Ορθόδοξες ανθοδέσμες - Greek Flowers of Orthodoxy 1

 https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com

The Flowers of Orthodoxy

Ορθοδοξία








Ορθόδοξες ανθοδέσμες

Greek Flowers of Orthodoxy 1


ORTHODOX CHRISTIANITY – MULTILINGUAL ORTHODOXY – EASTERN ORTHODOX CHURCH – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ​SIMBAHANG ORTODOKSO NG SILANGAN – 东正教在中国 – ORTODOXIA – 日本正教会 – ORTODOSSIA – อีสเทิร์นออร์ทอดอกซ์ – ORTHODOXIE – 동방 정교회 – PRAWOSŁAWIE – ORTHODOXE KERK -​​ නැගෙනහිර ඕර්තඩොක්ස් සභාව​ – ​СРЦЕ ПРАВОСЛАВНО – BISERICA ORTODOXĂ –​ ​GEREJA ORTODOKS – ORTODOKSI – ПРАВОСЛАВИЕ – ORTODOKSE KIRKE – CHÍNH THỐNG GIÁO ĐÔNG PHƯƠNG​ – ​EAGLAIS CHEARTCHREIDMHEACH​ – ​ ՈՒՂՂԱՓԱՌ ԵԿԵՂԵՑԻՆ​​ / Abel-Tasos Gkiouzelis - https://theflowersoforthodoxy.blogspot.com - Email: gkiouz.abel@gmail.com - Feel free to email me...!

♫•(¯`v´¯) ¸.•*¨*
◦.(¯`:☼:´¯)
..✿.(.^.)•.¸¸.•`•.¸¸✿
✩¸ ¸.•¨ 


https://greekflowersoforthodoxy1.blogspot.com
 - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy2.blogspot.com - Θεία Εξομολόγηση
https://greekflowersoforthodoxy3.blogspot.com - Μεταστροφές στην Ορθόδοξη Πίστη και ζωή
https://greekflowersoforthodoxy4.blogspot.com - Μεταστροφές στην Ορθόδοξη Πίστη και ζωή
https://greekflowersoforthodoxy5.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Ρωμαιοκαθολικισμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy7.blogspot.com - Ορθόδοξη Αφρική
https://greekflowersoforthodoxy8.blogspot.com - Η Ορθοδοξία στις ΗΠΑ
https://greekflowersoforthodoxy11.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Ιουδαϊσμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy12.blogspot.com - Ορθόδοξη Δυτική Ευρώπη
https://greekflowersoforthodoxy13.blogspot.com - Ορθόδοξη Σκωτία
https://greekflowersoforthodoxy14.blogspot.com - Ορθόδοξη Αγγλία
https://greekflowersoforthodoxy15.blogspot.com - Ορθόδοξη Ουαλία
https://greekflowersoforthodoxy16.blogspot.com - Ορθόδοξη Ιρλανδία
https://greekflowersoforthodoxy17.blogspot.com - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy18.blogspot.com - Ορθόδοξες ανθοδέσμες
https://greekflowersoforthodoxy19.blogspot.com - Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς
https://greekflowersoforthodoxy20.blogspot.com - Μεταστροφές από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy21.blogspot.com - Μεταστροφές από τον Προτεσταντισμό στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy22.blogspot.com - Μεταστροφές από την ειδωλολατρεία (Ινδουϊσμό, κλπ.) στην Ορθοδοξία
https://greekflowersoforthodoxy23.blogspot.com - Συναξαριστής Κελτών Αγίων και Πάντων των Αγίων
https://greekflowersoforthodoxy24.blogspot.com - Συναξαριστής Κελτών Αγίων και Πάντων των Αγίων


<>


«Τίς ἑβδομάδες μετά τό γεγονός [τοῦ Τιτανικοῦ], ἐρευνητές καί ἐφημερίδες συγκέντρωσαν ἱστορίες ἐπιζώντων γιά νά καταλάβουν πῶς συνέβη ἡ τραγωδία. Καί ἀνακάλυψαν πράξεις ἀφάνταστης αὐταπαρνήσεως και ἀνθρωπιᾶς.

Ἕνας ἀπ᾽ τούς ἐμβληματικότερους ἥρωες τοῦ Τιτανικοῦ ἦταν ὁ πέμπτος ἀξιωματικός Harold Lowe. Ὁ Harold ὁδηγοῦσε τή μοναδική λέμβο πού ἐπέστρεψε στόν τόπο τοῦ ναυαγίου. Ἔψαχνε στό σκοτάδι καί στά παγωμένα νερά γιά νά βρῆ ἐπιζῶντες. Καί προτοῦ σπεύση κωπηλατώντας νά συνδράμη μιά ἄλλη λέμβο πού κινδύνευε νά βυθιστῆ, περιμάζεψε τέσσερεις ναυαγούς.

Ὁ Harold δέν ἦταν ὁ μοναδικός πού ἔβαλε τούς ἄλλους πάνω ἀπ᾽ τόν ἑαυτό του. Ὁρισμένοι ἔδωσαν τό σωσίβιό τους σέ ἀγνώστους ἐνῶ ἄλλοι ἔδωσαν τή θέσι τους στή βάρκα τῆς σωτηρίας. Ὁμάδες σοκαρισμένων καί τρομοκρατημένων ἀνθρώπων ὁδηγήθηκαν μέσα ἀπ᾽ τούς δαιδαλώδεις πλημμυρισμένους διαδρόμους καί τίς σκάλες πρός τίς σωστικές λέμβους πού περίμεναν στά καταστρώματα. Ἐνήλικοι φρόντισαν παιδιά πού δέν ἦταν δικά τους καί ἄλλοι προσπάθησαν νά κρατήσουν τό ἠθικό ψηλά ἐνθαρρύνοντας μέ τραγούδια ὅσους κωπηλατοῦσαν.

Στό μηχανοστάσιο τοῦ πλοίου οἱ μηχανικοί καί οἱ πυροσβέστες παρέμειναν στίς θέσεις τους ὥστε νά συνεχίσουν νά λειτουργοῦν οἱ ἀντλίες τοῦ νεροῦ καί τό ἠλεκτρικό ρεῦμα. Ἄν καί ἤξεραν ὅτι θά βυθιστοῦν μαζί μέ τό καράβι, ἦταν ἀποφασισμένοι νά κρατήσουν, ὅσο ἦταν δυνατόν, τόν Τιτανικό φωτισμένο στήν ἐπιφάνεια, ὥστε νά μπορέσουν νά διαφύγουν περισσότεροι ἐπιβάτες.

Ἔπειτα ἀπό ἑβδομάδες, καί ὅσο διαρκοῦσε ἡ ἐπίσημη ἔρευνα γιά τούς λόγους πού προκάλεσαν τήν καταστροφή, φωτεινές ἱστορίες ἀλληλοβοήθειας σάν καί τοῦτες ἔδειξαν ὅτι μέ ἀλτρουϊσμό καί ἀνθρωπιά ἡ ἀνθρωπότητα μπορεῖ νά λάμψη ἀπέναντι στίς καταστροφές»(EM, 48).


<>




«Καταλαβαίνοντας ὅτι ὁ Dr. Peyo [ἄλογο] διέθετε ἕνα μοναδικό χάρισμα, ὁ Hassen Bouchakour μίλησε σε κτηνιάτρους καί εἰδικούς οἱ ὁποῖοι συμφώνησαν πώς τό ἄλογο εἶχε μιά ἀσυνήθιστη ἱκανότητα. Πρόθυμος νά προσφέρη αὐτό τό δῶρο γιά καλό σκοπό, ὁ Hassen παράτησε τίς λαμπερές ἀρένες καί ἀφιέρωσε τρία χρόνια προετοιμάζοντας τό ἄλογο γιά νά ἐπισκεφθῆ ἀσθενεῖς καί ἡλικιωμένους. Κατά τή διάρκεια τῆς ἐκπαιδεύσεως, ὁ Peyo ἔμαθε σιγά σιγά τούς ἀσυνήθιστους ἤχους, τίς εἰκόνες καί τή μυρωδιά τῶν νοσοκομείων καί τῶν οἴκων εὐγηρίας.

Γιά νά ἀρχίση ὁ Peyo τίς ἐπισκέψεις χρειάζεται προσεκτική περιποίησι καί φροντίδα. Τό σῶμα του καλύπτεται μέ ἀντισηπτική lotion ἐνῶ ἡ χαίτη καί ἡ οὐρά του πλέκονται σέ σφιχτές πλεξοῦδες. Ὅταν ὁ Peyo φτάνει στό νοσοκομεῖο γιά νά ξεκινήση τή μέρα του, σταματάει ἤ σηκώνεται στά μπροστινά του πόδια γιά νά δείξη στόν Hassen σέ ποιό δωμάτιο θέλει νά μπῆ. Εἶναι σάν νά τοῦ λέη ποιός τόν ἔχει περισσότερο ἀνάγκη!

Μέ τή βοήθεια τοῦ Hassen, ὁ Peyo ἐπισκέπτεται ἀσθενεῖς τῶν ὁποίων ἡ ζωή φτάνει στό τέλος της. Ὁ Hassen τόν παρακολουθῆ νά τρίβη μαλακά τή μουσούδα του πάνω τους καί μέ τήν εὐγενική παρουσία του νά τούς ἀνακουφίζη προσφέροντάς τους ἠρεμία καί ἀγάπη τίς τελευταῖες ἑβδομάδες τῆς ζωῆς τους πάνω στή Γῆ.

Μπορεῖ νά ἀκούγεται παράξενο, ὅμως, πραγματικά λειτουργεῖ. Οἱ γιατροί παρατήρησαν ὅτι οἱ ἀσθενεῖς πού περνοῦσαν χρόνο μέ τόν Peyo ἔνιωθαν πιό ἤρεμοι καί λιγότερο ἀνήσυχοι, μέ ἀποτέλεσμα νά χρειάζωνται μικρότερη δόσι ἀπό παυσίπονα!»(ΕΜ, 58).



<>




Πολλά χρόνια πρίν, στή Νάπολη τῆς Ἰταλίας, ξεκίνησε μιά καταπληκτική παράδοσι πού ὀνομάζεται Caffè Sospreso, δηλαδή κερασμένος καφές. Νά πῶς λειτουργεῖ ὁ “κερασμένος καφές”.

Ἄν κάποιος εἶχε μιά ὄμορφη μέρα ἤ ἁπλῶς θέλει νά κάνη κάτι καλό, μπορεῖ νά παραγγείλη δύο καφέδες σ᾽ ἕνα καφενεῖο καί νά πιῆ μόνο τόν ἕνα. Ὁποιοσδήποτε, λοιπόν, δέν ἔχει τή δυνατότητα νά πληρώση τόν καφέ του, μπορεῖ νά πιῆ τόν κερασμένο, τόν ἤδη πληρωμένο.

Αὐτομάτως, ἡ μέρα του θά γίνη κάπως καλύτερη. Καί, ποιός ξέρει, ἴσως σκεφτεῖ καί ὁ ἴδιος νά κάνη στή συνέχεια μιά καλή πράξι.

Ὁ “κερασμένος καφές” εἶναι μιά ἀνώνυμη χειρονομία ἐξαιρετικά δυνατή. Εἶναι τόσο δυνατή, πού ἀπ᾽ τό δειλό ξεκίνημά του στή Νάπολη διαδόθηκε σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο»(ΕΑ, 94).




<>





«Ὁ Michael Landy ζήτησε ἀπό ἐπιβάτες καί ἐργαζόμενους τοῦ metro τοῦ Λονδίνου νά τοῦ ἀναφέρουν περιστατικά καλοσύνης πού εἶχαν δεῖ στόν ὑπόγειο ἤ στά ὁποῖα εἶχαν λάβει μέρος.

Στή συνέχεια, ἔφτιαξε ἀφίσες πού ἀπεικόνιζαν τίς ἱστορίες καί τίς κρέμασε στίς πλατφόρμες καί στούς συρμούς.

Οἱ ἱστορίες ἦταν πολλές καί θαυμάσιες, ὅπως, γιά παράδειγμα, ἡ ἱστορία ἑνός παιδιοῦ τοῦ ὁποίου τοῦ ξέφυγε τό μπαλόνι καί τό εἶδε νά πετάη πρός τό βάθος τοῦ βαγονιοῦ. Οἱ ἐπιβάτες ἕνας πρός ἕνα τοῦ τό ἔστειλαν πίσω χαμογελώντας»(ΕΜ, 96). 




Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς: «Ἕνας νέος εἶχε φτάσει σέ τόσο μεγάλη ἀπελπισία, ὥστε ἀποφάσισε νά αὐτοκτονήση. Ἐξομολογεῖται σ᾽ ἕνα Πνευματικό. Ἀκούει τόν Πνευματικό μέ προσοχή πού τοῦ λέει:

—Ἐσύ εἶσαι ὑπεύθυνος ὁ ἴδιος γιά τήν κατάστασί σου. Ἡ ψυχή σου κοντεύει νά πεθάνη ἀπό πεῖνα. Ἔμαθες νά ἐνδιαφέρεσαι καί νά φροντίζης πῶς νά θρέψης τό σῶμα σου. Καί ποτέ σου δέν ἐνδιαφέρθηκες γιά τήν τροφή τῆς ψυχῆς σου πού ἔχει πολύ πιό περισσότερη ἀνάγκη ἀπ᾽ τό σῶμα σου. Ἡ ψυχή σου πεθαίνει ἀπ᾽ τήν πεῖνα! Φάε καί πιές τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, παιδί μου. Ἔτσι μόνο θά ἀναζωογονηθῆ ἡ ψυχή σου καί θά γλυτώση ἀπ᾽ τόν αἰώνιο θάνατο.

Πείθεται ὁ νέος ἀπ᾽ τόν Πνευματικό καί φεύγει γιά νά συνεχίση μέ θάρρος καί νέα δύναμι τή ζωή καί ἔτσι σώζεται»(ΒΣ, 6).

<>



Ἅγ. Ἀμβρόσιος: «Ὁ Θεός ἔδωκεν εἰς ἡμᾶς τόν ἄρτον τοῦτον καθημερινόν, καί ἡμεῖς ποιοῦμεν αὐτόν ἐνιαύσιον»(ΒΣ, 14).

<>



Ἀρχιμ. Εὐσέβιος Βίττης: «Χαρακτηριστικό εἶναι τό ἑξῆς γεγονός πού συνέβη πρό ἐτῶν στό Σανατόριο (τότε) “Σωτηρία” στήν Ἀθήνα. Μετά ἀπό μιά Θ. Λειτουργία, πού κοινώνησαν οἱ περισσότεροι ἀσθενεῖς τοῦ ἐκκλησιάσματος, ὁ ἱερέας ἔπρεπε νά καταλύση τήν ὑπόλοιπη Θ. Κοινωνία, ὅπως γίνεται πάντοτε. Προτοῦ κάνη τήν κατάλυσι, εἶδε κάποιον πού στεκόταν στό βόρειο βημόθυρο τοῦ Ἱεροῦ. Τόν ρώτησε τί ἤθελε. Ἐκεῖνος ἀπάντησε πώς δέν ἤθελε τίποτε. Ὁ ἱερέας κατέλυσε κανονικά καί ἀφοῦ ἔβγαλε τά ἱερά ἄμφια ἑτοιμάστηκε νά βγῆ ἀπ᾽ τό Ἱερό. Βγαίνοντας ξανασυναντάει τό ἴδιο πρόσωπο. Τόν ρώτησε τί ἤθελε περιμένοντας. Καί τοῦ πρόσθεσε, ὅτι ἄν ἤθελε τόν ἴδιο, δέν μποροῦσε νά τόν δεχθῆ, γιατί εἶχε μιά ἀνειλημμένη ὑποχρέωσι καί μάλιστα θά πήγαινε ἀργοπορημένος. Ὁ ἄλλος ἀπάντησε πώς αὐτό πού ἤθελε ἔγινε. Ἤθελε, λέει, νά δῆ ἄν πράγματι ὁ ἱερέας θά κατέλυε τή Θ. Κοινωνία μετά τή μετάληψι τόσων φυματικῶν. Τότε μόνο “εἶδε καί ἐπίστευσε”! Μέχρι τότε δέν πίστευε πώς οἱ ἱερεῖς πιστεύουν στή Θ. Κοινωνία οὔτε βέβαια πώς ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι πηγή ζωῆς καί ὄχι θανάτου...»(ΒΣ, 65).

<>



«Γιά δέκα ὁλόκληρα χρόνια, ὁ παπᾶς τῆς Σπιναλόγκα π. Χρύσανθος (1898-1972) κοινωνοῦσε τούς λεπρούς καί ἔπειτα κατάλυε τήν ὑπόλοιπη Θ. Κοινωνία χωρίς νά κολλήση λέπρα. Εἶχε πίστι, εἶχε τόλμη καί θάρρος. Οἱ Χανσενικοί πού ἔμεναν ἐγκαταλειμμένοι στή Σπιναλόγκα, ἦταν ὀργισμένοι μέ τό Θεό, γιά τό λόγο ὅτι ἡ ἀρρώστια τους ἦταν μιά μεγάλη καί ἀφόρητη δοκιμασία. Ὁ π. Χρύσανθος —Ἱεραπετρίτης παπᾶς— τόλμησε νά τούς ἐπισκεφθῆ κάποτε καί νά λειτουργήση στό ἐγκαταλειμμένο ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγ. Παντελεήμονα, πού ὑπῆρχε καί ρήμαζε στό νησί.

Λένε πώς στήν πρώτη λειτουργία, δέν πάτησε ψυχή. Οἱ λεπροί ἄκουγαν πεισμωμένοι ἀπ᾽ τά κελλιά τους τήν ψαλμωδία κι ἄλλοτε τή σκέπαζαν μέ τά βογγητά τους κι ἄλλοτε μέ τίς κατάρες τους. Ὁ ἱερέας, ὅμως, ξαναπῆγε. Στή δεύτερη τούτη ἐπίσκεψι, ἕνας ἀπ᾽ τούς ἀσθενεῖς, πρόβαλε θαρρετά στό κατώφλι τοῦ Ναοῦ.

—Παπᾶ, θά κάτσω στή λειτουργία σου μέ ἕνα ὅρο, ὅμως. Θέλω νά μέ κοινωνήσης, κι ἄν ὁ Θεός σου εἶναι τόσο παντοδύναμος, ἐσύ μετά θά κάνης τήν κατάλυσι καί δέν θά φοβηθῆς τή λέπρα μου. Ὁ ἱερέας ἔγνεψε συγκαταβατικά. Στά κοντινά κελλιά ἀκούστηκε ἡ κουβέντα κι ἄρχισαν νά μαζεύονται διάφοροι στό πλάι τοῦ Ναοῦ, ἐκεῖ πού ἦταν ἕνα μικρό χάλασμα, μέ λιγοστή θέα στό ἱερό. Παραμόνευαν οἱ χανσενικοί στό τέλος τῆς λειτουργίας καί εἶδαν τόν παπᾶ δακρυσμένο καί γονατιστό στήν ἱερά Πρόθεσι, νά κάνη τήν κατάλυσι.

Πέρασαν μῆνες. Οἱ χανσενικοί τόν περίμεναν. Πίστευαν πώς θά ἔρθη καί τούτη τή φορά, ὡς ἀσθενής ὅμως καί ὄχι ὡς ἱερέας. Κι ὅμως ὁ παπᾶς ἐπέστρεψε ὑγιής καί ροδαλός κι ἄρχισε μέ ἠθικό ἀναπτερωμένο νά χτυπᾶ τήν καμπάνα τοῦ παλαιοῦ ναΐσκου. Ἔκτοτε, γιά δέκα τουλάχιστον χρόνια, ἡ Σπιναλόγκα εἶχε τόν ἱερέα της. Οἱ χανσενικοί ἀναστήλωσαν μόνοι τους τήν ἐκκλησία καί συνάμα ἀναστήλωσαν καί τήν πίστι τους. Κοινωνοῦσαν τακτικά καί πάντα κρυφοκοίταζαν τόν παπᾶ τους τήν ὥρα τῆς καταλύσεως, γιά νά βεβαιωθοῦν πῶς τό θαῦμα τῆς Σπιναλόγκας συνέβαινε ξανά καί ξανά. Τό 1957 μέ τήν ἀνακάλυψι τῶν ἀντιβιοτικῶν καί τήν ἴασι τῶν λεπρῶν, τό λεπροκομεῖο ἔκλεισε καί τό νησί ἐρημώθηκε. Μόνο ὁ ἱερέας ἔμεινε στό νησί, ὡς τό 1962 γιά νά μνημονεύη τούς νεκρούς μέχρι πέντε χρόνια ἀπ᾽ τό θάνατό τους.

(Ἀπ᾽ τό περ. Βηθεσδά, Ἀπ-Ἰν 2023)»(ΒΣ, 67).

<>



Ἀρχιμ. Ἀθανασίου Μυτιληναίου: «... Ἄν κάποιοι ἄνθρωποι πᾶνε σ᾽ ἕνα ζαχαροπλαστεῖο νά φᾶνε ἕνα γλυκό, ἤ ἄν πάρουν κάποιες πάστες γιά νά μοιράσουν σ᾽ ἕνα γάμο, σέ βαφτίσια ἤ ἀλλοῦ, καί πράγματι ἐκεῖ ὑπάρχει κάποιο πρόβλημα, μετά δέν θά πᾶνε ὅλοι στό Νοσοκομεῖο; Θά πᾶνε ὅλοι τους στό Νοσοκομεῖο! Ἔτσι κι ἐδῶ, ἀγαπητοί μου· ἄν ὑπῆρχε μολυσματικότητα, αὐτή θά γινόταν ὁμαδική. Ἀλλά ὁμαδική μολυσματικότητα ἀπ᾽ τό Μυστήριο τῆς Θ. Εὐχαριστίας οὐδέποτε παρατηρήθηκε! Γιά παράδειγμα, τή Μ. Πέμπτη, τά Χριστούγεννα, τό Πάσχα, πού κοινωνοῦν τόσοι καί τόσοι, ἄν ὑποτεθῆ ὅτι ὁ πρῶτος ἦταν συφιλιδικός, δέν θά ἔπρεπε νά ἐμφανισθῆ τό φαινόμενο τῆς σύφιλης, ἀκόμη καί σέ μικρά παιδιά, κατά ἕνα λοιμώδη τρόπο; Παρατηρήθηκε, ὅμως, ποτέ; Ποτέ!...»(ΒΣ, 72).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Αὐτός πού δέν πιστεύει, ὅτι ἡ Θ. Κοινωνία, εἶναι τό Τίμιο Σῶμα καί τό Τίμιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, διαπράττει τήν μεγαλύτερη ἁμαρτία, πιό μεγάλη καί ἀπ᾽ τήν παράβασι τοῦ Δεκαλόγου τοῦ Μωϋσέως. Διάπράττει τήν ἁμαρτία τοῦ Ἰούδα... τῆς προδοσίας τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ»(ΒΣ, 75).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Ὅταν κοινωνῶ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, δέν προσλαμβάνω ἐγώ τό Χριστό, ἀλλά μέ προσλαμβάνει Ἐκεῖνος καί γίνομαι μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ»(ΒΣ, 75).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Εἶναι πολλοί πού ἀμφισβητοῦν, ὅτι ὁ Θεός μπορεῖ νά κάνη τόν οἶνο καί τόν ἄρτο, Αἷμα καί Σῶμα Χριστοῦ στό Μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας καί τήν ἴδια στιγμή, ὁ ἴδιος ὁ ὀργανισμός τους μετατρέπει μυστηριωδῶς, τόν ἄρτο πού τρῶνε σέ σάρκα καί τόν οἶνο πού πίνουν σέ αἷμα. Εἴμαστε ἀστεῖοι...»(ΒΣ, 76).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Ὁ Μυστικός Δεῖπνος ὀνομάζεται “Μυστικός”, ὄχι ἐπειδή ἔγινε κρυφά, ἀλλά ἐπειδή στό κρασί καί στόν ἄρτο τοῦ Δείπνου αὐτοῦ, κρυβόταν ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ἀφοῦ ἦταν τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του»(ΒΣ, 76).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Ἡ Θ. Κοινωνία εἶναι ἕνα κάρβουνο πού καίει τίς ἁμαρτίες τῶν μετανοημένων καί καίει τίς ψυχές τῶν ἀμετανοήτων»(ΒΣ, 76).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Μιά πνευματική γυναῖκα, μοῦ φανέρωσε μιά μέρα τήν ἀποκάλυψί της. Εἶχε πάει Μ. Πέμπτη στήν ἐκκλησία καί τήν ὥρα πού τό πλῆθος τοῦ κόσμου ἑτοιμαζόταν νά κοινωνήση, συλλογίστηκε τό ἑξῆς:

“Ἄραγε, ποιοί ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους προετοιμάστηκαν καταλλήλως γιά τό Μυστήριο αὐτό; Μάλιστα γι᾽ αὐτούς, πού δέν προετοιμάστηκαν καταλλήλως, προσευχήθηκε λέγοντας: Θεέ μου, συγχώρησέ τους! Τότε, ὅπως λέει ἡ ἴδια, βλέπει τόν παπᾶ μέ τήν Ἱερή Λαβίδα νά κοινωνῆ τούς πιστούς. Καί συνέβαινε κάτι παράδοξο. Σέ πολλούς τήν ὥρα πού κοινωνοῦσαν, ἕνας ἄγγελος Κυρίου, ἔπαιρνε τή Θ. Μετάληψι ἀπ᾽ τήν Ἱερή Λαβίδα καί τήν ἐπέστρεφε στό Ἱερό Ποτήριο καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί λάμβαναν ἁπλά ἄρτο καί οἶνο καί ὄχι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Παρατήρησε, ὅτι ἀπ᾽ τούς 100 πού πήγαιναν νά κοινωνήσουν, στούς 95 συνέβαινε αὐτό τό πράγμα. Προφανῶς αὐτοί προσέρχονταν στό Μυστήριο ἀπροετοίμαστοι καί οὐσιαστικά δέν κοινωνοῦσαν, ἄν καί στήν πράξι φαίνονταν ὅτι συμμετεῖχαν στό Μυστήριο αὐτό”»(ΒΣ, 78).

<>



«Κάποια μέρα, ἕνας γιατρός, πού παρακολουθοῦσε τίς ὁμιλίες, πλησιάζει τόν ἱεροκήρυκα Δημήτριο Παναγόπουλο καί τοῦ λέει:

—Κύριε Παναγόπουλε, ὁ ἱερέας εἶναι δυνατόν νά καταλύει τό Ἅγ. Ποτήριο, διότι τόσοι καί τόσοι ἀσθενεῖς κοινωνοῦν ἀπ᾽ αὐτό καί τό μικρόβιο τῆς φυματιώσεως μεταδίδεται μέσῳ τοῦ σιέλου. Τί λοιπόν γίνεται ἔπειτα τό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου; Τό χύνει ὁ ἱερέας στό χωνευτήριο; Αὐτό δέν εἶναι μεγάλη ἁμαρτία;

Γέλασε ὁ Παναγόπουλος ὅταν ἄκουσε τά λόγια τοῦ γιατροῦ καί τοῦ εἶπε ὅτι ἐπ᾽ οὐδενί λόγῳ γίνεται τέτοιο πράγμα. Ὁ Κύριος δέν μολύνεται από μικρόβια καί οὔτε γίνεται μέσον νά μολυνθοῦν ἄλλοι. Ὁ γιατρός, ὅμως, δέν μποροῦσε νά πιστέψη, ὁπότε ὁ Παναγόπουλος τόν προέτρεψε νά ἐκκλησιασθῆ κατά τήν ἑπόμενη Θ. Λειτουργία καί στό τέλος νά σταθῆ κάπου, ὥστε νά βλέπη τίς κινήσεις τοῦ ἱερέα τήν ὥρα τῆς καταλύσεως. Πράγματι ὑπάκουσε ὁ γιατρός καί εἶδε πλέον μέ τά μάτια του, ὅτι πράγματι ὁ ἱερέας κατέλυσε καί μάλιστα ρίχνοντας ἀνᾶμα δυό-τρεῖς φορές στό Ἅγ. Ποτήριο, φρόντισε νά μή μείνη οὔτε ἴχνος τοῦ Παναγίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ θυσιασθέντος Κυρίου ἐντός Αὐτοῦ. Ἔκτοτε, ὄχι μόνο πίστευε, ἀλλά ἐκκλησιαζόταν καί κοινωνοῦσε μαζί μέ τούς ἀσθενεῖς»(ΒΣ, 78).

<>



Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: 

«Ὁμολογία μεγάλου μάγου, πρίν τήν ὥρα τοῦ θανάτου του:

—Ἐκβιάζομαι ἀπ᾽ τόν Ἄγγελο καί δέν μπορῶ νά μήν ὁμολογήσω καί νά πῶ, ὅτι σέ κανένα Χριστιανό δέν κατόρθωσα νά κάνω κάτι, πού Κοινωνοῦσε συχνά (ἐννοεῖται ἀξίως)»(ΒΣ, 79).

«Στίς 30 Δεκεμβρίου τοῦ 1967, ἡμέρα Σάββατο καί ὥρα 3 μ.μ. πῆγα στά Μετέωρα, γιά νά προσκυνήσω καί ὠφεληθῶ ψυχικά. Τήν Κυριακή λειτουργησα στήν Ἱ. Μονή Μεταμορφώσεως καί τή Δευτέρα στόν Ἅγ. Στέφανο, νυκτερινή. Χαρά Θεοῦ καί εὐλογία Κυρίου. Ἀφοῦ μέ τή δύναμι τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψα στό χωριό μου, μέ εἰδοποίησαν ἀμέσως νά πάω νά κοινωνήσω τή γριά, Ζωή Ἀντωνίου Γκαγκαστάθη, πού ἦταν ἀπό καιρό κατάκειτη, περίπου 85 ἐτῶν. Πῆγα, καί μόλις τήν κοινώνησα τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἀμέσως φώναξε: “Μέ ἔκαψε ἡ Κοινωνία, φωτιά ἔχω, δῶστε μου νερό νά πιῶ, καίγομαι. Μέ καίει μέσα”. Στίς λίγες ὧρες τίς ὁποῖες ἔζησε φώναζε συνέχεια, κάηκα ἡ καϋμένη. Κατόπιν παρέδωσε τό πνεῦμα της.

(Μαρτυρία ἀειμνήστου π. Δημητρίου Γκαγκαστάθη»(ΒΣ, 85).

<>



«Ὁ δόκιμος Κων/ντίνος Κλεόπας Ilie, ὅταν ὑπηρετοῦσε ὡς δεύτερος διακονητής στήν ἐκκλησία τῆς Μονῆς ἦταν αὐτόπτης μάρτυς μερικῶν θαυμάτων πού συνέβησαν στήν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας, στήν ἐκκλησία τῆς Σκήτεως Συχαστρία. Ἰδού τί μᾶς διηγήθηκε.

“Νά βλέπατε τί ἔπαθα μ᾽ ἕνα ἐνάρετο ἱερέα, τόν π. Καλλίστρατο Μπόμπου. Ὡς Πνευματικός πέρασε κάποτε ἀπό μία μοναχή, ἀσκήτρια σέ σπηλιά τοῦ δάσους. Τότε στά δάση ἀσκήτευαν περί τούς 550 μοναχούς καί μοναχές. Αὐτή ἡ μοναχή εἶπε στόν π. Καλλίστρατο: 

—Σέ σᾶς δέν κατέρχεται τό Ἅγ. Πνεῦμα, διότι ἀκολουθήσατε τό Νέο Ἡμερολόγιο!

Ἀπό τότε ὁ π. Καλλίστρατος διατελοῦσε ἐν πολλῇ ἀμφιβολίᾳ.

Μιά φορά, ὅταν ἤμουν βοηθός διακονητής στήν ἐκκλησία, παρατήρησα ὅτι τό πρόσφορο πού λειτουργοῦσε ὁ Ἡγούμενος ἦταν ἄσπρο καί γλυκό, ἐνῶ αὐτό μέ τό ὁποῖο λειτούργησε ὁ π. Καλλίστρατος ἦταν πικρό καί πρασινωπό. Τότε ρώτησα τό Γέροντα π. Ἰωαννίκιο:

—Γέροντα, γιατί ὅταν λειτουργῆ ὁ π. Καλλίστρατος τό πρόσφορό του εἶναι μουχλιασμένο καί πικρό;

—Μά, παιδί μου, διότι λειτουργεῖ μέ ἀμφιβολία. Δηλαδή ἀμφιβάλλει ἄν κατέρχεται τό Ἅγ. Πνεῦμα στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πού ἀκολουθῆ τό Νέο Ἡμερολόγιο. Μετέβη πρό καιροῦ σέ μιά ἐρημίτισσα τοῦ δάσους καί αὐτή τοῦ εἶπε ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα δέν κατέρχεται στή Θ. Λειτουργία ἐξ αἰτίας τοῦ Νέου Ἡμερολογίου. Τοῦ εἶπα ὅτι πλανήθηκε, διότι δέν πιστεύει ὅτι τό Ἅγ. Πνεῦμα κατέρχεται στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας!

Κάποτε ὁ π. Καλλίστρατος τελοῦσε τή Θ. Λειτουργία καί, ὅταν κάλεσε τό Ἅγ. Πνεῦμα νά κατέλθη, μέ ἔκπληξί του εἶδε ὅτι ὁ Ἀμνός ἔγινε κρέας καί ἔτρεχε τό Ἅγιο Αἷμα ἀπ᾽ τό Δισκάριο καί τό Ἀντιμήνσιο. Ὅταν παρατήρησε μέσα στό Ἅγ. Ποτήριο εἶδε ἀνθρώπινο Αἷμα. Τότε μέ κάλεσε καί μοῦ εἶπε:

—Ἀδελφέ Κων/ντίνε, ἔλα ἐδῶ κοντά! Τί βλέπεις;

—Πώ, πώ, π. Καλλίστρατε! Ἡ Θ. Κοινωνία ἔγινε κρέας καί αἷμα!

Τότε ἔστειλα νά εἰδοποιήσουν γρήγορα τόν Ἡγούμενο. Ὅταν ἦλθε ὁ στάρετς, ἔβαλε μοναχούς νά διαβάζουν τό Ψαλτήριο στό χορό καί εἶπε:

—Αἴ! π. Καλλίστρατε, πιστεύεις τώρα ὅτι ἔρχεται τό Ἅγ. Πνεῦμα καί μεταβάλλει τά Δῶρα ἤ ὄχι;

—Συγχώρησέ με, πάτερ! Κι ἔπεσε στά γόνατά του κλαίγοντας.

—Πρόσεχε!...”.

Αὐτό συνέβη τό 1932. Τόν ἴδιο καιρό ἤμουν μάρτυς κι ἑνός ἄλλου θαυμαστοῦ γεγονότος πού συνέβη στόν καιρό τῆς Θ. Λειτουργίας.

Κάποια φορά, ὅταν λειτουργοῦσε ὁ π. Ἰωαννίκιος, μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων, ἔπεσε απ᾽ τό Ἅγ. Ποτήριο μία σταγόνα Αἵματος τοῦ Χριστοῦ πάνω στό Ἅγ. Ἀντιμήνσιο. Ἐκείνη ἡ σταγόνα ἄρχισε νά λάμπη καί μετά νά μεταβάλλεται σέ ἀκτίνα. Τότε ὁ στάρετς Ἰωαννίκιος μέ φώναξε γρήγορα: 

—Ἀδελφέ Κων/νε, ἔλα ἐδῶ κοντά! 

Κοιτάζοντας ἐγώ, μοῦ εἶπε ὁ στάρετς:

—Τί βλέπεις ἐδῶ στό Ἅγ. Ἀντιμήνσιο;

—Βλέπω μία σταλαγματιά ἀπ᾽ τό Ἅγ. Αἷμα. Ἀκτινοβολεῖ τόσο δυνατά, πού δέν μπορῶ νά τήν ἀντικρύσω ἀπό κοντά!

Τότε ὁ στάρετς μοῦ εἶπε:

—Βλέπεις, Ποιόν ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί ὑπηρετοῦμε; Γι᾽ αὐτό νά στέκεσαι μέ μεγάλο φόβο καί εὐλάβεια μπροστά στήν Ἁγ. Τράπεζα!

Κατόπιν, ὁ στάρετς Ἰωαννίκιος κοινώνησε αὐτή τή σταλαγματιά τοῦ Ἁγ. Αἵματος τοῦ Χριστοῦ»(ΒΣ, 90).

<>



Γέροντας Ἐφραίμ τῆς Ἀριζόνας (+2019): «Πέρισυ ἤμουν στῆς Πορταριᾶς τό μοναστήρι, κι ὅπως εἴμαστε ἔτσι ἐδῶ, ἤμουν μέ τίς μοναχές καί τίς μιλοῦσα. Ἐκεῖ πού τίς μιλοῦσα, χτυπάει τό τηλέφωνο. Τό σηκώνω, ἦταν ἕνα πνευματικό μου παιδί, μιά γυναικούλα ἀπ᾽ τήν Κρήτη. Πολύ ἐνάρετη καί πολύ πιστή. Ἦταν στό Βόλο καί ἐρχόταν. Μετά ἦρθε ἡ μετάθεσι τοῦ ἀνδρός της, κάι πῆγε στήν Κοζάνη. Μέ πῆρε τηλέφωνο καί ἔτσι κάπως ἀνήσυχα μοῦ λέει:

—Γέροντα, θέλω νά σοῦ πῶ τό ἑξῆς, εἶμαι πολύ στεναχωρημένη, οἱ ἁμαρτίες μου εἶναι πού συνέβαλαν νά νοιώσω αὐτά τά πράγματα.

—Τί, παιδί μου, σοῦ συμβαίνει;

—Πατέρα μου, ὅταν ἤμουν στό μοναστήρι κοινώνησα καί ὅπως κοινώνησα ἡ μερίδα τοῦ ἁγίου ἄρτου ἔγινε κρέας στό στόμα μου, καί δέν μποροῦσα νά τό μασήσω. Ὠμό κρέας καί τό κατάπια, καί ἔγινε μιά εὐωδία στό στόμα ἔντονη! Ἦρθα ἐδῶ στήν Κοζάνη καί κοινώνησα στή Μητρόπολι!

—Κοινώνησες μέ τό παλαιό σέ μᾶς, ἔ;

—Κοινώνησα ἐδῶ μέ τό νέο, ἀλλά καί πάλι μοῦ ἔγινε ἡ μερίδα κρέας καί τέτοια εὐωδία πού ἔχει μιά ἑβδομάδα, δέν παίρνω μπουκιά νά τακτοποιηθῶ, γιατί δέν θέλω νά χάσω τήν εὐωδία τῆς Θ. Κοινωνίας πού αἰσθάνομαι. Οἱ ἁμαρτίες μου εἶναι τόσο πολλές καί συμβαίνει αὐτό;

—Ὄχι, παιδί μου, δέν εἶναι αὐτό, ἀλλά ὅτι ὁ Θεός σέ ἀγάπησε καί σοῦ ἔδειξε ἔτσι αὐτό τό μυστήριο, γιά νά πιστέψης ἀκράδαντα, ὅτι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε, ὅτι ὁ ἅγιος ἄρτος καί τό κρασί μας γίνονται μέ τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας καί μέ τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας, μέ τήν ἐπιφοίτησι τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, μεταβάλλονται σέ σάρκα καί αἷμα. Κοινωνᾶμε τό Χριστό μας μέ σάρκα καί αἷμα καί γινόμαστε ἕνα μέ τό Χριστό καί ἁγιάζεται καί ἡ σάρκα καί το πνεῦμα μας.

—Ἄ, ἔτσι ἔχουν τά πράγματα.

—Μάλιστα παιδί μου, ἔτσι ἔχουν τά πράγματα»(ΒΣ, 95).

