἔδωσε τό γράμμα καί τῆς ζήτησε νά ὑπογράψη. 
Μετά ἀπό αὐτό ἔφυγε. Τό κοριτσάκι χαμογέλασε καί εἶπε:
—Σᾶς ἐὐχαριστοῦμε γιά τήν ὑπομονή σας. Καλημέρα.
Μετά ἀπό ἕνα μῆνα ὁ ταχυδρόμος συνέχισε νά παραδίδη τήν ἀλληλογραφία. 
Κάθε φορά χτυποῦσε τήν πόρτα καί περίμενε ὑπομονετικά νά φτάση τό κοριτσάκι καί μετά ἔφευγε. 
Ἄρχισε νά τοῦ κάνη περισσότερες ἐρωτήσεις: 
—Πῶς σέ λένε; Σοῦ ἀρέσει αὐτό πού κάνεις; Ἔχεις παιδιά; Πόσα γράμματα πρέπει νά παραδώσης σήμερα;
Σταδιακά ὁ ταχυδρόμος ἄρχισε νά ἀπαντᾶ καί νά τοῦ χαμογελᾶ.
Τήν ρώτησε γιά τά πόδια της, ἀλλά ἐκείνη δέν θύμωσε καί τοῦ ἀπάντησε χαμογελώντας:
—Δέν μπορῶ νά περπατήσω γιατί γεννήθηκα χωρίς αὐτά, ὁ μπαμπάς λέει πάντα ὅτι ἡ καρδιά μου εἶναι τόσο μεγάλη πού ἔχει τά δικά της πόδια. 
Κάθε μῆνα βάζω χρήματα σέ αὐτόν τόν κουμπαρά καί ὅταν γεμίση ὁ μπαμπάς θά μοῦ ἀγοράση προσθετικά πόδια καί θά μπορῶ νά περπατήσω κι ἐγώ.
Ἔγιναν καλοί φίλοι. Ὅταν ἦρθε τό φθινόπωρο οἱ βροχές γίνονταν ὅλο καί πιό συχνές καί σέ μιά καταρρακτώδη βροχόπτωσι, ὁ ταχυδρόμος περίμενε βρεγμένος ἔξω ἀπ᾽ τήν πόρτα.
Ὅταν ἔφυγε, τό κοριτσάκι κατάλαβε ὅτι τά παπούτσια του ἦταν σάπια. Τήν ἑπόμενη μέρα τόν εἶδε μέ τό ἴδιο ζευγάρι παπούτσια.
Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα τό ἴδιο.
Ὅταν πλησίαζαν τά Χριστούγεννα, ὁ ταχυδρόμος ἀποφάσισε νά μήν πάη μέ ἄδεια χέρια καί ἀγόρασε ἕνα κουτί καραμέλες, χτύπησε τήν πόρτα, τό κοριτσάκι του ἄνοιξε καί ἔλαβε τό κουτί μέ τά ζαχαρωτά μαζί μέ τό γράμμα. 
Ἦταν τόσο ἐνθουσιασμένη. Γύρισε καί στό τραπέζι πίσω της ἦταν ἕνα μεγάλο κουτί καί μερικά κομμάτια πορσελάνης. 
Ζήτησε ἀπ᾽ τόν ταχυδρόμο νά πάρη τό κουτί στό σπίτι του.
—Δέν μπορῶ νά δεχτῶ κάτι τέτοιο.
—Νόμιζα ὅτι ἤμασταν φίλοι, ἄν δέν δεχτῆς, θά στεναχωρηθῶ πολύ τά Χριστούγεννα.
Στό ἄκουσμα αὐτό ὁ ταχυδρόμος πῆρε τό δῶρο καί ἔφυγε, ἀφοῦ τό εὐχαρίστησε καί τοῦ εὐχήθηκε.
Ὅταν ἄνοιξε τό κουτί, μέσα ἦταν ἕνα καινούργιο ζευγάρι πανάκριβες μπότες καί ἕνα σημείωμα: “Για τόν καλό μου φίλο! Τώρα θά μπορῆς νά περπατᾶς μέ στεγνά πόδια”.
Τά μάτια τοῦ ταχυδρόμου ἄρχισαν νά γεμίζουν δάκρυα καί συνειδητοποίησε ὅτι τά θραύσματα δίπλα στό κουτί ἦταν ἀπ᾽ τόν κουμπαρά καί ὅτι τό κοριτσάκι εἶχε ξοδέψει ὅλα τά χρήματά της σέ αὐτό τό ζευγάρι μπότες.
Τήν ἑπόμενη μέρα πῆγε στό ἀφεντικό του καί τοῦ εἶπε:
—Κύριε, ἀλλάξτε μου διαδρομή. Αὐτό τό παιδί ἐγκατέλειψε τό ὄνειρό του νά περπατήση γιά νά βάλη παπούτσια στά ὑγιή μου πόδια καί δέν μπορῶ νά τά δώσω πίσω ὅσο κι ἄν τό θέλω.
Ὅταν τό ἀφεντικό ἄκουσε γιά αὐτή τή σπουδαία χειρονομία ἀπό ἕνα παιδί, ὀργάνωσε ἕνα ἔρανο.
Τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ὁ ταχυδρόμος χτύπησε τήν πόρτα, ἡ πόρτα ἄνοιξε γρήγορα αὐτή τη φορά, ὁ πατέρας βγῆκε μέ τό κοριτσάκι στήν ἀγκαλιά του.
Δέν ἦταν μόνο ὁ ταχυδρόμος, ἀλλά τό ἀφεντικό καί ὅλοι οἱ ταχυδρόμοι τῆς πόλεως.
Τό κοριτσάκι χαμογελοῦσε καί ξαφνιάστηκε μέ αὐτό πού εἶδε. 
Ὁ ταχυδρόμος ἔφερε ἕνα κουτί πού ἔδωσε στόν πατέρα καί ἕνα σημείωμα στό κοριτσάκι.
Στό κουτί ὑπῆρχαν προσθετικά πόδια γιά νά περπατήση τό κοριτσάκι καί τό σημείωμα ἔλεγε: 
“Γιά τήν καλύτερή μας φίλη, τώρα θά μπορῆς νά περπατήσης, ἀλλά ἡ καρδιά σου εἶναι τόσο μεγάλη πού ἔχει τά δικά της πόδια, ἕτοιμη νά τρέξη γιά νά κάνη καλό ἀκόμα καί σ᾽ ἕνα ταχυδρόμο”.
Ἑπομένως...
Σέ ὅποια κατάστασι κι ἄν βρίσκεσαι, ἄν ἔχης καρδιά γεμάτη ἀγάπη, χαμόγελο στά χείλη καί ζεστό λόγο, οἱ γύρω σου θά πλουτίσουν. Δίνετε ἔλεος στούς ἀνθρώπους, καί κοιτάξτε τους μέ ἀγάπη!»(https://odysseiatv.blogspot.com/2023/11/blog-post_224.html).


<>



«Κάποια εὐσεβής μάνα, συνόδευσε τό παιδί της, πού πήγαινε νά μπῆ ὡς ἐσωτερικός μαθητής σέ ἕνα Γυμνάσιο, μέ τά ἐξῆς λόγια:
“Μήν λησμονεῖς ποτέ παιδί μου, ὅτι εἶσαι πάντα τρίτος”.
Τό παιδί, γιά νά θυμᾶται πάντα καί καθημερινῶς τή συμβουλή τῆς μάνας του, ἔγραψε μέ ὡραία γράμματα σ᾽ ἕνα χαρτόνι: “εἶμαι τρίτος”, καί τό κρέμασε στό δωμάτιό του.
Στό μεταξύ προόδευσε καί ἀρίστευσε στό Γυμνάσιο τόσο, πού βραβεύτηκε ὠς ὁ καλύτερος μαθητής τοῦ Γυμνασίου.
Τό βράδυ, τόν ἐπισκέφτηκε ἕνας φίλος του καί μόλις εἶδε τό χαρτόνι, τοῦ εἶπε:
—Τώρα εἶσαι πιά πρῶτος! Δέν εἶσαι τρίτος ὅπως σοῦ εἶπε ἡ μητέρα σου. Κατέβασε, λοιπόν, αὐτό τό χαρτόνι!
Ὁ ἀριστεύσας μαθητής χαμογέλασε καί τοῦ εἶπε:
—Φίλε μου, ἄλλο εἶναι τό νόημα αὐτοῦ τοῦ χαρτονιοῦ. Ἡ μάνα μου ἐννοοῦσε, ὅτι πρῶτα νά σκέφτομαι τό Θεό, μετά τούς ἄλλους καί τρίτο τόν ἑαυτό μου»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






«Σέ μία φυλή Ἰνδιάνων, κάποιος ἔκλεβε κοτόπουλα. Ὁ ἀρχηγός διέταξε ὅτι ἄν πιαστῆ ὁ παραβάτης νά χτυπιόταν μέ 10 μαστιγιές.
Ὅταν ἡ κλοπή συνεχίστηκε τό ἀνέβασε σέ 20 μαστιγιές. Παρόλο αὐτά τά κοτόπουλα ἐξαφανίζονταν μεθοδικά.
Γεμάτος θυμό, ὁ ἀρχηγός ἀνέβασε τήν ποινή σέ 100 μαστιγιές μία σίγουρη ποινή θανάτου.
Ὁ κλέφτης τελικά πιάστηκε. Ἀλλά ὁ ἀρχηγός βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα τρομερό δίλημμα. Ὁ κλέφτης ἦταν ἡ ἴδια του ἡ μητέρα.
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς ποινῆς, συγκεντρώθηκε ὁλόκληρη ἡ φυλή. Θά ὑπερίσχυε ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς δικαιοσύνης;
Τό πλῆθος παρακολουθοῦσε μέ κομμένη τήν ἀνάσα ὅταν διέταξε νά δεθῆ ἡ μητέρα του στόν πάσαλο τῶν μαστιγώσεων.
Ὁ ἀρχηγός ἔβγαλε τό πουκάμισό του, ἀποκαλύπτοντας τό δυνατό ἀνάστημά του, καί πήρε τό μαστίγιο στό χέρι.
Ἀλλά ἀντί νά τό σηκώση καί νά χτυπήση τήν πρώτη μαστιγιά, τό ἔδωσε σέ ἕνα δυνατό νεαρό Ἰνδιάνο πού στεκόνταν στό πλευρό του.
Ἀργά ὁ ἀρχηγός πλησίασε τή μητέρα του καί τήν ἔσφιξε μέ τά δυνατά του χέρια μέσα στήν ἀγκαλιά του. Κυκλώνοντάς τήν ὁλοσχερῶς!
Ὕστερα διέταξε τό νεαρό νά χτυπήση μέ 100 μαστιγιές.
Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Ἰησούς Χριστός γιά ὅλους μας.
Γεμάτος ἀγάπη ἔγινε ὁ δικός μας ἀντικαταστάτης καί πέθανε στή δικιά μας θέσι.
Ὑπερνίκησε τήν ἀνικανότητά μας νά σώσουμε τούς ἐαυτούς μας πληρώνοντας Αὐτός τό ἀντίτιμο γιά τίς ἁμαρτίες μας»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).
«Μέ ρώτησε κάποιος ἀδελφός:
—Γιατί ὁ κόσμος πάει πρός τό χειρότερο, γιατί συμβαίνουν ἀρρώστιες, πόλεμοι, φτώχια ἐξαθλίωσι, διαχωρισμοί, διαφθορά, πανδημίες, ἀποστασία, σκοτωμοί. Γιατί σέ τέτοιο βαθμό ὅλα αὐτά στις μέρες μας;
Ἡ ἀπάντησι εἶναι πολύ ἁπλή:
—Ὁ κόσμος ξέχασε νά ζῆ ὅπως ὁρίζει ἡ Κ. Διαθήκη, ξέχασε τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Θές ἕνα παράδειγμα; Βάλε σέ μιά κεντρική πλατεία δύο τραπεζάκια κολλητά μέ μιά ἐπιγραφή “Δωρεάν”, στό ἕνα βάλε λεφτά στό ἄλλο τήν Κ. Διαθήκη, ποιό τραπεζάκι πιστεύεις ἀδελφέ ὅτι θά ἀδειάση πρῶτο καί πιό γρήγορα; Τήν ἀπάντησι τήν ξέρεις!»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Λουκάς Κριμαίας: «Ὅλοι σας πρέπει νά εἶστε φῶς μέσα στό σκοτάδι. Τό φῶς μπορεῖ νά ἔχη διάφορες μορφές. Μπορεῖ νά εἶναι σάν τό φῶς τοῦ ἡλίου, μπορεῖ σάν τῆς σελήνης ἤ τῶν ἄστρων. Μπορεῖ νά εἶναι ἀδύναμο σάν τό φῶς τοῦ κεριοῦ ἤ μιᾶς λάμπας. Καί ὅμως ὅλα αὐτά εἶναι φῶς, εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἀσθενέστερο φῶς εἶναι εὐάρεστο στό Θεό. Μέ τέτοιο φῶς μπορεῖ ὁ καθένας νά φωτίζη τό σκοτάδι πού ὑπάρχει γύρω. Μέ τήν ἀγάπη, τήν τρυφερότητα, τήν εὐσπλαγχνία καί τήν εὐλάβειά σας μπορεῖτε καί πρέπει νά λάμπετε μέσα σ᾽ αὐτό τόν κόσμο»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Ὅποιος μετανοεῖ ἀληθινά, εἶναι ἕτοιμος νά ὑπομείνη κάθε θλίψι, πεῖνα, καί γυμνότητα, κρύο καί ζέστη, πόνο καί φτώχεια, ἐξουθένωσι καί ἐξορία, ἀδικία καί συκοφαντία. Γιατί ἡ ψυχή του ὑψώνεται πρός τό Θεό καί δέν μεριμνᾶ γιά τά γήϊνα, ἀλλά προσεύχεται στό Θεό μέ καθαρό νοῦ. Ὅποιος, ὅμως, εἶναι προσκολλημένος σέ περιουσίες καί χρήματα, αὐτός ποτέ δέν μπορεῖ νά ἔχη καθαρό νοῦ γιά τό Θεό, ἐπειδή στό βάθος τῆς ψυχῆς του φωλιάζει ἔμμονη ἡ μέριμνα τί νά κάνη μέ αὐτά. Καί ἄν δέν μετανοήση καθαρά καί δέν λυπηθῆ πού ἁμάρτησε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θά πεθάνη αἰχμάλωτος στό πάθος, χωρίς νά γνωρίση τόν Κύριο»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






Δημήτριος Παναγόπουλος, ἰεροκήρυκας: «Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι, πού ἀντί νά πᾶνε στήν ἐκκλησία τήν Κυριακή, πηγαίνουν ἐκδρομές, ἀνεβαίνουν βουνά, πάνε γιά κυνήγι, ἐξασκοῦν γιά ψυχαγωγία διάφορα sports κ.ἄ..
Τό πόσο κακό κάνουν στήν ψυχή τους, θά τό καταλάβουν τήν ἡμέρα πού θά δώσουν λόγο στό Θεό.
Μία Κυριακή ἔχουμε γιά νά ξεσκάσουμε καί ἐμεῖς, λένε.
Ὅλη τήν ἑβδομάδα στή δουλειά καί τήν Κυριακή τήν ἀφιερώνουν στά sports καί ὄχι στό Θεό. Ἀλλά ἔχουν καί τή συνήθεια νά ἐπισκέπτωνται καί νά ἀνάβουν τό κεράκι τους στό ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγ. Βαρβάρας καί τοῦ Ἁγ. Γεωργίου, ὅποτε τούς βρεθῆ ἡ εὐκαιρία.
Αὐτούς, τούς κοροϊδεύει ὁ διάβολος, γιατί χωρίς ἐξομολόγησι, χωρίς μετάνοια καί χωρίς ἐκκλησιασμό, αὐτές οἱ πράξεις εἶναι ἀνώφελες καί δέν τίς λαμβάνει ὁ Θεός ὑπόψην»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





«Ὁ πατέρας μου ἔχει μελίσσια.
Σήμερα πῆγα νά τόν δῶ καί μοῦ ἔδειξε τό μέλι πού εἶχε πάρει ἀπ᾽ τίς κυψέλες. Ἔβγαλε τό καπάκι ἑνός δοχείου 20 λίτρων γεμάτο μέλι καί πάνω στό μέλι ὑπήρχαν τέσσερεις μικρές μέλισσες, πού ἀγωνίζονταν. ῀Ηταν καλυμμένες μέ τό κολλῶδες μέλι καί πνίγονταν.
Τόν ρώτησα ἄν μπορούσαμε νά τίς βοηθήσουμε καί εἶπε ὅτι ἦταν σίγουρος ὅτι δέν θά ἐπιζήσουν. Παράπλευρα θύματα τῆς συλλογῆς μελιοῦ ὑποθέτω.
Τόν ξαναρώτησα ἄν μπορούσαμε τουλάχιστον νά τίς βγάλουμε καί νά τίς σκοτώσουμε γρήγορα, ἄλλωστε ἦταν αὐτός πού μέ ἔμαθε νά βγάζω ἀπό τή δυστυχία ἕνα ζῶο (ἤ ζωύφιο) πού ὑποφέρει. Τελικά τό παραδέχτηκε καί ἔβγαλε τίς μέλισσες ἀπό τόν κουβά. Τίς ἔβαλε σ᾽ ἕνα ἄδειο κεσεδάκι γιαουρτιοῦ καί ἔβγαλε τό πλαστικό δοχεῖο ἔξω.
Ἐπειδή εἶχε διαταράξει τήν κυψέλη μέ τήν προηγούμενη συλλογή μελιοῦ, ὑπῆρχαν μέλισσες πού πετοῦσαν παντοῦ ἔξω. Βάλαμε τά τέσσερα μικρά μελισσάκια μέ τό δοχεῖο σ᾽ ἕνα παγκάκι καί τά ἀφήσαμε στήν τύχη τους.
Ὁ πατέρας μου μέ φώναξε λίγο ἀργότερα γιά νά μου δείξει τι συνέβαινε. Αὐτές οἱ τέσσερεις μικρές μέλισσες περιβάλλονταν ἀπό ὅλες τίς ἀδελφές τους (ὅλες οἱ μέλισσες εἶναι θηλυκές) καί καθάριζαν τίς κολλώδεις σχεδόν νεκρές μέλισσοῦλες, βοηθώντας τις νά βγάλουν ὅλο τό μέλι ἀπ᾽ τό σῶμα τους.
Ἐπιστρέψαμε λίγο ἀργότερα καί εἶχε μείνει μόνο μιά μικρή μέλισσα στό δοχεῖο. Τήν φρόντιζαν ἀκόμη οἱ ἀδελφές της.
Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά φύγω, ἐλέγξαμε μιά τελευταία φορά καί οἱ τέσσερεις μέλισσες εἶχαν καθαριστῆ ἀρκετά ὥστε νά πετάξουν μακρυά καί τό δοχεῖο ἦταν ἄδειο.
Αὐτές οἱ τέσσερεις μικρές μέλισσες ζοῦσαν ἐπειδή ἦταν περιτριγυρισμένες ἀπό οἰκογένεια καί φίλους πού δέν τά παρατοῦσαν, οἰκογένεια καί φίλους πού ἀρνήθηκαν νά τίς ἀφήσουν νά πνιγούν στό δικό τούς κολλῶδες καί ἀποφάσισαν νά βοηθήσουν μέχρι νά ἀπελευθερωθῆ καί ἡ τελευταία μικρή μέλισσα.
Bee Sisters.
Bee Peers.
Bee Teammates.
 Ὅλοι θά μπορούσαμε νά μάθουμε ἕνα ή δύο πράγματα ἀπό αὐτές τίς μέλισσες.
 Πάντα εὐγενική μέλισσα.
(Γούεντι)»(Σάν Χάδι, fb).

<>




Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης: «Ὅσο πιό ἁγνή εἶναι μιά καρ­διά, τόσο πιό με­γά­λη καί ἀνοι­χτή εἶναι καί βρί­σκει εὐ­κο­λό­τε­ρο χῶρο γιά νά βά­λη πε­ρισ­σό­τε­ρους μέσα. Ὅσο πιό ἁμαρ­τω­λή εἶναι, τόσο πε­ρισ­σό­τε­ρο σφίγ­γε­ται, κλεί­νει καί ἔτσι μόνο λί­γους μπο­ρεῖ νά χω­ρέ­ση»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




Ἅγ. Ἀνατόλιος τῆς Optina: «Εἴμα­στε ὑπο­χρε­ω­μέ­νοι νά ἀγα­πού­με τούς πάν­τες, ἀλλά δέν πρέ­πει νά ἀπαι­τοῦμε νά μᾶς ἀγα­ποῦν ὅλοι»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Γέρονας Ἐφραίμ τῆς Σκήτης τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα: «Ἀγαπῶ τόν ἑαυ­τόν μου, ση­μαί­νει σώζω τόν ἑαυ­τό μου, ση­μαί­νει ὅτι ἐφαρ­μό­ζω τίς ἐν­το­λές τοῦ Χρι­στοῦ καί ὅτι βρί­σκο­μαι ἐν με­τα­νοία. Ἄν, ὅμως, δέν ἀγα­πῶ ἔτσι τόν ἑαυ­τό μου, τότε δέν μπο­ρῶ νά ἀγα­πή­σω τόν πλη­σί­ον μου πνευ­μα­τι­κά καί ἡ ἀγά­πη μου εἶναι σαρ­κι­κή καί συμ­φε­ρον­το­λο­γι­κή»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Ἅγ. Ἀμφιλόχιος τοῦ Pochaiv: «Ἡ ἀγά­πη, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη μας»(https://www.rimata-zois.gr).



<>




Γέροντας Θαδδαίος τῆς Vitovnica: «Σέ ἔρευ­να πού ἔγι­νε στήν Ἀμε­ρι­κή, χώ­ρι­σαν σέ δύο ὁμά­δες κά­ποια ἄτο­μα. Στή μία ὁμά­δα ἀνῆ­καν τά ἄτο­μα πού ἀγα­πᾶ­νε τά φυτά καί στήν ἄλλη ὁμά­δα τά ἄτο­μα πού ἦταν ἀδιά­φο­ρα γι᾽ αὐτά. Ἔδω­σαν σέ κάθε ὁμά­δα νά προ­σέ­χη κά­ποια λου­λού­δια. Τό ἀπο­τέ­λε­σμα ἦταν, πώς τά λου­λού­δια πού ἔπαιρ­ναν σκέ­ψεις ἀγά­πης, ἀνα­πτύ­χθη­καν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπό τά ἄλλα!...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Εἶπε Γέρων: «Νομί­ζω, ὅτι στήν πραγ­μα­τι­κή ἀγά­πη, χρειά­ζε­ται μιά βα­ριο­πού­λα καί ἕνα φτυά­ρι... Μέ τή βα­ριο­πού­λα σπᾶ­με τόν ἐγωι­σμό μας καί μέ τό φτυά­ρι τόν πε­τᾶ­με μα­κρυά...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Δημήτριος Παναγόπουλος: «Αὐτός πού πραγ­μα­τι­κά ἀγα­πᾶ δέν βα­σα­νί­ζει τόν ἄλ­λον, ἀλλά βα­σα­νί­ζε­ται αὐ­τός γιά τόν ἄλ­λο»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



«Τό δέν­τρο ρί­χνει τή σκιά του καί σέ αὐ­τούς πού τό ρα­βδί­ζουν»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




«Μερι­κούς ἀν­θρώ­πους πρέ­πει νά τούς ἀγα­πά­με ἀπό μα­κρυά, για­τί εἶναι σάν τούς σκαν­τζό­χοι­ρους, πού ἄν τούς ἀγ­κα­λιά­σου­με, θά πλη­γω­θοῦμε...»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



«Μπο­ρεῖς νά δί­νης χω­ρίς ἀγά­πη, ἀλλά δέν μπο­ρεῖς νά ἀγα­πᾶς χω­ρίς νά δί­νης»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




«Ἄν σοῦ ἀρέ­ση τό λου­λού­δι τό κό­βεις. Ἄν τό ἀγα­πᾶς, τό πο­τί­ζεις κάθε μέρα»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



«Ὅποιος ἀγα­πά­ει τό τριαν­τά­φυλ­λο, ἀγα­πά­ει καί τά ἀγ­κά­θια του»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Μητροπολίτης Σισανίου καί Σιατίστης Παῦλος: «Πνευ­μα­τι­κή ζωή δέν ση­μαί­νει καλή συμ­πε­ρι­φο­ρά, ἀλλά πα­ρου­σία τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος στή ζωή τοῦ ἀν­θρώ­που»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ἡ Χάρι τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος εἶναι φω­τιά. Ἡ φω­τιά δια­τη­ρεῖται μέ ξύλα. Ξύλα πνευ­μα­τι­κά, εἶναι ἡ προ­σευ­χή»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Χρι­στέ μου, τά κου­λού­ρια σου είἶναι πολύ νό­στι­μα, ἀλλά τά που­λᾶς πολύ ἀκρι­βά...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Σωφρόνιος τοῦ Essex: «Ὁ κα­θέ­νας ἀπό μᾶς πρέ­πει νά ἔχει τήν ἀγά­πη πού ἔχει ἡ μη­τέ­ρα. Ἀκόμη καί ἄν τά παι­διά της ἐπα­να­στα­τή­σουν, τά ἀγα­πᾶ ὅλα»(https://www.rimata-zois.gr).
Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος: «Ἡ τέ­λεια ἀγά­πη, σάν καυ­στι­κή φλό­γα κα­τα­καί­ει κάθε αἰ­σχρή ἐπι­θυ­μία»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Αὐτή ἡ κά­θαρ­σι, αὐ­τός ὁ φω­τι­σμός, τόν ὁποῖ­ο θά πά­ρης δια­βά­ζον­τας τή Θεία Γραφή, θά σοῦ κρα­τή­ση ὅλη τήν ἡμέ­ρα καί τή νύ­χτα»(https://www.rimata-zois.gr).



<>





Ἅγ. Νικόλαος Velimirović: «Εἶναι, λοι­πόν, πε­ρί­ερ­γο πού οἱ ἄν­θρω­ποι δέν ἀγα­ποῦν τούς εχθρούς τους, ὅταν δέν ξέ­ρουν νά ἀγα­ποῦν, οὔτε τούς φί­λους τους; Εἶναι πα­ρά­ξε­νο νά μήν μπο­ρῆ νά δια­βά­ση βι­βλία τό παι­δί, πού δέν ἔμα­θε τήν ἀλ­φά­βη­το; Πῶς μπορεῖ νά ἀγα­πή­σει ὁ ἄν­θρω­πος τόν ἀπό­μα­κρό του, ὅταν δέν μπορεῖ νά ἀγα­πή­ση τόν πλη­σί­ον του;»(https://www.rimata-zois.gr).







