Ο Άγιος Νεκτάριος το 1920 προσεβλήθη από προστάτη. Τότε προαισθάνθηκε τον θάνατο του. Καθώς προσευχόταν είπε στη Μοναχή Νεκταρία:
-Ας ευλογήσω για τελευταία φορά το Μοναστηράκι μου και τους Χριστιανούς της νήσου,διότι σε λίγο θα απέλθω.
– Που θα πας; τον ρώτησε η Μοναχή.
-Εις τους Ουρανούς,της απάντησε.
– Και τι θα γίνουμε εμείς,χωρίς εσένα;
-Σεις να είστε καλές,τις απαντούσε και θα έρθουν πολλοί να σας προστατεύσουν.Θα ρθούνε λαϊκοί και Ιερείς και Αρχιερείς.
Από τότε οι πόνοι έγιναν αφόρητοι.Οι Μοναχές τον μετέφεραν στο Αρεταίειον Νοσοκομείο.
-Καλόγηρος είναι; ρώτησε ο υπάλληλος που του έπαιρνε τα στοιχεία ?
-Όχι, Δεσπότης,του απάντησε η Μοναχή.
-Άφησε τα αστεία,Γερόντισσα.Πες το όνομα του για να συμπληρώσω το δελτίο.
-Δεσπότης παιδί μου.Είναι ο Πενταπόλεως.
-Δεσπότης και δεν έχει χρυσό εγκόλπιο και χρήματα;
Πράγματι δεν είχε χρήματα και τον έβαλαν με τους άπορους,με τους ανιάτους και με τους μελλοθανάτους.
Έζησε εκεί δύο μήνες με φρικτούς πόνους και παρέδωσε το πνεύμα του,προσευχόμενος και γαλήνιος,το βράδυ 8 Νοεμβρίου του 1920 αφού προηγουμένως μετέλαβε των Αχράντων Μυστήριων.
Όταν όμως ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα του,στο θάλαμο οι αδελφές τον άλλαξαν προς ενταφιασμό και του φόρεσαν καθαρά ρούχα
.Τη φανέλα του όμως,όταν την έβγαλαν την έριξαν προς στιγμή,στο διπλανό κρεββάτι,που ήταν ένας παράλυτος.
Παραδόξως όμως ο παράλυτος κατάλαβε ότι έγινε καλά.Σηκώθηκε από το κρεββάτι υγιής και περπατούσε και δόξαζε τον Θεό.
Ο θάλαμος του Νοσοκομείου, μέσα στον οποίο εκοιμήθη ο Άγιος,έπειτα από λίγη ώρα μοσχοβόλησε και επί μήνες ευωδίαζε.
Γι αυτό και δεν είχαν βάλει κανένα ασθενή εκεί.Και έκτοτε το δωμάτιο αυτό το χρησιμοποιούσαν ως τόπο προσκυνήματος.
<>
Η μετά θάνατον εμφάνιση του Αγίου Νεκταρίου στον χωροφύλακα
Όταν ακόμη ζούσε ο Άγιος έλεγε εις ένα χωροφύλακα άπιστον, να πιστέψει. Ότι υπάρχει δηλαδή Θεός, να μετανοήσει, να εξομολογηθεί, να εκκλησιάζεται, να κοινωνεί. Ο χωροφύλαξ όμως δεν επίστευε σε τίποτα. Πάντως ήλθεν εποχήν που ο χωροφύλαξ μετετέθη επί 12 χρόνια, από την Αίγιναν εις την Μακεδονίαν.
Μετά όμως ξαναγύρισε εις την Αίγιναν, εις την παραλίαν της Αιγίνης, συνήντησε τον Άγιον Νεκτάριον, ο οποίος του επανέλαβε τα ίδια περί πίστεως λόγια. Εις την συνέχειαν ο χωροφύλαξ επήγε εις το καφενείον και ευρήκε τους παλαιούς του φίλους και συν τοις άλλοις τους είπε:
"Εντύπωση μεγάλη μου κάνει πως αυτός ο Ηγούμενος της Αγίας Τριάδος (της Μονής του Αγίου) ζει ακόμη".
"Ποιος Ηγούμενος;" τον ρωτούν.
"Ο Ηγούμενος της Αγίας Τριάδος".
"Μα ο Ηγούμενος της Αγίας Τριάδος, έχει πεθάνει τρία χρόνια τώρα".
"Πώς είπατε, έχει πεθάνει τρία χρόνια; Μα εγώ τώρα τον συνάντησα στο δρόμο και τα είπαμε!".
Ιερά συγκινήσις κατέλαβε πάντας, ως και τον χωροφύλακα όταν διαπίστωσε ότι ο Άγιος παρουσιάσθηκε για να τον συνετίσει και τρέμοντας επήγε εις το Μοναστήρι και προσεκύνησε μετανοημένος, τον Χριστόν και τον Άγιον Νεκτάριον.
<>
«Μέ τήν προσευχή ἑνός μοναχοῦ ξεπηδᾶνε πηγές μέ νερό. Ἀρκεῖ νά τοῦ πῆς: “θέλουμε νερό”, καί ἔρχεται, προσεύχεται δύο-τρεῖς ὧρες, χτυπάει μέ τό κομποσχοίνι του τό βράχο καί βγαίνει νερό»(ΑΑ, 142).
<>
«Συνέβη πρίν ἀπό 70 χρόνια ἀλλά ἀκομη τό θυμᾶμαι σάν νά ἦταν χθές. Ὡς μηχανοδηγός, ταξίδευα ἕνα βράδυ μέ τό τραῖνο. Βιαζόμασταν, παρόλο πού ἦταν σκοτάδι καί ὁ καιρός θυελλώδης. Καθώς ἔτρεχα σέ μιά μεγάλη στροφή, ξαφνικά εἶδα κόκκινα φῶτα μπροστά μου. “Φρένο, John, φρένο!”, φώναξα. “Φρένο ἀλλιῶς θά εἶναι πολύ ἀργά!”. Ὁ συνάδελφός μου κατάφερε καί σταμάτησε τό τραῖνο. Δέν ἀπείχαμε οὔτε ἕνα δευτερόλεπτο καί τά συντρίμμια μέ μιά ἐμπορική ἁμαξοστοιχία πού εἶχε ἐκτροχιαστῆ θά βρισκόντουσαν μπροστά μας. Δέν μπορῶ νά φανταστῶ τί θά εἶχε συμβῆ ἄν δέν εἴχαμε φρενάρει...
Ἤμουν εὐγνώμων πού εἶχα δεῖ ἐγκαίρως τά κόκκινα φῶτα τῆς οὐρᾶς τοῦ τραίνου. Λίγο ἀργότερα, μοῦ τά θύμισαν ξανά. Κάποιος μέ ἐπισκέφθηκε καί μέ ρώτησε: “Ἔχετε σκεφτῆ ποτέ τί θά σᾶς συμβῆ μετά τό θάνατο; Ἔχετε ἀναρωτηθῆ ἄν ὁ Θεός μπορέση νά σᾶς δείξη ἕνα λευκό φανάρι διελεύσεως ἤ ἄν πρέπη νά σᾶς δείξη τό κόκκινο φανάρι;”.
Μοῦ ἦταν ξεκάθαρο ὅτι ὁ Θεός δέν μποροῦσε τότε νά μοῦ δείξη ἕνα λευκό φανάρι διελεύσεως. Κρατοῦσε γιά μένα τό κόκκινο γιά νά μέ ξυπνήση καί νά μέ προειδοποιήση. Συνειδητοποίησα ὅτι ἤμουν ἁμαρτωλός στά μάτια τοῦ Θεοῦ καί διεκδίκησα τή σωτηρία Του γιά τόν ἑαυτό μου προσωπικά. Τώρα ξέρω ὅτι κατέχω τή “λύτρωσι μέσῳ τοῦ αἵματός τοῦ Ἰησοῦ, τή συγχώρεσι τῶν ἁμαρτιῶν μου σύμφωνα μέ τόν πλοῦτο τῆς Χάρις Του”(Ἐφ 1, 7).
Ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς βρίσκεται στό δρόμο σ᾽ ἕνα προσωπικό ταξίδι μέσα στή ζωή. Γιά τόν καθένα μας, τό ταξίδι τελειώνει στήν αἰώνιότητα. Ἄν ἔχετε ζωή ἀπ᾽ τό Θεό, ἕνα “λευκό” φῶς λάμπει γιά σᾶς. Διαφορετικά, λάμπει “κόκκινο”. Ἄν λάμπη “κόκκινο”, ὁ Θεός σᾶς προειδοποιεῖ καί πάλι σήμερα. “Πῶς θέλετε ἐκφύγει, ἐάν ἀμελήσετε τόσον μεγάλην σωτηρίαν;”(Ἑβρ 2, 3). Αυτό το "λευκό" φως το λαμβάνουμε με την Θεία Εξομολόγηση.
<>
«Ὁ νεαρός ἐξερευνητής Ρεϊμόντ Μοφραί προσπάθησε νά φύγη ἀπ᾽ τή Γουϊάνα πρός τή Βραζιλία μόνος, περνώντας μέσ᾽ ἀπό μία ἀπ᾽ τίς λιγότερο γνωστές περιοχές τῆς χώρας. Γιά ἕνα διάστημα, τά νέα του ἦταν τακτικά, μέχρι πού ἐξαφανίστηκε χωρίς ν᾽ ἀφήση ἴχνη. Ἕξι ἑβδομάδες ἀργότερα, ἕνας ντόπιος βρῆκε τό ἡμερολόγιο τοῦ Ρεϊμόν, τό ὁποῖο εἶχε ἀφήσει σ᾽ ἕνα ἐγκαταλελειμμένο οἰκισμό. Πεπεισμένος ὅτι ὁ γυιός του δέν εἶχε πεθάνει, ὁ πατέρας του ἀποφάσισε νά τόν ἀναζητήση. Γιά δώδεκα χρόνια, κάλυψε συνολικά 12.000 χιλιόμετρα σέ 22 ἀποστολές ἀναζητήσεως παρά τίς κακουχίες καί τούς κινδύνους. Ἔψαχνε γιά τό γυιό του μέ ἀταλάντευτη ἐπιμονή, στά βάθη τῶν ἀρχέγονων δασῶν καί στά ὕψη τῶν βουνῶν. Χάραξε τό ὄνομά του σέ κορμούς δέντρων καί ἄφηνε μηνύματα σέ μπουκάλια. Ὁρμώμενος ἀπ᾽ τήν ἐπιθυμία νά βρῆ τό γυιό του, ἀγνόησε τήν πείνα καί τή δίψα καί τή συνεχή ἀπειλή τῆς ζωῆς του ἀπ᾽ τίς φυλές τῶν ἰθαγενῶν, τά ἁρπακτικά ζῶα καί τά φίδια. Τελικά, ἐγκατέλειψε τήν ἔρευνα. Τελείως συντεντριμμένος καί γερασμένος ἀπ᾽ τά χρόνια, ἐπέστρεψε. “Ἀφῆστε με ἥσυχο”, εἶπε σέ ὅλους αὐτούς πού ἐπαινοῦσαν τό θάρρος του. “Εἶμαι μόνο ἕνας φτωχός ἄνθρωπος πού ἔχασε τό γυιό του”.
Ἕνα ἐντυπωσιακό γεγονός! Δέν μᾶς θυμίζει Αὐτόν πού ἦρθε ν᾽ ἀναζητήση καί νά σώση τούς χαμένους: Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἄφησε κάποτε τή δόξα τοῦ οὐρανοῦ καί ἦρθε σ᾽ αὐτή τή Γῆ. Ἀποδέχτηκε τά πάντα προκειμένου νά φέρη αἰώνια σωτηρία. Ἀπό αὐτούς πού ἤθελε νά σώση, βίωσε τήν πιό πικρή ἀντίστασι καί μόνο περιφρόνησι. Στό τέλος, πέθανε στό Σταυρό, ἀπό ἀγάπη γιά ἐσᾶς καί γιά μένα! Ὅπως αὐτός ὁ στοργικός πατέρας, ὁ Ἰησοῦς Χριστός σέ ψάχνει ἀκόμα καί σήμερα. Θά Τόν ἀφήσης νά σέ βρῆ; Ἡ χαρά Του θά εἶναι ἀφάνταστα τεράστια!»(ΗΚ 2025).
<>
«Ἕνα πρωϊνό, πρόσεξα ἕνα ἀνθισμένο κρίνο {Lilium} στόν κῆπο μου. Τί ὄμορφη ἔκπληξι! Οἱ κρίνοι αὐτοί ἀνθίζουν συνήθως τήν περίοδο τῶν βροχῶν κι ὄχι μέσα στή κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ! Νά πού, ὅμως, ἄνθισε καί μεγάλωσε καί “χόρευε” μέ τόν ἀέρα.
Ἄν καί δέν τό εἶχα προσέξει, τό ἄνθος προετοιμαζόταν γιά καιρό ν᾽ ἀνθίση. Τά κύτταρα τοῦ φυτοῦ ὀργανώθηκαν καί σχημάτισαν τό μπουμπούκι, θρεπτικά συστατικά καί νερό τό ἔθρεψαν καί ὁ κρίνος μεγάλωσε καί ἄνθισε. Ὁ Θεός τό εἶχε προετοιμάσει γιά νά ἀνθίση, ὅμως, ἡ προετοιμασία ἦταν ἀόρατη.
Ὅπως οἱ κρίνοι μου, ἔτσι καί ἡ ζωή μᾶς φέρνει ὄμορφες, ἀπρόοπτες ἐκπλήξεις πού ἀνανεώνουν τήν ψυχή μας. Δέν συμβαίνουν τυχαῖα, τίς προετοιμάζει ὁ Κύριος.
Πολλές φορές περιμένουμε τόν Κύριο μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἐκπληρώση τούς πόθους μας καί μπορεῖ νά μήν συνειδητοποιοῦμε τήν προετοιμασία πού πραγματοποιεῖται στή ζωή μας. Ποιός ξέρει τί εἶναι τό καλύτερο γιά μᾶς καλύτερα ἀπ᾽ τόν Κύριο. Μπορεῖ νά νιώθουμε πώς ἡ ζωή μας εἶναι ἀνιαρή καί στείρα, καθώς ὅμως περιμένουμε τόν Κύριο, μᾶς προετοιμάζει γιά ὅσα θά ἔρθουν καί ξαφνικά θά ἀνθίσουν στή ζωή μας, ὅπως ὁ κρίνος μου»(ΠΕ, 393).
<>
«Ἔξω ἀπό ἕνα χωριό τῶν Τρικάλων, ζοῦσε μία χήρα γυναῖκα, ἡ ὁποία γνώριζε ὅτι καμμία ἀπ᾽ τίς γυναῖκες τῶν γύρω χωριῶν, δέν καταδεχόταν νά φτιάχνη προσφορά γιά τήν Ἐκκλησία. Ἐκείνη, ὅμως, παρά τή φτώχεια της, ἔφτιαχνε 10-12 πρόσφορα κάθε Κυριακή καί τά μοίραζε στούς ναούς τῆς περιοχῆς. Καί κάποια μέρα, τῆς ἐμφανίζεται ἡ Παναγία στόν ὕπνο της καί τῆς βάζει ἕνα χρυσό δαχτυλίδι στό χέρι της, καί τῆς λέει: “Αὐτό τό χέρι, πού κάνει αὐτή τή δουλειά, ἀξίζει αὐτό τό βραβεῖο!”. Ἡ χήρα ὅταν ξύπνησε, εἶδε στό χέρι της, τό χρυσό δαχτυλίδι. Καί τρομαγμένη ὅπως ἦταν, ἔτρεξε στό κοντινό μοναστήρι τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, γιά νά ἀναγγείλη τό γεγονός αὐτό. Μεγάλη εὐλογία εἶναι ὅσες φτιάχνουν πρόσφορο γιά τήν Ἐκκλησία! Μεγάλο πρᾶγμα!»(ΠΔ, 130).
<>
«Οἱ ἄνθρωποι ἀναρωτιοῦνται καί δέν μποροῦν νά καταλάβουν, πώς στή Θ. Κοινωνία, ὁ ἄρτος γίνεται Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ οἶνος γίνεται Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καί σᾶς ρωτῶ: Ἔχετε πάει ποτέ σας στόν ἰατρό; Καί ἄν εἶστε λίγο εὔσωμοι, τί σᾶς εἶπε ὁ ἰατρός νά μειώσετε στήν διατροφή σας, ὥστε νά χάσετε κάποια κιλά; Τό ψωμί! Καλά, τό ψωμί πού τρώω γίνεται σάρκα καί αἷμα μου; Ὥστε ἄν βγάλω τό ψωμί ἀπ᾽ τό συσσίτιό μου θά πέσουν τά κιλά, μου; Ἀσφαλῶς θά πέσουν! Ὥστε ὁ ὀργανισμός μου μπορεῖ νά μεταβάλλη τόν ἄρτο, σέ σάρκα καί αἷμα. Καί ἐντούτοις οἱ ἄνθρωποι, πού ὁ ὀργανισμός τους μυστηριωδῶς μεταβάλλει τόν ἄρτο τοῦ φούρνου τόν ὁποῖο τρώει σέ σάρκα καί γίνονται κιλά καί τόν οἶνο τόν ὁποῖο πίνει τόν κάνει αἷμα, οἱ ἴδιοι νά ἀμφισβητοῦν, ὅτι αὐτό δέν μπορεῖ νά τό κάνη ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, στό Μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας! Καί ἐφόσον, ταλαίπωρε ἄνθρωπε, δέν μπορεῖς νά ἐξηγήσης πῶς τό ψωμί τό ὁποῖο τρῶς γίνεται σάρκα σου, πῶς ζητᾶς νά ἐξηγήσης καί νά καταλάβης αὐτό τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας;»(ΠΔ, 127).
<>
«Στήν ἐδῶ προσωρινή δοκιμαστική ζωή μας ὁ Χριστός εἶναι συνήγορός μας, στή μέλλουσα θά εἶναι ὁ δικαστής μας, καί ἀλίμονο στόν ἄνθρωπο πού δέν ἀξιοποίησε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διά μέσου τῆς ἐξομολογήσεως»(ΠΔ, 137).
<>
«Ὁ Χριστός δέν ζητᾶ λογαριασμό ἀπ᾽ τόν ἄνθρωπο γιά νά πληρώση τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά ζητᾶ λογαριασμό γιά νά τοῦ τίς χαρίση, καί ὁ ἄνθρωπος δέν πηγαίνει νά ἐξομολογηθῆ, γιατί τόν ξεγελάει ὁ σατανᾶς»(ΠΔ, 142).