<>





«Χθές τό βράδυ, ἐπισκέφθηκα μ᾽ ἕνα φίλο κάποιον μοναχό, στό Μοναστήρι του. Ἤμασταν χαρούμενοι γιά τή συνάντησι καί οἱ τρεῖς. Κάναμε τόν Ἐσπερινό καί μετά καθήσαμε στήν ἁπλή τραπεζαρία του γιά τσάι. Τότε ὁ μοναχός μᾶς ἀφηγήθηκε τήν ἑξῆς ἱστορία: Πρίν ἀπό χρόνια, ὑπῆρχε ἀνομβρία στήν περιοχή τῆς Χαλκίδος καί ὁ Ἐπίσκοπος ἀποφάσισε νά κάνουν δέησι στό Θεό, γιά νά πάψη τό κακό. Κάποια στιγμή, ἀφοῦ διάβασαν οἱ ἱερεῖς τίς εὐχές, ἕνας ἀπό αὐτούς ἀπευθύνθηκε στόν παπά πού εἶχε τή φήμη σαλοῦ.
—Πές κι ἐσύ μιά εὐχή, τοῦ εἶπε χωρίς νά πιστεύη πώς κάτι θά γινόταν μέ τόν ἱδιόρυθμο ρασοφόρο.
—Νά ᾽ναι εὐλογημένο, ἔκανε ὑπάκοή ὁ ἄνθρωπος, πλησίασε στήν εἰκόνα τοῦ Τ. Προδρόμου, ἔσκυψε μπροστά στόν εἰκονιζόμενο καί τοῦ εἶπε:
—Βλάμη, μπουμπούνα το!
Ἀμέσως τότε ἀκούστηκε ἀπ᾽ τά βουνά μιά μεγάλη βροντή κι ἔπειτα ἀπό λίγο ξεκίνησε νά βρέχη»(ΜΛ, 184).

<>




«Συνέβη, ὅμως, κατά τό Θεῖο Βάπτισμα [τοῦ Ἰωάννη, τοῦ μετέπειτα Γέροντος Θεοδοσίου τῆς Βηθανίας (+1991)], τό ἑξῆς θαυμαστό γεγονός: Ὅταν ὁ ἱερουργός τοῦ Μυστηρίου τοῦ Θείου Βαπτίσματος π. Δημήτριος πῆρε νά χύση τό εὐλογημένο λάδι στήν Ἀγία Κολυμβύθρα, τό λάδι, ἀφοῦ ἀρχικά ἑνώθηκε μέ τό ἁγιασμένο νερό, σχημάτισε παραστατικά τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στό ἁγιασμένο νερό. Ὅλοι τότε θαύμασαν τοῦτο τό παράδοξο γεγονός.
Τί ἄραγε νά σημαίνει αὐτό;
Τήν ἀπορία τήν ἔλυσε ὁ π. Δημήτριος ὅταν, μετά τή βάπτισι τοῦ Ἰωάννη, ἐναπέθεσε τό νεοφώτιστο στή νονά του, ἡ ὁποία τόν περίμενε μέ τό κατάλευκο σεντόνι πού κρατοῦσε ἁπλωμένο στά χέρια της. Εἶδαν τότε στή νονά του, ἡ ὁποία τόν περίμενε μέ τό κατάλευκο σεντόνι πού κρατοῦσε ἁπλωμένο στά χέρια της. Εἶδαν τότε ὅλοι τό ἴδιο σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ σχηματισμένο στήν πλάτη τοῦ νεοφώτιστου. Ὁ π. Δημήτριος, πού εἶχε τήν τιμή νά βαπτίση τό χαριτωμένο αὐτό βρέφος, δέν εἶχε πιά καμμιά ἀμφιβολία γιά τή σημασία αὐτοῦ τοῦ θαυμαστοῦ γεγονότος.
Καί εἶπε στή νονά:
“Καλότυχη σύ, γιατί τό παιδί αὐτό τό ὁποῖο κρατᾶς στήν ἀγκαλιά σου θά γίνη ἱερέας”.
Καί ἦταν ἡ πρόρρησι αὐτή τοῦ εὐσεβεστάτου ἱερέα ἀληθινή»(ΓΒ, 18).

<>






«Τήν ἄσκησι αὐτή τῆς ἐλεημοσύνης τήν γνώριζαν οἱ ἀδελφές τῆς Μονῆς καί συνέβαλλαν κι αὐτές. Ὡστόσο ὑπῆρχαν καί φορές πού δέν τή γνώριζαν. Ἦταν τότε πού ὁ Γέροντας Θεοδόσιος τῆς Βηθανίας (+1991) πίστευε ὅτι οἱ ἀδελφές θά τοῦ ἔφερναν ἀντίρρησι καί θά τοῦ στέκονταν ἐμπόδιο. Ἔτσι, ἀναφέρουν οἱ ἴδιες οἱ ἀδελφές, ὅταν ὁ Γέροντας εἶχε αὐτή τή σκέψι, ἀσκοῦσε τήν ἐλεημοσύνη κρυφά. Μάλιστα μιά φορά ἀδελφή τῆς Μονῆς ἐντόπισε μέσα στή ντουλάπα του ἕνα μικρό δοχεῖο λάδι, τό ὁποῖο τήν ἑπόμενη ἡμέρα, κρατώντας το μέσα στό ράσο του ὁ Γέροντας, τό πῆρε καί τό ἔδωσε ἐλεημοσύνη σέ φτωχή οἰκογένεια τῆς Βηθανίας»(ΓΒ, 183).

<>





«Τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Νεαπόλεως καί Σαμαρείας κ.κ. Ἀμβροσίου.
“... Ἕνα ἀπ᾽ τά θαύματα ἔγινε σέ ἐμένα προσωπικά, ὡς ἑξῆς: ... Ἐπισκέφθηκα τόν προσωπικό μου ἰατρό, ὁ ὁποῖος μοῦ συνέστησε νά κάνω ἰατρικές ἐξετάσεις καί ὑπέρηχο. Ἡ διάγνωσι ἦταν ὅτι εἶχα προστάτη σέ προχωρημένη κατάστασι. Ἦταν ἡμέρα Τρίτη, ὅταν πῆρα τά ἀποτελέσματα. Φυσικά ἤμουν πολύ στενοχωρημένος. Μοῦ ἔκλεισαν ραντεβοῦ γιά τήν ἐρχόμενη Δευτέρα νά κάνω κάτι συμπληρωματικές ἐξετάσεις καί νά μπῶ δι᾽ ἐγχείρισι.
Τήν Πέμπτη μέ κάλεσαν νά πάω γιά λειτουργία στή Βηθανία, διότι δέν εἶχαν ἱερέα. Βέβαια, στό μεταξύ παρακαλοῦσα στόν Πανάγιο Τάφο νά μέ ἀπαλλάξη ἀπό αὐτή τήν ταλαιπωρία, ἰδιαιτέρως κατά τή λειτουργία ἐκείνης τῆς ἡμέρας. Προσευχόμουν καί στήν Παναγία καί στούς ἄλλους Ἁγίους. Ξεχωριστά παρακάλεσα τόν π. Θεοδόσιο τῆς Βηθανίας νά πρεσβεύη γιά τό αἴτημά μου πρός τόν Κύριο. Κατά τό διάστημα τῆς Θ. Λειτουργίας ἱδρώνω πάρα πολύ, ὥστε νά μουσκέψη ἀκόμη καί τό ἀντερί μου. Ἔτσι ἔγινε καί ἐκείνη τήν ἡμέρα. Ἐξήλθαμε ἀπ᾽ τόν Ναό καί καθήσαμε ἀπέναντι ἀπ᾽ τόν τάφο τοῦ π. Θεοδοσίου νά πάρουμε πρωϊνό. Βλέποντάς με ἔτσι μουσκεμένο οἱ μοναχές μοῦ εἴπανε:
—Σεβασμιώτατε, βγάλτε τό πουκάμισό σας καί τό ἀντερί νά τά πλένουμε, διότι ἔτσι θά κρυώσετε.
Τούς εἶπα:
—Δέν ἔχω ἄλλα νά φορέσω.
Ἡ ἀπάντησι ἦταν:
—Θά σᾶς δώσουμε νά φορέσετε τοῦ Γέροντα, μέχρι νά στεγνώσουν τά δικά σας.
Χάρηκα ἰδιαιτέρως καί ἔκανα ὅ,τι μοῦ εἶπαν.
Μετά τό πρωϊνό, κι ἐνῶ εἶχα φορέσει τό ἀντερί τοῦ Γέροντα, πλησίασα τόν τάφο του καί τόν προσκύνησα. Ἀκριβῶς ἐκείνη τήν ὥρα αἰσθάνθηκα ὅτι μέσα στά σπλάχνα μου, σάν νά εἶχα μία φιάλη γεμάτη νερό, πού —ὅταν ἀνοίξουν ἀπό κάτω τήν κάνουλα— τό νερό τρέχει πρός τά κάτω. Κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἔφθασε αὐτή ἡ κίνησι κάτω ἀπ᾽ τά γόνατά μου καί σταμάτησε ἀμέσως. Κατάλαβα ὅτι ὁ Γέροντας ἐπενέβη δραστικά μέ τήν προσευχή του στό Θεό. Δέν εἶπα σέ κανένα τίποτε. Περίμενα, ὅμως, ἐναγωνίως νά πάω στό γιατρό, νά κάνω τήν ἐξέτασι καί νά πάρω τήν ἀπάντησι, πού ἦταν ἡ ἑξῆς:
—Πάτερ μου, δέν ὑπάρχει προστάτης. Ἐξελίσσεται φυσιολογικά γιά τήν ἡλικία σας. Πηγαίνετε νά κάνετε τό ταξίδι στήν πατρίδα σας καί καλή διαμονή.
Ἔτσι ἀπηλλάγην”»(ΓΒ, 217).

<>






«Ἕνας ἐρημίτης, βρῆκε καταφύγιο στό βουνό γιά νά διαλογιστῆ καί νά προσευχηθῆ.
Τόν ἔβλεπαν συχνά πολύ ἀπασχολημένο.
Μιά μέρα, κάποιος τόν ρώτησε:
—Πῶς γίνεται νά ἔχης τόση δουλειά ἀφοῦ ζῆς στή μοναξιά;
Ὁ ἐρημίτης ἀπάντησε:
—Ἔχω ἀρκετά πράγματα νά κάνω.Ἐκπαιδεύω δύο γεράκια, ἐκπαιδεύω δύο ἀετούς, ἠρεμῶ δύο κουνέλια, πειθαρχῶ ἕνα φίδι, παρακινῶ ἕνα γάιδαρο καί δαμάζω ἕνα λιοντάρι.
—Μά δέν βλέπω κανένα ζώο ἐδῶ γύρω, πού εἶναι;
Ὁ ἐρημίτης ἀπάντησε:
—Αὐτά τά ζῶα τά κουβαλάμε ὅλα, ὅλοι, μέσα μας. Τά δύο γεράκια, ρίχνουν τόν ἑαυτό τους πάνω ἀπό ὅ,τι τούς παρουσιάζεται, καλό ἤ κακό, πρέπει νά τούς ἐκπαιδεύσω νά ρίξουν τόν ἑαυτό τους σέ καλά πράγματα: Εἶναι τά μάτια μου.
Οἱ δύο ἀετοί μέ τά νύχια τούς πονᾶνε καί καταστρέφουν, πρέπει νά τούς ἐκπαιδεύσω νά τεθοῦν σέ ὑπηρεσία καί νά βοηθήσουν χωρίς νά βλάψουν: Εἶναι τά χέρια μου.
Τα κουνέλια θέλουν νά πᾶνε ὅπου θέλουν, θέλουν νά ἀποφύγουν δύσκολες καταστάσεις, πρέπει νά τούς μάθω νά εἶναι ἤρεμα ἀκόμα καί ἄν ὑπάρχουν βάσανα, προβλήματα ἤ οτιδήποτε δέν μοῦ ἀρέσει: Εἶναι τά πόδια μου.
Τό πιό δύσκολο πράγμα εἶναι νά παρακολουθῆς τό φίδι, εἶναι κλειδωμένο σ᾽ ἕνα δυνατό κλουβί, ἀλλά εἶναι πάντα ἕτοιμο νά ἐπιτεθῆ, νά δαγκώση καί νά τοποθετήση τό δηλητήριό του σέ ὅποιον εἶναι κοντά, ὁπότε πρέπει νά τό πειθαρχήσω: Είναι ἡ γλῶσσα μου.
Ὁ γάιδαρος εἶναι πεισματάρης, δέν θέλει νά κάνη τό καθήκον του, εἶναι πάντα κουρασμένος καί ἀρνεῖται νά κουβαλήση τό βάρος του: Εἶναι τό σῶμα μου. 
Καί τέλος, πρέπει νά δαμάσω τό λιοντάρι, θέλει νά γίνη ὁ βασιλιάς, εἶναι ψηλά καί πάντα θέλει νά εἶναι ὁ πρῶτος, εἶναι ματαιόδοξος, εἶναι περήφανος, νομίζει ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος: Εἶναι ὁ ἐγωϊσμός μου.
Ὅπως βλέπεις, ἔχω νά κάνω»(Σαλπίσματα ἀληθείας - ψυχοφελείς δημοσιεύσεις, https://www.facebook.com).


<>





«Ὁ παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης ἔλεγε στόν π. Εὐάγγελο Παπανικολάου, καί πρίν καί μετά τήν χειροτονία τοῦ π. Εὐαγγέλου:
“Η δουλειά τοῦ παπᾶ εἶναι νά διαβάζη ὀνόματα, χιλιάδες ὀνόματα, εἰδικά τῶν κεκοιμημένων.
Οἱ ζωντανοί ὅλο καί κάποιον θά βροῦν νά τοῦ ποῦν τόν πόνο τους, ὅλο καί κάποιος θά τούς στηρίξη ἔστω λίγο.
Στήν ἄλλη ζωή ὄλοι εἶναι ἐν μετανοίᾳ, ἀλλά δέν μπορούν οἱ ἴδιοι νά κάνουν τίποτε.
Δουλειά τοῦ παπᾶ, εἶναι νά μνημονεύη ὀνόματα κεκοιμημένων στήν Προσκομιδή”.
“Μια φορά”, ἔλεγε ὁ παπά-Ἐφραίμ, “κοιμήθηκε ἕνα καλογέρι μου.
Εἶδα κατόπιν ὄτι τό καλογέρι δέν εἶχε πάει σέ καλό μέρος...
Ἔκανα, λοιπόν, μεγάλη προσευχή γιά τήν ψυχή τοῦ καλογεριοῦ μου.
Τό βράδυ ἐμφανίζεται ὁ Χριστός καί μοῦ λέει:
—Σταμάτα νά προσεύχεσαι γιά τό καλογέρι σου, γιατί αὐτός ἔχει τελειώσει.
Ὁ παπα-Ἐφραίμ, τίποτε.
Συνέχιζε ἀκάθεκτος τίς προσευχές καί τά κομποσχοίνια καί τή μνημόνευσι τοῦ καλογεριοῦ τοῦ στήν Προσκομιδή.
Τοῦ ἐμφανίζεται ξανά ὁ Χριστός μας καί τοῦ λέει:
—Σέ παρακαλῶ, σταμάτα νά τόν μνημονεύης. Αὐτός δέν θά ἀλλάξη μέρος.
Ὁ παπα-Ἐφραίμ συνέχιζε τήν προσευχή γιά τό καλογέρι, τοῦ ὀποίου ἡ ψυχή δέν εἶχε πάει στόν Παράδεισο.
Ἔρχεται ὁ Χριστός μας γιά τρίτη φορά στόν παπα-Εφραίμ καί τοῦ λέει:
—Σ᾽ ἀγαπῶ, γιατί μοῦ μοιάζεις! Τό καλογέρι σοῦ δέν ἀξίζει ὅ,τι ζητᾶς, ἀλλά θά γίνη, ἐπειδή μοῦ μοιάζεις!”(http://amfoterodexios.blogspot.com/2021/12/blog-post_59.html).




<>




«Λίγο πρίν ἀπ᾽ τό Πάσχα, ἔφτασε ἡ ὥρα νά διδάξη τό 6ο κεφάλαιο, τῆς ἀναπαραγωγῆς. 
Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα ἔπρεπε νά ἐπεξεργαστοῦν σέ ὀμάδες τή σχετική δραστηριότητα ἀπ᾽ τό Τετράδιο Ἐργασιῶν, ἀλλά ἐκεῖνος ἦταν παντελῶς ἀπροετοίμαστος. 
Εἶχε γράψει τρία διαφορετικά σχέδια μαθήματος καί τά ἀπέρριψε ὄλα. 
Μπῆκε στήν τάξι μέ τήν ἀγωνία ἑνός νεοδιόριστου καί τή λαχτάρα τοῦ γονιοῦ ἀπέναντι στίς δεκαεπτά ψυχοῦλες πού εἶχε μπροστά του.
—Παιδιά μου, εἶπε διστακτικά, ἔχετε ἀκούσει φαντάζομαι γιά τήν ἔκτρωσι ἤ ἄμβλωσι. Ξέρει κάποιος νά μᾶς πῆ τί ἀκριβῶς γίνεται;
Καμμιά δεκαριά χέρια σηκώθηκαν. 
Εἰπώθηκαν πολλά. 
Τό θέμα εἶχε τραβήξει τό ἐνδιαφέρον τῶν μαθητῶν. Ἄλλοι σχολίαζαν δυνατά, ἄλλοι περίμεναν ὑπομονετικά νά τούς δώση τό λόγο κι ἄλλοι κουβέντιαζαν σιγά.
—Γιατί ἄραγε οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν στήν ἄμβλωσι;, τούς εἶπε. 
Χωρίς νά περιμένη ἀπάντησι, συνέχισε τά ἐρωτήματα.
—Εἶναι ἡ μόνη λύσι στά ἀδιέξοδα πού προκύπτουν; Τα ἄρρωστα παιδιά ἔχουν δικαίωμα νά ζήσουν; Ἄν ἡ μητέρα τοῦ Μπετόβεν ἐπέλεγε τήν ἄμβλωσι ὠς τή μόνη λύσι, τί θά ἔχανε ἡ ἀνθρωπότητα;
Σέ λίγη ὥρα ἡ συζήτησι εἶχε ἀνάψει γιά τά καλά καί τό σχέδιο μαθήματος εἶχε πάει περίπατο. 
Χωρίς νά τό πολυκαταλάβη, μπῆκε καί σ᾽ ἄλλα χωράφια. 
Τούς μίλησε γιά τήν ἱερή στιγμή τῆς συλλήψεως καί τότε βρῆκε τήν εὐκαιρία γιά νά ἐξηγήση στά παιδιά πού τόν ἄκουγαν ἀμίλητα, πώς κάποια πράγματα πού ὁ κόσμος θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀντισύλληψι, κάθε ἄλλο παρά ἀντισύλληψι εἶναι.
Τό κουδούνι χτύπησε γιά διάλειμμα, ἀλλά κανένας μαθητής δέν κουνήθηκε. 
Ἡ συζήτησι συνεχίστηκε. 
Τούς μίλησε καί γιά τό Σύλλογο πού συμπαραστέκεται στά κορίτσια πού ἔχουν ἀνεπιθύμητη ἐγκυμοσύνη. 
Εἶπαν πολλά. 
Οἱ μαθητές τόν διέκοπταν συνέχεια μέ ἐρωτήσεις καί ἀπορίες. 
Μόνο ὅταν μπῆκε ὁ φιλόλογος γιά τήν ἑπόμενη διδακτική ὥρα συνειδητοποίησαν ὄτι ἔπρεπε νά σταματήσουν.
Τήν ἄλλη χρονιά δέν δίδαξε Βιολογία. 
Τήν ζήτησε ἄλλος συνάδελφος. 
Τό ἴδιο ἔγινε καί τίς ἑπόμενες χρονιές. 
Κάποιο ἀπό τά ἑπόμενα καλοκαίρια μετά τήν ἐπιστροφή ἀπ᾽ τίς διακοπές, παραξενεύτηκε ὅταν βρῆκε ἑπτά μηνύματα στόν τηλεφωνητή. 
—Κύριε, ἡ Κατερίνα Δ. εἶμαι. Μέ θυμᾶστε; Μᾶς κάνατε Βιολογία στήν Α´ Γυμνασίου. Σᾶς παρακαλῶ πᾶρτε με τηλέφωνο στό 210... Εἶναι ἀνάγκη.
Ἄκουσε καί τά ὑπόλοιπα μηνύματα, ὅλα σχεδόν μέ τό ἴδιο περιεχόμενο καί ὅλα ἀπ᾽ τήν Κατερίνα.
“Τι νά τῆς συμβαίνει ἄραγε;”, σκεφτόταν ὅση ὥρα πληκτρολογοῦσε τόν ἀριθμό. 
Ἔμεινε ἄφωνος μέ τά νέα πού ἔμαθε ἀπ᾽ τήν Κατερίνα. 
Ἡ Ἐβελίνα, ἕνα ὄμορφο καί ζωηρό κορίτσι ἀπ᾽ τήν τάξι τους εἶχε δεσμό μέ τό Διαμαντή, ἕνα ἀγόρι ἀρκετά μεγαλύτερο, πού ἦταν φαντάρος. 
Ὅταν ἡ Ἐβελίνα κατάλαβε πώς κυοφοροῦσε τό παιδί τους καί τό ἐκμυστηρεύτηκε στή μητέρα της, ἐκείνη τήν ἔδιωξε ἀπό τό σπίτι. 
Τή μάζεψε εὐτυχῶς ἡ μητέρα τοῦ ἀγοριοῦ. 
Ἔπρεπε, ὅμως, νά ἀποφασίσουν τί θά γίνη ἀπό κεῖ καί πέρα. 
Ἡ μητέρα τοῦ Διαμαντῆ συμπαθοῦσε πολύ τήν Ἐβελίνα. 
Τούς πρότεινε νά παντρευτοῦν καί τούς ὑποσχέθηκε ὄτι θά ἔμεναν σπίτι της ὄσο καιρό χρειαζόταν. 
Δέν ἤθελε ἐπ᾽ ὀυδενί νά διακόψουν τήν κύησι. 
Ἡ Ἐβελίνα, ὄμως, ἦταν 17 ἐτῶν, δηλαδή ἀνήλικη. 
Καί δέν μποροῦσε νά παντρευτῆ. 
Ἐπιπλέον τά οἰκονομικά τῆς οἰκογένειας τοῦ Διαμαντῆ ἦταν δύσκολα.
Τότε ἡ Κατερίνα θυμήθηκε τό μάθημα τῆς Βιολογίας πού ἔκαναν στήν Α´ Γυμνασίου καί τό Σύλλογο πού τούς εἶχε πει ὁ καθηγητής τους. 
Ἔψαξαν νά τόν βροῦν στό τηλέφωνο. Ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἀπαντοῦσε. 
Χωρίς νά χάσουν καιρό, ἀναζήτησαν πληροφορίες στό internet, στήν ἀρχή στά τυφλά καί χωρίς ἐλπίδα. Τελικά τά κατάφεραν. 
Ἐπισκέφθηκαν μαζί μέ τήν Ἐβελίνα τό Σύλλογο. 
Ἡ κοπέλλα πού τούς ὑποδέχθηκε, χειρίστηκε τό θέμα μέ πολλή σύνεσι καί λεπτότητα. 
Ἡ μητέρα τῆς Ἐβελίνας, ὄμως, ἦταν ἀνένδοτη. Τότε μπῆκε σέ ἐφαρμογή τό plan B. 
Ὁ εἰσαγγελέας ἀνηλίκων ἔδωσε, ἀντί τῶν γονέων, τήν συγκατάθεσι γιά νά γίνη ὁ γάμος. 
Κουμπάροι ἦταν ὅλη ἡ τάξι! 
Καί ἐκλεκτός προσκεκλημένος ὁ καθηγητής τῆς Βιολογίας στό Γυμνάσιο.
Ἀνόρεχτα ἄνοιξε τόν ὑπολογιστή του ὁ συνταξιοῦχος καθηγητής τῶν Φυσικῶν ἐπιστημῶν γιά νά διαβάση καμμιά εἶδησι. 
Ὕστερα ἀπό κάμποση ὥρα μπῆκε στό facebook. 
Ἔχει καιρό τώρα πού ἄνοιξε λογαριασμό. 
Ἡ γυναῖκα του τόν κοροϊδεύει. 
—Μόνο τά πιτσιρίκια ἔχουνε facebook. 
—Καί ὅσοι αἰσθάνονται ἀκόμα πιτσιρίκια, τῆς ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος. 
Πάντα ἤθελε νά συμπορεύεται μέ τή νέα γενιά. 
Ὄχι γιά νά τό παίζη νέος καί in. 
Ἤθελε μόνο νά ξέρη πῶς σκέφτονται, πῶς λειτουργοῦν.
Πληκτρολόγησε τόν κωδικό καί μπῆκε στό λογαριασμό του. 
Εἶχε 92 likes στήν τελευταία του ἀνάρτησι. “Τό ψηφιακό ναρκωτικό πού τρέφει τό ναρκισσισμό μας”, σκέφτηκε καί... οὔπς, εἶδε ἕνα αἴτημα φιλίας. 
Ἔκανε κλίκ στό διπλό προσωπάκι καί διάβασε: Ἡ Evln Ppd σᾶς ἔκανε αἴτημα φιλίας. 
Τί εἶναι πάλι αὐτό τό Evln Ppd; Εἶχε ὡς ἀρχή νά μήν κάνει διαδικτυακούς φίλους πρόσωπα πού δέν τά ἤξερε καί στήν πραγματική ζωή. Διέγραψε τό αἴτημα φιλίας καί τότε πρόσεξε πώς εἶχε καί ἕνα αἴτημα στό messenger ἀπ᾽ τήν Evln Ppd. 
Τό ἄνοιξε. 
“Κύριε, μέ θυμάστε; Ἡ Ἐβελίνα Παπαδοπούλου εἶμαι. Τί κάνετε; Πολύ χάρηκα ὅταν εἶδα τό ὄνομά σας στό fb. Εἶστε ἀκόμα στό σχολεῖο; Ἐμεῖς μένουμε οἰκογενειακῶς στήν Κρήτη. Ὁ Διαμαντής ἔχει ἀνοίξει μία βιοτεχνία μέ γαλακτοκομικά προϊόντα καί πᾶμε πολύ καλά. Ἐγώ κύριε, ὅταν τό μωρό μας ἔγινε δύο ἐτῶν, πῆγα ξανά σχολείο. Ἔδωσα Πανελλήνιες καί πέρασα στό ΤΕΙ, Χημεία Τροφίμων. Πήρα δίπλωμα καί βοηθῶ τό Διαμαντή στό μαγαζί. Κάναμε ἀκόμα ἕνα παιδάκι καί... περιμένω τρίτο. Κύριε, δέν θά ξεχάσω ὅ,τι κάνατε γιά μας. Σᾶς περιμένουμε στήν Κρήτη νά ἔλθετε μέ τήν οἰκογένειά σας”.
—Πέτρο, μήπως ξέρεις πώς βρίσκουμε διαγραμμένα αἰτήματα φιλίας;, φώναξε στό γυιό του.
—Τί τά θές τά social media, ἀφού δέν τό ᾽χεις; ἀπάντησε βαριεστημένα ὁ γυιός.
Δέν περίμενε ἄλλο. 
Ἔκανε κλίκ στό πλαίσιο τῆς ἀναζητήσεως καί πληκτρολόγησε Evln Ppd. 
Τή βρῆκε, ἔκανε δεκτό τό αἴτημα φιλίας καί μπῆκε στόν “τοῖχο” της. 
Διάβασε τήν πιό πρόσφατη ἀνάρτησί της. Μιλοῦσε γιά τά ὑπέροχα συναισθήματα τῆς μανούλας πού κυοφορῆ. 
Αὐτόματα πῆγε νά κάνη κλίκ στό like. 
Στάθηκε σκεφτικός. 
Τί κρίμα! 
Αὐτό τό φτωχό μπλέ εἰκονίδιο μέ τόν ἀνασηκωμένο ἀντίχειρα δέν χωράει ὅλα ὅσα αἰσθανόταν γιά τήν Ἐβελίνα καί τά ἑκατοντάδες παιδιά πού ὁ Θεός ἔβαλε στό δρόμο του. 
“Τά reactions θέλουν ἐπειγόντως update”, μουρμούρισε.
Ὁ γυιός, πού ἔτυχε νά περνάη δίπλα του, τό ἄκουσε καί κοντοστάθηκε ἔκπληκτος. 
Μάταια προσπαθοῦσε νά καταλάβη τί εἶχε στό μυαλό του ὁ πατέρας ...
Κρ. Π.
Πηγή: Ἀμφοτεροδέξιος»(http://miteriko.blogspot.com/2018/10/blog-post_18.html).


<>




«Παγανιστές ὁδήγησαν τόν Ἅγ. Sven τῆς Arboga τῆς Σουηδίας (+10ος αἰ.) βαθιά σ᾽ ἕνα ἄλσος, ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν ὁ χώρος λατρείας τους, λίγες ἑκατοντάδες μέτρα νότια τοῦ ποταμού Arbogaån καί τόν σκότωσαν διά λιθοβολισμοῦ. Στό σημεῖο ὅπου ἔπεσε τό σῶμα τοῦ Ἁγίου καί τό αἷμα του πότισε τή γῆ, ξεπήδησε θαυματουργικά μία πηγή ἡ ὁποῖα σχημάτισε μιά λίμνη...
Ἡ πηγή, ἡ ὁποῖα ξεπήδησε ὅταν ὁ Ἅγ. Sven ἔπεσε στό ἔδαφος καί σχημάτισε μιά μικρή λίμνη ὅπου ὑπῆρχαν καί ψάρια, χρησιμοποιήθηκε ἀργότερα γιά νά τροφοδοτήση μέ νερό τήν πόλι μέχρι τό 1930»(https://agioi-oi-kaliteroi-mas-filoi.blogspot.com/2021/07/24.html).



<>









Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό νά ξέρης νά μιλάς εἶναι σπάνιο, τό νά ξέρης νά σιωπᾶς εἶναι σοφία, τό νά ξέρης νά ἀκοῦς εἶναι δῶρο.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Τό πρόβλημα μέ τήν ἀνατροφή μας εἶναι ὅτι ὅλοι μᾶς διδάσκουν πῶς νά παίρνουμε πράγματα καί κανείς δέν μᾶς διδάσκει πῶς νά τά παρατᾶμε.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ ζωή εἶναι σάν ἕνα ταξίδι τραίνου μέ τούς σταθμούς του, τίς ἀλλαγές, τά ἴχνη, τά ἀτυχήματά του. Ὅταν γεννιόμαστε μπαίνουμε στό τραῖνο καί βρίσκουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς γονεῖς μας καί πιστεύουμε ὅτι πάντα θά ταξιδεύουν στό πλευρό μας, ἀλλά σέ κάποιο σταθμό θά κατέβουν...
Μέ τόν ἴδιο τρόπο στό τραῖνο μας θά υπάρχουν καί ἄλλοι σημαντικοί ἄνθρωποι: τά ἀδέρφια μας, οἱ φίλοι, τά παιδιά καί ἐπίσης ἡ ἀγάπη τῆς ζωής μας.
Πολλοί θά κατέβουν καί θά ἀφήσουν ἕνα μόνιμο κενό... ἄλλοι θά περάσουν ἀπαρατήρητοι!
Αὐτό τό ταξίδι θά εἶναι πλούσιο στίς χαρές, τίς λύπες, τίς φαντασιώσεις, τίς προσδοκίες καί τούς χαιρετισμούς. Ἡ ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ ταξιδιοῦ συνίσταται στό νά ἔχουμε μιά καλή σχέσι μέ ὄλους τούς ἐπιβάτες, μέ τό νά δίνουμε τόν καλύτερο ἑαυτό μας.
Τό μεγάλο μυστήριο εἶναι ὅτι δέν ξέρουμε σέ ποιό σταθμό θά πᾶμε κάτω, γι᾽ αὐτό πρέπει νά ζοῦμε μέ τόν καλύτερο τρόπο, μέ ἀγάπη, συγχώρεσι, προσφορά, ἔτσι ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα νά ἀφήσουμε καλές ἀναμνήσεις στούς ἄλλους ἐπιβάτες.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Γιά νά κάνης ἐχθρούς δέν χρειάζεται νά κηρύξης πόλεμο, πρέπει μόνο νά πῆς τήν ἀλήθεια.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἡ συγχώρεσι πέφτει σάν ἐλαφριά βροχή ἀπ᾽ τόν οὐρανό στή γῆ. Εἶναι δύο φορές εὐλογημένη· εὐλογεῖ ἐκεῖνον πού τήν δίνει καί ἐκεῖνον πού τήν παίρνει.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Πώς ο πατέρας Ανανίας Κουστένης (+2021), σώζει ομογενή από τήν ΤΡΑΓΩΔΙΑ των Διδύμων Πύργων στήν Νέα Υόρκη το 2001

Κάποιος νεαρός ομογενής από τις ΗΠΑ επισκέφθηκε το 2001 την Ελλάδα. Ο πατέρας του του είπε, πριν επιστρέψει, να επισκεφθεί οπωσδήποτε τον π. Ανανία Κουστένη και να πάρει την ευχή του.  Εκείνος δυσανασχετούσε, αλλά ο πατέρας του επέμενε …

Τελικά επισκέφθηκε τον π. Ανανία στο κελλί του, πήρε την ευχή του και φεύγοντας του είπε ο π. Ανανίας:

 «Πάρε αυτό σαν ευλογία». 

Και του έδωσε την εικόνα του Αγίου Ευφροσύνου του Μαγείρου (εορτάζει στις 11 Σεπτεμβρίου).

Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, έχοντας πάνω του την εικόνα του Αγίου Ευφροσύνου, ξεκίνησε να πάει στη δουλειά του που ήταν στους γνωστούς Δίδυμους Πύργους. 

Καθώς πήγε να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του, αυτή δεν άνοιγε με τίποτα! Εκείνος επέμενε γιατί είχε αργήσει, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τότε τηλεφώνησε στήν δουλειά του και είπε το πρόβλημά του, λέγοντας ότι θα καθυστερήσει μέχρι να βρεθεί κάποια λύση.

Μετά από λίγο έγινε το γνωστό τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους και ο ομογενής αυτός σώθηκε από Θαύμα. 

Έκτοτε δοξάζει τον Θεό και ευχαριστεί τον Άγιο Ευφρόσυνο, όπως και τον π. Ανανία …


<>






Μια γυναίκα η οποία λεγόταν Ελένη Δαβαρία η οποία κατοικούσε στην Παροικιά της Πάρου ανέβαινε συχνά στην Μονή και έκανε διάφορες δουλειές στις αδελφές της Μονής.

Μίαν ημέρα της λέει ο όσιος Αρσένιος ο εν Πάρω:
– Τέκνον, εδώ που έρχεσαι και εργάζεσαι, τι σου δίνουν οι αδελφές για τον κόπο σου; Σε πληρώνουν;
– Όχι, δεν μου δίνουν χρήματα διότι δεν έχουν, αλλά μου δίνουν άρτον, καφέ, ζάχαρη και άλλα είδη.
– Από αυτά τα είδη που σου δίνουν, δίνεις σε κανένα φτωχό, όταν σου ζητήσει ή τύχει να συναντήσεις κάποιον στον δρόμο.
– Όχι, Γέροντα, δεν μου ζητούν διότι γνωρίζουν ότι είμαι φτωχή, αλλ’ ούτε στον δρόμο συνάντησα κάποιον να μου ζητήσει.
– Άκουσε τέκνον, εάν θέλεις ο Χριστός να ευλογεί και σε και τα ολίγα τρόφιμα που σου δίνουν, όταν συναντήσεις κανένα φτωχό πεινασμένο και σου ζητήσει να του δίνεις. Επίσης όταν γνωρίζεις κανένα ότι είναι φτωχός και έχει ανάγκην ή καμιά χήρα ή ορφανό να πεινούν, μην περιμένεις να σου ζητήσουν. Δίνε με ευχαρίστηση και μη φοβάσαι, αλλά να πιστεύεις ότι ο Χριστός αοράτως θα ευλογεί τα λίγα υπάρχοντά σου και δεν θα πεινάσεις, ούτε θα στερηθείς μέχρι τέλους της ζωής σου.
– Ευχαρίστως Γέροντα, σε ό,τι μου είπες, θα σας κάμω υπακοή.

Βάζοντας μετάνοια και αναχωρώντας από την Μονή, είχε μαζί της και οκτώ άρτους τους οποίους της είχαν δώσει.

Μόλις απομακρύνθηκε από την Μονή, περίπου 500 μέτρα, συναντά τον γέροντα Δημήτριο Μαούνη, ο οποίος της ζήτησε λίγο ψωμί, γιατί είχε να φάει από την προηγούμενη ημέρα.

Η Ελένη, αμέσως, έβγαλε έναν άρτο από το ταγάρι της και του τον έδωσε με πολλή προθυμία.

Όταν προχώρησε άλλα 500 μέτρα, βλέπει μία σύζυγο ενός ψαρά που μάζευε χόρτα, καθώς ο σύζυγός της είχε τέσσερις μέρες να πιάσει ψάρια, όπως έμαθε η Ελένη αφού την ρώτησε.

Τότε, έβγαλε από το ταγάρι της και της έδωσε δύο ψωμιά.

Όταν έφθασε στην Παροικιά, βλέπει ένα παιδί το οποίο ήταν τεσσάρων χρονών να κλαίει, επειδή πεινούσε και η μάνα του δεν είχε να του δώσει ψωμί. Βλέπει και την μητέρα του παιδιού που στεκόταν μέσα στο σπίτι της με σταυρωμένα τα χέρια, η οποία προσευχόταν και έκλαιγε.

Παίρνει τότε έναν άρτο και τον δίνει στο παιδί.

Η Ελένη, όταν έφθασε στο σπίτι της έβγαλε από το ταγάρι της τα πράγματα και βλέπει ότι οι άρτοι, αντί να ήταν τέσσερις, δεν λιγόστεψαν, έμειναν οκτώ.

Θαυμάζοντας για το γεγονός αυτό, επέστρεψε αμέσως συγκινημένη στην Μονή και με δάκρυα στα μάτια έπεσε γονατιστή στα πόδια του οσίου Αρσενίου και του διηγήθηκε το θαύμα, ευχαριστώντας τον Θεό και τον Άγιο.

 Από το βιβλίο του Γέροντα, Αρχιμανδρίτη Φιλοθέου Ζερβάκου, «Βίος και θαύματα του οσίου πατρός ημών Αρσενίου του νέου του εν τη νήσω Πάρω ασκήσαντος», έκδοση έκτη, της Ιεράς Μονής Χριστού Δάσους, Πάρος 1996

<>









«Ἕνα πολύ βροχερό καλοκαίρι ὁ μεγάλος Ἅγ. Nathalan Ἐπίσκοπος τοῦ Tullich τῆς Σκωτίας (+678), στήν ἀδυναμία μιᾶς στιγμῆς, καταράστηκε τή βροχή ἡ ὁποία ἐμπόδιζε τήν συγκομιδή. Ἀμεσώς μετανόησε καί ὡς πράξι μετάνοιας γιά τή μεγάλη ἁμαρτία του πού καταράστηκε τή δημιουργία τοῦ Θεοῦ ἔβαλε ἀλυσσίδες μέ λουκέτο στό δεξί του χέρι καί στό δεξί πόδι του, πέταξε τό κλειδί στόν ποταμό Dee καί ἀλυσσοδεμένος ξεκίνησε μέ τά πόδια νά πάη στή Ρώμη γιά νά ζητήση συγχώρεσι.
Ὅταν ἔφτασε στή Ρώμη κάθισε γιά δεῖπνο καί ὅταν ἔκοψαν στή μέση ἕνα μεγάλο μαγειρεμένο ψάρι βρῆκε τό κλειδί τῶν ἀλυσσιδῶν του τό ὁποῖο εἶχε ρίξει στόν ποταμό Dee πολλούς μῆνες προηγουμένως.
Ὁ Ἅγ. Nathalan κοιμήθηκε ὁσιακά τό 678 καί τιμᾶται ὡς ἕνας ἀπ᾽ τούς Ἰσαποστόλους τῆς Σκωτίας»(https://journeytothelandscapesofyourheart.blogspot.com/2021/12/nathalan-tullich-678-greek-flowers.html).