<>


«Ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν εἶχε ἐκδηλωθῆ φιλονικία γιά τήν κυριότητα τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (τοῦ Ἁγ. Μακαρίου Νοταρᾶ Μητροπολίτη Κορίνθου) ἡ Ἀγγελική Γκιουβέτση βρισκόταν κάποια ἡμέρα στό ναό. Εἶδε, λοιπόν, τήν Ἀσημιώ Μπριλῆ νά ἐπιχειρῆ νά ἀποσπάση τό κλειδί τοῦ ναοῦ· τότε τῆς ἐπιτέθηκε, τήν τράβηξε μέ ὁρμή μέ ἀποτέλεσμα νά σχισθῆ τό φόρεμά της. Τό γεγονός αὐτό ἔφθασε στήν αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου, διότι ἡ Ἀσημιώ κατέθεσε μήνυσι ἐναντίον τῆς Ἀγγελικῆς. Τήν ὥρα τῆς ἐκδικάσεως τῆς ὑποθέσεως ἐκλήθη καί ἡ κατηγοροῦσα Ἀσημιώ νά περιγράψη τό γεγονός. Ἐκεῖνη, ὅμως, δέν ἐνθυμεῖτο γιατί βρισκόταν στό δικαστήριο. Παρά τίς προσπάθειες τοῦ συνηγόρου της καί τοῦ Προέδρου κατέστη ἀδύνατον νά ἐνθυμηθῆ τήν αἰτία τῆς παρουσίας της στό δικαστήριο. Ἡ δίκη προφανῶς διεκόπηκε καί ἠ κατηγορουμένη ἀπηλλάγη.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς Μητροπολίτης Κορίνθου ἔκανε τό θαῦμα του»(ΧΑ, 251).


<>



«Σέ μία φυλή Ἰνδιάνων, κάποιος ἔκλεβε κοτόπουλα. Ὁ ἀρχηγός διέταξε ὅτι ἄν πιαστῆ ὁ παραβάτης νά χτυπιόταν μέ 10 μαστιγιές.
Ὅταν ἡ κλοπή συνεχίστηκε τό ἀνέβασε σέ 20 μαστιγιές. Παρόλο αὐτά τά κοτόπουλα ἐξαφανίζονταν μεθοδικά.
Γεμάτος θυμό, ὁ ἀρχηγός ἀνέβασε τήν ποινή σέ 100 μαστιγιές μία σίγουρη ποινή θανάτου.
Ὁ κλέφτης τελικά πιάστηκε. Ἀλλά ὁ ἀρχηγός βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα τρομερό δίλημμα. Ὁ κλέφτης ἦταν ἡ ἴδια του ἡ μητέρα.
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς ποινῆς, συγκεντρώθηκε ὁλόκληρη ἡ φυλή. Θά ὑπερίσχυε ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς δικαιοσύνης;
Τό πλῆθος παρακολουθοῦσε μέ κομμένη τήν ἀνάσα ὅταν διέταξε νά δεθῆ ἡ μητέρα του στόν πάσαλο τῶν μαστιγώσεων.
Ὁ ἀρχηγός ἔβγαλε τό πουκάμισό του, ἀποκαλύπτοντας τό δυνατό ἀνάστημά του, καί πήρε τό μαστίγιο στό χέρι.
Ἀλλά ἀντί νά τό σηκώση καί νά χτυπήση τήν πρώτη μαστιγιά, τό ἔδωσε σέ ἕνα δυνατό νεαρό Ἰνδιάνο πού στεκόνταν στό πλευρό του.
Ἀργά ὁ ἀρχηγός πλησίασε τή μητέρα του καί τήν ἔσφιξε μέ τά δυνατά του χέρια μέσα στήν ἀγκαλιά του. Κυκλώνοντάς τήν ὁλοσχερῶς!
Ὕστερα διέταξε τό νεαρό νά χτυπήση μέ 100 μαστιγιές.
Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Ἰησούς Χριστός γιά ὅλους μας.
Γεμάτος ἀγάπη ἔγινε ὁ δικός μας ἀντικαταστάτης καί πέθανε στή δικιά μας θέσι.
Ὑπερνίκησε τήν ἀνικανότητά μας νά σώσουμε τούς ἐαυτούς μας πληρώνοντας Αὐτός τό ἀντίτιμο γιά τίς ἁμαρτίες μας»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>







«Κάποτε ἕνας Προτεστάντης εἶπε σ᾽ ἕνα Ὀρθόδοξο ἰερέα:
—Εμείς κάνουμε ὀρφανοτροφεία, γηροκομεῖα, συναυλίες, ἐλεημοσύνες. Ἐσείς οἱ Ορθόδοξοι τί κάνετε;
Και τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος:
—Θ. Λειτουργία! Πού γεμίζει δωρεάν τόν Παράδεισο καί ἀδειάζει τήν κόλασι!
Αὐτό κάνει ἡ Ἐκκλησία, ἀδειάζει τήν κόλασι καί γεμίζει τόν Παράδεισο.
Συντηρεῖ τόν κόσμο κάνοντας Θ. Λειτουργία!
Ἀγρυπνάει τή μέρα, ἀγρυπνάει καί τή νύχτα.
Κάθε νύχτα αἰῶνες τώρα.
Πόσοι Ἅγιοι βγαίνουν ἀπ᾽ τά εἰκονοστάσια τους καί συντρέχουν τούς ἀνθρώπους!
Πόσα Μοναστήρια λειτουργοῦν ὁλονύκτιες λειτουργίες!
Πόσα χέρια σηκώνονται καί πόσα δάκρυα χύνονται ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου!»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Ἄς μή θλιβόμαστε γιά τήν ἀπώλεια περιουσιῶν· αὐτό εἶναι ἀσήμαντο πράγμα. Αὐτό τό ἔμαθα κιόλας ἀπ᾽ τόν κατά σάρκα πατέρα μου. Ὅταν συνέβαινε κάτι κακό στό σπίτι, αὐτός ἔμενε ἤρεμος. Μετά τήν πυρκαγιά τοῦ ἔλεγαν μέ συμπόνια:
—Κάηκες, Ἰβάν Πετρόβιτς.
Κι ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
—Ὁ Θεός θά δώση νά διορθωθοῦν τά πράγματα.
Μιά φορά περνούσαμε κοντά ἀπ᾽ τό χωράφι μας κι ἐγώ τοῦ εἶπα:
—Κοίταξε, μᾶς κλέβουν τά δεμάτια.
Καί αὐτός λέει:
—Ἔ, παιδί μου, ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἀρκετό ψωμί. Αὐτός πού κλέβει, σημαίνει πώς ἔχει ἀνάγκη.
Πολλές φορές τοῦ ἔλεγα:
—Δίνεις πολλή ἐλεημοσύνη. Ἄλλοι, ὅμως, πού εἶναι πλουσιότεροι ἀπό μᾶς, δίνουν λιγότερα.
Και αὐτός μου ἀπαντούσε:
—Ἔ, παιδί μου, ὁ Κύριος θά μᾶς δώση.
Καί ὁ Κύριος δέν διέψευσε τήν ἐλπίδα του»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).



<>






π. Ἀρσένιος Γκέλιας: «Δώρισε χαμόγελα, δώρισε ἀγάπη, δώρισε ἕνα λόγο καλό καί ἀγαθό, δώρισε τή διακονία σου, δώρισε συγχώρεσι, δώρισε κατανόησι, δώρισε ὑπομονή, δώρισε ὑπακοή, δώρισε ἐλεημοσύνη, δώρισε εὐτυχία, δώρισε τόν ὦμο σου σέ κάποιον γιά νά κλάψη καί λάβε τό δῶρο τής εὐλογίας ἀπ᾽ τό Θεό. Ὅσο περισσότερο δίνεις τόσα περισσότερα παίρνεις ἀπ᾽ τό Θεό. Ὄχι γιατί θέλει νά σοῦ δώση ἀνταμοιβή ἀλλά γιά νά γίνεσαι δυνατότερος καί νά δωρίζης περισσότερα καί νά κάνης τόν συνάνθρωπό σου πιό εὐτυχισμένο, καλύτερο ἄνθρωπο καί νά τόν ὁδηγῆς νά μιμῆται τό παράδειγμα σου»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, καί ὄμως εἶδα τήν ἄμετρη ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά μένα.
Ἀπ᾽ τά παιδικά μου χρόνια προσευχόμουν γιά ὄσους μέ πρόσβαλλαν καί ἔλεγα: “Κύριε, μή τούς καταλογίσεις ἁμαρτίες γιά ὄσα μου κάνουν”.
Ἀλλά, ἄν καί μοῦ ἄρεσε νά προσεύχομαι, δέν ἀπέφυγα τήν ἁμαρτία.
Ὁ Κύριος, ὄμως, δέν θυμήθηκε τίς ἁμαρτίες μου καί μου ἔδωσε ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους.
Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νά σωθῆ ὅλη ἡ οἰκουμένη, νά εἰσέλθουν ὅλοι στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, νά δοῦν τή δόξα τοῦ Κυρίου καί νά ἀπολαύσουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Κρίνω ἀπ᾽ τόν ἑαυτό μου: Ἄν ὁ Κύριος ἀγάπησε ἐμένα τόσο πολύ, αὐτό σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς, ὅπως ἀγάπησε καί ἐμένα.
Ὤ, ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου!
Δέν ἔχω δυνάμεις νά τήν περιγράψω, γιατί εἶναι ἄπειρα μεγάλη καί θαυμαστή...
Νά θυμᾶσαι καί νά φοβᾶσαι δύο λογισμούς:
Ὁ ἕνας λέει: Εἶσαι ἅγιος,
κι ὁ ἄλλος: δέν θά σωθῆς.
Κι οἱ δυό λογισμοί προέρχονται ἀπ᾽ τόν ἐχθρό (δηλ. τό διάβολο) καί δέν ἔχουν ἀλήθεια μέσα τους.
Ἐσύ ὅμως νά σκέφτεσαι: Ἐγώ εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, ἀλλά ὁ σπλαχνικός Κύριος ἀγαπᾶ πολύ τούς ἀνθρώπους καί θά συγχωρήση σ᾽ ἐμέ τίς ἁμαρτίες μου.
Πονηροί λογισμοί καταπονοῦν τήν ὑπερήφανη ψυχή, κι ἄν δέν ταπεινωθῆ, δέν θά βρῆ ἀνάπαυσι ἀπ᾽ αὐτούς»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>





«Μιά δασκάλα σκέφτηκε νά βάλη τούς μαθητές στήν τάξι της νά παίξουν ἕνα παιχνίδι.
Εἶπε λοιπόν στά παιδιά, νά φέρει τό κάθ᾽ ἕνα, μιά πλαστική σακούλα, πού θά περιέχη μέσα μερικές πατάτες.
Σέ κάθε πατάτα θά δώση ἕνα ὄνομα ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους τούς ὁποίους μισεῖ.
Ἔτσι, ὁ ἀριθμός τῶν πατατῶν πού κάθε παιδί θά ἔβαζε στή σακούλα του θά ἦταν ἀνάλογος τῶν ἀνθρώπων πού μισεῖ.
Τήν ἄλλη μέρα κάθε παιδί, ἔφερε ἀπό μιά σακούλα μέ πατάτες, μέ τό ὄνομα τῶν ἀνθρώπων πού μισοῦσαν, γραμμένο πάνω σέ κάθε πατάτα.
Κάποια παιδιά εἶχαν δύο πατάτες μέσα στή σακούλα, ἄλλα τρεῖς, ἄλλα πέντε καί ἄλλα περισσότερες.
Ἡ δασκάλα εἶπε μετά στά παιδιά, νά κουβαλοῦν γιά μερικές μέρες μαζί τους τήν πλαστική σακούλα μέ τίς πατάτες, ὄπου καί ἄν πηγαίνουν.
Ὕστερα ἀπό κάποιες μέρες, τά παιδιά ἄρχισαν νά διαμαρτύρονται, λόγῳ τῆς δυσάρεστης ὀσμῆς πού ἄφηναν οἱ πατάτες οἱ οποῖες ἄρχισαν νά σαπίζουν.
Ἄλλωστε, αὐτοί πού εἶχαν περισσότερες πατάτες στή σακούλα, ἔπρεπε νά ἀντέξουν ἐπιπλέον καί τό μεγαλύτερο βάρος τους.
Ὅταν τό παιχνίδι τελείωσε, τά παιδιά ἀνακουφίστηκαν ἀφοῦ ἀπαλλάχτηκαν ἀπ᾽ τό βάρος ἀλλά καί ἀπό τή δυσοσμία τῶν χαλασμένων πατατῶν.
Ἡ δασκάλα ρώτησε τά παιδιά:
—Πῶς αἰσθανθήκατε κατά τή διάρκεια τοῦ παιχνιδιού;
Τά παιδιά διαμαρτυρήθηκαν γιά τό γεγονός ὅτι ἔπρεπε νά κουβαλοῦν παντοῦ μιά τσάντα μέ πατάτες καί μάλιστα χαλασμένες μέ ἄσχημη μυρωδιά...
Στή συνέχεια, ἡ δασκάλα τούς ἀποκάλυψε τό κρυμμένο νόημα πίσω ἀπ᾽ τό παιχνίδι:
Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει ὅταν ἔχετε μίσος γιά κάποιον μέσα στήν καρδιά σας.
Ἡ δυσωδία ἀπ᾽ τό μίσος θά φωλιάση στήν ψυχή σας καί θά τό μεταφέρετε μαζί σας ὄπου κι ἄν πάτε συνεχῶς.
Ἄν δέν μπορῆτε νά ἀνεχθῆτε τή μυρωδιά τῶν σάπιων πατατῶν γιά μερικές μόνο μέρες, μπορεῖτε νά φανταστῆτε πῶς εἶναι νά ἔχετε τή δυσωδία τοῦ μίσους στήν ψυχή σας γιά μιά ζωή;»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>



-- Κάποτε κάποιος Ιερέας είχε πει σε ομιλία του για την Παναγία μας οτι πέρασε τα πάνδεινα βλέποντας τον Γιό της πάνω στο Σταυρό που άλλη γυναίκα δεν πέρασε τόσα ...
-- Κάποιοι από τους παριστάμενους γυρνώντας στο σπίτι τους σε αυτά τα γνωστά πηγαδάκια των ζυμώσεων υποστήριξαν ότι :
Κάθε μάνα όταν χάνει το παιδί της 
ο πόνος της είναι τόσο μεγάλος
 και αφόρητος  και ότι ήταν υπερβολικός ο ομιλητής  στην συγκεκριμένη του έκφρασή  για την Παναγία ... 
Σας μεταφέρω κάποιες  σκέψεις μου.:
--Σκέπτομαι αυτή την μάνα που δέχθηκε να κυοφορήσει ένα παιδί με αυτό τον παράδοξο τρόπο  παίρνοντας όλα τα ρίσκα  που η τότε κοινωνία της επέβαλε .
--Δηλαδή  βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή της (δια λιθοβολισμού).
--Ζώντας  μέσα σε  ένα γάμο χωρίς άνδρα .
 --Γεννώντας το μονάκριβο της παιδί  σε ένα βρώμικο σπήλαιο. 
--Κάνοντας μια πεζοπορία χιλιομέτρων με την ψυχή στο στόμα να γλυτώσει αυτή και το μωρό της τα μαχαίρια του Ηρώδη .
--Με μια πορεία  επικίνδυνη μέσα στην αφιλόξενη έρημο προκειμένου να φθάσουν στην Αίγυπτο. 
-- Η Παναγία ήταν τότε μικρό κορίτσι και προστάτευε ένα μωρό μικρότερο των δύο χρόνων  με ότι αυτό συνεπάγεται θηλασμός φροντίδα περιποίηση του μικρού . 
--Προσφυγοπούλα  η ιδια της με το Προσφυγοπουλό  σε ξένη χώρα .
Να αναλαμβάνει την φροντίδα μιας οικογένειας που δεν ηταν η δική της .
--Να ακολουθεί το παιδί της παντού  και να κρατά κρυφά μυστικά όλα όσα το Άγιο Πνεύμα της φανέρωνε  αλλά και όσα την άφηνε ο ίδιος της ο γυιος να καταλάβει  .
--Αλήθεια  πόσοι  θα την ένιωθαν και  πόσοι θα την καταλάβαιναν και δεν θα την παρεξηγούσαν άραγε αν τους αποκάλυπτε τις αποκαλύψεις της.!!!
--Μια μάνα που έβλεπε τον Γιό της να καίγεται από αγάπη για τον συνάνθρωπο ,
να μιλά όπως κανείς 
να αγαπά όπως κανείς.,
να θεραπεύει χωρίς αργύρια 
να εξουθενώνεται 
στο περπάτημα ,
στη κακοπέραση 
στην πείνα στην δίψα
Να  βλέπει το αγορι της να κοιμάται  στις ερημιές.
 --Μια μάνα που κατάλαβε ότι αυτό της το παιδί θα το μοιραζόταν με όλο τον κόσμο. ..
--Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά τον είδε αιμόφυρτο 
τον είδε καρφωμένο ,
τον είδε να αργοπεθαίνει ,
χωρίς αυτή να έχει την δύναμη 
να του βγάλει τα καρφιά 
να τον κατεβάσει από το σταυρό  
να του δώσει τουλάχιστον λίγο νερό όταν τόν άκουσε 
να ψυθιριζει το 《διψώ》.
Μια μάνα τόσο γλυκιά
 τόσο ταπεινή 
Τόσο διακριτική 
--Κάθε μέρα πήγαινε στην Γεθσημανή και προσευχόταν στον γιό της 
να την πάρει κοντά του ...
--Αυτή η Μάννα έγινε και μάνα μας...
Ρόδο το Αμάραντο!
Ρόδο της καρδιάς μας!

<>







Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Ὅσο ἐμεῖς θά ψάχνουμε κάπου μακρυά,
σέ τόμους ὑψηλῆς θεολογίας,
σέ δυσπρόσιτους οὐρανούς,
καί φιλοσοφικούς στοχασμούς
τόσο ὁ Θεός θά κρύβεται στά ἁπλά,
τά ἐλάχιστα, τά μικρά, τά καθημερινά.

Στό πρωϊνό χαμόγελο, στό παιδικό τό πρόσωπο,
στό βιβλίο πού διαβάζεις,
στόν ἄνθρωπό σου π᾽ ἀγκαλιάζεις.

Στή ματιά ἐνθάρρυνσης πού ἀνταλλάζεις μέ τόν ἀδερφό σου
καί ἡ κουβέντα ἀπό καρδιᾶς μέ τή συνάδελφο σου.
Στό ἀηδόνι τῆς αὐλῆς πού κελαηδά,
στή μουσική στό ράδιο πού παίζει,
καί σ᾽ όλη τήν ὕπαρξί σου μέ τρόπο μυστήριο μιλᾶ.
Στό εὐωδιαστό λουλούδι πού μυρίζεις
καί στό βρεφικό χεράκι πού μέ συγκίνησι καί δέος, ἀγγίζεις.

Ἄς μή ψάχνουμε λοιπόν
στόν οὐρανό τόν μυστήριο ἄλλο,
γιατί ἔχει ἤδη φανερωθῆ
σέ ὅλη τήν πλάσι,
μέσα ἀπ᾽ τόν πλησίον,
τόν ἐλάχιστο ἀδερφό, τόν ἄλλον.

Ὁ Θεός εἶναι τόσο κοντά μας
πού πολύ συχνά
σκοντάφτουμε ἐπάνω Του.
Μιά ἀνάσα μακρυά μας
κι ἐμεῖς δέν παίρνουμε χαμπάρι.

Ὅπως πολύ χαριτωμένα ἔλεγε ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε,
πολλές φορές ὁ Θεός κοιμάται στό ἴδιο τό κρεββάτι μας»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2019/03/blog-post_6.html).


<>




Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Κάνε ἐσύ ἄν θες, τά δύσκολα,
τά ἀσκητικά, τά αὐστηρά, τά μεγάλα.
Ἀλλά μήν ἀπαιτεῖς.

Ἄσε τόν καθένα στήν ἡσυχία του.
Ἄσε τόν νά ξεκινήση ἔστω ἀπ᾽ τά λίγα,
τά ἁπλά, τά μικρά καί ταπεινά.

Κι ἔχει ὁ Θεός...

Τί όμορφο νά φέρεσαι
μέ ἐπιείκεια στόν ἄλλο,
κι ἄς εἶσαι ἐσύ ἀσκητής μεγάλος»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2019/05/blog-post_16.html).


<>











«“Δεῖτε τα νά περνοῦν! Εἶναι ἄγρια.
Πηγαίνουν ψηλά στά βουνά, ἐκεῖ πού τά ὁδηγεῖ ἡ ἐπιθυμία,
πηγαίνουν στά βάθη καί στίς θάλασσες, μακρυά ἀπό σκλαβιά.
Ὁ ἀέρας πού ἀνασαίνουν δέν θά χωροῦσε στούς πνεύμονές σας”,
ἔγραψε ὁ ποιητής Jean Richepin καί τραγούδησε ὁ Georges Brassens»(Dubois Philippe & Rousseau Élise, Ἡ Φιλοσοφία τῶν Πτηνῶν).


<>


«Κάποιες κουροῦνες τῆς πόλεως ἔχουν μάθη νά χρησιμοποιοῦν τήν ἀστική ζωή πρός ὄφελός τους. Ἔμαθαν, λοιπόν, νά χρησιμοποιοῦν τήν κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων καί τά κόκκινα φανάρια γιά νά σπᾶνε καρύδια! Στέκονται μέ τό καρύδι στό ράμφος ἀκριβῶς στό σημεῖο ὅπου σταματοῦν τά αὐτοκίνητα καί περνοῦν οἱ πεζοί. Ὅταν ἀνάψη τό πράσινο φανάρι, ἀφήνουν τό καρύδι νά πέση καί νά τό πατήση κάποιο αὐτοκίνητο. Ὅταν ἀνάψη τό κόκκινο φανάρι, οἱ κουροῦνες προσγειώνονται καί ἀπολαμβάνουν τήν ψίχα του —μέχρι νά ἀνάψη τό ἑπόμενο πράσινο φανάρι!»(Dubois Philippe & Rousseau Élise, Ἡ Φιλοσοφία τῶν Πτηνῶν).


<>


Ὄλγα Μανωλά: «Ἡ ἀνθρωπιά ὑπάρχει ἀκόμη φίλοι μου...
Τό πρωΐ τῆς Παρασκευῆς στό κρεοπωλεῖο μιά κυρία πολύ ταλαιπωρημένη, πῆρε τέσσερα σουβλάκια καί δύο μπουτάκια κοτόπουλο. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πού ὁ χασάπης παρά τό ὅτι ὑπῆρχαν πολλοί πελάτες στήν ἀναμονή, τῆς ἔπιασε κουβέντα γιά τήν κόρη της, ἄν βρῆκε δουλειά, δέν βρῆκε ἀκόμα καί γιά τί τάξι πηγαίνουν τά ἐγγόνια της. Ὁ ὑπάλληλός του κάπου ἔλειπε καί ἡ γυναίκα του καί ταμίας, βρῆκε τήν ὥρα νά πάη στήν τουαλέτα.
Σέ κανένα δεκάλεπτο, ὅλοι ἦταν ξανά στή θέσι τους καί μόλις πῆγε ἡ κυρία νά πληρώση, ἡ ταμίας πετάχτηκε σάν τρελή κι ἄρχισε νά χειροκροτᾶ!!!
—Κυρία Βάσω εἶστε ἡ ἑκατοστή πασχαλινή πελάτισσά μας κι ὄπως κάθε χρόνο τό κατάστημα στόν τυχερό, προσφέρει δωρεάν ἕνα πλῆρες γεῦμα πέντε ἀτόμων.
Τῆς ἔβαλε στά χέρια τρεῖς σακοῦλες γεμάτες ὅλων τῶν εἰδῶν τά κρέατα!!!
Οἱ ὑπόλοιποι πελάτες, πού μᾶλλον εἶχαν ζήσει κι ἄλλες παρόμοιες σκηνές, χειροκροτοῦσαν κι αὐτοί, φωνάζοντας συγχαρητήρια!!!
Ἡ πελάτισσα σάστισε, δάκρυα ἔτρεχαν ἀπ᾽ τά μάτια της, ψέλλισε ἕνα εὐχαριστῶ, νά εἶστε καλά τά πῆρε κι ἔφυγε.
—Πέντε ἄνθρωποι ζοῦν μέ τήν ἀγροτική σύνταξι τοῦ ἄντρα της, μου εἶπε κοκκινίζοντας ὁ χασάπης.
Ὡραίοι ἄνθρωποι!!! Ποιός εἶπε πώς εἴμαστε τελειωμένοι;;; Ἀντέχουμε σέ πείσμα των ἐχθρών μας...». (Σαν Χάδι, fb)

<>







Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:


99. Ἀναφέρει κάποιος Χριστιανός: «Θυμᾶμαι μιά μέρα κατά τήν ὁποία ἡ γυναῖκα μου ἔπλενε. Τά πλυμένα ροῦχα ἔδειχναν μέσα στό σπίτι ἄσπρα καί τελείως καθαρά. Ἀλλά, ὅταν τά ἅπλωσε στό σχοινί καί μετά ἀπό λίγο ἄρχισαν νά πέφτουν πάνω τους τοῦφες ἀπό χιόνι, ἔβλεπες πόσο στήν πραγματικότητα ὑπολείπονταν μπροστά στήν ἀσπράδα καί τήν καθαρότητα τοῦ χιονιοῦ.
Μερικές φορές νομίζουμε πώς ἡ ζωή μας εἶναι ἠθικά καλή καί εὐπρεπής, ἀλλά σέ σύγκρισι μέ τήν ἁγιότητα καί τήν καθαρότητα τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε μολυσμένοι καί ρυπαροί»(ΜΕ, 56).

100. «Πολλοί νέοι σήμερα πέφτουν θύματα ἀπάτης. Ἀπατεῶνες τοῦ πνεύματος τούς κλέβουν ὅ,τι πιό ὡραῖο ἔχουν, τήν πίστι, τήν ἁγνότητα. Πῶς; Σέ ἄλλες ἐποχές, κατά τίς ὁποῖες οἱ μαῦροι τῆς Ἀφρικῆς ἦταν καθυστερημένοι, πήγαιναν οἱ Εὐρωπαῖοι καί ἔπαιρναν χρυσάφι δίνοντάς τους γυαλιστερές χάντρες. Θαμπώνονταν οἱ μαῦροι ἀπ’ τίς γυαλιστερές χάντρες καί πρόσφεραν τό χρυσάφι. Χάντρες γυαλιστερές εἶναι οἱ φαντακτερές θεωρίες καί οἱ ἡδονές τοῦ κόσμου. Οἱ ἀπατεῶνες δίνουν ἄφθονες τίς γυαλιστερές χάντρες καί κλέβουν τά διαμάντια τῆς ψυχῆς»(ΔΑ, 26).

101. «Ὁ πνευματοφόρος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἔλεγε πώς οἱ σταυροί τῶν δοκιμασιῶν εἶναι ἀνώτεροι ἀπ’ τά “τάλαντα” καί τά χαρίσματα τά ὁποῖα μᾶς δίνει ὁ Θεός καί γι’ αὐτό θά πρέπη νά Τόν εὐχαριστοῦμε, ἀφοῦ τούς παραχωρεῖ γιά τή σωτηρία μας»(ΜΜ, 23).

102. «Πάντα θά ὑπάρχουν χριστιανοί. Εἶναι ἴσως λίγοι. Μά μήν ξεχνᾶς, πώς λίγοι εἶναι οἱ ἥρωες, λίγοι οἱ πρωταθλητές, λίγοι οἱ ὀρειβάτες, λίγοι οἱ νικητές»(ΑΔ, 33).