<>
Κάποτε μιά συντροφιά ὀρειβατῶν ἔφτασε σ᾽ ἕνα ψηλό μέρος, πού θεωρεῖτο πραγματική ὄασι. Εἶχε πλούσια βλάστησι, μέ πανέμορφα λουλούδια καί ὡραῖο κῆπο. Νά, ὅμως, πού τώρα ὅλα αὐτά εἶχαν ξεραθῆ! Δέν ἦταν ἐκείνη ἡ ὀμορφιά πού εἶχαν στό μυαλό τους. Παραπέρα ὑπῆρχε καί μία βρύση καί ὅταν πῆγαν νά πιοῦν δροσερό νερό ἀπ᾽ αὐτή, διαπίστωσαν ὅτι ἦταν ξερή καί δέν ἔβγαζε νερό. Ἀπόρησαν ὅλοι... “Τί ἔγινε;”, ἀναρωτήθηκαν ὅλοι. Κάποιος ἀπ᾽ τήν παρέα, πού γνώριζε καλά τήν περιοχή, τούς εἶπε πώς θά πήγαινε μόνος του πιό ψηλά, ὅπου ὑπῆρχε μιά μεγάλη λίμνη, ἀπ᾽ τήν ὁποία διοχετεύονταν ἡ βρύση καί ὅλη ἡ περιοχή, γιά νά δῆ πῶς ἔχει τό θέμα. Πηγαίνει, λοιπόν, πάνω καί βλέπει ἄφθονο καί γάργαρο νερό, τό ὁποῖο ὅμως παραδόξως, δέν διοχετευόταν στήν περιοχή πού βρίσκονταν οἱ φίλοι του. Διαπίστωσε, ὅτι στήν ὀπή μέσῳ τῆς ὁποίας διοχετευόταν τό νερό, ὑπῆρχαν φύλλα καί ξύλα, τά ὁποῖα ἔφραζαν τήν ὀπή καί παρεμπόδιζαν τή δίοδο τοῦ νεροῦ. Ἐκεῖ πάνω ὑπῆρχε ὁλόκληρη λίμνη, καί κάτω εἶχαν ξεραθῆ τά πάντα. Τά φύλλα καί τά ξύλα εἶναι οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου πού μπαίνουν καί φράττουν τήν ὀπή, ἀπ᾽ τήν ὁποία “ἀρδεύεται” ὁ ἄνθρωπος ἀπ᾽ τό Θεό, καί ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα νά μαραζώνεται ἡ ὡραιότητα τῆς ψυχῆς του. Μέ τό Ι. Μυστήριο της Θείας Εξομολόγησεως καθαρίζουμε όλα τα φύλλα και ξύλα τῆς ψυχῆς μας.
<>
«Κάποτε σέ μιά μάχη, πιάστηκαν αἰχμάλωτοι κάποιοι ἀξιωματοῦχοι τοῦ ἐχθροῦ. Καί ἀκριβῶς ἐκείνη τή στιγμή περνοῦσε ἀπό μπροστά τους ὁ βασιλιάς. Οἱ ἀξιωματοῦχοι προκειμένου νά τόν ἐξευμενίσουν, ὑποκλίθηκαν μπροστά του καί τόν χειροκρότησαν. Ἐκεῖνος, ὅμως, γυρίζει καί τούς λέει μέ σοβαρότητα: “Δέν ἐπιθυμῶ κύριοι τίς τιμές καί τά χειροκροτήματά σας. Ἐπιθυμῶ τά σπαθιά σας!”. Ἔτσι λέει καί ὁ Χριστός! “Δέν μέ ἐνδιαφέρουν τά λιβάνια καί οἱ προσφορές σας. Τίς ἁμαρτίες σας θέλω! Ἐγώ δέν σταυρώθηκα γιά λιβάνια καί προσφορές, ἀλλά γιά τίς ἁμαρτίες σας!”. Καταλάβατε; Ὄχι ὅτι δέν δέχεται τά λιβάνια καί τίς προσφορές, ἀλλά πρῶτα θέλει τίς ἁμαρτίες μας. Θέλει τή μετάνοιά μας με τή Θεία Εξομολόγησι»(ΠΔ, 137).
<>
«Ἐμεῖς πολλές φορές πᾶμε καί ἐξομολογούμαστε, τί κάνουν οἱ ἄλλοι. “Ὡραῖα” ἔκανε ἕνας ἱερέας κάποτε, πού κάποια πῆγε νά ἐξομολογηθῆ καί κατηγοροῦσε τόν ἄνδρα της. Ὅταν διάβασε ὁ πάτερ τή συγχωρητική εὐχή, εἶπε: “τοῦ δούλου Σου Γεωργίου” καί ἐκείνη ἀντέδρασε, λέγοντας:
—Ὄχι πάτερ, Κατίνα μέ λένε!
—Μά ἐσύ γιά τό Γεώργιο ἐξομολογήθηκες!, τῆς ἀπάντησε ὁ πάτερ»(ΠΔ, 135).
<>
Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας:
«Μιλοῦσα στήν Ἁγ. Βαρβάρα στήν Ἀθήνα. Ἦταν περίοδος σαρακοστῆς καί πήγαινα τά ἀπογεύματα στούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας καί μιλοῦσα. Ἕνας ἀπ᾽ τούς ἐπιτρόπους τῆς ἐκκλησίας, πού ἦταν λεπρός, ἀπ᾽ τήν Κέρκυρα, εἶχε 37 χρόνια ἐκεῖ μέσα καί ποτέ δέν ἐξομολογήθηκε καί ποτέ δέν κοινώνησε. Ἔπειτα ἀπ᾽ τίς ὁμιλίες πού ἄκουσε, ἐξομολογήθηκε καί κοινώνησε. Καί ὅταν βρέθηκε τό φάρμακο κατά τῆς λέπρας, ἦταν ὁ πρῶτος πού ἔγινε καλά καί ἔφυγε γιά τήν πατρίδα του, τήν Κέρκυρα. Ἦταν χαρακτηριστικό αὐτό τό γεγονός, ὅτι ὁ Θεός τόν ἐλέησε, ἔπειτα ἀπ᾽ τή μετάνοια καί τήν ἐξομολόγησί του»(ΠΔ, 19).
<>
Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας:
«Μιά πνευματική γυναῖκα, μοῦ φανέρωσε μιά μέρα τήν ἀποκάλυψί της. Εἶχε πάει Μ. Πέμπτη στήν ἐκκλησία καί τήν ὥρα πού τό πλῆθος τοῦ κόσμου ἑτοιμαζόταν νά κοινωνήση, συλλογίστηκε τό ἑξῆς: “Ἄραγε, ποιοί ἀπό αὐτούς τούς ἀνθρώπους προετοιμάστηκαν καταλλήλως γιά τό Μυστήριο αὐτό;”. Μάλιστα γιά αὐτούς, πού δέν προετοιμάστηκαν καταλλήλως, προσευχήθηκε λέγοντας: “Θεέ μου, συγχώρεσέ τους!”. Τότε, ὅπως λέει ἡ ἴδια, βλέπει τόν παππᾶ μέ τήν Ἱ. Λαβίδα νά κοινωνῆ τούς πιστούς. Καί συνέβαινε κάτι παράδοξο. Σέ πολλούς τήν ὥρα πού κοινωνοῦσαν, ἕνας ἄγγελος Κυρίου, ἔπαιρνε τή Θ. Μετάληψι ἀπ᾽ τήν Ἱ. Λαβίδα καί τήν ἐπέστρεφε στό Ἱ. Ποτήριο καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί λάμβαναν ἁπλά ἄρτο καί οἶνο καί ὄχι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Παρατήρησε, ὅτι ἀπ᾽ τούς 100 πού πήγαιναν νά κοινωνήσουν, στούς 95 συνέβαινε αὐτό τό πράγμα. Προφανῶς αὐτοί προσέρχονταν στό Μυστήριο ἀπροετοίμαστοι καί οὐσιαστικά δέν κοινωνοῦσαν, ἄν καί στήν πράξι φαίνονταν ὅτι συμμετεῖχαν στό Μυστηρίο αὐτό»(ΠΔ, 20).
<>
«Ὅταν ὁ Θεός βλέπει τόν ἄνθρωπο, ὅτι βλέπει πάνω, τότε βλέπει ὁ Θεός κάτω σ᾽ αὐτόν»(ΠΔ, 66).
<>
«Κατά τό κήρυγμα, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο εἶναι παρόν, τό ὁποῖο ὁδηγεῖ τή γλῶσσα τοῦ ὁμιλητῆ, ὁσοδήποτε ἁμαρτωλός καί ἄν εἶναι, γιά τό συμφέρον τῶν ἀκροατῶν. Γι᾽ αὐτό πᾶς πολλές φορές σ᾽ ἕνα κήρυγμα καί σοῦ λέει ὁ ἄλλος:
—Αὐτό ἦταν γιά μένα ἀπόψε!
—Μά πῶς ἦταν γιά σένα, ἀφοῦ ὁ ὁμιλητής δέν σέ γνώριζε κἄν.
Πρό ἐτῶν μιλοῦσα στήν πλατεία Κάνιγγος καί ὅταν τελείωσα, κατέβηκα ἀπ᾽ τήν ἕδρα καί μέ πλησίασε ἕνας κύριος καί κουνώντας τό χέρι του ἀπειλητικά, μοῦ εἶπε:
—Θά μποροῦσα νά πῶ, ὅτι εἶστε ὅλοι ρουφιάνοι ἐδῶ μέσα, ἄν μέ γνωρίζατε!
Κατάλαβα τί συνέβη... Καί τοῦ λέω:
—Εὐτυχῶς πού δέν σᾶς γνωρίζουμε καί ἔτσι δέν εἴμαστε ρουφιάνοι.
Αὐτός ἐπί ἔτη, τόν παρακαλοῦσε ἡ γυναῖκα του, νά ἔρθη ἔστω καί σέ μία ὁμιλία μου καί δέν ἐρχόταν. Ἔφερνε τή γυναῖκα του μέ τό αὐτοκίνητο νά ἀκούση τήν ὁμιλία καί ὁ ἴδιος τήν περίμενε ἔξω σέ μία ταβέρνα, ὅπου ἔπινε τίς μπύρες καί ἔτρωγε τά σουβλάκια του. Μετά ἀπό πέντε χρόνια πείστηκε καί ἦρθε στήν ὁμιλία. Εἶπε μέσα του: “Δέν πάω νά δῶ, τί κάνουν καί λένε οἱ βλάκες ἐκεῖ μέσα;”, (θεωροῦσε τόν ἑαυτό του ἔξυπνο διότι ἦταν διευθυντής στήν Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος). Μπῆκε στήν αἴθουσα πού ἦταν σχεδόν γεμάτη καί ἔμεινε ὄρθιος κάπου στή μέση. Ὅταν ξεκίνησα τήν ὁμιλία μου, ἄρχισα νά μιλῶ γι᾽ αὐτόν, χωρίς κἄν νά τόν ξέρω. Ἀλλά αὐτά πού ἔλεγα, ἦταν γι᾽ αὐτόν! Αὐτός τά ᾽χασε, “αὐτός μέ γνωρίζει”, εἶπε μέσα του καί νόμισε ὅτι ἡ γυναῖκα του μίλησε σέ μένα γι᾽ αὐτόν. Καί πῆγε νά φύγη ἀπ᾽ τήν αἴθουσα. Ἀλλά ποῦ νά πάη; Ὁ κόσμος ἦταν τόσο πολύς πού δέν μποροῦσε νά φύγη, ὡστόσο ζήτησε θέσι νά κάτση, γιά νά μή τόν βλέπω...! Καί μιλοῦσα μία ὥρα καί δέκα λεπτά γι᾽ αὐτόν! Ὅλα αὐτά μοῦ τά διηγήθηκε ὁ ἴδιος ἐκ τῶν ὑστέρων καί ἦταν ἔργο τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Διότι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο οἰκονομεῖ τά πράγματα καί ὄχι ἡ ἁγιοσύνη τοῦ ὁμιλητή»(ΠΔ, 50).
<>
«Ὁ Θεός πολλούς τρόπους ἐπιστρατεύει καί προϋποθέσεις δημιουργεῖ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά διορθωθῆ, νά μετανοήση καί τελικά νά σωθῆ!
Οἱ ἄνθρωποι ἀντί νά ἀντλοῦν δύναμι ἀπ᾽ τό Χριστό, ἀντλοῦν ἀπ᾽ τόν ἑαυτό τους καί ἐξαντλοῦνται»(ΠΔ, 62).
<>
«Βάδιζαν ἕνας ἱερέας καί ἕνας κουρέας. Βρέθηκαν σέ μία συνοικία, στήν ὁποία ὑπῆρχαν σπίτια-τρῶγλες καί ἄνθρωποι, πού ἀγρίευες ὅταν τούς ἔβλεπες. Μπροστά σέ αὐτό τό θέαμα ὁ κουρέας ρωτάει τόν ἱερέα:
—Αὐτός εἶναι ὁ Θεός σας, πού κηρύτετε; Πῶς ἀνέχετε ὁ Θεός σας τά χάλια πού ὑπάρχουν στήν συνοικία αὐτή καί νά βρίσκωνται οἱ ἄνθρωποι, στή δυστυχία αὐτή; Τί Θεός ἀγάπης εἶναι, ὅπως λέτε, ὅτι εἶναι; Τέτοιο Θεό, ἐγώ ποτέ δέν τόν πιστεύω!
Ὁ ἱερέας δέν μίλησε καί ἔτσι προχώρησαν πιό κάτω. Ἐκεῖ συνάντησαν ἕνα ἄνθρωπο ἄπλυτο, ἀτημέλητο, μέ μακρυά γένια καί μαλλιά. Δέν φαίνονταν κἄν τά μάτια του, ἀπ᾽ τήν τρίχα. Ἦταν ἕνας πραγματικός ἀγριάνθρωπος! Μέ ἀφορμή αὐτόν τόν ἄνθρωπο, λέει ὁ ἱερέας στόν κουρέα:
—Δέν σέ βρίσκω ἐντάξει. Ἐσύ πῶς ἀνέχεσαι αὐτόν τόν ἄνθρωπο, πού εἶναι ἀκούρευτος καί βρίσκεται σέ αὐτά τά χάλια;
—Γιατί μέ κατηγορεῖς, εἶπε μέ παράπονο ὁ κουρέας. Ἦρθε αὐτός σέ μένα νά τόν κουρέψω καί ἐγώ δέν τόν περιποιήθηκα;, συμπλήρωσε.
Καί τοῦ λέει τότε ὁ ἱερέας:
—Ἐσύ μοῦ κατηγόρησες τό Θεό προηγουμένως γιά τά χάλια τῆς συνοικίας, ὅτι φταίει ὁ Θεός. Νόμιζα καί ἐγώ, ὅτι θά φταῖς καί ἐσύ τώρα βλέποντας αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἀκούρευτο. Ὅμως, ὅπως ὁ ἀκούρευτος δέν ἦρθε σέ σένα, ἔτσι καί οἱ ἄνθρωποι, πού δέν πῆγαν στό Θεό, βρίσκονται σέ ἐκεῖνα τά χάλια. Δέν φταῖς οὔτε ἐσύ, ἀλλά οὔτε καί ὁ Θεός γιά τά χάλια αὐτά...
Ἔσκυψε ὁ κουρέας τό κεφάλι του καί ἔφυγε χωρίς νά πῆ κουβέντα»(ΠΔ, 80).
<>
«Ἔγραψα κάποτε ἕνα βιβλίο: Θανάσιμο Ἁμάρτημα ἡ Ἀποφυγή τῆς Τεκνογονίας. Καί εἶχα πάρει ἀπ᾽ τόν ἰατρικό σύλλογο, ὅλα τά ὀνοματα τῶν μαιευτήρων τῆς Ἑλλάδας (ἦταν γύρω στούς 1000) καί ἔστειλα ἕνα βιβλίο στόν καθένα. Τό βιβλίο αὐτό τό παρέλαβε καί ἕνας μαιευτήρας ἀπ᾽ τήν Ἄρτα. Τό διάβασε ἐκεῖνος καί τήν ἄλλη μέρα πῆγε ἀεροπορικῶς στήν Ἰταλία γιά ἐπαγγελματικό λόγο. Ὅπως καθόταν στό ἀεροπλάνο, ἀποκοιμήθηκε. Καί βλέπει στόν ὕπνο του, πολλά μικρά παιδιά, νά ἔρχωνται μέ λόγχες κατά πάνω του, νά τοῦ βγάλουν τά μάτια! Αὐτός πάλευε στόν ὕπνο του νά τά διώξη καί δέν μποροῦσε νά ξυπνήση. Ἔβλεπαν οἱ ἐπιβάτες στό ἀεροπλάνο, ὅτι αὐτός ὑπέφερε ἀπό κάποιον ἐφιάλτη, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά τόν ξυπνήσουν. Ὅταν ἔφθασαν στή Ρώμη, τότε μόνο ξύπνησε καί ἦρθε στόν ἑαυτό του. Τοῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι, τό τί εἶδαν καί ἄν εἶναι καλά. “Τίποτε, τίποτε...”, τούς εἶπε. “Εἶμαι καλά, ὅλα καλά!”. Τό ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας του ἦταν νά ἀλλάξη εἰδικότητα καί ἀπό μαιευτήρας, ἔγινε παθολόγος. Τώρα, ἄν ἐξομολογήθηκε γιά τίς ἐκτρώσεις τίς ὁποῖες εἶχε κάνει, δέν τό ξέρω, ἀλλά θά ἦταν καλό γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του»(ΠΔ, 106).
<>
«Κάποιος Προτεστάντης, μελετοῦσε τήν Ἁγ. Γραφή καί τήν ἑρμήνευε μέ τό δικό του τρόπο, ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ Προτεστάντες. Κάποια μέρα, ἔφτασε σ᾽ ἕνα ἐδάφιο καί σκόνταψε. Δέν μποροῦσε νά τό ἑρμηνεύση. Ὅσους Προτεστάντες ρώτησε, κανένας δέν μποροῦσε νά τοῦ ἀπαντήση. Ἔτσι κατέφυγε στήν προσευχή καί παρακαλοῦσε τό Χριστό, νά τοῦ δώση τήν ἑρμηνεία τοῦ ἐδαφίου. Μόλις γυρνοῦσε ἀπ᾽ τή δουλειά του καί γιά 2 ὧρες ἐπί 82 μέρες προσευχόταν γιά τό θέμα αὐτό. Τήν 82η μέρα, ἐκεῖ πού ἦταν γονατιστός καί προσευχόταν, τοῦ παρουσιάζεται ἕνας ψηλός κύριος (προφανῶς ἄγγελος διότι χάθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων), πού τόν ρώτησε, γιά ποιό λόγο προσεύχεται.
"Προσεύχομαι γιά τήν ἑρμηνεία ἑνός ἐδαφίου", ἀπάντησε ἐκεῖνος.
"Σέ πληροφορεῖ ὁ Κύριος", τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος, "ὄτι τήν ἑρμηνεία αὐτή, νά τή ζητήσης στή Γῆ! Δέν ἔρχεται ἀπ᾽ τόν Οὐρανό... Δέν ἔχει, ὀ Μέγας Βασίλειος καί ὁ Ἱ. Χρυσόστομος, ἑρμηνεύσει τό ἐδάφιο αὐτό; Μή τήν περιμένεις, ἐγωϊστή, τήν ἑρμηνεία τοῦ ἐδαφίου αὐτοῦ ἀπ᾽ τόν Οὐρανό".
Αὐτό τό γεγονός, ἔγινε ἡ αἰτία, νά μεταστραφῆ ὁ Προτεστάντης στήν Ὀρθοδοξία. Καί μπορεῖ νά εἶναι καί ἀνάμεσά μας μέσα σέ αὐτή τήν αἴθουσα...»(ΠΔ, 57).
<>
«Κάποτε μιλοῦσε ἕνας ἱεροκήρυκας, γιά τό θαῦμα τό ὁποῖο ἔκανε ὁ Χριστός στήν Κανά τῆς Γαλιλαίας, μετατρέποντας τό νερό σέ κρασί. Ὅταν τελείωσε τό κήρυγμα, δύο πρόσωπα πού παρακολούθησαν τήν ὁμιλία, εἶχαν μία συζήτησι καί ὁ ἕνας ἐξέφραζε τή δυσπιστία του στόν ἄλλο, λέγοντάς του:
—Ἐγώ κ. Σπύρο, δέν τό πιστεύω αὐτό τό θαῦμα, ὅτι ὁ Χριστός ἔκανε τό νερό κρασί.