<>




«Ὁ Ἅγ. Rumwold (†662) ἦταν ἕνα ἅγιο βρέφος στήν Ἀγγλία τό ὀποῖο ἔζησε γιά τρεῖς ἡμέρες τό 662. Λέγεται πώς ἦταν θαυματουργικά γεμάτος ἀπό Χριστιανική εὐλάβεια παρότι ἦταν μόνο ἕνα βρέφος. Μποροῦσε νά μιλάη ἀπ᾽ τήν ὥρα τῆς γεννήσεώς του. Προφήτευσε πώς θά πέθαινε σύντομα, ζήτησε νά βαπτιστῆ καί ἔκανε ἕνα κήρυγμα πρίν ἀπ᾽ τό θάνατό του. Πολλές ἐκκλησίες ἦταν ἀφιερωμένες σέ αὐτόν καί ἕξι ἀπό αὐτές ὑπάρχουν μέχρι σήμερα. 
Στό βίο του, ἡ μητέρα τοῦ Rumwold περιγράφεται σάν μία εὐλαβής Χριστιανή ἡ ὁποία, ὅταν παντρεύτηκε ἕνα παγανιστή βασιλιά, τοῦ εἶπε πώς δέν θά κάνη παιδί μαζί του ἄν δέν βαπτιστῆ Χριστιανός. Αὐτός βαπτίστηκε καί ἔπειτα ἡ μητέρα τοῦ Rumwold ἔμεινε ἔγκυος. Κάποτε τούς κάλεσε ὁ βασιλιάς Penda νά πᾶνε νά τόν ἐπισκεφτούν, ὅμως, ἡ μητέρα τοῦ Rumwold γέννησε κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ καί τό μωρό μόλις γεννήθηκε φώναξε: “Εἶμαι Χριστιανός, εἶμαι Χριστιανός, εἶμαι Χριστιανός!”. Ἔπειτα ζήτησε νά βαπτιστῆ καί νά ὀνομαστῆ Rumwold καί μετά ἔκανε ἕνα κήρυγμα. Προφήτεψε τό θάνατό του καί εἶπε ποῦ ἐπιθυμοῦσε νά θαφτῆ τό σῶμα του, στό Buckingham»(https://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2017/04/rumwold.html).




<>




«Πώς ὁ Ἅγ. Aidan Ἐπίσκοπος τῆς Νήσου Lindisfarne τῆς Ἀγγλίας (+651), με τήν προσευχή του, ἔσωσε τήν βασιλική πόλι ὅταν τήν πυρπόλησε ὁ ἐχθρός (πρίν ἀπ᾽ τό 651).
Ἀκόμη ἕνα ἀξιοσημείωτο θαύμα τοῦ ἴδιου πατέρα ἀναφέρεται ἀπό πολλούς οἱ ὀποῖοι φαίνεται πώς γνωρίζουν γι᾽ αὐτό τό γεγονός. Γιατί τόν καιρό πού ἦταν Ἐπίσκοπος (ὁ Ἅγ. Aidan), ὁ ἐχθρικός στρατός τῶν ἀνθρώπων τῆς Mercia, ὑπό τίς διαταγές τοῦ Penda, μέ βιαιότητα λεηλάτησε τή γῆ τῆς Northumbria σέ κάθε σημεῖο, μέχρι καί τήν βασιλική πόλι ἡ ὁποῖα πῆρε τό ὄνομά της ἀπ᾽ τήν Bebba, ἡ ὁποῖα ἦταν προηγουμένως βασίλισσα ἐκεί. Ἀφοῦ δέν μπόρεσε νά τήν κατακτήση μέ πολιορκία, ἀποφάσισε νά τήν πυρπολήση. Ἀφοῦ κατέστρεψε ὅλα τά χωριά πού βρισκόντουσαν κοντά στήν πόλι, ἔφερε ἐκεῖ μία μεγάλη ποσότητα ἀπό δοκάρια, ξύλινα χωρίσματα, βέργες καί ἄχυρα μέ τά ὁποῖα περικύκλωσε τόν τόπο σέ μεγάλο ὕψος καί ὅταν εἶδε πώς ὁ ἄνεμος ἦταν κατάλληλος ἔβαλε φωτιά σέ αὐτά καί ἐπιχείρησε νά κάψη τήν πόλι. 
Εκεῖνο τόν καιρό, ὁ σεβάσμιος Ἐπίσκοπος Ἅγ. Aidan κατοικοῦσε στή Νήσο Farne, ἡ ὁποῖα βρίσκεται σχεδόν δύο μίλια μακρυά ἀπό τήν πόλι, καθώς ἐπιθυμοῦσε νά πηγαίνη συχνά ἐκεῖ γιά νά ἀπομονωθῆ καί νά προσευχηθῆ στήν ἡσυχία. Καί πράγματι, αὐτή ἡ ἀπομονωμένη κατοικία του ὑπάρχει μέχρι καί σήμερα στό νησί. Ὅταν εἶδε τίς φλόγες τῆς φωτιᾶς καί τόν καπνό ὁ ὁποῖος παρασερνόταν ἀπ᾽ τόν ἄνεμο καί ἀνέβαινε πάνω ἀπ᾽ τά τείχη τῆς πόλεως, λέγεται πώς ὕψωσε τά μάτια του καί τά χέρια του στόν οὐρανό καί φώναξε μέ δάκρυα: “Δές, Κύριε, τί μεγάλο κακό ἔκανε ὁ Penda!”. Αὐτές τίς λέξεις τίς πρόφερε μέ δυσκολία, ὅταν ὁ ἄνεμος ἀμέσως πνέοντας ἀπ᾽ τήν πόλι, ὁδήγησε πίσω τή φωτιά ἐπάνω σέ αὐτούς πού τήν εἶχαν ἀνάψει, μέ ἀποτέλεσμα νά πληγωθοῦν κάποιοι καί ὅλοι φοβισμένοι δέν ἐπιχείρησαν νά στραφοῦν ξανά ἐνάντια στήν πόλι τήν ὁποῖα προστάτευε τό χέρι τοῦ Θεοῦ.
Bede's Ecclesiastical History of England»(http://orthodoxy-rainbow.blogspot.com/2015/10/aidan-651.html).




<>











«Τή 10η Νοεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους, παρουσιάσθηκε στόν Ἅγ. Δημήτριο τοῦ Ρωστώφ ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ὀρέστης, τοῦ ὁποίου τόν Βίο εἶχε συντάξει ἐκείνη ἀκριβῶς τήν ἡμέρα, καί τοῦ εἶπε: “Ὑπέφερα περισσότερα βάσανα γιά τό Χριστό ἀπό ὅσα μνημονεύεις”. Τότε, τοῦ ἔδειξε μία βαθειά πληγή στήν ἀριστερή του πλευρά, λέγωντας: “᾿Ιδού, διά σιδήρου ἐγένετο τοῦτο”. Κατόπιν, ἅπλωσε τόν δεξιό του βραχίονα καί τοῦ ἔδειξε τίς φλέβες, οἱ ὁποῖες εἶχαν κατακοπῆ στό ὕψος τοῦ ἀγκῶνος, συμπληρώνωντας: “Νά, αὐτές κατεκόπησαν”. ῞Υστερα, τοῦ ἔδειξε ἀνάλογες πληγές στόν ἀριστερό βραχίονα, ἐπαναλαμβάνωντας τὰ ἴδια λόγια, μετά δέ τοῦ ἔδειξε τίς πληγές στά γόνατα, λέγωντας:
“Ταῦτα ἀπεκόπησαν”. ᾿Εν συνεχείᾳ, ἐστάθη ὄρθιος καί καταλήγωντας, τοῦ εἶπε: “Βλέπεις, λοιπόν, ὅτι ὑπέστην περισσότερα μαρτύρια ὅσων μνημονεύεις!”. ῾Ο ῞Ἅγ. Δημήτριος ἐκείνη τή στιγμή σκέφθηκε, ὅτι ἦταν ὁ Ἅγ. Ὀρέστης τῶν Ἁγ. Πέντε Μαρτύρων, τῶν ὁποίων ἡ μνήμη τιμᾶται τήν 13η Δεκεμβρίου, ὁ δέ Μάρτυς ἀπάντησε στό λογισμό του: “Δέν ἐἶμαι ὁ ᾿Ορέστης τῶν Ἁγίων Πέντε Μαρτύρων, ἀλλὰ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος τιμᾶται σήμερα καί τοῦ ὁποίου τόν Βίο μόλις συνέταξες”»(https://proskynitis.blogspot.com/2011/10/28.html).


<>





Ὁ π. Νικόλαος Κουμεντάκης (+2021) λίγες ἡμέρες πρό τῆς φονικῆς φωτιᾶς τοῦ Ἰουλίου τοῦ 2018 [στό Μάτι Ἀττικῆς] ἔδωσε ἐντολή νά κοποῦν λίγα δένδρα πέριξ τοῦ ναοῦ και τοῦ κελλιοῦ του, ἰσχυριζόμενος ὅτι “ἔρχεται μεγάλη καταστροφή”. Τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πληροφόρησε τό νοῦ τοῦ ἀγαθοῦ Γέροντος καί χάριν στήν ἐνέργειά του αὐτή γλίτωσε τό σπιτάκι τοῦ ἱερέως καί ὀ ναός ἀπ᾽ τήν καταστροφική μανία τῆς φωτιᾶς. Τήν ὥρα πού ξέσπασε ἡ φωτιά, τό ἀπόγευμα τῆς 23ης Ἰουλίου 2018, ὁ Γέροντας ἐξομολογοῦσε στό κελλάκι του πνευματικά του τέκνα πού εὐθύς ἀμέσως τόν φυγάδευσαν καί ἔτσι γλύτωσε ἡ ζωή του. Τό γέγονος αὐτό τόν ἔθλιψε ἀλλά δέν τόν κατέβαλε. Μέ τίς γεροντικές του δυνάμεις ἀγωνίστηκε γιά ἄλλη μιά φορά νά στηρίξη τό πληγωμένο του ποίμνιο. Συγκλονισμένος διηγήθηκε σέ πνευματικό του τέκνο μοναχή ὅτι “ἔβλεπε” ἔκθαμβος τίς ψυχές τῶ καμμένων ἀνθρώπων νά φεύγουν ἀπ᾽ τήν ζωή συνοδευόμενοι ἀπό Ἁγ. Ἀγγέλους. Μέσα στήν προσευχή του γιά τήν ἀνάπαυσι τῆς ψυχῆς τους, θεωροῦσε ὅτι ἐτελειώθησαν μαρτυρικῶς... (ΓΚ)


<>






π. Σ. Ρ.: «Ἕνα θαῦμα ἐκτυλίχθηκε στήν τοπική κοινωνία τοῦ Tennessee τῶν ΗΠΑ, μετά τό σαρωτικό πέρασμα ἀνεμοστρόβιλου.
Ἕνα ζευγάρι βρῆκε ζωντανό τό 4 μηνῶν μωρό του, ἐπάνω σ᾽ ἕνα δέντρο.
Ὅπως εἶπαν οἱ γονεῖς, ὁ ἀνεμοστρόβιλος δέν ἄφησε τίποτε ὄρθιο ἀπ᾽ τό σπίτι τους, μέ τούς ἴδιους καί τά δύο παιδιά τους νά τή γλιτώνουν μέ μερικές γρατσουνιές καί μώλωπες.
“Καθώς πλησίαζε ὁ ἀνεμοστρόβιλος, σήκωσε τήν κούνια μέ τό μωρό μου μέσα... ἦταν τό πρῶτο πράγμα πού σήκωσε στόν ἀέρα”, δήλωσε ἡ 22χρονη μητέρα.
Ὁ πατέρας βλέποντας τό σκηνικό, ὅρμησε νά προστατέψη τό παιδί του, ἀλλά κατέληξε νά τόν παρασέρνη καί τόν ἴδιο.
“Ἁπλά κρατιόταν ἀπ᾽ τήν κούνια ὅλη τήν ὥρα καί ἔκαναν κύκλους καί μετά τούς πέταξε”, περιέγραψε ἡ νεαρή μητέρα.
Ἀφοῦ πέρασε ὁ ἀνεμοστρόβιλος καί κατάφεραν οἱ δυό τους νά βγοῦν ἀπ᾽ τά συντρίμμια, ἄρχισαν νά ἀναζητοῦν τό μωρό τους. Τελικά τό βρῆκαν ἐπάνω σ᾽ ἕνα δέντρο, μέσα σέ κάτι πού περιέγραψαν ὡς κούνια.
“Νόμιζα ὅτι ἦταν νεκρό. Ἤμουν σίγουρη ὅτι ἦταν νεκρό καί ὄτι δέν θά τό βρίσκαμε... Ἀλλά εἶναι ἐδῶ, καί αὐτό χάρι στό Θεό”, δήλωσε ἡ μητέρα.
Σύμφωνα μέ τίς περιγραφές τους, τό μωρό ἦταν σάν νά εἶχε τοποθετηθῆ στό δέντρο ἀπό ἕνα “ἄγγελο”»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2023/12/blog-post_511.html).


<>


Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού θά ψάξουν
νά βροῦν λουλούδια μέσα στά σκουπίδια.
Ἄνθρωποι πού μπροστά στήν καταιγίδα,
προσμένουν τό οὐράνιο τόξο μέ ἐλπίδα.

Ἄνθρωποι πού σέ κάθε δοκιμασία,
ἀναγνωρίζουν μιά νέα εὐκαιρία.
Πού πίσω ἀπό κλειστές πόρτες,
ἀτενίζουν τήν ἀπεραντοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ἄνθρωποι πού τήν καρδιά τους
ἔχουν κάνει μυστικά μιά ἐκκλησία
καί μέσα ἐκεῖ ἀχόρταγα γεύονται
οὐρανό καί Θ. Κοινωνία.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού τόν πόνο,
τόν μεταπλάθουν σέ εὐλογία,
τήν Σταύρωσι σέ ἀνάστασι,
καί τήν ἀνοικτή πληγή σέ αἰώνια ζωή.

Ὑπάρχουν ἄνθρωποι...
Ὑπάρχουν ἅγιοι...»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2020/04/blog-post.html).

<>





Μαριγώ Ζαραφοπούλα: «Νά γιατί ὁ Θεός κρατεῖ τά κεραμίδια ἀκόμα ἐπάνω ἀπ᾽ τό κεφάλι μας!
Μία ἡμέρα ἕνας ταχυδρόμος χτύπησε τήν πόρτα ἑνός σπιτιοῦ. 
Μία παιδική φωνή ἀκούστηκε πίσω ἀπ᾽ τήν πόρτα νά λέη:
—Ἀμέσως, παρακαλῶ περιμένετε λίγο!
Μετά ἀπό λίγα λεπτά ὁ ταχυδρόμος ἄρχισε νά χτυπᾶ ξανά τήν πόρτα. Ἡ φωνή ἑνός μικροῦ κοριτσιοῦ ἀκούστηκε πίσω ἀπ᾽ τήν πόρτα:
—Ἄν βιάζεστε, ἀφῆστε τά γράμματα στό χαλάκι.
Ὁ ταχυδρόμος ἀπάντησε:
—Ἔχετε μιά ἐπιστολή πού ἀπαιτεῖ τήν ὑπογραφή σας. Θά περιμένω.
Ἤδη θυμωμένος, ὁ ταχυδρόμος νόμιζε ὅτι θά τοῦ ἔλεγε κάτι. Πέρασε λίγη ὥρα μέχρι νά ἀνοίξη ἡ πόρτα. 
Ὅλος του ὁ θυμός ἔσβησε ἀμέσως. 
Ἕνα κοριτσάκι μέ καροτσάκι, χωρίς πόδια, ἀλλά μέ γουρλωμένα μάτια, τόν παρακολουθοῦσε. 
Ὁ ταχυδρόμος τῆς ἔδωσε τό γράμμα καί τῆς ζήτησε νά ὑπογράψη. 
Μετά ἀπό αὐτό ἔφυγε. Τό κοριτσάκι χαμογέλασε καί εἶπε:
—Σᾶς ἐὐχαριστοῦμε γιά τήν ὑπομονή σας. Καλημέρα.
Μετά ἀπό ἕνα μῆνα ὁ ταχυδρόμος συνέχισε νά παραδίδη τήν ἀλληλογραφία. 
Κάθε φορά χτυποῦσε τήν πόρτα καί περίμενε ὑπομονετικά νά φτάση τό κοριτσάκι καί μετά ἔφευγε. 
Ἄρχισε νά τοῦ κάνη περισσότερες ἐρωτήσεις: 
—Πῶς σέ λένε; Σοῦ ἀρέσει αὐτό πού κάνεις; Ἔχεις παιδιά; Πόσα γράμματα πρέπει νά παραδώσης σήμερα;
Σταδιακά ὁ ταχυδρόμος ἄρχισε νά ἀπαντᾶ καί νά τοῦ χαμογελᾶ.
Τήν ρώτησε γιά τά πόδια της, ἀλλά ἐκείνη δέν θύμωσε καί τοῦ ἀπάντησε χαμογελώντας:
—Δέν μπορῶ νά περπατήσω γιατί γεννήθηκα χωρίς αὐτά, ὁ μπαμπάς λέει πάντα ὅτι ἡ καρδιά μου εἶναι τόσο μεγάλη πού ἔχει τά δικά της πόδια. 
Κάθε μῆνα βάζω χρήματα σέ αὐτόν τόν κουμπαρά καί ὅταν γεμίση ὁ μπαμπάς θά μοῦ ἀγοράση προσθετικά πόδια καί θά μπορῶ νά περπατήσω κι ἐγώ.
Ἔγιναν καλοί φίλοι. Ὅταν ἦρθε τό φθινόπωρο οἱ βροχές γίνονταν ὅλο καί πιό συχνές καί σέ μιά καταρρακτώδη βροχόπτωσι, ὁ ταχυδρόμος περίμενε βρεγμένος ἔξω ἀπ᾽ τήν πόρτα.
Ὅταν ἔφυγε, τό κοριτσάκι κατάλαβε ὅτι τά παπούτσια του ἦταν σάπια. Τήν ἑπόμενη μέρα τόν εἶδε μέ τό ἴδιο ζευγάρι παπούτσια.
Μετά ἀπό μιά ἑβδομάδα τό ἴδιο.
Ὅταν πλησίαζαν τά Χριστούγεννα, ὁ ταχυδρόμος ἀποφάσισε νά μήν πάη μέ ἄδεια χέρια καί ἀγόρασε ἕνα κουτί καραμέλες, χτύπησε τήν πόρτα, τό κοριτσάκι του ἄνοιξε καί ἔλαβε τό κουτί μέ τά ζαχαρωτά μαζί μέ τό γράμμα. 
Ἦταν τόσο ἐνθουσιασμένη. Γύρισε καί στό τραπέζι πίσω της ἦταν ἕνα μεγάλο κουτί καί μερικά κομμάτια πορσελάνης. 
Ζήτησε ἀπ᾽ τόν ταχυδρόμο νά πάρη τό κουτί στό σπίτι του.
—Δέν μπορῶ νά δεχτῶ κάτι τέτοιο.
—Νόμιζα ὅτι ἤμασταν φίλοι, ἄν δέν δεχτῆς, θά στεναχωρηθῶ πολύ τά Χριστούγεννα.
Στό ἄκουσμα αὐτό ὁ ταχυδρόμος πῆρε τό δῶρο καί ἔφυγε, ἀφοῦ τό εὐχαρίστησε καί τοῦ εὐχήθηκε.
Ὅταν ἄνοιξε τό κουτί, μέσα ἦταν ἕνα καινούργιο ζευγάρι πανάκριβες μπότες καί ἕνα σημείωμα: “Για τόν καλό μου φίλο! Τώρα θά μπορῆς νά περπατᾶς μέ στεγνά πόδια”.
Τά μάτια τοῦ ταχυδρόμου ἄρχισαν νά γεμίζουν δάκρυα καί συνειδητοποίησε ὅτι τά θραύσματα δίπλα στό κουτί ἦταν ἀπ᾽ τόν κουμπαρά καί ὅτι τό κοριτσάκι εἶχε ξοδέψει ὅλα τά χρήματά της σέ αὐτό τό ζευγάρι μπότες.
Τήν ἑπόμενη μέρα πῆγε στό ἀφεντικό του καί τοῦ εἶπε:
—Κύριε, ἀλλάξτε μου διαδρομή. Αὐτό τό παιδί ἐγκατέλειψε τό ὄνειρό του νά περπατήση γιά νά βάλη παπούτσια στά ὑγιή μου πόδια καί δέν μπορῶ νά τά δώσω πίσω ὅσο κι ἄν τό θέλω.
Ὅταν τό ἀφεντικό ἄκουσε γιά αὐτή τή σπουδαία χειρονομία ἀπό ἕνα παιδί, ὀργάνωσε ἕνα ἔρανο.
Τήν ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων ὁ ταχυδρόμος χτύπησε τήν πόρτα, ἡ πόρτα ἄνοιξε γρήγορα αὐτή τη φορά, ὁ πατέρας βγῆκε μέ τό κοριτσάκι στήν ἀγκαλιά του.
Δέν ἦταν μόνο ὁ ταχυδρόμος, ἀλλά τό ἀφεντικό καί ὅλοι οἱ ταχυδρόμοι τῆς πόλεως.
Τό κοριτσάκι χαμογελοῦσε καί ξαφνιάστηκε μέ αὐτό πού εἶδε. 
Ὁ ταχυδρόμος ἔφερε ἕνα κουτί πού ἔδωσε στόν πατέρα καί ἕνα σημείωμα στό κοριτσάκι.
Στό κουτί ὑπῆρχαν προσθετικά πόδια γιά νά περπατήση τό κοριτσάκι καί τό σημείωμα ἔλεγε: 
“Γιά τήν καλύτερή μας φίλη, τώρα θά μπορῆς νά περπατήσης, ἀλλά ἡ καρδιά σου εἶναι τόσο μεγάλη πού ἔχει τά δικά της πόδια, ἕτοιμη νά τρέξη γιά νά κάνη καλό ἀκόμα καί σ᾽ ἕνα ταχυδρόμο”.
Ἑπομένως...
Σέ ὅποια κατάστασι κι ἄν βρίσκεσαι, ἄν ἔχης καρδιά γεμάτη ἀγάπη, χαμόγελο στά χείλη καί ζεστό λόγο, οἱ γύρω σου θά πλουτίσουν. Δίνετε ἔλεος στούς ἀνθρώπους, καί κοιτάξτε τους μέ ἀγάπη!»(https://odysseiatv.blogspot.com/2023/11/blog-post_224.html).


<>



«Κάποια εὐσεβής μάνα, συνόδευσε τό παιδί της, πού πήγαινε νά μπῆ ὡς ἐσωτερικός μαθητής σέ ἕνα Γυμνάσιο, μέ τά ἐξῆς λόγια:
“Μήν λησμονεῖς ποτέ παιδί μου, ὅτι εἶσαι πάντα τρίτος”.
Τό παιδί, γιά νά θυμᾶται πάντα καί καθημερινῶς τή συμβουλή τῆς μάνας του, ἔγραψε μέ ὡραία γράμματα σ᾽ ἕνα χαρτόνι: “εἶμαι τρίτος”, καί τό κρέμασε στό δωμάτιό του.
Στό μεταξύ προόδευσε καί ἀρίστευσε στό Γυμνάσιο τόσο, πού βραβεύτηκε ὠς ὁ καλύτερος μαθητής τοῦ Γυμνασίου.
Τό βράδυ, τόν ἐπισκέφτηκε ἕνας φίλος του καί μόλις εἶδε τό χαρτόνι, τοῦ εἶπε:
—Τώρα εἶσαι πιά πρῶτος! Δέν εἶσαι τρίτος ὅπως σοῦ εἶπε ἡ μητέρα σου. Κατέβασε, λοιπόν, αὐτό τό χαρτόνι!
Ὁ ἀριστεύσας μαθητής χαμογέλασε καί τοῦ εἶπε:
—Φίλε μου, ἄλλο εἶναι τό νόημα αὐτοῦ τοῦ χαρτονιοῦ. Ἡ μάνα μου ἐννοοῦσε, ὅτι πρῶτα νά σκέφτομαι τό Θεό, μετά τούς ἄλλους καί τρίτο τόν ἑαυτό μου»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






«Σέ μία φυλή Ἰνδιάνων, κάποιος ἔκλεβε κοτόπουλα. Ὁ ἀρχηγός διέταξε ὅτι ἄν πιαστῆ ὁ παραβάτης νά χτυπιόταν μέ 10 μαστιγιές.
Ὅταν ἡ κλοπή συνεχίστηκε τό ἀνέβασε σέ 20 μαστιγιές. Παρόλο αὐτά τά κοτόπουλα ἐξαφανίζονταν μεθοδικά.
Γεμάτος θυμό, ὁ ἀρχηγός ἀνέβασε τήν ποινή σέ 100 μαστιγιές μία σίγουρη ποινή θανάτου.
Ὁ κλέφτης τελικά πιάστηκε. Ἀλλά ὁ ἀρχηγός βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα τρομερό δίλημμα. Ὁ κλέφτης ἦταν ἡ ἴδια του ἡ μητέρα.
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς ποινῆς, συγκεντρώθηκε ὁλόκληρη ἡ φυλή. Θά ὑπερίσχυε ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς δικαιοσύνης;
Τό πλῆθος παρακολουθοῦσε μέ κομμένη τήν ἀνάσα ὅταν διέταξε νά δεθῆ ἡ μητέρα του στόν πάσαλο τῶν μαστιγώσεων.
Ὁ ἀρχηγός ἔβγαλε τό πουκάμισό του, ἀποκαλύπτοντας τό δυνατό ἀνάστημά του, καί πήρε τό μαστίγιο στό χέρι.
Ἀλλά ἀντί νά τό σηκώση καί νά χτυπήση τήν πρώτη μαστιγιά, τό ἔδωσε σέ ἕνα δυνατό νεαρό Ἰνδιάνο πού στεκόνταν στό πλευρό του.
Ἀργά ὁ ἀρχηγός πλησίασε τή μητέρα του καί τήν ἔσφιξε μέ τά δυνατά του χέρια μέσα στήν ἀγκαλιά του. Κυκλώνοντάς τήν ὁλοσχερῶς!
Ὕστερα διέταξε τό νεαρό νά χτυπήση μέ 100 μαστιγιές.
Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Ἰησούς Χριστός γιά ὅλους μας.
Γεμάτος ἀγάπη ἔγινε ὁ δικός μας ἀντικαταστάτης καί πέθανε στή δικιά μας θέσι.
Ὑπερνίκησε τήν ἀνικανότητά μας νά σώσουμε τούς ἐαυτούς μας πληρώνοντας Αὐτός τό ἀντίτιμο γιά τίς ἁμαρτίες μας»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).
«Μέ ρώτησε κάποιος ἀδελφός:
—Γιατί ὁ κόσμος πάει πρός τό χειρότερο, γιατί συμβαίνουν ἀρρώστιες, πόλεμοι, φτώχια ἐξαθλίωσι, διαχωρισμοί, διαφθορά, πανδημίες, ἀποστασία, σκοτωμοί. Γιατί σέ τέτοιο βαθμό ὅλα αὐτά στις μέρες μας;
Ἡ ἀπάντησι εἶναι πολύ ἁπλή:
—Ὁ κόσμος ξέχασε νά ζῆ ὅπως ὁρίζει ἡ Κ. Διαθήκη, ξέχασε τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Θές ἕνα παράδειγμα; Βάλε σέ μιά κεντρική πλατεία δύο τραπεζάκια κολλητά μέ μιά ἐπιγραφή “Δωρεάν”, στό ἕνα βάλε λεφτά στό ἄλλο τήν Κ. Διαθήκη, ποιό τραπεζάκι πιστεύεις ἀδελφέ ὅτι θά ἀδειάση πρῶτο καί πιό γρήγορα; Τήν ἀπάντησι τήν ξέρεις!»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Λουκάς Κριμαίας: «Ὅλοι σας πρέπει νά εἶστε φῶς μέσα στό σκοτάδι. Τό φῶς μπορεῖ νά ἔχη διάφορες μορφές. Μπορεῖ νά εἶναι σάν τό φῶς τοῦ ἡλίου, μπορεῖ σάν τῆς σελήνης ἤ τῶν ἄστρων. Μπορεῖ νά εἶναι ἀδύναμο σάν τό φῶς τοῦ κεριοῦ ἤ μιᾶς λάμπας. Καί ὅμως ὅλα αὐτά εἶναι φῶς, εἶναι εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Καί τό ἀσθενέστερο φῶς εἶναι εὐάρεστο στό Θεό. Μέ τέτοιο φῶς μπορεῖ ὁ καθένας νά φωτίζη τό σκοτάδι πού ὑπάρχει γύρω. Μέ τήν ἀγάπη, τήν τρυφερότητα, τήν εὐσπλαγχνία καί τήν εὐλάβειά σας μπορεῖτε καί πρέπει νά λάμπετε μέσα σ᾽ αὐτό τόν κόσμο»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Ὅποιος μετανοεῖ ἀληθινά, εἶναι ἕτοιμος νά ὑπομείνη κάθε θλίψι, πεῖνα, καί γυμνότητα, κρύο καί ζέστη, πόνο καί φτώχεια, ἐξουθένωσι καί ἐξορία, ἀδικία καί συκοφαντία. Γιατί ἡ ψυχή του ὑψώνεται πρός τό Θεό καί δέν μεριμνᾶ γιά τά γήϊνα, ἀλλά προσεύχεται στό Θεό μέ καθαρό νοῦ. Ὅποιος, ὅμως, εἶναι προσκολλημένος σέ περιουσίες καί χρήματα, αὐτός ποτέ δέν μπορεῖ νά ἔχη καθαρό νοῦ γιά τό Θεό, ἐπειδή στό βάθος τῆς ψυχῆς του φωλιάζει ἔμμονη ἡ μέριμνα τί νά κάνη μέ αὐτά. Καί ἄν δέν μετανοήση καθαρά καί δέν λυπηθῆ πού ἁμάρτησε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, θά πεθάνη αἰχμάλωτος στό πάθος, χωρίς νά γνωρίση τόν Κύριο»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






Δημήτριος Παναγόπουλος, ἰεροκήρυκας: «Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι, πού ἀντί νά πᾶνε στήν ἐκκλησία τήν Κυριακή, πηγαίνουν ἐκδρομές, ἀνεβαίνουν βουνά, πάνε γιά κυνήγι, ἐξασκοῦν γιά ψυχαγωγία διάφορα sports κ.ἄ..
Τό πόσο κακό κάνουν στήν ψυχή τους, θά τό καταλάβουν τήν ἡμέρα πού θά δώσουν λόγο στό Θεό.
Μία Κυριακή ἔχουμε γιά νά ξεσκάσουμε καί ἐμεῖς, λένε.
Ὅλη τήν ἑβδομάδα στή δουλειά καί τήν Κυριακή τήν ἀφιερώνουν στά sports καί ὄχι στό Θεό. Ἀλλά ἔχουν καί τή συνήθεια νά ἐπισκέπτωνται καί νά ἀνάβουν τό κεράκι τους στό ἐξωκκλήσι τῆς Ἁγ. Βαρβάρας καί τοῦ Ἁγ. Γεωργίου, ὅποτε τούς βρεθῆ ἡ εὐκαιρία.
Αὐτούς, τούς κοροϊδεύει ὁ διάβολος, γιατί χωρίς ἐξομολόγησι, χωρίς μετάνοια καί χωρίς ἐκκλησιασμό, αὐτές οἱ πράξεις εἶναι ἀνώφελες καί δέν τίς λαμβάνει ὁ Θεός ὑπόψην»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





«Ὁ πατέρας μου ἔχει μελίσσια.
Σήμερα πῆγα νά τόν δῶ καί μοῦ ἔδειξε τό μέλι πού εἶχε πάρει ἀπ᾽ τίς κυψέλες. Ἔβγαλε τό καπάκι ἑνός δοχείου 20 λίτρων γεμάτο μέλι καί πάνω στό μέλι ὑπήρχαν τέσσερεις μικρές μέλισσες, πού ἀγωνίζονταν. ῀Ηταν καλυμμένες μέ τό κολλῶδες μέλι καί πνίγονταν.
Τόν ρώτησα ἄν μπορούσαμε νά τίς βοηθήσουμε καί εἶπε ὅτι ἦταν σίγουρος ὅτι δέν θά ἐπιζήσουν. Παράπλευρα θύματα τῆς συλλογῆς μελιοῦ ὑποθέτω.
Τόν ξαναρώτησα ἄν μπορούσαμε τουλάχιστον νά τίς βγάλουμε καί νά τίς σκοτώσουμε γρήγορα, ἄλλωστε ἦταν αὐτός πού μέ ἔμαθε νά βγάζω ἀπό τή δυστυχία ἕνα ζῶο (ἤ ζωύφιο) πού ὑποφέρει. Τελικά τό παραδέχτηκε καί ἔβγαλε τίς μέλισσες ἀπό τόν κουβά. Τίς ἔβαλε σ᾽ ἕνα ἄδειο κεσεδάκι γιαουρτιοῦ καί ἔβγαλε τό πλαστικό δοχεῖο ἔξω.
Ἐπειδή εἶχε διαταράξει τήν κυψέλη μέ τήν προηγούμενη συλλογή μελιοῦ, ὑπῆρχαν μέλισσες πού πετοῦσαν παντοῦ ἔξω. Βάλαμε τά τέσσερα μικρά μελισσάκια μέ τό δοχεῖο σ᾽ ἕνα παγκάκι καί τά ἀφήσαμε στήν τύχη τους.
Ὁ πατέρας μου μέ φώναξε λίγο ἀργότερα γιά νά μου δείξει τι συνέβαινε. Αὐτές οἱ τέσσερεις μικρές μέλισσες περιβάλλονταν ἀπό ὅλες τίς ἀδελφές τους (ὅλες οἱ μέλισσες εἶναι θηλυκές) καί καθάριζαν τίς κολλώδεις σχεδόν νεκρές μέλισσοῦλες, βοηθώντας τις νά βγάλουν ὅλο τό μέλι ἀπ᾽ τό σῶμα τους.
Ἐπιστρέψαμε λίγο ἀργότερα καί εἶχε μείνει μόνο μιά μικρή μέλισσα στό δοχεῖο. Τήν φρόντιζαν ἀκόμη οἱ ἀδελφές της.
Ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα νά φύγω, ἐλέγξαμε μιά τελευταία φορά καί οἱ τέσσερεις μέλισσες εἶχαν καθαριστῆ ἀρκετά ὥστε νά πετάξουν μακρυά καί τό δοχεῖο ἦταν ἄδειο.
Αὐτές οἱ τέσσερεις μικρές μέλισσες ζοῦσαν ἐπειδή ἦταν περιτριγυρισμένες ἀπό οἰκογένεια καί φίλους πού δέν τά παρατοῦσαν, οἰκογένεια καί φίλους πού ἀρνήθηκαν νά τίς ἀφήσουν νά πνιγούν στό δικό τούς κολλῶδες καί ἀποφάσισαν νά βοηθήσουν μέχρι νά ἀπελευθερωθῆ καί ἡ τελευταία μικρή μέλισσα.
Bee Sisters.
Bee Peers.
Bee Teammates.
 Ὅλοι θά μπορούσαμε νά μάθουμε ἕνα ή δύο πράγματα ἀπό αὐτές τίς μέλισσες.
 Πάντα εὐγενική μέλισσα.
(Γούεντι)»(Σάν Χάδι, fb).

<>




Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης: «Ὅσο πιό ἁγνή εἶναι μιά καρ­διά, τόσο πιό με­γά­λη καί ἀνοι­χτή εἶναι καί βρί­σκει εὐ­κο­λό­τε­ρο χῶρο γιά νά βά­λη πε­ρισ­σό­τε­ρους μέσα. Ὅσο πιό ἁμαρ­τω­λή εἶναι, τόσο πε­ρισ­σό­τε­ρο σφίγ­γε­ται, κλεί­νει καί ἔτσι μόνο λί­γους μπο­ρεῖ νά χω­ρέ­ση»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




Ἅγ. Ἀνατόλιος τῆς Optina: «Εἴμα­στε ὑπο­χρε­ω­μέ­νοι νά ἀγα­πού­με τούς πάν­τες, ἀλλά δέν πρέ­πει νά ἀπαι­τοῦμε νά μᾶς ἀγα­ποῦν ὅλοι»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Γέρονας Ἐφραίμ τῆς Σκήτης τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα: «Ἀγαπῶ τόν ἑαυ­τόν μου, ση­μαί­νει σώζω τόν ἑαυ­τό μου, ση­μαί­νει ὅτι ἐφαρ­μό­ζω τίς ἐν­το­λές τοῦ Χρι­στοῦ καί ὅτι βρί­σκο­μαι ἐν με­τα­νοία. Ἄν, ὅμως, δέν ἀγα­πῶ ἔτσι τόν ἑαυ­τό μου, τότε δέν μπο­ρῶ νά ἀγα­πή­σω τόν πλη­σί­ον μου πνευ­μα­τι­κά καί ἡ ἀγά­πη μου εἶναι σαρ­κι­κή καί συμ­φε­ρον­το­λο­γι­κή»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



Ἅγ. Ἀμφιλόχιος τοῦ Pochaiv: «Ἡ ἀγά­πη, εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στήν τα­πει­νο­φρο­σύ­νη μας»(https://www.rimata-zois.gr).



<>




Γέροντας Θαδδαίος τῆς Vitovnica: «Σέ ἔρευ­να πού ἔγι­νε στήν Ἀμε­ρι­κή, χώ­ρι­σαν σέ δύο ὁμά­δες κά­ποια ἄτο­μα. Στή μία ὁμά­δα ἀνῆ­καν τά ἄτο­μα πού ἀγα­πᾶ­νε τά φυτά καί στήν ἄλλη ὁμά­δα τά ἄτο­μα πού ἦταν ἀδιά­φο­ρα γι᾽ αὐτά. Ἔδω­σαν σέ κάθε ὁμά­δα νά προ­σέ­χη κά­ποια λου­λού­δια. Τό ἀπο­τέ­λε­σμα ἦταν, πώς τά λου­λού­δια πού ἔπαιρ­ναν σκέ­ψεις ἀγά­πης, ἀνα­πτύ­χθη­καν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπό τά ἄλλα!...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Εἶπε Γέρων: «Νομί­ζω, ὅτι στήν πραγ­μα­τι­κή ἀγά­πη, χρειά­ζε­ται μιά βα­ριο­πού­λα καί ἕνα φτυά­ρι... Μέ τή βα­ριο­πού­λα σπᾶ­με τόν ἐγωι­σμό μας καί μέ τό φτυά­ρι τόν πε­τᾶ­με μα­κρυά...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Δημήτριος Παναγόπουλος: «Αὐτός πού πραγ­μα­τι­κά ἀγα­πᾶ δέν βα­σα­νί­ζει τόν ἄλ­λον, ἀλλά βα­σα­νί­ζε­ται αὐ­τός γιά τόν ἄλ­λο»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



«Τό δέν­τρο ρί­χνει τή σκιά του καί σέ αὐ­τούς πού τό ρα­βδί­ζουν»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




«Μερι­κούς ἀν­θρώ­πους πρέ­πει νά τούς ἀγα­πά­με ἀπό μα­κρυά, για­τί εἶναι σάν τούς σκαν­τζό­χοι­ρους, πού ἄν τούς ἀγ­κα­λιά­σου­με, θά πλη­γω­θοῦμε...»(https://www.rimata-zois.gr).