103. Ὁ Ἀλ. Τσιριντάνης ἐπισημαίνει: «Ὅταν ζητοῦμε ἄνοδο δέν ἐννοοῦμε ἀποτέλεσμα, ἐννοοῦμε προσπάθεια. Δέν ἐννοοῦμε κάτι τό στατικό. Ἐννοοῦμε κάτι τό κινητικό. Δέν ἐννοοῦμε τόν ἄνθρωπο πού ἀνέβηκε. Ἐννοοῦμε τόν ἄνθρωπο πού ἀνεβαίνει. Στήν σκάλα τῆς πνευματικῆς ἀρτιώσεως ἐκεῖνος πού βρίσκεται στό πρῶτο σκαλοπάτι ἀλλά ἀνεβαίνει, εἶναι ἀνώτερος ἀπό ἐκεῖνον πού βρίσκεται στό ἑκατοστό σκαλοπάτι καί κάθεται ἐκεῖ. Ἤ μᾶλλον τό τελευταῖο αὐτό —νά κάθεται στό σκαλοπάτι— εἶναι μᾶλλον ἀδύνατο. Στά πνευματικά, στά θέματα τῆς ψυχῆς, ὅποιος δέν ἀνεβαίνει, κατεβαίνει. Καί ἀκόμη κάτι. Στή σκάλα αὐτή τελευταῖο σκαλοπάτι δέν ὑπάρχει. Τό ἀνέβασμα εἶναι νόημα τῆς ὅλης ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου»(ΑΤ, 110).

104. Σημειώνει ὁ Κ. Ρουμπέσης, φοιτητής Νομικῆς: «Ἕνα ἐρώτημα μέ βασάνιζε: Ἐδῶ πέρα, λοιπόν, θά βγάλουμε τό χειμῶνα; Ἐδῶ θά σαπίση τό κορμί μας; Τί θά γίνουμε ὥς τόν Ἀπρίλη πού θά ἀρχίσουν νά λυώνουν τά χιόνια; Ἐρώτημα πού μέ τυραννοῦσε περισσότερο καί ἀπ’ τή γύρω μας ἀθλιότητα. Ξαφνικά μιά φωτεινή σκέψι φώτισε τό μυαλό μου:
—Θά πάω, εἶπα, νά συναντήσω τόν ἱερέα τοῦ Συντάγματός μας, τόν ἅγιο αὐτό ἄνθρωπο μέ τή μεγάλη μόρφωσι [τόν π. Ἀχίλλειο, στόν πόλεμο τοῦ ᾽40]. Αὐτός ἀσφαλῶς θά μπορέση νά μέ βοηθήση καί νά μέ ἀνακουφίση... [Τόν βρῆκε, κι αὐτός τόν τόνωσε.]
—Κάποια μέρα, συνέχισε ὁ ὑπέροχος ἐκεῖνος ἱερεύς, μέ βασάνιζε καί μένα τό ἐρώτημα: Ἐδῶ, λοιπόν, πάνω στά ἀτελείωτα χιόνια, ἀκίνητοι θά βγάλουμε τό χειμῶνα; Καί ἄκουσε πῶς μοῦ ἀπάντησε ὁ πάνσοφος Θεός στό ἐρώτημά μου: Ὄχι μέ ἄγγελο, οὔτε μέ ἄνθρωπο, οὔτε μέ καμμιά ἐσωτερική φωνή. Παρά μέ ἕνα μικρό πουλάκι! Εἶχε γύρω ἀπ’ τό λαιμό του μιά χρωματιστή γραμμή σάν στεφάνι. Τό πουλάκι αὐτό στή πατρίδα μου τό λένε στεφανοῦδι. Φτιάχνει τή φωλιά του σέ τρύπες δένδρων ἤ τοίχων καί γεννᾶ 8-12 αὐγά, ἄν καί εἶναι τόσο μικροσκοπικό. Εἶναι καί πολύ ὠφέλιμο, γιατί τρώει ἀπ’ τούς κλώνους τῶν δένδρων ὅλα τά βλαβερά παράσιτα.
Μιά μέρα πού ἤμουν πολύ σκεπτικός καί θλιμμένος καί εἶχα ἀνοικτό τό ἀντίσκηνό μου, ἕνα τέτοιο μικρό πουλάκι πέταξε μπροστά μου ξαφνικά, μέ ἕνα ἀσθενικό σιγανό τιτίβισμα. Ἦταν ἡ καλημέρα του, μά καί ἡ ζητιανιά του. Ἄρχισε νά ψαχουλεύη προσεκτικά στό λίγο καθαρισμένο χῶρο, πού ὑπῆρχε μπροστά στό ἀντίσκηνό μου καί τσίμπησε τά λίγα ψίχουλα τά ὁποῖα βρῆκε. Δέν χόρτασε, ὅμως, τήν πεῖνα του. Τοῦ ἔρριξα κι ἄλλα πού τά πῆρε χωρίς νά φοβηθῆ. Μέ κοίταξε μέ τά λαμπερά του ματάκια καί σέ λίγο πέταξε μακρυά, ὥσπου τό ἔχασα ἀπ’ τά μάτια μου. Ἔφυγε ἀφοῦ μοῦ ἔδωσε ἕνα μεγάλο ἄφωνο μάθημα: Τό μικρό αὐτό πουλάκι, συλλογίσθηκα, πρόκειται νά παραχειμάση στή χιονοσκέπαστη αὐτή ἔκτασι, μέ ἐφόδια ἀσυγκρίτως λιγότερα καί κατώτερα ἀπ’ τά δικά μας. Ἐμεῖς ἔχουμε κουραμάνα καί συσσίτιο καθημερινῶς. Αὐτό μέσα σέ τίποτε κουφάλες βελανιδιᾶς ἤ ὀξυᾶς, ἤ στίς παγωμένες ρίζες τῶν θάμνων θά προσπαθῆ μέ ἀγῶνα νά βρῆ κάτι γιά νά ξεγελάση τήν πεῖνα του. Ἐμεῖς ἔχουμε τέλος πάντων κι αὐτό τό βρεγμένο ἀντίσκηνο, φοροῦμε χοντρά ροῦχα κι ἔχουμε καί ἀρκετές κουβέρτες καί μποροῦμε νά ἀνάψουμε καί λίγη φωτιά. Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἐκτεθειμένο στό ὕπαιθρο καί στήν ἀπέραντη παγωνιά. Καί, ὅμως, αὐτό πιστεύει πώς θά βγάλη πέρα τό χειμῶνα, παρόλες τίς σκληρές συνθῆκες. Πιστεύει ὅτι θά ζήση μέχρι τήν ἄνοιξι πού θά λυώσουν τά χιόνια. Καί ὅτι ὄχι ἁπλῶς θά ζήση, μά θά χτίση καί τή φωλιά του καί θά φέρη στή ζωή 8-12 μικρούς ἀπογόνους. Κύτταξέ το πῶς ἀντικρύζει τό μέλλον. Ἔχει ἐμπιστοσύνη στό Δημιουργό καί τροφέα του. Γνωρίζει ἐκ παραδόσεως, ἀπ’ τούς γεννήτορές του, ὅτι ὁ Θεός ποτέ δέν τά ἐγκατέλειψε. Ἀλλά ἄν μέ τόση πεποίθησι καί ἀφοβία τό μικρό αὐτό πουλάκι ἀντιμετωπίζει τό παρόν καί τό μέλλον, μέ πόσο μεγαλύτερη πίστι καί ἐμπιστοσύνη πρέπει νά τό ἀντιμετωπίσω ἐγώ;, συλλογίσθηκα. Ὁ Θεός δέν μᾶς εἶπε τό: “ἐμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδέ θερίζουσιν οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας. Καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;”. Πῶς εἶναι, λοιπόν, δυνατόν ὁ Θεός νά ἐγκαταλείψη ἐμᾶς, τόν ἑλληνικό στρατό, πού μάχεται ἕναν ἱερό καί τίμιο ἀγῶνα; Ἡ ὀλιγόλεπτη ἐκείνη παρουσία τοῦ πουλιοῦ μέ παρηγόρησε καί μέ ἐνίσχυσε. Ἡ παρηγοριά του δέν σταμάτησε ὥς ἐδῶ. Τήν ἄλλη ἡμέρα περίμενα τό μικρό πουλί. Σάν ἔφθασε ἡ χθεσινή ὥρα καί δέν φάνηκε, μερικές μελαγχολικές σκέψεις ἄρχισαν νά ξεπροβάλλουν πάλι μέσα στή ψυχή μου: Φαίνεται, συλλογίσθηκα, πώς τό μικρό πουλάκι πέταξε μακρυά πρός τή πεδιάδα τῆς Κορυτσᾶς, γιά νά ἀναζητήση ἐκεῖ καλύτερη τύχη καί μᾶς ἄφησε μόνους πάλι στίς ἔρημες χιονοσκέπαστες κορυφογραμμές... Δέν εἶχα προλάβει νά τελειώσω τή θλιβερή σκέψι μου κι ἕνα ἁπαλό φτερούγισμα στή πόρτα τοῦ ἀντισκήνου μέ γέμισε χαρά. Τό μικρό πουλάκι ἦταν πάλι ἐκεῖ, μέ ἕνα μικρό σύντροφο. Ἴσως τό ταῖρι του. Ἔμεινε κοντά μας, εἶπα, μέ μιά τόση χαρά, πού ξαφνιάσθηκα κι ἐγώ ὁ ἴδιος, καί μέ ἕνα αἴσθημα εὐγνωμοσύνης γιά τή πιστότητα τῶν μικρῶν μου φίλων. Τήν ἄλλη μέρα ξαναῆλθαν. Καί ἐξακολουθοῦσαν τίς καθημερινές ἐπισκέψεις τους. Κάθε μέρα περίμενα τούς μικρούς μου φίλους σάν ἀγγέλους τῆς ἐλπίδος καί τῆς καρτερίας. Καλοκαίρι καί χειμῶνα οἱ μικροί αὐτοί στρατιῶτες μένουν πιστοί στίς ἐπάλξεις στίς ὁποῖες τούς ἔταξε ὁ Δημιουργός.
—Τά λόγια αὐτά τοῦ ἱερέως, συνέχισε ὁ Κώστας Ρουμπέσης, μέ τόνωσαν πολύ. Περίεργος παπᾶς, εἶπα. Δέν μέ ἄρχισε μέ τίποτε ἀκατάλυπτες γιά μένα ἠθικολογίες. Μοῦ διηγήθηκε τή ζωντανή ἱστορία ἑνός πουλιοῦ. Καί μοῦ ἔδωσε τόση πίστι καί γαλήνη!»(στό: ΘΔ, 73).

105. «Κάθε ἄτομο, κάθε ἀνθρωπίνη προσωπικότητα, μέσα στίς τόσες δυνατότητες μέ τίς ὁποῖες ὁ Θεός τό ἔχει προικίσει, ἔχει μέσα του καί αὐτή τή δυνατότητα, τήν ἀνωτέρα ἴσως ἀπό ὅλες. Ἔχει ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε, “δυνατότητα τῆς κιβωτοῦ”. Ὁ ἄνθρωπος ζῆ βέβαια μέσα σέ ἕνα σύνολο ἀπ’ τό ὁποῖο ἐπηρεάζεται καί τό ὁποῖο ἐπηρεάζει ... Δέν εἶναι, ὅμως, ἄψυχο ρομπότ, δέν εἶναι ἄβουλος δοῦλος οὔτε καί τοῦ συνόλου. Ἔχει τή δυνατότητα νά συντηρῆ μέσα του τό θησαυρό τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν, ὁ,τιδήποτε κι ἄν γίνεται ἀπ’ ἔξω καί νά ἀκτινοβολῆ γύρω του, ὁσοδήποτε πυκνό καί ἄν εἶναι γύρω του τό σκοτάδι»(ΑΑ, 128). 

106. «Ἕνας καθηγητής ἀναγκάσθηκε νά ἀλλάξη κατοικία, γιατί διορίσθηκε σέ ἄλλη πόλι. Μετακόμισε, τακτοποίησε τήν οἰκία του καί ἐπέστρεψε στήν προηγούμενη, γιά νά πάρη ὅ,τι ἀπέμεινε. Ἐπιστρέφοντας τήν παραμονή τῆς ἐνάρξεως τῶν μαθημάτων, βλέπει τή νέα του κατοικία κλεμμένη. Ἔπιασε τό κεφάλι του στενοχωρημένος χωρίς νά πῆ λέξι. Ἔχοντας, ὅμως, μία βαθειά ἐλπίδα, ἄρχισε νά ψάχνη τά ἐγκαταλελειμμένα ἀντικείμενα, τά ὁποῖα ὡς ἄχρηστα οἱ κλέφτες κλώτσησαν καί πέταξαν στό δάπεδο. Μετά ἀπό λίγο, χαμογέλασε στή μέση τῶν ἐρειπίων, θά λέγαμε, στή μέση τῶν λειψάνων τῶν πραγμάτων του, τά μάτια του γέμισαν φῶς καί τό στόμα του δοξολογίες. Βρῆκε αὐτό τό ὁποῖο ζητοῦσε, αὐτό τό ὁποῖο τοῦ ἀρκοῦσε, γιά νά ἀρχίση ἐκ νέου τή ζωή του, αὐτό τό ὁποῖο οἱ ἐργάτες τῆς ματαιότητος, οἱ κλέφτες, τό κλώτσησαν ὡς περιττό. Ἦταν ὁ βαπτιστικός του σταυρός, ξύλινος ἀλλά σταυρός, τόν ὁποῖο εἶχε συνηθίσει ἀπό μικρή ἡλικία κάθε βράδυ νά φιλάη καί νά ψέλνη τό ἀλληλούια τῆς καρδιᾶς του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τοῦ τυπουμένου στό σταυρό. Σήμερα αὐτός ὁ προσκυνητής τοῦ ἱεροῦ συμβόλου δέν εἶναι πλέον καθηγητής εἶναι καθηγητής τῆς ἐρήμου ἤ μᾶλλον ἕνας ἔνσαρκος ἄγγελος, ὁ ὁποῖος ζῆ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διότι τό κλειδί τῆς βασιλείας εἶναι ὁ σταυρός. Τόσο βαθιά εἶναι στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ὁ σταυρός γιά τό λόγο αὐτό δέν τοῦ τόν στέρησε ὁ Θεός. Ἐάν τόν ἔχανε, δέν θά ἦταν δυνατόν νά ἀρχίση καί πάλι τόσο ἁπλά τή ζωή του»(ΑΑ, 13).

107. Γράφει ὁ π. Αἰμιλιανός ὁ Σιμωνοπετρίτης: «Κάποτε ἦρθε στήν μονή μας ἕνας ὑπουργός μέ πολύ ὕφος, ἀλλά γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ μοναστηριακή ἀτμόσφαιρα εἶναι ἕνας ἄλλος κόσμος, καί ἄρχισε νά συναναστρέφεται ἁπλούστερα μέ τούς μοναχούς. Τόν προσκάλεσα στό ἡγουμενεῖο μόνο του καί, ὅταν μπῆκε, δέν κατάφερε νά πῆ λέξι, διότι τόν κατέλαβαν λυγμοί. Προσπάθησα νά τόν διασκεδάσω καί μοῦ λέει: “Σήμερα θυμήθηκα ὅτι ὁ παπποῦς μου κάθε Δευτέρα ἔφευγε ἀπ’ τό σπίτι καί πήγαινε στό βουνό γιά νά προσευχηθῆ. Ἐπίσης, πολλές φορές ἔβλεπα τόν πατέρα μου, πού ἦταν ἀπ’ τή Μικρά Ἀσία, νά μή περπατᾶ στό χῶμα. Πηγαίνοντας σ’ ἕνα μοναστήρι τό χειμῶνα μέ πολλά χιόνια καί πάγους, τόν ἔβλεπα νά ὑψώνεται πάνω ἀπ’ τούς πάγους καί, ὅταν φθάναμε στό μοναστήρι, ἀντιλαμβανόμουν ὅτι σέ κάτι διαφέρει ἀπ’ τούς ἄλλους πού ἦταν τριγύρω μας. Σήμερα κατάλαβα τό μυστικό τοῦ πατέρα μου. Μοῦ ἔδωσε μία πίστι, τήν ὁποία ξαναποκτῶ σήμερα”. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική, ἡ κληρονομική πίστι»(ΑΑ, 201). 

108. Ἀλληλογραφεῖ ὁ ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ὁ Θεός νά δώση, ὥστε νά παραμείνη γιά πάντα μέσα σου αὐτή ἡ διάθεσι, ἡ ἀπόρριψι τῆς κοσμικῆς ζωῆς καί τῶν ἀπολαύσεών της. Ὑπάρχει, ὅμως, καί ἡ πιθανότητα νά τήν ἀγαπήσης. Ἄν θέλης νά ἀποφύγης αὐτό τόν κίνδυνο, θά πρέπη νά μείνης μακρυά ἀπό μιά τέτοια ζωή. Γιατί μπορεῖ τή δεύτερη φορά νά σοῦ φανῆ λιγότερο βλαβερή, λιγότερο δυσάρεστη τήν τρίτη φορά, ἀκόμη λιγότερο καί μετά τήν τρίτη, δέν θά σοῦ φαίνεται πιά καθόλου ἄσχημη. Εἶναι, βλέπεις, σάν τή βότκα: Μέ τό πρῶτο ποτήρι, λένε, σπᾶς μόνο τούς φραγμούς μέ τό δεύτερο, πετᾶς στά ὕψη σάν ἀετός καί μετά τό τρίτο, δέν κάνης πιά τίποτε ἄλλο παρά νά γεμίζης τό ποτήρι σου...
Τί συμβαίνει, ὅταν ἐπισκεφθῆ κανείς μιά καπνοβιομηχανία; Τά μάτια του τσούζουν, ἡ μύτη του τρέχει, ἡ ἀναπνοή του κόβεται. Ὅσοι, ὅμως, ἐργάζονται ἐκεῖ, δέν αἰσθάνονται ἀπολύτως τίποτε. Μά καί ὁ ἐπισκέπτης, ἀφοῦ μείνη στό χῶρο τοῦ ἐργοστασίου γιά ἕνα μικρό διάστημα, δέν σφίγγει πιά τά μάτια του, δέν φτερνίζεται, δέν βήχει τόσο πολύ. Καί ὕστερα ἀπό κάμποση ὥρα, προσαρμόζεται ἀπόλυτα στό περιβάλλον. Πρόσεξε, λοιπόν, μή σοῦ συμβῆ κάτι παρόμοιο!»(ΟΘ, 13).

109. «“Βλέπω κίνησι καί θόρυβο, ζωή, ὅμως, ὄχι. Καί ἡ ραπτομηχανή μου κινεῖται. Κάνει κι αὐτή θόρυβο. Τί λογῆς ζωή, ὅμως, ἔχει μέσα της;”.
Τό κοφτερό μυαλουδάκι σου κατέβασε μιά ἔξοχη ἰδέα»(ΟΘ, 14).

110. «Ἡ ἀνθρώπινη φύσι, καί συνακόλουθα ἡ ἀνθρώπινη ζωή, εἶναι σύνθετη καί πολυμερής. Ἔχει τή σωματική, τή διανοητική καί τήν πνευματική της πλευρά. Καθεμιά, πάλι, ἀπ’ τίς πλευρές αὐτές ἔχει τίς δυνάμεις της, τίς ἀνάγκες της καί τούς τρόπους της. Ἔχει ἀκόμη τήν ἐνάσκησι καί τήν ἱκανοποίησι ὅλων αὐτῶν τῶν στοιχείων.
Ὅταν, λοιπόν, ὅλες οἱ δυνάμεις μας εἶναι σέ ἐνέργεια καί ὅλες οἱ ἀνάγκες μας ἱκανοποιοῦνται, τότε μόνο ζοῦμε πραγματικά. Ὅταν, ἀντίθετα, ἕνα μικρό μόνο μέρος τῶν δυνάμεών μας ἐνεργεῖ καί ἕνας μικρός μόνο ἀριθμός τῶν ἀναγκῶν μας ἱκανοποιεῖται, ζωή δέν ὑπάρχει μέσα μας. Καί ξέρεις γιατί; Εἶναι ἁπλό: Ὅλα τά στοιχεῖα, ὅλες οἱ δυνάμεις τίς ὁποῖες διαθέτει ἡ ἀνθρώπινη φύσι, πρέπει νά λειτουργοῦν σάν μιά ἑνότητα, σέ ὁμαλή συνεργασία καί ἀλληλεξάρτησι —ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τή ραπτομηχανή σου, πού βρίσκεται σέ κίνησι ὅταν ὅλα τά τμήματά της κινοῦνται. Σταμάτα τή λειτουργία ἑνός ἐξαρτήματος, καί ἡ μηχανή ἀκινητοποιεῖται. Δέν “ζῆ”. Μά καί ὁ ἄνθρωπος δέν ζῆ, ὅταν τό κάθετί μέσα του δέν βρίσκεται σέ κίνησι, σέ ἐνέργεια. Μέ τή μόνη διαφορά, ὅτι ἡ ἀδράνεια τῆς “ζωῆς” μιᾶς μηχανῆς, ἡ διακοπή δηλαδή τῆς λειτουργίας της, γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτή, ἐνῶ ἡ ἀδράνεια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀφανής καί ἀθέατη. Καί ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἀδράνεια, δέν ζῆ ἀληθινά, ὅταν μία μόνο πλευρά τῆς ζωῆς του λειτουργεῖ καί ἐλάχιστες μόνο ἀνάγκες του ἱκανοποιοῦνται. Τότε εἶναι ἀκριβῶς σάν μιά μηχανή σέ ἀκινησία, μόνο πού αὐτό, ὅπως εἶπα, δέν φαίνεται.
Ποιές δυνάμεις καί ποιά ὄργανα χρησιμοποιοῦνται ἀπ’ τόν ἄνθρωπο πού ζῆ μιά κοσμική ζωή; Χρησιμοποιοῦνται τά χέρια, τά πόδια, ἡ γλῶσσα, τά μάτια, τά αὐτιά, ἡ ὄσφρησι, ἡ ἁφή, ἡ μνήμη, ἡ φαντασία, ἡ νοημοσύνη... Τά περισσότερα ἀπ’ αὐτά ἀντιπροσωπεύουν τήν κατώτερη πλευρά τοῦ ἀνθρώπου, τήν πλευρά πού εἶναι κοινή στόν ἄνθρωπο καί στά κτήνη. Ἡ ζωή τῶν κτηνῶν ἐξαντλεῖται στήν ἱκανοποίησι μιᾶς μόνο ἀνάγκης. Τό διαπιστώνει κανείς εὔκολα, ἄν παρατηρήση τίς προβατίνες μέ τά ἀρνάκια τους νά βόσκουν σέ ἕνα καταπράσινο λιβάδι. Πέρα ἀπ’ αὐτές τίς δυνάμεις, ὅμως, ὑπάρχουν στόν ἄνθρωπο δυό-τρία ἀκόμη “στρώματα” δυνάμεων μέ ἕνα κεντρικό ἄξονα»(ΟΘ, 14).

111. Σημειώνει ὁ ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Μέγας περιέγραψε τήν ἀκαταστασία, τήν πολύβουη κίνησι καί τό μάταιο κυνηγητό τῆς ἐπιγείας ζωῆς, πού τό γεύθηκες ἤδη. “Οἱ κάτοικοι τῆς γῆς”, γράφει ὁ ἅγιος, “καί τά τέκνα τοῦ κόσμου τούτου μοιάζουν μέ τό σιτάρι μέσα στό κόσκινο. Ἔτσι κοσκινίζονται καί οἱ ψυχές μέ τούς ἄστατους κοσμικούς λογισμούς, τήν ἀκατάπαυστη ταραχή τῶν γηΐνων πραγμάτων καί τίς πολύπλοκες ὑλικές φροντίδες. Ὁ σατανάς ταρακουνάει μέ τό κόσκινο, δηλαδή μέ τίς ἐπίγειες μέριμνες, ὁλόκληρο τό ἁμαρτωλό γένος τῶν ἀνθρώπων. Μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἀφότου δηλαδή ὁ Ἀδάμ ἀθέτησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί βρέθηκε κάτω ἀπ’ τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους κοσκινίζει μέ ἀκατάπαυστους ἀπατηλούς λογισμούς τούς ἀνθρώπους, χτυπώντας τους στά τοιχώματα τοῦ κόσκινου αὐτῆς τῆς γῆς. Ὅπως, δηλαδή, τό κόσκινο ταρακουνάει καί περιστρέφει καί χτυπάει τό σιτάρι, ἔτσι καί ὁ διάβολος, αἰχμαλωτίζοντας μέ τά γήινα πράγματα τίς ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδάμ, τίς ταράζει, τίς ἀναστατώνει, τίς ξεσηκώνει καί τίς παρασύρει σέ μάταιους λογισμούς, σέ αἰσχρές ἐπιθυμίες καί σέ κοσμικούς δεσμούς, ἐξαπατώντας τες καί ξελογιάζοντάς τες ἀκατάπαυστα. Ὁ Κύριος εἶχε μιλήσει προφητικά στούς ἀποστόλους Του γιά τόν μελλοντικό τους πειρασμό: ‘Ὁ σατανάς ζήτησε νά σᾶς δοκιμάση σάν τό σιτάρι στό κόσκινο. Ἐγώ, ὅμως, προσευχήθηκα στόν Πατέρα Μου νά μή σᾶς ἐγκαταλείψη ἡ πίστι σας’. Ἡ ρῆσι καί ἀπόφασι, ἄλλωστε, πού ἐξαγγέλθηκε ἀπ’ τό Δημιουργό στόν Κάιν, εἶναι ξεκάθαρη: ‘Θά στενάζης καί θά τρέμης καί θά χτυπιέσαι πάνω στή γῆ’. Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει, μεταφορικά, μέ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς. Νιώθουν ἀνασφάλεια καί ἀβεβαιότητα μέσα στούς ἄστατους λογισμούς τῆς δειλίας, μέσα στό φόβο, τή σύγχυσι, τήν ἐπιθυμία, τήν ἡδονή γιατί ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου πειράζει ὅσους δέν ἔχουν ἀναγεννηθῆ ἀπό τό Θεό, περιστρέφοντας ἄστατα, σάν τό σιτάρι μέσα στό κόσκινο, τούς λογισμούς τους, προκαλώντας τους αἴσθημα ἀνασφάλειας καί παγιδεύοντάς τους μέ κοσμικές ἀπάτες, σαρκικές ἡδονές, φόβους καί συγχύσεις”»(ΔΖ, 18).