Ἔτυχε τά λόγια αὐτά νά τά ἀκούση ἕνας πού ἦταν δίπλα καί τοῦ εἶπε:
—Μέ συγχωρεῖτε πού ἐπεμβαίνω στή συζήτησι, ἀλλά ἐμένα ὁ Χριστός, μοῦ ἔκανε μεγαλύτερο θαῦμα. Μετέτρεψε τό κρασί, σέ καρέκλες καί τραπέζια! Ἐκεῖνος μόλις τό ἄκουσε αὐτό γέλασε καί τόν ρώτησε:
—Πῶς ἔγινε αὐτό;
—Ἄκου, τοῦ εἶπε. Ἐγώ ἔπινα καί δέν εἶχα σπίτι μου, οὔτε καρέκλα γιά νά κάτσω. Γιά καρέκλα εἶχα ἕνα τενεκέ. Ὅμως, ἀπό τότε πού ἐξομολογήθηκα, μετανόησα καί ἄλλαξα ζωή, ἔκοψα τό ποτό. Μοῦ περίσσευαν ἔτσι χρήματα καί ἀγόρασα καρέκλες καί τραπέζια γιά τό σπίτι. Σέ μένα ἔγινε τό θαῦμα αὐτό ἀπ᾽ τό Χριστό, μέ τό κρασί πού δέν μποροῦσα νά ἀποχωριστῶ. Πῶς, λοιπόν, ἐσύ ἀμφιβάλλεις, γιά τό θαῦμα τό ὁποῖο ἔκανε ὁ Χριστός στήν Κανά;»(ΠΔ, 85).
<>
«Εἶναι χειμώνας. Ἡ μικρή μου κόρη πάσχει ἀπό βρογχίτιδα, καί ὁ γιατρός τῆς ἔγραψε μιά θεραπεία ἀναπνευστικῆς κινησιοθεραπείας. Φτάνουμε, λοιπόν, στό ἰατρεῖο τοῦ φυσιοθεραπευτῆ. Ἀκουμπάω τό παιδί πάνω στό τραπέζι, κι ἔπειτα τόν ἀφήνω νά κάνη τή δουλειά του ἐνῶ ταυτόχρονα κρατάω τό χέρι τῆς κορούλας μου. Ὁ φυσιοθεραπευτής εἶναι ὑποχρεωμένος νά προχωρήση σ᾽ ἕνα δραστικό massage, κι ἐκείνη ἔχει τήν ἐντύπωσι ὅτι θά πάθη ἀσφυξία. Μέ κοιτάζει μ᾽ ἕνα βλέμμα παρακλητικό. Ἐγώ, ὅμως, εἶμαι ἱκανοποιημένη νά κρατάω τό χεράκι της ἀκόμα πιό σφιχτά, καί νά τήν ἐνθαρρύνω τρυφερά. Πόσο θά ἤθελα νά σταματοῦσα αὐτή τή θεραπεία, νά τήν ἔπαιρνα στήν ἀγκαλιά μου καί νά τήν ἐλευθέρωνα ἀπ᾽ αὐτή τήν ὀδυνηρή στιγμή! Σάν νά φαίνεται νά μοῦ λέει: “Γιατί μέ κοιτάζεις ἔτσι, χωρίς νά κάνης τίποτε; Βλέπεις πόσο ὑποφέρω!”. Στήν πραγματικότητα, ἐγώ ὑποφέρω πολύ περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο ἐκείνη. Εἶναι, ὅμως, πολύ μικρή γιά νά τῆς ἐξηγήσω ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι γιά τό καλό της καί ὅτι θά αἰσθανθῆ καλύτερα μετά. Ἡ θεραπεία τελειώνει, κι ἐμεῖς εἴμαστε ἕτοιμοι νά φύγουμε. Αἰσθάνομαι τότε ἕνα μικρό χεράκι νά γλιστρᾶ στό δικό μου μέ τήν ἴδια παιδική ἐμπιστοσύνη ὅπως εἴχαμε ἔρθει. Αὐτή ἡ χειρονομία ἡ τόσο ἁπλή μέ ἀναστατώνει, καί μοῦ μαθαίνει ἕνα σπουδαῖο μάθημα. Ὁ Θεός ἐπιτρέπει μερικές φορές στά παιδιά Του νά περνοῦν ἀπό δύσκολα μονοπάτια. Μᾶς φαίνεται ὅτι μᾶς βλέπει νά ὐποφέρουμε χωρίς νά κάνη τίποτε, ἐνῶ θά Τοῦ ἦταν τόσο εὔκολο νά μᾶς ἐλευθερώση! Τί θά κάνουμε ἄραγε ἐμεῖς; Θά συνεχίσουμε νά Τοῦ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη; Ἄν ὁ Θεός δέν ἐπεμβαίνει γιά ἕνα ὁρισμένο διάστημα, εἶναι γιατί ἔχει τούς λόγους Του. Ἄς μήν ἀπογοητευόμαστε, λοιπόν, ἀπ᾽ τά φαινόμενα. Ὁ Θεός μας δέν εἶναι ποτέ ἀδιάφορος, εἶναι σοφός καί δέν θέλει τίποτε ἄλλο παρά τό καλό μας. Ἄς μήν ἀμφιβάλουμε, λοιπόν, ποτέ γιά τήν ἀγάπη Του! Ἀκόμα κι ἄν μερικές φορές μᾶς ξεφεύγει ἕνα παράπονο ἄς Του ἔχουμε πάντοτε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη»(ΗΚ 2013).
<>
«Καθόμουν στό παράθυρο κι οἱ σταγόνες τῆς βροχῆς πιτσιλοῦσαν τό τζάμι. Ἡ καταιγίδα πού μαινόταν ἔξω καθρέφτιζε τό χάος πού ἔνιωθα μέσα μου. Μέ ἔπνιγαν ἡ ἀβεβαιότητα, ὁ φόβος κι οἱ ἀμφιβολίες. Στράφηκα στήν Ἀγ. Γραφή ἀναζητώντας παρηγοριά. Ὁ Ψαλμός 45 [“Εἶν᾽ ὁ Θεός γιά μᾶς καταφύγιο καί δύναμι· στάθηκε στίς ἀνάγκες μας βοήθεια σπουδαία”(Ψ 45, 2)] μίλησε στήν ψυχή μου. Πόσο παρήγορο νά ξέρουμε ὅτι μέσα στίς καταιγίδες τῆς ζωῆς ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀκλόνητη ἄγκυρά μας καί μᾶς προσφέρει καταφύγιο καί δύναμι. Τότε θυμήθηκα κάποτε πού μέ βρῆκε ἡ θύελλα ἐνῶ ἔκανα πεζοπορία. Χάθηκα καί βρεγμένη ὡς τό κόκκαλο προσευχήθηκα γιά βοήθεια. Ἔξαφνα, ἐμφανίστηκε ἕνας εὐγενικός ξένος καί μέ ὁδήγησε σέ ἀσφαλές σημεῖο. Καθώς συλλογιζόμουν τό περιστατικό ἐκεῖνο, συνειδητοποίησα ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι σάν ἐκεῖνο τόν ξένο —βρίσκεται κοντά μας καί μᾶς ὁδηγεῖ μέσα ἀπ᾽ τίς καταιγίδες τῆς ζωῆς.
Ἔνιωσα τό Θεό νά μέ ὠθῆ νά ἀναζητήσω εἰρήνη μέσῳ τῆς προσευχῆς, ἔτσι τοῦ ἄνοιξα τήν καρδιά μου καί ἄφησα σ᾽ αὐτόν τούς φόβους καί τά βάρη μου. Ἀνακάλυψα ὅτι ἡ συνομιλία μέ τό Θεό ἦταν σάν τή συνομιλία μέ ἕνα ἔμπιστο φίλο πού ἀκούει μέ εὐσπλαχνία καί κατανόησι. Μέ πλημμύρισε εἰρήνη. Ἡ ὑπόσχεσι ὅτι ὁ Θεός εἶναι τό καταφύγιο καί ἡ δύναμί μας εἶναι μιά σημαντική ἀλήθεια στήν ὁποία μποροῦμε νά στηρίξουμε τή ζωή μας.
Τώρα, ὅταν ἀκούω τόν ἦχο τῆς βροχῆς, θυμᾶμαι τή σταθερή παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή μου. Οἱ καταιγίδες θά ἔρθουν καί θά περάσουν, ἀλλά ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει σταθερή. Ὅταν ζητᾶμε καταφύγιο στό Θεό κατά τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, θά βροῦμε εἰρήνη πού ξεπερνάει τό ἀνθρώπινο μυαλό»(ΠΕ 392).
<>
«Βραδάκι σέ κάποιο χωριό. Εἶχε σκοτεινιάσει γιά τά καλά. Ἕνας περαστικός βλέπει ἕνα παιδί νά στέκεται ἔξω ἀπ᾽ τήν αὐλόθυρα τοῦ σπιτιοῦ του, κρατώντας ψηλά τό δεξί του χέρι. Παραξενεμένος τό ρωτᾶ:
—Τί κάνεις, παιδί μου;
—Πετῶ τόν ἀετό μου;, ἀπαντᾶ ὁ μικρός.
—Μά δέν βλέπω κανένα ἀετό!
—Ἐσύ δέν τόν βλέπεις, ἀλλά ἐγώ ξέρω ὅτι εἶναι ἐκεῖ ψηλά. Αἰσθάνομαι τή δύναμί του νά τραβάη τό σχοινί πού κρατῶ!
Μιά ἀνάλογη ἀπάντησι ἁρμόζει σέ ὅλους μας ὅταν ρωτᾶμε “καί ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Γιατί μέ ξέχασε;”. Καί ἄς λέη ὁ Χριστός λίγο πρίν τήν Ἀνάληψί Του στούς οὐρανούς: “Ἰδού, ἐγώ θά εἶναι μαζί σας ὅλες τίς ἡμέρες μέχρι τήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος”(Μθ 28, 20).
Ἐπειδή, ὅμως, ὁ Χριστός οὔτε πιέζει, οὔτε καταπιέζει, ἐπαφίεται σέ μᾶς ἡ πρωτοβουλία νά κάνουμε τό πρῶτο βῆμα γιά νά πᾶμε κοντά Του. Νά θέλουμε νά πᾶμε κοντά Του. Αὐτό σημαίνει ἐλεύθερη βούλησι. Τότε καταλαβαίνουμε καί τήν δύναμί Του καί τή Χάρι Του. Ἀλλιῶς, ἡ κίνησί μας πρός τό Χριστό θά ἦταν μηχανική καί ὄχι κίνησι ἀγάπης.
Νά πῶς τό ἔζησε αὐτό ἕνας σπουδαῖος καί πολύ γνωστός συνθέτης ὁ Σταμάτης Σπανουδάκης.
“Οἱ ἀποτυχίες μέτρησαν. Μέ ἔκαναν καλύτερο. Ἤμουν ροκάς στήν Ἀγγλία. Νόμιζα ὅτι θά γίνω rock star καί ἔφαγα τά μοῦτρα μου. Ὅταν τελείωσε ὁ κύκλος τοῦ rock, πῆγα στή Γερμανία καί σπούδασα σέ αὐστηρό κολλέγιο μουσική. Ἐκεῖ ἔγινε ἡ μεταστροφή μου στό Χριστό.
Πρίν ἀπό αὐτό ὑπῆρξε μιά δύσκολη περίοδος μέ οὐσίες. Σκεφτόμουν ἀκόμα καί τήν αὐτοκτονία μέ τή γυναῖκα μου. Ἕνας ἄνθρωπος μοῦ μίλησε γιά τό Χριστό. Γέλασα στήν ἀρχή.
Ὅταν ἔφτασα σέ ἄλλη μαυρίλα, μίλησα στό Χριστό καί εἶπα, ἄν ὑπάρχης δεῖξτο μου καί ἐγώ θά Σέ ἀκολουθήσω. Καί μοῦ τό ἔδειξε. Δέν ἐξήγεῖται μέ λόγια αὐτό. Τήν ἑπόμενη στιγμή πίστευα πώς ὑπάρχει... Τό ὅτι πίστεψα στό Χριστό μέ ἔβγαλε ἀπ᾽ τή μαυρίλα τῶν ναρκωτικῶν.
Καί νά πῶς ἄρχισε ἡ μεταστροφή μου. Μιά Κυριακή εἶπα, δέν ἀντέχω ἄλλο καί πῆγα σέ μιά μικρή ἐκκλησία. Πέφτω κάτω στή λειτουργία καί ἀρχίζω νά κλαίω καί νά λέω θέλω καί ἐγώ τό Χριστό. Ὁ παπᾶς ἀνήσυχος ἦρθε κοντά μου. Προσευχήθηκαν ὅλοι μαζί. Σηκώθηκα καί ἤμουν Χριστιανός. Γιά τήν ἀκρίβεια, αὐτό ἦταν τό ξεκίνημα! Ἔπειτα διάβαζα τή Βίβλο δύο μῆνες χωρίς νά βγαίνω ἀπ᾽ τό σπίτι καί βρῆκα ἀπαντήσεις σέ ὅλα. Ἡ μεταστροφή τῆς γυναίκας μου ἔγινε πρίν ἀπό μένα, πράγμα πού μέ ἐπηρέασε βαθιά. Γιατί τήν ἔβλεπα ἤρεμη, γαλήνια”.
Γιά τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στή ζωή του λεει:
“Κάποια στιγμή ἐνῶ συνθέτω, ἔρχεται κάτι πού ξέρω ὅτι δέν εἶναι δικό μου. Γονατίζω, κλαίω καί λέω: ‘Χριστέ μου, εὐχαριστῶ ̓. Εἶναι ἕνα δῶρο. Συγκινοῦμαι ὅταν ἔρθη αὐτή ἡ μελωδία. Περισσότερο συγκινοῦμαι τήν ὥρα τῆς ἐμπνεύσεως παρά στό χειροκρότημα”»(ΛΝ, 4).
<>
«Ἄν στήν Ἐκκλησία γινόταν διανομή χρυσοῦ, δέν θά ἔλεγες “θά ἔλθω αὔριο” ἤ “μοῦ τό δίνεις αὔριο;”, ἀλλά θά ζητοῦσες ἀμέσως νά γίνη ἡ διανομή καί θά δυσφοροῦσες ἄν γινόταν καί ἡ μικρότερη ἀναβολή. Τώρα, ἐπειδή ὀ μεγαλόδωρος Θεός, ἀντί τῶν φθαρτῶν ἀγαθῶν, σοῦ ὑπόσχεται καθαρότητα ψυχῆς, βρίσκεις προφάσεις, ἀναβάλεις καί προβάλλεις ἀτέλειωτες δικαιολογίες. Ἄν εἶχες ὑποδουλωθῆ σέ κάποιον καί λαμβάνονταν μέτρα γιά τήν ἀπελευθέρωσι τῶν δούλων, δέν θά μίσθωνες συνήγορους καί δέν θά παρακαλοῦσες τούς δικαστές, ὥστε μέ κάθε τρόπο νά ἐπιτύχης τήν ἐλευθερία; Ἀκόμη καί ἄν σοῦ πρότειναν νά σέ ραπίσουν καί κατόπιν νά σέ ἐλευθερώσουν, θά ὑπέμενες μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἐλευθερίας τήν τελευταία αὐτή ταπείνωσι. Τώρα πού ὁ Θεός σέ καλεῖ μέ τή Θεία Ἐξομολόγησι νά σέ ἐλευθερώση ὄχι ἀπ᾽ τή δουλεία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά νά σέ ἀπαλλάξη ἀπ᾽ τή φοβερή δουλεία καί αἰχμαλωσία τῆς ἁμαρτίας καί νά σέ κάνη πολίτη τοῦ οὐρανοῦ, ἴσο μέ τούς ἀγγέλους καί τέκνο Του καί κληρονόμο τῶν ἀγαθῶν τοῦ Χριστοῦ, λές ὅτι δέν εὐκαιρεῖς καί ὅτι ἔχεις ἀκόμη καιρό; Ἄφησε τά πονηρά ἐμπόδια καί τίς μάταιες ἀσχολίες. Ὥς πότε θά ζῆς βυθισμένος στήν ὕλη καί τήν ἁμαρτία; Ἀρκετό χρόνο σπαταλήσαμε στή ματαιότητα τοῦ κόσμου, ἄς ἀφιερώσουμε τόν ὑπόλοιπο γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ποιό πράγμα τοῦ κόσμου εἶναι ἀντάξιο τῆς ψυχῆς; Ποιός ἐπίγειος θησαυρός εἶναι ἴσος μέ τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν;»(ΠΖ).
<>
«Ὁ Χρύσανθος ἦταν γυιός συγκλητικοῦ στήν Ἀλεξάνδρεια, στά τέλη τοῦ 3ου μ.Χ. αἰ., ἐποχή τῶν μεγάλων διωγμῶν τῶν Χριστιανῶν. Ὁ Χρύσανθος πίστεψε στό Χριστό καί βαπτίσθηκε. Ἔξαλλος ὁ πατέρας του τόν φυλάκισε. Στή συνέχεια, ἔστειλε καί ἔφερε ἀπ᾽ τήν Ἀθήνα μιά ὡραία νέα, ὀνόματι Δαρεία, μέ μεγάλη μόρφωσι. Καί τήν πρότεινε ὡς σύζυγο στό γυιό του, ὥστε νά δέλεασθῆ ἀπ᾽ τόν ἔρωτα πρός τή νέα και νά ἐπιστρέψη στήν εἰδωλολατρεία. Ἔγινε, ὅμως, τό ἀντίθετο. Ὁ Χρύσανθος ἔπεισε τή Δαρεία νά βαπτιστῆ καί ἔτσι νά γίνη Χριστιανή! Τό σκεπτικο του ἦταν: “Πῶς νά ἀφήσω τό πλᾶσμα τοῦ Θεοῦ στό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρείας;”. Βέβαια, ἔτυχε καί ἡ Δαρεία νά ἔχη καλή διάθεσι. Ἀπ᾽ τό παράδειγμα καί τή διδασκαλία τῶν δύο νέων πολλοί πίστεψαν στό Χριστό. Ἀφοῦ τούς βασάνισαν πολύ, τούς θανάτωσαν. Ἡ μνήμη τους ἑορτάζεται στίς 19 Μαρτίου. Αὐτά εἶναι τά ἀποτελέσματα τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης»(ΛΝ, 4).
<>
«Στή Μακαριέβκα φοίτησα στό σχολεῖο τό ὁποῖο ἔκτισε μέ τά χέρια του ὁ πατέρας μου. Κάποια στιγμή, ὅταν τελείωσα τήν τρίτη τάξι, συζητούσαμε μέ τά παιδιά γιά τό Πάσχα, γιά τό Θεό. Ἡ δασκάλα μᾶς ἄκουσε καί ἀμέσως μετά μᾶς τά ἔψαλλε.
—Παιδιά, ἄκουσα τή συζήτησι τήν ὁποία κάνατε γιά τό Θεό. Νά, πῶς ἔχουν τά πράγματα: κανένας Θεός δέν ὑπάρχει καί κανένα Πάσχα!