<>



«Μπο­ρεῖς νά δί­νης χω­ρίς ἀγά­πη, ἀλλά δέν μπο­ρεῖς νά ἀγα­πᾶς χω­ρίς νά δί­νης»(https://www.rimata-zois.gr).


<>




«Ἄν σοῦ ἀρέ­ση τό λου­λού­δι τό κό­βεις. Ἄν τό ἀγα­πᾶς, τό πο­τί­ζεις κάθε μέρα»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



«Ὅποιος ἀγα­πά­ει τό τριαν­τά­φυλ­λο, ἀγα­πά­ει καί τά ἀγ­κά­θια του»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Μητροπολίτης Σισανίου καί Σιατίστης Παῦλος: «Πνευ­μα­τι­κή ζωή δέν ση­μαί­νει καλή συμ­πε­ρι­φο­ρά, ἀλλά πα­ρου­σία τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος στή ζωή τοῦ ἀν­θρώ­που»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ἡ Χάρι τοῦ Ἁγ. Πνεύ­μα­τος εἶναι φω­τιά. Ἡ φω­τιά δια­τη­ρεῖται μέ ξύλα. Ξύλα πνευ­μα­τι­κά, εἶναι ἡ προ­σευ­χή»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Χρι­στέ μου, τά κου­λού­ρια σου είἶναι πολύ νό­στι­μα, ἀλλά τά που­λᾶς πολύ ἀκρι­βά...»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Σωφρόνιος τοῦ Essex: «Ὁ κα­θέ­νας ἀπό μᾶς πρέ­πει νά ἔχει τήν ἀγά­πη πού ἔχει ἡ μη­τέ­ρα. Ἀκόμη καί ἄν τά παι­διά της ἐπα­να­στα­τή­σουν, τά ἀγα­πᾶ ὅλα»(https://www.rimata-zois.gr).
Ὅσιος Φιλόθεος Ζερβάκος: «Ἡ τέ­λεια ἀγά­πη, σάν καυ­στι­κή φλό­γα κα­τα­καί­ει κάθε αἰ­σχρή ἐπι­θυ­μία»(https://www.rimata-zois.gr).



<>



Ἅγ. Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Αὐτή ἡ κά­θαρ­σι, αὐ­τός ὁ φω­τι­σμός, τόν ὁποῖ­ο θά πά­ρης δια­βά­ζον­τας τή Θεία Γραφή, θά σοῦ κρα­τή­ση ὅλη τήν ἡμέ­ρα καί τή νύ­χτα»(https://www.rimata-zois.gr).



<>





Ἅγ. Νικόλαος Velimirović: «Εἶναι, λοι­πόν, πε­ρί­ερ­γο πού οἱ ἄν­θρω­ποι δέν ἀγα­ποῦν τούς εχθρούς τους, ὅταν δέν ξέ­ρουν νά ἀγα­ποῦν, οὔτε τούς φί­λους τους; Εἶναι πα­ρά­ξε­νο νά μήν μπο­ρῆ νά δια­βά­ση βι­βλία τό παι­δί, πού δέν ἔμα­θε τήν ἀλ­φά­βη­το; Πῶς μπορεῖ νά ἀγα­πή­σει ὁ ἄν­θρω­πος τόν ἀπό­μα­κρό του, ὅταν δέν μπορεῖ νά ἀγα­πή­ση τόν πλη­σί­ον του;»(https://www.rimata-zois.gr).







<>


«Ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν εἶχε ἐκδηλωθῆ φιλονικία γιά τήν κυριότητα τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου (τοῦ Ἁγ. Μακαρίου Νοταρᾶ Μητροπολίτη Κορίνθου) ἡ Ἀγγελική Γκιουβέτση βρισκόταν κάποια ἡμέρα στό ναό. Εἶδε, λοιπόν, τήν Ἀσημιώ Μπριλῆ νά ἐπιχειρῆ νά ἀποσπάση τό κλειδί τοῦ ναοῦ· τότε τῆς ἐπιτέθηκε, τήν τράβηξε μέ ὁρμή μέ ἀποτέλεσμα νά σχισθῆ τό φόρεμά της. Τό γεγονός αὐτό ἔφθασε στήν αἴθουσα τοῦ δικαστηρίου, διότι ἡ Ἀσημιώ κατέθεσε μήνυσι ἐναντίον τῆς Ἀγγελικῆς. Τήν ὥρα τῆς ἐκδικάσεως τῆς ὑποθέσεως ἐκλήθη καί ἡ κατηγοροῦσα Ἀσημιώ νά περιγράψη τό γεγονός. Ἐκεῖνη, ὅμως, δέν ἐνθυμεῖτο γιατί βρισκόταν στό δικαστήριο. Παρά τίς προσπάθειες τοῦ συνηγόρου της καί τοῦ Προέδρου κατέστη ἀδύνατον νά ἐνθυμηθῆ τήν αἰτία τῆς παρουσίας της στό δικαστήριο. Ἡ δίκη προφανῶς διεκόπηκε καί ἠ κατηγορουμένη ἀπηλλάγη.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς Μητροπολίτης Κορίνθου ἔκανε τό θαῦμα του»(ΧΑ, 251).


<>



«Σέ μία φυλή Ἰνδιάνων, κάποιος ἔκλεβε κοτόπουλα. Ὁ ἀρχηγός διέταξε ὅτι ἄν πιαστῆ ὁ παραβάτης νά χτυπιόταν μέ 10 μαστιγιές.
Ὅταν ἡ κλοπή συνεχίστηκε τό ἀνέβασε σέ 20 μαστιγιές. Παρόλο αὐτά τά κοτόπουλα ἐξαφανίζονταν μεθοδικά.
Γεμάτος θυμό, ὁ ἀρχηγός ἀνέβασε τήν ποινή σέ 100 μαστιγιές μία σίγουρη ποινή θανάτου.
Ὁ κλέφτης τελικά πιάστηκε. Ἀλλά ὁ ἀρχηγός βρέθηκε ἀντιμέτωπος μέ ἕνα τρομερό δίλημμα. Ὁ κλέφτης ἦταν ἡ ἴδια του ἡ μητέρα.
Ὅταν ἦρθε ἡ μέρα τῆς ἐκτελέσεως τῆς ποινῆς, συγκεντρώθηκε ὁλόκληρη ἡ φυλή. Θά ὑπερίσχυε ἡ ἀγάπη τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς δικαιοσύνης;
Τό πλῆθος παρακολουθοῦσε μέ κομμένη τήν ἀνάσα ὅταν διέταξε νά δεθῆ ἡ μητέρα του στόν πάσαλο τῶν μαστιγώσεων.
Ὁ ἀρχηγός ἔβγαλε τό πουκάμισό του, ἀποκαλύπτοντας τό δυνατό ἀνάστημά του, καί πήρε τό μαστίγιο στό χέρι.
Ἀλλά ἀντί νά τό σηκώση καί νά χτυπήση τήν πρώτη μαστιγιά, τό ἔδωσε σέ ἕνα δυνατό νεαρό Ἰνδιάνο πού στεκόνταν στό πλευρό του.
Ἀργά ὁ ἀρχηγός πλησίασε τή μητέρα του καί τήν ἔσφιξε μέ τά δυνατά του χέρια μέσα στήν ἀγκαλιά του. Κυκλώνοντάς τήν ὁλοσχερῶς!
Ὕστερα διέταξε τό νεαρό νά χτυπήση μέ 100 μαστιγιές.
Αὐτό ἀκριβῶς ἔκανε καί ὁ Ἰησούς Χριστός γιά ὅλους μας.
Γεμάτος ἀγάπη ἔγινε ὁ δικός μας ἀντικαταστάτης καί πέθανε στή δικιά μας θέσι.
Ὑπερνίκησε τήν ἀνικανότητά μας νά σώσουμε τούς ἐαυτούς μας πληρώνοντας Αὐτός τό ἀντίτιμο γιά τίς ἁμαρτίες μας»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>







«Κάποτε ἕνας Προτεστάντης εἶπε σ᾽ ἕνα Ὀρθόδοξο ἰερέα:
—Εμείς κάνουμε ὀρφανοτροφεία, γηροκομεῖα, συναυλίες, ἐλεημοσύνες. Ἐσείς οἱ Ορθόδοξοι τί κάνετε;
Και τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος:
—Θ. Λειτουργία! Πού γεμίζει δωρεάν τόν Παράδεισο καί ἀδειάζει τήν κόλασι!
Αὐτό κάνει ἡ Ἐκκλησία, ἀδειάζει τήν κόλασι καί γεμίζει τόν Παράδεισο.
Συντηρεῖ τόν κόσμο κάνοντας Θ. Λειτουργία!
Ἀγρυπνάει τή μέρα, ἀγρυπνάει καί τή νύχτα.
Κάθε νύχτα αἰῶνες τώρα.
Πόσοι Ἅγιοι βγαίνουν ἀπ᾽ τά εἰκονοστάσια τους καί συντρέχουν τούς ἀνθρώπους!
Πόσα Μοναστήρια λειτουργοῦν ὁλονύκτιες λειτουργίες!
Πόσα χέρια σηκώνονται καί πόσα δάκρυα χύνονται ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου!»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>






Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Ἄς μή θλιβόμαστε γιά τήν ἀπώλεια περιουσιῶν· αὐτό εἶναι ἀσήμαντο πράγμα. Αὐτό τό ἔμαθα κιόλας ἀπ᾽ τόν κατά σάρκα πατέρα μου. Ὅταν συνέβαινε κάτι κακό στό σπίτι, αὐτός ἔμενε ἤρεμος. Μετά τήν πυρκαγιά τοῦ ἔλεγαν μέ συμπόνια:
—Κάηκες, Ἰβάν Πετρόβιτς.
Κι ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε:
—Ὁ Θεός θά δώση νά διορθωθοῦν τά πράγματα.
Μιά φορά περνούσαμε κοντά ἀπ᾽ τό χωράφι μας κι ἐγώ τοῦ εἶπα:
—Κοίταξε, μᾶς κλέβουν τά δεμάτια.
Καί αὐτός λέει:
—Ἔ, παιδί μου, ὁ Κύριος μᾶς ἔδωσε ἀρκετό ψωμί. Αὐτός πού κλέβει, σημαίνει πώς ἔχει ἀνάγκη.
Πολλές φορές τοῦ ἔλεγα:
—Δίνεις πολλή ἐλεημοσύνη. Ἄλλοι, ὅμως, πού εἶναι πλουσιότεροι ἀπό μᾶς, δίνουν λιγότερα.
Και αὐτός μου ἀπαντούσε:
—Ἔ, παιδί μου, ὁ Κύριος θά μᾶς δώση.
Καί ὁ Κύριος δέν διέψευσε τήν ἐλπίδα του»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).



<>






π. Ἀρσένιος Γκέλιας: «Δώρισε χαμόγελα, δώρισε ἀγάπη, δώρισε ἕνα λόγο καλό καί ἀγαθό, δώρισε τή διακονία σου, δώρισε συγχώρεσι, δώρισε κατανόησι, δώρισε ὑπομονή, δώρισε ὑπακοή, δώρισε ἐλεημοσύνη, δώρισε εὐτυχία, δώρισε τόν ὦμο σου σέ κάποιον γιά νά κλάψη καί λάβε τό δῶρο τής εὐλογίας ἀπ᾽ τό Θεό. Ὅσο περισσότερο δίνεις τόσα περισσότερα παίρνεις ἀπ᾽ τό Θεό. Ὄχι γιατί θέλει νά σοῦ δώση ἀνταμοιβή ἀλλά γιά νά γίνεσαι δυνατότερος καί νά δωρίζης περισσότερα καί νά κάνης τόν συνάνθρωπό σου πιό εὐτυχισμένο, καλύτερο ἄνθρωπο καί νά τόν ὁδηγῆς νά μιμῆται τό παράδειγμα σου»(Σαλπίσματα Ἀληθείας - Ψυχωφελεῖς δημοσιεύσεις, facebook.com).

<>





Ἅγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «Εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, καί ὄμως εἶδα τήν ἄμετρη ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά μένα.
Ἀπ᾽ τά παιδικά μου χρόνια προσευχόμουν γιά ὄσους μέ πρόσβαλλαν καί ἔλεγα: “Κύριε, μή τούς καταλογίσεις ἁμαρτίες γιά ὄσα μου κάνουν”.
Ἀλλά, ἄν καί μοῦ ἄρεσε νά προσεύχομαι, δέν ἀπέφυγα τήν ἁμαρτία.
Ὁ Κύριος, ὄμως, δέν θυμήθηκε τίς ἁμαρτίες μου καί μου ἔδωσε ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους.
Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νά σωθῆ ὅλη ἡ οἰκουμένη, νά εἰσέλθουν ὅλοι στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, νά δοῦν τή δόξα τοῦ Κυρίου καί νά ἀπολαύσουν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Κρίνω ἀπ᾽ τόν ἑαυτό μου: Ἄν ὁ Κύριος ἀγάπησε ἐμένα τόσο πολύ, αὐτό σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς, ὅπως ἀγάπησε καί ἐμένα.
Ὤ, ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου!
Δέν ἔχω δυνάμεις νά τήν περιγράψω, γιατί εἶναι ἄπειρα μεγάλη καί θαυμαστή...
Νά θυμᾶσαι καί νά φοβᾶσαι δύο λογισμούς:
Ὁ ἕνας λέει: Εἶσαι ἅγιος,
κι ὁ ἄλλος: δέν θά σωθῆς.
Κι οἱ δυό λογισμοί προέρχονται ἀπ᾽ τόν ἐχθρό (δηλ. τό διάβολο) καί δέν ἔχουν ἀλήθεια μέσα τους.
Ἐσύ ὅμως νά σκέφτεσαι: Ἐγώ εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, ἀλλά ὁ σπλαχνικός Κύριος ἀγαπᾶ πολύ τούς ἀνθρώπους καί θά συγχωρήση σ᾽ ἐμέ τίς ἁμαρτίες μου.
Πονηροί λογισμοί καταπονοῦν τήν ὑπερήφανη ψυχή, κι ἄν δέν ταπεινωθῆ, δέν θά βρῆ ἀνάπαυσι ἀπ᾽ αὐτούς»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>





«Μιά δασκάλα σκέφτηκε νά βάλη τούς μαθητές στήν τάξι της νά παίξουν ἕνα παιχνίδι.
Εἶπε λοιπόν στά παιδιά, νά φέρει τό κάθ᾽ ἕνα, μιά πλαστική σακούλα, πού θά περιέχη μέσα μερικές πατάτες.
Σέ κάθε πατάτα θά δώση ἕνα ὄνομα ἀπ᾽ τούς ἀνθρώπους τούς ὁποίους μισεῖ.
Ἔτσι, ὁ ἀριθμός τῶν πατατῶν πού κάθε παιδί θά ἔβαζε στή σακούλα του θά ἦταν ἀνάλογος τῶν ἀνθρώπων πού μισεῖ.
Τήν ἄλλη μέρα κάθε παιδί, ἔφερε ἀπό μιά σακούλα μέ πατάτες, μέ τό ὄνομα τῶν ἀνθρώπων πού μισοῦσαν, γραμμένο πάνω σέ κάθε πατάτα.
Κάποια παιδιά εἶχαν δύο πατάτες μέσα στή σακούλα, ἄλλα τρεῖς, ἄλλα πέντε καί ἄλλα περισσότερες.
Ἡ δασκάλα εἶπε μετά στά παιδιά, νά κουβαλοῦν γιά μερικές μέρες μαζί τους τήν πλαστική σακούλα μέ τίς πατάτες, ὄπου καί ἄν πηγαίνουν.
Ὕστερα ἀπό κάποιες μέρες, τά παιδιά ἄρχισαν νά διαμαρτύρονται, λόγῳ τῆς δυσάρεστης ὀσμῆς πού ἄφηναν οἱ πατάτες οἱ οποῖες ἄρχισαν νά σαπίζουν.
Ἄλλωστε, αὐτοί πού εἶχαν περισσότερες πατάτες στή σακούλα, ἔπρεπε νά ἀντέξουν ἐπιπλέον καί τό μεγαλύτερο βάρος τους.
Ὅταν τό παιχνίδι τελείωσε, τά παιδιά ἀνακουφίστηκαν ἀφοῦ ἀπαλλάχτηκαν ἀπ᾽ τό βάρος ἀλλά καί ἀπό τή δυσοσμία τῶν χαλασμένων πατατῶν.
Ἡ δασκάλα ρώτησε τά παιδιά:
—Πῶς αἰσθανθήκατε κατά τή διάρκεια τοῦ παιχνιδιού;
Τά παιδιά διαμαρτυρήθηκαν γιά τό γεγονός ὅτι ἔπρεπε νά κουβαλοῦν παντοῦ μιά τσάντα μέ πατάτες καί μάλιστα χαλασμένες μέ ἄσχημη μυρωδιά...
Στή συνέχεια, ἡ δασκάλα τούς ἀποκάλυψε τό κρυμμένο νόημα πίσω ἀπ᾽ τό παιχνίδι:
Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει ὅταν ἔχετε μίσος γιά κάποιον μέσα στήν καρδιά σας.
Ἡ δυσωδία ἀπ᾽ τό μίσος θά φωλιάση στήν ψυχή σας καί θά τό μεταφέρετε μαζί σας ὄπου κι ἄν πάτε συνεχῶς.
Ἄν δέν μπορῆτε νά ἀνεχθῆτε τή μυρωδιά τῶν σάπιων πατατῶν γιά μερικές μόνο μέρες, μπορεῖτε νά φανταστῆτε πῶς εἶναι νά ἔχετε τή δυσωδία τοῦ μίσους στήν ψυχή σας γιά μιά ζωή;»(Ἠλίας Καλλιώρας, facebook.com).

<>



-- Κάποτε κάποιος Ιερέας είχε πει σε ομιλία του για την Παναγία μας οτι πέρασε τα πάνδεινα βλέποντας τον Γιό της πάνω στο Σταυρό που άλλη γυναίκα δεν πέρασε τόσα ...
-- Κάποιοι από τους παριστάμενους γυρνώντας στο σπίτι τους σε αυτά τα γνωστά πηγαδάκια των ζυμώσεων υποστήριξαν ότι :
Κάθε μάνα όταν χάνει το παιδί της 
ο πόνος της είναι τόσο μεγάλος
 και αφόρητος  και ότι ήταν υπερβολικός ο ομιλητής  στην συγκεκριμένη του έκφρασή  για την Παναγία ... 
Σας μεταφέρω κάποιες  σκέψεις μου.:
--Σκέπτομαι αυτή την μάνα που δέχθηκε να κυοφορήσει ένα παιδί με αυτό τον παράδοξο τρόπο  παίρνοντας όλα τα ρίσκα  που η τότε κοινωνία της επέβαλε .
--Δηλαδή  βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή της (δια λιθοβολισμού).
--Ζώντας  μέσα σε  ένα γάμο χωρίς άνδρα .
 --Γεννώντας το μονάκριβο της παιδί  σε ένα βρώμικο σπήλαιο. 
--Κάνοντας μια πεζοπορία χιλιομέτρων με την ψυχή στο στόμα να γλυτώσει αυτή και το μωρό της τα μαχαίρια του Ηρώδη .
--Με μια πορεία  επικίνδυνη μέσα στην αφιλόξενη έρημο προκειμένου να φθάσουν στην Αίγυπτο. 
-- Η Παναγία ήταν τότε μικρό κορίτσι και προστάτευε ένα μωρό μικρότερο των δύο χρόνων  με ότι αυτό συνεπάγεται θηλασμός φροντίδα περιποίηση του μικρού . 
--Προσφυγοπούλα  η ιδια της με το Προσφυγοπουλό  σε ξένη χώρα .
Να αναλαμβάνει την φροντίδα μιας οικογένειας που δεν ηταν η δική της .
--Να ακολουθεί το παιδί της παντού  και να κρατά κρυφά μυστικά όλα όσα το Άγιο Πνεύμα της φανέρωνε  αλλά και όσα την άφηνε ο ίδιος της ο γυιος να καταλάβει  .
--Αλήθεια  πόσοι  θα την ένιωθαν και  πόσοι θα την καταλάβαιναν και δεν θα την παρεξηγούσαν άραγε αν τους αποκάλυπτε τις αποκαλύψεις της.!!!
--Μια μάνα που έβλεπε τον Γιό της να καίγεται από αγάπη για τον συνάνθρωπο ,
να μιλά όπως κανείς 
να αγαπά όπως κανείς.,
να θεραπεύει χωρίς αργύρια 
να εξουθενώνεται 
στο περπάτημα ,
στη κακοπέραση 
στην πείνα στην δίψα
Να  βλέπει το αγορι της να κοιμάται  στις ερημιές.
 --Μια μάνα που κατάλαβε ότι αυτό της το παιδί θα το μοιραζόταν με όλο τον κόσμο. ..
--Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά τον είδε αιμόφυρτο 
τον είδε καρφωμένο ,
τον είδε να αργοπεθαίνει ,
χωρίς αυτή να έχει την δύναμη 
να του βγάλει τα καρφιά 
να τον κατεβάσει από το σταυρό  
να του δώσει τουλάχιστον λίγο νερό όταν τόν άκουσε 
να ψυθιριζει το 《διψώ》.
Μια μάνα τόσο γλυκιά
 τόσο ταπεινή 
Τόσο διακριτική 
--Κάθε μέρα πήγαινε στην Γεθσημανή και προσευχόταν στον γιό της 
να την πάρει κοντά του ...
--Αυτή η Μάννα έγινε και μάνα μας...
Ρόδο το Αμάραντο!
Ρόδο της καρδιάς μας!

<>







Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Ὅσο ἐμεῖς θά ψάχνουμε κάπου μακρυά,
σέ τόμους ὑψηλῆς θεολογίας,
σέ δυσπρόσιτους οὐρανούς,
καί φιλοσοφικούς στοχασμούς
τόσο ὁ Θεός θά κρύβεται στά ἁπλά,
τά ἐλάχιστα, τά μικρά, τά καθημερινά.

Στό πρωϊνό χαμόγελο, στό παιδικό τό πρόσωπο,
στό βιβλίο πού διαβάζεις,
στόν ἄνθρωπό σου π᾽ ἀγκαλιάζεις.

Στή ματιά ἐνθάρρυνσης πού ἀνταλλάζεις μέ τόν ἀδερφό σου
καί ἡ κουβέντα ἀπό καρδιᾶς μέ τή συνάδελφο σου.
Στό ἀηδόνι τῆς αὐλῆς πού κελαηδά,
στή μουσική στό ράδιο πού παίζει,
καί σ᾽ όλη τήν ὕπαρξί σου μέ τρόπο μυστήριο μιλᾶ.
Στό εὐωδιαστό λουλούδι πού μυρίζεις
καί στό βρεφικό χεράκι πού μέ συγκίνησι καί δέος, ἀγγίζεις.

Ἄς μή ψάχνουμε λοιπόν
στόν οὐρανό τόν μυστήριο ἄλλο,
γιατί ἔχει ἤδη φανερωθῆ
σέ ὅλη τήν πλάσι,
μέσα ἀπ᾽ τόν πλησίον,
τόν ἐλάχιστο ἀδερφό, τόν ἄλλον.

Ὁ Θεός εἶναι τόσο κοντά μας
πού πολύ συχνά
σκοντάφτουμε ἐπάνω Του.
Μιά ἀνάσα μακρυά μας
κι ἐμεῖς δέν παίρνουμε χαμπάρι.

Ὅπως πολύ χαριτωμένα ἔλεγε ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε,
πολλές φορές ὁ Θεός κοιμάται στό ἴδιο τό κρεββάτι μας»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2019/03/blog-post_6.html).


<>




Ἀλέξης Ἀλεξάνδρου:
«Κάνε ἐσύ ἄν θες, τά δύσκολα,
τά ἀσκητικά, τά αὐστηρά, τά μεγάλα.
Ἀλλά μήν ἀπαιτεῖς.

Ἄσε τόν καθένα στήν ἡσυχία του.
Ἄσε τόν νά ξεκινήση ἔστω ἀπ᾽ τά λίγα,
τά ἁπλά, τά μικρά καί ταπεινά.

Κι ἔχει ὁ Θεός...

Τί όμορφο νά φέρεσαι
μέ ἐπιείκεια στόν ἄλλο,
κι ἄς εἶσαι ἐσύ ἀσκητής μεγάλος»(https://psihisangigmata.blogspot.com/2019/05/blog-post_16.html).


<>











«“Δεῖτε τα νά περνοῦν! Εἶναι ἄγρια.
Πηγαίνουν ψηλά στά βουνά, ἐκεῖ πού τά ὁδηγεῖ ἡ ἐπιθυμία,
πηγαίνουν στά βάθη καί στίς θάλασσες, μακρυά ἀπό σκλαβιά.
Ὁ ἀέρας πού ἀνασαίνουν δέν θά χωροῦσε στούς πνεύμονές σας”,
ἔγραψε ὁ ποιητής Jean Richepin καί τραγούδησε ὁ Georges Brassens»(Dubois Philippe & Rousseau Élise, Ἡ Φιλοσοφία τῶν Πτηνῶν).


<>


«Κάποιες κουροῦνες τῆς πόλεως ἔχουν μάθη νά χρησιμοποιοῦν τήν ἀστική ζωή πρός ὄφελός τους. Ἔμαθαν, λοιπόν, νά χρησιμοποιοῦν τήν κυκλοφορία τῶν αὐτοκινήτων καί τά κόκκινα φανάρια γιά νά σπᾶνε καρύδια! Στέκονται μέ τό καρύδι στό ράμφος ἀκριβῶς στό σημεῖο ὅπου σταματοῦν τά αὐτοκίνητα καί περνοῦν οἱ πεζοί. Ὅταν ἀνάψη τό πράσινο φανάρι, ἀφήνουν τό καρύδι νά πέση καί νά τό πατήση κάποιο αὐτοκίνητο. Ὅταν ἀνάψη τό κόκκινο φανάρι, οἱ κουροῦνες προσγειώνονται καί ἀπολαμβάνουν τήν ψίχα του —μέχρι νά ἀνάψη τό ἑπόμενο πράσινο φανάρι!»(Dubois Philippe & Rousseau Élise, Ἡ Φιλοσοφία τῶν Πτηνῶν).


<>


Ὄλγα Μανωλά: «Ἡ ἀνθρωπιά ὑπάρχει ἀκόμη φίλοι μου...
Τό πρωΐ τῆς Παρασκευῆς στό κρεοπωλεῖο μιά κυρία πολύ ταλαιπωρημένη, πῆρε τέσσερα σουβλάκια καί δύο μπουτάκια κοτόπουλο. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πού ὁ χασάπης παρά τό ὅτι ὑπῆρχαν πολλοί πελάτες στήν ἀναμονή, τῆς ἔπιασε κουβέντα γιά τήν κόρη της, ἄν βρῆκε δουλειά, δέν βρῆκε ἀκόμα καί γιά τί τάξι πηγαίνουν τά ἐγγόνια της. Ὁ ὑπάλληλός του κάπου ἔλειπε καί ἡ γυναίκα του καί ταμίας, βρῆκε τήν ὥρα νά πάη στήν τουαλέτα.
Σέ κανένα δεκάλεπτο, ὅλοι ἦταν ξανά στή θέσι τους καί μόλις πῆγε ἡ κυρία νά πληρώση, ἡ ταμίας πετάχτηκε σάν τρελή κι ἄρχισε νά χειροκροτᾶ!!!
—Κυρία Βάσω εἶστε ἡ ἑκατοστή πασχαλινή πελάτισσά μας κι ὄπως κάθε χρόνο τό κατάστημα στόν τυχερό, προσφέρει δωρεάν ἕνα πλῆρες γεῦμα πέντε ἀτόμων.
Τῆς ἔβαλε στά χέρια τρεῖς σακοῦλες γεμάτες ὅλων τῶν εἰδῶν τά κρέατα!!!
Οἱ ὑπόλοιποι πελάτες, πού μᾶλλον εἶχαν ζήσει κι ἄλλες παρόμοιες σκηνές, χειροκροτοῦσαν κι αὐτοί, φωνάζοντας συγχαρητήρια!!!
Ἡ πελάτισσα σάστισε, δάκρυα ἔτρεχαν ἀπ᾽ τά μάτια της, ψέλλισε ἕνα εὐχαριστῶ, νά εἶστε καλά τά πῆρε κι ἔφυγε.
—Πέντε ἄνθρωποι ζοῦν μέ τήν ἀγροτική σύνταξι τοῦ ἄντρα της, μου εἶπε κοκκινίζοντας ὁ χασάπης.
Ὡραίοι ἄνθρωποι!!! Ποιός εἶπε πώς εἴμαστε τελειωμένοι;;; Ἀντέχουμε σέ πείσμα των ἐχθρών μας...». (Σαν Χάδι, fb)

<>







Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:


99. Ἀναφέρει κάποιος Χριστιανός: «Θυμᾶμαι μιά μέρα κατά τήν ὁποία ἡ γυναῖκα μου ἔπλενε. Τά πλυμένα ροῦχα ἔδειχναν μέσα στό σπίτι ἄσπρα καί τελείως καθαρά. Ἀλλά, ὅταν τά ἅπλωσε στό σχοινί καί μετά ἀπό λίγο ἄρχισαν νά πέφτουν πάνω τους τοῦφες ἀπό χιόνι, ἔβλεπες πόσο στήν πραγματικότητα ὑπολείπονταν μπροστά στήν ἀσπράδα καί τήν καθαρότητα τοῦ χιονιοῦ.
Μερικές φορές νομίζουμε πώς ἡ ζωή μας εἶναι ἠθικά καλή καί εὐπρεπής, ἀλλά σέ σύγκρισι μέ τήν ἁγιότητα καί τήν καθαρότητα τοῦ Θεοῦ, εἴμαστε μολυσμένοι καί ρυπαροί»(ΜΕ, 56).

100. «Πολλοί νέοι σήμερα πέφτουν θύματα ἀπάτης. Ἀπατεῶνες τοῦ πνεύματος τούς κλέβουν ὅ,τι πιό ὡραῖο ἔχουν, τήν πίστι, τήν ἁγνότητα. Πῶς; Σέ ἄλλες ἐποχές, κατά τίς ὁποῖες οἱ μαῦροι τῆς Ἀφρικῆς ἦταν καθυστερημένοι, πήγαιναν οἱ Εὐρωπαῖοι καί ἔπαιρναν χρυσάφι δίνοντάς τους γυαλιστερές χάντρες. Θαμπώνονταν οἱ μαῦροι ἀπ’ τίς γυαλιστερές χάντρες καί πρόσφεραν τό χρυσάφι. Χάντρες γυαλιστερές εἶναι οἱ φαντακτερές θεωρίες καί οἱ ἡδονές τοῦ κόσμου. Οἱ ἀπατεῶνες δίνουν ἄφθονες τίς γυαλιστερές χάντρες καί κλέβουν τά διαμάντια τῆς ψυχῆς»(ΔΑ, 26).

101. «Ὁ πνευματοφόρος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης ἔλεγε πώς οἱ σταυροί τῶν δοκιμασιῶν εἶναι ἀνώτεροι ἀπ’ τά “τάλαντα” καί τά χαρίσματα τά ὁποῖα μᾶς δίνει ὁ Θεός καί γι’ αὐτό θά πρέπη νά Τόν εὐχαριστοῦμε, ἀφοῦ τούς παραχωρεῖ γιά τή σωτηρία μας»(ΜΜ, 23).

102. «Πάντα θά ὑπάρχουν χριστιανοί. Εἶναι ἴσως λίγοι. Μά μήν ξεχνᾶς, πώς λίγοι εἶναι οἱ ἥρωες, λίγοι οἱ πρωταθλητές, λίγοι οἱ ὀρειβάτες, λίγοι οἱ νικητές»(ΑΔ, 33).

103. Ὁ Ἀλ. Τσιριντάνης ἐπισημαίνει: «Ὅταν ζητοῦμε ἄνοδο δέν ἐννοοῦμε ἀποτέλεσμα, ἐννοοῦμε προσπάθεια. Δέν ἐννοοῦμε κάτι τό στατικό. Ἐννοοῦμε κάτι τό κινητικό. Δέν ἐννοοῦμε τόν ἄνθρωπο πού ἀνέβηκε. Ἐννοοῦμε τόν ἄνθρωπο πού ἀνεβαίνει. Στήν σκάλα τῆς πνευματικῆς ἀρτιώσεως ἐκεῖνος πού βρίσκεται στό πρῶτο σκαλοπάτι ἀλλά ἀνεβαίνει, εἶναι ἀνώτερος ἀπό ἐκεῖνον πού βρίσκεται στό ἑκατοστό σκαλοπάτι καί κάθεται ἐκεῖ. Ἤ μᾶλλον τό τελευταῖο αὐτό —νά κάθεται στό σκαλοπάτι— εἶναι μᾶλλον ἀδύνατο. Στά πνευματικά, στά θέματα τῆς ψυχῆς, ὅποιος δέν ἀνεβαίνει, κατεβαίνει. Καί ἀκόμη κάτι. Στή σκάλα αὐτή τελευταῖο σκαλοπάτι δέν ὑπάρχει. Τό ἀνέβασμα εἶναι νόημα τῆς ὅλης ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου»(ΑΤ, 110).

104. Σημειώνει ὁ Κ. Ρουμπέσης, φοιτητής Νομικῆς: «Ἕνα ἐρώτημα μέ βασάνιζε: Ἐδῶ πέρα, λοιπόν, θά βγάλουμε τό χειμῶνα; Ἐδῶ θά σαπίση τό κορμί μας; Τί θά γίνουμε ὥς τόν Ἀπρίλη πού θά ἀρχίσουν νά λυώνουν τά χιόνια; Ἐρώτημα πού μέ τυραννοῦσε περισσότερο καί ἀπ’ τή γύρω μας ἀθλιότητα. Ξαφνικά μιά φωτεινή σκέψι φώτισε τό μυαλό μου:
—Θά πάω, εἶπα, νά συναντήσω τόν ἱερέα τοῦ Συντάγματός μας, τόν ἅγιο αὐτό ἄνθρωπο μέ τή μεγάλη μόρφωσι [τόν π. Ἀχίλλειο, στόν πόλεμο τοῦ ᾽40]. Αὐτός ἀσφαλῶς θά μπορέση νά μέ βοηθήση καί νά μέ ἀνακουφίση... [Τόν βρῆκε, κι αὐτός τόν τόνωσε.]
—Κάποια μέρα, συνέχισε ὁ ὑπέροχος ἐκεῖνος ἱερεύς, μέ βασάνιζε καί μένα τό ἐρώτημα: Ἐδῶ, λοιπόν, πάνω στά ἀτελείωτα χιόνια, ἀκίνητοι θά βγάλουμε τό χειμῶνα; Καί ἄκουσε πῶς μοῦ ἀπάντησε ὁ πάνσοφος Θεός στό ἐρώτημά μου: Ὄχι μέ ἄγγελο, οὔτε μέ ἄνθρωπο, οὔτε μέ καμμιά ἐσωτερική φωνή. Παρά μέ ἕνα μικρό πουλάκι! Εἶχε γύρω ἀπ’ τό λαιμό του μιά χρωματιστή γραμμή σάν στεφάνι. Τό πουλάκι αὐτό στή πατρίδα μου τό λένε στεφανοῦδι. Φτιάχνει τή φωλιά του σέ τρύπες δένδρων ἤ τοίχων καί γεννᾶ 8-12 αὐγά, ἄν καί εἶναι τόσο μικροσκοπικό. Εἶναι καί πολύ ὠφέλιμο, γιατί τρώει ἀπ’ τούς κλώνους τῶν δένδρων ὅλα τά βλαβερά παράσιτα.
Μιά μέρα πού ἤμουν πολύ σκεπτικός καί θλιμμένος καί εἶχα ἀνοικτό τό ἀντίσκηνό μου, ἕνα τέτοιο μικρό πουλάκι πέταξε μπροστά μου ξαφνικά, μέ ἕνα ἀσθενικό σιγανό τιτίβισμα. Ἦταν ἡ καλημέρα του, μά καί ἡ ζητιανιά του. Ἄρχισε νά ψαχουλεύη προσεκτικά στό λίγο καθαρισμένο χῶρο, πού ὑπῆρχε μπροστά στό ἀντίσκηνό μου καί τσίμπησε τά λίγα ψίχουλα τά ὁποῖα βρῆκε. Δέν χόρτασε, ὅμως, τήν πεῖνα του. Τοῦ ἔρριξα κι ἄλλα πού τά πῆρε χωρίς νά φοβηθῆ. Μέ κοίταξε μέ τά λαμπερά του ματάκια καί σέ λίγο πέταξε μακρυά, ὥσπου τό ἔχασα ἀπ’ τά μάτια μου. Ἔφυγε ἀφοῦ μοῦ ἔδωσε ἕνα μεγάλο ἄφωνο μάθημα: Τό μικρό αὐτό πουλάκι, συλλογίσθηκα, πρόκειται νά παραχειμάση στή χιονοσκέπαστη αὐτή ἔκτασι, μέ ἐφόδια ἀσυγκρίτως λιγότερα καί κατώτερα ἀπ’ τά δικά μας. Ἐμεῖς ἔχουμε κουραμάνα καί συσσίτιο καθημερινῶς. Αὐτό μέσα σέ τίποτε κουφάλες βελανιδιᾶς ἤ ὀξυᾶς, ἤ στίς παγωμένες ρίζες τῶν θάμνων θά προσπαθῆ μέ ἀγῶνα νά βρῆ κάτι γιά νά ξεγελάση τήν πεῖνα του. Ἐμεῖς ἔχουμε τέλος πάντων κι αὐτό τό βρεγμένο ἀντίσκηνο, φοροῦμε χοντρά ροῦχα κι ἔχουμε καί ἀρκετές κουβέρτες καί μποροῦμε νά ἀνάψουμε καί λίγη φωτιά. Αὐτό, ὅμως, εἶναι ἐκτεθειμένο στό ὕπαιθρο καί στήν ἀπέραντη παγωνιά. Καί, ὅμως, αὐτό πιστεύει πώς θά βγάλη πέρα τό χειμῶνα, παρόλες τίς σκληρές συνθῆκες. Πιστεύει ὅτι θά ζήση μέχρι τήν ἄνοιξι πού θά λυώσουν τά χιόνια. Καί ὅτι ὄχι ἁπλῶς θά ζήση, μά θά χτίση καί τή φωλιά του καί θά φέρη στή ζωή 8-12 μικρούς ἀπογόνους. Κύτταξέ το πῶς ἀντικρύζει τό μέλλον. Ἔχει ἐμπιστοσύνη στό Δημιουργό καί τροφέα του. Γνωρίζει ἐκ παραδόσεως, ἀπ’ τούς γεννήτορές του, ὅτι ὁ Θεός ποτέ δέν τά ἐγκατέλειψε. Ἀλλά ἄν μέ τόση πεποίθησι καί ἀφοβία τό μικρό αὐτό πουλάκι ἀντιμετωπίζει τό παρόν καί τό μέλλον, μέ πόσο μεγαλύτερη πίστι καί ἐμπιστοσύνη πρέπει νά τό ἀντιμετωπίσω ἐγώ;, συλλογίσθηκα. Ὁ Θεός δέν μᾶς εἶπε τό: “ἐμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδέ θερίζουσιν οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας. Καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;”. Πῶς εἶναι, λοιπόν, δυνατόν ὁ Θεός νά ἐγκαταλείψη ἐμᾶς, τόν ἑλληνικό στρατό, πού μάχεται ἕναν ἱερό καί τίμιο ἀγῶνα; Ἡ ὀλιγόλεπτη ἐκείνη παρουσία τοῦ πουλιοῦ μέ παρηγόρησε καί μέ ἐνίσχυσε. Ἡ παρηγοριά του δέν σταμάτησε ὥς ἐδῶ. Τήν ἄλλη ἡμέρα περίμενα τό μικρό πουλί. Σάν ἔφθασε ἡ χθεσινή ὥρα καί δέν φάνηκε, μερικές μελαγχολικές σκέψεις ἄρχισαν νά ξεπροβάλλουν πάλι μέσα στή ψυχή μου: Φαίνεται, συλλογίσθηκα, πώς τό μικρό πουλάκι πέταξε μακρυά πρός τή πεδιάδα τῆς Κορυτσᾶς, γιά νά ἀναζητήση ἐκεῖ καλύτερη τύχη καί μᾶς ἄφησε μόνους πάλι στίς ἔρημες χιονοσκέπαστες κορυφογραμμές... Δέν εἶχα προλάβει νά τελειώσω τή θλιβερή σκέψι μου κι ἕνα ἁπαλό φτερούγισμα στή πόρτα τοῦ ἀντισκήνου μέ γέμισε χαρά. Τό μικρό πουλάκι ἦταν πάλι ἐκεῖ, μέ ἕνα μικρό σύντροφο. Ἴσως τό ταῖρι του. Ἔμεινε κοντά μας, εἶπα, μέ μιά τόση χαρά, πού ξαφνιάσθηκα κι ἐγώ ὁ ἴδιος, καί μέ ἕνα αἴσθημα εὐγνωμοσύνης γιά τή πιστότητα τῶν μικρῶν μου φίλων. Τήν ἄλλη μέρα ξαναῆλθαν. Καί ἐξακολουθοῦσαν τίς καθημερινές ἐπισκέψεις τους. Κάθε μέρα περίμενα τούς μικρούς μου φίλους σάν ἀγγέλους τῆς ἐλπίδος καί τῆς καρτερίας. Καλοκαίρι καί χειμῶνα οἱ μικροί αὐτοί στρατιῶτες μένουν πιστοί στίς ἐπάλξεις στίς ὁποῖες τούς ἔταξε ὁ Δημιουργός.
—Τά λόγια αὐτά τοῦ ἱερέως, συνέχισε ὁ Κώστας Ρουμπέσης, μέ τόνωσαν πολύ. Περίεργος παπᾶς, εἶπα. Δέν μέ ἄρχισε μέ τίποτε ἀκατάλυπτες γιά μένα ἠθικολογίες. Μοῦ διηγήθηκε τή ζωντανή ἱστορία ἑνός πουλιοῦ. Καί μοῦ ἔδωσε τόση πίστι καί γαλήνη!»(στό: ΘΔ, 73).