112. «Ὁ Μιχαήλ ὁ Βουρλιώτης, ἦταν ἕνα νεαρό παιδί 18 χρονῶν ἕνα παλληκαράκι γεμάτο ὀμορφιά καί χάρι. Ἕνας Τοῦρκος τοῦ μίλησε γιά τήν ἄνεσι καί τή χαρά τῆς νιότης. Καί τόν κατάφερε. Καί ὁ Μιχαλάκης ἀρνήθηκε τό Χριστό. Ἦταν τό Σάββατο τῆς πρώτης Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν τό Σάββατο τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, τό ἔτος 1772. Στή Σμύρνη.
Κύλησαν οἱ ἡμέρες. Καί ἦρθε τό Πάσχα. Τόν ἴδιο χρόνο. Καί περπατώντας ὁ Μιχαλάκης στούς δρόμους τῆς Σμύρνης, ἄκουσε μέσα σέ ἕνα καπηλειό, σέ μιά ταβέρνα, τούς πρώην φίλους του ρωμιούς νεαρά παιδιά, ἀντί γιά τραγούδια κοσμικά, νά ψάλλουν τό “Χριστός Ἀνέστη” κάτι ξύπνησε μέσα του ἦλθε σέ αἴσθησι μετάνιωσε ἔτρεξε ἐκεῖ ἔγινε μαζί τους ἕνα κι ἔψαλλε, ὅπως παλαιότερα, μαζί τους κι αὐτός τό “Χριστός Ἀνέστη”.
Τόν λυπήθηκαν. Καί τόν προσφώνησαν:
—Φύγε! Δέν κάνει Τοῦρκος νά ψάλλη τό Χριστός ἀνέστη! Θά τό πληρώσης ἀκριβά!
Ἀπάντησε ὁ Μιχάλης:
—Ἔννοια σας καί αὔριο θά δῆτε.
Καί πράγματι τή Δευτέρα πῆγε στόν κατῆ καί τοῦ εἶπε:
—Ἕνας ἄνθρωπος μέ βρῆκε μικρό καί κουτό καί μέ ἀπάτησε. Μοῦ πῆρε χρυσάφι. Καί μοῦ ἔδωσε μολύβι! Δέν λέει ὁ νόμος, ὅτι ἔχω δικαίωμα νά τοῦ ἐπιστρέψω τό μολύβι του καί νά ζητήσω νά πάρω πίσω τό χρυσάφι μου;
—Ναί, ἀπάντησε ὁ κατῆς. Αὐτό λέει ὁ νόμος μας.
—Λοιπόν, τοῦ λέει ὁ Μιχαλάκης. Ἐμένα γέλασαν. Μοῦ ἔδωσαν μολύβι καί μοῦ πῆραν τό χρυσάφι μου. Ἐγώ τό ἐπιστρέφω τό μολύβι σας τήν πίστι σας! Ἀφῆστε με νά ξαναπάρω τήν πίστι μου, πού εἶναι χρυσάφι!
Προσπάθησαν ὅλοι μαζί, οἱ Τοῦρκοι πού βρέθηκαν ἐκεῖ, νά συνετίσουν τό “ἄμυαλο” παιδί. Δέν τά κατάφεραν. Τό ἔκλεισαν γιά δύο ἡμέρες στή φυλακή (Τρίτη καί Τετάρτη).
Καί τότε τόν ξαναπῆγαν στόν κατῆ. Καί ἐκεῖ ὁ νεαρός Μιχαήλ ὁμολόγησε καί πάλι τό Χριστό, ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός.
Μετά ἀπ’ αὐτό ὁ Τοῦρκος δικαστής, σκεπτόμενος εὔσπλαγχνα γιά ἕνα “ἀνόητο” παιδί, διέταξε νά τοῦ κόψουν τό κεφάλι, χωρίς βασανιστήρια.
Στόν τόπο στόν ὁποῖο θά τόν ἀποκεφάλιζαν εἶχαν συγκεντρωθῆ πολλοί Χριστιανοί. Νά καμαρώσουν τόν ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ.
Βλέποντάς τους ὁ Μιχάλης ἔσκυψε τό κεφάλι ταπεινά καί, μέ σχῆμα καί μέ λόγο τούς παρακάλεσε:
—Συγχωρῆστε με, ἀδελφοί χριστιανοί, τό ἀνόητο παιδί. Παρακαλέστε τόν Κύριο, νά μέ δεχθῆ κοντά Του.
Τόν ἔσφαζαν κι ἔλαμπε ἀπό χαρά. Καί πῆρε τοῦ μαρτυρίου τόν ἀμαράντινο στέφανο. Ἦταν τότε 16 Ἀπριλίου 1772, ἡμέρα Πέμπτη»(ΗΑ, 26).

113. «Ὁ Ingmar Bergman εἶναι ἕνας ἀπ’ τούς πιό ἐπιτυχημένους ἀνθρώπους στό Hollywood. Σημείωσε μιά καταπληκτική ἐπιτυχία στά τρία βασικά σημεῖα, πού ἀποτελοῦν τίς ἐπιδιώξεις τοῦ ἀνθρώπου πού ζῆ χωρίς Θεό: χρήματα ἔρωτας δημοσιότητα.
Ὅμως ἡ περιπλάνησι στή ζωή χωρίς Θεό καί χωρίς ἐλπίδα, τόν γέμισε ἀγωνία. Καί κάποια στιγμή κατάλαβε τό λάθος τῆς μέχρι τότε τοποθετήσεώς του. Καί τό ἔλεγε ἀνοιχτά. Καί τό διεκήρυττε.
Σέ μιά τέτοια συνομιλία του, ἕνας φίλος του τοῦ πέταξε ξαφνικά τό ἐρώτημα:
—Κι ἄν δέν ὑπάρχη Θεός, τί κάνουμε;
Ἀπάντησε ὁ Bergman:
—Ἄν δέν ὑπάρχη Θεός, δέν μᾶς μένει παρά νά αὐτοκτονήσουμε!
Ζωή “χωρίς Χριστό”(Ἐφ 2, 12) δέν γίνεται. Ἡ πιό ταλαίπωρη μορφή ζωῆς, εἶναι νά ζῆς “ὡς ἄθεος ἐν τῶ κόσμῳ”(Ἐφ 2, 12)»(ΗΑ, 30).

114. «Τό Εὐαγγέλιο δέν μᾶς δίνει τό ὄνομα τοῦ πλουσίου, ἐνῶ ἀντίθετα μᾶς λέει τό ὄνομα τοῦ φτωχοῦ. Μέ αὐτό, τό Εὐαγγέλιο θέλει νά μᾶς δείξη, ὅτι ὁ πλοῦτος συνήθως τόν διαλύει τόν ἄνθρωπο σέ τέτοιο βαθμό, πού τόν κάνει νά χάνη κάθε προσωπική ἀξία. Καί νά καταντάη καί ὁ ἴδιος “πορτοφόλι”. Δηλαδή ἕνας ἄνθρωπος μέ πολλά λεφτά. Καί τίποτε ἄλλο.
Ἕνας ἄνθρωπος, χωρίς καμμία δική του ἀξία. Ἕνας ἄνθρωπος, χωρίς καθόλου προσωπική ἀξία. Ἕνας ἄνθρωπος-πορτοφόλι χωρίς λεφτά. Ἔχει πορτοφόλι ἀξία χωρίς λεφτά;
Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι τό Εὐαγγέλιο δέν ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ πλουσίου. Γιατί... ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶχε χάσει καί ξεχάσει κάθε ἀνθρώπινη καί κάθε ἠθική ἀξία»(ΕΖ, 5).

115. «Βασιλιᾶς τῶν Βανδάλων ἦταν ὁ Γελίμερ. Στή βόρεια Ἀφρική. Πάμπλουτος. Καί παντοδύναμος. Μά νικήθηκε ἀπ’ τό στρατηγό τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ μας Ἰουστινιανοῦ, τό Βελισάριο, πού μάλιστα, τόν συνέλαβε καί αἰχμάλωτο.
Ποῦ ὁ ὑψηλός θρόνος, καί ποῦ τό μπουντρούμι τῆς φυλακῆς! Καί ἀπό ἐκεῖ, ἐντελῶς ἐξουθενωμένος, ὁλοκληρωτικά ταπεινωμένος, ὁ Γελίμερ ἀπηύθυνε στό Βελισάριο ἕνα ταπεινότατο αἴτημα. Τοῦ ζήτησε:
—λίγο ψωμί, νά γεμίση τήν κοιλιά του.
—μιά κιθάρα νά παίζη, νά ξεχνᾶ τήν πίκρα του.
—κι ἕνα μαντήλι νά σκουπίζη τά δάκρυά του.
Τί ταπείνωσι! Τί ἐξευτελισμός!
Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν!»(ΕΖ, 13).

116. «—Ἄν ἐρχόταν κάποιος πεθαμένος καί μοῦ ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή, θά πίστευα θά ἄλλαζα θά γινόμουν κι ἐγώ καλός χριστιανός.
Μά δέν εἶναι ἀληθινό. Εἶναι μιά ψεύτικη πρόφασι μιά ὑπεκφυγή. Γιατί εἶναι γεγονός. Κάποιος πῆγε καί γύρισε. Καί μᾶς τό εἶπε. Ὁ Χριστός. Πού κατέβηκε στόν Ἅδη. Καί ξαναγύρισε. Καί ἀναστήθηκε. Τοῦ Χριστοῦ λόγια εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου»(ΕΖ 1998, 29).

117. «Ἕνα μικρό παιδί εἶχε πάει στό φτωχομαγαζάκι τοῦ πατέρα του. Καί ἐκεῖ παρακολουθοῦσε σιωπηλά τή δουλειά τοῦ μπαμπᾶ του καί τίς συναλλαγές του.
Οἱ πελάτες διάλεγαν τά πράγματα τά ὁποῖα ἤθελαν, πλήρωναν, ἔπαιρναν τά ρέστα τους κι ἔφευγαν.
Ὅλα καλά, ἤρεμα καί εἰρηνικά.
Κάποια στιγμή ἦλθε καί μιά πλούσια κυρία. Πῆρε τά πράγματα τά ὁποῖα ἤθελε. Ἔδωσε ἕνα μεγάλο νόμισμα, νά τά πληρώση. Καί περίμενε τά ρέστα της, τά ὁποῖα ἦσαν διάφορα μικρότερα νομίσματα. Ἀνάμεσά τους ἦταν κι ἕνα νομισματάκι τιποτένιας ἀξίας, πολύ βρώμικο.
Ἡ πλούσια κυρία δέν καταδέχθηκε νά τό πιάση στό χέρι της. Τό κύτταξε μέ ἀηδία καί εἶπε:
—Αὐτό νά τό δώσης στό παιδί σου νά τό ρίξη τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία!
Τό ἔσπρωξε πρός τό μέρος του κι ἔφυγε.
Τό φτωχό παιδί τό πῆρε. Ἀλλά τά λόγια της τό εἶχαν ἀναστατώσει. Καί ρώτησε.
—Κάνει νά δίνουμε στό Χριστό τά βρώμικα, μπαμπά;
Δέν τοῦ πήγαινε αὐτή ἡ σκέψι.
Τοῦ ἀπάντησε ὁ πατέρας του:
—Ἐκεῖνα τά ὁποῖα δίνουμε στό Χριστό, παιδί μου, πρέπει νά εἶναι τά πιό ὄμορφα τά πιό λαμπρά.
Ἔτσι τό μικρό παιδί πῆρε τή βρώμικη ἐκείνη δεκάρα. Γιά νά τή ρίξη στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά μή θέλοντας νά τή δώση βρώμικη στό Χριστό, ἄρχισε νά τήν τρίβη, νά καθαρίση.
Καί τρίβοντάς την κάθε ἡμέρα λίγο, μέχρι τήν Κυριακή τήν εἶχε κάνει ἀπό χάλκινη καί ἔλαμπε σάν νά ἦταν ἀπό χρυσάφι.
Καί ὅταν τήν Κυριακή, τήν ἔρριξε στό κουτί, γιά νά πάρη κερί, τήν πῆραν οἱ ἄγγελοι καί τήν πῆγαν κατ’ εὐθεῖαν στό Χριστό. Καί τήν ἀπέθεσαν στά χέρια Του.
Καί ὁ Χριστός τήν πῆρε. Καί τήν εὐλόγησε. Καί εἶπε:
—Εἶναι μιά ἀπ’ τίς πιό ὄμορφες προσφορές τίς ὁποῖες ἔχω δεῖ!
Τί ἦταν ἐκεῖνο, πού ἔκανε τή δεκάρα τόσο ὄμορφη στά μάτια τοῦ Χριστοῦ;
Τό χρῶμα; Τό τρίψιμο; Ἡ λάμψι; Ὄχι. Ἦταν κάτι ἄλλο.
Ἡ ἐσωτερική διάθεσι τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, πού δέν τό ἀνεχόταν, νά δώση στό Χριστό κάτι τό ἄσχημο, κάτι πού κι αὐτό τό ἔβλεπε ὅτι ἦταν βρώμικο.
Ἔτσι καθάρισε τό παιδί τή δεκάρα. Χωρίς, λόγῳ ἡλικίας, νά τό ὑποψιάζεται, ὅτι καθαρίζοντας τή δεκάρα, καθάριζε πρῶτα τήν ψυχή του, ἀφοῦ ἔτσι κατανοοῦσε ὅλο καί πιό πολύ, ὅτι, ὅ,τι ἔχει σχέσι μέ τό Θεό, πρέπει νά εἶναι μέσα κι ἔξω καθαρό.
Ἐμεῖς, πῶς θά καθαρίσουμε ἀπ’ τή σκουριά τήν καρδιά μας καί τήν ψυχή μας;»(ΕΖ, 33).

118. «Ἕνα καράβι ταξίδευε στό πέλαγος. Καί τό ἔπιασε φοβερή τρικυμία. Φόβος παγερός εἶχε καταλάβει καπετάνιο καί πλήρωμα. Δέν ἦταν ἡ σημερινή ἐποχή. Τότε τά καράβια ἦταν ξύλινα. Καί μέ πανιά! Καί τό παλιοκάραβο εἶχε ἀρχίσει νά μπάζη νερά. Ἡ τρόμπα δούλευε ἀδιάκοπα. Μά δέν πρόφθανε! Καί τό καράβι εἶχε ἀρχίσει νά βουλιάζη. Ἄν τό καράβι χανόταν, τί νά τούς ἔκαναν οἱ βαρκοῦλες του καί τά σωσίβια; Ἔνοιωσαν ὅλοι, πώς κάθε ἐλπίδα εἶχε χαθῆ. Καί τότε ἔστρεψαν τό νοῦ στήν Παναγία, πού εἶναι: “ἐλπίς ἀπηλπισμένων”.
—Φθάσε, Παναγία Μυρτιδιώτισσα, Προστάτρια καί Σκέπη τοῦ νησιοῦ μας. Σῶσε μας. Λυπήσου τά παιδιά μας καί τούς γέροντες γονεῖς μας, πού μᾶς περιμένουν!...
Λίγο ἤθελε ἀκόμη τό καράβι νά βουλιάξη. Μά ξαφνικά φάνηκε ἀνάμεσά τους μιά ὁλόφωτη γυναῖκα. Καί τούς εἶπε:
—Ἦρθα! Μή φοβᾶσθε! Τό καράβι σας θά σωθῆ! Καί βούτηξε μέσα στή θάλασσα μέ ἕνα σφουγγάρι στό χέρι κι ἔκλεισε τήν τρύπα πού εἶχε ἀνοίξει στό σκάφος!
Σέ λίγα λεπτά, τό καράβι συνέχιζε ἥσυχο τό δρόμο του.
Στό πρῶτο λιμάνι πῆγαν τό σκάφος γιά ἐπισκευή. Καί τί θαῦμα εἶδαν! Εἶδαν τήν τρύπα, πού εἶχε ἀνοίξει στό σκάφος, βουλωμένη μέ τό σφουγγάρι τό ὁποῖο κρατοῦσε στά χέρια της ἡ Παναγία, ὅταν φάνηκε στό καράβι τους! Ὅλος ὁ κόσμος τό εἶδε αὐτό τό θαῦμα»(ΘΕ, 8).
Ἡ θαυματουργία τῶν Ἁγίων.

119. «Ἕνας σουλτᾶνος εἶχε νά κάνη πόλεμο μέ τούς Μογγόλους, πού τότε (ΙΓ´-ΙΔ´ αἰ.) ὄργωναν τίς χῶρες τῆς ἀνατολῆς.
Μάζεψε τό στρατό του καί ξεκίνησε νά τούς ἀντικρούση νά τούς ἀπωθήση ἔξω ἀπ’ τά ὅρια τοῦ σουλτανάτου του. Ὅμως, ὅλα δέν πήγαιναν ὅπως τά ἤθελε. Καί μή μπορώντας νά τό ἀνεχθῆ, πώς κάτι δέν γίνεται ὅπως ὁ ἴδιος τό ἤθελε, ἀνάβει. Καί τά συναισθήματα ὀργῆς γίνονται μέσα του θύελλα. Οἱ νεαροί ἀξιωματικοί τοῦ στρατοῦ του τοῦ χτυποῦν στά νεῦρα. Κάνουν ἐνέργειες, πού ὅσο πιό πολύ πέφτουν στήν ἀντίληψί του, τόσο ἀνάβει! Καί ἐπειδή δέν μένει τίποτε κρυφό, τό ποτήρι ξεχειλίζει. Καί τό παίρνει ἀπόφασι: Ἕνας δέν θά μείνη! Θά τούς κόψη τά κεφάλια ὅλων! Ποιός ὅμως θά ὑλοποιήση τήν ἀπόφασι;
Συγκαλεῖ τό συμβούλιο τῶν στρατηγῶν του, κάτι γεροντάκια, τούς ὁποίους σέρνουν στόν πόλεμο, γιατί ἔχουν πεῖρα. Καί τούς ἀνακοινώνει τήν ἀπόφασί του.
Οἱ στρατηγοί καταλαβαίνουν, ὅτι κάτι δέν πάει καλά. Προσπαθοῦν κάτι νά ποῦν. Καί ψελλίζουν δειλά:
—Μήν ἀνάβεις, σουλτᾶνε μας!
Ἀλλά ἐκεῖνος ἀνάβει χειρότερα. Καί λέει μέ ὀργή:
—Ξέρετε, τί γίνεται γύρω σας; Δέν δέχομαι τίποτε! Θά ξεκαθαρίση ἡ κατάστασι!
Οἱ γέροι στρατηγοί μένουν ἄφωνοι, βουβοί. Τό θέμα γιά τό σουλτᾶνο εἶναι λυμένο. Συμβούλιο συγκαλεῖ, ἀλλά δέν ζητάει συμβουλή! Τί νά τοῦ ἔλεγαν; Καί σιωποῦν. Καλά δέν ἔκαναν;
Ἀλλά ἐνῶ ἐκεῖνοι σιωποῦν, παίρνει τό λόγο ὁ γελωτοποιός τοῦ σουλτάνου. Τόν θεωροῦσαν διανοητικά καθυστερημένο. Ἔλεγε χαζομάρες. Καί ὁ σουλτάνος γελοῦσε. Καί μαζί του οἱ φίλοι του. Καί ἐπειδή ὁ σουλτᾶνος μας πάντοτε ἐνδιαφερόταν νά διώχνη προβλήματα καί πίκρες καί νά βρίσκη τρόπο νά γελᾶ, νά περνᾶ ὄμορφα —ἔστω κι ἄν γύρω του ὁ κόσμος χαλάει—, ὁ γελωτοποιός του ἦταν παντοῦ καί πάντοτε σέ ὅλα παρών.
Παρακολουθεῖ, λοιπόν, ὁ γελωτοποιός. Μά δέν γελάει! Καί δέν κάνει οὔτε χειρονομίες ἀστεῖες οὔτε χαζομάρες. Εἶναι συνοφρυωμένος! Καί μέσα στή γενική σιγή παίρνει τό λόγο. Καί λέει:
—Μπράβο, σουλτᾶνε μου, πολυχρονεμένε μου! Ἡ πιό σωστή καί ἡ πιό δίκαιη ἀπόφασι! Ἕνας νά μή μείνη! Γίνεται στρατός μέ τέτοιους ἀξιωματικούς; Καί μπορεῖ κανείς νά περιμένη ἀπ’ αὐτούς καλό; Ἕνας νά μή μείνη! Ὅσο γιά τούς Μογγόλους μή χολοσκᾶς! Σύ θά πάρης τή σημαία! Κι ἐγώ τή σάλπιγγα! Καί θά ὁρμήσουμε πάνω τους! Ἕνας δέν θά μείνη! Ἀμ’ τί δά!
Αὐτά εἶπε. Μά τί παράξενο! Οὔτε ὁ ἴδιος γελάει, οὔτε κανένας ἄλλος. Οὔτε ὁ σουλτᾶνος. Καί τό ἀκόμη πιό παράξενο! Ὅλοι θέλουν νά γελάσουν (καί ὁ ἴδιος ὁ σουλτᾶνος) εἰς βάρος τοῦ σουλτάνου!
Ὅλοι τό καταλαβαίνουν, ὅτι ὁ χαζούλης, πού μέχρι τότε ἔλεγε μόνο χαζομάρες, τώρα εἶχε πεῖ τό σωστό τώρα ἦταν ὁ μόνος πού ἔλεγε τό σωστό. Ὅλοι τό ἔβλεπαν, τό εἶδαν, τό συνειδητοποίησαν, ὅτι τά θέματα, καί μάλιστα τά σοβαρά, δέν κάνει νά τά λύνουμε μέ τίς παρορμήσεις τῆς ψυχολογικῆς μας διαθέσεως καί μέ ὁδηγό τά πάθη μας καί τίς κακίες μας, ἀλλά μέ τή λογική»(ΜΜ, 12).

120. «Ὁ Λυσίμαχος ἦταν ἕνας ἀπ’ τούς γενναιοτέρους στρατηγούς τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Μά παράλληλα ἦταν ὑποδουλωμένος στά πάθη του καί στίς ὀρέξεις του. Τοῦ ἦταν ἀδύνατο νά πῆ “ὄχι”, στήν ὅποια ἐπιθυμία του! Μόλις τόν ἔπιανε, τό μυαλό του σκοτιζόταν! Τά ξέχναγε ὅλα! Κι ἕνα μόνο ἔβλεπε μπροστά του. Πῶς θά ἱκανοποιήση τήν ἐπιθυμία του! Φαντασθῆτε, τί χουνέρια θά εἶχε πάθει!
Κάποτε ἔπαθε τό χειρότερο.
Βρισκόταν σέ πόλεμο. Ἡ μάχη εἶχε ἀνάψει. Καί βρισκόταν στό πιό κρίσιμο σημεῖο της. Ἀλλά ἡ ζέστη, ὁ ἱδρώτας, ὁ κόπος τῆς πολύωρης σῶμα μέ σῶμα πάλης, τόν εἶχαν πιά στεγνώσει. Ὁ Λυσίμαχος αἰσθάνθηκε μιά ἀφόρητη δίψα. Καί μή ὄντας συνηθισμένος νά λέη στίς ὀρέξεις του ὄχι, κάθε ἀντίστασι μέσα του κάμφθηκε. Ξέχασε τά πάντα. Κι ὅρμησε σέ μιά κοντυνή πηγή νά πιῆ, νά ξεδιψάση, χωρίς νά δώση ὁδηγίες στό στρατό!
Καί ὁ στρατός; Μή βλέποντας πιά τόν ἀρχηγό του ἀνάμεσά του, κάμφθηκε! Ἔχασε τό ἠθικό του. Καί νικήθηκε. Καί ὁ Λυσίμαχος; Συνελήφθη αἰχμάλωτος. Σάν τό λιοντάρι. Πού, ἐνῶ εἶναι ὁ βασιλιᾶς τῶν ζώων, συλλαμβάνεται καί κλείνεται στό κλουβί, γιατί δέν ξέρει νά κυριαρχήση στή λαιμαργία του. Καί δέν ξέρει νά κάνη πίσω!
Κλαίει ὁ Λυσίμαχος. Κτυπᾶ τό κεφάλι του:
—Αἰχμάλωτος γιά ἕνα ποτήρι νερό!»(ΜΜ, 22).

121. Ὁ Στάρετς Ἀνατόλιος τῆς Ὄπτινα, «λίγο μετά τήν κουρά, παρεκάλεσε τήν ἀδελφή Ἀμβροσία, πού εἶχε κατεβεῖ ἀπ’ τό Σαμορντίνο στήν Ὄπτινα νά τόν παρακολουθῆ [ὡς γιατρός], νά τοῦ διαβάση κάτι. Καί ἐκείνη τοῦ διάβασε ἀπό κάποιο φυλλάδιο, μιά ἱστορία:
“Ἔπαθε βλάβη ἕνα καράβι καί βούλιαξε. Καί ὁ κάθε ἐπιβάτης ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε να σωθῆ. Ἄλλος σέ μιά βάρκα. Ἄλλος σέ μιά σανίδα. Ἄλλος κολυμποῦσε στό νερό... Ἄλλος... Ἄλλος... Ὁ καπετάνιος καθόταν στό τιμόνι κι ἔκανε προσευχή. Παρακαλοῦσε τόν Κύριο νά βοηθήση τούς ἐπιβάτες τοῦ καραβιοῦ του νά σωθοῦν. Κρατοῦσε τό τιμόνι, γιά νά κρατᾶ τό καράβι, μέχρι πού νά φύγουν ὅλοι νά σωθοῦν. Καί παρακαλοῦσε τόν Κύριο γιά τούς ἄλλους. Καί ξαφνικά, εἶδε καί ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί. Καί εἶδε τό Σωτῆρα Χριστό, νά τόν περιμένη μέ ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά Του”.
Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ π. Ἀνατόλιος. Μέχρι τήν τελευταία του πνοή»(ΣΑ, 119).

122. «Ἔλεγαν οἱ μαθητές τοῦ στάρετς Μιχαήλ Μπαντίλα (1880-1957) καί αὐτή τήν ἀξιοθαύμαστη ἱστορία του:
Μιά καλοκαιριάτικη νύκτα, ἐνῶ κοιμόταν ὁ Γέροντας, ἄκουσε ξαφνικά μιά προστακτική φωνή, πού ἐπαναλήφθηκε δύο φορές.
—Πήγαινε καί πάρε τόν ἐρημίτη ἀπ’ τό ξέφωτο Ὀμπίρσιε!
Ὅταν ξημέρωσε, ὁ Γέροντας προσευχήθηκε, καί παίρνοντας τόν Πνευματικό του, Ἀντώνιο ἱερομόναχο, ἀνέβησαν μαζί στό βουνό γιά τό ξέφωτο Ὀμπίρσιε. Κανείς δέν γνώριζε ὅτι ἀγωνιζόταν στό μέρος ἐκεῖνο ἕνας ἐρημίτης. Πράγματι στό ξέφωτο βρῆκαν ἕνα ἐρημικό καλυβόσπιτο καί μπροστά του ἕνα μοναχό καθισμένο σ’ ἕνα κούτσουρο ἀπό κορμό δένδρου.
—Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπε ὁ στάρετς Μιχαήλ. Παρετήρησαν, ὅμως, ὅτι ὁ ἄγνωστος καί ἅγιος αὐτός ἡσυχαστής εἶχε φύγει ἀπ’ αὐτή τή ζωή. Τότε οἱ πατέρες τόν κατέβασαν ἀπ’ τό βουνό καί τόν ἔθαψαν στή σκήτη, δίπλα στήν ἐκκλησία. Πόσοι ἄγνωστοι ἀπ’ τούς ἀνθρώπους ἐρημίτες μοναχοί ἀγωνίζονται στά βάθη τῶν Καρπαθίων ὀρέων!»(ΡΠ, 122).

123. Γέρων Ἀρσένιος Μπόκα: «Αὐτός πού ἀποκαλύπτει τά καλά του ἔργα καί τά σαλπίζει, μοιάζει μέ τό γεωργό, ὁ ὁποῖος σπέρνει τό σπόρο στίς πέτρες, καί ἔρχονται τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί τόν τρώγουν. Ἡ κενοδοξία μεταβάλλει τά καλά ἔργα καί τά κάνει ἀνώφελα καί κοσμικά»(ΡΠ, 248).