Καί σάν ἰσχυρή ἐπιβεβαίωσι τῶν λόγων της, χτύπησε μέ τίς γροθιές της τό θρανίο, ὅσο πιό δυνατά μποροῦσε. Ὅλα τά παιδιά σκύψαμε τό κεφάλι.
Χτύπησε ἡ καμπάνα γιά τό ἑπόμενο μάθημα καί ἔρχεται ἡ δασκάλα μας. Δέν πρόλαβε, ὅμως, νά φτάση ἀπ᾽ τήν πόρτα μέχρι τήν ἕδρα της. Ἄρχισε νά ἔχη σπασμούς. Ποτέ δέν εἶδα νά στραβώνη ἄνθρωπος μέ τέτοιο τρόπο· σερνόταν ἔτσι πού ἔτριζαν οἱ ἀρθρώσεις της καί ξεφώνιζε πώς ὑπῆρχε κάποια δύναμι ἐκεῖ. Τρεῖς δάσκαλοι τήν πῆραν στά χέρια νά τήν πᾶνε στό νοσοκομεῖο.
Στό σπίτι ἀφηγήθηκα στή μάμα μου τί συνέβη. Ἀρχίκα σιώπησε, μετά εἶπε σιγανά:
—Βλέπεις, ὁ Κύριος τήν τιμώρησε μπροστά στά μάτια σας γιά τή βλασφημία της»(ΠΒ, 42).
<>
«Ἕνα μικρό παράδειγμα μονάχα θ᾽ ἀναφέρουμε, ἀπ᾽ τά πάμπολα πού σώζονται στούς βίους τῶν Πατέρων, καί δείχνουν πόσο ἡ ἐλπίδα ἐμποτίζει καί εἰρηνεύει ὅλη τή ζωή τους. Τό μοναστήρι τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου ἦταν πάμφτωχο στά χρόνια πού πρωτοϊδρύθηκε. Τόσο, πού συχνά τούς ἔλειπαν καί τά τελείως ἀπαραίτητα γιά νά ζήσουν. Μιά Μεγαλοβδομάδα, πού δέν εἶχαν τίποτε νά φᾶνε, οἱ καλόγεροι ἄρχισαν ν᾽ ἀνησυχοῦν· ἰδίως τό Μ. Σάββατο, ὅταν ἀναποδογύρισαν ὅλα τά κελλάρια γιά νά βροῦν μιά προσφορά, γιά νά λειτουργήσουν καί νά κοινωνήσουν τήν Πασχαλιά. Στάθηκε ἀδύνατον. Ἄλλο ψωμί, οὔτε μπουκιά στό μοναστήρι. Πᾶνε στό Γέροντά τους ἀλαφιασμένοι. Ἐκεῖνος τούς ἄκουσε τόσο ἤρεμος, λές καί τοῦ μιλοῦσαν γιά ξένες καί μακρινές ὐποθέσεις. Στό τέλος τούς ἔδωσε ἐντολή, νά τά ἑτοιμάσουν ὅλα: τήν ἐκκλησία, γιά τήν ἀναστάσιμη λειτουργία, καί τήν τράπεζα, γιά τό πασχαλινό δεῖπνο. Ἔφυγαν οἱ μοναχοί δυσαρεστημένοι γιατί τούς φάνηκε χαμένη καί μάταιη τούτη ἡ παρηγοριά πού τούς ἔδινε ὁ ἡγούμενός τους. Ὁ Ἅγ. Θεοδόσιος ἔκανε πώς δέν κατάλαβε. Καθώς, ὅμως, ἐκεῖνοι ἔφευγαν, ἄκουσαν τόν ἡγούμενο νά ψιθυρίζη: “Μήπως ἡ δύναμι τοῦ Θεοῦ ἔγινε πιό λιγοστή καί πιό ἄτονη σήμερα; Δέν εἶναι ὕβρις νά τό πιστέψη κανείς αὐτό γιά Ἐκεῖνον, πού ἔθρεψε μέ τό μάννα τόσο λαό στήν ἔρημο καί χόρτασε ἀργότερα τά πλήθη μέ πέντε ψωμιά;”.
Ἡ ὥρα περνοῦσε. Ζύγωνε καί ἡ νύχτα, ὅταν ἀκούστηκαν χτυπήματα στήν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ. Ἦταν ἕνας ἄγνωστος μέ δυό καμῆλες, φορτωμένες ὅλα τά καλούδια τοῦ Θεοῦ. Τοῦ ἄνοιξαν νά μπῆ, κι ἐκεῖνος τούς ἐξήγησε: “Πήγαινα μιά μικρή δωρεά σέ μιά Σκήτη, πιό πέρα ἀπ᾽ τό μοναστήρι σας. Σάν ἔφτασα στήν πλαϊνή πλευρά, ὅπου περνάει ὁ δρόμος δίπλα σας, οἱ καμῆλες σταμάτησαν. Τίς χτύπησα νά προχωρήσουν, ὅμως, αὐτές δέν ἤθελαν νά κάνουν οὔτε βῆμα. Τότε συλλογίστηκα, πώς ἴσως εἶναι θέλημα Θεοῦ ν᾽ ἀφήσω στό δικό σας μοναστήρι αὐτά ἐδῶ τά τρόφιμα”. Φυσικά, ὑπῆρχαν ἐδῶ μέσα τώρα, ὄχι μονάχα λειτουργίες καί πρόσφορα, ἀλλά ἕνα σωρό ἀγαθά, πού θά μποροῦσαν νά θρέψουν τούς μοναχούς μέχρι τήν Πεντηκοστή. Καί τότε πιά, κατάλαβαν καί οἱ καλόγεροι πού δυσαρεστήθηκαν, πόσο μεγάλη ἦταν ἡ ἐλπίδα, σάν ἀρετή, τοῦ Γέροντά τους, τοῦ Ἁγ. Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου»(PP, 193).
<>
«Μετά τά μεσάνυκτα, ὅταν οἱ Πατέρες τῆς Σκήτης Πέστερα Ἰαλομιτσιοάρα τῆς Ρουμανίας κοιμῶνταν, ἀκούσθηκε ἕνας δυνατός κρότος πάνω ἀπ᾽ τά κελλιά τους. Τί εἶχε συμβῆ; Ἕνας τεράστιος βράχος, περίπου δύο τόνων, γλίστρησε ἀπ᾽ τή θέσι του, ἔσπασε ἕνα κτιστό φράκτη καί στάθηκε σάν μία μεγάλη σφαῖρα πάνω ἀπ᾽ τό κελλί τοῦ π. Μιχαήλ Μπαντίλα στό μέσον τοῦ σαλονιοῦ. Τό χέρι τοῦ Θεοῦ σταμάτησε τό βράχο πρός ἔκπληξι ὅλων τῶν Πατέρων. Ἄν ἔσπαζε τό δάπεδο τοῦ σαλονιοῦ, θά ἔπεφτε ὁ βράχος ἀκριβῶς πάνω ἀπ᾽ τό κρεββάτι τοῦ π. Μιχαήλ, τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἐκεῖνος κοιμόταν. Τότε ὅλοι οἱ Πατέρες ἔκαναν τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί εὐχαρίστησαν τό Θεό γι᾽ αὐτό τό μέγα ἔλεός Του»(ΑΙ, 116).
<>
«Ἔφερε μία γειτόνισσα τήν ἐφημερίδα:
—Παππούλη, κοίτα ἐδῶ, ἔβγαλε διάταγμα ὁ Stalin νά σταματήση ὁ διωγμός καί νά ἀνοίξουν οἱ ἐκκλησίες.
Ἦταν τότε 1943. Κάτι εἶχε ἀλλάξει στή χώρα, ἄν συνέβη κάτι τέτοιο. Τό διαβάσαμε καί κλάψαμε, χαρήκαμε πολύ, κεραστήκαμε τσάι, κάτσαμε μετά ἥσυχα. Ἔφυγε ἡ γειτόνισσα καί μετά ἀπό δύο ὧρες ἦρθε ὁ πρόεδρος τῆς ἐπιτροπῆς τοῦ Ἀλέισκ μαζί μέ δύο γεράκους.
—Χαίρετε, πατερούλη. Κοιτάξτε τήν ἐφημερίδα πού βγῆκε! Ἔχει διάταγμα τοῦ Stalin νά ἀνοίξουν οἱ ἐκκλησίες! Ξεφορτώσαμε ἤδη αὐτά τά ὁποῖα ὑπῆρχαν στό ναό μας, πήραμε ἀλλοῦ τό σπόρο, πλύναμε καί σκουπίσαμε τά πάντα. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μαζευτῆ καί περιμένουν. Γιά σᾶς ἤρθαμε, πῶς εἶναι ἡ ὑγεία σας; Θά μπορέσετε νά λειτουργήσετε;
Ἐγώ τούς κοίταζα μή ξέροντας τί νά ἀπαντήσω. Πῶς νά εἶναι ἡ ὑγεία μου; Ἴσα ἴσα πού κάθομαι καί μπορῶ νά κάνω δύο βήματα. Δέν ὑπῆρχε κάτι νά ποῦμε γιά τήν ὑγεία μου. Τό κεφάλι μου πόναγε φοβερά, εἶναι τρομερή ἀσθένεια ἡ μηνιγγίτιδα. Μέ ρωτᾶνε τότε δεύτερη καί τρίτη φορά:
—Πατερούλη! Γιατί δέν ἀπαντᾶτε; Θά λειτουργήσετε; Πᾶμε!
Ἐγώ σιωποῦσα, μή γνωρίζοντας τί νά ἀποκριθῶ.
—Κοιτᾶξτε, πατερούλη —ἀρχίζουν πάλι νά λένε— ἄνοιξαν τίς ἐκκλησίες ἀλλά δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἱερέας, τούς τουφέκισαν ὅλους, μόνο ἐσεῖς μείνατε.
Ἐγώ τό καλοσκέφθηκα, σήκωσα τό δάχτυλο πρός τήν ἀνατολή καί εἶπα:
—Καί δέν θά μέ γυρίσετε πάλι ἐκεῖ πίσω;
—Ὄχι, ὄχι —λένε— πᾶνε αὐτά, πέρασαν. Βγῆκε τό διάταγμα τοῦ Stalin τώρα.
—Καλῶς! Φέρτε μου ροῦχα, εἶπα ἐπιτέλους.
Μέ ντύσανε, μέ κάθισαν στήν ἅμαξα καί μέ ὁδήγησαν στήν ἴδια ἐκκλησία ὅπου μέ εἶχαν συλλάβει. Μέ τό πού τήν εἶδα γονάτισα καί ἄρχισαν νά τρέχουν ποτάμι τά δάκρυα. Δέν μέ βάσταγαν τά πόδια μου νά πάω μέχρι ἐκεῖ. Εἶναι τρομερό ἀκόμα καί νά τά θυμᾶμαι... Γονατιστός σύρθηκα μέχρι τήν ἁγία Τράπεζα κλαίγοντας. Οἱ ἄνθρωποι εἶχαν γονατίσει καί κλαίγανε καί αὐτοί...
Στό σπίτι εἶχα ζωστικό καί σταυρό, τά φόρεσα ὅλα. Σύρθηκα κάπως μέχρι τήν ἁγία Τράπεζα ἐνῶ μέ ἀκολουθοῦσαν κάποιοι ἡλικιωμένοι. Ἡ Τράπεζα ἦταν σκεπασμένη μέ κάτι μουσαμάδες καί τόν ἐπιτάφιο.
Τήν ξεσκεπάσαμε καί πάνω της ἦταν ἀκουμπισμένα ἕνας μικρός σταυρός καί ἕνα Εὐαγγέλιο. Δόξα τῷ Θεῷ, τουλάχιστον φυλάχθηκε τό Εὐαγγέλιο! Ἔφεραν κεριά καί τά ἄναψαν. Ἦρθε καί ὁ ἀναγνώστης.
—Πᾶμε πατερούλη, βάλε εὐλογητός!, εἶπε ἀπ᾽ τό ἀναλόγιο.
Μέ ἔστησαν στά πόδια μου. Ἐγώ, ὅμως, δέν μποροῦσα νά κρατηθῶ ἀπ᾽ τό κλάμα. Τά δάκρυα μέ ἔπνιγαν στό λαιμό. Μέ ὑποστήριζαν δύο γεροντάκια, ἕνας ἀπό δεξιά, ἕνας ἀπό ἀριστερά. Μοῦ κρατοῦσαν τά χέρια καί μέ βοήθησαν νά τά σηκώσω. Μόλις καί κατάφερα νά πῶ:
—Εὐλογητός ὁ Θεός... —καί ἔπεσα.
Δάκρυα μέ πλημμύρισαν. Οἱ ἄνθρωποι ἀπό κάτω ἄρχισαν πάλι νά κλαῖνε. Μέ ξανασήκωσαν.
—Πατερούλη, βάλε εὐλογητός!
Μόλις μάζεψα δυνάμεις μπόρεσα καί εἶπα:
—Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων!
Καί πάλι ἔπεσα· ἀπάντησαν τότε ἀπ᾽ τό ἀναλόγιο:
—Ἀμήν! Καί ξεκίνησε ἡ ἀκολουθία.
Ἔψησαν πρόσφορα, ἔφεραν κόκκινο κρασί, ἕνα ποτήριο, τά πάντα βρῆκαν οἱ ἄνθρωποι. Τρία ἡμερόνυκτα προσευχόμουν. Δέν ἔφαγα, δέν ἤπια, οὔτε κἄν στό δρόμο δέν βγῆκα. Ὅταν ἔγερνε τό κεφάλι μου, λαγοκοιμόμουν λιγάκι, ξυπνοῦσα καί μετά πάλι ἀκολουθία. Μέρα καί νύχτα. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἤθελαν νά φύγουν ἀπ᾽ τήν ἐκκλησία, τόσο εἶχαν πεθυμήσει τή λειτουργία. Καί πόσο χαρούμενοι ἦταν! Πόσο ποθοῦσαν νά προσευχηθοῦν! Ἄλλοι ἔφευγαν, ἄλλοι ἐρχόντουσαν:
—Πατερούλη, πρέπει νά μᾶς βαπτίσετε, νά μᾶς ἐξομολογήσετε...»(ΑΑ, 72).
<>
«Οἱ μέδουσες “τοῦ φεγγαριοῦ” {Aurelia aurita} εἶναι ἐντυπωσιακά πλάσματα. Καθώς κολυμπᾶνε, τά λεπτεπίλεπτα πλοκάμια τους ἀκολουθοῦν μέ χάρι τό κυρίως σῶμα πού μοιάζει μέ φεγγάρι. Ὅταν χάνουν κάποιο πλοκάμι, δέν μποροῦν νά τό ἀντικαταστήσουν. Ἔτσι, ἐργάζονται ἀκούραστα γιά νά ἀναδιοργανώσουν καί νά ἐπανατοποθετήσουν τά ὑπόλοιπα πλοκάμια, ἔτσι ὥστε νά παραμείνη συμμετρικό τό σῶμα τους καί νά μποροῦν νά κολυμπᾶνε καλύτερα στό νερό. Οἱ μύς τους συστέλλονται καί διαστέλλονται διαρκῶς γιά νά ἀναδιοργανώσουν τά πλοκάμια σέ μιά διαδικασία πού μπορεῖ νά κρατήση μέρες. Σκέφτομαι τίς ἀπώλειες στή ζωή μου κι ἀναγνωρίζω ἕνα παραλληλισμό μέ τίς μέδουσες. Ὅταν πεθαίνει κάποιο ἀγαπημένο πρόσωπο, δέν μποροῦμε νά τό ἀντικαταστήσουμε, ἡ ἀπώλειά του μπορεῖ νά μᾶς συντρίψη. Ὅμως, καθώς πενθοῦμε, παράλληλα γιατρευόμαστε καί προσαρμοζόμαστε. Ἐργαζόμαστε γιά νά ἔρθη ξανά σταθερότητα στή ζωή μας καί ἀναζητοῦμε δύναμι γιά νά προχωρήσουμε. Ἡ διαδικασία αὐτή παίρνει χρόνο καί εἶναι διαφορετική γιά κάθε ἄνθρωπο. Ὁ ψαλμωδός μᾶς θυμίζει τήν ὑπόσχεσι τοῦ Θεοῦ ὅτι θά εἶναι κοντά μας στήν τραγωδία καί στόν πόνο. Καθώς διαχειριζόμαστε τόν πόνο μας, μποροῦμε νά ζητᾶμε ἀπ᾽ τό Θεό νά δυναμώνη τούς πνευματικούς μύς μας καί νά μᾶς στηρίζη στήν πορεία. Ὁ Κύριος δίνει θεραπεία καί ἀποκατάστασι στήν ἀδυναμία μας καί “σώζει αὐτούς πού βρίσκονται σέ ἀπόγνωσι”(Ψ 33, 19)»
<>
«Στή δεκαετία τοῦ 1980, σέ μιά ἔρευνα πού ἔγινε στήν Ἀθήνα, ἀποκαλύφθηκε ὅτι τό νοσοκομεῖο τῶν κληρικῶν (ΝΙΚΕ) στά Πατήσια καί τό νοσοκομεῖο τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν “Ἡ Παμμακάριστος” χρησιμοποιοῦσαν τά λιγότερα ἀναλγητικά. Καί τοῦτο γιατί οἱ γιατροί, στήν πλειονότητά τους πιστοί Χριστιανοί, ὅπως καί τό νοσηλευτικό προσωπικό, εἶχαν δημιουργήσει ἕνα ἄλλο κλίμα σ᾽ ὅλο τό χῶρο τοῦ νοσοκομείου. Διέκρινες ἕνα εἰλικρινές ἐνδιαφέρον γιά τόν ἀσθενή, μία ἀσυνήθιστη εὐγένεια, μία ἠρεμία καί τό κυριότερο: ὅλοι εἶχαν νά ποῦν στούς ἀσθενεῖς ἕνα καλό λόγο, ἐνθαρρυντικό καί παρηγορητικό. Καί αὐτό ἐπιδροῦσε ἄμεσα στήν ὑγεία τῶν ἀσθενῶν»(ΜΑ, 60).
<>
Ἀναφέρει ὁ ἱεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος: «Πρόσφατα (τέλη δεκαετίας τοῦ 1970) πῆγε στήν Ἀμερική καί στόν Καναδᾶ ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Φιλοθέου, ὁ π. Ἐφραίμ. Φωτισμένος ἄνθρωπος... Μέσα στά πολλά παράξενα πού τοῦ συνέβησαν ἐκεῖ, εἶναι καί τό ἑξῆς: Εἶχε πάει ὁ Γέροντας σ᾽ ἕνα σπίτι καί ἐξομολογοῦσε. Καί ἕνας ζεῦγος Προτεσταντῶν, στήν αἵρεσι τῶν “Βαπτιστῶν”, παρακολουθοῦσε τόν κόσμο πού εἰσερχόταν στό σπίτι γιά νά ἐξομολογηθοῦν. Καί ἕνας κληρικός δικός τους, μερίμνησε νά τούς ἀπομακρύνη ἀπό ἐκεῖ καί νά μή τούς ἐπιτρέψη νά μποῦν σέ ἐκεῖνο τό σπίτι. Ὅμως, ἡ σύζυγος παρακίνησε τόν ἄνδρα της νά μποῦν στό σπίτι καί νά μιλήσουν μέ τό Γέροντα, ὅπως κι ἔγινε. Ἡ σύζυγος ἔμεινε ἐνθουσιασμένη καί δήλωσε ὅτι δέν ἐπρόκειτο νά συνεχίζη νά ἀκολουθῆ αὐτή τήν ὁμάδα τῶν “Βαπτιστῶν”. Δημιουργήθηκε μιά ἐνδοοικογενειακή φασαρία στό ζεῦγος αὐτό καί τό βράδυ ἡ σύζυγος βλέπει στόν ὕπνο της, τό Γέροντα, ὁλόφωτο καί νά τῆς λέει:
—Παιδί μου, φύγε ἀπ᾽ τό σκοτάδι καί ἔλα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ!