105. «Κάθε ἄτομο, κάθε ἀνθρωπίνη προσωπικότητα, μέσα στίς τόσες δυνατότητες μέ τίς ὁποῖες ὁ Θεός τό ἔχει προικίσει, ἔχει μέσα του καί αὐτή τή δυνατότητα, τήν ἀνωτέρα ἴσως ἀπό ὅλες. Ἔχει ἐκεῖνο τό ὁποῖο θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε, “δυνατότητα τῆς κιβωτοῦ”. Ὁ ἄνθρωπος ζῆ βέβαια μέσα σέ ἕνα σύνολο ἀπ’ τό ὁποῖο ἐπηρεάζεται καί τό ὁποῖο ἐπηρεάζει ... Δέν εἶναι, ὅμως, ἄψυχο ρομπότ, δέν εἶναι ἄβουλος δοῦλος οὔτε καί τοῦ συνόλου. Ἔχει τή δυνατότητα νά συντηρῆ μέσα του τό θησαυρό τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν, ὁ,τιδήποτε κι ἄν γίνεται ἀπ’ ἔξω καί νά ἀκτινοβολῆ γύρω του, ὁσοδήποτε πυκνό καί ἄν εἶναι γύρω του τό σκοτάδι»(ΑΑ, 128). 

106. «Ἕνας καθηγητής ἀναγκάσθηκε νά ἀλλάξη κατοικία, γιατί διορίσθηκε σέ ἄλλη πόλι. Μετακόμισε, τακτοποίησε τήν οἰκία του καί ἐπέστρεψε στήν προηγούμενη, γιά νά πάρη ὅ,τι ἀπέμεινε. Ἐπιστρέφοντας τήν παραμονή τῆς ἐνάρξεως τῶν μαθημάτων, βλέπει τή νέα του κατοικία κλεμμένη. Ἔπιασε τό κεφάλι του στενοχωρημένος χωρίς νά πῆ λέξι. Ἔχοντας, ὅμως, μία βαθειά ἐλπίδα, ἄρχισε νά ψάχνη τά ἐγκαταλελειμμένα ἀντικείμενα, τά ὁποῖα ὡς ἄχρηστα οἱ κλέφτες κλώτσησαν καί πέταξαν στό δάπεδο. Μετά ἀπό λίγο, χαμογέλασε στή μέση τῶν ἐρειπίων, θά λέγαμε, στή μέση τῶν λειψάνων τῶν πραγμάτων του, τά μάτια του γέμισαν φῶς καί τό στόμα του δοξολογίες. Βρῆκε αὐτό τό ὁποῖο ζητοῦσε, αὐτό τό ὁποῖο τοῦ ἀρκοῦσε, γιά νά ἀρχίση ἐκ νέου τή ζωή του, αὐτό τό ὁποῖο οἱ ἐργάτες τῆς ματαιότητος, οἱ κλέφτες, τό κλώτσησαν ὡς περιττό. Ἦταν ὁ βαπτιστικός του σταυρός, ξύλινος ἀλλά σταυρός, τόν ὁποῖο εἶχε συνηθίσει ἀπό μικρή ἡλικία κάθε βράδυ νά φιλάη καί νά ψέλνη τό ἀλληλούια τῆς καρδιᾶς του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τοῦ τυπουμένου στό σταυρό. Σήμερα αὐτός ὁ προσκυνητής τοῦ ἱεροῦ συμβόλου δέν εἶναι πλέον καθηγητής εἶναι καθηγητής τῆς ἐρήμου ἤ μᾶλλον ἕνας ἔνσαρκος ἄγγελος, ὁ ὁποῖος ζῆ τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, διότι τό κλειδί τῆς βασιλείας εἶναι ὁ σταυρός. Τόσο βαθιά εἶναι στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων ὁ σταυρός γιά τό λόγο αὐτό δέν τοῦ τόν στέρησε ὁ Θεός. Ἐάν τόν ἔχανε, δέν θά ἦταν δυνατόν νά ἀρχίση καί πάλι τόσο ἁπλά τή ζωή του»(ΑΑ, 13).

107. Γράφει ὁ π. Αἰμιλιανός ὁ Σιμωνοπετρίτης: «Κάποτε ἦρθε στήν μονή μας ἕνας ὑπουργός μέ πολύ ὕφος, ἀλλά γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ μοναστηριακή ἀτμόσφαιρα εἶναι ἕνας ἄλλος κόσμος, καί ἄρχισε νά συναναστρέφεται ἁπλούστερα μέ τούς μοναχούς. Τόν προσκάλεσα στό ἡγουμενεῖο μόνο του καί, ὅταν μπῆκε, δέν κατάφερε νά πῆ λέξι, διότι τόν κατέλαβαν λυγμοί. Προσπάθησα νά τόν διασκεδάσω καί μοῦ λέει: “Σήμερα θυμήθηκα ὅτι ὁ παπποῦς μου κάθε Δευτέρα ἔφευγε ἀπ’ τό σπίτι καί πήγαινε στό βουνό γιά νά προσευχηθῆ. Ἐπίσης, πολλές φορές ἔβλεπα τόν πατέρα μου, πού ἦταν ἀπ’ τή Μικρά Ἀσία, νά μή περπατᾶ στό χῶμα. Πηγαίνοντας σ’ ἕνα μοναστήρι τό χειμῶνα μέ πολλά χιόνια καί πάγους, τόν ἔβλεπα νά ὑψώνεται πάνω ἀπ’ τούς πάγους καί, ὅταν φθάναμε στό μοναστήρι, ἀντιλαμβανόμουν ὅτι σέ κάτι διαφέρει ἀπ’ τούς ἄλλους πού ἦταν τριγύρω μας. Σήμερα κατάλαβα τό μυστικό τοῦ πατέρα μου. Μοῦ ἔδωσε μία πίστι, τήν ὁποία ξαναποκτῶ σήμερα”. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική, ἡ κληρονομική πίστι»(ΑΑ, 201). 

108. Ἀλληλογραφεῖ ὁ ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ὁ Θεός νά δώση, ὥστε νά παραμείνη γιά πάντα μέσα σου αὐτή ἡ διάθεσι, ἡ ἀπόρριψι τῆς κοσμικῆς ζωῆς καί τῶν ἀπολαύσεών της. Ὑπάρχει, ὅμως, καί ἡ πιθανότητα νά τήν ἀγαπήσης. Ἄν θέλης νά ἀποφύγης αὐτό τόν κίνδυνο, θά πρέπη νά μείνης μακρυά ἀπό μιά τέτοια ζωή. Γιατί μπορεῖ τή δεύτερη φορά νά σοῦ φανῆ λιγότερο βλαβερή, λιγότερο δυσάρεστη τήν τρίτη φορά, ἀκόμη λιγότερο καί μετά τήν τρίτη, δέν θά σοῦ φαίνεται πιά καθόλου ἄσχημη. Εἶναι, βλέπεις, σάν τή βότκα: Μέ τό πρῶτο ποτήρι, λένε, σπᾶς μόνο τούς φραγμούς μέ τό δεύτερο, πετᾶς στά ὕψη σάν ἀετός καί μετά τό τρίτο, δέν κάνης πιά τίποτε ἄλλο παρά νά γεμίζης τό ποτήρι σου...
Τί συμβαίνει, ὅταν ἐπισκεφθῆ κανείς μιά καπνοβιομηχανία; Τά μάτια του τσούζουν, ἡ μύτη του τρέχει, ἡ ἀναπνοή του κόβεται. Ὅσοι, ὅμως, ἐργάζονται ἐκεῖ, δέν αἰσθάνονται ἀπολύτως τίποτε. Μά καί ὁ ἐπισκέπτης, ἀφοῦ μείνη στό χῶρο τοῦ ἐργοστασίου γιά ἕνα μικρό διάστημα, δέν σφίγγει πιά τά μάτια του, δέν φτερνίζεται, δέν βήχει τόσο πολύ. Καί ὕστερα ἀπό κάμποση ὥρα, προσαρμόζεται ἀπόλυτα στό περιβάλλον. Πρόσεξε, λοιπόν, μή σοῦ συμβῆ κάτι παρόμοιο!»(ΟΘ, 13).

109. «“Βλέπω κίνησι καί θόρυβο, ζωή, ὅμως, ὄχι. Καί ἡ ραπτομηχανή μου κινεῖται. Κάνει κι αὐτή θόρυβο. Τί λογῆς ζωή, ὅμως, ἔχει μέσα της;”.
Τό κοφτερό μυαλουδάκι σου κατέβασε μιά ἔξοχη ἰδέα»(ΟΘ, 14).

110. «Ἡ ἀνθρώπινη φύσι, καί συνακόλουθα ἡ ἀνθρώπινη ζωή, εἶναι σύνθετη καί πολυμερής. Ἔχει τή σωματική, τή διανοητική καί τήν πνευματική της πλευρά. Καθεμιά, πάλι, ἀπ’ τίς πλευρές αὐτές ἔχει τίς δυνάμεις της, τίς ἀνάγκες της καί τούς τρόπους της. Ἔχει ἀκόμη τήν ἐνάσκησι καί τήν ἱκανοποίησι ὅλων αὐτῶν τῶν στοιχείων.
Ὅταν, λοιπόν, ὅλες οἱ δυνάμεις μας εἶναι σέ ἐνέργεια καί ὅλες οἱ ἀνάγκες μας ἱκανοποιοῦνται, τότε μόνο ζοῦμε πραγματικά. Ὅταν, ἀντίθετα, ἕνα μικρό μόνο μέρος τῶν δυνάμεών μας ἐνεργεῖ καί ἕνας μικρός μόνο ἀριθμός τῶν ἀναγκῶν μας ἱκανοποιεῖται, ζωή δέν ὑπάρχει μέσα μας. Καί ξέρεις γιατί; Εἶναι ἁπλό: Ὅλα τά στοιχεῖα, ὅλες οἱ δυνάμεις τίς ὁποῖες διαθέτει ἡ ἀνθρώπινη φύσι, πρέπει νά λειτουργοῦν σάν μιά ἑνότητα, σέ ὁμαλή συνεργασία καί ἀλληλεξάρτησι —ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τή ραπτομηχανή σου, πού βρίσκεται σέ κίνησι ὅταν ὅλα τά τμήματά της κινοῦνται. Σταμάτα τή λειτουργία ἑνός ἐξαρτήματος, καί ἡ μηχανή ἀκινητοποιεῖται. Δέν “ζῆ”. Μά καί ὁ ἄνθρωπος δέν ζῆ, ὅταν τό κάθετί μέσα του δέν βρίσκεται σέ κίνησι, σέ ἐνέργεια. Μέ τή μόνη διαφορά, ὅτι ἡ ἀδράνεια τῆς “ζωῆς” μιᾶς μηχανῆς, ἡ διακοπή δηλαδή τῆς λειτουργίας της, γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτή, ἐνῶ ἡ ἀδράνεια τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀφανής καί ἀθέατη. Καί ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἀδράνεια, δέν ζῆ ἀληθινά, ὅταν μία μόνο πλευρά τῆς ζωῆς του λειτουργεῖ καί ἐλάχιστες μόνο ἀνάγκες του ἱκανοποιοῦνται. Τότε εἶναι ἀκριβῶς σάν μιά μηχανή σέ ἀκινησία, μόνο πού αὐτό, ὅπως εἶπα, δέν φαίνεται.
Ποιές δυνάμεις καί ποιά ὄργανα χρησιμοποιοῦνται ἀπ’ τόν ἄνθρωπο πού ζῆ μιά κοσμική ζωή; Χρησιμοποιοῦνται τά χέρια, τά πόδια, ἡ γλῶσσα, τά μάτια, τά αὐτιά, ἡ ὄσφρησι, ἡ ἁφή, ἡ μνήμη, ἡ φαντασία, ἡ νοημοσύνη... Τά περισσότερα ἀπ’ αὐτά ἀντιπροσωπεύουν τήν κατώτερη πλευρά τοῦ ἀνθρώπου, τήν πλευρά πού εἶναι κοινή στόν ἄνθρωπο καί στά κτήνη. Ἡ ζωή τῶν κτηνῶν ἐξαντλεῖται στήν ἱκανοποίησι μιᾶς μόνο ἀνάγκης. Τό διαπιστώνει κανείς εὔκολα, ἄν παρατηρήση τίς προβατίνες μέ τά ἀρνάκια τους νά βόσκουν σέ ἕνα καταπράσινο λιβάδι. Πέρα ἀπ’ αὐτές τίς δυνάμεις, ὅμως, ὑπάρχουν στόν ἄνθρωπο δυό-τρία ἀκόμη “στρώματα” δυνάμεων μέ ἕνα κεντρικό ἄξονα»(ΟΘ, 14).

111. Σημειώνει ὁ ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Μέγας περιέγραψε τήν ἀκαταστασία, τήν πολύβουη κίνησι καί τό μάταιο κυνηγητό τῆς ἐπιγείας ζωῆς, πού τό γεύθηκες ἤδη. “Οἱ κάτοικοι τῆς γῆς”, γράφει ὁ ἅγιος, “καί τά τέκνα τοῦ κόσμου τούτου μοιάζουν μέ τό σιτάρι μέσα στό κόσκινο. Ἔτσι κοσκινίζονται καί οἱ ψυχές μέ τούς ἄστατους κοσμικούς λογισμούς, τήν ἀκατάπαυστη ταραχή τῶν γηΐνων πραγμάτων καί τίς πολύπλοκες ὑλικές φροντίδες. Ὁ σατανάς ταρακουνάει μέ τό κόσκινο, δηλαδή μέ τίς ἐπίγειες μέριμνες, ὁλόκληρο τό ἁμαρτωλό γένος τῶν ἀνθρώπων. Μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα, ἀφότου δηλαδή ὁ Ἀδάμ ἀθέτησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί βρέθηκε κάτω ἀπ’ τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου, ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους κοσκινίζει μέ ἀκατάπαυστους ἀπατηλούς λογισμούς τούς ἀνθρώπους, χτυπώντας τους στά τοιχώματα τοῦ κόσκινου αὐτῆς τῆς γῆς. Ὅπως, δηλαδή, τό κόσκινο ταρακουνάει καί περιστρέφει καί χτυπάει τό σιτάρι, ἔτσι καί ὁ διάβολος, αἰχμαλωτίζοντας μέ τά γήινα πράγματα τίς ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπογόνων τοῦ Ἀδάμ, τίς ταράζει, τίς ἀναστατώνει, τίς ξεσηκώνει καί τίς παρασύρει σέ μάταιους λογισμούς, σέ αἰσχρές ἐπιθυμίες καί σέ κοσμικούς δεσμούς, ἐξαπατώντας τες καί ξελογιάζοντάς τες ἀκατάπαυστα. Ὁ Κύριος εἶχε μιλήσει προφητικά στούς ἀποστόλους Του γιά τόν μελλοντικό τους πειρασμό: ‘Ὁ σατανάς ζήτησε νά σᾶς δοκιμάση σάν τό σιτάρι στό κόσκινο. Ἐγώ, ὅμως, προσευχήθηκα στόν Πατέρα Μου νά μή σᾶς ἐγκαταλείψη ἡ πίστι σας’. Ἡ ρῆσι καί ἀπόφασι, ἄλλωστε, πού ἐξαγγέλθηκε ἀπ’ τό Δημιουργό στόν Κάιν, εἶναι ξεκάθαρη: ‘Θά στενάζης καί θά τρέμης καί θά χτυπιέσαι πάνω στή γῆ’. Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει, μεταφορικά, μέ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς. Νιώθουν ἀνασφάλεια καί ἀβεβαιότητα μέσα στούς ἄστατους λογισμούς τῆς δειλίας, μέσα στό φόβο, τή σύγχυσι, τήν ἐπιθυμία, τήν ἡδονή γιατί ὁ ἄρχοντας τοῦ κόσμου τούτου πειράζει ὅσους δέν ἔχουν ἀναγεννηθῆ ἀπό τό Θεό, περιστρέφοντας ἄστατα, σάν τό σιτάρι μέσα στό κόσκινο, τούς λογισμούς τους, προκαλώντας τους αἴσθημα ἀνασφάλειας καί παγιδεύοντάς τους μέ κοσμικές ἀπάτες, σαρκικές ἡδονές, φόβους καί συγχύσεις”»(ΔΖ, 18).

112. «Ὁ Μιχαήλ ὁ Βουρλιώτης, ἦταν ἕνα νεαρό παιδί 18 χρονῶν ἕνα παλληκαράκι γεμάτο ὀμορφιά καί χάρι. Ἕνας Τοῦρκος τοῦ μίλησε γιά τήν ἄνεσι καί τή χαρά τῆς νιότης. Καί τόν κατάφερε. Καί ὁ Μιχαλάκης ἀρνήθηκε τό Χριστό. Ἦταν τό Σάββατο τῆς πρώτης Ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν τό Σάββατο τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, τό ἔτος 1772. Στή Σμύρνη.
Κύλησαν οἱ ἡμέρες. Καί ἦρθε τό Πάσχα. Τόν ἴδιο χρόνο. Καί περπατώντας ὁ Μιχαλάκης στούς δρόμους τῆς Σμύρνης, ἄκουσε μέσα σέ ἕνα καπηλειό, σέ μιά ταβέρνα, τούς πρώην φίλους του ρωμιούς νεαρά παιδιά, ἀντί γιά τραγούδια κοσμικά, νά ψάλλουν τό “Χριστός Ἀνέστη” κάτι ξύπνησε μέσα του ἦλθε σέ αἴσθησι μετάνιωσε ἔτρεξε ἐκεῖ ἔγινε μαζί τους ἕνα κι ἔψαλλε, ὅπως παλαιότερα, μαζί τους κι αὐτός τό “Χριστός Ἀνέστη”.
Τόν λυπήθηκαν. Καί τόν προσφώνησαν:
—Φύγε! Δέν κάνει Τοῦρκος νά ψάλλη τό Χριστός ἀνέστη! Θά τό πληρώσης ἀκριβά!
Ἀπάντησε ὁ Μιχάλης:
—Ἔννοια σας καί αὔριο θά δῆτε.
Καί πράγματι τή Δευτέρα πῆγε στόν κατῆ καί τοῦ εἶπε:
—Ἕνας ἄνθρωπος μέ βρῆκε μικρό καί κουτό καί μέ ἀπάτησε. Μοῦ πῆρε χρυσάφι. Καί μοῦ ἔδωσε μολύβι! Δέν λέει ὁ νόμος, ὅτι ἔχω δικαίωμα νά τοῦ ἐπιστρέψω τό μολύβι του καί νά ζητήσω νά πάρω πίσω τό χρυσάφι μου;
—Ναί, ἀπάντησε ὁ κατῆς. Αὐτό λέει ὁ νόμος μας.
—Λοιπόν, τοῦ λέει ὁ Μιχαλάκης. Ἐμένα γέλασαν. Μοῦ ἔδωσαν μολύβι καί μοῦ πῆραν τό χρυσάφι μου. Ἐγώ τό ἐπιστρέφω τό μολύβι σας τήν πίστι σας! Ἀφῆστε με νά ξαναπάρω τήν πίστι μου, πού εἶναι χρυσάφι!
Προσπάθησαν ὅλοι μαζί, οἱ Τοῦρκοι πού βρέθηκαν ἐκεῖ, νά συνετίσουν τό “ἄμυαλο” παιδί. Δέν τά κατάφεραν. Τό ἔκλεισαν γιά δύο ἡμέρες στή φυλακή (Τρίτη καί Τετάρτη).
Καί τότε τόν ξαναπῆγαν στόν κατῆ. Καί ἐκεῖ ὁ νεαρός Μιχαήλ ὁμολόγησε καί πάλι τό Χριστό, ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός.
Μετά ἀπ’ αὐτό ὁ Τοῦρκος δικαστής, σκεπτόμενος εὔσπλαγχνα γιά ἕνα “ἀνόητο” παιδί, διέταξε νά τοῦ κόψουν τό κεφάλι, χωρίς βασανιστήρια.
Στόν τόπο στόν ὁποῖο θά τόν ἀποκεφάλιζαν εἶχαν συγκεντρωθῆ πολλοί Χριστιανοί. Νά καμαρώσουν τόν ἀθλητή τοῦ Χριστοῦ.
Βλέποντάς τους ὁ Μιχάλης ἔσκυψε τό κεφάλι ταπεινά καί, μέ σχῆμα καί μέ λόγο τούς παρακάλεσε:
—Συγχωρῆστε με, ἀδελφοί χριστιανοί, τό ἀνόητο παιδί. Παρακαλέστε τόν Κύριο, νά μέ δεχθῆ κοντά Του.
Τόν ἔσφαζαν κι ἔλαμπε ἀπό χαρά. Καί πῆρε τοῦ μαρτυρίου τόν ἀμαράντινο στέφανο. Ἦταν τότε 16 Ἀπριλίου 1772, ἡμέρα Πέμπτη»(ΗΑ, 26).

113. «Ὁ Ingmar Bergman εἶναι ἕνας ἀπ’ τούς πιό ἐπιτυχημένους ἀνθρώπους στό Hollywood. Σημείωσε μιά καταπληκτική ἐπιτυχία στά τρία βασικά σημεῖα, πού ἀποτελοῦν τίς ἐπιδιώξεις τοῦ ἀνθρώπου πού ζῆ χωρίς Θεό: χρήματα ἔρωτας δημοσιότητα.
Ὅμως ἡ περιπλάνησι στή ζωή χωρίς Θεό καί χωρίς ἐλπίδα, τόν γέμισε ἀγωνία. Καί κάποια στιγμή κατάλαβε τό λάθος τῆς μέχρι τότε τοποθετήσεώς του. Καί τό ἔλεγε ἀνοιχτά. Καί τό διεκήρυττε.
Σέ μιά τέτοια συνομιλία του, ἕνας φίλος του τοῦ πέταξε ξαφνικά τό ἐρώτημα:
—Κι ἄν δέν ὑπάρχη Θεός, τί κάνουμε;
Ἀπάντησε ὁ Bergman:
—Ἄν δέν ὑπάρχη Θεός, δέν μᾶς μένει παρά νά αὐτοκτονήσουμε!
Ζωή “χωρίς Χριστό”(Ἐφ 2, 12) δέν γίνεται. Ἡ πιό ταλαίπωρη μορφή ζωῆς, εἶναι νά ζῆς “ὡς ἄθεος ἐν τῶ κόσμῳ”(Ἐφ 2, 12)»(ΗΑ, 30).

114. «Τό Εὐαγγέλιο δέν μᾶς δίνει τό ὄνομα τοῦ πλουσίου, ἐνῶ ἀντίθετα μᾶς λέει τό ὄνομα τοῦ φτωχοῦ. Μέ αὐτό, τό Εὐαγγέλιο θέλει νά μᾶς δείξη, ὅτι ὁ πλοῦτος συνήθως τόν διαλύει τόν ἄνθρωπο σέ τέτοιο βαθμό, πού τόν κάνει νά χάνη κάθε προσωπική ἀξία. Καί νά καταντάη καί ὁ ἴδιος “πορτοφόλι”. Δηλαδή ἕνας ἄνθρωπος μέ πολλά λεφτά. Καί τίποτε ἄλλο.
Ἕνας ἄνθρωπος, χωρίς καμμία δική του ἀξία. Ἕνας ἄνθρωπος, χωρίς καθόλου προσωπική ἀξία. Ἕνας ἄνθρωπος-πορτοφόλι χωρίς λεφτά. Ἔχει πορτοφόλι ἀξία χωρίς λεφτά;
Δέν εἶναι τυχαῖο, ὅτι τό Εὐαγγέλιο δέν ἀναφέρει τό ὄνομα τοῦ πλουσίου. Γιατί... ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶχε χάσει καί ξεχάσει κάθε ἀνθρώπινη καί κάθε ἠθική ἀξία»(ΕΖ, 5).

115. «Βασιλιᾶς τῶν Βανδάλων ἦταν ὁ Γελίμερ. Στή βόρεια Ἀφρική. Πάμπλουτος. Καί παντοδύναμος. Μά νικήθηκε ἀπ’ τό στρατηγό τοῦ μεγάλου βασιλιᾶ μας Ἰουστινιανοῦ, τό Βελισάριο, πού μάλιστα, τόν συνέλαβε καί αἰχμάλωτο.
Ποῦ ὁ ὑψηλός θρόνος, καί ποῦ τό μπουντρούμι τῆς φυλακῆς! Καί ἀπό ἐκεῖ, ἐντελῶς ἐξουθενωμένος, ὁλοκληρωτικά ταπεινωμένος, ὁ Γελίμερ ἀπηύθυνε στό Βελισάριο ἕνα ταπεινότατο αἴτημα. Τοῦ ζήτησε:
—λίγο ψωμί, νά γεμίση τήν κοιλιά του.
—μιά κιθάρα νά παίζη, νά ξεχνᾶ τήν πίκρα του.
—κι ἕνα μαντήλι νά σκουπίζη τά δάκρυά του.
Τί ταπείνωσι! Τί ἐξευτελισμός!
Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καί ἐπείνασαν!»(ΕΖ, 13).

116. «—Ἄν ἐρχόταν κάποιος πεθαμένος καί μοῦ ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει μετά θάνατον ζωή, θά πίστευα θά ἄλλαζα θά γινόμουν κι ἐγώ καλός χριστιανός.
Μά δέν εἶναι ἀληθινό. Εἶναι μιά ψεύτικη πρόφασι μιά ὑπεκφυγή. Γιατί εἶναι γεγονός. Κάποιος πῆγε καί γύρισε. Καί μᾶς τό εἶπε. Ὁ Χριστός. Πού κατέβηκε στόν Ἅδη. Καί ξαναγύρισε. Καί ἀναστήθηκε. Τοῦ Χριστοῦ λόγια εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ πλουσίου καί τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου»(ΕΖ 1998, 29).

117. «Ἕνα μικρό παιδί εἶχε πάει στό φτωχομαγαζάκι τοῦ πατέρα του. Καί ἐκεῖ παρακολουθοῦσε σιωπηλά τή δουλειά τοῦ μπαμπᾶ του καί τίς συναλλαγές του.
Οἱ πελάτες διάλεγαν τά πράγματα τά ὁποῖα ἤθελαν, πλήρωναν, ἔπαιρναν τά ρέστα τους κι ἔφευγαν.
Ὅλα καλά, ἤρεμα καί εἰρηνικά.
Κάποια στιγμή ἦλθε καί μιά πλούσια κυρία. Πῆρε τά πράγματα τά ὁποῖα ἤθελε. Ἔδωσε ἕνα μεγάλο νόμισμα, νά τά πληρώση. Καί περίμενε τά ρέστα της, τά ὁποῖα ἦσαν διάφορα μικρότερα νομίσματα. Ἀνάμεσά τους ἦταν κι ἕνα νομισματάκι τιποτένιας ἀξίας, πολύ βρώμικο.
Ἡ πλούσια κυρία δέν καταδέχθηκε νά τό πιάση στό χέρι της. Τό κύτταξε μέ ἀηδία καί εἶπε:
—Αὐτό νά τό δώσης στό παιδί σου νά τό ρίξη τήν Κυριακή στήν Ἐκκλησία!
Τό ἔσπρωξε πρός τό μέρος του κι ἔφυγε.
Τό φτωχό παιδί τό πῆρε. Ἀλλά τά λόγια της τό εἶχαν ἀναστατώσει. Καί ρώτησε.
—Κάνει νά δίνουμε στό Χριστό τά βρώμικα, μπαμπά;
Δέν τοῦ πήγαινε αὐτή ἡ σκέψι.
Τοῦ ἀπάντησε ὁ πατέρας του:
—Ἐκεῖνα τά ὁποῖα δίνουμε στό Χριστό, παιδί μου, πρέπει νά εἶναι τά πιό ὄμορφα τά πιό λαμπρά.
Ἔτσι τό μικρό παιδί πῆρε τή βρώμικη ἐκείνη δεκάρα. Γιά νά τή ρίξη στήν Ἐκκλησία. Ἀλλά μή θέλοντας νά τή δώση βρώμικη στό Χριστό, ἄρχισε νά τήν τρίβη, νά καθαρίση.
Καί τρίβοντάς την κάθε ἡμέρα λίγο, μέχρι τήν Κυριακή τήν εἶχε κάνει ἀπό χάλκινη καί ἔλαμπε σάν νά ἦταν ἀπό χρυσάφι.
Καί ὅταν τήν Κυριακή, τήν ἔρριξε στό κουτί, γιά νά πάρη κερί, τήν πῆραν οἱ ἄγγελοι καί τήν πῆγαν κατ’ εὐθεῖαν στό Χριστό. Καί τήν ἀπέθεσαν στά χέρια Του.
Καί ὁ Χριστός τήν πῆρε. Καί τήν εὐλόγησε. Καί εἶπε:
—Εἶναι μιά ἀπ’ τίς πιό ὄμορφες προσφορές τίς ὁποῖες ἔχω δεῖ!
Τί ἦταν ἐκεῖνο, πού ἔκανε τή δεκάρα τόσο ὄμορφη στά μάτια τοῦ Χριστοῦ;
Τό χρῶμα; Τό τρίψιμο; Ἡ λάμψι; Ὄχι. Ἦταν κάτι ἄλλο.
Ἡ ἐσωτερική διάθεσι τοῦ μικροῦ παιδιοῦ, πού δέν τό ἀνεχόταν, νά δώση στό Χριστό κάτι τό ἄσχημο, κάτι πού κι αὐτό τό ἔβλεπε ὅτι ἦταν βρώμικο.
Ἔτσι καθάρισε τό παιδί τή δεκάρα. Χωρίς, λόγῳ ἡλικίας, νά τό ὑποψιάζεται, ὅτι καθαρίζοντας τή δεκάρα, καθάριζε πρῶτα τήν ψυχή του, ἀφοῦ ἔτσι κατανοοῦσε ὅλο καί πιό πολύ, ὅτι, ὅ,τι ἔχει σχέσι μέ τό Θεό, πρέπει νά εἶναι μέσα κι ἔξω καθαρό.
Ἐμεῖς, πῶς θά καθαρίσουμε ἀπ’ τή σκουριά τήν καρδιά μας καί τήν ψυχή μας;»(ΕΖ, 33).

118. «Ἕνα καράβι ταξίδευε στό πέλαγος. Καί τό ἔπιασε φοβερή τρικυμία. Φόβος παγερός εἶχε καταλάβει καπετάνιο καί πλήρωμα. Δέν ἦταν ἡ σημερινή ἐποχή. Τότε τά καράβια ἦταν ξύλινα. Καί μέ πανιά! Καί τό παλιοκάραβο εἶχε ἀρχίσει νά μπάζη νερά. Ἡ τρόμπα δούλευε ἀδιάκοπα. Μά δέν πρόφθανε! Καί τό καράβι εἶχε ἀρχίσει νά βουλιάζη. Ἄν τό καράβι χανόταν, τί νά τούς ἔκαναν οἱ βαρκοῦλες του καί τά σωσίβια; Ἔνοιωσαν ὅλοι, πώς κάθε ἐλπίδα εἶχε χαθῆ. Καί τότε ἔστρεψαν τό νοῦ στήν Παναγία, πού εἶναι: “ἐλπίς ἀπηλπισμένων”.
—Φθάσε, Παναγία Μυρτιδιώτισσα, Προστάτρια καί Σκέπη τοῦ νησιοῦ μας. Σῶσε μας. Λυπήσου τά παιδιά μας καί τούς γέροντες γονεῖς μας, πού μᾶς περιμένουν!...
Λίγο ἤθελε ἀκόμη τό καράβι νά βουλιάξη. Μά ξαφνικά φάνηκε ἀνάμεσά τους μιά ὁλόφωτη γυναῖκα. Καί τούς εἶπε:
—Ἦρθα! Μή φοβᾶσθε! Τό καράβι σας θά σωθῆ! Καί βούτηξε μέσα στή θάλασσα μέ ἕνα σφουγγάρι στό χέρι κι ἔκλεισε τήν τρύπα πού εἶχε ἀνοίξει στό σκάφος!
Σέ λίγα λεπτά, τό καράβι συνέχιζε ἥσυχο τό δρόμο του.
Στό πρῶτο λιμάνι πῆγαν τό σκάφος γιά ἐπισκευή. Καί τί θαῦμα εἶδαν! Εἶδαν τήν τρύπα, πού εἶχε ἀνοίξει στό σκάφος, βουλωμένη μέ τό σφουγγάρι τό ὁποῖο κρατοῦσε στά χέρια της ἡ Παναγία, ὅταν φάνηκε στό καράβι τους! Ὅλος ὁ κόσμος τό εἶδε αὐτό τό θαῦμα»(ΘΕ, 8).
Ἡ θαυματουργία τῶν Ἁγίων.

119. «Ἕνας σουλτᾶνος εἶχε νά κάνη πόλεμο μέ τούς Μογγόλους, πού τότε (ΙΓ´-ΙΔ´ αἰ.) ὄργωναν τίς χῶρες τῆς ἀνατολῆς.
Μάζεψε τό στρατό του καί ξεκίνησε νά τούς ἀντικρούση νά τούς ἀπωθήση ἔξω ἀπ’ τά ὅρια τοῦ σουλτανάτου του. Ὅμως, ὅλα δέν πήγαιναν ὅπως τά ἤθελε. Καί μή μπορώντας νά τό ἀνεχθῆ, πώς κάτι δέν γίνεται ὅπως ὁ ἴδιος τό ἤθελε, ἀνάβει. Καί τά συναισθήματα ὀργῆς γίνονται μέσα του θύελλα. Οἱ νεαροί ἀξιωματικοί τοῦ στρατοῦ του τοῦ χτυποῦν στά νεῦρα. Κάνουν ἐνέργειες, πού ὅσο πιό πολύ πέφτουν στήν ἀντίληψί του, τόσο ἀνάβει! Καί ἐπειδή δέν μένει τίποτε κρυφό, τό ποτήρι ξεχειλίζει. Καί τό παίρνει ἀπόφασι: Ἕνας δέν θά μείνη! Θά τούς κόψη τά κεφάλια ὅλων! Ποιός ὅμως θά ὑλοποιήση τήν ἀπόφασι;
Συγκαλεῖ τό συμβούλιο τῶν στρατηγῶν του, κάτι γεροντάκια, τούς ὁποίους σέρνουν στόν πόλεμο, γιατί ἔχουν πεῖρα. Καί τούς ἀνακοινώνει τήν ἀπόφασί του.
Οἱ στρατηγοί καταλαβαίνουν, ὅτι κάτι δέν πάει καλά. Προσπαθοῦν κάτι νά ποῦν. Καί ψελλίζουν δειλά:
—Μήν ἀνάβεις, σουλτᾶνε μας!
Ἀλλά ἐκεῖνος ἀνάβει χειρότερα. Καί λέει μέ ὀργή:
—Ξέρετε, τί γίνεται γύρω σας; Δέν δέχομαι τίποτε! Θά ξεκαθαρίση ἡ κατάστασι!
Οἱ γέροι στρατηγοί μένουν ἄφωνοι, βουβοί. Τό θέμα γιά τό σουλτᾶνο εἶναι λυμένο. Συμβούλιο συγκαλεῖ, ἀλλά δέν ζητάει συμβουλή! Τί νά τοῦ ἔλεγαν; Καί σιωποῦν. Καλά δέν ἔκαναν;
Ἀλλά ἐνῶ ἐκεῖνοι σιωποῦν, παίρνει τό λόγο ὁ γελωτοποιός τοῦ σουλτάνου. Τόν θεωροῦσαν διανοητικά καθυστερημένο. Ἔλεγε χαζομάρες. Καί ὁ σουλτάνος γελοῦσε. Καί μαζί του οἱ φίλοι του. Καί ἐπειδή ὁ σουλτᾶνος μας πάντοτε ἐνδιαφερόταν νά διώχνη προβλήματα καί πίκρες καί νά βρίσκη τρόπο νά γελᾶ, νά περνᾶ ὄμορφα —ἔστω κι ἄν γύρω του ὁ κόσμος χαλάει—, ὁ γελωτοποιός του ἦταν παντοῦ καί πάντοτε σέ ὅλα παρών.
Παρακολουθεῖ, λοιπόν, ὁ γελωτοποιός. Μά δέν γελάει! Καί δέν κάνει οὔτε χειρονομίες ἀστεῖες οὔτε χαζομάρες. Εἶναι συνοφρυωμένος! Καί μέσα στή γενική σιγή παίρνει τό λόγο. Καί λέει:
—Μπράβο, σουλτᾶνε μου, πολυχρονεμένε μου! Ἡ πιό σωστή καί ἡ πιό δίκαιη ἀπόφασι! Ἕνας νά μή μείνη! Γίνεται στρατός μέ τέτοιους ἀξιωματικούς; Καί μπορεῖ κανείς νά περιμένη ἀπ’ αὐτούς καλό; Ἕνας νά μή μείνη! Ὅσο γιά τούς Μογγόλους μή χολοσκᾶς! Σύ θά πάρης τή σημαία! Κι ἐγώ τή σάλπιγγα! Καί θά ὁρμήσουμε πάνω τους! Ἕνας δέν θά μείνη! Ἀμ’ τί δά!
Αὐτά εἶπε. Μά τί παράξενο! Οὔτε ὁ ἴδιος γελάει, οὔτε κανένας ἄλλος. Οὔτε ὁ σουλτᾶνος. Καί τό ἀκόμη πιό παράξενο! Ὅλοι θέλουν νά γελάσουν (καί ὁ ἴδιος ὁ σουλτᾶνος) εἰς βάρος τοῦ σουλτάνου!
Ὅλοι τό καταλαβαίνουν, ὅτι ὁ χαζούλης, πού μέχρι τότε ἔλεγε μόνο χαζομάρες, τώρα εἶχε πεῖ τό σωστό τώρα ἦταν ὁ μόνος πού ἔλεγε τό σωστό. Ὅλοι τό ἔβλεπαν, τό εἶδαν, τό συνειδητοποίησαν, ὅτι τά θέματα, καί μάλιστα τά σοβαρά, δέν κάνει νά τά λύνουμε μέ τίς παρορμήσεις τῆς ψυχολογικῆς μας διαθέσεως καί μέ ὁδηγό τά πάθη μας καί τίς κακίες μας, ἀλλά μέ τή λογική»(ΜΜ, 12).