124. Γράφει ὁ Θ. Δημακόπουλος γιά τόν π. Ἀχίλλειο: «Σέ μιά ἀπ’ τίς περίφημες ὡριαῖες ὁμιλίες του τῆς Τρίτης στόν Ἅγ. Γεώργιο τῆς Ἀμαλιάδος, ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, θυμᾶμαι, ἀνέφερε ἕνα πραγματικό περιστατικό γιά κάποιο ταπεινό χωρικό ὀνόματι Χαράλαμπο. Ἀπελπιστική ξηρασία στή περιοχή, ἀδυναμία καλλιέργειας καί σπορᾶς, καί ὁ ἀγαθός χωρικός πέφτει στά γόνατα, ἀτενίζει δακρυσμένος τόν οὐρανό καί διαμαρτύρεται καί παρακαλεῖ: “Θεέ μου ἄν ἤμουν ἐγώ Θεός καί ἐσύ Χαράλαμπος καί μέ παρακαλοῦσες δέν θά σοῦ ἔστελνα βροχή; Τώρα γιατί δέν μοῦ στέλνεις;”. Καί σέ λίγο ἦρθαν τά σύννεφα μέ τή βροχή καί μαζί μέ τό χωράφι τοῦ Χαράλαμπου πότισαν καί τά χωράφια τῶν ἄλλων»(ΠΑ, 17).

125. Ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Παΐσιος: «Στόν πόλεμο ἕνας βαρειά τραυματισμένος ζήτησε ἀπό ἕνα ἱερέα νερό καί ἐκεῖνος δέν τοῦ ἔδωσε. Ἀδιαφόρησε, ἐνῶ εἶχε στό παγούρι του λίγο νερό. Ὁ τραυματίας σέ λίγο πέθανε καί ὁ ἱερέας, μόλις συνειδητοποίησε τό σφάλμα του, ἦταν ἀπαρηγόρητος. Τόν μνημόνευε συνεχῶς. Ἦρθε στό Καλύβι καί μοῦ εἶπε τόν πόνο του. Ὁ καημένος εἶχε πολύ θυσία, ἀλλά δέν κατάλαβε πῶς τό ἔκανε αὐτό. Τό ἐπέτρεψε ὁ Θεός, πῆρε δηλαδή γιά λίγο τή Χάρι Του, ἐπειδή ὁ τραυματίας εἶχε πολύ ἀνάγκη ἀπό προσευχή. Ἄν ὁ ἱερέας τοῦ ἔδινε νερό, θά τόν ξεχνοῦσε, ἐνῶ τώρα τόν πείραζε ἡ συνείδησί καί προσευχόταν συνέχεια γι’ αὐτόν»(ΠΠ, 146).

126. Γράφει ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ: «Ἄς μή δίνουμε σημασία στίς ὀπτασίες καί ἄς μήν πιάνουμε σχέσεις ἤ συζήτησι μέ τά πρόσωπα πού μᾶς ἐμφανίζονται. Ἄς θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας ἀδύναμο γιά ἀναμέτρησι μέ τά πονηρά πνεύματα καί ἀνάξιο γιά ἐπικοινωνία μέ τά ἅγια πνεύματα»(ΑΧ, 167).

127. «Ὅπως τό παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ χρησιμοποιεῖται γιά δυό ἀνάγκες: γιά νά βγῆ ἀπό αὐτό ὁ ἀκάθαρτος ἀέρας καί νά μπῆ ὁ καθαρός, ἔτσι καί μέ τή μετάνοια ἐξέρχεται ἀπ’ τόν ἄνθρωπο τό κακό πνεῦμα καί εἰσέρχεται τό Ἅγ. Πνεῦμα!»(ΑΧ, 14).

128. Ἕνας στρατιώτης τοῦ ᾽40 σημειώνει: «Αὐτό τό ὁποῖο θά σᾶς πῶ τώρα ἔγινε τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Δεκέμβρη: Ἦταν καί ἡ τελευταία μου μέρα στό μέτωπο, γιατί κατά τό μεσημέρι τραυματίσθηκα. Ξημερώνοντας, λοιπόν, ἡ Κυριακή μᾶς βρῆκε νά κατεβαίνουμε μιά πλαγιά, στήν ὁποία εἴχαμε φθάσει ἀπ’ τήν προηγούμενη μέρα. Ὅλο τό Σάββατο ὁ π. Ἀχίλλειος ἐξομολογοῦσε καί μᾶς εἶπε, ὅσοι ἤθελαν, μποροῦσαν νά κοινωνήσουν τήν ἄλλη μέρα. Τό Σύνταγμά μας θά ἔμπαινε σέ καινούργιες μάχες. Σάν ξημέρωσε, τό χιόνι εἶχε πάψει νά πέφτη. Μερικοί στρατιῶτες εἶχαν στολίσει μέ ἐλάτια καί ἀγριορύκια, τά ὁποῖα εἴχαν κόψει ἀπό ἕνα χωριό, τό μέρος στό ὁποῖο θά ἔμπαινε ἡ Ἁγία Τράπεζα. Τό μάτι κουραζόταν νά βλέπη αὐτή τήν ἀπέραντη λευκότητα. Ὁ διοικητής, οἱ ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες, ὅλοι συγκεντρωθήκαμε ὅσο μπορούσαμε ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Τά ψαλσίματα ἀντιλαλοῦσαν στά γύρω ὑψώματα. Εἶχε προχωρήσει ἡ λειτουργία ἀρκετά, ὅταν ἀκούσαμε ξαφνικά τό βόμβο πολλῶν ἀεροπλάνων καί φάνηκαν σέ λίγο στό βάθος καμμιά πενηνταριά. Δεκαεπτά ἀπ’ τά δεξιά μας, εἴκοσι ἀπό πίσω μας, δώδεκα κατευθεῖαν πάνω μας. Ξαπλωθήκαμε ὅλοι ἀμέσως, σάν νά ἤμασταν ἕνας ἄνθρωπος, μέσα στό χιόνι. Οἱ ἀναπνοές μας σταμάτησαν. Ἔλεγες πώς σταμάτησαν καί οἱ καρδιές μας. Ἡ Λειτουργία φυσικά διεκόπη. Ἔσβησαν ἀπότομα τά ψαλσίματα. Ἔσβυσε καί τό θυμιατό. Οἱ βόμβες ὄργωναν γύρω μας τό παχύ στρῶμα τοῦ χιονιοῦ. Σφύριζαν καί βογγοῦσαν ἀπό πάνω μας σάν μανιασμένα τεράστια φίδια τοῦ οὐρανοῦ καί ἔσκαζαν μέ τό συνηθισμένο φοβερό τους κρότο πού ξεκούφαινε. Φαίνεται πώς μᾶς εἶχαν καταλάβει, γιατί πρώτη φορά ἐπέμεναν τόσο πολύ νά ξεφορτώσουν συγκεντρωμένες τίς βόμβες. Ξαφνικά ἕνα τρομερό βουητό, σά νά σηκώθηκε ἀπότομα δυνατός ἀέρας, σίφουνας σωστός, μᾶς ἔκανε ὅλους νά ἀνατριχιάσουμε, καθώς ἤμασταν χωμένοι μέσα στό χιόνι. Μιά τεράστια βόμβα στρίγγλισε πάνω ἀπ’ τά κεφάλια μας καί σφηνώθηκε μέσα στό χιόνι μπροστά, μά ἀκριβῶς μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα, χωρίς νά σκάση. Ἄν ἔσκαζε θά μᾶς ἔκανε κομμάτια. Θά σκότωνε ποιός ξέρει πόσους ἀπό μᾶς, καθώς ἤμασταν μαζεμένοι ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Αὐτή ἦταν καί ἡ τελευταία βόμβα τήν ὁποία ἔρριξαν. Θά νόμισαν πώς μᾶς ἔκαναν σμπαράλια καί σηκώθηκαν καί ἔφυγαν... Πήραμε μιά βαθειά ἀνάσα ὅλοι μαζί πού ἀκούσθηκε σάν στεναγμός. Σηκώσαμε σιγά τά κεφάλια μας περιμένοντας νά ἀντικρύσουμε νεκρούς καί τραυματίες. Νά δοῦμε τό χιόνι κοκκινισμένο ἀπό αἷμα συντρόφων μας, κορμιά λυωμένα καί σκορπισμένα ἀπ’ τίς βόμβες πού ἔσκασαν. Ὁ καθένας μας δέν πίστευε πώς καί ὁ ἴδιος ἦταν γερός. Κουνούσαμε τά χέρια καί τά ποδάρια μας γιά νά νοιώσουμε ἄν ἦταν κολλημένα στό κορμί μας. Δέν εἶχαμε τό θάρρος νά σηκωθοῦμε ἀκόμη ἐντελῶς ὄρθιοι. Ἔβλεπες ἕνα γύρω νά φυτρώνουν σάν μανιτάρια μονάχα κεφάλια καί ἄκουγες ἐρωτήματα γεμᾶτα ἀπορία: Ζῆς, ὠρέ Θανάση; Ζῆς, Σταμάτη, καί σύ ζῆς; Εἶσαι καλά; Ὁλόκληρος; Καί σύ, Δημητρό; Ὁ ἕνας δέν μποροῦσε νά πιστεύση γιά τόν ἄλλο πώς ζοῦσε. Πρῶτος σηκώθηκε ὁ ἱερέας. Τόν εἴδαμε πώς ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό κι ἔκανε τό σταυρό του. Κύτταξε γύρω του ἐρευνητικά καί φώναξε δυνατά:
—Σηκωθῆτε ὅλοι νά εὐχαριστήσουμε τό Θεό. Ζοῦμε ὅλοι. Δόξα στό Θεό.
Ὅπως ὁρμούσαμε στή μάχη, σάν μᾶς ἔδιναν τό σύνθημα, ἔτσι πεταχθήκαμε ὅλοι πάνω μέ ἀλαλαγμούς χαρᾶς. Οὔτε μιά μύτη δέν εἶχε ἀνοίξει κανενός. Τό χιόνι ἦταν λευκό, κατάλευκο, χωρίς μιά σταγόνα αἷμα. Ὁλόγυρά μας μόνο ἦταν γεμάτο λάκκους, πιτσιλισμένους μέ χώματα καί πέτρες. Ὅλοι γονατιστοί συνεχίσαμε τή Λειτουργία. Θαῦμα, μεγάλο θαῦμα, ἔλεγαν ὅλοι»(στό: ΘΔ, 70).

129. Ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Νικόλαος Ἀχρίδος: «Πρίν ἀπό μερικές μέρες μέ ἐπισκέφθηκε ἕνας ἔμπορος, πού μοῦ εἶπε γιά τόν ἑαυτό του τά ἑξῆς: “Κληρονόμησα μία ἐμπορική ἐπιχείρησι ἀπ’ τόν πατέρα μου καί ἐπιθυμοῦσα μέ κάθε τρόπο νά τήν ἐπεκτείνω. Χρησιμοποιοῦσα κάθε τρόπο καί κάθε μέσο γιά νά πετύχω τό στόχο μου. Ἐξαπατοῦσα τούς ἀνθρώπους, χρησιμοποίησα πλαστά χρήματα, ὁρκιζόμουν ψεύτικα τήν ὥρα κατά τήν ὁποία πουλοῦσα καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀγόραζα, ἔβαζα μεγάλο τόκο στούς ὀφειλέτες μου, ἔκλεβα ἀπ’ τόν καθένα καί ἤμουν τσιγκούνης μέ ὅλους. Καί ὅσο ἐγώ βυθιζόμουν μέ ὅλη μου τήν ψυχή στίς ἐμπορικές μου δραστηριότητες, ὁ διάβολος μπῆκε στό σπίτι μου ἀπ’ τήν ἄλλη πόρτα καί ἄρχισε νά τό καταστρέφη συθέμελα. Δηλαδή, ἡ γυναῖκα μου παραδόθηκε στήν ἀκολασία καί ὁ μοναχογιός μας, περιφρονώντας καί ἐμένα καί τή μητέρα του, ἔφυγε μακρυά, ἐγκατέλειψε τό σπίτι χωρίς νά πῆ τίποτε. Μιά Κυριακή, πρίν νά βραδιάση, καθόμουν στό σπίτι δίπλα στό παράθυρο, σκεπτόμενος τή δουλειά μου. Τότε ἄκουσα δύο ἀνθρώπους νά μιλοῦν, στό δρόμο κάτω ἀπ’ τό παράθυρό μου. Ὁ ἕνας ρώτησε τόν ἄλλο:
—Ποῦ βρισκόμασθε;
Καί ὁ ἄλλος εἶπε:
—Αὐτό εἶναι τό σπίτι τοῦ τάδε ἐμπόρου.
Ἀκούγοντας τό ὄνομά μου εἶπε ὁ πρῶτος:
—Ὁ Θεός ἄς συγχωρέση τήν ψυχή τοῦ τίμιου πατέρα του. Καλύτερα θά ἦταν αὐτός ὁ ἄσπλαγχνος γυιός του, νά σβήση ἀπ’ τήν ταμπέλα τό ὄνομα τοῦ τίμιου πατέρα του καί νά γράψη τήν ἐπιγραφή ‘Διάβολος καί Σία’.
Ἐκείνη τή στιγμή ἄν ἕνας κεραυνός κτυποῦσε τό σπίτι μου, λιγότερο θά μέ τάραζε ἀπό αὐτά τά λόγια. Τήν ἴδια νύκτα, παρόλο πού ἦταν σκοτάδι καί ἔβρεχε, πῆγα στόν τάφο τοῦ πατέρα μου καί ἔμεινα ἐκεῖ μέχρι τό ξημέρωμα, κλαίγοντας μέ λυγμούς. Τό πρωΐ ἐγκατέλειψα τά πάντα καί βρῆκα καταφύγιο σ’ ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέμεινα μέχρι τώρα, μετανοώντας βαθειά μέ νηστεία καί προσευχή. Σήμερα νιώθω πώς εἶμαι ἐντελῶς διαφορετικός ἄνθρωπος. Βρῆκα τήν ψυχή μου, τό μοναδικό μου θησαυρό. Ἄρχισα νά σκέπτωμαι καί νά φροντίζω γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μου, περισσότερο ἀπό καθετί ἄλλο στόν κόσμο”»(ΝΑ, 19).

130. Σημειώνει ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ: «“Ὅπου εἶναι τό σῶμα, ἐκεῖ θά μαζευθοῦν καί οἱ ἀετοί”(Λκ 17, 37), πού τρέφονται μ’ αὐτό τό σῶμα, μαρτυρεῖ τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Οἱ ἄξιοι, συμμετέχοντας στή μετάληψι τῆς πνευματικῆς τροφῆς, πού κατέβηκε ἀπ’ τόν οὐρανό καί δίνει ζωή στόν κόσμο, γίνονται πνευματικοί ἀετοί καί ἀνεβαίνουν ἀπ’ τά χαμηλώματα τῆς σαρκικῆς καταστάσεως στά οὐράνια ὕψη τῆς πνευματικῆς. Ἄς πετάξουμε κι ἐμεῖς ψηλά, ἐκεῖ ὅπου ὁ Θεάνθρωπος ἀνέβασε τό σῶμα Του καί τήν ἀνθρώπινη φύσι. Αὐτός μέ τή θεία Του φύσι εἶναι προαιώνια ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα καί μέ τήν ἀνθρώπινή Του φύσι κάθησε στά δεξιά τοῦ Πατέρα, στούς οὐρανούς, μετά τήν πραγματοποίησι τῆς λυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων»(ΑΕ, 227).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός


<>





Ἀναφέρει ὁ π. Ἰωακείμ Σπετσιέρης: 

«Μιά κόρη πού λεγόταν Ἄννα ἀπ᾽ τή Νάξο ἔμενε στήν Ἀθήνα ὡς ὑπηρέτρια σέ διάφορες καλές οἰκογένειες. Τότε πού τή γνώρισα ἦταν εἴκοσι ἐτῶν.
Μία μέρα, ἐνῶ διάβαζα τόν ἐσπερινό στήν ἐκκλησία τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων, ἦρθε στήν ἐκκλησία καί μετά τόν ἐσπερινό μοῦ εἶπε:
—π. Ἰωακείμ, κινδυνεύει ἡ τιμή μου· εἶμαι ὑπηρέτρια σέ μία καλή οἰκογένεια καί ὁ ἴδιος ὁ κύριός μου ἐπιβουλεύεται τήν τιμή μου. Ἄχ! Τί νά κάνω; Νά παντρευόμουν νά ἡσυχάσω.
Τῆς λέω:
—Κάνε τρεῖς μετάνοιες μπροστά στήν εἰκόνα τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων.
Ἔκανε καί τῆς εἶπα:
—Προσκύνησε τήν εἰκόνα καί κάνε ἄλλες τρεῖς μετάνοιες.
Προσκύνησε καί ἔκανε καί τίς τρεῖς μετάνοιες.
Τότε τῆς εἶπα:
—Πήγαινε καί μέσα σέ δεκαπέντε μέρες θά παντρευτῆς.
Καί ἔτσι ἔγινε· δέν πέρασαν δεκαπέντε μέρες καί παντρεύτηκε μέ ἕνα καλοκάγαθο νέο πού λεγόταν Λάζαρος. Ἀπέκτησε παιδιά καί ζῆ ἀκόμη στήν Ἀθήνα μέ τά παιδιά της»(ΠΕ, 43).

<>





Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἄνθρωποι πού δέν ζητοῦν τίποτε, εἶναι πάντα ἐκείνοι πού δίνουν τά περισσότερα.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εἴμαστε ἀνοιχτά βιβλία στά χέρια ἀγράμματων ἀνθρώπων.
Οἱ ἄνθρωποι, κρίνουν ἀπ᾽ τό ἐξώφυλλο, χωρίς νά διαβάζουν μέσα.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εὐαισθησία εἶναι, νά φορᾶς τά παπούτσια ὅλων καί νά μήν κρίνης τά βήματα κανενός!
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εἶσαι δυνατός ὅταν ἀναγνωρίζεις τίς ἀδυναμίες σου, ὄχι ὅταν πατᾶς σέ ἄλλους ἀνθρώπους.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Νομίζω ὄτι οἱ ἐξαιρετικοί ἄνθρωποι εἶναι ἐκείνοι πού ζοῦν τή ζωή μέ εὐαισθησία, πού ξέρουν πῶς νά ἀφοσιωθούν στούς ἄλλους καί ἀγαποῦν τή ζωή γιά αὐτό πού ἔχει νά προσφέρη ἡ κάθε μέρα.
Ἡ Πίστι εἶναι ἡ ἀληθινή δύναμι τῆς ζωῆς...
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Οἱ πιό εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι δέν εἶναι ἀπαραίτητα ἐκείνοι πού ἔχουν τά καλύτερα, ἀλλά ἐκείνοι πού κάνουν τό καλύτερο ἀπό αὐτό πού ἔχουν. Ἡ ζωή δέν εἶναι γιά τήν ἐπιβίωσι τῆς καταιγίδος, ἀλλά γιά τον χορό στη βροχή!
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Νά εἶσαι πάντα ὁ δρόμος γιά ἐκείνους πού χάνονται καί φῶς γιά ἐκείνους πού δέν ἐλπίζουν πιά.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com





«Καταθέτω κι ἐγώ, ὡς μιά σταγόνα ἀπ᾽ τήν προσωπική μου ὀδύνη, μιά φράσι πού εἶχα νά τήν ἀκούσω καί νά τήν αἰσθανθῶ ἀπ᾽ τό θάνατο ἐνός ἄλλου μακαριστοῦ Ἐπισκόπου, ἴδιας “κοπῆς” μέ τόν μακαριστό: τοῦ Χρυσοστόμου Βούλτσου, τοῦ πρῶτου Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης. Εἶχαν πεῖ γιά ἐκεῖνον, τό λέω κι ἐγώ τώρα ἐνώπιον τοῦ σεπτοῦ σκηνώματος τοῦ Σιατίστης:
Δεσπότης, ὄχι ἀπ᾽ τό “δεσπόζω”, ἀλλά ἀπ᾽ τό “δές πῶς ζῶ”.
Παῦλος, Μητροπολίτης Σισανίου καί Σιατίστης, Ὑπέρτιμος καί Ἔξαρχος Μακεδονίας: Ἕνας δεσπότης, ν᾽ ἀλλάξης ζωή»(ΜΣ).



<>





«Ἡ καρδερίνα (Παύλος Νιρβάνας)

—Φλώρια, καρδερίνες, φλώριααα!
—Πόσο τίς δίνεις, βρέ παιδί, τίς καρδερίνες; 
—Τρεῖς δραχμές, μπάρμπα. Τρεῖς δραχμές καί μ᾽ ἐγγύησι. Πάρε, ἀφέντη, νά σέ ξυπνᾶ τό πρωΐ.
—Δέν κάνει δύο δραχμές;
—Ἄν θέλης νά πάρης τή βραχνιασμένη...
Ὁ μεσόκοπος ἄνθρωπος μέ τά ξενικά ροῦχα, κάποιος πρόσφυγας ἀπό ἐκείνους, πού πλημμύριζαν τό πειραιώτικο λιμάνι, ἔβγαλε τό κομπόδεμα ἀπό τό ζωνάρι του, ἔδωσε ἕνα δίδραχμο στό παιδί καί πῆρε στά χέρια του τήν καρδερίνα.
Τήν κράτησε λιγάκι ἐλαφρά στά δάχτυλά του, τήν χάιδεψε πονετικά καί τήν κοίταξε καλά καλά, φέρνοντας τό ἀνήσυχο κεφαλάκι της μπροστά στά μάτια του, σάν νά ἤθελε νά τῆς πῆ κάποιο γλυκό λόγο. Ὕστερα, τινάζοντάς την ἐλεύθερη πάνω στήν παλάμη του, τήν ἄφησε νά πετάξη, κάνοντας τἄχα πώς τοῦ εἶχε ξεφύγει ἀπ᾽ τά χέρια του:
—Βρέ, τό ἀφιλότιμο τό πετούμενο! Tό εἶδες ἐκεῖ!
Ἀπό μέσα του ὅμως φαινόταν καταχαρούμενος ὁ παράξενος ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Θά μποροῦσε νά ὁρκιστῆ κανείς, πώς αὐτό πού ἔγινε, δέν ἦταν καθόλου τυχαῖο. Ὁ ξένος, χωρίς ἄλλο, εἶχε ἀγοράσει τό πουλί, γιά νά τοῦ χαρίση τήν ἐλευθερία του. Ἄν προσπαθοῦσε νά κρύψη τό σκοπό του, τό ἔκανε ἴσως ἀπό ἐυγένεια. Καί θά μποροῦσε νά ὁρκιστῆ κανείς ἀκόμη, πώς ἔτσι ἦταν τό πράγμα, ἄν τόν ἔβλεπε μέ τί λαχτάρα ἀκολουθοῦσε τό φτερούγισμα τῆς καρδερίνας στόν ἐλεύθερο ἀέρα. Ἕνα φτερούγισμα τρελό, μέ μουδιασμένα φτερά, πού τήν ἔφερε στό κατάρτι ἑνός καϊκιοῦ, σαστισμένη ἀκόμη ἀπό τήν ξαφνική χαρά της.
—Βρέ, τό ἀφιλότιμο τό πετούμενο, πῶς μοῦ ξέφυγε!
Ἀπό μέσα του ὅμως ἔλεγε χωρίς ἄλλο ὁ γεροντάκος:
—Κάνε τη δουλειά σου, πουλάκι μου, καί μή σέ μέλει.
Δύο μορτάκια, πού ἔκαναν τό βαρκάρη ἐκεί δίπλα, πήδησαν ἀμέσως μέσα στό καΐκι:
—Νά το, νά το, πάνω στό πανί ἀκούμπησε, εἶπε τό ἕνα.
—Πέτα τό σακκάκι σου, νά τό ρίξης κάτω. Δεν βλέπεις, πώς εἶναι μουδιασμένο;, ἀπάντησε τό ἄλλο.
Ὁ ἐλευθερωτής δέν μπόρεσε νά κρυφτῆ πιά. Ὅρμησε ἄγριος στήν ἄκρη τοῦ μόλου καί φώναξε, κουνώντας τό μπαστούνι κατά τό καΐκι.
—Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας εἶναι τό πουλί; Ἐγώ τό ἀγόρασα, ἐγώ θέλησα καί τό ἄφησα. Ὁρίστε μας! Κάτω γρήγορα, γιατί θά σᾶς σπάσω τά παΐδια σας.
Καί μόνον ὅταν εἶδε τό πουλί νά τινάζη τίς φτερουγίτσες του καί νά σκίζη χαρούμενο τόν ἀέρα, μονάχα τότε πῆρε τό δρόμο του, μουρμουρίζοντας:
—Μά, βέβαια, μέσα στήν ἐλευθερία γεννήθηκαν· ποῦ νά ξέρουν τί θά πῆ σκλαβιά!



<>





Να χαίρεσθε όσα μας περιβάλλουν. Όλα μας διδάσκουν και μας οδηγούν στον Θεό. Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Και τα έμψυχα και τα άψυχα και τα φυτά και τα ζώα και τα πουλιά και τα βουνά και η θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα και ο έναστρος ουρανός. Είναι μικρές αγάπες μέσα από τις οποίες φθάνουμε στη μεγάλη Αγάπη. Τον Χριστό.  Για να γίνει κάνεις χριστιανός πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει μα γίνει ποιητής. Η φύση είναι το μυστικό Ευαγγέλιο. Όταν όμως δεν έχει κανείς εσωτερική Χάρι δεν τον ωφελεί η φύση. Η φύση μας ξυπνάει, αλλά δεν μπορεί να μας πάει στον Παράδεισο. Ο πνευματεμφόρος, αυτός που έχει το Πνεύμα του Θεού προσέχει όπου περνάει, είναι όλο μάτια, όλο όσφρηση. Όλες του οι αισθήσεις ζούνε, αλλά ζούνε με το Πνεύμα του Θεού. Είναι αλλιώτικος. Όλα τα βλέπει κι όλα τα ακούει. Βλέπει τα πουλιά την πέτρα την πεταλούδα... περνάει από κάπου, αισθάνεται το κάθε τι, ένα άρωμα για παράδειγμα. Ζει μέσα σε όλα. Στις πεταλούδες στις μέλισσες κ.τ.λ. Η Χάρις τον κάνει μα είναι προσεκτικός. Θέλει να είναι μαζί με όλα. Κι εγώ στην αρχή ήμουν "χοντρός" (στο πνεύμα), δεν καταλάβαινα. Μετά ο Θεός μου έδωσε την Χάρι. Τότε όλα άλλαξαν. Αυτό έγινε αφού άρχισα την υπακοή. 

— Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (+1991)


<>





«Καλοκαίρι 2012. Στίς ὄχθες μιᾶς μεγάλης λίμνης τῆς Γερμανίας πολύς κόσμος προσπαθῆ νά χαρῆ τή δροσιά μιᾶς θάλασσας στά νερά τῆς λίμνης. Ἀνάμεσά τους μιά οἰκογένεια, τῆς ὁποίας ὁ πατέρας ἔχει ἑλληνική καταγωγή.
Νέος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος μέ τή φώτισι τοῦ Θεοῦ βαπτίστηκε Ὀρθόδοξος πρίν λίγα χρόνια στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Βαρνάκοβας. Πῆρε τή Χάρι τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κι ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐπρόκειτο νά ζήση μιά ζωντανή ἐμπειρία τῆς θείας Βοηθείας καί προστασίας τοῦ Χριστοῦ.
Τά παιδάκια του, ὅταν ἔρχονταν στήν Ἑλλάδα, παρακολουθοῦσαν μέ ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον τόν παπποῦ, ὅταν μέ πολλή εὐλάβεια στεκόταν μπροστά στό εἰκονοστάσι καί προσευχόταν. Τότε πήγαιναν κι αὐτά κοντά του καί ἐμιμοῦντο ὅ,τι ἔκανε ὁ παπποῦς. Ἐκεῖνος, ὅμως, δέν ἀρκεῖτο σ᾽ αὐτό, ἀλλά τά ἐνημέρωνε γιά τήν ἀξία τῆς προσευχῆς καί τά δίδασκε πῶς πρέπει νά προσεύχωνται.
Τήν ἡμέρα πού ἔγινε τό ἐξιστορούμενο γεγονός, ὁ πατέρας πῆρε τό ἕνα ἀγοράκι του ἐπάνω σ᾽ ἕνα κανό καί ἀπομακρύνθηκαν στά βαθειά τῆς λίμνης. Τόσο βαθειά πῆγαν, πού διέκριναν τήν ἀπέναντι δασωμένη ἀλλά καί ἀπόκρημνη ὄχθη τῆς λίμνης.
Τότε, σέ μιά στιγμή ἔσπασε τό μοναδικό κουπί τοῦ κανό! Ταράχτηκε ὁ πατέρας καί προσπάθησε νά βρῆ μιά λύσι, νά δέση κάπως τό κουπί. Δέν ὑπῆρχε, ὅμως, τίποτε. Μόνο ἕνα καρδόνι πού εἶχε τριγύρω στή μέση του, ὄχι πολύ χοντρό. Μέ αὐτό ἄρχισε τήν προσπάθεια νά δέση τό κουπί. Ἀπελπισμένη προσπάθεια, ἀλλά κάτι ἔπρεπε νά κάνη.
Τό ἀγοράκι κατάλαβε τόν κίνδυνο καί γονάτισε στό μικρό κοίλωμα τοῦ κανό, ἔκρυψε τό προσωπάκι του στά χέρια του καί ἄρχισε νά προσεύχεται! (Εὐπρόσδεκτη ἀπ᾽ τό Θεό παιδική προσευχή!) Κάποια στιγμή τό παιδάκι σταμάτησε νά προσεύχεται καί λέει στόν πατέρα του μέ σοβαρότητα:
—Μπαμπά, μήν στενοχωριέσαι! Ὁ Χριστούλης μοῦ εἶπε πώς θά μᾶς βοηθήση!
Πράγματι τό δεμένο μέ τό κορδόνι κουπί δέν ἔσπασε παρά 20 μέτρα ἀπ᾽ τήν ἀκτή! Ὁλοφάνερη ἡ θεία ἐπέμβασι καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ!»(ΠΒ).

<>





«Ἕνας ταξιτζής διηγεῖται ἕνα σπάνιο περιστατικό πού τοῦ συνέβη μέ πελάτη του. Ἦταν ἀπόγευμα, ἕνα ἀπ᾽ τά συνηθισμένα πολυτάραχα ἀπογεύματα στό κέντρο τῆς ἀθήνας. Ὁ κόσμος οὐρά στή στάσι τῆς Ὀμονοίας τῶν ΤΑΞΙ.
—Κουκάκι, παρακαλῶ!...
—Εὐχαρίστως, τοῦ ἀπαντῶ.
Αὐτός ἦταν ὅλος ὁ διάλογος μέχρι τέλους τῆς διαδρομῆς, διότι τό ὕφος καί ὁ τρόπος δέν ἄφηνε κανένα περιθώριο συζητήσεως. Στό ὕψος τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου (Γαργαρέτας) καί ἐπί τῆς ὁδοῦ Βεΐκου κατέβηκε, καί λίγα μέτρα πιό κάτω ἕνα ἄλλο χέρι μέ τό χαρακτηριστικό νεῦμα μέ σταματάει.
Ἦταν νεαρός ὁ καινούργιος μου ἐπιβάτης 25-27 ἐτῶν περίπου, μετρίου ἀναστήματος καί κρατοῦσε μιά βαλίτσα.
Τοποθετώντας ἐγώ τά πράγματά του στό “πόρτ-μπαγκάζ”, ὁ νεαρός κάθησε στή θέσι τοῦ συνοδηγοῦ.
Καί μέ μιά ποιητική ἔκφρασι, πού σπάνια χρησιμοποιοῦσα κατά τό παρελθόν: “Σάν βγεῖς στόν πηγαιμό γιά τήν Ἰθάκη, νά εὔχεσαι νά ᾽ναι μακρύς ὁ δρόμος σου, μεγάλο τό ταξίδι”, ὑπονοούσα: “γιά ποῦ πᾶμε;”.
—Ναι, φίλε μου, γιά τήν Ἰθάκη, ὅμως ὄχι γιά τό νησί, ὅπως θά φαντάστηκες, ἄλλα γιά τό ἀποτοξινωτικό κέντρο “Ἰθάκη”..., ἦταν ἡ ἀπάντησι πού γιά λίγα δευτερόλεπτα μέ ἄφησε ἄναυδο.
—Στό σταθμό Λαρίσης στά τραῖνα, παρακαλῶ..., συμπληρώνει.
Ἦταν ἀναπάντεχη πράγματι ἡ ἀπάντησι τοῦ νεαροῦ ἐπιβάτη μου, διότι τίποτε ἀπ᾽ τά ἐξωτερικά του γνωρίσματα (ματιά, ὕφος, ἐνδυμασία, συμπεριφορά) δέν πρόδιδε τό ἐπάρατο πάθος τῆς ναρκομανίας του.
Ἕνα πλῆθος συναισθημάτων, (πόνου, λύπης, συμπάθειας, ἀγάπης...), διαδέχονταν τό ἕνα τό ἄλλο μέσα μου, ἕνα δυνατό σφίξιμο στήν καρδιά μου πού τήν ἔκανε νά κινῆται ἄτακτα μέσα στό στῆθος μου, ἕνα δάκρυ κύλησε στά μαγουλά μου γιά τό κατάντημα τοῦ ἀδελφοῦ μου, γιά τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ μου.
Προσπάθησα νά συγκρατηθῶ, διότι ἤθελα καί νά μάθω κάτω ἀπό τί συνθήκες ἔφθασε ἐκεῖ πού ἔφθασε, ἐπειδή εἶμαι καί ἐγώ πατέρας μέ παιδιά στά πρόθυρα τῆς ἐφηβείας.
Ἀφοῦ ἀλληλοσυστηθήκαμε, παρακάλεσα τόν Παῦλο, ἄν δέν τοῦ ἔκανε κακό τό φρεσκάρισμα τέτοιων γεγονότων καί ἄν δέν τόν κούραζε, νά μοῦ ἔλεγε λίγα πράγματα γύρω ἀπ᾽ τή ζωή του καί ἀπό τό πάθος του.
Με προθυμία ἀνταποκρίθηκε στήν παράκλησί μου καί τόν εὐχαριστῶ.
“Κατ᾽ ἀρχήν ἔχω νά πᾶρω δύο μῆνες ἀπ᾽ αὐτό τό δηλητήριο καί νοιώθω ὅπως ὅλοι οἰ ἄνθρωποι οἰ φυσιολογικοί. Δέν ἔχω καμμία ἐπιθυμία γιά νά τό ξαναβάλω στό αἷμα μου καί αὐτό τό ὀφείλω ὄχι σέ κάποια προσπάθεια δική μου, ἄλλα ἐξ ὁλοκλήρου στή θαυμαστή δύναμι τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων Του, ἀλλά θά σοῦ τά πω ἀπ᾽ τήν ἀρχή ἀφοῦ τόσο πολύ τό θέλεις.
Γεννήθηκα καί μέχρι ὀκτώ ἐτῶν μεγάλωσα στήν Ἀθήνα καί συγκεκριμένα στό Κουκάκι ἐκεῖ πού μέ πῆρες. Εἶμαι μοναχοπαίδι καί οἰ γονεῖς μου μέ ἀγαποῦν παθολογικά, χωρίς νά μοῦ χαλοῦν κανένα χατίρι.
Σέ ἡλικία λοιπόν ὀκτώ ἐτῶν, μαζί μέ τούς γονεῖς μου φύγαμε γιά τήν Ἀμερική γιά καλύτερη ζωή. Οἰ γονεῖς μου μέ τή βοήθεια τῶν συγγενῶν μου ἐκεῖ ἔπιασαν δουλειά καί ἐγώ πήγαινα στό σχολεῖο.
Μεγαλώνοντας, ὅμως, μεγάλωναν μαζί μου καί οἰ παράλογες ἐπιθυμίες μου καί τά “βίτσια” μου. Ἔμπλεξα λόγῳ χαρακτήρα εὔκολα μέ ἄσχημες παρέες καί πολύ γρήγορα δοκίμασα τή μαριχουάνα καί τό χασίς.
Περνώντας ὁ καιρός καί τά χρόνια δέν μέ ἱκανοποιούσαν τά ἐλαφρά ναρκωτικά οὔτε ἐμένα οὔτε καί τήν παρέα μου. Τό ρίξαμε, λοιπόν, ὅλοι στά σκληρά ναρκωτικά, πού τά βρίσκαμε στό ἴδιο περιβάλλον καί μέ τήν ἴδια εὐκολία, ὅπως καί τά ἐλαφρά. Αὐτά, ὅμως, ἦταν ἀκριβά κι ἐγώ δέν ἐργαζόμουν.
Στήν ἀρχή ἔκλεβα ἀπό τίς τσέπες καί τά πορτοφόλια τῶν γονιῶν μου. Ὅταν, ὅμως, μέ τόν καιρό εἶχα ἀνάγκη ἀπό μεγαλύτερες δόσεις καί σέ σημεῖο πού ἔγινα ἀντιληπτός ἀπ᾽ τούς γονεῖς μου, τότε μέχρι καί πού τούς ἔδερνα γιά νά τούς τά παίρνω. Ἡ κατάστασί μου ἦταν δραματική τό καταλάβαινα, ἀλλά δέν μποροῦσα νά κάνω πίσω μέ τίποτε.
Οἱ γονεῖς μου μέ ἔτρεχαν σέ γιατρούς καί σέ ψυχολόγους μήπως καταφέρουν κάτι, ἄλλα τίποτε, κανένα φῶς ἀπό πουθενά, μερικοί καί μάλιστα διακεκριμένοι ἐπιστήμονες τούς ἔλεγαν, ὅτι ἄν δέν ἀλλάξω σύντομα περιβάλλον, λίγος εἶναι ὁ καιρός τῆς ζωῆς μου.
Στό διάστημα αὐτό καί καθώς ἤμουν μόνος μου στό σπίτι σέ κατάστασι ἀπελπισίας, ἐμφανίζεται μπροστά μου ἕνας παράξενος ἐπισκέπτης πού γιά πρώτη φορά τόν ἔβλεπα.
Ἦταν μέτριος στό ἀνάστημα, εἶχε στρογγυλά καί πολύ μεγάλα μάτια πού περιστρεφόντουσαν, εἶχε μαύρο καί δασύ τρίχωμα, τοῦ ὀποίου τό μῆκος θά ξεπερνοῦσε τά δεκαπέντε ἐκατοστά.
Ἐπίσης εἶχε κέρατα καί οὐρά. Εἶχε μία τρανταχτή σταθερή φωνή καί φοβερή πειθώ πού δέν σοῦ ἄφηνε περιθώρια γιά ἀντιρρήσεις.
Ἄρχισε νά ἀπαριθμῆ τή ζωή μου ἀπό τότε πού γεννήθηκα μέχρι ἐκείνη τή στιγμή μέ κάθε λεπτομέρεια κι᾽ἐγώ ἀπλώς ἔλεγα: “Ναι”.
—Ὅλα τά ἔχεις ἀπολαύσει, μου λέει στό τέλος, τίποτε δέν σοῦ μένει πιά, παρά ναρθῆς μαζί μου...
Τοῦ ἀπαντώ:
—Πῶς;
—Θά πάρης τό αὐτοκίνητο, μοῦ λέει, καί θ᾽ ἀκολουθήσης τόν τάδε δρόμο, θά τρέξης μέ τόσα μίλια (δέν θυμάμαι τόν ἀριθμό) κι ἐκεῖ θά σέ περιμένω ἐγώ...
Ὁ δρόμος αὐτός ἦταν εὐθύς γιά πολλά μίλια καί σέ κάποιο σημεῖο εἶχε μιά ἐλαφρά στροφή, ὥστε ὅσοι ἔτρεχαν μέ ὑπερβολική ταχύτητα ἔβγαιναν ἔκτος δρόμου καί προσέκρουαν σ᾽ ἕνα μανδρότοιχο πού δέν γλύτωναν.
Εἶχα ἀκούσει γιά πολλά ἀτυχήματα στό σημεῖο ἐκεῖνο κατά τό παρελθόν. Ἔκανα ὅπως ἀκριβῶς μου εἶπε καί κατέληξα κι ἐγώ στόν μανδρότοιχο.
Τό αὐτοκίνητο ἔγινε σχεδόν ἀγνώριστο κι ἐμένα μ᾽ ἔβγαλαν μέ μικροτραύματα. Ἀφοῦ μοῦ προσέφεραν τίς πρῶτες Βοήθειες, πῆγα στό σπίτι μου.
Πέρασαν δέκα ἡμέρες περίπου ἀπ᾽ τό ἀτύχημά μου καί ἐμφανίζεται στό σπίτι μου, στήν κουζίνα αὐτή τή φορά, ὄ ἴδιος παράξενος ἐπισκέπτης.
Μιά γκριμάτσα δυσφορίας στό ἄγριο καί ἐπιβλητικό πρόσωπό του· ἕνα κούνημα τῆς κεφαλῆς πρός τά πίσω· καί ἡ ἴδια χαρακτηριστική φωνή του μοῦ λέει:
—Τίποτε δέν κατάφερες.
Καθόμουν καί τόν κοίταζα σάν ἀπολιθωμένος καί μόλις πού κατάφερα νά τόν ρωτήσω:
—Τί νά κάνω;
—Τώρα θά πάρης τρεῖς φορές δόσι ἀπ᾽ αὐτό πού παίρνεις καί θά ἔρθης σίγουρα μαζί μου.
Ἐξαφανίστηκε αὐτός καί δέν ἀναρωτήθηκα, οὔτε πῶς μπῆκε στό σπίτι οὔτε ποιός ἦταν.
Ἔβαλα σέ ἐφαρμογή ἀμέσως τό σχέδιο.
Ἑτοίμασα τό ὑλικό στήν σύριγγα κι ἔψαξα νά βρῶ μέρος στό κατάσπαρτο ἀπ᾽ τά τρυπήματα σῶμα μου. Ἡ δόσι ἦταν μεγάλη κι ἔπεσα ἀμέσως ἀναίσθητος.
Καθώς βρισκόμουν σ᾽ αὐτή τήν κατάστασι, βλέπω ἕνα ψηλό μέ ράσα μέ μαῦρο σκουφί πού στό μέτωπό του ἦταν χαραγμένος Σταυρός.
—Μη φοβᾶσαι, μοῦ εἶπε, θά γίνης καλά καί ὅταν ἐπιστρέψης στήν Ἑλλάδα, νά ἔρθης στό σπίτι μου· εἶμαι ὁ Ἐφραίμ...
Σηκώθηκα σάν νά μήν εἶχα πάρει ἐντελῶς ἀπ᾽ αὐτό τό καταραμένο δηλητήριο. Ἔνοιωσα τήν ἐπιθυμία νά φύγω γιά τήν Ἑλλάδα καί μόλις τό εἶπα στή μητέρα μου ἀπόρησε καί τό θεώρησε θαῦμα, διότι πολλές φορές προσπάθησαν νά μέ διώξουν ἀπ᾽ αὐτό τό περιβάλλον καί δέν τά κατάφερναν.
Ἐξιστόρησα στή μητέρα μου τά ὅσα μοῦ εἶχαν συμβεί καί θέλησε νά μέ συνόδευση στό ταξίδι μου.
Ὅταν ἤρθαμε στήν παλαιά μου γειτονιά, πήγαμε στόν ἱερέα τῆς ἐνορίας ἐκεῖ καί ἀπ᾽ αὐτόν ἔμαθα, ποιος ἦταν αὐτός ὄ παράξενος ἐπισκέπτης καί τί ζητοῦσε ἀπό μένα.
Ἦταν ὁ διάβολος καί ζητοῦσε τήν ἀθάνατη ψυχή μου.
Εὐχαριστώ τό Θεό μέσα ἀπό τά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μου.
Ἀφοῦ ἐξομολογήθηκα καί νήστεψα, ὁ ἰερέας μέ κοινώνησε σέ δεκαπέντε μέρες.
Ὅταν εἶδα τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Ἐφραίμ τῆς Ν. Μάκρης, θυμήθηκα ὅτι αὐτός ἦταν πού μέ γλύτωσε ἀπ᾽ τό φοβερό μου πάθος.
Πῆγα στή Ν. Μάκρη κι ἔκανα Λειτουργία κι εὐχαρίστησα τόν Ἅγιο.
Τώρα πηγαίνω σ᾽ αὐτό τό ἴδρυμα, γιά νά ξεφύγω λίγο ἀπό τόν κόσμο καί νά σιγουρευτῶ, ὅτι δέν τό ἀποζητῶ”.
Κ. Σ., Ἀθήνα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Κουβεντιάζεις γιά ὅλα, γιά τά γίδια, γιά τά χωράφια, γιά τά λεφτά, γιά τίς καταθέσεις, γιά τίς παντρειές καί τά διαζύγια...
Γιά τό Χριστό δέν μιλᾶς.
Τό νά μήν μιλᾶς γιά τό Χριστό, πού σοῦ δίνει τό φῶς, τόν ἀέρα, τό ψωμί, τά πάντα, εἶναι ἁμαρτία, ἀχαριστία.
Ὅπως, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Φωτεινή μιλοῦσε γιά τό Χριστό, ἔτσι νά μιλᾶς καί ἐσύ γιά αὐτόν.
Νά μιλᾶς μέσα στό σπίτι.
Εἶσαι πατέρας; Ὅταν βραδιάζη φώναξε τήν γυναῖκα καί τά παιδιά σου καί μίλα τους γιά τό Χριστό.
Πᾶρε καί διάβασε τό Εὐαγγέλιο.
Θά πεθάνης μιά μέρα καί ὅλα θά τά ξεχάσουν τά παιδιά καί τά λεφτά καί τά πλούτη.
Ἕνα δέν θά ξεχάσουν ποτέ.
Ὅτι τούς μιλοῦσες γιά τό Χριστό.
Δέν θά ξεχάσουν ποτέ τή μάνα, τόν πατέρα καί τή γιαγιά πού τούς μιλοῦσαν γιά τό Χριστό.!
Δημήτριος Παναγόπουλος, Ἱεροκήρυξ+»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>