Ὅταν ξημέρωσε, διηγήθηκε ἡ γυναῖκα στόν ἄνδρα της τά καθέκαστα καί ἀνάμεσα στά ἄλλα, τοῦ εἶπε καί τά ἑξῆς:
—Προσευχήθηκα στό Χριστό τό βράδυ καί Τοῦ ζήτησα νά μοῦ δέιξη ποῦ εἶναι τό φῶς καί ἡ ἀλήθεια καί μοῦ ἔδειξε ὁ Κύριος ποῦ εἶναι τό φῶς, λέγοντάς μου: “Αὐτοί (οἱ Ὀρθόδοξοι) ἔχουν τό φῶς, ἐσεῖς δέν τό ἔχετε!”.
Καί ἔτσι ἡ σύζυγος ἄφησε τήν αἵρεσι καί προσχώρησε στήν Ὀρθοδοξία μέ αὐτόν τόν τρόπο»(ΠΔ, 36).
<>
«Στή δεκαετία τοῦ 1980, σέ μιά ἔρευνα πού ἔγινε στήν Ἀθήνα, ἀποκαλύφθηκε ὅτι τό νοσοκομεῖο τῶν κληρικῶν (ΝΙΚΕ) στά Πατήσια καί τό νοσοκομεῖο τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν “Ἡ Παμμακάριστος” χρησιμοποιοῦσαν τά λιγότερα ἀναλγητικά. Καί τοῦτο γιατί οἱ γιατροί, στήν πλειονότητά τους πιστοί Χριστιανοί, ὅπως καί τό νοσηλευτικό προσωπικό, εἶχαν δημιουργήσει ἕνα ἄλλο κλίμα σ᾽ ὅλο τό χῶρο τοῦ νοσοκομείου. Διέκρινες ἕνα εἰλικρινές ἐνδιαφέρον γιά τόν ἀσθενή, μία ἀσυνήθιστη εὐγένεια, μία ἠρεμία καί τό κυριότερο: ὅλοι εἶχαν νά ποῦν στούς ἀσθενεῖς ἕνα καλό λόγο, ἐνθαρρυντικό καί παρηγορητικό. Καί αὐτό ἐπιδροῦσε ἄμεσα στήν ὑγεία τῶν ἀσθενῶν»(ΜΑ, 60).
<>
«Οἱ μέδουσες “τοῦ φεγγαριοῦ” {Aurelia aurita} εἶναι ἐντυπωσιακά πλάσματα. Καθώς κολυμπᾶνε, τά λεπτεπίλεπτα πλοκάμια τους ἀκολουθοῦν μέ χάρι τό κυρίως σῶμα πού μοιάζει μέ φεγγάρι. Ὅταν χάνουν κάποιο πλοκάμι, δέν μποροῦν νά τό ἀντικαταστήσουν. Ἔτσι, ἐργάζονται ἀκούραστα γιά νά ἀναδιοργανώσουν καί νά ἐπανατοποθετήσουν τά ὑπόλοιπα πλοκάμια, ἔτσι ὥστε νά παραμείνη συμμετρικό τό σῶμα τους καί νά μποροῦν νά κολυμπᾶνε καλύτερα στό νερό. Οἱ μύς τους συστέλλονται καί διαστέλλονται διαρκῶς γιά νά ἀναδιοργανώσουν τά πλοκάμια σέ μιά διαδικασία πού μπορεῖ νά κρατήση μέρες. Σκέφτομαι τίς ἀπώλειες στή ζωή μου κι ἀναγνωρίζω ἕνα παραλληλισμό μέ τίς μέδουσες. Ὅταν πεθαίνει κάποιο ἀγαπημένο πρόσωπο, δέν μποροῦμε νά τό ἀντικαταστήσουμε, ἡ ἀπώλειά του μπορεῖ νά μᾶς συντρίψη. Ὅμως, καθώς πενθοῦμε, παράλληλα γιατρευόμαστε καί προσαρμοζόμαστε. Ἐργαζόμαστε γιά νά ἔρθη ξανά σταθερότητα στή ζωή μας καί ἀναζητοῦμε δύναμι γιά νά προχωρήσουμε. Ἡ διαδικασία αὐτή παίρνει χρόνο καί εἶναι διαφορετική γιά κάθε ἄνθρωπο. Ὁ ψαλμωδός μᾶς θυμίζει τήν ὑπόσχεσι τοῦ Θεοῦ ὅτι θά εἶναι κοντά μας στήν τραγωδία καί στόν πόνο. Καθώς διαχειριζόμαστε τόν πόνο μας, μποροῦμε νά ζητᾶμε ἀπ᾽ τό Θεό νά δυναμώνη τούς πνευματικούς μύς μας καί νά μᾶς στηρίζη στήν πορεία. Ὁ Κύριος δίνει θεραπεία καί ἀποκατάστασι στήν ἀδυναμία μας καί “σώζει αὐτούς πού βρίσκονται σέ ἀπόγνωσι”(Ψ 33, 19)».
<>
Ἀναφέρει ὁ ἱεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος: «Πρόσφατα (τέλη δεκαετίας τοῦ 1970) πῆγε στήν Ἀμερική καί στόν Καναδᾶ ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Φιλοθέου, ὁ π. Ἐφραίμ. Φωτισμένος ἄνθρωπος... Μέσα στά πολλά παράξενα πού τοῦ συνέβησαν ἐκεῖ, εἶναι καί τό ἑξῆς: Εἶχε πάει ὁ Γέροντας σ᾽ ἕνα σπίτι καί ἐξομολογοῦσε. Καί ἕνας ζεῦγος Προτεσταντῶν, στήν αἵρεσι τῶν “Βαπτιστῶν”, παρακολουθοῦσε τόν κόσμο πού εἰσερχόταν στό σπίτι γιά νά ἐξομολογηθοῦν. Καί ἕνας κληρικός δικός τους, μερίμνησε νά τούς ἀπομακρύνη ἀπό ἐκεῖ καί νά μή τούς ἐπιτρέψη νά μποῦν σέ ἐκεῖνο τό σπίτι. Ὅμως, ἡ σύζυγος παρακίνησε τόν ἄνδρα της νά μποῦν στό σπίτι καί νά μιλήσουν μέ τό Γέροντα, ὅπως κι ἔγινε. Ἡ σύζυγος ἔμεινε ἐνθουσιασμένη καί δήλωσε ὅτι δέν ἐπρόκειτο νά συνεχίζη νά ἀκολουθῆ αὐτή τήν ὁμάδα τῶν “Βαπτιστῶν”. Δημιουργήθηκε μιά ἐνδοοικογενειακή φασαρία στό ζεῦγος αὐτό καί τό βράδυ ἡ σύζυγος βλέπει στόν ὕπνο της, τό Γέροντα, ὁλόφωτο καί νά τῆς λέει:
—Παιδί μου, φύγε ἀπ᾽ τό σκοτάδι καί ἔλα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ!
Ὅταν ξημέρωσε, διηγήθηκε ἡ γυναῖκα στόν ἄνδρα της τά καθέκαστα καί ἀνάμεσα στά ἄλλα, τοῦ εἶπε καί τά ἑξῆς:
—Προσευχήθηκα στό Χριστό τό βράδυ καί Τοῦ ζήτησα νά μοῦ δέιξη ποῦ εἶναι τό φῶς καί ἡ ἀλήθεια καί μοῦ ἔδειξε ὁ Κύριος ποῦ εἶναι τό φῶς, λέγοντάς μου: “Αὐτοί (οἱ Ὀρθόδοξοι) ἔχουν τό φῶς, ἐσεῖς δέν τό ἔχετε!”.
Καί ἔτσι ἡ σύζυγος ἄφησε τήν αἵρεσι καί προσχώρησε στήν Ὀρθοδοξία μέ αὐτόν τόν τρόπο»(ΠΔ, 36).
<>
Ὅσιος Ὁλλανδός ἀσκητής Josef Van Den Berg, ὁ ἠθοποιός τοῦ Χριστοῦ: «... Ἄς κάνουμε μιά ὑπόθεσι. Μιά ἱστορία. Εἶσαι χαμένος μέ μιά ὁμάδα φίλων σου μέσα στό σκοτάδι Διψάσατε. Καί, ὤ τοῦ θαύματος, ἐσύ βρίσκεις μέσα στό σκοτάδι μιά πηγούλα. Ὄχι διότι τό ἀξίζεις. Ἀλλά ἀπό θαῦμα. Δέν ἔκανες λάθος. Δέν εἶναι ψέμα. Σκύβεις, ἁπλώνεις τό χέρι σου στήν πηγή. Πίνεις μιά γουλιά δροσερό νερό. Νιώθεις νά διασκορπίζεται μέσα σου, νά σέ ἀναζωγονῆ... Νερό! Νερό! φωνάζεις. Τρέχεις στούς φίλους σου, Τούς φωνάζεις νά πιοῦν. Τούς φωνάζεις. Τότε συμβαίνει κάτι θλιβερό. Σοῦ λένε:
—... Δέν λές ἀλήθεια. Ψευδαίσθησι εἶναι ὅτι βρῆκες πηγή, ὅτι βρῆκες νερό...
Λυπᾶσαι. Δέν μπορεῖς νά βάλης τό Χριστό “τό Ὕδωρ τό ζῶν” σέ μιά κούπα. Ἡ κάθε μιά ψυχή πρέπει νά βρῆ τήν Πηγή μόνη της. Νά ξεδιψάση...
Εἶναι ἀνάγκη νά ἀποκτήσουμε πεῖρα προσωπική, ἐμπειρία Χριστοῦ. Σάν αὐτή τήν ἐμπειρία τήν ὁποία ἀπέκτησε ἡ Ἁγ. Φωτεινή ἡ Σαμαρείτιδα στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Νά γνωρίσης, νά συνομιλήσης μέ τό Χριστό. Πρόσωπο μέ πρόσωπο...
Ὁ Χριστός σέ ἀγαπάει. “Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν”, ἔλεγε ὁ Ἅγ. Πορφύριος. Σέ ἀγαπάει ὁ Χριστός. Ὅλους τούς ἀνθρώπους τούς ἀγαπάει. Πιστούς καί ἀπίστους. Ἁγίους καί ἁμαρτωλούς. Τό θέμα εἶναι πῶς θά γίνη αὐτή ἡ συνάντησι, ἡ ἀντάμωσι μέ τό Χριστό. Ὁ Χριστός θέλει νά μᾶς ἀνταμώση. Θέλει νά μᾶς φιλήση. Περισσότερο ἀπ᾽ ὅτι ἄλλο. Ἕνα φιλί ἀπ᾽ τό Χριστό...»(ΙΜ, 42).
<>
«Σ᾽ αὐτή τήν Εὐρώπη, ὅμως, γιά θυμηθεῖτε, μαζί μέ τόν Προφήτη Ἠλία, Ἁγ. Μαρία Skobtsova, Ρωσίδα Ἁγία. Ἔζησε καί ἦταν παροῦσα σ᾽ αὐτή τήν Εὐρώπη. Ἐπειδή, ὅμως, ἦταν Ὀρθόδοξη καί ζοῦσε τό Εὐαγγέλιο, δέν ἦταν Ὀρθόδοξη μόνο στά χαρτιά, ξέρετε τί ἔκανε; Μοίραζε πλαστά πιστοποιητικά βαπτίσεως σέ Ἑβραίους πού πήγαιναν γιά τά κρεματόρια καί τούς ἔσωζε. Καί ὅταν τήν πιάσαν αὐτή κάι τόν Yuri, τό παιδάκι της καί τόν π. Δημήτριο Klepinin, καί μπῆκε κι αὐτή στά στρατόπεδα συγκεντρώσεως, ἐνῶ ἤξερε ὅτι τελειώνει ὁ πόλεμος, ὅτι θά μποῦν οἱ σύμμαχοι, δέν ἄντεξε ἡ εὐαίσθητη ὄντως καρδιά της, ἡ Χριστιανική καρδιά της, νά βλέπη μιά Ἑβραιοπούλα, ἡ ὁποία νομίζω εἶχε ἕνα μωρό παιδί ἤ ἦταν ἑτοιμογέννητη, δέν θυμᾶμαι, νά πηγαίνη στό φοῦρνο γιά νά τήν ψήσουν καί τήν τραβάει ἀπ᾽ τή σειρά καί μπῆκε αὐτή μέσα γιά νά ψηθῆ ἐκείνη κι ὄχι ἡ κοπέλλα. Αὐτή εἶναι Ἁγία τῆς Ἐκκλησίας. Νά ποιό εἶναι τό φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας»(ΠΓ, 226).
<>
«Γράφει σ᾽ ἕνα ποίημά του ὁ Γάλλος ποιητής Pierre Corneille:
“—Ὤ Θεέ μου, ἄν τό ἅγιο θέλημά Σου
συμφωνεῖ μέ ἐκεῖνα πού ἐγώ ἐπιθυμῶ,
δός μου τήν ἐκπλήρωσι τῶν πόθων μου.
Ἄν ὄχι, “γενηθήτῳ τό θέλημά Σου”.
—Ἄν ἡ δόξα Σου μπορεῖ νά ὐμνηθῆ
μέ ὅσα Σου ζητῶ,
κάνε “ἐν τῷ ὀνόματί Σου τῷ ἁγίῳ” νά ἐκτελῶ
ὅποιο ἔργο ἀναλαμβάνω.
—Μά ἄν αὐτά εἶναι γιά τήν καρδιά μου βλαβερά,
ἄν στήν ψυχή μου εἶναι περιττά,
σβῆσε, Θεέ μου, αὐτό τόν κοῦφιο πόθο
καί γέμισέ με μέ μιά ἄλλη φλόγα”»(ΑΓ, 70).
<>
«Ἕνα βροχερό πρωϊνό τόν Ἰούλιο τοῦ 2022, ὁ ἐννιάχρονος γυιός μου κι ἐγώ ἑτοιμαζόμασταν γιά ἕνα σημαντικό ραντεβού γιά τή visa μας. Θέλαμε νά πᾶμε στή χώρα ὅπου ζοῦσε ἡ σύζυγός μου τόν τελευταῖο χρόνο. Ἐνῶ πηγαίναμε ἀπ᾽ τό ξενοδοχεῖο στήν πρεσβεία, τό μυαλό μου ἔτρεχε. “Τί θά γίνη ἄν πάρουμε visa; Τί θά γίνη ἄν δέν πάρουμε;”. Ταυτόχρονα προετοιμαζόμουν νά δεχτῶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Κατά τή συνέντευξι μέ τόν ἁρμόδιο ὑπάλληλο, ἀνακάλυψα ὅτι εἶχα ὅλα τά ἀπαραίτητα χαρτιά ἐκτός ἀπό ἕνα. Προσευχήθηκα ἀπό μέσα μου νά βρεθῆ μιά λύσι καί εἶπα στόν ὑπάλληλο. “Δέν ἔχω αὐτό τό χαρτί μαζί μου σήμερα”. Μέ διαβεβαίωσε πώς θά μέ βοηθοῦσε κι ἔψαξε νά τό βρῆ στά ἀρχεῖα του ὑπολογιστῆ του. Καί σέ λίγο, μᾶς τύπωσε τό ἔντυπο. Δέν ἦταν μιά τυπική ἐξυπηρέτησι αὐτή. Ἄν ἤθελε, ὁ ὑπάλληλος θά μποροῦσε νά ἀπορρίψη τό αἴτημά μας.
Τό περιστατικό αὐτό μπορεῖ νά φαίνεται κοινότυπο σέ πολλούς, ἀλλά ξέρω πώς ἦταν ὁ Θεός πού ἔκανε τόν ὑπάλληλο νά μᾶς ἐξυπηρετήση. Ὅταν παραδινόμαστε πλήρως στό θέλημά του, ἑτοιμαζόμαστε νά βιώσουμε τά θαυμαστά του ἔργα».
<>
Θεία Εξομολόγηση - Ω μετάνοια! Υποχρεώνεις τον Θεό να σου λευκάνει το ποινικό μυτρώο.
-Άγιος Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας
<>
«Χαρακτηριστικώτατο παράδειγμα αὐστηρότητος στό ἑαυτό μας καί ἐπιεικείας πρός τούς ἄλλους εἶναι ἡ αὐτοθυσία τοῦ Ἁγ. Παυλίνου Ἐπισκόπου Νόλης. Ὅ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Μέγας διηγεῖται γι᾽ αὐτόν τά ἑξῆς: Κάποια χήρα εἶχε γυιό, ὁ ὁποῖος εἶχε γίνει δοῦλος γιά χρέη. Ἡ χήρα ζήτησε τή βοήθεια τοῦ Ἐπισκόπου. Αὐτός ἐπειδή δέν εἶχε χρήματα, ἔγινε δοῦλος καί ἐργαζόταν στόν κῆπο κάποιο ἀνθρώπου, μέχρι ὅταν ὁ κύριός του ἀνακάλυψε ποιός ἦταν καί τόν ἄφησε ἐλεύθερο. Πόση αὐστηρότητα τοῦ Ἁγ. Παυλίνου πρός τόν ἑαυτό του καί συμπάθεια, ἐπιείκεια στόν γυιό τῆς χήρας! Ἄς ἤμαστε αὐστηροί λοιπόν στόν ἑαυτό μας καί ἐπιεικεῖς στούς ἄλλους»(ΑΙ, 23).
<>
«Ὁ Sylvain, ἕνας καταδικασμένος σέ ἰσόβια κάθειρξι σέ ξένη χώρα, ἐξηγεῖ μέσα ἀπ᾽ τή φυλακή: Γιά δέκα χρόνια ἔκανα σχέδια πῶς θά δραπετεύσω ἀπό αὐτό τό σκοτεινό κελλί, δέκα χρόνια γεμάτα σχέδια γιά ἐκδίκησι καί μίσος γιά τήν κοινωνία καί τούς ἀνθρώπους! Γιά δέκα χρόνια, μέρα μέ τή μέρα, ὀνειρευόμουν μιά ζωή ἔξω ἀπ᾽ τούς γκρίζους τοίχους. Ὅμως, μιά μέρα, ὅταν ἄνοιξα τό ραδιόφωνο, ἕνας Χριστιανός μιλοῦσε σέ μιά ἐκπομπή. Ἕνας λόγος ἀπ᾽ τή Βίβλο μέ ἄγγιξε τόσο βαθειά: “Ἀληθῶς, ἀληθῶς σᾶς λέγω ὅτι πᾶς ὅστις πράττει τήν ἁμαρτίαν δοῦλος εἶναι τῆς ἁμαρτίας... Ἄν λοιπόν ὁ Υἱός σᾶς ἐλευθερώση, ὅντως ἐλεύθεροι θέλετε εἶσθαι”(Ἰω 8, 34· 36). Ἐκείνη τή στιγμή σκέφτηκα, ἐπίσης, ξανά αὐτό πού μοῦ εἶχε διδάξει ἡ μητέρα μου νωρίτερα στή ζωή μου. Ἦταν σάν νά μοῦ ἔλεγε ὁ Θεός: “Εἶσαι φυλακισμένος, ἀλλά ἡ πραγματική φυλακή δέν εἶναι καθόλου αὐτοί οἱ τοίχοι. Στήν πραγματικότητα, ἡ ψυχή σου εἶναι φυλακισμένη καί εἶσαι σκλάβος τοῦ κακοῦ”. Γονάτισα, ἔκλαψα καί φώναξα στό Θεό: “Σύγχώρεσέ με! Ἐλευθέρωσέ με!”. Τότε αἰσθάνθηκα πραγματικά γιά πρώτη φορά στή ζωή μου, πόσο κοντά εἶναι ὁ Θεός. Μιά βαθειά εἰρήνη μπῆκε στήν καρδιά μου —ἤμουν ἐλεύθερος! Παράτησα ὅλα τά σχέδιά μου νά δραπετεύσω. Ἀπό τώρα ἤθελα νά ὑπηρετήσω τό Θεό, ἐδῶ μέσα στή φυλακή».