120. «Ὁ Λυσίμαχος ἦταν ἕνας ἀπ’ τούς γενναιοτέρους στρατηγούς τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Μά παράλληλα ἦταν ὑποδουλωμένος στά πάθη του καί στίς ὀρέξεις του. Τοῦ ἦταν ἀδύνατο νά πῆ “ὄχι”, στήν ὅποια ἐπιθυμία του! Μόλις τόν ἔπιανε, τό μυαλό του σκοτιζόταν! Τά ξέχναγε ὅλα! Κι ἕνα μόνο ἔβλεπε μπροστά του. Πῶς θά ἱκανοποιήση τήν ἐπιθυμία του! Φαντασθῆτε, τί χουνέρια θά εἶχε πάθει!
Κάποτε ἔπαθε τό χειρότερο.
Βρισκόταν σέ πόλεμο. Ἡ μάχη εἶχε ἀνάψει. Καί βρισκόταν στό πιό κρίσιμο σημεῖο της. Ἀλλά ἡ ζέστη, ὁ ἱδρώτας, ὁ κόπος τῆς πολύωρης σῶμα μέ σῶμα πάλης, τόν εἶχαν πιά στεγνώσει. Ὁ Λυσίμαχος αἰσθάνθηκε μιά ἀφόρητη δίψα. Καί μή ὄντας συνηθισμένος νά λέη στίς ὀρέξεις του ὄχι, κάθε ἀντίστασι μέσα του κάμφθηκε. Ξέχασε τά πάντα. Κι ὅρμησε σέ μιά κοντυνή πηγή νά πιῆ, νά ξεδιψάση, χωρίς νά δώση ὁδηγίες στό στρατό!
Καί ὁ στρατός; Μή βλέποντας πιά τόν ἀρχηγό του ἀνάμεσά του, κάμφθηκε! Ἔχασε τό ἠθικό του. Καί νικήθηκε. Καί ὁ Λυσίμαχος; Συνελήφθη αἰχμάλωτος. Σάν τό λιοντάρι. Πού, ἐνῶ εἶναι ὁ βασιλιᾶς τῶν ζώων, συλλαμβάνεται καί κλείνεται στό κλουβί, γιατί δέν ξέρει νά κυριαρχήση στή λαιμαργία του. Καί δέν ξέρει νά κάνη πίσω!
Κλαίει ὁ Λυσίμαχος. Κτυπᾶ τό κεφάλι του:
—Αἰχμάλωτος γιά ἕνα ποτήρι νερό!»(ΜΜ, 22).

121. Ὁ Στάρετς Ἀνατόλιος τῆς Ὄπτινα, «λίγο μετά τήν κουρά, παρεκάλεσε τήν ἀδελφή Ἀμβροσία, πού εἶχε κατεβεῖ ἀπ’ τό Σαμορντίνο στήν Ὄπτινα νά τόν παρακολουθῆ [ὡς γιατρός], νά τοῦ διαβάση κάτι. Καί ἐκείνη τοῦ διάβασε ἀπό κάποιο φυλλάδιο, μιά ἱστορία:
“Ἔπαθε βλάβη ἕνα καράβι καί βούλιαξε. Καί ὁ κάθε ἐπιβάτης ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε να σωθῆ. Ἄλλος σέ μιά βάρκα. Ἄλλος σέ μιά σανίδα. Ἄλλος κολυμποῦσε στό νερό... Ἄλλος... Ἄλλος... Ὁ καπετάνιος καθόταν στό τιμόνι κι ἔκανε προσευχή. Παρακαλοῦσε τόν Κύριο νά βοηθήση τούς ἐπιβάτες τοῦ καραβιοῦ του νά σωθοῦν. Κρατοῦσε τό τιμόνι, γιά νά κρατᾶ τό καράβι, μέχρι πού νά φύγουν ὅλοι νά σωθοῦν. Καί παρακαλοῦσε τόν Κύριο γιά τούς ἄλλους. Καί ξαφνικά, εἶδε καί ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί. Καί εἶδε τό Σωτῆρα Χριστό, νά τόν περιμένη μέ ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά Του”.
Τό ἴδιο ἔκανε καί ὁ π. Ἀνατόλιος. Μέχρι τήν τελευταία του πνοή»(ΣΑ, 119).

122. «Ἔλεγαν οἱ μαθητές τοῦ στάρετς Μιχαήλ Μπαντίλα (1880-1957) καί αὐτή τήν ἀξιοθαύμαστη ἱστορία του:
Μιά καλοκαιριάτικη νύκτα, ἐνῶ κοιμόταν ὁ Γέροντας, ἄκουσε ξαφνικά μιά προστακτική φωνή, πού ἐπαναλήφθηκε δύο φορές.
—Πήγαινε καί πάρε τόν ἐρημίτη ἀπ’ τό ξέφωτο Ὀμπίρσιε!
Ὅταν ξημέρωσε, ὁ Γέροντας προσευχήθηκε, καί παίρνοντας τόν Πνευματικό του, Ἀντώνιο ἱερομόναχο, ἀνέβησαν μαζί στό βουνό γιά τό ξέφωτο Ὀμπίρσιε. Κανείς δέν γνώριζε ὅτι ἀγωνιζόταν στό μέρος ἐκεῖνο ἕνας ἐρημίτης. Πράγματι στό ξέφωτο βρῆκαν ἕνα ἐρημικό καλυβόσπιτο καί μπροστά του ἕνα μοναχό καθισμένο σ’ ἕνα κούτσουρο ἀπό κορμό δένδρου.
—Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπε ὁ στάρετς Μιχαήλ. Παρετήρησαν, ὅμως, ὅτι ὁ ἄγνωστος καί ἅγιος αὐτός ἡσυχαστής εἶχε φύγει ἀπ’ αὐτή τή ζωή. Τότε οἱ πατέρες τόν κατέβασαν ἀπ’ τό βουνό καί τόν ἔθαψαν στή σκήτη, δίπλα στήν ἐκκλησία. Πόσοι ἄγνωστοι ἀπ’ τούς ἀνθρώπους ἐρημίτες μοναχοί ἀγωνίζονται στά βάθη τῶν Καρπαθίων ὀρέων!»(ΡΠ, 122).

123. Γέρων Ἀρσένιος Μπόκα: «Αὐτός πού ἀποκαλύπτει τά καλά του ἔργα καί τά σαλπίζει, μοιάζει μέ τό γεωργό, ὁ ὁποῖος σπέρνει τό σπόρο στίς πέτρες, καί ἔρχονται τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ καί τόν τρώγουν. Ἡ κενοδοξία μεταβάλλει τά καλά ἔργα καί τά κάνει ἀνώφελα καί κοσμικά»(ΡΠ, 248).

124. Γράφει ὁ Θ. Δημακόπουλος γιά τόν π. Ἀχίλλειο: «Σέ μιά ἀπ’ τίς περίφημες ὡριαῖες ὁμιλίες του τῆς Τρίτης στόν Ἅγ. Γεώργιο τῆς Ἀμαλιάδος, ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, θυμᾶμαι, ἀνέφερε ἕνα πραγματικό περιστατικό γιά κάποιο ταπεινό χωρικό ὀνόματι Χαράλαμπο. Ἀπελπιστική ξηρασία στή περιοχή, ἀδυναμία καλλιέργειας καί σπορᾶς, καί ὁ ἀγαθός χωρικός πέφτει στά γόνατα, ἀτενίζει δακρυσμένος τόν οὐρανό καί διαμαρτύρεται καί παρακαλεῖ: “Θεέ μου ἄν ἤμουν ἐγώ Θεός καί ἐσύ Χαράλαμπος καί μέ παρακαλοῦσες δέν θά σοῦ ἔστελνα βροχή; Τώρα γιατί δέν μοῦ στέλνεις;”. Καί σέ λίγο ἦρθαν τά σύννεφα μέ τή βροχή καί μαζί μέ τό χωράφι τοῦ Χαράλαμπου πότισαν καί τά χωράφια τῶν ἄλλων»(ΠΑ, 17).

125. Ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Παΐσιος: «Στόν πόλεμο ἕνας βαρειά τραυματισμένος ζήτησε ἀπό ἕνα ἱερέα νερό καί ἐκεῖνος δέν τοῦ ἔδωσε. Ἀδιαφόρησε, ἐνῶ εἶχε στό παγούρι του λίγο νερό. Ὁ τραυματίας σέ λίγο πέθανε καί ὁ ἱερέας, μόλις συνειδητοποίησε τό σφάλμα του, ἦταν ἀπαρηγόρητος. Τόν μνημόνευε συνεχῶς. Ἦρθε στό Καλύβι καί μοῦ εἶπε τόν πόνο του. Ὁ καημένος εἶχε πολύ θυσία, ἀλλά δέν κατάλαβε πῶς τό ἔκανε αὐτό. Τό ἐπέτρεψε ὁ Θεός, πῆρε δηλαδή γιά λίγο τή Χάρι Του, ἐπειδή ὁ τραυματίας εἶχε πολύ ἀνάγκη ἀπό προσευχή. Ἄν ὁ ἱερέας τοῦ ἔδινε νερό, θά τόν ξεχνοῦσε, ἐνῶ τώρα τόν πείραζε ἡ συνείδησί καί προσευχόταν συνέχεια γι’ αὐτόν»(ΠΠ, 146).

126. Γράφει ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ: «Ἄς μή δίνουμε σημασία στίς ὀπτασίες καί ἄς μήν πιάνουμε σχέσεις ἤ συζήτησι μέ τά πρόσωπα πού μᾶς ἐμφανίζονται. Ἄς θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας ἀδύναμο γιά ἀναμέτρησι μέ τά πονηρά πνεύματα καί ἀνάξιο γιά ἐπικοινωνία μέ τά ἅγια πνεύματα»(ΑΧ, 167).

127. «Ὅπως τό παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ χρησιμοποιεῖται γιά δυό ἀνάγκες: γιά νά βγῆ ἀπό αὐτό ὁ ἀκάθαρτος ἀέρας καί νά μπῆ ὁ καθαρός, ἔτσι καί μέ τή μετάνοια ἐξέρχεται ἀπ’ τόν ἄνθρωπο τό κακό πνεῦμα καί εἰσέρχεται τό Ἅγ. Πνεῦμα!»(ΑΧ, 14).

128. Ἕνας στρατιώτης τοῦ ᾽40 σημειώνει: «Αὐτό τό ὁποῖο θά σᾶς πῶ τώρα ἔγινε τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Δεκέμβρη: Ἦταν καί ἡ τελευταία μου μέρα στό μέτωπο, γιατί κατά τό μεσημέρι τραυματίσθηκα. Ξημερώνοντας, λοιπόν, ἡ Κυριακή μᾶς βρῆκε νά κατεβαίνουμε μιά πλαγιά, στήν ὁποία εἴχαμε φθάσει ἀπ’ τήν προηγούμενη μέρα. Ὅλο τό Σάββατο ὁ π. Ἀχίλλειος ἐξομολογοῦσε καί μᾶς εἶπε, ὅσοι ἤθελαν, μποροῦσαν νά κοινωνήσουν τήν ἄλλη μέρα. Τό Σύνταγμά μας θά ἔμπαινε σέ καινούργιες μάχες. Σάν ξημέρωσε, τό χιόνι εἶχε πάψει νά πέφτη. Μερικοί στρατιῶτες εἶχαν στολίσει μέ ἐλάτια καί ἀγριορύκια, τά ὁποῖα εἴχαν κόψει ἀπό ἕνα χωριό, τό μέρος στό ὁποῖο θά ἔμπαινε ἡ Ἁγία Τράπεζα. Τό μάτι κουραζόταν νά βλέπη αὐτή τήν ἀπέραντη λευκότητα. Ὁ διοικητής, οἱ ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες, ὅλοι συγκεντρωθήκαμε ὅσο μπορούσαμε ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Τά ψαλσίματα ἀντιλαλοῦσαν στά γύρω ὑψώματα. Εἶχε προχωρήσει ἡ λειτουργία ἀρκετά, ὅταν ἀκούσαμε ξαφνικά τό βόμβο πολλῶν ἀεροπλάνων καί φάνηκαν σέ λίγο στό βάθος καμμιά πενηνταριά. Δεκαεπτά ἀπ’ τά δεξιά μας, εἴκοσι ἀπό πίσω μας, δώδεκα κατευθεῖαν πάνω μας. Ξαπλωθήκαμε ὅλοι ἀμέσως, σάν νά ἤμασταν ἕνας ἄνθρωπος, μέσα στό χιόνι. Οἱ ἀναπνοές μας σταμάτησαν. Ἔλεγες πώς σταμάτησαν καί οἱ καρδιές μας. Ἡ Λειτουργία φυσικά διεκόπη. Ἔσβησαν ἀπότομα τά ψαλσίματα. Ἔσβυσε καί τό θυμιατό. Οἱ βόμβες ὄργωναν γύρω μας τό παχύ στρῶμα τοῦ χιονιοῦ. Σφύριζαν καί βογγοῦσαν ἀπό πάνω μας σάν μανιασμένα τεράστια φίδια τοῦ οὐρανοῦ καί ἔσκαζαν μέ τό συνηθισμένο φοβερό τους κρότο πού ξεκούφαινε. Φαίνεται πώς μᾶς εἶχαν καταλάβει, γιατί πρώτη φορά ἐπέμεναν τόσο πολύ νά ξεφορτώσουν συγκεντρωμένες τίς βόμβες. Ξαφνικά ἕνα τρομερό βουητό, σά νά σηκώθηκε ἀπότομα δυνατός ἀέρας, σίφουνας σωστός, μᾶς ἔκανε ὅλους νά ἀνατριχιάσουμε, καθώς ἤμασταν χωμένοι μέσα στό χιόνι. Μιά τεράστια βόμβα στρίγγλισε πάνω ἀπ’ τά κεφάλια μας καί σφηνώθηκε μέσα στό χιόνι μπροστά, μά ἀκριβῶς μπροστά στήν Ἁγία Τράπεζα, χωρίς νά σκάση. Ἄν ἔσκαζε θά μᾶς ἔκανε κομμάτια. Θά σκότωνε ποιός ξέρει πόσους ἀπό μᾶς, καθώς ἤμασταν μαζεμένοι ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Αὐτή ἦταν καί ἡ τελευταία βόμβα τήν ὁποία ἔρριξαν. Θά νόμισαν πώς μᾶς ἔκαναν σμπαράλια καί σηκώθηκαν καί ἔφυγαν... Πήραμε μιά βαθειά ἀνάσα ὅλοι μαζί πού ἀκούσθηκε σάν στεναγμός. Σηκώσαμε σιγά τά κεφάλια μας περιμένοντας νά ἀντικρύσουμε νεκρούς καί τραυματίες. Νά δοῦμε τό χιόνι κοκκινισμένο ἀπό αἷμα συντρόφων μας, κορμιά λυωμένα καί σκορπισμένα ἀπ’ τίς βόμβες πού ἔσκασαν. Ὁ καθένας μας δέν πίστευε πώς καί ὁ ἴδιος ἦταν γερός. Κουνούσαμε τά χέρια καί τά ποδάρια μας γιά νά νοιώσουμε ἄν ἦταν κολλημένα στό κορμί μας. Δέν εἶχαμε τό θάρρος νά σηκωθοῦμε ἀκόμη ἐντελῶς ὄρθιοι. Ἔβλεπες ἕνα γύρω νά φυτρώνουν σάν μανιτάρια μονάχα κεφάλια καί ἄκουγες ἐρωτήματα γεμᾶτα ἀπορία: Ζῆς, ὠρέ Θανάση; Ζῆς, Σταμάτη, καί σύ ζῆς; Εἶσαι καλά; Ὁλόκληρος; Καί σύ, Δημητρό; Ὁ ἕνας δέν μποροῦσε νά πιστεύση γιά τόν ἄλλο πώς ζοῦσε. Πρῶτος σηκώθηκε ὁ ἱερέας. Τόν εἴδαμε πώς ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό κι ἔκανε τό σταυρό του. Κύτταξε γύρω του ἐρευνητικά καί φώναξε δυνατά:
—Σηκωθῆτε ὅλοι νά εὐχαριστήσουμε τό Θεό. Ζοῦμε ὅλοι. Δόξα στό Θεό.
Ὅπως ὁρμούσαμε στή μάχη, σάν μᾶς ἔδιναν τό σύνθημα, ἔτσι πεταχθήκαμε ὅλοι πάνω μέ ἀλαλαγμούς χαρᾶς. Οὔτε μιά μύτη δέν εἶχε ἀνοίξει κανενός. Τό χιόνι ἦταν λευκό, κατάλευκο, χωρίς μιά σταγόνα αἷμα. Ὁλόγυρά μας μόνο ἦταν γεμάτο λάκκους, πιτσιλισμένους μέ χώματα καί πέτρες. Ὅλοι γονατιστοί συνεχίσαμε τή Λειτουργία. Θαῦμα, μεγάλο θαῦμα, ἔλεγαν ὅλοι»(στό: ΘΔ, 70).

129. Ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Νικόλαος Ἀχρίδος: «Πρίν ἀπό μερικές μέρες μέ ἐπισκέφθηκε ἕνας ἔμπορος, πού μοῦ εἶπε γιά τόν ἑαυτό του τά ἑξῆς: “Κληρονόμησα μία ἐμπορική ἐπιχείρησι ἀπ’ τόν πατέρα μου καί ἐπιθυμοῦσα μέ κάθε τρόπο νά τήν ἐπεκτείνω. Χρησιμοποιοῦσα κάθε τρόπο καί κάθε μέσο γιά νά πετύχω τό στόχο μου. Ἐξαπατοῦσα τούς ἀνθρώπους, χρησιμοποίησα πλαστά χρήματα, ὁρκιζόμουν ψεύτικα τήν ὥρα κατά τήν ὁποία πουλοῦσα καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀγόραζα, ἔβαζα μεγάλο τόκο στούς ὀφειλέτες μου, ἔκλεβα ἀπ’ τόν καθένα καί ἤμουν τσιγκούνης μέ ὅλους. Καί ὅσο ἐγώ βυθιζόμουν μέ ὅλη μου τήν ψυχή στίς ἐμπορικές μου δραστηριότητες, ὁ διάβολος μπῆκε στό σπίτι μου ἀπ’ τήν ἄλλη πόρτα καί ἄρχισε νά τό καταστρέφη συθέμελα. Δηλαδή, ἡ γυναῖκα μου παραδόθηκε στήν ἀκολασία καί ὁ μοναχογιός μας, περιφρονώντας καί ἐμένα καί τή μητέρα του, ἔφυγε μακρυά, ἐγκατέλειψε τό σπίτι χωρίς νά πῆ τίποτε. Μιά Κυριακή, πρίν νά βραδιάση, καθόμουν στό σπίτι δίπλα στό παράθυρο, σκεπτόμενος τή δουλειά μου. Τότε ἄκουσα δύο ἀνθρώπους νά μιλοῦν, στό δρόμο κάτω ἀπ’ τό παράθυρό μου. Ὁ ἕνας ρώτησε τόν ἄλλο:
—Ποῦ βρισκόμασθε;
Καί ὁ ἄλλος εἶπε:
—Αὐτό εἶναι τό σπίτι τοῦ τάδε ἐμπόρου.
Ἀκούγοντας τό ὄνομά μου εἶπε ὁ πρῶτος:
—Ὁ Θεός ἄς συγχωρέση τήν ψυχή τοῦ τίμιου πατέρα του. Καλύτερα θά ἦταν αὐτός ὁ ἄσπλαγχνος γυιός του, νά σβήση ἀπ’ τήν ταμπέλα τό ὄνομα τοῦ τίμιου πατέρα του καί νά γράψη τήν ἐπιγραφή ‘Διάβολος καί Σία’.
Ἐκείνη τή στιγμή ἄν ἕνας κεραυνός κτυποῦσε τό σπίτι μου, λιγότερο θά μέ τάραζε ἀπό αὐτά τά λόγια. Τήν ἴδια νύκτα, παρόλο πού ἦταν σκοτάδι καί ἔβρεχε, πῆγα στόν τάφο τοῦ πατέρα μου καί ἔμεινα ἐκεῖ μέχρι τό ξημέρωμα, κλαίγοντας μέ λυγμούς. Τό πρωΐ ἐγκατέλειψα τά πάντα καί βρῆκα καταφύγιο σ’ ἕνα ἀπομακρυσμένο μοναστήρι. Ἐκεῖ παρέμεινα μέχρι τώρα, μετανοώντας βαθειά μέ νηστεία καί προσευχή. Σήμερα νιώθω πώς εἶμαι ἐντελῶς διαφορετικός ἄνθρωπος. Βρῆκα τήν ψυχή μου, τό μοναδικό μου θησαυρό. Ἄρχισα νά σκέπτωμαι καί νά φροντίζω γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μου, περισσότερο ἀπό καθετί ἄλλο στόν κόσμο”»(ΝΑ, 19).

130. Σημειώνει ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος Μπριαντσανίνωφ: «“Ὅπου εἶναι τό σῶμα, ἐκεῖ θά μαζευθοῦν καί οἱ ἀετοί”(Λκ 17, 37), πού τρέφονται μ’ αὐτό τό σῶμα, μαρτυρεῖ τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Οἱ ἄξιοι, συμμετέχοντας στή μετάληψι τῆς πνευματικῆς τροφῆς, πού κατέβηκε ἀπ’ τόν οὐρανό καί δίνει ζωή στόν κόσμο, γίνονται πνευματικοί ἀετοί καί ἀνεβαίνουν ἀπ’ τά χαμηλώματα τῆς σαρκικῆς καταστάσεως στά οὐράνια ὕψη τῆς πνευματικῆς. Ἄς πετάξουμε κι ἐμεῖς ψηλά, ἐκεῖ ὅπου ὁ Θεάνθρωπος ἀνέβασε τό σῶμα Του καί τήν ἀνθρώπινη φύσι. Αὐτός μέ τή θεία Του φύσι εἶναι προαιώνια ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα καί μέ τήν ἀνθρώπινή Του φύσι κάθησε στά δεξιά τοῦ Πατέρα, στούς οὐρανούς, μετά τήν πραγματοποίησι τῆς λυτρώσεως τῶν ἀνθρώπων»(ΑΕ, 227).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός


<>





Ἀναφέρει ὁ π. Ἰωακείμ Σπετσιέρης: 

«Μιά κόρη πού λεγόταν Ἄννα ἀπ᾽ τή Νάξο ἔμενε στήν Ἀθήνα ὡς ὑπηρέτρια σέ διάφορες καλές οἰκογένειες. Τότε πού τή γνώρισα ἦταν εἴκοσι ἐτῶν.
Μία μέρα, ἐνῶ διάβαζα τόν ἐσπερινό στήν ἐκκλησία τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων, ἦρθε στήν ἐκκλησία καί μετά τόν ἐσπερινό μοῦ εἶπε:
—π. Ἰωακείμ, κινδυνεύει ἡ τιμή μου· εἶμαι ὑπηρέτρια σέ μία καλή οἰκογένεια καί ὁ ἴδιος ὁ κύριός μου ἐπιβουλεύεται τήν τιμή μου. Ἄχ! Τί νά κάνω; Νά παντρευόμουν νά ἡσυχάσω.
Τῆς λέω:
—Κάνε τρεῖς μετάνοιες μπροστά στήν εἰκόνα τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων.
Ἔκανε καί τῆς εἶπα:
—Προσκύνησε τήν εἰκόνα καί κάνε ἄλλες τρεῖς μετάνοιες.
Προσκύνησε καί ἔκανε καί τίς τρεῖς μετάνοιες.
Τότε τῆς εἶπα:
—Πήγαινε καί μέσα σέ δεκαπέντε μέρες θά παντρευτῆς.
Καί ἔτσι ἔγινε· δέν πέρασαν δεκαπέντε μέρες καί παντρεύτηκε μέ ἕνα καλοκάγαθο νέο πού λεγόταν Λάζαρος. Ἀπέκτησε παιδιά καί ζῆ ἀκόμη στήν Ἀθήνα μέ τά παιδιά της»(ΠΕ, 43).

<>





Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Ἄνθρωποι πού δέν ζητοῦν τίποτε, εἶναι πάντα ἐκείνοι πού δίνουν τά περισσότερα.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εἴμαστε ἀνοιχτά βιβλία στά χέρια ἀγράμματων ἀνθρώπων.
Οἱ ἄνθρωποι, κρίνουν ἀπ᾽ τό ἐξώφυλλο, χωρίς νά διαβάζουν μέσα.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εὐαισθησία εἶναι, νά φορᾶς τά παπούτσια ὅλων καί νά μήν κρίνης τά βήματα κανενός!
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com



Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Εἶσαι δυνατός ὅταν ἀναγνωρίζεις τίς ἀδυναμίες σου, ὄχι ὅταν πατᾶς σέ ἄλλους ἀνθρώπους.
<> Συμβουλές της γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Νομίζω ὄτι οἱ ἐξαιρετικοί ἄνθρωποι εἶναι ἐκείνοι πού ζοῦν τή ζωή μέ εὐαισθησία, πού ξέρουν πῶς νά ἀφοσιωθούν στούς ἄλλους καί ἀγαποῦν τή ζωή γιά αὐτό πού ἔχει νά προσφέρη ἡ κάθε μέρα.
Ἡ Πίστι εἶναι ἡ ἀληθινή δύναμι τῆς ζωῆς...
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Οἱ πιό εὐτυχισμένοι ἄνθρωποι δέν εἶναι ἀπαραίτητα ἐκείνοι πού ἔχουν τά καλύτερα, ἀλλά ἐκείνοι πού κάνουν τό καλύτερο ἀπό αὐτό πού ἔχουν. Ἡ ζωή δέν εἶναι γιά τήν ἐπιβίωσι τῆς καταιγίδος, ἀλλά γιά τον χορό στη βροχή!
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com




Ἡ γιαγιά μου ἔλεγε...
Νά εἶσαι πάντα ὁ δρόμος γιά ἐκείνους πού χάνονται καί φῶς γιά ἐκείνους πού δέν ἐλπίζουν πιά.
<> Συμβουλές τῆς γιαγιάς, facebook.com





«Καταθέτω κι ἐγώ, ὡς μιά σταγόνα ἀπ᾽ τήν προσωπική μου ὀδύνη, μιά φράσι πού εἶχα νά τήν ἀκούσω καί νά τήν αἰσθανθῶ ἀπ᾽ τό θάνατο ἐνός ἄλλου μακαριστοῦ Ἐπισκόπου, ἴδιας “κοπῆς” μέ τόν μακαριστό: τοῦ Χρυσοστόμου Βούλτσου, τοῦ πρῶτου Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης. Εἶχαν πεῖ γιά ἐκεῖνον, τό λέω κι ἐγώ τώρα ἐνώπιον τοῦ σεπτοῦ σκηνώματος τοῦ Σιατίστης:
Δεσπότης, ὄχι ἀπ᾽ τό “δεσπόζω”, ἀλλά ἀπ᾽ τό “δές πῶς ζῶ”.
Παῦλος, Μητροπολίτης Σισανίου καί Σιατίστης, Ὑπέρτιμος καί Ἔξαρχος Μακεδονίας: Ἕνας δεσπότης, ν᾽ ἀλλάξης ζωή»(ΜΣ).



<>





«Ἡ καρδερίνα (Παύλος Νιρβάνας)

—Φλώρια, καρδερίνες, φλώριααα!
—Πόσο τίς δίνεις, βρέ παιδί, τίς καρδερίνες; 
—Τρεῖς δραχμές, μπάρμπα. Τρεῖς δραχμές καί μ᾽ ἐγγύησι. Πάρε, ἀφέντη, νά σέ ξυπνᾶ τό πρωΐ.
—Δέν κάνει δύο δραχμές;
—Ἄν θέλης νά πάρης τή βραχνιασμένη...
Ὁ μεσόκοπος ἄνθρωπος μέ τά ξενικά ροῦχα, κάποιος πρόσφυγας ἀπό ἐκείνους, πού πλημμύριζαν τό πειραιώτικο λιμάνι, ἔβγαλε τό κομπόδεμα ἀπό τό ζωνάρι του, ἔδωσε ἕνα δίδραχμο στό παιδί καί πῆρε στά χέρια του τήν καρδερίνα.
Τήν κράτησε λιγάκι ἐλαφρά στά δάχτυλά του, τήν χάιδεψε πονετικά καί τήν κοίταξε καλά καλά, φέρνοντας τό ἀνήσυχο κεφαλάκι της μπροστά στά μάτια του, σάν νά ἤθελε νά τῆς πῆ κάποιο γλυκό λόγο. Ὕστερα, τινάζοντάς την ἐλεύθερη πάνω στήν παλάμη του, τήν ἄφησε νά πετάξη, κάνοντας τἄχα πώς τοῦ εἶχε ξεφύγει ἀπ᾽ τά χέρια του:
—Βρέ, τό ἀφιλότιμο τό πετούμενο! Tό εἶδες ἐκεῖ!
Ἀπό μέσα του ὅμως φαινόταν καταχαρούμενος ὁ παράξενος ἐκεῖνος ἄνθρωπος. Θά μποροῦσε νά ὁρκιστῆ κανείς, πώς αὐτό πού ἔγινε, δέν ἦταν καθόλου τυχαῖο. Ὁ ξένος, χωρίς ἄλλο, εἶχε ἀγοράσει τό πουλί, γιά νά τοῦ χαρίση τήν ἐλευθερία του. Ἄν προσπαθοῦσε νά κρύψη τό σκοπό του, τό ἔκανε ἴσως ἀπό ἐυγένεια. Καί θά μποροῦσε νά ὁρκιστῆ κανείς ἀκόμη, πώς ἔτσι ἦταν τό πράγμα, ἄν τόν ἔβλεπε μέ τί λαχτάρα ἀκολουθοῦσε τό φτερούγισμα τῆς καρδερίνας στόν ἐλεύθερο ἀέρα. Ἕνα φτερούγισμα τρελό, μέ μουδιασμένα φτερά, πού τήν ἔφερε στό κατάρτι ἑνός καϊκιοῦ, σαστισμένη ἀκόμη ἀπό τήν ξαφνική χαρά της.
—Βρέ, τό ἀφιλότιμο τό πετούμενο, πῶς μοῦ ξέφυγε!
Ἀπό μέσα του ὅμως ἔλεγε χωρίς ἄλλο ὁ γεροντάκος:
—Κάνε τη δουλειά σου, πουλάκι μου, καί μή σέ μέλει.
Δύο μορτάκια, πού ἔκαναν τό βαρκάρη ἐκεί δίπλα, πήδησαν ἀμέσως μέσα στό καΐκι:
—Νά το, νά το, πάνω στό πανί ἀκούμπησε, εἶπε τό ἕνα.
—Πέτα τό σακκάκι σου, νά τό ρίξης κάτω. Δεν βλέπεις, πώς εἶναι μουδιασμένο;, ἀπάντησε τό ἄλλο.
Ὁ ἐλευθερωτής δέν μπόρεσε νά κρυφτῆ πιά. Ὅρμησε ἄγριος στήν ἄκρη τοῦ μόλου καί φώναξε, κουνώντας τό μπαστούνι κατά τό καΐκι.
—Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας εἶναι τό πουλί; Ἐγώ τό ἀγόρασα, ἐγώ θέλησα καί τό ἄφησα. Ὁρίστε μας! Κάτω γρήγορα, γιατί θά σᾶς σπάσω τά παΐδια σας.
Καί μόνον ὅταν εἶδε τό πουλί νά τινάζη τίς φτερουγίτσες του καί νά σκίζη χαρούμενο τόν ἀέρα, μονάχα τότε πῆρε τό δρόμο του, μουρμουρίζοντας:
—Μά, βέβαια, μέσα στήν ἐλευθερία γεννήθηκαν· ποῦ νά ξέρουν τί θά πῆ σκλαβιά!



<>





Να χαίρεσθε όσα μας περιβάλλουν. Όλα μας διδάσκουν και μας οδηγούν στον Θεό. Όλα γύρω μας είναι σταλαγματιές της αγάπης του Θεού. Και τα έμψυχα και τα άψυχα και τα φυτά και τα ζώα και τα πουλιά και τα βουνά και η θάλασσα και το ηλιοβασίλεμα και ο έναστρος ουρανός. Είναι μικρές αγάπες μέσα από τις οποίες φθάνουμε στη μεγάλη Αγάπη. Τον Χριστό.  Για να γίνει κάνεις χριστιανός πρέπει να έχει ποιητική ψυχή, πρέπει μα γίνει ποιητής. Η φύση είναι το μυστικό Ευαγγέλιο. Όταν όμως δεν έχει κανείς εσωτερική Χάρι δεν τον ωφελεί η φύση. Η φύση μας ξυπνάει, αλλά δεν μπορεί να μας πάει στον Παράδεισο. Ο πνευματεμφόρος, αυτός που έχει το Πνεύμα του Θεού προσέχει όπου περνάει, είναι όλο μάτια, όλο όσφρηση. Όλες του οι αισθήσεις ζούνε, αλλά ζούνε με το Πνεύμα του Θεού. Είναι αλλιώτικος. Όλα τα βλέπει κι όλα τα ακούει. Βλέπει τα πουλιά την πέτρα την πεταλούδα... περνάει από κάπου, αισθάνεται το κάθε τι, ένα άρωμα για παράδειγμα. Ζει μέσα σε όλα. Στις πεταλούδες στις μέλισσες κ.τ.λ. Η Χάρις τον κάνει μα είναι προσεκτικός. Θέλει να είναι μαζί με όλα. Κι εγώ στην αρχή ήμουν "χοντρός" (στο πνεύμα), δεν καταλάβαινα. Μετά ο Θεός μου έδωσε την Χάρι. Τότε όλα άλλαξαν. Αυτό έγινε αφού άρχισα την υπακοή. 

— Άγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης (+1991)


<>





«Καλοκαίρι 2012. Στίς ὄχθες μιᾶς μεγάλης λίμνης τῆς Γερμανίας πολύς κόσμος προσπαθῆ νά χαρῆ τή δροσιά μιᾶς θάλασσας στά νερά τῆς λίμνης. Ἀνάμεσά τους μιά οἰκογένεια, τῆς ὁποίας ὁ πατέρας ἔχει ἑλληνική καταγωγή.
Νέος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος μέ τή φώτισι τοῦ Θεοῦ βαπτίστηκε Ὀρθόδοξος πρίν λίγα χρόνια στό Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Βαρνάκοβας. Πῆρε τή Χάρι τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κι ἐκείνη τήν ἡμέρα ἐπρόκειτο νά ζήση μιά ζωντανή ἐμπειρία τῆς θείας Βοηθείας καί προστασίας τοῦ Χριστοῦ.
Τά παιδάκια του, ὅταν ἔρχονταν στήν Ἑλλάδα, παρακολουθοῦσαν μέ ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον τόν παπποῦ, ὅταν μέ πολλή εὐλάβεια στεκόταν μπροστά στό εἰκονοστάσι καί προσευχόταν. Τότε πήγαιναν κι αὐτά κοντά του καί ἐμιμοῦντο ὅ,τι ἔκανε ὁ παπποῦς. Ἐκεῖνος, ὅμως, δέν ἀρκεῖτο σ᾽ αὐτό, ἀλλά τά ἐνημέρωνε γιά τήν ἀξία τῆς προσευχῆς καί τά δίδασκε πῶς πρέπει νά προσεύχωνται.
Τήν ἡμέρα πού ἔγινε τό ἐξιστορούμενο γεγονός, ὁ πατέρας πῆρε τό ἕνα ἀγοράκι του ἐπάνω σ᾽ ἕνα κανό καί ἀπομακρύνθηκαν στά βαθειά τῆς λίμνης. Τόσο βαθειά πῆγαν, πού διέκριναν τήν ἀπέναντι δασωμένη ἀλλά καί ἀπόκρημνη ὄχθη τῆς λίμνης.
Τότε, σέ μιά στιγμή ἔσπασε τό μοναδικό κουπί τοῦ κανό! Ταράχτηκε ὁ πατέρας καί προσπάθησε νά βρῆ μιά λύσι, νά δέση κάπως τό κουπί. Δέν ὑπῆρχε, ὅμως, τίποτε. Μόνο ἕνα καρδόνι πού εἶχε τριγύρω στή μέση του, ὄχι πολύ χοντρό. Μέ αὐτό ἄρχισε τήν προσπάθεια νά δέση τό κουπί. Ἀπελπισμένη προσπάθεια, ἀλλά κάτι ἔπρεπε νά κάνη.
Τό ἀγοράκι κατάλαβε τόν κίνδυνο καί γονάτισε στό μικρό κοίλωμα τοῦ κανό, ἔκρυψε τό προσωπάκι του στά χέρια του καί ἄρχισε νά προσεύχεται! (Εὐπρόσδεκτη ἀπ᾽ τό Θεό παιδική προσευχή!) Κάποια στιγμή τό παιδάκι σταμάτησε νά προσεύχεται καί λέει στόν πατέρα του μέ σοβαρότητα:
—Μπαμπά, μήν στενοχωριέσαι! Ὁ Χριστούλης μοῦ εἶπε πώς θά μᾶς βοηθήση!
Πράγματι τό δεμένο μέ τό κορδόνι κουπί δέν ἔσπασε παρά 20 μέτρα ἀπ᾽ τήν ἀκτή! Ὁλοφάνερη ἡ θεία ἐπέμβασι καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ!»(ΠΒ).