«Πρίν ἀπό πολλά χρόνια στή Ρωσία οἰ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν ν᾽ ἀγοράσουν ἐλεύθερα ὅσο ψωμί ἤθελαν.
Τήν ποσότητα τοῦ ψωμιοῦ, πού ἔπρεπε νά πάρουν, τήν ὅριζε τό κράτος ἀνάλογα μέ τά μέλη τῆς κάθε οἰκογένειας.
Ἔτσι στόν καθένα ἀντιστοιχοῦσε ἕνα “κουπόνι ψωμιοῦ” καί μέ αὐτό τό κουπόνι μποροῦσε νά πάρη ἀπ᾽ τόν φοῦρνο τήν ποσότητα ψωμιοῦ, πού τοῦ ἀναλογοῦσε.
Στήν πόλι Λένινγκραντ —σήμερα ἡ πόλι αὐτή λέγεται Ἁγ. Πετρούπολι— ζοῦσε μιά εὐσεβής γυναῖκα, ἡ Ἐλισάβετ Ἐφίμοβνα Χμελέβα.
Μέ τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ της μποροῦσε κάθε μέρα νά ἀγοράζη ἀπ᾽ τόν φοῦρνο 400 γραμμάρια ψωμί.
Τό 1941, στόν Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, τό Λένινγκραντ πολιορκήθηκε ἀπ᾽ τούς Γερμανούς γιά 900 ἡμέρες, δηλαδή γιά δυόμιση περίπου χρόνια.
Ὅταν ἄρχισε ἡ πολιορκία τά τρόφιμα γίνανε δυσεύρετα καί τά κουπόνια τοῦ ψωμιοῦ, πού κρατοῦσαν στά χέρια τους οἰ κάτοικοι, ἦταν πιά ἄχρηστα.
Μιά μέρα ἡ Ἐλισάβετ ἄδικα προσπάθησε γυρνώντας ὁλόκληρη σχεδόν τήν πόλι νά βρῆ λίγο ψωμί.
Οἱ διαδόσεις πώς τάχα σέ “κάποια” γειτονιά “κάποιος” φοῦρνος εἶχε βρεῖ ἀλεύρι κι ἔψησε ψωμί ἀποδείχτηκαν πώς ἦταν ὅλες ψεύτικες.
Ἡ γυναῖκα γύρισε ἀργά τό βράδυ ἀπελπισμένη, ταλαιπωρημένη καί νηστική στό σπίτι της.
Ἡ στεναχώρια της ἦταν πολύ μεγάλη.
Ἔβγαλε τό κουπόνι ἀπ᾽ τήν τσάντα της καί κρατώντας το στά χέρια ἔστρεψε τά δακρυσμένα μάτια της στό εἰκονοστάσι καί κοίταξε τόν Ἅγ. Νικόλαο.
Δέν μπόρεσε ἀπ᾽ τή λύπη της νά τοῦ μιλήση τήν ὥρα ἐκεῖνη.
Τό μόνο πού ἔκανε ἦταν νά σηκωθῆ καί νά βάλη τό ἄχρηστο ἐκεῖνο κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού κρατοῦσε, στό μικρό, στενόμακρο, ξύλινο κουτάκι τῶν κεριῶν, πού βρισκόταν μπροστά ἀπ᾽ τήν εἰκόνα.
—Ἄς τό φυλάξω, σκέφτηκε, ἴσως κάποτε ξαναγίνει χρήσιμο.
Ἔτσι, κουρασμένη καί ἐξαντλημένη ὅπως ἦταν, ἔπεσε ἄμέσως νά κοιμηθῆ.
Τήν ἄλλη μέρα ἕνα ἁπαλό σκούντημα στήν πλάτη της τήν ἔκανε νά ξυπνήση ἀπ᾽ τόν βαθύ της ύπνο.
—Ἐλισάβετ, ἄκουσε τή γειτόνισσά της, τή Μάσα, νά τῆς μιλάη.
—Μάσα, πῶς μπῆκες στό σπίτι;, ρώτησε ἡ γυναῖκα.
—Ἡ ὥρα κοντεύει ἐννέα καί, σάν εἶδα πώς δέν ἄνοιξες τό κουρτινάκι σου ἀπ᾽ τό παράθυρο πού βλέπει στό δρόμο, σκέφτηκα μήπως ἤσουν ἄρρωστη καί ἤρθα νά σέ δω. Χτύπησα πολλές φορές τό χερούλι τῆς πόρτας, μά δέν μου ἀπάντησες.
Κόλλησα τό αὐτί μου πάνω της καί δέν ἄκουσα τόν παραμικρό θόρυβο.
Τότε πῆρα τήν ἀπόφασι νά μπῶ στό σπίτι.
—Ἔκανες σάν καλή γειτόνισσα. Σ᾽ εὐχαριστῶ, Μάσα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ καί σηκώθηκε ἀπ᾽ τό κρεββάτι.
Κάθισε καί θά βάλω τό σαμοβάρι στή φωτιά γιά νά πιοῦμε τό τσάι μας.
Μέ τά λόγια αὐτά ἡ Ἐλισάβετ ἔστρεψε τό βλέμμα της στό τραπέζι καί εἶδε ἄξαφνα πάνω στό ὑφαντό τραπεζομάντηλο ἕνα μικρό φραντζολάκι ἴσαμε τετρακόσια γραμμάρια φρέσκο ψωμί.
—Μάσα, ποῦ βρῆκες τό ψωμί;, φώναξε ἔκπληκτη ἡ Ἐλισάβετ στή γειτόνισσά της.
Ἡ Μάσα, πού τήν ὥρα ἐκείνη εἶχε πλησιάσει τό παράθυρο καί τραβοῦσε τό κουρτινάκι γιά νά μπῆ τό πρωϊνό φῶς, γύρισε σαστισμένη τό κεφάλι της καί κάρφωσε τά μάτια στό φραντζολάκι τοῦ ψωμιοῦ, πού ἦταν πάνω στό τραπέζι.
—Ἕνα φραντζολάκι ψωμί, εἶπε σαστισμένη καί πλησίασε ἀργά, σάν μαγεμένη ἀπ᾽ τήν εἰκόνα πού ἀντίκριζαν τά μάτια της.
—Μά πές μου, Μάσα, πού βρῆκες τό ψωμί;, φώναξε ξανά τρελή ἀπ᾽ τή χαρά της ἡ Ἐλισάβετ.
—Ἐγώ πού βρῆκα τό ψωμί;
Ἐσύ θά μοῦ πῆς πού τό βρῆκες γιά νά τρέξω μέ τό κουπόνι μου νά πάρω κι ἐγώ.
—Μά τί λές, Μάσα!
Ἐγώ χθές μάτωσα τά πόδια μου γυρίζοντας ὅλο τό Λένινγκραντ ψάχνοντας νά βρῶ σέ φοῦρνο ψωμί.
Οἱ δύο γυναίκες, δίχως ν᾽ ἀγγίζουν τό ξεροψημένο φραντζολάκι, ἔσκυψαν ἀπό πάνω του καί κλείνοντας τά μάτια τους μύρισαν τό ὑπέροχο ἄρωμά του.
—Ἄν λες ἀλήθεια πώς τό ψωμί αὐτό δέν τό πῆρες μέ τό κουπόνι σου, τότε νά μοῦ τό δείξης γιά νά πειστῶ, εἶπε ἡ Μάσα.
—Νά! Ἐδῶ τό ἔχω βάλει! Στάσου μιά στιγμή καί θά σοῦ τό δείξω!
Αὐτά εἶπε τρέμοντας ἀπό συγκίνησι ἡ Ἐλισάβετ κι ἀπλώνοντας τό χέρι της πῆρε τό στενόμακρο, ξύλινο κουτάκι τῶν κεριῶν ἀπ᾽ τό εἰκονοστάσι καί τό ἀκούμπησε πάνω στό τραπέζι, δίπλα στό μικρό φραντζολάκι τοῦ ψωμιοῦ .
Ἡ Μάσα ἔσκυψε μ᾽ ἀγωνία ἀπό πάνω του καί, καθώς τό καπάκι ἄνοιξε, ἐκεῖνη ἔμεινε μέ τά μάτια ὀρθάνοιχτα νά κοιτάζη τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού ἦταν διπλωμένο κι ἀκουμπισμένο δίπλα σ᾽ ἕνα λεπτό κεράκι.
Οἱ δυό γυναῖκες κοιτάχτηκαν ἔκπληκτες κι ἔπειτα μηχανικά γύρισαν τά μάτια τους καί κοίταξαν τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου στό μικρό εἰκονοστάσι.
—Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγησι, Μάσα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ.
Τό ψωμί μοῦ τό ἔφερε ὁ Ἅγ. Νικόλαος.
—Ναί! Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγησι, ψέλλισε σαστισμένη μά μέ σιγουριά καί ἡ Μάσα.
—Ζοῦμε ἕνα θαῦμα, Μάσα, ἕνα θαῦμα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ κι ἔκανε τό σταυρό της.
—Ἐλισάβετ, εἶπε συγκινημένη ἡ Μάσα. Σέ παρακαλῶ ἄφησέ με νά βάλω κι ἐγώ τό κουπόνι μου μέσα στό κουτί μέ τά κεριά. Ποῦ ξέρεις;
Ὁ Ἅγ. Νικόλαος μπορεί νά λυπηθῆ τά παιδιά μου καί νά φέρη καί σέ μᾶς ψωμί.
—Τρέξε καί φέρε τό κουπόνι σου, εἶπε μέ χαρά ἡ Ἐλισάβετ. Φέρε το καί θά προσευχηθοῦμε στόν Ἅγιο νά κάνη καί πάλι τό θαῦμα του.
Ἡ Μάσα σάν ἀγέρας πῆγε καί γύρισε στό σπίτι κρατώντας σφιχτά στή χούφτα της τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού εἶχε γραμμένο πάνω του:
Οἱ γυναῖκες ἔβαλαν στό κουτί τῶν κεριῶν τά δυό κουπόνια καί τό ἐπέστρεψαν στή θέσι του, μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου.
Τήν ἄλλη μέρα, μέ τό πού ξημέρωσε, ἡ Ἐλισάβετ βρῆκε πάνω στό τραπέζι της ἕνα ζεστό, φρεσκοψημένο φραντζολάκι 400 γραμμαρίων, ἐνῶ ἡ Μάσα ἕνα καρβέλι ψωμί 800 γραμμαρίων.
Τό νέο σάν ἀστραπή μαθεύτηκε στήν γειτονιά καί τό κουτί τῶν κεριῶν τοῦ Ἁγ. Νικολάου γέμισε ἀπό κουπόνια τόσα, πού δέν ἔκλεινε πια τό καπάκι του.
Κι ὁ Ἅγ. Νικόλαος ὁ ψωμάς κάθε πρωΐ ἄφηνε πάνω στό τραπέζι τους τό ψωμί, πού ἀναλογοῦσε στόν καθένα σύμφωνα μέ τό κουπόνι του.
Κι ἐτοῦτο τό θαῦμα κράτησε ὅσο καί ἡ πολιορκία τοῦ Λένινγκραντ, 900 ὁλόκληρες ἡμέρες, δηλαδή δυόμισι περίπου χρόνια.
Ἡ ὄμορφη αὐτή πραγματική ἱστορία βρίσκεται μεταξύ ἄλλων ἐννέα αὐτοτελῶν παρόμοιων ἱστοριῶν στό βιβλίο τῆς κ. Ἄννας Ἰακώβου: Ὅταν Γελάει ὁ Οὐρανός 2»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Σέ μιά διακοπή συνεδριάσεως, μιᾶς ἀπ᾽ τίς τελευταῖες μεγάλες δίκες, ὁ εἰσαγγελεύς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου, μοῦ διηγήθηκε τά ἑξῆς, ὅταν πρόσεξε ὅτι εἶχα στό λαιμό μου ἕνα σταυρό. Μοῦ ἔδειξε ἕνα σταυρό πού φοροῦσε κι αὐτός στό λαιμό του καί μοῦ εἶπε:
—Αὐτός ὁ σταυρός μοῦ ἔσωσε τή ζωή. Χωρίς αὐτόν θά ἤμουν ἤδη ἀπ᾽ τό χειμώνα τοῦ 1943 νεκρός. Ἦταν ἡ περίοδος, κατά τήν ὁποῖα ὄποιος ἔπεφτε στά χέρια τῶν Γερμανῶν καί ὁδηγεῖτο στό ἄντρο τῶν βασανιστῶν τους, στήν ὀδό Μέρλιν, δέν ἔφευγε ἀπό αὐτό παρά γιά τό νεκροταφεῖο.
Ἐκεῖνη τήν ἐποχή συνελήφθηκα καί ἐγώ. Εἶχα κατηγορηθῆ ἀπό ἕνα ἀνώτατο ὑπάλληλο τοῦ Δήμου Πειραιῶς —ὄργανο τῶν Γερμανῶν— καί ἕνα Δήμαρχο Συνοικισμοῦ τοῦ Πειραιῶς ὡς Γενικός εἰσαγγελεύς τῶν Κομμουνιστῶν, διότι καί τούς δύο αὐτούς κυρίους συνέλαβα γιά καταχρήσεις τροφίμων, ἀπό ἐκεῖνα πού προορίζόνταν γιά τούς πεινασμένους.
Ἡ ἄρνησι, τήν ὁποία ἀντέτασσα σέ κάθε “κατηγορῶ”, ἐξαγρίωνε τούς ἀνακριτές μου.
Ἔτσι παραδόθηκα σέ βασανιστήρια. Τήν τρίτη ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου μου ὁδηγήθηκα σ᾽ ἕνα εὐρύχωρο δωμάτιο.
Σέ αὐτό ὑπέστην τά πάνδεινα. Παρήλασαν καί πέντε γιγαντόσωμοι βασανιστές, καθένας τῶν ὁποίων ἐξήντλησε ὅλες τίς δυνάμεις του ἐπάνω μου.
Σιγά-σιγά ἄρχισα νά αίσθάνωμαι ὅτι σέ λίγο θά ἔμενα νεκρός ἐκεῖ.
Μετά τούς γιγαντοσώμους βασανιστές, μέ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ ἀνακριτής.
Σέ μιά στιγμή ἔξαλλος μέ ἔπιασε μέ τά δυό του χέρια ἀπ᾽ τό λαιμό καί ἄρχισε νά τόν σφίγγη. Ἔνοιωσα ὅτι θά πέθαινα ἀπό ἀσφυξία.
Διέθεσα ὄσες δυνάμεις εἶχα καί ἀπαλλάχτηκα ἀπ᾽ τά χέρια του. Ἀμέσως ἄνοιξα, σχίζοντας τό πουκάμισό μου, τό στῆθος. Ἤθελα νά ἀναπνεύσω. Δέν εἶχα σκεφθῆ κἄν τί εἶχα κάνει.
Τήν ἴδια ὅμως στιγμή ἀντίκρισα τόν βασανιστή μου νά γίνεται χλωμός. Ἔγινε ἄσπρος ὕστερα, περισσότερο καί ἀπό τόν κάτασπρο τοῖχο τοῦ δωματίου. Προσπαθοῦσε νά σηκώση τά χέρια του καί δέν τό κατόρθωνε.
Ἄρχισε τότε νά κλαίη...
Ναί, νά κλαίη τρομαγμένα καί σαν μικρό παιδί!
Ἔπειτα ἦλθε κοντά μου, ἔσκυψε στό στήθος μου καί... φίλησε αὐτόν ἐδῶ τό σταυρό!
Ὁμολογώ ὅτι δέν πίστευα στά μάτια μου γιά ὅσα ἔβλεπα.
Σέ λίγο φώναξε καί τοῦ ἔφεραν ἕνα ποτήρι νερό. Μέ αὐτό ἔπλυνε μόνος του, μέ τά χέρια του, πού τώρα κινοῦνταν, τίς πληγές μου καί ἀφοῦ μέ κάθισε σέ μιά καρέκλα νά συνέλθω ἔφυγε γιά νά ἐπιστρέψη μέ ἀρκετούς συναδέλφους του, μπροστά στούς ὁποίους ἀφηγήθηκε τά ἑξῆς:
—Μόλις ἄνοιξε ὁ ἄνθρωπος αὐτός τό στῆθος του, ἔλαμψε στά μάτια μου σαν ἀστραπή αὐτός ὁ μικρούτσικος σταυρός. Καί ἡ λάμψι σχημάτισε ἕνα φλογερό “Nein” (ὄχι). Τώρα πού ἔχω συνέλθει, κύριοι, μπορῶ νά πῶ ὅτι ὁ Θεός βρίσκεται κοντά στούς πιστούς.
Ἔπειτα ἀπευθύνθηκε σέ μένα καί μου εἶπε:
—Θά σᾶς παρακαλοῦσα νά μου προσφέρετε αὐτό τό σταυρό γιά νά μέ προφυλάσση ἀπ᾽ τήν ἄδικη κρίσι. Ὄχι ἀπ᾽ τό θάνατο, διότι δέν τόν φοβοῦμαι. Ἀλλά δέν εἶμαι ἄξιος... Δέν πιστεύω ὅπως ἐσεῖς στό Θεό. Διότι ἄν πίστευα...
Καί σταμάτησε ἀπότομα τή φράσι.
—Ἔτσι, ἀγαπητέ μου, σώθηκα ἀπό βέβαιο θάνατο χάρις στήν πίστι μου, κατέληξε ὁ εἰσαγγελεύς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου.
Σύγχρονα Θαύματα καί εὐεργετικές ἰδιότητες τοῦ Τιμίου Σταυρού: Ὁ σταυρός τοῦ κ. εἰσαγγελέως (Ν. Καπιτσόγλου, “Θαύματα πού γίνονται σήμερα”, περ. Κιβωτός, ἀρ. 21/Σεπτέμβριος 1953, σελ. 347)»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Τό ἀκόλουθο περιστατικό μέ τό Γέροντα Παΐσιο, εἶναι ἀληθινό, ἐνῶ ἡ δημοσιοποίησί του ἄργησε λόγῳ τῆς ταπεινότητος τῶν ἀνθρώπων πού ἀρχικά τό διηγήθηκαν.
Ὁ Ν.Α., εὐκατάστατος ὁμογενής ἀπ᾽ τό Σικάγο τῶν Η.Π.Α., πολύ κάλος ἄνθρωπος καί ἄθεος, πρίν 25 περίπου χρονιά, εἶδε μιά βραδυά στόν ὕπνο του ἕνα μικροσκοπικό παππούλη νά τοῦ ζητάη εὐγενικά νά τόν παραλάβη ἀπό κάποιο ἀεροδρόμιο τοῦ Σικάγου, δίνοντάς του συγκεκριμένη ἡμερομηνία καί ὥρα.
“Νίκο καλό μου παιδί, ἔλα τάδε μέρα τάδε ὥρα στό τάδε ἀεροδρόμιο νά μέ παραλάβης σέ παρακαλῶ”.
Ὅταν ξύπνησε τό πρωΐ, ὁ Ν. διηγήθηκε στή σύζυγό του Μ. τό ὄνειρο πού εἶχε δεῖ.
Ἐκεῖνη, ἀρχίζοντας τά πειράγματα λόγῳ τῆς ἀθεΐας του, τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ἀπλῶς ἕνα ὄνειρο καί νά μήν δώση σημασία.
Τό ὄνειρο μέ τό μικροσκοπικό παππούλη ἐπαναλήφθηκε στόν ὕπνο τοῦ Ν. πολλές φόρες, σέ σημεῖο πού ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀρχίσει νά ταράζεται. Κάποτε ὁ “ἐφιάλτης” σταμάτησε καί ὁ Ν. ἠρέμησε.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό ἔφθασε ἡ καθορισμένη ἡμερομηνία πού ὁ παππούλης εἶχε προαναγγείλει στό ὄνειρο. Ὁ Ν. ἀποφάσισε νά πάη κρυφά στό ἀεροδρόμιο γιά νά ἀποφύγη τά κοροϊδευτικά σχόλια τῆς γυναίκας:
“Τί ἔχω νά χάσω”, συλλογίστηκε, “στό κάτω κάτω θά κάνω τή βόλτα μου, θά πιῶ τό καφεδάκι μου καί ὕστερα θά πάω στή δουλειά μου”.
Πράγματι ἔτσι κι ἔγινε. Πῆγε καί ἀφοῦ κάθισε σέ μιά γωνιά τοῦ χαώδους ἀεροδρομίου τοῦ Σικάγου, περίμενε τόν ἄγνωστο παππούλη τοῦ ὀνείρου.
Ἦπιε κάμποσους καφέδες, ἄλλα ἡ ὥρα περνοῦσε καί ὁ παππούλης δέν φαινόταν πουθενά. Μέτα ἀπό μιά-μιάμιση ὥρα, σκέφτηκε, “ἕνα τσιγάρο ἀκόμα καί φεύγω, καλά καί δέν τό εἶπα στή Μ. γιατί θά μέ κορόιδευε αἰωνίως”.
Πρίν καλά καλά προλάβη νά τελειώση τή σκέψι του, γυρίζοντας ἀπ᾽ τήν ἄλλη μεριά, βλέπει ξαφνικά μπροστά του νά ἐμφανίζεται στ᾽ ἀλήθεια ὁ μικροσκοπικός παππούλης πού ἔβλεπε στόν ὕπνο του. “Εὐχαριστώ Ν. καλό μου παιδί πού ἦρθες, ἤξερα πώς θά ἐρχόσουν”, τοῦ ἐἶπε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
Μήν πιστεύοντας στά μάτια του, ἔχοντας μπροστά του στήν πραγματικότητα τόν παππούλη πού ἔβλεπε στόν ύπνο του, ὁ Ν. παραλίγο νά πάθη συγκοπή!
Εντελώς σαστισμένος καί σοκαρισμένος, ἀφοῦ τρόμαξε νά συνέλθη, πήρε τόν παππούλη καί πῆγαν στό σπίτι του, στά προάστια τοῦ Σικάγου, ὀπού ὁ Γέροντας διέμεινε κάμποσο καιρό.
Ὁ Ν. καί ἡ Μ. μεταμελήθηκαν καί μπῆκαν στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ὁρκισμένος ἄθεος, ὁ Ν. ἔγινε πολύ πιστός Χριστιανός.
Μοῦ διηγήθηκαν οἰ ἴδιοι τό ἀπίστευτο αὐτό περιστατικό, στό σπίτι τούς στό Σικαγο, πρίν δεκαπέντε χρόνια.
Μαρτυρία: Ἀντωνία Μποτονάκη-Ἁγιορείτικο Βῆμα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).

<>


«Ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’80. Κρατικό Πανεπιστήμιο Τιφλίδας.
 Νεαρός Γεωργιανός φοιτητής, τελείωνε μια Θεωρητική Σχολή. Γιά νά πάρη τό πτυχίο του ἔπρεπε νά περάση τήν κρατική ἐξέτασι τοῦ μαθήματος “Ἀθεΐα”. Τό ἐπέβαλλε τό καθεστώς. Ὁ νεαρός εἶχε τότε τό δικαίωμα νά διαλέξη τόν καθηγητή, (ἡ ἐξέτασι ἦταν πάντα προφορική).
 Διάλεξε, λοιπόν, ἕνα πού τοῦ φάνηκε κάπως συμπαθής. Ὅταν πῆγε νά ἐξεταστῆ τοῦ δήλωσε ὀρθά-κοφτά ὅτι δέν πιστεύει σέ αὐτές τίς ἀθεϊστικές θεωρίες καί δέν πρόκειται νά ἀπαντήση σέ καμμία σχετική ἐρώτησι.
—Μπορῆτε νά μέ κόψετε, εἶπε στόν καθηγητή.
—Βέβαια καί θά σέ κόψω, ἀλλά πρῶτα πές μου, τί θά κάνhς. Σπούδασες πέντε χρόνια καί ἀποφασίζεις νά μήν πάρης τό πτυχίο σου; Κρίμα δέν εἶναι;
—Δέν πειράζει, ἀπάντησε ὁ νεαρός ψύχραιμα. Υπάρχει ποίησι, φιλία... ὅλα αὐτά θά μέ βοηθῆσουν νά τό ξεπεράσω. Σέ καμμία περίπτωσι, ὅμως, δέν θά μποροῦσα νά σᾶς πῶ αὐτό πού δέν πιστεύω.
—Δικό σου τό πρόβλημα.
—Τώρα μεταξύ μας (ὁ νεαρός χαμήλωσε τή φωνή του) ἐσεῖς στ᾽ ἀλήθεια πιστεύετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπ'  τόν πίθηκο; Δηλαδή, οἱ πρόγονοί μας πού ἔχυσαν τόσο αἷμα γιά νά υπερασπιστοῦν τήν πίστι ἦταν ἀνόητοι;
Ὁ καθηγητής χαμογέλασε.
—Πολύ θαρραλέος εἶσαι καί αὐτό τό 2 πού θά σοῦ βάλω τώρα (δηλαδή σέ κόβω) εἶναι μόνο γιά τό θάρρος σου. Στό καλό νά πᾶς.
Ὁ καθηγητής ἔγραψε τό βαθμό στό φοιτητικό βιβλιάριο τοῦ νεαροῦ, ὅπως συνήθιζαν τότε καί συνέχισε τήν ἐξέτασι ἄλλων φοιτητών. Ὁ νεαρός ἔφυγε. Κάθισε σ᾽ ἕνα καφενεῖο πικραμένος. Ἄνοιξε τό φοιτητικό του βιβλιάριο. Αὐτό πού εἶδε ἦταν ἀπίστευτο. ὁ καθηγητής, τοῦ εἶχε βάλει 20... Ἄριστα...!!!
Γ.Π.
Σημείωσι: Τό περιστατικό τό διηγήθηκε Γεωργιανή φοιτήτρια, πού ἔκανε μεταπτυχιακές σπουδές στό Παν/μιο Ἰωαννίνων.
Ὁ ἀντίπαλος καί ὁ ἀντίθεος ὄχι μόνο βαθμολογεῖ μέ ἄριστα τό θάρρος τῆς ὁμολογίας ἀλλά καί τό θαυμάζει καί τόν πείθει»(https://proskynitis.blogspot.com/2012/02/20.html).




<>


Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:

1. Μικρές ἀλήθειες: «Τά δάκρυα τῆς μητέρας εἶναι ἡ πιό ἰσχυρή ὑδροηλεκτρική δύναμι τοῦ κόσμου»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἕνα ἔγκλημα, δέν παύει νά εἶναι ἔγκλημα, ἐπειδή τό κάνουν πολλοί»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἡ σεμνότητα εἶναι ἡ ταξιθέτις πού μᾶς βοηθάει νά βρίσκουμε πάντα στή ζωή, τή σωστή μας θέσι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

2. Ὁ Josh McDowell σημειώνει: «Ὁ Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει: “Ἀλλά ἐμεῖς, πού ἔχουμε αὐτό τό θησαυρό, εἴμαστε σάν τά πήλινα δοχεῖα· ἔτσι γίνεται φανερό πώς ἡ ὑπερβολική ἀξία τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ προέρχεται ἀπ᾽ τό Θεό καί ὄχι ἀπό μᾶς”(Β´ Κορ 4, 7). Σκέψου: Ὁ Θεός χρησιμοποίησε ἕναν ἐρασιτέχνη νά “κτίση” τήν κιβωτό, ἀλλά ἐκπαιδευμένοι ἐπαγγελματίες ναυπήγησαν τόν Τιτανικό!».

3. «Μιά πρᾶξι ἀγάπης μπορεῖ νά ζυμώση “πέντε ἄρτους”. Μιά λέξι εὐγενική μπορεῖ νά χορτάση “πεντακισχιλίους”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

4. Ὁ Κ. Κούρκουλας ἀναφέρει: «Τά ὅσα χρωστάει ἡ Ἀνθρωπότητα στούς 3 Ἱεράρχες δέν τά χρωστάει οὔτε σέ 3 ἑκατομμύρια δοκησίσοφους. Γιατί οἱ τρεῖς αὐτοί συνδυάζοντας σοφία καί ἀρετή θεμελίωσαν τόν ἑλληνοχριστιανικό πολιτισμό πάνω στόν ὁποῖο στάθηκαν καί ἐργάσθηκαν ὅλοι οἱ σοφοί τοῦ κόσμου. Καί θά ἄξιζε νά ἀκουσθοῦν καί γι᾽ αὐτούς τά μνημειώδη λόγια τοῦ Churchill γιά τή μικρή, τήν ὀλιγάριθμη ὁμάδα ἀεροπόρων πού ἔπεσαν (μεταξύ αὐτῶν κι ἕνας Ἕλληνας, ὁ σμηναγός Ν. Δημάδης) στήν ἱστορική μάχη τῆς Ἀγγλίας:
—Οὐδέποτε, εἶπε ὁ Churchill, στήν Ἱστορία τῆς Ἀνθρωπότητος πρόσφεραν τόσο λίγοι, τόσα πολλά σέ τόσους πολλούς (So few, so much to so many).
Λόγια πού ταιριάζουν καί στούς τρεῖς αὐτούς ἄνδρες τῆς Ἱστορίας, τούς τρεῖς Ἱεράρχες, πού τόσο λίγοι αὐτοί πρόσφεραν καί προσφέρουν τόσα πολλά σέ τόσους πολλούς. Στήν Οἰκουμένη ὁλόκληρη ὡς “οἰκουμενικοί διδάσκαλοι”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

5. «Ὁ Soljenitsyne ἔχει πεῖ σέ μιά ἀξιομνημόνευτη φράσι του, ὅτι “ἡ διαχωριστική γραμμή μεταξύ τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ περνᾶ μέσα ἀπό τήν καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου”»(ΕΣ 53).

6. «Τό ταξίδι τῆς ζωῆς οἱ ἄνθρωποι τό ζοῦν μέ δύο διαφορετικούς τρόπους.
Ἄλλοι μπαίνουν στό ἀεροπλάνο κι ἄλλοι μένουν στό ἀεροδρόμιο.
Οἱ πρῶτοι, πετοῦν στούς αἰθέρες καί ἀπολαμβάνουν τή γοητεία τοῦ ταξιδιοῦ.
Οἱ ἄλλοι, καρφώνονται στίς αἴθουσες ἀναμονῆς, χαζεύουν στίς βιτρίνες τοῦ ἀεροδρομίου καί ξοδεύουν τή ζωή τους ἀγοράζοντας... “εἴδη ἀφορολόγητα”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

7. Διδάσκει ὁ Ἐπίσκοπος Σεργκίεβο Βασίλειος Ὄσμπορν: Ὁ Ζακχαῖος «ἀνέβηκε σ᾽ ἕνα δέντρο.
Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὄχι μόνο νά Τόν ἀντικρίση, μά καί ὁ ἴδιος νά γίνη θεατός ἀπό τόν Ἰησοῦ. Κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς τόν πρόσεξε, δέν τόν ἐπαίνεσε ἀμέσως γιά τό ζῆλο του, ἀλλά μᾶλλον τοῦ ζήτησε νά κατέβη κάτω, νά πατήση στό ἔδαφος ἄν ἤθελε νά Τόν συναντήση. Τοῦ εἶπε κατ᾽ οὐσίαν πώς ἄν σκόπευε νά Τόν γνωρίση κατά πρόσωπο, ἔπρεπε νά κατέβη ἐκεῖ ὅπου ὁ Χριστός ἦταν, στό ἔδαφος.
Καί ἐμεῖς ἔχουμε τά ἴδια προβλήματα μέ τό Ζακχαῖο. Γνωρίζουμε ὅτι εἴμαστε “κοντοί στό ἀνάστημα” καί δέν μποροῦμε νά δοῦμε· κοιτάζουμε τριγύρω καί νομίζουμε ὅτι οἱ ἄλλοι ἔχουν πλεονεκτικότερη θέσι ἀπό μᾶς στή θέασι τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ καθένας μας μέ τόν τρόπο του σκαρφαλώνει ἐνδόμυχα σ᾽ ἕνα δέντρο, ἤ ἔστω ἁπλά τό ἐπιθυμεῖ, λέγοντας: “Ἄν ἤμουν ἀλλιώτικος, ἄν ἤμουν ψηλότερος... θά μποροῦσα νά δῶ”.
Ὅμως ὁ Χριστός λέει στόν καθένα ἀπό μᾶς:
“Ἔλα κάτω”. “Ἔλα ἐκεῖ ὅπου Ἐγώ βρίσκομαι. Βάλε στήν ἄκρη κάθε λογισμό πού σοῦ ὑποβάλλει τήν ἀνάγκη τῆς προσωπικῆς σου ἀνυψώσεως προκειμένου νά Μέ δῆς. Ἐγώ ἔχω ἔρθει σέ σένα, στό δικό σου τόπο. Λαχταρῶ νά σέ συναντήσω ἐκεῖ ὅπου ζῆς· ὄχι κάπου ἀλλοῦ. Ἐπιθυμῶ νά σέ γνωρίσω ὅπως εἶσαι, κι ἐσύ νά Μέ γνωρίσης ὅπως εἶμαι”. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός μᾶς ζητᾶ νά εἴμαστε ἀληθινοί· ἀληθινοί ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας —ἄν σκοπεύουμε καί ἐμεῖς νά γνωρίσουμε Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Καί μόνο ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἑαυτό μας μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήση στήν ταπείνωσι, νά μᾶς ἀνυψώση μέχρι τό κατώφλι τῆς μετανοίας»(ΕΣ 3).

8. «Οἱ “πλούσιοι τοῦ χρήματος” εἶναι δύσκολο νά μποῦνε στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Οἱ “πλούσιοι τοῦ πνεύματος” εἶναι ἀδύνατο»(ΙΕ 87).
Οἱ “πλούσιοι τοῦ πνεύματος” εἶναι οἱ ὑπερήφανοι. 

9. Μικρές ἀλήθειες: «Ἡ καλή φήμη εἶναι ἕνα ἄλογο, πού ὅλοι θέλουν νά τό καβαλικέψουν. Ἀλλά λίγοι θέλουν νά τό ταΐσουν»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἡ ζωή μοιάζει μέ βιβλίο, τό ὁποῖο οἱ ἐπιπόλαιοι καί οἱ τεμπέληδες τό φυλλομετροῦν ἀδιάφορα, ἐνῶ οἱ φρόνιμοι τό διαβάζουν μέ προσοχή γιατί ξέρουν ὅτι μιά μονάχα φορά ἐπιτρέπεται νά τό διαβάσουν»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

10. Ἀναφέρει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Σέ ἕνα παλαιό μουσουλμανικό νεκροταφεῖο ὑπάρχει ὁ τάφος ἑνός πασίγνωστου φιλάργυρου. Στήν πλάκα κάτω ἀπ᾽ τό ὄνομά του καί στήν θέσι ὅπου χαράσσουν τό ἔτος γεννήσεως καί τό ἔτος θανάτου, ἐκεῖ ἔγραφαν: “Δέν ἔζησε! Μέρα-νύχτα μάζευε παράδες”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).


11. «Μόνο οἱ “πτωχοί τῷ πνεύματι” εἶναι “πλούσιοι τῇ πίστει”»(ΙΕ 282).

12. «Ἕνας γεωργός δούλευσε πολύ σκληρά στή ζωή του, νά διακριθῆ σάν ἕνας ἀπ᾽ τούς καλύτερους παραγωγούς ροδάκινων. Τά δένδρα ἦταν κάτανθα. “Σέ εὐχαριστῶ Θεέ μου!”. Ἀλλά ἦλθε ἡ παγωνιά καί κατέστρεψε ὅλα τά ροδάκινα. Τήν ἑπομένη Κυριακή δέν πῆγε στήν Ἐκκλησία. Σταμάτησε γιά πολύ καιρό. Πῆγε νά τόν ἐπισκεφθῆ ὁ ἱερέας του. Ὁ ἀπογοητευμένος γεωργός τοῦ εἶπε:
—Οὔτε θά ξαναπατήσω στήν ἐκκλησία. Νομίζεις ὅτι μπορῶ νά λατρεύσω ἕνα Θεό, πού μέ ἀγαπᾶ τόσο λίγο, πού ἐπιτρέπει σέ μιά παγωνιά νά καταστρέψη ὅλα τά ροδάκινά μου;
Ὁ ἱερέας τόν κοίταξε σιωπηλά γιά λίγο καί μέ πολλή εὐγένεια τοῦ ἀπάντησε:
—Ἀγαπητέ μου, ὁ Θεός ἀγαπᾶ ἐσένα περισσότερο ἀπ᾽ τά ροδάκινά σου. Ξέρει ὅτι, παρά τό γεγονός ὅτι τά ροδάκινα δέν ἔχουν ἀνάγκη τήν παγωνιά, ὅμως δέν μπορεῖ νά παραγάγη τούς καλύτερους ἀνθρώπους χωρίς παγωνιές. Ὁ Θεός δέν εἰδικεύεται σέ ροδάκινα, ἀλλά σέ ἀνθρώπους»(ΖΘ 7).