<>
Ἀρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος: «Βρισκόμαστε μέσα σ᾽ ἕνα ναό. Ἔχει μερικά λεπτά πού ἡ ἀγρυπνία ἔχει τελειώσει.
Ὁ ἱερέας ἀνάβει τή μηχανή τοῦ αὐτοκινήτου του, χαιρετᾶ τά πνευματικά του τέκνα πού μέ τόση ἀγάπη τόν περίμεναν, κάνει τό σταυρό του καί ἀναχωρεῖ γιά τό πατρικό του σπίτι τό ὁποῖο βρίσκεται στή διπλανή πόλι. Ἡ ἀπόστασι εἶναι περίπου 15 χιλιόμετρα, σέ μερικά λεπτά θά βρίσκεται σπίτι του.
Ἐκεῖνο τό βράδυ, ὅμως, ἡ πλατεία μυρίζει ὀργή. Ὁ ἱερέας σταματημένος στό φανάρι τῆς πλατείας ἀκούει φωνές οἱ ὁποῖες γίνονται ὅλο καί ἐντονότερες.
Ξαφνικά ἕνας νεαρός περνᾶ μπροστά ἀπ᾽ τό αὐτοκίνητο τοῦ ἱερέως. Δέν προλαβαίνει νά κλείση τό ραδιόφωνο ὅταν ἄλλοι τρεῖς νεαροί περνοῦν τρέχοντας μπροστά ἀπ᾽ τό σταματημένο αὐτοκίνητό του. Τόν κυνηγοῦν. Οἱ τρεῖς κυνηγοῦν τόν πρῶτο νεαρό. Ὄχι γιά καλό. Τό φανάρι ἔχει ἀνάψει πράσινο, ὁ ἱερέας ὅμως δέν λέει νά φύγη. Οἱ φωνές ἔχουν πλέον μετατραπεῖ σέ κραυγές μίσους γιά τούς τρεῖς καί ἀπογνώσεως γιά τόν ἄμοιρο νεαρό.
Ὁ ἱερέας ἀνοίγει τήν πόρτα τοῦ αὐτοκινήτου του, κάνει τό σταυρό του καί μέ βιαστικό βῆμα τρέχει πρός τό μέρος ἀπ᾽ τό ὁποῖο ἀκούγονται οἱ νεαροί. Σέ μερικά μέτρα τούς βλέπει. Οἱ τρεῖς ἔχουν πιάσει τόν ἕνα καί τόν κτυποῦν ἀλύπητα. Εἶναι κάτω πεσμένος στό ἔδαφος γεμάτος αἵματα καί ὅμως οἱ νεαροί δέν σταματοῦν. Τό μίσος, ἡ ὀργή εἶναι ἀπίστευτη. Ὁ ἱερέας, ὅμως, δέν διστάζει.
—Σταματῆστε!!! Γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ σταματῆστε!!!
Οἱ νεαροί γυρνοῦν ἔκπληκτοι πρός τό μέρος τοῦ ἱερέως. Τό ἀνάστημα τοῦ μαυροφορεμένου ἄνδρα μέ τά γένια καί τά μακρυά μαλλιά μοιάζει βγαλμένο ἀπό κάποιο ἡρωϊκό ἔπος στά μάτια τους. Οἱ δύο πανικοβάλλονται καί τρέπονται σέ φυγή. Ὁ ἕνας βγάζει ἕνα μαχαίρι, μέσα ἀπ᾽ τήν τσέπη τοῦ παντελονιοῦ του χωρίς καθυστέρησι. Δέν θέλει νά ἐπιτεθῆ στόν ἱερέα, δέν τόν νοιάζει αὐτός. Θέλει νά ξεκάνη μιά καί καλή τόν αἱματοβαμμένο νεαρό, ὁ ὁποῖος σφαδάζει ἀπ᾽ τόν πόνο. Θέλει νά τόν σκοτώση.
Τό μαχαίρι ὑψώνεται μέ ὁρμή στόν οὐρανό καί μέ ἄλλη τόση καί πιό πολύ κατεβαίνει πρός τό στῆθος τοῦ νέου πού οὐρλιάζει βλέποντας τό τέλος του.
Τό μαχαίρι, ὅμως, δέν βρίσκει τό στόχο του. Ὁ ἱερέας βρίσκεται ἀνάμεσά τους. Κοιτᾶ στά μάτια τόν ἐπίδοξο δολοφόνο καί μέ τά χέρια του ἔχει πιάσει τό κοφτερό μαχαίρι.
—Σύνελθε! Τί πᾶς νά κάνης; Σύνελθε ἄνθρωπε, γιά ὄνομα τοῦ Θεοῦ, σύνελθε!!!
Τά θολωμένα μάτια τοῦ νεαροῦ κοιτοῦν σαστισμένα τά χείλη τοῦ ἱερέως ὁ ὁποῖος μέ δύο γρήγορες κινήσεις ἀφοπλίζει τό νεαρό. Στέκονται καί οἱ δυό ὄρθιοι, σιωπηλοί. Τό βλέμμα τοῦ ἐπίδοξου δολοφόνου εἶναι σάν χαμένο. Κάνει νά φύγη, μά τό χέρι τοῦ ἱερέως τόν σταματᾶ.
—Πρόσεχε παιδί μου. Γιατί τόσο μίσος;
Ὁ νεαρός ἀπομακρύνεται γοργά ἀπ᾽ τόν τόπο. Ὁ ἱερέας μένει μόνος του μέ τόν αἱμόφυρτο νεαρό ὁ ὁποῖος ἀνασηκώνεται σιγά σιγά.
—Θά σέ πάω στό νοσοκομεῖο.
—Ὄχι, στό νοσοκομεῖο. Θά τά καταφέρω. Ἀφῆστε με ἥσυχο.
—Μά παιδί μου δέν εἶσαι καλά. Θά ἔρθης μαζί μου στό νοσοκομεῖο.
—Σοῦ εἶπα ὄχι παπᾶ μου, ὄχι. Σ᾽ ευχαριστῶ γιά ὅλα. Τώρα πήγαινε στό καλό σου.
Τά αἵματα ἔχουν σκεπάσει τό πρόσωπο τοῦ νεαροῦ. Ὁ ἱερέας τόν βοηθᾶ νά σηκωθῆ. Τό ζωστικό του ἔχει γεμίσει αἷμα.
Ὁ νεαρός κοιτᾶ στά μάτια τό σωτήρα του. Τοῦ φιλᾶ μέ δυσκολία τό χέρι.
—Σ᾽ εὐχαριστῶ. Τώρα ἄσε με νά φύγω, μή στεναχωριέσαι γιά μένα.
Ὁ ἱερέας δέν ξέρει τί νά πῆ. Βλέπει τό νεαρό νά ἀπομακρύνεται ἀργά ἀλλά σταθερά ἀπό κοντά του, μέχρι πού χάθηκε μέσα στή νύκτα...
Το Πάσχα ἔχει ἔρθει. Ὁ καιρός ἀνοιξιάτικός. Ὁ ἱερέας μας βγαίνει ἀπ᾽ τό σπίτι του καί ἑτοιμάζεται νά κάνη μιά βόλτα πεζός.
Ἐδῶ καί δύο ἐβδομάδες ἔχει ἀνοίξει ἕνα καινούργιο ζαχαροπλαστεῖο στήν περιοχή. Περνᾶ ἀπ᾽ ἔξω. Κοντοστέκεται. Κάτι τοῦ λέει νά μπῆ μέσα καί νά χαιρετήση, ἔστω γιά νά πῆ κάποιες εὐχές γιά τό νέο ξεκίνημα αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.
Ἀνοίγει τήν πόρτα τοῦ ζαχαροπλαστείου καί κατευθύνεται πρός τό ταμεῖο μιᾶς καί δέν φαίνεται κανείς. Πρίν προλάβη, ὅμως, νά πῆ ὁτιδήποτε, ἕνας κύριος βγαίνει βιαστικός μέσα ἀπ᾽ τό ἐργαστήριο καί τόν καλημερίζει.
—Καλημέρα καί σέ σένα παιδί μου. Χριστός Ἀνέστη!
—Ἀληθώς Ἀνέστη, πάτερ μου!
—Ἔχετε λίγες ἡμέρες πού ἀνοίξατε τό μαγαζί καί εἶπα νά περάσω νά σᾶς εὐχηθῶ καλές δουλειές.
Ὁ μαγαζάτορας ἐνῶ στήν ἀρχή βγῆκε γελαστός καί εὐδιάθετος, τώρα ἀρχίζει νά κοιτᾶ τόν ἱερέα μέ σοβαρότητα. Τά μάτια του ἀρχίζουν νά βουρκώνουν. Ὁ ἱερέας εἶναι ἕτοιμος νά ζητήση συγγνώμη καί νά φύγη μιᾶς καί νιώθει ὅτι κάτι κακό ἔκανε.
Δέν προλαβαίνει, ὅμως. Ὁ ζαχαροπλάστης βγάζει βιαστικά τήν ποδιά του καί βγαίνει πίσω ἀπ᾽ τόν πάγκο. Βρίσκεται τώρα δίπλα στόν ἱερέα. Τοῦ πιάνει τό χέρι. Τό ἀσπάζεται.
—Συγχώρεσε με, παππούλη. Ἤθελα νά σοῦ πῶ ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ.
Αὐτά πρόλαβε νά πῆ πρίν ξεσπάση σέ κλάματα. Ὁ ἱερέας τόν ἀγκαλιάζει πατρικά, γεμάτος, ὅμως, ἀπορία.
—Τί ἔχεις παιδί μου; Μίλησέ μου.
Μετά ἀπό μερικές στιγμές, ὁ ζαχαροπλάστης συνέρχεται. Σκουπίζει τά μάτια του. Τά χέρια του δέν ἀφήνουν τό χέρι τοῦ ἱερέα. Σάν νά μή θέλη νά χάση τήν ἐπαφή μαζί του.
—Τί ἔχεις παιδί μου;, ξαναλέει ὁ ἱερέας.
Μετά ἀπό δυό τρεῖς βαθειές ἀνάσες, ὁ ζαχαροπλάστης ἀρχίζει νά μιλᾶ.
—Θυμᾶστε κάποτε πρίν περίπου 25 χρόνια... ἕνα βράδυ. Στό πάρκο. Κάποιοι νεαροί ἔδέρναν κάποιον ἄλλο ταλαίπωρο; Κάποιος ἀπ᾽ αὐτούς ἔβγαλε καί μαχαίρι. Θυμᾶστε;
Εἶχαν περάσει τόσα χρόνια. Ὁ γερασμένος, ἀσπρομάλλης ἱερέας, προσπαθοῦσε νά φέρη στή θύμησί του τό περιστατικό. Εἶχε δεῖ καί εἶχε ἀκούσει πολλά ὅλα αὐτά τά χρόνια. Ὅμως, αὐτό τό περιστατικό δέν ἦταν καί συνηθισμένο. Μετά ἀπό μερικά δευτερόλεπτα ὁ ἱερέας θυμήθηκε.
—Ναί, θυμᾶμαι παιδί μου, θυμᾶμαι.
Ποιός ἦταν, ὅμως, αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού στεκόταν μπροστά του; Ποιός ἦταν ἀπ᾽ ὅλους αὐτούς τούς νεαρούς πού τότε εἶχε δεῖ; Δέν ἤξερε. Ὑπέθεσε, ὅμως, ὅτι ἦταν τό “θύμα” τῆς ὑποθέσεως, καί γι᾽ αὐτό τόν εὐχαριστοῦσε. Ἐπειδή τόν ἔσωσε ἀπ᾽ τά χειρότερα.
Οἱ σκέψεις του, ὅμως, σταμάτησαν ἀπότομα ἀπ᾽ τήν φωνή τοῦ ζαχαροπλάστη.
—Παππούλη μου, δέν ξέρω ἄν κατάλαβες ποιός εἶμαι ἀπό ἐκείνους τούς νεαρούς, γι᾽ αὐτό καί θά σοῦ πῶ πώς ἐγώ εἶμαι αὐτός πού κρατοῦσε τό μαχαίρι. Εἶμαι ἐκεῖνος πού λίγο ἔλειψε νά γίνη δολοφόνος.
Ὁ ἱερέας γούρλωσε τά μάτια του. Δέν περίμενε τέτοια ἀποκάλυψι. Δέν ἤξερε τί νά πῆ.
—Σ᾽ εὐχαριστῶ πού μέ ἔσωσες ἀπό μιά τέτοια μεγάλη ἁμαρτία, παππούλη. Σ᾽ εὐχαριστῶ πού μπῆκες μπροστά μου ἐκείνη τή νύκτα καί μέ ἀπέτρεψες ἀπ᾽ τά χειρότερα. Σ᾽ εὐχαριστῶ.
Ἀσπάστηκε καί πάλι τήν δεξιά τοῦ ἱερέως, ὁ ὁποῖος βουβός ἄκουγε τό ζαχαροπλάστη νά τοῦ ὁμολογῆ ὅτι αὐτός ἦταν ὁ γεμάτος ὀργή νεαρός πού εἶχε συναντήσει πρίν ἀπό πολλά χρόνια.
Μίλησαν γιά μερικά λεπτά ἀκόμα. Μοιράστηκε μέ τόν ἱερέα τή νέα του ζωή. Τοῦ μίλησε γιά τήν καλή του σύζυγο, γιά τά τρία του παιδιά, γιά τούς νεαρούς φίλους του πού ἔχει χρόνια νά τούς δῆ. Γιά τό νέο πού κτύπησε ἐκείνη τή νύκτα τόσο ἄγρια καί ὁ ὁποῖος τελικά πέθανε ἀπό ὑπερβολική δόσι μερικά χρόνια πρίν.
Ζήτησε νά ἐξομολογηθῆ. Ἀνανέωσαν τό ραντεβού τους.
Ο ἱερέας βγαίνοντας ἀπ᾽ τό ζαχαροπλαστεῖο ἀναστέναξε μέ πόνο ἀλλά καί μέ χαρά. Ἔκανε τόν σταυρό του καί ἀπομακρύνθηκε»(https://imverias.blogspot.com/2014/03/blog-post_28.html).
<>
Josef van den Berg: «Στίς 31/1/1990, πῆγα κοντά του [στόν Ἅγ. Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη]. Πῆγα στήν Ἑλλάδα. Στό κελλί του. Ἦταν τυφλός. Ἐκεῖ ἦταν ὁ γιατρός του, ὁ Δρ. Πιπεράκης. Ἐγώ μιλοῦσα Γαλλικά, καί ὁ γιατρός μετέφραζε. Σέ μία στιγμή, λέει στό γιατρό: “Γιατί μεταφράζεις λάθος; Δέν ἔχει πεῖ κάτι τέτοιο ὁ Joseph”! Καταλάβαινε τά πάντα γιά ἐμένα»(ΣΣ, 177).
<>
«Ἤμουν ἀπελπισμένος ἐπειδή δέν εἶχα παπούτσια
Μέχρι πού συνάντησα στό δρόμο ἕνα ἄνθρωπο πού δέν εἶχε πόδια»(ΠΑ, 52).
<>
Θυμήθηκα πως σαν σήμερα, 8 Ιουνίου 2022, εκτελέστηκε στην Αριζόνα των Ηνωμένων Πολιτειών ένας άνθρωπος που, για τους περισσότερους, έμοιαζε χαμένος.
Ένας θανατοποινίτης, που λίγο πριν παραδώσει το πνεύμα, φόρεσε το ράσο του μοναχού. Έλαβε το όνομα Εφραίμ. Όχι για να κρυφτεί αλλά για να σταθεί ενώπιον Του Θεού όπως είναι: Γυμνός, ταπεινός, παραδομένος.
Φόρεσε το ράσο με τρόπο που δεν έχουμε ακόμη αξιωθεί εμείς, που παλεύουμε με τον εγωισμό μας, με τα πάθη μας, που ζούμε αλλά δεν ξέρουμε να μετανοούμε. Το φόρεσε με δάκρυ.
Με αλήθεια. Με πλήρη παράδοση.
Σκεφτόμουν σήμερα, ανήμερα της Πεντηκοστής, πως Το Άγιο Πνεύμα δεν περιορίζεται σε μέρες και ώρες.
Κατεβαίνει εκεί όπου βρίσκει ρωγμή.
Εκεί όπου ζει ένας άνθρωπος που σταύρωσε τον εγωισμό του και το μόνο που του έμεινε να πει είναι: «Σώσε με! Έστω και τώρα, σώσε με!».
Εκεί πάει Το Άγιο Πνεύμα. Και φέρνει Πεντηκοστή.
Ο Frank Atwood, όπως ήταν το όνομά του πριν, είχε καταδικαστεί για ένα βαρύ έγκλημα. Μέχρι τέλους δήλωνε πως ήταν αθώος.
Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι λίγο πριν πεθάνει, πίστεψε.
Όχι για να αποφύγει τον θάνατο αλλά για να βρει ζωή.
Και τη βρήκε!
Η δική του Πεντηκοστή δεν είχε φλόγες, δεν είχε ήχους.
Είχε αλλοίωση.
Είχε ένα βλέμμα ειρηνικό.
Ένα χαμόγελο ήσυχο.
Κι έναν λόγο ευχαριστίας: «Ευχαριστώ Τον Χριστό που, μέσα από αυτή τη δίκη, με έσωσε».
Δεν είπε «με δικαίωσε». Είπε «με έσωσε»..
Σκεφτόμουν και κάτι ακόμα:
Πώς εμείς οι ελεύθεροι, πολλές φορές είμαστε πιο φυλακισμένοι από εκείνους που ζουν πίσω από σίδερα.
Εμείς που κοινωνούμε, που μιλάμε για Θεία Χάρη και Άγιο Πνεύμα, δεν αλλάζουμε.
Εκείνος, που γνώριζε την ώρα του θανάτου του, βρήκε τη δύναμη να μετανοήσει ολοκληρωτικά μέσα σε λίγες μόνο ώρες.
Ποιος είναι τελικά ο ζωντανός και ποιος ο νεκρός;
Ποιος ο φυλακισμένος και ποιος ο ελεύθερος;
Ανάμεσα σ' όλα τα λόγια που θα μπορούσαμε να πούμε σήμερα, αύριο, το παράδειγμα του πατρός Εφραίμ, μας ψιθυρίζει: Το Άγιο Πνεύμα δεν έρχεται επειδή έχει οριστεί μία προκαθορισμένη ώρα. Έρχεται όταν Του παραχωρούμε την καρδιά μας.