<>





«Ἕνας ταξιτζής διηγεῖται ἕνα σπάνιο περιστατικό πού τοῦ συνέβη μέ πελάτη του. Ἦταν ἀπόγευμα, ἕνα ἀπ᾽ τά συνηθισμένα πολυτάραχα ἀπογεύματα στό κέντρο τῆς ἀθήνας. Ὁ κόσμος οὐρά στή στάσι τῆς Ὀμονοίας τῶν ΤΑΞΙ.
—Κουκάκι, παρακαλῶ!...
—Εὐχαρίστως, τοῦ ἀπαντῶ.
Αὐτός ἦταν ὅλος ὁ διάλογος μέχρι τέλους τῆς διαδρομῆς, διότι τό ὕφος καί ὁ τρόπος δέν ἄφηνε κανένα περιθώριο συζητήσεως. Στό ὕψος τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου (Γαργαρέτας) καί ἐπί τῆς ὁδοῦ Βεΐκου κατέβηκε, καί λίγα μέτρα πιό κάτω ἕνα ἄλλο χέρι μέ τό χαρακτηριστικό νεῦμα μέ σταματάει.
Ἦταν νεαρός ὁ καινούργιος μου ἐπιβάτης 25-27 ἐτῶν περίπου, μετρίου ἀναστήματος καί κρατοῦσε μιά βαλίτσα.
Τοποθετώντας ἐγώ τά πράγματά του στό “πόρτ-μπαγκάζ”, ὁ νεαρός κάθησε στή θέσι τοῦ συνοδηγοῦ.
Καί μέ μιά ποιητική ἔκφρασι, πού σπάνια χρησιμοποιοῦσα κατά τό παρελθόν: “Σάν βγεῖς στόν πηγαιμό γιά τήν Ἰθάκη, νά εὔχεσαι νά ᾽ναι μακρύς ὁ δρόμος σου, μεγάλο τό ταξίδι”, ὑπονοούσα: “γιά ποῦ πᾶμε;”.
—Ναι, φίλε μου, γιά τήν Ἰθάκη, ὅμως ὄχι γιά τό νησί, ὅπως θά φαντάστηκες, ἄλλα γιά τό ἀποτοξινωτικό κέντρο “Ἰθάκη”..., ἦταν ἡ ἀπάντησι πού γιά λίγα δευτερόλεπτα μέ ἄφησε ἄναυδο.
—Στό σταθμό Λαρίσης στά τραῖνα, παρακαλῶ..., συμπληρώνει.
Ἦταν ἀναπάντεχη πράγματι ἡ ἀπάντησι τοῦ νεαροῦ ἐπιβάτη μου, διότι τίποτε ἀπ᾽ τά ἐξωτερικά του γνωρίσματα (ματιά, ὕφος, ἐνδυμασία, συμπεριφορά) δέν πρόδιδε τό ἐπάρατο πάθος τῆς ναρκομανίας του.
Ἕνα πλῆθος συναισθημάτων, (πόνου, λύπης, συμπάθειας, ἀγάπης...), διαδέχονταν τό ἕνα τό ἄλλο μέσα μου, ἕνα δυνατό σφίξιμο στήν καρδιά μου πού τήν ἔκανε νά κινῆται ἄτακτα μέσα στό στῆθος μου, ἕνα δάκρυ κύλησε στά μαγουλά μου γιά τό κατάντημα τοῦ ἀδελφοῦ μου, γιά τό πλάσμα τοῦ Θεοῦ μου.
Προσπάθησα νά συγκρατηθῶ, διότι ἤθελα καί νά μάθω κάτω ἀπό τί συνθήκες ἔφθασε ἐκεῖ πού ἔφθασε, ἐπειδή εἶμαι καί ἐγώ πατέρας μέ παιδιά στά πρόθυρα τῆς ἐφηβείας.
Ἀφοῦ ἀλληλοσυστηθήκαμε, παρακάλεσα τόν Παῦλο, ἄν δέν τοῦ ἔκανε κακό τό φρεσκάρισμα τέτοιων γεγονότων καί ἄν δέν τόν κούραζε, νά μοῦ ἔλεγε λίγα πράγματα γύρω ἀπ᾽ τή ζωή του καί ἀπό τό πάθος του.
Με προθυμία ἀνταποκρίθηκε στήν παράκλησί μου καί τόν εὐχαριστῶ.
“Κατ᾽ ἀρχήν ἔχω νά πᾶρω δύο μῆνες ἀπ᾽ αὐτό τό δηλητήριο καί νοιώθω ὅπως ὅλοι οἰ ἄνθρωποι οἰ φυσιολογικοί. Δέν ἔχω καμμία ἐπιθυμία γιά νά τό ξαναβάλω στό αἷμα μου καί αὐτό τό ὀφείλω ὄχι σέ κάποια προσπάθεια δική μου, ἄλλα ἐξ ὁλοκλήρου στή θαυμαστή δύναμι τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ἁγίων Του, ἀλλά θά σοῦ τά πω ἀπ᾽ τήν ἀρχή ἀφοῦ τόσο πολύ τό θέλεις.
Γεννήθηκα καί μέχρι ὀκτώ ἐτῶν μεγάλωσα στήν Ἀθήνα καί συγκεκριμένα στό Κουκάκι ἐκεῖ πού μέ πῆρες. Εἶμαι μοναχοπαίδι καί οἰ γονεῖς μου μέ ἀγαποῦν παθολογικά, χωρίς νά μοῦ χαλοῦν κανένα χατίρι.
Σέ ἡλικία λοιπόν ὀκτώ ἐτῶν, μαζί μέ τούς γονεῖς μου φύγαμε γιά τήν Ἀμερική γιά καλύτερη ζωή. Οἰ γονεῖς μου μέ τή βοήθεια τῶν συγγενῶν μου ἐκεῖ ἔπιασαν δουλειά καί ἐγώ πήγαινα στό σχολεῖο.
Μεγαλώνοντας, ὅμως, μεγάλωναν μαζί μου καί οἰ παράλογες ἐπιθυμίες μου καί τά “βίτσια” μου. Ἔμπλεξα λόγῳ χαρακτήρα εὔκολα μέ ἄσχημες παρέες καί πολύ γρήγορα δοκίμασα τή μαριχουάνα καί τό χασίς.
Περνώντας ὁ καιρός καί τά χρόνια δέν μέ ἱκανοποιούσαν τά ἐλαφρά ναρκωτικά οὔτε ἐμένα οὔτε καί τήν παρέα μου. Τό ρίξαμε, λοιπόν, ὅλοι στά σκληρά ναρκωτικά, πού τά βρίσκαμε στό ἴδιο περιβάλλον καί μέ τήν ἴδια εὐκολία, ὅπως καί τά ἐλαφρά. Αὐτά, ὅμως, ἦταν ἀκριβά κι ἐγώ δέν ἐργαζόμουν.
Στήν ἀρχή ἔκλεβα ἀπό τίς τσέπες καί τά πορτοφόλια τῶν γονιῶν μου. Ὅταν, ὅμως, μέ τόν καιρό εἶχα ἀνάγκη ἀπό μεγαλύτερες δόσεις καί σέ σημεῖο πού ἔγινα ἀντιληπτός ἀπ᾽ τούς γονεῖς μου, τότε μέχρι καί πού τούς ἔδερνα γιά νά τούς τά παίρνω. Ἡ κατάστασί μου ἦταν δραματική τό καταλάβαινα, ἀλλά δέν μποροῦσα νά κάνω πίσω μέ τίποτε.
Οἱ γονεῖς μου μέ ἔτρεχαν σέ γιατρούς καί σέ ψυχολόγους μήπως καταφέρουν κάτι, ἄλλα τίποτε, κανένα φῶς ἀπό πουθενά, μερικοί καί μάλιστα διακεκριμένοι ἐπιστήμονες τούς ἔλεγαν, ὅτι ἄν δέν ἀλλάξω σύντομα περιβάλλον, λίγος εἶναι ὁ καιρός τῆς ζωῆς μου.
Στό διάστημα αὐτό καί καθώς ἤμουν μόνος μου στό σπίτι σέ κατάστασι ἀπελπισίας, ἐμφανίζεται μπροστά μου ἕνας παράξενος ἐπισκέπτης πού γιά πρώτη φορά τόν ἔβλεπα.
Ἦταν μέτριος στό ἀνάστημα, εἶχε στρογγυλά καί πολύ μεγάλα μάτια πού περιστρεφόντουσαν, εἶχε μαύρο καί δασύ τρίχωμα, τοῦ ὀποίου τό μῆκος θά ξεπερνοῦσε τά δεκαπέντε ἐκατοστά.
Ἐπίσης εἶχε κέρατα καί οὐρά. Εἶχε μία τρανταχτή σταθερή φωνή καί φοβερή πειθώ πού δέν σοῦ ἄφηνε περιθώρια γιά ἀντιρρήσεις.
Ἄρχισε νά ἀπαριθμῆ τή ζωή μου ἀπό τότε πού γεννήθηκα μέχρι ἐκείνη τή στιγμή μέ κάθε λεπτομέρεια κι᾽ἐγώ ἀπλώς ἔλεγα: “Ναι”.
—Ὅλα τά ἔχεις ἀπολαύσει, μου λέει στό τέλος, τίποτε δέν σοῦ μένει πιά, παρά ναρθῆς μαζί μου...
Τοῦ ἀπαντώ:
—Πῶς;
—Θά πάρης τό αὐτοκίνητο, μοῦ λέει, καί θ᾽ ἀκολουθήσης τόν τάδε δρόμο, θά τρέξης μέ τόσα μίλια (δέν θυμάμαι τόν ἀριθμό) κι ἐκεῖ θά σέ περιμένω ἐγώ...
Ὁ δρόμος αὐτός ἦταν εὐθύς γιά πολλά μίλια καί σέ κάποιο σημεῖο εἶχε μιά ἐλαφρά στροφή, ὥστε ὅσοι ἔτρεχαν μέ ὑπερβολική ταχύτητα ἔβγαιναν ἔκτος δρόμου καί προσέκρουαν σ᾽ ἕνα μανδρότοιχο πού δέν γλύτωναν.
Εἶχα ἀκούσει γιά πολλά ἀτυχήματα στό σημεῖο ἐκεῖνο κατά τό παρελθόν. Ἔκανα ὅπως ἀκριβῶς μου εἶπε καί κατέληξα κι ἐγώ στόν μανδρότοιχο.
Τό αὐτοκίνητο ἔγινε σχεδόν ἀγνώριστο κι ἐμένα μ᾽ ἔβγαλαν μέ μικροτραύματα. Ἀφοῦ μοῦ προσέφεραν τίς πρῶτες Βοήθειες, πῆγα στό σπίτι μου.
Πέρασαν δέκα ἡμέρες περίπου ἀπ᾽ τό ἀτύχημά μου καί ἐμφανίζεται στό σπίτι μου, στήν κουζίνα αὐτή τή φορά, ὄ ἴδιος παράξενος ἐπισκέπτης.
Μιά γκριμάτσα δυσφορίας στό ἄγριο καί ἐπιβλητικό πρόσωπό του· ἕνα κούνημα τῆς κεφαλῆς πρός τά πίσω· καί ἡ ἴδια χαρακτηριστική φωνή του μοῦ λέει:
—Τίποτε δέν κατάφερες.
Καθόμουν καί τόν κοίταζα σάν ἀπολιθωμένος καί μόλις πού κατάφερα νά τόν ρωτήσω:
—Τί νά κάνω;
—Τώρα θά πάρης τρεῖς φορές δόσι ἀπ᾽ αὐτό πού παίρνεις καί θά ἔρθης σίγουρα μαζί μου.
Ἐξαφανίστηκε αὐτός καί δέν ἀναρωτήθηκα, οὔτε πῶς μπῆκε στό σπίτι οὔτε ποιός ἦταν.
Ἔβαλα σέ ἐφαρμογή ἀμέσως τό σχέδιο.
Ἑτοίμασα τό ὑλικό στήν σύριγγα κι ἔψαξα νά βρῶ μέρος στό κατάσπαρτο ἀπ᾽ τά τρυπήματα σῶμα μου. Ἡ δόσι ἦταν μεγάλη κι ἔπεσα ἀμέσως ἀναίσθητος.
Καθώς βρισκόμουν σ᾽ αὐτή τήν κατάστασι, βλέπω ἕνα ψηλό μέ ράσα μέ μαῦρο σκουφί πού στό μέτωπό του ἦταν χαραγμένος Σταυρός.
—Μη φοβᾶσαι, μοῦ εἶπε, θά γίνης καλά καί ὅταν ἐπιστρέψης στήν Ἑλλάδα, νά ἔρθης στό σπίτι μου· εἶμαι ὁ Ἐφραίμ...
Σηκώθηκα σάν νά μήν εἶχα πάρει ἐντελῶς ἀπ᾽ αὐτό τό καταραμένο δηλητήριο. Ἔνοιωσα τήν ἐπιθυμία νά φύγω γιά τήν Ἑλλάδα καί μόλις τό εἶπα στή μητέρα μου ἀπόρησε καί τό θεώρησε θαῦμα, διότι πολλές φορές προσπάθησαν νά μέ διώξουν ἀπ᾽ αὐτό τό περιβάλλον καί δέν τά κατάφερναν.
Ἐξιστόρησα στή μητέρα μου τά ὅσα μοῦ εἶχαν συμβεί καί θέλησε νά μέ συνόδευση στό ταξίδι μου.
Ὅταν ἤρθαμε στήν παλαιά μου γειτονιά, πήγαμε στόν ἱερέα τῆς ἐνορίας ἐκεῖ καί ἀπ᾽ αὐτόν ἔμαθα, ποιος ἦταν αὐτός ὄ παράξενος ἐπισκέπτης καί τί ζητοῦσε ἀπό μένα.
Ἦταν ὁ διάβολος καί ζητοῦσε τήν ἀθάνατη ψυχή μου.
Εὐχαριστώ τό Θεό μέσα ἀπό τά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μου.
Ἀφοῦ ἐξομολογήθηκα καί νήστεψα, ὁ ἰερέας μέ κοινώνησε σέ δεκαπέντε μέρες.
Ὅταν εἶδα τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Ἐφραίμ τῆς Ν. Μάκρης, θυμήθηκα ὅτι αὐτός ἦταν πού μέ γλύτωσε ἀπ᾽ τό φοβερό μου πάθος.
Πῆγα στή Ν. Μάκρη κι ἔκανα Λειτουργία κι εὐχαρίστησα τόν Ἅγιο.
Τώρα πηγαίνω σ᾽ αὐτό τό ἴδρυμα, γιά νά ξεφύγω λίγο ἀπό τόν κόσμο καί νά σιγουρευτῶ, ὅτι δέν τό ἀποζητῶ”.
Κ. Σ., Ἀθήνα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Κουβεντιάζεις γιά ὅλα, γιά τά γίδια, γιά τά χωράφια, γιά τά λεφτά, γιά τίς καταθέσεις, γιά τίς παντρειές καί τά διαζύγια...
Γιά τό Χριστό δέν μιλᾶς.
Τό νά μήν μιλᾶς γιά τό Χριστό, πού σοῦ δίνει τό φῶς, τόν ἀέρα, τό ψωμί, τά πάντα, εἶναι ἁμαρτία, ἀχαριστία.
Ὅπως, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Φωτεινή μιλοῦσε γιά τό Χριστό, ἔτσι νά μιλᾶς καί ἐσύ γιά αὐτόν.
Νά μιλᾶς μέσα στό σπίτι.
Εἶσαι πατέρας; Ὅταν βραδιάζη φώναξε τήν γυναῖκα καί τά παιδιά σου καί μίλα τους γιά τό Χριστό.
Πᾶρε καί διάβασε τό Εὐαγγέλιο.
Θά πεθάνης μιά μέρα καί ὅλα θά τά ξεχάσουν τά παιδιά καί τά λεφτά καί τά πλούτη.
Ἕνα δέν θά ξεχάσουν ποτέ.
Ὅτι τούς μιλοῦσες γιά τό Χριστό.
Δέν θά ξεχάσουν ποτέ τή μάνα, τόν πατέρα καί τή γιαγιά πού τούς μιλοῦσαν γιά τό Χριστό.!
Δημήτριος Παναγόπουλος, Ἱεροκήρυξ+»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>






«Πρίν ἀπό πολλά χρόνια στή Ρωσία οἰ ἄνθρωποι δέν μποροῦσαν ν᾽ ἀγοράσουν ἐλεύθερα ὅσο ψωμί ἤθελαν.
Τήν ποσότητα τοῦ ψωμιοῦ, πού ἔπρεπε νά πάρουν, τήν ὅριζε τό κράτος ἀνάλογα μέ τά μέλη τῆς κάθε οἰκογένειας.
Ἔτσι στόν καθένα ἀντιστοιχοῦσε ἕνα “κουπόνι ψωμιοῦ” καί μέ αὐτό τό κουπόνι μποροῦσε νά πάρη ἀπ᾽ τόν φοῦρνο τήν ποσότητα ψωμιοῦ, πού τοῦ ἀναλογοῦσε.
Στήν πόλι Λένινγκραντ —σήμερα ἡ πόλι αὐτή λέγεται Ἁγ. Πετρούπολι— ζοῦσε μιά εὐσεβής γυναῖκα, ἡ Ἐλισάβετ Ἐφίμοβνα Χμελέβα.
Μέ τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ της μποροῦσε κάθε μέρα νά ἀγοράζη ἀπ᾽ τόν φοῦρνο 400 γραμμάρια ψωμί.
Τό 1941, στόν Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, τό Λένινγκραντ πολιορκήθηκε ἀπ᾽ τούς Γερμανούς γιά 900 ἡμέρες, δηλαδή γιά δυόμιση περίπου χρόνια.
Ὅταν ἄρχισε ἡ πολιορκία τά τρόφιμα γίνανε δυσεύρετα καί τά κουπόνια τοῦ ψωμιοῦ, πού κρατοῦσαν στά χέρια τους οἰ κάτοικοι, ἦταν πιά ἄχρηστα.
Μιά μέρα ἡ Ἐλισάβετ ἄδικα προσπάθησε γυρνώντας ὁλόκληρη σχεδόν τήν πόλι νά βρῆ λίγο ψωμί.
Οἱ διαδόσεις πώς τάχα σέ “κάποια” γειτονιά “κάποιος” φοῦρνος εἶχε βρεῖ ἀλεύρι κι ἔψησε ψωμί ἀποδείχτηκαν πώς ἦταν ὅλες ψεύτικες.
Ἡ γυναῖκα γύρισε ἀργά τό βράδυ ἀπελπισμένη, ταλαιπωρημένη καί νηστική στό σπίτι της.
Ἡ στεναχώρια της ἦταν πολύ μεγάλη.
Ἔβγαλε τό κουπόνι ἀπ᾽ τήν τσάντα της καί κρατώντας το στά χέρια ἔστρεψε τά δακρυσμένα μάτια της στό εἰκονοστάσι καί κοίταξε τόν Ἅγ. Νικόλαο.
Δέν μπόρεσε ἀπ᾽ τή λύπη της νά τοῦ μιλήση τήν ὥρα ἐκεῖνη.
Τό μόνο πού ἔκανε ἦταν νά σηκωθῆ καί νά βάλη τό ἄχρηστο ἐκεῖνο κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού κρατοῦσε, στό μικρό, στενόμακρο, ξύλινο κουτάκι τῶν κεριῶν, πού βρισκόταν μπροστά ἀπ᾽ τήν εἰκόνα.
—Ἄς τό φυλάξω, σκέφτηκε, ἴσως κάποτε ξαναγίνει χρήσιμο.
Ἔτσι, κουρασμένη καί ἐξαντλημένη ὅπως ἦταν, ἔπεσε ἄμέσως νά κοιμηθῆ.
Τήν ἄλλη μέρα ἕνα ἁπαλό σκούντημα στήν πλάτη της τήν ἔκανε νά ξυπνήση ἀπ᾽ τόν βαθύ της ύπνο.
—Ἐλισάβετ, ἄκουσε τή γειτόνισσά της, τή Μάσα, νά τῆς μιλάη.
—Μάσα, πῶς μπῆκες στό σπίτι;, ρώτησε ἡ γυναῖκα.
—Ἡ ὥρα κοντεύει ἐννέα καί, σάν εἶδα πώς δέν ἄνοιξες τό κουρτινάκι σου ἀπ᾽ τό παράθυρο πού βλέπει στό δρόμο, σκέφτηκα μήπως ἤσουν ἄρρωστη καί ἤρθα νά σέ δω. Χτύπησα πολλές φορές τό χερούλι τῆς πόρτας, μά δέν μου ἀπάντησες.
Κόλλησα τό αὐτί μου πάνω της καί δέν ἄκουσα τόν παραμικρό θόρυβο.
Τότε πῆρα τήν ἀπόφασι νά μπῶ στό σπίτι.
—Ἔκανες σάν καλή γειτόνισσα. Σ᾽ εὐχαριστῶ, Μάσα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ καί σηκώθηκε ἀπ᾽ τό κρεββάτι.
Κάθισε καί θά βάλω τό σαμοβάρι στή φωτιά γιά νά πιοῦμε τό τσάι μας.
Μέ τά λόγια αὐτά ἡ Ἐλισάβετ ἔστρεψε τό βλέμμα της στό τραπέζι καί εἶδε ἄξαφνα πάνω στό ὑφαντό τραπεζομάντηλο ἕνα μικρό φραντζολάκι ἴσαμε τετρακόσια γραμμάρια φρέσκο ψωμί.
—Μάσα, ποῦ βρῆκες τό ψωμί;, φώναξε ἔκπληκτη ἡ Ἐλισάβετ στή γειτόνισσά της.
Ἡ Μάσα, πού τήν ὥρα ἐκείνη εἶχε πλησιάσει τό παράθυρο καί τραβοῦσε τό κουρτινάκι γιά νά μπῆ τό πρωϊνό φῶς, γύρισε σαστισμένη τό κεφάλι της καί κάρφωσε τά μάτια στό φραντζολάκι τοῦ ψωμιοῦ, πού ἦταν πάνω στό τραπέζι.
—Ἕνα φραντζολάκι ψωμί, εἶπε σαστισμένη καί πλησίασε ἀργά, σάν μαγεμένη ἀπ᾽ τήν εἰκόνα πού ἀντίκριζαν τά μάτια της.
—Μά πές μου, Μάσα, πού βρῆκες τό ψωμί;, φώναξε ξανά τρελή ἀπ᾽ τή χαρά της ἡ Ἐλισάβετ.
—Ἐγώ πού βρῆκα τό ψωμί;
Ἐσύ θά μοῦ πῆς πού τό βρῆκες γιά νά τρέξω μέ τό κουπόνι μου νά πάρω κι ἐγώ.
—Μά τί λές, Μάσα!
Ἐγώ χθές μάτωσα τά πόδια μου γυρίζοντας ὅλο τό Λένινγκραντ ψάχνοντας νά βρῶ σέ φοῦρνο ψωμί.
Οἱ δύο γυναίκες, δίχως ν᾽ ἀγγίζουν τό ξεροψημένο φραντζολάκι, ἔσκυψαν ἀπό πάνω του καί κλείνοντας τά μάτια τους μύρισαν τό ὑπέροχο ἄρωμά του.
—Ἄν λες ἀλήθεια πώς τό ψωμί αὐτό δέν τό πῆρες μέ τό κουπόνι σου, τότε νά μοῦ τό δείξης γιά νά πειστῶ, εἶπε ἡ Μάσα.
—Νά! Ἐδῶ τό ἔχω βάλει! Στάσου μιά στιγμή καί θά σοῦ τό δείξω!
Αὐτά εἶπε τρέμοντας ἀπό συγκίνησι ἡ Ἐλισάβετ κι ἀπλώνοντας τό χέρι της πῆρε τό στενόμακρο, ξύλινο κουτάκι τῶν κεριῶν ἀπ᾽ τό εἰκονοστάσι καί τό ἀκούμπησε πάνω στό τραπέζι, δίπλα στό μικρό φραντζολάκι τοῦ ψωμιοῦ .
Ἡ Μάσα ἔσκυψε μ᾽ ἀγωνία ἀπό πάνω του καί, καθώς τό καπάκι ἄνοιξε, ἐκεῖνη ἔμεινε μέ τά μάτια ὀρθάνοιχτα νά κοιτάζη τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού ἦταν διπλωμένο κι ἀκουμπισμένο δίπλα σ᾽ ἕνα λεπτό κεράκι.
Οἱ δυό γυναῖκες κοιτάχτηκαν ἔκπληκτες κι ἔπειτα μηχανικά γύρισαν τά μάτια τους καί κοίταξαν τήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου στό μικρό εἰκονοστάσι.
—Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγησι, Μάσα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ.
Τό ψωμί μοῦ τό ἔφερε ὁ Ἅγ. Νικόλαος.
—Ναί! Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἐξήγησι, ψέλλισε σαστισμένη μά μέ σιγουριά καί ἡ Μάσα.
—Ζοῦμε ἕνα θαῦμα, Μάσα, ἕνα θαῦμα, εἶπε ἡ Ἐλισάβετ κι ἔκανε τό σταυρό της.
—Ἐλισάβετ, εἶπε συγκινημένη ἡ Μάσα. Σέ παρακαλῶ ἄφησέ με νά βάλω κι ἐγώ τό κουπόνι μου μέσα στό κουτί μέ τά κεριά. Ποῦ ξέρεις;
Ὁ Ἅγ. Νικόλαος μπορεί νά λυπηθῆ τά παιδιά μου καί νά φέρη καί σέ μᾶς ψωμί.
—Τρέξε καί φέρε τό κουπόνι σου, εἶπε μέ χαρά ἡ Ἐλισάβετ. Φέρε το καί θά προσευχηθοῦμε στόν Ἅγιο νά κάνη καί πάλι τό θαῦμα του.
Ἡ Μάσα σάν ἀγέρας πῆγε καί γύρισε στό σπίτι κρατώντας σφιχτά στή χούφτα της τό κουπόνι τοῦ ψωμιοῦ, πού εἶχε γραμμένο πάνω του:
Οἱ γυναῖκες ἔβαλαν στό κουτί τῶν κεριῶν τά δυό κουπόνια καί τό ἐπέστρεψαν στή θέσι του, μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Ἁγ. Νικολάου.
Τήν ἄλλη μέρα, μέ τό πού ξημέρωσε, ἡ Ἐλισάβετ βρῆκε πάνω στό τραπέζι της ἕνα ζεστό, φρεσκοψημένο φραντζολάκι 400 γραμμαρίων, ἐνῶ ἡ Μάσα ἕνα καρβέλι ψωμί 800 γραμμαρίων.
Τό νέο σάν ἀστραπή μαθεύτηκε στήν γειτονιά καί τό κουτί τῶν κεριῶν τοῦ Ἁγ. Νικολάου γέμισε ἀπό κουπόνια τόσα, πού δέν ἔκλεινε πια τό καπάκι του.
Κι ὁ Ἅγ. Νικόλαος ὁ ψωμάς κάθε πρωΐ ἄφηνε πάνω στό τραπέζι τους τό ψωμί, πού ἀναλογοῦσε στόν καθένα σύμφωνα μέ τό κουπόνι του.
Κι ἐτοῦτο τό θαῦμα κράτησε ὅσο καί ἡ πολιορκία τοῦ Λένινγκραντ, 900 ὁλόκληρες ἡμέρες, δηλαδή δυόμισι περίπου χρόνια.
Ἡ ὄμορφη αὐτή πραγματική ἱστορία βρίσκεται μεταξύ ἄλλων ἐννέα αὐτοτελῶν παρόμοιων ἱστοριῶν στό βιβλίο τῆς κ. Ἄννας Ἰακώβου: Ὅταν Γελάει ὁ Οὐρανός 2»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Σέ μιά διακοπή συνεδριάσεως, μιᾶς ἀπ᾽ τίς τελευταῖες μεγάλες δίκες, ὁ εἰσαγγελεύς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου, μοῦ διηγήθηκε τά ἑξῆς, ὅταν πρόσεξε ὅτι εἶχα στό λαιμό μου ἕνα σταυρό. Μοῦ ἔδειξε ἕνα σταυρό πού φοροῦσε κι αὐτός στό λαιμό του καί μοῦ εἶπε:
—Αὐτός ὁ σταυρός μοῦ ἔσωσε τή ζωή. Χωρίς αὐτόν θά ἤμουν ἤδη ἀπ᾽ τό χειμώνα τοῦ 1943 νεκρός. Ἦταν ἡ περίοδος, κατά τήν ὁποῖα ὄποιος ἔπεφτε στά χέρια τῶν Γερμανῶν καί ὁδηγεῖτο στό ἄντρο τῶν βασανιστῶν τους, στήν ὀδό Μέρλιν, δέν ἔφευγε ἀπό αὐτό παρά γιά τό νεκροταφεῖο.
Ἐκεῖνη τήν ἐποχή συνελήφθηκα καί ἐγώ. Εἶχα κατηγορηθῆ ἀπό ἕνα ἀνώτατο ὑπάλληλο τοῦ Δήμου Πειραιῶς —ὄργανο τῶν Γερμανῶν— καί ἕνα Δήμαρχο Συνοικισμοῦ τοῦ Πειραιῶς ὡς Γενικός εἰσαγγελεύς τῶν Κομμουνιστῶν, διότι καί τούς δύο αὐτούς κυρίους συνέλαβα γιά καταχρήσεις τροφίμων, ἀπό ἐκεῖνα πού προορίζόνταν γιά τούς πεινασμένους.
Ἡ ἄρνησι, τήν ὁποία ἀντέτασσα σέ κάθε “κατηγορῶ”, ἐξαγρίωνε τούς ἀνακριτές μου.
Ἔτσι παραδόθηκα σέ βασανιστήρια. Τήν τρίτη ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου μου ὁδηγήθηκα σ᾽ ἕνα εὐρύχωρο δωμάτιο.
Σέ αὐτό ὑπέστην τά πάνδεινα. Παρήλασαν καί πέντε γιγαντόσωμοι βασανιστές, καθένας τῶν ὁποίων ἐξήντλησε ὅλες τίς δυνάμεις του ἐπάνω μου.
Σιγά-σιγά ἄρχισα νά αίσθάνωμαι ὅτι σέ λίγο θά ἔμενα νεκρός ἐκεῖ.
Μετά τούς γιγαντοσώμους βασανιστές, μέ παρέλαβε ὁ ἴδιος ὁ ἀνακριτής.
Σέ μιά στιγμή ἔξαλλος μέ ἔπιασε μέ τά δυό του χέρια ἀπ᾽ τό λαιμό καί ἄρχισε νά τόν σφίγγη. Ἔνοιωσα ὅτι θά πέθαινα ἀπό ἀσφυξία.
Διέθεσα ὄσες δυνάμεις εἶχα καί ἀπαλλάχτηκα ἀπ᾽ τά χέρια του. Ἀμέσως ἄνοιξα, σχίζοντας τό πουκάμισό μου, τό στῆθος. Ἤθελα νά ἀναπνεύσω. Δέν εἶχα σκεφθῆ κἄν τί εἶχα κάνει.
Τήν ἴδια ὅμως στιγμή ἀντίκρισα τόν βασανιστή μου νά γίνεται χλωμός. Ἔγινε ἄσπρος ὕστερα, περισσότερο καί ἀπό τόν κάτασπρο τοῖχο τοῦ δωματίου. Προσπαθοῦσε νά σηκώση τά χέρια του καί δέν τό κατόρθωνε.
Ἄρχισε τότε νά κλαίη...
Ναί, νά κλαίη τρομαγμένα καί σαν μικρό παιδί!
Ἔπειτα ἦλθε κοντά μου, ἔσκυψε στό στήθος μου καί... φίλησε αὐτόν ἐδῶ τό σταυρό!
Ὁμολογώ ὅτι δέν πίστευα στά μάτια μου γιά ὅσα ἔβλεπα.
Σέ λίγο φώναξε καί τοῦ ἔφεραν ἕνα ποτήρι νερό. Μέ αὐτό ἔπλυνε μόνος του, μέ τά χέρια του, πού τώρα κινοῦνταν, τίς πληγές μου καί ἀφοῦ μέ κάθισε σέ μιά καρέκλα νά συνέλθω ἔφυγε γιά νά ἐπιστρέψη μέ ἀρκετούς συναδέλφους του, μπροστά στούς ὁποίους ἀφηγήθηκε τά ἑξῆς:
—Μόλις ἄνοιξε ὁ ἄνθρωπος αὐτός τό στῆθος του, ἔλαμψε στά μάτια μου σαν ἀστραπή αὐτός ὁ μικρούτσικος σταυρός. Καί ἡ λάμψι σχημάτισε ἕνα φλογερό “Nein” (ὄχι). Τώρα πού ἔχω συνέλθει, κύριοι, μπορῶ νά πῶ ὅτι ὁ Θεός βρίσκεται κοντά στούς πιστούς.
Ἔπειτα ἀπευθύνθηκε σέ μένα καί μου εἶπε:
—Θά σᾶς παρακαλοῦσα νά μου προσφέρετε αὐτό τό σταυρό γιά νά μέ προφυλάσση ἀπ᾽ τήν ἄδικη κρίσι. Ὄχι ἀπ᾽ τό θάνατο, διότι δέν τόν φοβοῦμαι. Ἀλλά δέν εἶμαι ἄξιος... Δέν πιστεύω ὅπως ἐσεῖς στό Θεό. Διότι ἄν πίστευα...
Καί σταμάτησε ἀπότομα τή φράσι.
—Ἔτσι, ἀγαπητέ μου, σώθηκα ἀπό βέβαιο θάνατο χάρις στήν πίστι μου, κατέληξε ὁ εἰσαγγελεύς κ. Λυμπέρης Παπανδρέου.
Σύγχρονα Θαύματα καί εὐεργετικές ἰδιότητες τοῦ Τιμίου Σταυρού: Ὁ σταυρός τοῦ κ. εἰσαγγελέως (Ν. Καπιτσόγλου, “Θαύματα πού γίνονται σήμερα”, περ. Κιβωτός, ἀρ. 21/Σεπτέμβριος 1953, σελ. 347)»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>



«Τό ἀκόλουθο περιστατικό μέ τό Γέροντα Παΐσιο, εἶναι ἀληθινό, ἐνῶ ἡ δημοσιοποίησί του ἄργησε λόγῳ τῆς ταπεινότητος τῶν ἀνθρώπων πού ἀρχικά τό διηγήθηκαν.
Ὁ Ν.Α., εὐκατάστατος ὁμογενής ἀπ᾽ τό Σικάγο τῶν Η.Π.Α., πολύ κάλος ἄνθρωπος καί ἄθεος, πρίν 25 περίπου χρονιά, εἶδε μιά βραδυά στόν ὕπνο του ἕνα μικροσκοπικό παππούλη νά τοῦ ζητάη εὐγενικά νά τόν παραλάβη ἀπό κάποιο ἀεροδρόμιο τοῦ Σικάγου, δίνοντάς του συγκεκριμένη ἡμερομηνία καί ὥρα.
“Νίκο καλό μου παιδί, ἔλα τάδε μέρα τάδε ὥρα στό τάδε ἀεροδρόμιο νά μέ παραλάβης σέ παρακαλῶ”.
Ὅταν ξύπνησε τό πρωΐ, ὁ Ν. διηγήθηκε στή σύζυγό του Μ. τό ὄνειρο πού εἶχε δεῖ.
Ἐκεῖνη, ἀρχίζοντας τά πειράγματα λόγῳ τῆς ἀθεΐας του, τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ἀπλῶς ἕνα ὄνειρο καί νά μήν δώση σημασία.
Τό ὄνειρο μέ τό μικροσκοπικό παππούλη ἐπαναλήφθηκε στόν ὕπνο τοῦ Ν. πολλές φόρες, σέ σημεῖο πού ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀρχίσει νά ταράζεται. Κάποτε ὁ “ἐφιάλτης” σταμάτησε καί ὁ Ν. ἠρέμησε.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό ἔφθασε ἡ καθορισμένη ἡμερομηνία πού ὁ παππούλης εἶχε προαναγγείλει στό ὄνειρο. Ὁ Ν. ἀποφάσισε νά πάη κρυφά στό ἀεροδρόμιο γιά νά ἀποφύγη τά κοροϊδευτικά σχόλια τῆς γυναίκας:
“Τί ἔχω νά χάσω”, συλλογίστηκε, “στό κάτω κάτω θά κάνω τή βόλτα μου, θά πιῶ τό καφεδάκι μου καί ὕστερα θά πάω στή δουλειά μου”.
Πράγματι ἔτσι κι ἔγινε. Πῆγε καί ἀφοῦ κάθισε σέ μιά γωνιά τοῦ χαώδους ἀεροδρομίου τοῦ Σικάγου, περίμενε τόν ἄγνωστο παππούλη τοῦ ὀνείρου.
Ἦπιε κάμποσους καφέδες, ἄλλα ἡ ὥρα περνοῦσε καί ὁ παππούλης δέν φαινόταν πουθενά. Μέτα ἀπό μιά-μιάμιση ὥρα, σκέφτηκε, “ἕνα τσιγάρο ἀκόμα καί φεύγω, καλά καί δέν τό εἶπα στή Μ. γιατί θά μέ κορόιδευε αἰωνίως”.
Πρίν καλά καλά προλάβη νά τελειώση τή σκέψι του, γυρίζοντας ἀπ᾽ τήν ἄλλη μεριά, βλέπει ξαφνικά μπροστά του νά ἐμφανίζεται στ᾽ ἀλήθεια ὁ μικροσκοπικός παππούλης πού ἔβλεπε στόν ὕπνο του. “Εὐχαριστώ Ν. καλό μου παιδί πού ἦρθες, ἤξερα πώς θά ἐρχόσουν”, τοῦ ἐἶπε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
Μήν πιστεύοντας στά μάτια του, ἔχοντας μπροστά του στήν πραγματικότητα τόν παππούλη πού ἔβλεπε στόν ύπνο του, ὁ Ν. παραλίγο νά πάθη συγκοπή!
Εντελώς σαστισμένος καί σοκαρισμένος, ἀφοῦ τρόμαξε νά συνέλθη, πήρε τόν παππούλη καί πῆγαν στό σπίτι του, στά προάστια τοῦ Σικάγου, ὀπού ὁ Γέροντας διέμεινε κάμποσο καιρό.
Ὁ Ν. καί ἡ Μ. μεταμελήθηκαν καί μπῆκαν στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ὁρκισμένος ἄθεος, ὁ Ν. ἔγινε πολύ πιστός Χριστιανός.
Μοῦ διηγήθηκαν οἰ ἴδιοι τό ἀπίστευτο αὐτό περιστατικό, στό σπίτι τούς στό Σικαγο, πρίν δεκαπέντε χρόνια.
Μαρτυρία: Ἀντωνία Μποτονάκη-Ἁγιορείτικο Βῆμα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).

<>


«Ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’80. Κρατικό Πανεπιστήμιο Τιφλίδας.
 Νεαρός Γεωργιανός φοιτητής, τελείωνε μια Θεωρητική Σχολή. Γιά νά πάρη τό πτυχίο του ἔπρεπε νά περάση τήν κρατική ἐξέτασι τοῦ μαθήματος “Ἀθεΐα”. Τό ἐπέβαλλε τό καθεστώς. Ὁ νεαρός εἶχε τότε τό δικαίωμα νά διαλέξη τόν καθηγητή, (ἡ ἐξέτασι ἦταν πάντα προφορική).
 Διάλεξε, λοιπόν, ἕνα πού τοῦ φάνηκε κάπως συμπαθής. Ὅταν πῆγε νά ἐξεταστῆ τοῦ δήλωσε ὀρθά-κοφτά ὅτι δέν πιστεύει σέ αὐτές τίς ἀθεϊστικές θεωρίες καί δέν πρόκειται νά ἀπαντήση σέ καμμία σχετική ἐρώτησι.
—Μπορῆτε νά μέ κόψετε, εἶπε στόν καθηγητή.
—Βέβαια καί θά σέ κόψω, ἀλλά πρῶτα πές μου, τί θά κάνhς. Σπούδασες πέντε χρόνια καί ἀποφασίζεις νά μήν πάρης τό πτυχίο σου; Κρίμα δέν εἶναι;
—Δέν πειράζει, ἀπάντησε ὁ νεαρός ψύχραιμα. Υπάρχει ποίησι, φιλία... ὅλα αὐτά θά μέ βοηθῆσουν νά τό ξεπεράσω. Σέ καμμία περίπτωσι, ὅμως, δέν θά μποροῦσα νά σᾶς πῶ αὐτό πού δέν πιστεύω.
—Δικό σου τό πρόβλημα.
—Τώρα μεταξύ μας (ὁ νεαρός χαμήλωσε τή φωνή του) ἐσεῖς στ᾽ ἀλήθεια πιστεύετε ὅτι ὁ ἄνθρωπος κατάγεται ἀπ'  τόν πίθηκο; Δηλαδή, οἱ πρόγονοί μας πού ἔχυσαν τόσο αἷμα γιά νά υπερασπιστοῦν τήν πίστι ἦταν ἀνόητοι;
Ὁ καθηγητής χαμογέλασε.
—Πολύ θαρραλέος εἶσαι καί αὐτό τό 2 πού θά σοῦ βάλω τώρα (δηλαδή σέ κόβω) εἶναι μόνο γιά τό θάρρος σου. Στό καλό νά πᾶς.
Ὁ καθηγητής ἔγραψε τό βαθμό στό φοιτητικό βιβλιάριο τοῦ νεαροῦ, ὅπως συνήθιζαν τότε καί συνέχισε τήν ἐξέτασι ἄλλων φοιτητών. Ὁ νεαρός ἔφυγε. Κάθισε σ᾽ ἕνα καφενεῖο πικραμένος. Ἄνοιξε τό φοιτητικό του βιβλιάριο. Αὐτό πού εἶδε ἦταν ἀπίστευτο. ὁ καθηγητής, τοῦ εἶχε βάλει 20... Ἄριστα...!!!
Γ.Π.
Σημείωσι: Τό περιστατικό τό διηγήθηκε Γεωργιανή φοιτήτρια, πού ἔκανε μεταπτυχιακές σπουδές στό Παν/μιο Ἰωαννίνων.
Ὁ ἀντίπαλος καί ὁ ἀντίθεος ὄχι μόνο βαθμολογεῖ μέ ἄριστα τό θάρρος τῆς ὁμολογίας ἀλλά καί τό θαυμάζει καί τόν πείθει»(https://proskynitis.blogspot.com/2012/02/20.html).