13. Γράφει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ὅταν ἔφθασε ἡ εἴδησι πού συγκλόνισε τόν κόσμο, ὅτι ὁ μεγάλος Ἰνδός ἡγέτης Mahatma Gandhi δολοφονήθηκε, ὁ Bernard Shaw ἔκανε τό ἀκόλουθο σχόλιο: “Δέν φταίει ὁ δολοφόνος. Φταίει αὐτός πού ὕψωσε τό κεφάλι του τόσες σπιθαμές πάνω ἀπ᾽ τά δικά μας σκυφτά κεφάλια κι ἔγινε στόχος”.
Παρόμοιο πικρό σχόλιο ἔκανε ἕνας θυμόσοφος Ἱεράρχης ὅταν ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀρνήθηκε τήν προαγωγή σέ Ἐπίσκοπο ἑνός λαμπροῦ μέ μεγάλα προοσόντα κληρικοῦ: “Δέν φταῖμε ἐμεῖς οἱ συνοδικοί, εἶπε, ἀλλά αὐτός, πού φρόντισε ν᾽ ἀποκτήση τόσα προσόντα καί νά ψηλώση τόσο, ὥστε νά μήν τόν χωράη ἡ πόρτα μας”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

14. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ἄν τά ὄνειρά σου δέν πραγματοιοῦνται, σημαίνει ὅτι παρακοιμᾶσαι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Οἱ λεπτομέρειες στή ζωή κάνουν τήν τελειότητα. 
Ἡ τελειότητα στή ζωή δέν εἶναι λεπτομέρεια»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ Χριστιανισμός δέν γνωρίζει συνταξιούχους οὔτε ἀπομάχους. Ἀναγνωρίζει μόνο ἀγωνιστές»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

15. «Ἦταν ἕνας περίφημος διευθυντής ὀρχήστρας. Ἔκανε πρόβες ἡ ὀρχήστρα του. Ἀποτελεῖτο ἀπό 120 μουσικά ὄργανα. Ἐκεῖνος πού ἔπαιζε ἕνα μικρό φλάουτο νόμιζε πώς ἦταν ἀνάγκη νά ξεκουρασθῆ λιγάκι. “Ποιός θά μέ ἀντιληφθῆ ὅτι σταμάτησα νά παίζω μέσα σέ τόσα ὄργανα;”. Ξαφνικά, ὅμως, ὁ διευθυντής τίναξε τά χέρια του στόν ἀέρα. Διέταξε τήν ὀρχήστρα νά σταματήση. Φώναξε: “Ποῦ εἶναι τό μικρό φλάουτο; Τό ἔχασα ἀπό τ᾽ αὐτί μου”.
Καί ἐσύ νομίζεις πώς ἀποτελεῖς ἕνα ἀσήμαντο μικρό φλάουτο. Μέσα στούς τόσους ἀνθρώπους, πῶς μπορεῖ ὁ Θεός νά σέ παρακολουθῆ καί νά ἐνδιαφέρεται γιά σένα; Κι ὅμως ξέρει πώς Τόν ἔχεις ἀνάγκη, θέλει νά Τόν πλησιάσης, νά μιλήσης μαζί Του, νά τοῦ ζητήσης καί ἐσύ τό ἔλεός Του»(ΣΖ 90).

16. Γράφει ὁ Bernie May: «Στίς ἀρχές Μαΐου τοῦ 1972, ὁ καλός μου φίλος ὁ Μπένγκετ Γιάνβικ ἔγινε τό ἀντικείμενο μιᾶς μαζικῆς ἐπιχειρήσεως διασώσεως, ἐνῶ μετέφερε ἕνα καινούργιο ἀεροπλάνο στήν Galena τῆς Alaska. Τό ὕπουλο “βροχερό πέρασμα”, μιά πυξίδα πού ταλαντευόταν καί κάποια ἀπότομα καθοδικά ρεύματα εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα νά συντριβῆ σ᾽ ἕνα ἀπρόσιτο βουνίσιο φαράγγι. Ὁ Μπένγκετ, ἄν καί ἐπέζησε ἀπ᾽ τήν πτῶσι χωρίς τραύματα, ἦταν ἀγνοούμενος. Μιά χιονοθύελλα πού ξέσπασε, κάλυψε ὅλη τήν περιοχή γιά τίς ἑπόμενες τέσσερεις μέρες.
Στό μεταξύ οἱ ἀρχές καί οἱ φίλοι του ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν. Πενῆντα ὁμάδες ἔρευνας καί διασώσεως καί ἄλλα τόσα στρατιωτικά καί πολιτικά ἀεροπλάνα ἄρχισαν νά ψάχνουν τό βουνό. Ἕνας φίλος ἐπιχειρηματίας ἀπ᾽ τήν California πῆγε στήν Alaska καί μίσθωσε ἐπιπλέον ἀεροπλάνα καί ἑλικόπτερα, γιά νά βοηθήσουν στίς ἔρευνες. Χριστιανοί φίλοι ἀπ᾽ ὅλο τόν κόσμο προσεύχονταν.
Τήν πέμπτη μέρα ἀναγνωριστικά ἀεροπλάνα πέταξαν πάνω ἀπ᾽ τόν Μπένγκετ, ὅμως δέν τόν εἶδαν. Τή δέκατη τρίτη μέρα τά ἀεροπλάνα σταμάτησαν τίς ἔρευνες. Καθώς τελείωναν τά ἐφόδιά του, ὁ Μπένγκετ πίστευε πώς κάθε ἐλπίδα σωτηρίας εἶχε χαθῆ. Ἐκείνη τή δέκατη τρίτη μέρα, ὅμως, ἕνα ἑλικόπτερο, πού πέταξε στό φαράγγι, τόν ἐντόπισε.
Ὁ χαμένος βρέθηκε! Μπορεῖτε νά φαντασθῆτε τήν ἀγαλλίασι καί τόν ἐνθουσιασμό! Ἡ γυναῖκα καί τά παιδιά του, οἱ φίλοι του, οἱ ὁμάδες ἔρευνας, ὅλοι ξεφώνιζαν ἀπ᾽ τή χαρά τους.
Τότε ὀργανώθηκε μιά δεξίωσι. Ὁ μεγαλύτερος διαθέσιμος χῶρος, μέ καθίσματα γιά 250 ἄτομα, ἦταν ἀσφυκτικά γεμάτος. Συντονιστής τῆς βραδυᾶς ἦταν ὁ ἐπιχειρηματίας, πού εἶχε ναυλώσει τό ἑλικόπτερο, ὅταν ὅλα τά ἄλλα ἀεροπλάνα εἶχαν ἐγκαταλείψει τίς προσπάθειες. Ὁ Μπένγκετ, ὁ ἴδιος, εἶχε τήν εὐκαιρία νά πῆ “εὐχαριστῶ” στούς ἀνθρώπους, πού εἶχαν περάσει ὧρες καί μέρες, ψάχνοντας γι᾽ αὐτόν, ἕνα χαμένο, τόν ὁποῖο δέν τόν γνώριζαν προσωπικά.
Καθώς ὁ Μπένγκετ μᾶς ἐδιηγεῖτο αὐτή τήν ἱστορία, δέν μπόρεσα νά μή σκεφθῶ μιά ἄλλη σύναξι. Τελετάρχης θά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς. Ἡ μεγαλόπρεπη οὐράνια αἴθουσα θά εἶναι κατάμεστη. Μπορῶ νά ἀκούσω ἀνθρώπους ἀπό διάφορες φυλές —Κάμπας, Κέουας, Ἄουκας— νά λένε: “Σᾶς εὐχαριστοῦμε, γιατί ὀργανώσατε τήν ὁμάδα σωτηρίας· σᾶς εὐχαριστοῦμε, γιατί παραμείνατε σ᾽ αὐτήν. Σᾶς εὐχαριστοῦμε πού μᾶς βρήκατε. Βρισκόμαστε ἐδῶ, ἐπειδή ἐσεῖς ἐνδιαφερθήκατε”»(ΚΘ 63).

17. «Ἦταν μιά ἀρχοντογυναῖκα. Τήν ἐπισκέφθηκε μιά μέρα ἕνας πιστός. Ἦταν βαρειά ἄρρωστη. Ἤξερε ὅτι κινδύνευε νά πεθάνη.
—Θέλω νά σᾶς ρωτήσω κάτι, εἶπε στόν ἐπισκέπτη. Τώρα πού πρόκειται νά πεθάνω, θά ἤθελα νά μάθω ἄν στόν οὐρανό ὑπάρχουν δύο χωριστά διαμερίσματα, ἕνα γιά τούς ἄρχοντες, τούς φημισμένους καί ἀνεπτυγμένους· κι ἕνα γιά τούς ὑπηρέτες, τούς ἀγραμμάτους, τούς ἄξεστους. Ἄν μόνο ἕνα διαμέρισμα ὑπάρχη, δέν ξέρω πῶς θά τά καταφέρω νά ἀνεχθῶ νά ζήσω μέ τήν ὑπηρέτριά μου, πού εἶναι τόσο ἄξεστη.
—Μή στενοχωρεῖσθε, τῆς λέει ὁ πιστός. Δέν ὑπάρχει φόβος συνυπάρξεως. Ἄν πρῶτα δέν ἀπαλλαγῆτε ἀπό τήν καταραμένη ὑπερηφάνειά σας, δέν πρόκειται νά πᾶτε στόν οὐρανό καθόλου!»(ΘΚ 20).

18. Μικρές ἀλήθειες: «Μή λές πάντοτε ὅσα γνωρίζεις.
Γνώριζε, ὅμως, πάντοτε ὅσα λές»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ Χριστιανισμός ἐκπολιτίζει, ἀλλά ὁ πολιτισμός δέν ἐκχριστιανίζει»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τό σπουδαιότερο μέρος τοῦ βιβλίου τῆς ζωῆς, εἶναι ὁ ἐπίλογος. “Τά στερνά τιμοῦν τά πρῶτα”, λέει ὁ λαός»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Εἶχε ὁράματα ἀετοῦ ἀλλά δέν διέθετε παρά φτερά πεταλούδας. Γι᾽ αὐτό μιά ὁλόκληρη ζωή παράδερνε. Κι ὀνειροβατοῦσε»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

19. «Ἕνας διάσημος ἱεροκήρυκας, ἐνῶ ἦταν στόν ἄμβωνα, ἔλαβε μιά κάρτα, πού τοῦ διαβιβάσθηκε ἀπό κάποιον, πού βρισκόταν στό ἀκροατήριο. Τή διάβασε ὁ ἱεροκήρυκας. Ἦταν ἀπό κάποιο φημισμένο ἀγνωστικιστή. Ἔδινε τήν πρόσκλησι στό Χριστιανό ἱεροκήρυκα, νά συζητήση δημοσίᾳ μαζί του, γιά τό θέμα: “Ὁ Ἀγνωστικισμός κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ”. Ὁ ἀγνωστικιστής, θά πλήρωνε ὅλα τά σχετικά ἔξοδα τῆς αἴθουσας κοκ.. Ὁ ἱεροκήρυκας, ἀδίστακτα, διάβασε τήν πρόσκλησι τοῦ ἀγνωστικιστῆ μεγαλοφώνως, εἰς ἐπήκοον ὅλων τῶν ἀκροατῶν καί πρόσθεσε: “Δέχομαι τήν πρόσκλησι ὑπό τούς ἑξῆς ὅρους: 1) Νά ὑποσχεθῆτε, νά φέρετε μαζί σας στήν ἐξέδρα, στήν ὁποία θά συζητήσουμε, κάποιον, πού κάποτε ὑπῆρξε ἄσωτος, χαμένος καί ὁ ὁποῖος, ἀκούγοντας μία ἤ περισσότερες διαλέξεις ἀγνωστικισμοῦ, ὠφελήθηκε καί ἀπαλλάχθηκε τῶν ἁμαρτιῶν του, κι ἔγινε καινούργιος ἄνθρωπος, καί σήμερα ἀπ᾽ τήν κοινωνία ἐκτιμᾶται.
2) Νά φέρετε στήν ἐξέδρα μαζί σας, μιά γυναῖκα, ξένη πρός τήν ἠθική καί τήν ἁγνότητα, ἡ ὁποία, ὅμως, τώρα, μπορεῖ νά ὁμολογήση ὅτι, χάρις στήν ἀπιστία, ἐλευθερώθηκε ἀπ᾽ τά σαρκικά της πάθη καί ἀπέκτησε μίσος πρός τήν ἁμαρτία καί ἀγάπη γιά τήν καθαρότητα καί ἁγιότητα τῆς ζωῆς. Καί ὅτι ὅλη αὐτή ἡ ἀλλαγή ὀφείλεται στήν ἀπιστία της πρός τή Βίβλο.
Τώρα, κ. Ἄπιστε, ἄν δέχεσθε τούς ὅρους αὐτούς, ἐγώ ὑπόσχομαι νά φέρω μαζί μου ἑκατό τέτοια πρόσωπα, κάποτε χαμένα, πού ἄκουσαν τό Εὐαγγέλιο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, πίστευσαν, ἀναγεννήθηκαν καί ἡ ζωή τους ριζικά ἄλλαξε. Θά σᾶς φέρω ἑκατό ἀνθρώπους, πού ἀπό σατανάδες, ἔγιναν ἅγιοι. Δέχεσθε, κ. Ἄπιστε;”.
Ὁ ἀγνωστικιστής τά μάζεψε καί, χωρίς νά πῆ λέξι, σηκώθηκε κι ἔφυγε»(ΘΚ 23).

20. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ἡ τιμιότητα καί τά πλούτη δέν βρίσκονται μέσα στό ἴδιο σακκί»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τά μικρά ρυάκια φλυαροῦν μέ θόρυβο γιατί δέν ἔχουν βάθος. Οἱ μεγάλοι ποταμοί κυλᾶνε σιωπηλά»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

21. «Ἕνας κλέφτης τά ᾽χασε ὅταν τόν ἔπιασε ὁ Δημοσθένης νά κλέβη τό σπίτι του θέλοντας δέ νά δικαιολογηθῆ, τοῦ εἶπε: “Δέν ἤξερα ὅτι εἶναι δικό σου”. Ἀλλά ὁ Δημοσθένης τόν ἀποστόμωσε: “Ἤξερες, ὅμως, ὅτι δέν εἶναι δικό σου”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

22. Ἀναφέρει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ἐκεῖ ὅπου ὁ Σατανᾶς δέν μπορεῖ νά πάη αὐτοπροσώπως στέλνει —λέει μιά παροιμία— ὡς ἀντιπρόσωπό του τό κρασί...
Πόσα ἐγκλήματα δέν ἔγιναν καί δέν γίνονται καθημερινά ἐξαιτίας του:
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος πάνω στή μέθη του φόνευσε τόν Κλεῖτο, τό Φιλώτα καί τόν Παρμενίωνα τούς ἀρίστους στρατηγούς καί φίλους του. Καί πολλοί ἄλλοι ἄσημοι “ἀλέξανδροι” φονεύουν ὑπό τούς καπνούς τῆς μέθης πολλά ἄλλα “ἄριστα” καί “φίλτατα” τῆς ζωῆς τους»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

23. Γράφει ὁ Bernie May: «Τό νά στηρίζεται κανείς σέ ὑποθέσεις εἶναι μερικές φορές ἐπικίνδυνο —εἰδικά ὅταν αὐτές γίνωνται πρίν τήν ἀπογείωσι καί ἀφοροῦν τόν ἀνεφοδιασμό του μέ καύσιμα.
Πρίν μερικά χρόνια στόν Ἰσημερινό, ἕνα τετρακινητήριο Douglas (DC 4), μόλις ἀπογειώθηκε, παρουσίασε προβλήματα. Μετά ἀπό δέκα λεπτά πτήσεως, ὁ πιλότος τοῦ βαρυφορτωμένου μεταγωγικοῦ ἀεροσκάφους, μετέδωσε μέ τόν ἀσύρματό του στό Guayaquil ὅτι ἕνας ἀπ᾽ τούς κινητῆρες του εἶχε σταματήσει. Μέ ἠρεμία ἀνέφερε ὅτι “πτέρωσε” τήν ἕλικα καί συνέχιζε τήν πτῆσι του.
Μετά ἀπό τρία λεπτά μετέδωσε ὅτι σταμάτησε κι ἕνας ἀκόμη κινητήρας καί ὅτι τώρα ἐπέστρεφε στό ἀεροδρόμιο. Ἕνα λεπτό ἀργότερα κάλεσε ἐπειγόντως, γιά νά ἀνακοινώση ὅτι οἱ κινητῆρες τρία καί τέσσερα εἶχαν ἐπίσης σταματήσει κι ὅτι τό σκάφος ἔπεφτε. Σάν ἀπό θαῦμα, μπόρεσε νά προσγειώση τό βαρύ ἀεροσκάφος σέ μιά μπανανοφυτεία καί τά τρία μέλη τοῦ πληρώματος πήδηξαν ἔξω χωρίς γρατζουνιά.
Οἱ ἀνακρίσεις ἀποκάλυψαν ὅτι τό κάθε μέλος τοῦ πληρώματος νόμιζε ὅτι οἱ ὑπόλοιποι εἶχαν φροντίσει νά ἀνεφοδιάσουν τό σκάφος μέ καύσιμα. Ἔτσι εἶχαν ἀπογειωθῆ μέ ἄδειες τίς δεξαμενές. Πρίν ἀπό ἕνα λεπτό ὅλα λειτουργοῦσαν τέλεια. Στό ἑπόμενο ἔπεφταν στό ἔδαφος. Ἕνα DC 4 δέν μπορεῖ νά κρατηθῆ γιά πολύ στόν ἀέρα, χωρίς νά δουλεύουν οἱ κινητῆρες του.
Ἡ εἰρωνεία εἶναι ὅτι τό ἀεροπλάνο αὐτό, πού ἔμεινε ἀπό καύσιμα, ἦταν φορτωμένο μέ βαρέλια βενζίνης γιά ἀεροπλάνο, πού ἔπρεπε νά παραδοθοῦν σ᾽ ἕνα ἄλλο ἀεροδρόμιο.
Μιά ἀνάλογη περίπτωσι παραλείψεως στόν πνευματικό πιά χῶρο φανερώθηκε, καθώς δειπνούσαμε, τελευταῖα, μέ τό διευθυντή ἑνός χριστιανικοῦ κολλεγίου. Ἡ συζήτησί μας ἄρχισε ἀπ᾽ τήν πολιτική κατάστασι, πέρασε στήν ἠθική παρακμή, τή διάλυσι τῆς οἰκογενείας καί κατέληξε στό ἑξῆς ἐκπληκτικό:
Ὁ ἐφημέριος τοῦ Κολλεγίου, ἀνησυχώντας γιά τήν ἔλλειψι ἐνδιαφέροντος ἀπ᾽ τό μέρος τῶν φοιτητῶν γιά τά πνευματικά πράγματα, ἔφτιαξε ἕνα ἁπλό τέστ βιβλικῶν γνώσεων. Χωρίς δύσκολες ἤ διφορούμενες ἐρωτήσεις, ἁπλᾶ μιά προσπάθεια νά καταλάβη πόσο αὐτά τά παιδιά εἶχαν κάνει κτῆμα τους τά σχετικά μέ τή Βίβλο. Ἑτοιμασθῆτε γιά τά ἀποτελέσματα. Ἄν καί τό 95% ἀπό αὐτούς πού ρωτήθηκαν προέρχονταν ἀπό χριστιανικές οἰκογένειες..., ἦταν βιβλικά ἀκατατόπιστοι καί ἀπληροφόρητοι. Σχεδόν κανένας τους δέν ἤξερε τόν ἀριθμό τῶν βιβλίων τῆς Γραφῆς. Μερικοί νόμιζαν ὅτι ὁ Μωϋσῆς ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ καί οἱ περισσότεροι εἶπαν ὅτι ἡ Ἔξοδος βρίσκεται στήν Καινή Διαθήκη.
Βέβαια, ὁ κίνδυνος βρίσκεται στό γεγονός ὅτι ὅλοι αὐτοί νομίζουν πώς προχωροῦν μέ γεμάτες δεξαμενές. Πιστεύουν ὅτι διαθέτουν κάτι, τό ὁποῖο στήν πραγματικότητα δέν κατέχουν.
Χαίρομαι γιά καθένα πού ἀνυψώνεται πρός τό Θεό. Ἐλπίζω, ὅμως, πρίν πετάξη πάνω ἀπό κάποια πυκνή ζούγκλα, νά ἔχη ἐλέγξει τίς δεξαμενές του μέ τά καύσιμα.
Θυμηθῆτε ὅτι ἀκόμα καί μετά ἀπό τρία ὁλόκληρα χρόνια φοιτήσεως σέ βιβλικό σχολεῖο, ὁ Ἰησοῦς σύστησε στούς μαθητές Του νά μή δώσουν τή μαρτυρία τους, πρίν πάρουν, μαζεμένοι σέ ἕνα ἀνώγειο, τή δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ σκέψι τῆς συντριβῆς ἑνός ἀεροπλάνου, ξέρετε, μπορεῖ νά καταστρέψη ὁλόκληρη τή μέρα σας»(ΘΒ 58).

24. J. Ηolzner: «Ὅποιος φυτεύει κέδρα καί βαλανιδιές, πρέπει νά ᾽χη τήν παρηγοριά ὅτι θά ρίχνουν τή σκιά τους στόν τάφο του· ὁ ἴδιος, ὅμως, δέν θά δῆ παρά μόνο κάτι λεπτά δενδράκια.
Κάτω, ὅμως, ἀπ᾽ τή σκιά τους θά ξεκουρασθοῦν γενεές γενεῶν»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

25. Μικρές ἀλήθειες: «Ἡ ἀληθινή ταπεινοφροσύνη κρύβει ὄχι μονάχα ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, ἀλλά ἀκόμη καί τόν ἑαυτό της»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Γιά ψάρι πού δέν ἔπιασες τί βάζεις τηγάνι;»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

26. Διαπιστώνει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ὦ, Κύριε! Ὅσο κακό μποροῦσαν νά Σοῦ κάνουν οἱ ἄνθρωποι Σοῦ τό ἔκαναν ἤδη. Ἑκατομμύρια Ἰοῦδες Σέ φίλησαν. Λεγεῶνες Φαρισαίων Σέ βλασφημοῦν μέ τήν ὑποκρισία τους. Ἕνας ἀφρισμένος ὄχλος, μέσα στούς αἰῶνες ζητᾶ διαρκῶς, κάτω ἀπ᾽ τό Πραιτώριο τῆς ζωῆς, τό θάνατό Σου. Καί Πιλάτοι ἀναρίθμητοι, ντυμένοι μαῦρα καί κόκκινα Σέ παραδίδουν στό θάνατο, ἀφοῦ ἀναγνωρίσουν τήν ἀθωότητά Σου. Σέ ἀπωθήσαμε, γιατί ἤσουν πολύ ἁγνός γιά μᾶς. Σέ καταδικάσαμε νά πεθάνης, γιατί ἤσουν ἡ καταδίκη τῆς ζωῆς μας. Ὅλες οἱ γενιές εἶναι ἀπαράλλακτες μέ τή γενιά πού Σέ σταύρωσε. Ἀλλά ἐμεῖς, θέλουμε νά ἔλθης μέσα στή δόξα Σου τό γρηγορότερο. Θά Σέ περιμένουμε κάθε μέρα, θεῖε Ἐσταυρωμένε πού ὑπέφερες ἀγαπώντας μας καί τώρα μᾶς κάνεις νά ὑποφέρουμε ἀγαπώντας Σε»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

27. Alexis Carrel: «Τά ἕλκη τοῦ στομάχου δέν προέρχονται τόσο ἀπ᾽ αὐτό τό ὁποῖο τρῶμε (τίς τροφές), ἀλλά κυρίως ἀπ᾽ ὅ,τι μᾶς τρώει (τίς πίκρες)»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

28. Blaise Pascal: «Τό μέγα θαῦμα στή Δημιουργία ἔγκειται στό ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά γίνωνται θαύματα γιά νά συνεχίζεται ἡ δημιουργία»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

29. Percy Bysshe Shelley (Ὀζυμανδίας, 1817):
«Συνάντησα ἕνα ταξιδιώτη ἀπό χώρα ἀρχαία.
Εἶπε: “Τεράστια, δίχως κορμό, δύο πόδια πέτρινα
ὑψώνονται στήν ἔρημο... Κοντά τους, μές στήν ἄμμο
βυθισμένο, ἕνα θρυμματισμένο πρόσωπο· τά σκυθρωπά του
χείλη, πτυχωμένα σ᾽ ἕνα χαμόγελο ψυχρῆς ὑπεροχῆς,
λένε ὁ γλύπτης τους πώς διάβασε σωστά αὐτά τά πάθη
πού ἀκόμη ζοῦνε χαραγμένα στ᾽ ἄψυχα τοῦτα πράγματα
τό χέρι πού τά περιγέλασε καί τήν καρδιά πού τά ᾽θρεψε.
Καί πάνω στό κρηπίδι αὐτές οἱ λέξεις ἀχνοφαίνονται:
῾Ὀζυμανδίας τ᾽ ὄνομά μου, ὁ Βασιλεύς τῶν Βασιλέων,
κοιτάξτε τά ἔργα μου, ἰσχυροί, κι ἀπελπισθεῖτε!᾽
Ἄλλο τίποτε δέν μένει. Γύρω ἀπ᾽ τή φθορά
τῶν κολοσσιαίων ἐρειπίων, ἀπέραντη, γυμνή,
μόνη ἡ ἔρημος, κι ἐπίπεδη, ἁπλώνεται μακρυά”»(ΚΕ 341).
Τό ἄστατο τῆς ζωῆς. 

30. Γράφει ὁ Κων/νος Κούρκουλας: «Στό βασιλιά τῶν Περσῶν ἔφθασε πρεσβεία Σπαρτιατῶν γιά διαπραγματεύσεις. Τούς ρώτησε ἄν εἶναι κρατική ἤ ἰδιωτική ἀποστολή καί ὁ ἐπικεφαλῆς εἶπε: “Ἄν ἐπιτύχουμε εἴμαστε κρατικοί, ἄν ἀποτύχουμε εἴμαστε ἰδιωτικοί”.
Κάπως παρόμοιο ἦταν καί τό σύνθημα τοῦ μεγάλου πολιτικοῦ Adenauer, ἱδρυτῆ καί ἡγέτη τοῦ Χριστιανοδημοκρατικοῦ κόμματος τῆς Γερμανίας. Στόν ἐκλογικό στίβο κατέβηκε μέ τή διακήρυξι: “Ἄν ἐπιτύχω, τοῦτο θά τό χρωστᾶμε στίς χριστιανικές μου πεποιθήσεις. Ἄν ἀποτύχω, τοῦτο θά ὀφείλεται στίς προσωπικές μου ἀδυναμίες”»(Κων/νου Κούρκουλα, Τό Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός




<>







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


Total Pageviews

Welcome...! - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com