Δεν κατοικεί μόνο στους ναούς αλλά και στα κελιά.
Δεν μένει μόνο στις Κυριακές αλλά και στις στιγμές που η καρδιά ξεγυμνώνεται.
Κι αν σήμερα ήρθε το Άγιο Πνεύμα, δεν ήρθε επειδή το έγραφε το ημερολόγιο.
Ήρθε επειδή κάποιος Του το ζήτησε. Κάποιος έκλαψε. Κάποιος ντράπηκε.
Κάποιος είπε:
«Άργησα, όμως ήρθα».
Ναι..., αυτό είναι Πεντηκοστή.
Όχι με ήχο ανέμου. Με αναστεναγμό καρδιάς..!
Βοήθειά μας!
Μια μικρή διευκρίνηση από τη φίλη Effie Avramidou :
"Δεν πίστεψε λίγο πριν την εκτέλεση.
Λιγο πριν έγινε μοναχός.
Πίστεψε αρκετά χρόνια πριν,
και μετέστρεψε και την γυναίκα του Σαρρα με την οποία έκανε ορθόδοξο γάμο.
Παρά ταυτα η πρώτη φορά που την αφήσαν να τον ακουμπήσει είναι σε αυτή την φωτογραφία, όταν ήταν ήδη νεκρός." Την ευχή του να έχουμε!
<>
«Ζήτησε, λοιπόν, ἀπ᾽ τό σύζυγό της νά τή βοηθήση καί νά τῆς γράψη ἕξι πράγματα πού ἐκεῖνος θεωροῦσε ὅτι ἄν ἐκείνη τά ἔκανε, θά γινόταν καλύτερη σύζυγος. Ὅπως μᾶς εἶπε ὁ μαθητής μας:
“Ἡ ἐρώτησι αὐτή μέ ξάφνιασε. Εἰλικρινά, θά μποροῦσα εὔκολα νά σκεφτῶ ἕξι πράγματα πού θά ἤθελα νά ἀλλάξη —καί εἶμαι βέβαιος ὅτι ἐκείνη θά μποροῦσε νά γράψη χίλια πράγματα πού θά τῆς ἄρεσαν νά ἀλλάξω ἐγώ— ἀλλά δέν τό ἔκανα. Τῆς εἶπα ἁπλῶς, ‘Ἄσε με νά τό σκεφτῶ καί θά σοῦ ἀπαντήσω τό πρωΐ ̓.
Τό ἑπόμενο πρωΐ σηκώθηκα πολύ νωρίς, πῆγα στόν ἀνθοπώλη, καί τοῦ παράγγειλα νά στείλη στή γυναῖκα μου ἕξι κόκκινα τριαντάφυλλα μέ ἕνα σημείωμα πού ἔλεγε: ‘Δέν μπορῶ νά σκεφτῶ ἕξι πράγματα τά ὁποῖα θά ἤθελα νά ἀλλάξης. Σέ ἀγαπῶ ἀκριβῶς ὅπως εἶσαι ̓.
Τό βράδυ κατά τό ὁποῖο γύρισα στό σπίτι, ποιός περίμενε στήν πόρτα νά μέ ὑποδεχτῆ; Φυσικά ἡ γυναῖκα μου! Ἦταν ἕτοιμη νά βάλη τά κλάματα. Εἶναι περιττό, νομίζω, νά ἀναφέρω πόσο χάρηκα πού δέν τῆς ἔκανα τήν κριτική τήν ὁποία μοῦ εἶχε ζητήσει”»(ΑΖ, 105).
<>
«Τρεῖς μῆνες πρίν ἀπ᾽ τήν κοίμησί του [ὁ Γέροντας Νικόδημος τῆς Καλύβης τοῦ Ἁγ. Παντελεήμονος] προσβλήθηκε ἀπό βαρειά καί ἐπώδυνη ἀρρώστια. Γέμισε πληγές καί ἔλιωνε σιγά-σιγά σάν τό κερί. Ὁ μαθητής του Νεῖλος τόν ὑπηρετοῦσε νύχτα-μέρα. Λίγο πρίν πεθάνη εἶχε ἀποκάλυψι Θεοῦ γιά τό στεφάνι πού τοῦ ἑτοιμαζόταν καί τόν ἄγγελο πού θά παραλάβαινε τήν ψυχή του. Τότε ἔπιασε ἀπ᾽ τό χέρι τό μαθητή του καί μέ πνευματική χαρά τοῦ εἶπε: “Παιδί μου, νά μείνης στό δρόμο πού σοῦ δίδαξα, καί θά λάβης αὐτό πού θά λάβω ἐγώ τώρα!”. Μ᾽ αὐτά τά λόγια ἡ ψυχή του πέταξε στόν Κύριο»(Ἱερομ. Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου, Προσκυνητάριο, ἐκδ. Ἱ. Κελλίον Ἁγ. Ἀντωνίου, Ἅγ. Ὄρος 2024, 65).
<>
Εάν νιώθεις απογοήτευση, διάβασε τους Βίους των Αγίων. Προσπάθησε να διαβάσεις έστω και λίγες γραμμές από αυτούς.
Για την ψυχή είναι σαν μια ευλογημένη βροχή που αναζωογονεί, ενθαρρύνει και ευχαριστεί!
Άγιος Σεραφείμ Σομπόλεβ
<>.
«Τίς προάλλες ἔπρεπε νά ἀφήσω τό αὐτοκίνητό μου στό συνεργεῖο. Συνῆθως κάποιος ἔρχεται καί μέ παίρνει ἤ νοικιάζω αὐτοκίνητο, ἀλλά αὐτή τή φορά ἀποφάσισα νά χρησιμοποιήσω τά μέσα μαζικῆς μεταφορᾶς. Ἀνακάλυψα ἕνα δρομολόγιο κοντά στό συνεργεῖο πού πήγαινε πρός τό σπίτι μου. Ἄν καί περνοῦσα μέ τό αὐτοκίνητο ἀπ᾽ τό δρόμο ἐκεῖνο γιά δεκαετίες, δέν θυμόμουν ποτέ νά εἶχα δῆ στάσι λεωφορείου. Ὅταν ἄφησα τό αὐτοκίνητό μου, περπάτησα λίγο κι ἀναρωτιόμουν ἄν θά ἔβρισκα τή στάσι. Ἔμεινα ἔκπληκτος πού τή βρήκα καί τό λεωφορεῖο ἔφτασε στήν ὥρα του καί μέ πῆγε σπίτι μου.
Στή διαδρομή ἀναρωτιόμουν πόσες φορές εἶχα περάσει ἀπ᾽ τή στάσι χωρίς νά τήν προσέξω. Δέν τήν εἶχα δεῖ ἐπειδή δέν τήν ἀναζητοῦσα. Ἀναρωτήθηκα τότε: “Πόσες φορές δέν βλέπω τί ἔχει κάνει γιά μένα ὁ Θεός ἐπειδή δέν ψάχνω νά τό δῶ;”. Ὠς πατέρας, ξέρω πόση χαρά μοῦ δίνει ὅταν τά παιδιά μου ἀναγνωρίζουν κάτι πού ἔκανα γι᾽ αὐτά. Τό ἴδιο πρέπει νά νιώθη κι ὁ οὐράνιος Πατέρας μου! Πῆρα τήν ἀπόφασι νά εἶμαι πιό παρατηρητικός καί πιό συνεπής στή δοξολογία μου πρός τόν οὐράνιο Πατέρα. Καί δόξασα τό Θεό πού ἔφτασα μέ ἀσφάλεια στό σπίτι»
<>.
Γιατί χρησιμοποιούμε το κομποσχοίνι και ποια είναι η ιστορία του; Τι είναι το κομποσχοίνι; Πώς φτιάχνεται ένα κομποσχοίνι; Τι δύναμη έχει το κομποσχοίνι; Πώς κάνουμε προσευχή με το κομποσχοίνι; Ποια προσευχή μπορούμε να πούμε όταν κάνουμε κομποσχοίνι; Γιατί φοβάται ο διάβολος το κομποσχοίνι;
Το κομποσχοίνι είναι το μέσο που βοηθά τον προσευχόμενο άνθρωπο στη συγκέντρωση του νου, την ώρα της προσευχής. Να μπορεί ο νους αρχικά και μετά η καρδιά να είναι συγκεντρωμένη με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Το κομποσχοίνι είναι ένα «όπλο» βοηθείας που καλούμε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, καλούμε την Παναγία μας, καλούμε τους Αγίους, καλούμε τους αγγέλους και τους καλούμε όλους αυτούς σε βοήθεια και υπεράσπισή μας.
Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς και πήγε με τους φρουρούς τους για κυνήγι. Στο δάσος χώρισαν. Έπιασε ο καθένας από ένα καρτέρι. Μετά από λίγη ώρα στο μέρος πού ήταν ο Βασιλιάς, πήγαν ληστές. Ο ένας ληστής τού πήρε το όπλο. Ο άλλος τού πήρε τον επενδύτη. Ο άλλος τού πήρε το καπέλο. Και φυσικά ο Βασιλιάς τους τα έδινε, διότι ήταν μόνος. Ο τελευταίος ληστής, είπε στον Βασιλιά: Θα σου πάρω την φλογέρα σου. Λέει ο Βασιλιάς: Ναι θα σου την δώσω, όμως να μού επιτρέψεις, μια στιγμή, να σού δείξω πώς να την χρησιμοποιείς... Ναι ευχαρίστως. Απάντησε, ο ληστής. Πήρε την φλογέρα ο Βασιλιάς, και άρχισε να παίζει ένα μουσικό μέλος, με το οποίο καλούσε τούς φρουρούς του.( Το εν λόγω μουσικό μέλος ήταν συνθηματικό). Τότε, οι φρουροί του, έτρεξαν προς τον Βασιλιά, και συνέλαβαν τούς ληστές. Οι ληστές, είναι οι διάβολοι, πού απεκδύουν τούς ανθρώπους. Η φλογέρα, είναι το κομποσχοίνι. Ο ήχος τής φλογέρας, είναι η προσευχή.
Όταν κινδυνεύουμε πνευματικά ή σωματικά παίρνουμε την «φλογέρα» που είναι το κοσμποσχοίνι, λέγοντας την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλό» ή «Υπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε υπέρ εμού» ή «Άγιοι άγγελοι πρεσβεύσατε υπέρ ημών» ή «Άγιε... του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών». Αμέσως οι φύλακες άγγελοι, οι άγιοι, η Θεοτόκος, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός τρέχουν για να σώσει εμάς από τον πειρασμό και τα χέρια του διαβόλου και των δαιμόνων. Αυτή είναι και η δύναμη της προσευχής με το κομποσχοίνι.
Το κομποσχοίνι το έχουμε παντού. Στο σπίτι, στο αυτοκίνητο, επάνω μας όπου κι αν είμαστε και το χρησιμοποιούμε ως δυνατό όπλο προσευχής, αλλά και σε κάθε πειρασμό ή θλίψη ή κίνδυνο ή πριν κοιμηθούμε και όχι ως διακοσμητικό στοιχείο. Με αυτόν τον τρόπο εφαρμόζουμε την προτροπή του Αποστόλου Παύλου από την Καινή Διαθήκη «αδιαλείπτως προσεύχεσθε».
Σύμφωνα με την παράδοση, ο όσιος Παχώμιος το 320 μ.Χ., ίδρυσε με την βοήθεια του Αγίου Αντωνίου το πρώτο μοναστήρι στην Θηβαϊδα της Αιγύπτου.
Με τη νοερά προσευχή ασχολούνταν όλοι οι μοναχοί είτε στις ιερές Ακολουθίες είτε στα διακονήματά τους ή στον προσωπικό τους κανόνα. Όμως ο παμπόνηρος διάβολος τους μπέρδευε με αποτέλεσμα να κουράζονται υπερβολικά. Ο Όσιος Παχώμιος μετά από προσευχή του εμφανίστηκε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ο οποίος κρατούσε στο αριστερό του χέρι κομποσχοίνι και το έδωσε στον Όσιο Παχώμιο. Στην συνέχεια πήρε νήμα και του έδειξε πως να πλέκει το κομποσχοίνι με τέτοιο τρόπο που ο διάβολος το φοβόταν πολύ και έτσι όταν οι μοναχοί κρατούσαν το κομποσχοίνι ο διάβολος δεν τους πείραζε. Ο κάθε κόμπος είναι πλεγμένος σταυρωτά και αποτελείται από εννέα σταυρούς που συμβολίζουν τα εννέα τάγματα των αγγέλων.
Το κομποσχοίνι δεν είναι μόνο για τους μοναχούς, αλλά και για τους λαϊκούς. Όποιος λέει την ευχή με το κομποσχοίνι ο διάβολος και οι δαίμονες φεύγουν μακριά, διότι οι σταυροί που έχει επάνω διώχνουν τον διάβολο. Όποιος επιθυμεί να διώχνει τον διάβολο από κοντά να έχει μαζί του ένα κομποσχοίνι με το οποίο θα ζητά την βοήθεια του Θεού και των αγίων. Αλλά και όποιος επιθυμεί να βρει γαλήνη και ηρεμία, το κομποσχοίνι βοηθά σε αυτό, διότι φέρνει την γαλήνη και την ηρεμία του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων.
<>.
«Πάνω ἀπ᾽ τό στόμιο τῆς σπηλιᾶς τοῦ Ἀγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐρημίτη [στήν Κρήτη], βρίσκεται πέτρινο παρτέρι πού φυτρώνουν διάφορα ἀγριολούλουδα. Ἀνάμεσά τους φυτρώνει καί ἕνας λευκός κρίνος, πού μοσχοβολᾶ τό φαράγγι σάν ἀνθίζει. Ἡ παράδοσι λέει πώς ὁ κρίνος αὐτος φυτρώνει στόν ἴδιο τόπο κάθε χρόνο στή μνήμη του ἀπ᾽ τόν καιρό πού κοιμήθηκε μέσα στό σπήλαιο ὁ Ἅγιος. Ὁ κρίνος φυτρώνει πραγματικά στό σπήλαιο καί εἶναι ὁ μόνος σ᾽ ὅλη τήν περιοχή»(ΑΕ, 212).
INS
<>.
«Κάποτε ἦταν ἕνα ἀγοράκι πού ἤθελε νά γνωρίση τό Θεό. Ἤξερε ὅτι τό ταξίδι ὥς τό μέρος στό ὁποῖο ζοῦσε ὁ Θεός θά ἦταν μακρινό κι ἔτσι ἔβαλε στή βαλίτσα του μερικά σοκολατάκια καί ἀναψυκτικά καί ξεκίνησε τό δρόμο του.
Ἀφού εἶχε περπατήσει λίγο, συνάντησε ἕνα ἡλικιωμένο κύριο. Ὁ ἄντρας καθόταν σ᾽ ἕνα παγκάκι στό πάρκο καί τάιζε περιστέρια. Ὁ μικρός ἔκατσε δίπλα του καί ἄνοιξε τή βαλίτσα του γιά νά πιῆ ἕνα ἀναψυκτικό. Ἀκριβῶς τότε παρατήρησε ὅτι ὁ ἡλικιωμένος ἔμοιαζε πεινασμένος κι ἔτσι τοῦ προσέφερε ἕνα σοκολατάκι.
Ὁ ἡλικιωμένος δέχτηκε μέ εὐγνωμοσύνη καί χαμογέλασε στό μικρό. Τό χαμόγελό του ἦταν τόσο όμορφο, πού τό ἀγόρι, θέλοντας νά τό ξαναδῆ, τοῦ προσέφερε καί ἕνα ἀναψυκτικό. Ὁ γέροντας χαμογέλασε ξανά στό μικρό. Τό παιδί ἦταν τρισευτυχισμένο!
Πέρασαν μαζί όλο τό ἀπόγευμα, τρώγοντας καί χαμογελώντας, μά χωρίς νά ἀνταλλάξουν οὖτε μία λέξι. Ὅταν ἄρχισε νά νυχτώνη, τό ἀγόρι κατάλαβε πώς ἔπρεπε νά ξεκινήση τό δρόμο γιά τό σπίτι του. Σηκώθηκε κι ἀφοῦ ἔκανε μόλις λίγα βήματα, γύρισε πίσω, ἔτρεξε πρός τό μέρος τοῦ ἡλικιωμένου καί τόν ἀγκάλιασε σφιχτά. Κι ὁ γέροντας τοῦ χάρισε τό πιό όμορφο χαμόγελό του!
Ὅταν τό παιδί ἔφτασε σπίτι του, ἡ μητέρα του παρατήρησε τό βλέμμα χαρᾶς στό πρόσωπό του.
Τό ρώτησε:
—Τί ἔκανες σήμερα καί εἶσαι τόσο χαρούμενος;
Ὁ μικρός εἶπε:
—Ἔφαγα σοκολατάκια στό πάρκο μέ τό Θεό!
Καί πρίν ἡ μαμά προλάβη νά ἀπαντήση ὁ μικρός πρόσθεσε:
—Καί ξέρεις κάτι; Ὁ Θεός ἔχει τό πιό ὄμορφο χαμόγελο τό ὁποῖο ἔχω δῆ!
Ἐντωμεταξύ, ὁ ἡλικιωμένος ἀκτινοβολώντας καί ὁ ἴδιος ἀπό χαρά, ἐπέστρεψε στό σπίτι του. Ὁ γυιός του, παρατηρώντας τό βλέμμα εὐτυχίας καί ἀγαλλιάσεως στό πρόσωπό του τόν ρώτησε:
—Πατέρα, τί ἔκανες σήμερα καί εἶσαι τόσο χαρούμενος;
Κι ὁ γέροντας εἶπε:
—Ἔφαγα σοκολατάκια στό πάρκο μέ τό Θεό!
Καί πρίν ὁ γυιός του προλάβη νά ἀπαντήση, ὁ γέροντας πρόσθεσε:
—Καί ξέρεις κάτι; Εἶναι πολύ νεότερος ἀπ᾽ ὅσο πίστευα!».
<>.
Ἅγ. Ἰουστίνος Πόποβιτς: «Τά πάντα δῶσε γιά τό Χριστό, τό Χριστό μή δώσης γιά τίποτε»(ΗΕ, 44).
<>.
«Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα πολύεδρο διαμάντι τό ὁποῖο ἀπό ὅλες τίς πλευρές παρουσιάζει νέες ἀντανακλάσεις τῆς ἀληθείας. Ἄς τήν γνωρίσουμε καί ἄς τή ζήσουμε σέ ὄλο τό βάθος καί τό πλάτος της γιά νά μποροῦμε νά τήν προβάλουμε εὐεργετικά πρός τούς ἀγνοοῦντες αὐτήν»(ΗΕ, 86).
<>.
«Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ σπόρος, καί ἡ συγχώρεσι εἶναι ὁ καρπός. Καμμιά μετάνοια δέν ἔχει ἀξία δίχως τή συγχώρεσι!»(ΗΕ, 39).
<>.
«Ἡ Ἐλπίδα μας τώρα καί πάντοτε καί στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων καί σέ ὅλη τήν αἰωνιότητα, εἶναι μία καί μοναδική: Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός στό Θεανθρώπινό Του σῶμα, στήν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί Πατέρων»(ΗΕ, 44).
<>.
Διαβάζουμε στό βίο τοῦ Ἁγ. Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ὅτι ὅταν τελεῖτο Θ. Λειτουργία καί ὁ ἱερέας ἔβγαινε νά πάρη “καιρό”, οἱ μοναχοί ἔβλεπαν τόν Ἅγ. Παΐσιο νά κατεβαίνη ἀπ᾽ τό στασίδι καί νά στέκεται ὄρθιος μέ πολλή εὐλάβεια. Κάποτε τόν ρώτησαν.