<>


Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση:

1. Μικρές ἀλήθειες: «Τά δάκρυα τῆς μητέρας εἶναι ἡ πιό ἰσχυρή ὑδροηλεκτρική δύναμι τοῦ κόσμου»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἕνα ἔγκλημα, δέν παύει νά εἶναι ἔγκλημα, ἐπειδή τό κάνουν πολλοί»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἡ σεμνότητα εἶναι ἡ ταξιθέτις πού μᾶς βοηθάει νά βρίσκουμε πάντα στή ζωή, τή σωστή μας θέσι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

2. Ὁ Josh McDowell σημειώνει: «Ὁ Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει: “Ἀλλά ἐμεῖς, πού ἔχουμε αὐτό τό θησαυρό, εἴμαστε σάν τά πήλινα δοχεῖα· ἔτσι γίνεται φανερό πώς ἡ ὑπερβολική ἀξία τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ προέρχεται ἀπ᾽ τό Θεό καί ὄχι ἀπό μᾶς”(Β´ Κορ 4, 7). Σκέψου: Ὁ Θεός χρησιμοποίησε ἕναν ἐρασιτέχνη νά “κτίση” τήν κιβωτό, ἀλλά ἐκπαιδευμένοι ἐπαγγελματίες ναυπήγησαν τόν Τιτανικό!».

3. «Μιά πρᾶξι ἀγάπης μπορεῖ νά ζυμώση “πέντε ἄρτους”. Μιά λέξι εὐγενική μπορεῖ νά χορτάση “πεντακισχιλίους”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

4. Ὁ Κ. Κούρκουλας ἀναφέρει: «Τά ὅσα χρωστάει ἡ Ἀνθρωπότητα στούς 3 Ἱεράρχες δέν τά χρωστάει οὔτε σέ 3 ἑκατομμύρια δοκησίσοφους. Γιατί οἱ τρεῖς αὐτοί συνδυάζοντας σοφία καί ἀρετή θεμελίωσαν τόν ἑλληνοχριστιανικό πολιτισμό πάνω στόν ὁποῖο στάθηκαν καί ἐργάσθηκαν ὅλοι οἱ σοφοί τοῦ κόσμου. Καί θά ἄξιζε νά ἀκουσθοῦν καί γι᾽ αὐτούς τά μνημειώδη λόγια τοῦ Churchill γιά τή μικρή, τήν ὀλιγάριθμη ὁμάδα ἀεροπόρων πού ἔπεσαν (μεταξύ αὐτῶν κι ἕνας Ἕλληνας, ὁ σμηναγός Ν. Δημάδης) στήν ἱστορική μάχη τῆς Ἀγγλίας:
—Οὐδέποτε, εἶπε ὁ Churchill, στήν Ἱστορία τῆς Ἀνθρωπότητος πρόσφεραν τόσο λίγοι, τόσα πολλά σέ τόσους πολλούς (So few, so much to so many).
Λόγια πού ταιριάζουν καί στούς τρεῖς αὐτούς ἄνδρες τῆς Ἱστορίας, τούς τρεῖς Ἱεράρχες, πού τόσο λίγοι αὐτοί πρόσφεραν καί προσφέρουν τόσα πολλά σέ τόσους πολλούς. Στήν Οἰκουμένη ὁλόκληρη ὡς “οἰκουμενικοί διδάσκαλοι”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

5. «Ὁ Soljenitsyne ἔχει πεῖ σέ μιά ἀξιομνημόνευτη φράσι του, ὅτι “ἡ διαχωριστική γραμμή μεταξύ τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ περνᾶ μέσα ἀπό τήν καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου”»(ΕΣ 53).

6. «Τό ταξίδι τῆς ζωῆς οἱ ἄνθρωποι τό ζοῦν μέ δύο διαφορετικούς τρόπους.
Ἄλλοι μπαίνουν στό ἀεροπλάνο κι ἄλλοι μένουν στό ἀεροδρόμιο.
Οἱ πρῶτοι, πετοῦν στούς αἰθέρες καί ἀπολαμβάνουν τή γοητεία τοῦ ταξιδιοῦ.
Οἱ ἄλλοι, καρφώνονται στίς αἴθουσες ἀναμονῆς, χαζεύουν στίς βιτρίνες τοῦ ἀεροδρομίου καί ξοδεύουν τή ζωή τους ἀγοράζοντας... “εἴδη ἀφορολόγητα”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

7. Διδάσκει ὁ Ἐπίσκοπος Σεργκίεβο Βασίλειος Ὄσμπορν: Ὁ Ζακχαῖος «ἀνέβηκε σ᾽ ἕνα δέντρο.
Τό ἀποτέλεσμα ἦταν ὄχι μόνο νά Τόν ἀντικρίση, μά καί ὁ ἴδιος νά γίνη θεατός ἀπό τόν Ἰησοῦ. Κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς τόν πρόσεξε, δέν τόν ἐπαίνεσε ἀμέσως γιά τό ζῆλο του, ἀλλά μᾶλλον τοῦ ζήτησε νά κατέβη κάτω, νά πατήση στό ἔδαφος ἄν ἤθελε νά Τόν συναντήση. Τοῦ εἶπε κατ᾽ οὐσίαν πώς ἄν σκόπευε νά Τόν γνωρίση κατά πρόσωπο, ἔπρεπε νά κατέβη ἐκεῖ ὅπου ὁ Χριστός ἦταν, στό ἔδαφος.
Καί ἐμεῖς ἔχουμε τά ἴδια προβλήματα μέ τό Ζακχαῖο. Γνωρίζουμε ὅτι εἴμαστε “κοντοί στό ἀνάστημα” καί δέν μποροῦμε νά δοῦμε· κοιτάζουμε τριγύρω καί νομίζουμε ὅτι οἱ ἄλλοι ἔχουν πλεονεκτικότερη θέσι ἀπό μᾶς στή θέασι τοῦ Χριστοῦ. Καί ὁ καθένας μας μέ τόν τρόπο του σκαρφαλώνει ἐνδόμυχα σ᾽ ἕνα δέντρο, ἤ ἔστω ἁπλά τό ἐπιθυμεῖ, λέγοντας: “Ἄν ἤμουν ἀλλιώτικος, ἄν ἤμουν ψηλότερος... θά μποροῦσα νά δῶ”.
Ὅμως ὁ Χριστός λέει στόν καθένα ἀπό μᾶς:
“Ἔλα κάτω”. “Ἔλα ἐκεῖ ὅπου Ἐγώ βρίσκομαι. Βάλε στήν ἄκρη κάθε λογισμό πού σοῦ ὑποβάλλει τήν ἀνάγκη τῆς προσωπικῆς σου ἀνυψώσεως προκειμένου νά Μέ δῆς. Ἐγώ ἔχω ἔρθει σέ σένα, στό δικό σου τόπο. Λαχταρῶ νά σέ συναντήσω ἐκεῖ ὅπου ζῆς· ὄχι κάπου ἀλλοῦ. Ἐπιθυμῶ νά σέ γνωρίσω ὅπως εἶσαι, κι ἐσύ νά Μέ γνωρίσης ὅπως εἶμαι”. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός μᾶς ζητᾶ νά εἴμαστε ἀληθινοί· ἀληθινοί ἀπέναντι στόν ἑαυτό μας —ἄν σκοπεύουμε καί ἐμεῖς νά γνωρίσουμε Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Καί μόνο ἡ ἀλήθεια γιά τόν ἑαυτό μας μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήση στήν ταπείνωσι, νά μᾶς ἀνυψώση μέχρι τό κατώφλι τῆς μετανοίας»(ΕΣ 3).

8. «Οἱ “πλούσιοι τοῦ χρήματος” εἶναι δύσκολο νά μποῦνε στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Οἱ “πλούσιοι τοῦ πνεύματος” εἶναι ἀδύνατο»(ΙΕ 87).
Οἱ “πλούσιοι τοῦ πνεύματος” εἶναι οἱ ὑπερήφανοι. 

9. Μικρές ἀλήθειες: «Ἡ καλή φήμη εἶναι ἕνα ἄλογο, πού ὅλοι θέλουν νά τό καβαλικέψουν. Ἀλλά λίγοι θέλουν νά τό ταΐσουν»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ἡ ζωή μοιάζει μέ βιβλίο, τό ὁποῖο οἱ ἐπιπόλαιοι καί οἱ τεμπέληδες τό φυλλομετροῦν ἀδιάφορα, ἐνῶ οἱ φρόνιμοι τό διαβάζουν μέ προσοχή γιατί ξέρουν ὅτι μιά μονάχα φορά ἐπιτρέπεται νά τό διαβάσουν»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

10. Ἀναφέρει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Σέ ἕνα παλαιό μουσουλμανικό νεκροταφεῖο ὑπάρχει ὁ τάφος ἑνός πασίγνωστου φιλάργυρου. Στήν πλάκα κάτω ἀπ᾽ τό ὄνομά του καί στήν θέσι ὅπου χαράσσουν τό ἔτος γεννήσεως καί τό ἔτος θανάτου, ἐκεῖ ἔγραφαν: “Δέν ἔζησε! Μέρα-νύχτα μάζευε παράδες”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).


11. «Μόνο οἱ “πτωχοί τῷ πνεύματι” εἶναι “πλούσιοι τῇ πίστει”»(ΙΕ 282).

12. «Ἕνας γεωργός δούλευσε πολύ σκληρά στή ζωή του, νά διακριθῆ σάν ἕνας ἀπ᾽ τούς καλύτερους παραγωγούς ροδάκινων. Τά δένδρα ἦταν κάτανθα. “Σέ εὐχαριστῶ Θεέ μου!”. Ἀλλά ἦλθε ἡ παγωνιά καί κατέστρεψε ὅλα τά ροδάκινα. Τήν ἑπομένη Κυριακή δέν πῆγε στήν Ἐκκλησία. Σταμάτησε γιά πολύ καιρό. Πῆγε νά τόν ἐπισκεφθῆ ὁ ἱερέας του. Ὁ ἀπογοητευμένος γεωργός τοῦ εἶπε:
—Οὔτε θά ξαναπατήσω στήν ἐκκλησία. Νομίζεις ὅτι μπορῶ νά λατρεύσω ἕνα Θεό, πού μέ ἀγαπᾶ τόσο λίγο, πού ἐπιτρέπει σέ μιά παγωνιά νά καταστρέψη ὅλα τά ροδάκινά μου;
Ὁ ἱερέας τόν κοίταξε σιωπηλά γιά λίγο καί μέ πολλή εὐγένεια τοῦ ἀπάντησε:
—Ἀγαπητέ μου, ὁ Θεός ἀγαπᾶ ἐσένα περισσότερο ἀπ᾽ τά ροδάκινά σου. Ξέρει ὅτι, παρά τό γεγονός ὅτι τά ροδάκινα δέν ἔχουν ἀνάγκη τήν παγωνιά, ὅμως δέν μπορεῖ νά παραγάγη τούς καλύτερους ἀνθρώπους χωρίς παγωνιές. Ὁ Θεός δέν εἰδικεύεται σέ ροδάκινα, ἀλλά σέ ἀνθρώπους»(ΖΘ 7).

13. Γράφει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ὅταν ἔφθασε ἡ εἴδησι πού συγκλόνισε τόν κόσμο, ὅτι ὁ μεγάλος Ἰνδός ἡγέτης Mahatma Gandhi δολοφονήθηκε, ὁ Bernard Shaw ἔκανε τό ἀκόλουθο σχόλιο: “Δέν φταίει ὁ δολοφόνος. Φταίει αὐτός πού ὕψωσε τό κεφάλι του τόσες σπιθαμές πάνω ἀπ᾽ τά δικά μας σκυφτά κεφάλια κι ἔγινε στόχος”.
Παρόμοιο πικρό σχόλιο ἔκανε ἕνας θυμόσοφος Ἱεράρχης ὅταν ἡ Ἱ. Σύνοδος ἀρνήθηκε τήν προαγωγή σέ Ἐπίσκοπο ἑνός λαμπροῦ μέ μεγάλα προοσόντα κληρικοῦ: “Δέν φταῖμε ἐμεῖς οἱ συνοδικοί, εἶπε, ἀλλά αὐτός, πού φρόντισε ν᾽ ἀποκτήση τόσα προσόντα καί νά ψηλώση τόσο, ὥστε νά μήν τόν χωράη ἡ πόρτα μας”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

14. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ἄν τά ὄνειρά σου δέν πραγματοιοῦνται, σημαίνει ὅτι παρακοιμᾶσαι»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Οἱ λεπτομέρειες στή ζωή κάνουν τήν τελειότητα. 
Ἡ τελειότητα στή ζωή δέν εἶναι λεπτομέρεια»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ Χριστιανισμός δέν γνωρίζει συνταξιούχους οὔτε ἀπομάχους. Ἀναγνωρίζει μόνο ἀγωνιστές»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

15. «Ἦταν ἕνας περίφημος διευθυντής ὀρχήστρας. Ἔκανε πρόβες ἡ ὀρχήστρα του. Ἀποτελεῖτο ἀπό 120 μουσικά ὄργανα. Ἐκεῖνος πού ἔπαιζε ἕνα μικρό φλάουτο νόμιζε πώς ἦταν ἀνάγκη νά ξεκουρασθῆ λιγάκι. “Ποιός θά μέ ἀντιληφθῆ ὅτι σταμάτησα νά παίζω μέσα σέ τόσα ὄργανα;”. Ξαφνικά, ὅμως, ὁ διευθυντής τίναξε τά χέρια του στόν ἀέρα. Διέταξε τήν ὀρχήστρα νά σταματήση. Φώναξε: “Ποῦ εἶναι τό μικρό φλάουτο; Τό ἔχασα ἀπό τ᾽ αὐτί μου”.
Καί ἐσύ νομίζεις πώς ἀποτελεῖς ἕνα ἀσήμαντο μικρό φλάουτο. Μέσα στούς τόσους ἀνθρώπους, πῶς μπορεῖ ὁ Θεός νά σέ παρακολουθῆ καί νά ἐνδιαφέρεται γιά σένα; Κι ὅμως ξέρει πώς Τόν ἔχεις ἀνάγκη, θέλει νά Τόν πλησιάσης, νά μιλήσης μαζί Του, νά τοῦ ζητήσης καί ἐσύ τό ἔλεός Του»(ΣΖ 90).

16. Γράφει ὁ Bernie May: «Στίς ἀρχές Μαΐου τοῦ 1972, ὁ καλός μου φίλος ὁ Μπένγκετ Γιάνβικ ἔγινε τό ἀντικείμενο μιᾶς μαζικῆς ἐπιχειρήσεως διασώσεως, ἐνῶ μετέφερε ἕνα καινούργιο ἀεροπλάνο στήν Galena τῆς Alaska. Τό ὕπουλο “βροχερό πέρασμα”, μιά πυξίδα πού ταλαντευόταν καί κάποια ἀπότομα καθοδικά ρεύματα εἶχαν σάν ἀποτέλεσμα νά συντριβῆ σ᾽ ἕνα ἀπρόσιτο βουνίσιο φαράγγι. Ὁ Μπένγκετ, ἄν καί ἐπέζησε ἀπ᾽ τήν πτῶσι χωρίς τραύματα, ἦταν ἀγνοούμενος. Μιά χιονοθύελλα πού ξέσπασε, κάλυψε ὅλη τήν περιοχή γιά τίς ἑπόμενες τέσσερεις μέρες.
Στό μεταξύ οἱ ἀρχές καί οἱ φίλοι του ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν. Πενῆντα ὁμάδες ἔρευνας καί διασώσεως καί ἄλλα τόσα στρατιωτικά καί πολιτικά ἀεροπλάνα ἄρχισαν νά ψάχνουν τό βουνό. Ἕνας φίλος ἐπιχειρηματίας ἀπ᾽ τήν California πῆγε στήν Alaska καί μίσθωσε ἐπιπλέον ἀεροπλάνα καί ἑλικόπτερα, γιά νά βοηθήσουν στίς ἔρευνες. Χριστιανοί φίλοι ἀπ᾽ ὅλο τόν κόσμο προσεύχονταν.
Τήν πέμπτη μέρα ἀναγνωριστικά ἀεροπλάνα πέταξαν πάνω ἀπ᾽ τόν Μπένγκετ, ὅμως δέν τόν εἶδαν. Τή δέκατη τρίτη μέρα τά ἀεροπλάνα σταμάτησαν τίς ἔρευνες. Καθώς τελείωναν τά ἐφόδιά του, ὁ Μπένγκετ πίστευε πώς κάθε ἐλπίδα σωτηρίας εἶχε χαθῆ. Ἐκείνη τή δέκατη τρίτη μέρα, ὅμως, ἕνα ἑλικόπτερο, πού πέταξε στό φαράγγι, τόν ἐντόπισε.
Ὁ χαμένος βρέθηκε! Μπορεῖτε νά φαντασθῆτε τήν ἀγαλλίασι καί τόν ἐνθουσιασμό! Ἡ γυναῖκα καί τά παιδιά του, οἱ φίλοι του, οἱ ὁμάδες ἔρευνας, ὅλοι ξεφώνιζαν ἀπ᾽ τή χαρά τους.
Τότε ὀργανώθηκε μιά δεξίωσι. Ὁ μεγαλύτερος διαθέσιμος χῶρος, μέ καθίσματα γιά 250 ἄτομα, ἦταν ἀσφυκτικά γεμάτος. Συντονιστής τῆς βραδυᾶς ἦταν ὁ ἐπιχειρηματίας, πού εἶχε ναυλώσει τό ἑλικόπτερο, ὅταν ὅλα τά ἄλλα ἀεροπλάνα εἶχαν ἐγκαταλείψει τίς προσπάθειες. Ὁ Μπένγκετ, ὁ ἴδιος, εἶχε τήν εὐκαιρία νά πῆ “εὐχαριστῶ” στούς ἀνθρώπους, πού εἶχαν περάσει ὧρες καί μέρες, ψάχνοντας γι᾽ αὐτόν, ἕνα χαμένο, τόν ὁποῖο δέν τόν γνώριζαν προσωπικά.
Καθώς ὁ Μπένγκετ μᾶς ἐδιηγεῖτο αὐτή τήν ἱστορία, δέν μπόρεσα νά μή σκεφθῶ μιά ἄλλη σύναξι. Τελετάρχης θά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς. Ἡ μεγαλόπρεπη οὐράνια αἴθουσα θά εἶναι κατάμεστη. Μπορῶ νά ἀκούσω ἀνθρώπους ἀπό διάφορες φυλές —Κάμπας, Κέουας, Ἄουκας— νά λένε: “Σᾶς εὐχαριστοῦμε, γιατί ὀργανώσατε τήν ὁμάδα σωτηρίας· σᾶς εὐχαριστοῦμε, γιατί παραμείνατε σ᾽ αὐτήν. Σᾶς εὐχαριστοῦμε πού μᾶς βρήκατε. Βρισκόμαστε ἐδῶ, ἐπειδή ἐσεῖς ἐνδιαφερθήκατε”»(ΚΘ 63).

17. «Ἦταν μιά ἀρχοντογυναῖκα. Τήν ἐπισκέφθηκε μιά μέρα ἕνας πιστός. Ἦταν βαρειά ἄρρωστη. Ἤξερε ὅτι κινδύνευε νά πεθάνη.
—Θέλω νά σᾶς ρωτήσω κάτι, εἶπε στόν ἐπισκέπτη. Τώρα πού πρόκειται νά πεθάνω, θά ἤθελα νά μάθω ἄν στόν οὐρανό ὑπάρχουν δύο χωριστά διαμερίσματα, ἕνα γιά τούς ἄρχοντες, τούς φημισμένους καί ἀνεπτυγμένους· κι ἕνα γιά τούς ὑπηρέτες, τούς ἀγραμμάτους, τούς ἄξεστους. Ἄν μόνο ἕνα διαμέρισμα ὑπάρχη, δέν ξέρω πῶς θά τά καταφέρω νά ἀνεχθῶ νά ζήσω μέ τήν ὑπηρέτριά μου, πού εἶναι τόσο ἄξεστη.
—Μή στενοχωρεῖσθε, τῆς λέει ὁ πιστός. Δέν ὑπάρχει φόβος συνυπάρξεως. Ἄν πρῶτα δέν ἀπαλλαγῆτε ἀπό τήν καταραμένη ὑπερηφάνειά σας, δέν πρόκειται νά πᾶτε στόν οὐρανό καθόλου!»(ΘΚ 20).

18. Μικρές ἀλήθειες: «Μή λές πάντοτε ὅσα γνωρίζεις.
Γνώριζε, ὅμως, πάντοτε ὅσα λές»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Ὁ Χριστιανισμός ἐκπολιτίζει, ἀλλά ὁ πολιτισμός δέν ἐκχριστιανίζει»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τό σπουδαιότερο μέρος τοῦ βιβλίου τῆς ζωῆς, εἶναι ὁ ἐπίλογος. “Τά στερνά τιμοῦν τά πρῶτα”, λέει ὁ λαός»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Εἶχε ὁράματα ἀετοῦ ἀλλά δέν διέθετε παρά φτερά πεταλούδας. Γι᾽ αὐτό μιά ὁλόκληρη ζωή παράδερνε. Κι ὀνειροβατοῦσε»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

19. «Ἕνας διάσημος ἱεροκήρυκας, ἐνῶ ἦταν στόν ἄμβωνα, ἔλαβε μιά κάρτα, πού τοῦ διαβιβάσθηκε ἀπό κάποιον, πού βρισκόταν στό ἀκροατήριο. Τή διάβασε ὁ ἱεροκήρυκας. Ἦταν ἀπό κάποιο φημισμένο ἀγνωστικιστή. Ἔδινε τήν πρόσκλησι στό Χριστιανό ἱεροκήρυκα, νά συζητήση δημοσίᾳ μαζί του, γιά τό θέμα: “Ὁ Ἀγνωστικισμός κατά τοῦ Χριστιανισμοῦ”. Ὁ ἀγνωστικιστής, θά πλήρωνε ὅλα τά σχετικά ἔξοδα τῆς αἴθουσας κοκ.. Ὁ ἱεροκήρυκας, ἀδίστακτα, διάβασε τήν πρόσκλησι τοῦ ἀγνωστικιστῆ μεγαλοφώνως, εἰς ἐπήκοον ὅλων τῶν ἀκροατῶν καί πρόσθεσε: “Δέχομαι τήν πρόσκλησι ὑπό τούς ἑξῆς ὅρους: 1) Νά ὑποσχεθῆτε, νά φέρετε μαζί σας στήν ἐξέδρα, στήν ὁποία θά συζητήσουμε, κάποιον, πού κάποτε ὑπῆρξε ἄσωτος, χαμένος καί ὁ ὁποῖος, ἀκούγοντας μία ἤ περισσότερες διαλέξεις ἀγνωστικισμοῦ, ὠφελήθηκε καί ἀπαλλάχθηκε τῶν ἁμαρτιῶν του, κι ἔγινε καινούργιος ἄνθρωπος, καί σήμερα ἀπ᾽ τήν κοινωνία ἐκτιμᾶται.
2) Νά φέρετε στήν ἐξέδρα μαζί σας, μιά γυναῖκα, ξένη πρός τήν ἠθική καί τήν ἁγνότητα, ἡ ὁποία, ὅμως, τώρα, μπορεῖ νά ὁμολογήση ὅτι, χάρις στήν ἀπιστία, ἐλευθερώθηκε ἀπ᾽ τά σαρκικά της πάθη καί ἀπέκτησε μίσος πρός τήν ἁμαρτία καί ἀγάπη γιά τήν καθαρότητα καί ἁγιότητα τῆς ζωῆς. Καί ὅτι ὅλη αὐτή ἡ ἀλλαγή ὀφείλεται στήν ἀπιστία της πρός τή Βίβλο.
Τώρα, κ. Ἄπιστε, ἄν δέχεσθε τούς ὅρους αὐτούς, ἐγώ ὑπόσχομαι νά φέρω μαζί μου ἑκατό τέτοια πρόσωπα, κάποτε χαμένα, πού ἄκουσαν τό Εὐαγγέλιο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, πίστευσαν, ἀναγεννήθηκαν καί ἡ ζωή τους ριζικά ἄλλαξε. Θά σᾶς φέρω ἑκατό ἀνθρώπους, πού ἀπό σατανάδες, ἔγιναν ἅγιοι. Δέχεσθε, κ. Ἄπιστε;”.
Ὁ ἀγνωστικιστής τά μάζεψε καί, χωρίς νά πῆ λέξι, σηκώθηκε κι ἔφυγε»(ΘΚ 23).

20. Σκόρπιες ἀλήθειες: «Ἡ τιμιότητα καί τά πλούτη δέν βρίσκονται μέσα στό ἴδιο σακκί»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Τά μικρά ρυάκια φλυαροῦν μέ θόρυβο γιατί δέν ἔχουν βάθος. Οἱ μεγάλοι ποταμοί κυλᾶνε σιωπηλά»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

21. «Ἕνας κλέφτης τά ᾽χασε ὅταν τόν ἔπιασε ὁ Δημοσθένης νά κλέβη τό σπίτι του θέλοντας δέ νά δικαιολογηθῆ, τοῦ εἶπε: “Δέν ἤξερα ὅτι εἶναι δικό σου”. Ἀλλά ὁ Δημοσθένης τόν ἀποστόμωσε: “Ἤξερες, ὅμως, ὅτι δέν εἶναι δικό σου”»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

22. Ἀναφέρει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ἐκεῖ ὅπου ὁ Σατανᾶς δέν μπορεῖ νά πάη αὐτοπροσώπως στέλνει —λέει μιά παροιμία— ὡς ἀντιπρόσωπό του τό κρασί...
Πόσα ἐγκλήματα δέν ἔγιναν καί δέν γίνονται καθημερινά ἐξαιτίας του:
Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος πάνω στή μέθη του φόνευσε τόν Κλεῖτο, τό Φιλώτα καί τόν Παρμενίωνα τούς ἀρίστους στρατηγούς καί φίλους του. Καί πολλοί ἄλλοι ἄσημοι “ἀλέξανδροι” φονεύουν ὑπό τούς καπνούς τῆς μέθης πολλά ἄλλα “ἄριστα” καί “φίλτατα” τῆς ζωῆς τους»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

23. Γράφει ὁ Bernie May: «Τό νά στηρίζεται κανείς σέ ὑποθέσεις εἶναι μερικές φορές ἐπικίνδυνο —εἰδικά ὅταν αὐτές γίνωνται πρίν τήν ἀπογείωσι καί ἀφοροῦν τόν ἀνεφοδιασμό του μέ καύσιμα.
Πρίν μερικά χρόνια στόν Ἰσημερινό, ἕνα τετρακινητήριο Douglas (DC 4), μόλις ἀπογειώθηκε, παρουσίασε προβλήματα. Μετά ἀπό δέκα λεπτά πτήσεως, ὁ πιλότος τοῦ βαρυφορτωμένου μεταγωγικοῦ ἀεροσκάφους, μετέδωσε μέ τόν ἀσύρματό του στό Guayaquil ὅτι ἕνας ἀπ᾽ τούς κινητῆρες του εἶχε σταματήσει. Μέ ἠρεμία ἀνέφερε ὅτι “πτέρωσε” τήν ἕλικα καί συνέχιζε τήν πτῆσι του.
Μετά ἀπό τρία λεπτά μετέδωσε ὅτι σταμάτησε κι ἕνας ἀκόμη κινητήρας καί ὅτι τώρα ἐπέστρεφε στό ἀεροδρόμιο. Ἕνα λεπτό ἀργότερα κάλεσε ἐπειγόντως, γιά νά ἀνακοινώση ὅτι οἱ κινητῆρες τρία καί τέσσερα εἶχαν ἐπίσης σταματήσει κι ὅτι τό σκάφος ἔπεφτε. Σάν ἀπό θαῦμα, μπόρεσε νά προσγειώση τό βαρύ ἀεροσκάφος σέ μιά μπανανοφυτεία καί τά τρία μέλη τοῦ πληρώματος πήδηξαν ἔξω χωρίς γρατζουνιά.
Οἱ ἀνακρίσεις ἀποκάλυψαν ὅτι τό κάθε μέλος τοῦ πληρώματος νόμιζε ὅτι οἱ ὑπόλοιποι εἶχαν φροντίσει νά ἀνεφοδιάσουν τό σκάφος μέ καύσιμα. Ἔτσι εἶχαν ἀπογειωθῆ μέ ἄδειες τίς δεξαμενές. Πρίν ἀπό ἕνα λεπτό ὅλα λειτουργοῦσαν τέλεια. Στό ἑπόμενο ἔπεφταν στό ἔδαφος. Ἕνα DC 4 δέν μπορεῖ νά κρατηθῆ γιά πολύ στόν ἀέρα, χωρίς νά δουλεύουν οἱ κινητῆρες του.
Ἡ εἰρωνεία εἶναι ὅτι τό ἀεροπλάνο αὐτό, πού ἔμεινε ἀπό καύσιμα, ἦταν φορτωμένο μέ βαρέλια βενζίνης γιά ἀεροπλάνο, πού ἔπρεπε νά παραδοθοῦν σ᾽ ἕνα ἄλλο ἀεροδρόμιο.
Μιά ἀνάλογη περίπτωσι παραλείψεως στόν πνευματικό πιά χῶρο φανερώθηκε, καθώς δειπνούσαμε, τελευταῖα, μέ τό διευθυντή ἑνός χριστιανικοῦ κολλεγίου. Ἡ συζήτησί μας ἄρχισε ἀπ᾽ τήν πολιτική κατάστασι, πέρασε στήν ἠθική παρακμή, τή διάλυσι τῆς οἰκογενείας καί κατέληξε στό ἑξῆς ἐκπληκτικό:
Ὁ ἐφημέριος τοῦ Κολλεγίου, ἀνησυχώντας γιά τήν ἔλλειψι ἐνδιαφέροντος ἀπ᾽ τό μέρος τῶν φοιτητῶν γιά τά πνευματικά πράγματα, ἔφτιαξε ἕνα ἁπλό τέστ βιβλικῶν γνώσεων. Χωρίς δύσκολες ἤ διφορούμενες ἐρωτήσεις, ἁπλᾶ μιά προσπάθεια νά καταλάβη πόσο αὐτά τά παιδιά εἶχαν κάνει κτῆμα τους τά σχετικά μέ τή Βίβλο. Ἑτοιμασθῆτε γιά τά ἀποτελέσματα. Ἄν καί τό 95% ἀπό αὐτούς πού ρωτήθηκαν προέρχονταν ἀπό χριστιανικές οἰκογένειες..., ἦταν βιβλικά ἀκατατόπιστοι καί ἀπληροφόρητοι. Σχεδόν κανένας τους δέν ἤξερε τόν ἀριθμό τῶν βιβλίων τῆς Γραφῆς. Μερικοί νόμιζαν ὅτι ὁ Μωϋσῆς ἦταν μαθητής τοῦ Χριστοῦ καί οἱ περισσότεροι εἶπαν ὅτι ἡ Ἔξοδος βρίσκεται στήν Καινή Διαθήκη.
Βέβαια, ὁ κίνδυνος βρίσκεται στό γεγονός ὅτι ὅλοι αὐτοί νομίζουν πώς προχωροῦν μέ γεμάτες δεξαμενές. Πιστεύουν ὅτι διαθέτουν κάτι, τό ὁποῖο στήν πραγματικότητα δέν κατέχουν.
Χαίρομαι γιά καθένα πού ἀνυψώνεται πρός τό Θεό. Ἐλπίζω, ὅμως, πρίν πετάξη πάνω ἀπό κάποια πυκνή ζούγκλα, νά ἔχη ἐλέγξει τίς δεξαμενές του μέ τά καύσιμα.
Θυμηθῆτε ὅτι ἀκόμα καί μετά ἀπό τρία ὁλόκληρα χρόνια φοιτήσεως σέ βιβλικό σχολεῖο, ὁ Ἰησοῦς σύστησε στούς μαθητές Του νά μή δώσουν τή μαρτυρία τους, πρίν πάρουν, μαζεμένοι σέ ἕνα ἀνώγειο, τή δύναμι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ σκέψι τῆς συντριβῆς ἑνός ἀεροπλάνου, ξέρετε, μπορεῖ νά καταστρέψη ὁλόκληρη τή μέρα σας»(ΘΒ 58).

24. J. Ηolzner: «Ὅποιος φυτεύει κέδρα καί βαλανιδιές, πρέπει νά ᾽χη τήν παρηγοριά ὅτι θά ρίχνουν τή σκιά τους στόν τάφο του· ὁ ἴδιος, ὅμως, δέν θά δῆ παρά μόνο κάτι λεπτά δενδράκια.
Κάτω, ὅμως, ἀπ᾽ τή σκιά τους θά ξεκουρασθοῦν γενεές γενεῶν»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

25. Μικρές ἀλήθειες: «Ἡ ἀληθινή ταπεινοφροσύνη κρύβει ὄχι μονάχα ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, ἀλλά ἀκόμη καί τόν ἑαυτό της»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).
«Γιά ψάρι πού δέν ἔπιασες τί βάζεις τηγάνι;»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

26. Διαπιστώνει ὁ Κ. Κούρκουλας: «Ὦ, Κύριε! Ὅσο κακό μποροῦσαν νά Σοῦ κάνουν οἱ ἄνθρωποι Σοῦ τό ἔκαναν ἤδη. Ἑκατομμύρια Ἰοῦδες Σέ φίλησαν. Λεγεῶνες Φαρισαίων Σέ βλασφημοῦν μέ τήν ὑποκρισία τους. Ἕνας ἀφρισμένος ὄχλος, μέσα στούς αἰῶνες ζητᾶ διαρκῶς, κάτω ἀπ᾽ τό Πραιτώριο τῆς ζωῆς, τό θάνατό Σου. Καί Πιλάτοι ἀναρίθμητοι, ντυμένοι μαῦρα καί κόκκινα Σέ παραδίδουν στό θάνατο, ἀφοῦ ἀναγνωρίσουν τήν ἀθωότητά Σου. Σέ ἀπωθήσαμε, γιατί ἤσουν πολύ ἁγνός γιά μᾶς. Σέ καταδικάσαμε νά πεθάνης, γιατί ἤσουν ἡ καταδίκη τῆς ζωῆς μας. Ὅλες οἱ γενιές εἶναι ἀπαράλλακτες μέ τή γενιά πού Σέ σταύρωσε. Ἀλλά ἐμεῖς, θέλουμε νά ἔλθης μέσα στή δόξα Σου τό γρηγορότερο. Θά Σέ περιμένουμε κάθε μέρα, θεῖε Ἐσταυρωμένε πού ὑπέφερες ἀγαπώντας μας καί τώρα μᾶς κάνεις νά ὑποφέρουμε ἀγαπώντας Σε»(Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

27. Alexis Carrel: «Τά ἕλκη τοῦ στομάχου δέν προέρχονται τόσο ἀπ᾽ αὐτό τό ὁποῖο τρῶμε (τίς τροφές), ἀλλά κυρίως ἀπ᾽ ὅ,τι μᾶς τρώει (τίς πίκρες)»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

28. Blaise Pascal: «Τό μέγα θαῦμα στή Δημιουργία ἔγκειται στό ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνάγκη νά γίνωνται θαύματα γιά νά συνεχίζεται ἡ δημιουργία»(στό: Κ. Κούρκουλα, Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

29. Percy Bysshe Shelley (Ὀζυμανδίας, 1817):
«Συνάντησα ἕνα ταξιδιώτη ἀπό χώρα ἀρχαία.
Εἶπε: “Τεράστια, δίχως κορμό, δύο πόδια πέτρινα
ὑψώνονται στήν ἔρημο... Κοντά τους, μές στήν ἄμμο
βυθισμένο, ἕνα θρυμματισμένο πρόσωπο· τά σκυθρωπά του
χείλη, πτυχωμένα σ᾽ ἕνα χαμόγελο ψυχρῆς ὑπεροχῆς,
λένε ὁ γλύπτης τους πώς διάβασε σωστά αὐτά τά πάθη
πού ἀκόμη ζοῦνε χαραγμένα στ᾽ ἄψυχα τοῦτα πράγματα
τό χέρι πού τά περιγέλασε καί τήν καρδιά πού τά ᾽θρεψε.
Καί πάνω στό κρηπίδι αὐτές οἱ λέξεις ἀχνοφαίνονται:
῾Ὀζυμανδίας τ᾽ ὄνομά μου, ὁ Βασιλεύς τῶν Βασιλέων,
κοιτάξτε τά ἔργα μου, ἰσχυροί, κι ἀπελπισθεῖτε!᾽
Ἄλλο τίποτε δέν μένει. Γύρω ἀπ᾽ τή φθορά
τῶν κολοσσιαίων ἐρειπίων, ἀπέραντη, γυμνή,
μόνη ἡ ἔρημος, κι ἐπίπεδη, ἁπλώνεται μακρυά”»(ΚΕ 341).
Τό ἄστατο τῆς ζωῆς. 

30. Γράφει ὁ Κων/νος Κούρκουλας: «Στό βασιλιά τῶν Περσῶν ἔφθασε πρεσβεία Σπαρτιατῶν γιά διαπραγματεύσεις. Τούς ρώτησε ἄν εἶναι κρατική ἤ ἰδιωτική ἀποστολή καί ὁ ἐπικεφαλῆς εἶπε: “Ἄν ἐπιτύχουμε εἴμαστε κρατικοί, ἄν ἀποτύχουμε εἴμαστε ἰδιωτικοί”.
Κάπως παρόμοιο ἦταν καί τό σύνθημα τοῦ μεγάλου πολιτικοῦ Adenauer, ἱδρυτῆ καί ἡγέτη τοῦ Χριστιανοδημοκρατικοῦ κόμματος τῆς Γερμανίας. Στόν ἐκλογικό στίβο κατέβηκε μέ τή διακήρυξι: “Ἄν ἐπιτύχω, τοῦτο θά τό χρωστᾶμε στίς χριστιανικές μου πεποιθήσεις. Ἄν ἀποτύχω, τοῦτο θά ὀφείλεται στίς προσωπικές μου ἀδυναμίες”»(Κων/νου Κούρκουλα, Τό Ἄγγελμα τῆς Ἡμέρας).

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Ψυχική Τόνωση (Διαχρονικό Ημερολόγιο), εκδ. Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός




<>













Total Pageviews

Welcome...! - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com