—Γέροντα, γιατί, ὅταν ὁ ἱερέας παίρνει “καιρό”, κατεβαίνετε ἀπ᾽ τό στασίδι;
Ὁ Γέροντας ἐκείνη τήν ὥρα ἔβλεπε τή Χάρι τοῦ Ἁγ. Πνεύματος σάν στήλη φωτιᾶς νά κυκλώνη τόν ἱερέα κι ἀπάντησε:
—Κατεβαίνω γιατί ἐκείνη τήν ὥρα πού προσεύχεται ὁ ἱερέας, στέλνει ὁ Θεός τή Θεία Χάρι Του στόν ἱερέα γιά νά τόν ἀπαλλάξη ἀπ᾽ τίς ἀδυναμίες του, ὥστε νά μπορέση νά τελέση τή Θ. Λειτουργία. Τότε καί οἱ πιστοί πρέπει μέ εὐλάβεια νά προσεύχωνται γιά νά πάρουν Χάρι.
<>.
«Νωρίς τά καλοκαιρινά πρωϊνά, τήν ὥρα κατά τήν ὁποία προσεύχομαι καί διαβάζω τό βιβλικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας, ἕνα κολιμπρί ἔρχεται στήν ταΐστρα πού κρέμεται ἔξω ἀπ᾽ τό παράθυρό μου. Φροντίζω ἡ ταΐστρα νά ἔχη πάντα τό ζαχαρόνερο πού τοῦ χρειάζεται καί οἱ τακτικές του ἐπισκέψεις φανερώνουν ὅτι ξέρει πώς πάντα θά βρῆ τροφή στή βεράντα μου.
Σήμερα κατά τήν ὥρα μου μέ τό Θεό προσευχήθηκα γιά μιά σημαντική κατάστασι στή ζωή μου τήν ὁποία δέν μπορῶ νά ἀντιμετωπίσω. Πάλευα μέ τό ἄγχος ὅταν εἶδα τό κολιμπρί νά καταφθάνη στήν ταΐστρα καί πάλι. Ξαφνικά συνειδητοποίησα πώς ὅπως ὁ ἐπισκέπτης μου ἔχει τή βεβαιότητα ὅτι θά βρῆ νέκταρ, ἔτσι κι ὁ Θεός γνωρίζει καί φροντίζει τίς ἀνάγκες μου. Μπορῶ νά Τόν πλησιάσω μέ τή βεβαιότητα πώς θά βρῶ αὐτό τό ὁποῖο χρειάζομαι.
Ἄν ἐγώ μπορῶ νά φροντίσω μέ συνέπεια ἕνα ἀπ᾽ τά πιό μικρά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, πόσο περισσότερο μπορῶ νά ἐμπιστευθῶ τό Θεό ὅτι θά μέ φροντίση πλουσιοπάροχα! Σάν τό κολιμπρί, κι ἐγώ συνειδητοποίησα ξαφνικά πώς “ἄραξα” μέ εἰρήνη δίπλα στήν ἀστείρευτη Πηγή ὅλων ὅσα ἔχω ἀνάγκη».
<>.
«Καί ὁ γνωστός τραγουδιστής Μανώλης Μητσιᾶς θά ἐπισημάνη: “Ὅσο περνοῦν τά χρόνια, ἡ θέσι τοῦ ἀνθρώπου θά εἶναι κοντά στό Θεό, γιατί μέσα στό βάρβαρο πολιτισμό πού ζοῦμε σήμερα, μόνο ἔτσι μπορεῖ νά νοιώση ἡ ψυχή σου τήν ἀγαλλίασι”»(ΠΓ, 75).
<>.
Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας: «Ὁ ἄνθρωπος πού τά ἔχει ὅλα καί δέν τοῦ λείπει κάτι, γίνεται θηρίο»(ΡΖ).
<>.
«Ἡ γῆ στέγνωσε ἀπ᾽ τήν ἀνομβρία καί οἱ κάτοικοι κινδύνευαν νά πεθάνουν, χωρίς νά ἔχουν καμμιά ὑποστήριξι. Δέν ὑπῆρχαν καθόλου καρποί.
Μόλις ἔμαθαν ὅτι ἄραξε στό λιμάνι τους κάποιο πλοῖο πού μετέφερε μιά θαυματουργική εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, ἔτρεξαν ὅλοι μαζί καί γνωστοποίησαν τό πρόβλημά τους στόν πλοίαρχο, ζητώντας τήν εἰκόνα γιά νά κάνουν λιτανεία, περιμένοντας ἀπ᾽ τό Θεό νά τούς ἐλεήση. Ὁ εὐσεβής πλοίαρχος ὑπέκυψε στά παρακάλια τῶν Λημνίων καί τούς παρέδωσε τήν εἰκόνα. Ἐκεῖνοι, τήν πῆραν καί τήν λιτάνευσαν μαζί μέ ὅλο τόν κλῆρο καί τόν Ἐπίσκοπο σέ ὁλόκληρο τό νησί. Τότε, μέ θαυματό τρόπο, ὁ οὐρανός γέμισε ἀπό σύννεφα καί ἔπεσε καταρρακτώδης βροχή, ὅπως στόν καιρό τοῦ Προφήτη Ἠλία. Ἔτσι, οἱ πιστοί ἐπέστρεψαν στίς κατοικίες τους καταβρεγμένοι, ἐνῶ ἡ εἰκόνα ἀνακηρύχθηκε θαυματουργή. Μάλιστα, ἡ βροχή πού ἔπεσε στήν ξεραμένη γῆ μέ ἐπέμβασι τῆς Θεοτόκου ἔκανε τόσο καρποφόρα τήν χρονιά ἐκείνη, ὅσο ποτέ ἄλλοτε —καθώς ὅλοι ὁμολόγησαν»(ΙΖ, 27).
<>.
Ἰωάννης Πολέμης:
«Χαρά στόν, τρίς χαρά στό νικητή
πού τόν ἐχθρό του βλέποντας γονατιστό
στό χῶμα
τόν ἀνασταίνει ἀντί νά τόν πατᾶ
καί γίνεται ἔτσι ἀνώτερος καί ἀπό τή νίκη ἀκόμα»(ΓΠ, 31).
<>.
«Ὅποιος ἐπιμένει νά κρατᾶ τό τόξο του πάντοτε τεντωμένο, δέν θά πετύχη τίποτε ἄλλο, παρά νά τό σπάση...»(ΡΖ).
<>.
«Ὅταν ἤμουν μικρός, διηγεῖται ἕνας πιστός ἄνθρωπος, ἤξερα ὅτι τοῦ πατέρα μου τοῦ ἄρεσαν πολύ τά φουντούκια.
Δέν τά ἔβρισκες εὔκολα τότε κι ἔτσι μιά μέρα, πού βρῆκα μερικά, ἤμουν πολύ χαρούμενος.
Ἡ πρώτη μου σκέψι ἦταν νά ζητήσω ἀπ᾽ τή μητέρα μου νά μοῦ τά σπάση νά τά φάω, ἀλλά μετά ὑπερίσχυσε η ἀγάπη μου γιά τόν πατέρα μου.
Ἀποφάσισα νά τά φυλάξω γιά ἐκεῖνον.
Ὅταν τό βραδάκι γύρισε ἀπ᾽ τή δουλειά, ἔτρεξα καί τοῦ εἶπα: “Πατέρα, φύλαξα τά φουντούκια γιά σένα!”.
Τά πῆρε μέ πολλή χαρά, ἀλλά μοῦ φάνηκε παράξενο τό ὅτι δέν ἔσπασε οὔτε ἕνα γιά νά φάη.
Μετά ἀπό τριάντα χρόνια, καί ἀφοῦ εἶχε πιά πεθάνει ὁ πατέρας μου, ἔμαθα τί ἔχει γίνει.
Εἶχε τόσο πολύ συγκινηθῆ ἀπ᾽ τήν ἀγάπη μου, πού εἴχε κρατήσει τά φουντούκια ἐκεῖνα σ᾽ ἕνα κουτί μέσα στο γραφείο του!
Ὑ.Γ.: Ἄς μή διστάσουμε νά ἐκδηλώσουμε τήν ἀγάπη τήν ὁποία ὁ Χριστός βάζει στήν καρδιά μας, στήν οικογένειά μας, στούς συναδέλφους, στούς γείτονες, στούς συγγενεῖς μας, κλπ.»(ΗΚ).
<>.
Dostoevsky: «Τίποτε μή φοβᾶσαι, ποτέ μή φοβᾶσαι καί μή θλίβεσαι. Μιά καί μετανοεῖς, ὅλα θά στά συγχωρέση ὁ Θεός. Κι οὔτε μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά κάνη ἕνα τόσο μεγάλο ἁμάρτημα, πού θά μποροῦσε νά ἐξαντλήση τήν ἀστείρευτη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ... Φρόντιζε μονάχα γιά τή μετάνοια, γιά τήν ἀδιάκοπη μετάνοια, κι ὅσο γιά τόν φόβο, διῶξε τον ἐντελῶς ἀπ᾽ τήν καρδιά σου. Πίστεψε πώς ὁ Θεός σέ ἀγαπᾶ τόσο πολύ, πού ἐσύ οὔτε καί νά τό φανταστῆς δέν μπορεῖς. Σ᾽ ἀγαπάει παρόλο πού ἁμάρτησες. Σ᾽ ἀγαπάει μέσα στήν ἁμαρτία σου. Γιά ἕνα μετανοοῦντα, στόν οὐρανό χαίρονται περισσότερο παρά γιά χίλιους ἀναμάρτητους, εἶπε ὁ Χριστός...»(ΠΓ, 38).
<>.
Ἅγ. Θεοφάνης ὁ ἔγκλειστος: «Ἀλίμονο στήν ψυχή, πού θά φτάση στήν ἀναίδεια νά πῆ: “Τίποτε δέν φοβᾶμαι!”.
Αὐτή ἡ ἐγωϊστική ἀφοβία, εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πτώσεως καί τῆς καταστροφῆς της»(ΡΖ).
<>.
«Παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος π. Μιχ. Καρδαμάκης εὐθύβολα καί ἁγιοπατερικά: “Ὁ Χριστός δέν ἔφερε ἰδέες, ἀλλά ἔδωσε τόν ἑαυτό Του· ὁ Χριστός δέν ἔφερε νέες ἀπόψεις, ἀλλά χάρισε τή Ζωή. Ὁ Χριστός δέν ἐμπνεύστηκε μία νέα θρησκεία, ἀλλά ἔκτισε τήν Ἐκκλησία, στήν ὁποία ἱερουργεῖται ἡ Χριστιανοποίησι τοῦ ἀνθρώπου, ταυτιζόμενη μέ τήν Ἐκκλησιοποίησι ἤ λειτουργιοποίησι (εὐχαριστιοποίησι) του. Ὁ Χριστός νέκρωσε τό θάνατο καί ἀνέστησε τή ζωή, καί αὐτό εἶναι ἡ μία καί ἡ ὅλη ἀλήθεια, πού γνωρίζεται ὡς τό ἔργο τῆς πραγματικῆς σωτηρίας, ὅπου συγκεφαλαιώνεται ὅλη ἡ ἔνσαρκη Οἰκονομία Του. Ἀπό αὐτή καί μέσα σ᾽ αὐτή τήν Οἰκονομία ζῆ ἡ Ἐκκλησία, παρατεινόμενη καί αὐξανόμενη στή Λειτουργία καί μέ τή Λειτουργία Της. Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Λειτουργία δέν εἶναι τμῆμα ἤ μέρος τῆς ἀλήθειας οὔτε τμῆμα ἤ μέρος τῆς ζωῆς, ἀλλά ὁλόκληρη ἡ ἀλήθεια καί ὁλόκληρη ἡ ζωή, στήν ἐν Χριστῷ ὑπόστασί τους. Εἶναι ὁ ὅλος Χριστός ὡς ἡ ὅλη ἀλήθεια καί ἡ ὅλη ζωή, τῶν ὁποίων ὁδός εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός” (ΕΛ, 42).
<>.
π. Αθανάσιος Μηνᾶς: «Μιά ἄλλη φορά, παρακάλεσα τόν π. Σαράντη Σαράντο, νά πᾶμε στόν Ἅγιο Πορφύριο. Ἦταν ἀρχές Αὐγούστου τοῦ 1986. Ἡ σειρά πού περίμενε ὁ κόσμος, ἦταν πάρα πολύ μεγάλη κι ἔφτανε μέχρι ἔξω στήν αὐλή. Τότε ἦρθε μιά γερόντισσα καί εἶπε: "Ὁ π. Σαράντης καί ὁ π. Ἀθανάσιος νά περάσουν μέσα", γιατί μᾶλλον ὁ Ἅγιος Πορφύριος εἶχε καταλάβει πόσο μεγάλη ἀνάγκη εἶχα. Ὅταν μπήκαμε στό κελλάκι τοῦ Ἀγίου Πορφυρίου, γονάτισα, μοῦ διάβασε εὐχή συγχωρητική καί μοῦ ἀποκάλυψε φοβερά πράγματα γιά μένα, τήν Πρεσβυτέρα καί τά παιδιά μου. Ὁ Παππούλης ἦταν δίπλα μου κι ἄκουγε. Τότε ὁ Ἅγιος Πορφύριος μέ συμβούλεψε: "Καλό θά ἦταν ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς νά ἀκοῦς ὅ,τι σέ συμβουλεύει ὁ π. Σαράντης". Ὅταν πλέον φύγαμε, ὁ π. Σαράντης μοῦ εἶπε μέ ταπεινό φρόνημα: "Ἀφοῦ ὁ π. Πορφύριος εἶδε ὅτι ἀντέχεις τήν ἀλήθεια καί σοῦ τήν ἀποκάλυψε, αὐτό εἶναι καλό"»(ΣΣ, 417).
<>.
Ἑλένη Σαράντου (κόρη του π. Σαράντη Σαράντου): «Ὅταν σπούδαζα φιλολογία στό Lecce τῆς Ἰταλίας, πρίν χρόνια, βρέθηκα σέ μιά πολύ δύσκολη κι ὁριακή στιγμή τῆς ζωῆς μου! Ἤμουν στό τελευταῖο ἔτος. Εἶχα μέ πολύ ἀγῶνα ὁλοκληρώσει τήν πτυχιακή μου ἐργασία καί εἶχα πλέον περάσει τά μαθήματα ὅλων τῶν ἐτῶν, ἐκτός ἀπό ἕνα, τά Λατινικά. Τό μάθημα, ὅμως, αὐτό τό ἔκανε μιά καθηγήτρια, ἡ ὁποία ἦταν πολύ δύσκολος ἄνθρωπος καί ἔκοβε πολύ εὔκολα τούς φοιτητές της. Ἔτσι ἐπί σχεδόν ἕνα χρόνο ταλαιπωροῦμουν, τό ἔδινα καί τό ξαναέδινα χωρίς καρπούς. Κάθε σχεδόν μῆνα (=στήν Ἰταλία μποροῦσες ἀνά μῆνα νά δίνης τό ἴδιο μάθημα), τό ἔδινα, χωρίς ὅμως νά καταφέρνω τίποτε! Συνολικά τό εἶχα δώσει δέκα φορές, χωρίς νά καταφέρω νά τό περάσω. Ἡ ἀπογοήτευσί μου ἦταν μεγάλη καί μέ εἶχε πιάσει ἀπελπισία, γιατί θεωροῦσα, ὅτι δέν θά καταφέρω νά πάρω πτυχίο ποτέ! Ἔπρεπε, λοιπόν, νά βρῶ τή δύναμι καί τό κουράγιο νά τό ξαναδιαβάσω καί νά τό ξαναδώσω γιά ἐνδέκατη φορά! Ὅμως, ἡ ψυχή μου δείλιαζε καί ἐνῶ ἔπρεπε νά πάω ξανά τήν ἑπόμενη μέρα νά τό δώσω, λογισμοί μέ κυρίευαν, λέγοντάς μου, ὅτι ἦταν μάταιη ἡ προσπάθεια, ὁπότε δέν ὑπῆρχε λόγος καί νά πάω νά τό δώσω! Ἐνῶ, λοιπόν, ἔκανα αὐτές τίς σκέψεις, χτύπησε τό τηλέφωνο. Ἦταν ὁ πατέρας μου, [ὁ π. Σαράντης Σαράντος] πού μέ ἔπαιρνε ἐπί τούτου, γιατί ἤξερε ὅτι ἡ κόπωσι μέ εἶχε καταβάλει. Ἀφοῦ μέ ρώτησε πῶς ἤμουν, κατάλαβε ὅτι ἡ ψυχολογία μου ἦταν πολύ δύσκολη καί μοῦ εἶπε:
—Σέ παίρνω τηλέφωνο μέσα ἀπ᾽ τήν Παναγία! Μόλις τελείωσα τόν Ἑσπερινό! Καί σέ παίρνω, γιά νά σοῦ πῶ, ὅτι ἡ Παναγία μοῦ εἶπε νά σοῦ πῶ, ὅτι ξέρει καί Ἑλληνικά καί Ἰταλικά καί Ἀγγλικά καί ὅλες τίς γλῶσσες τοῦ κόσμου καί αὔριο θά εἶναι ἐκεῖ, κοντά σου!
Ἦταν ἡ πρώτη φορά κατά τήν ὁποία ἄκουγα τόν πατέρα μου νά μοῦ λέη μέ συντετριμμένη ψυχή, μέ φωνή σπασμένη ἀπό δάκρυα, λόγια τέτοια! Συγκλονίστηκα! Ὅταν ἔκλεισα τό τηλέφωνο, ἔπεισα τόν ἑαυτό μου, ὅτι ἔπρεπε ἔστω γιά χάρι τοῦ πατέρα μου, πού “ἔλυωνε”, ἔτσι, νά πάω στήν ἐξεταστική! Πράγματι τήν ἑπόμενη μέρα πῆγα ἀπ᾽ τό πρωΐ καί περίμενα νά ἔρθη ἡ σειρά μου, ἀφοῦ τό συγκεκριμένο μάθημα τό δίναμε προφορικά. Περίμενα ἔντρομη πολλές ὧρες καί δέν τολμοῦσα νά πάω οὔτε μέχρι τήν πόρτα, πού ἐξέταζε ἡ καθηγήτρια! Τό μόνο τό ὁποῖο ἔκανα ἦταν νά περιμένω καρτερικά, κάνοντας μέ τό κομποσχοινάκι τήν εὐχή στήν ἄκρη τοῦ διαδρόμου. Ἀπ᾽ τίς ὀκτώ ἡ ὥρα τό πρωΐ, εἶχε φτάσει πέντε πιά τό ἀπόγευμα. Τό ὄνομά μου ἦταν τελευταῖο στή λίστα. Τό Πανεπιστήμιο ὅλο εἶχε νεκρώσει, εἶχαν οἱ πάντες φύγει καί οἱ φύλακες τοῦ κτιρίου κλείδωναν τίς πόρτες. Μόνη ψυχή στήν ἐρημιά τοῦ χώρου πέραν ἀπό ἐμένα, τήν καθηγήτρια καί τόν προηγούμενο ἐξεταζόμενο φοιτητή, ἦταν ὁ βοηθός τῆς καθηγήτριας, ὁ ὁποῖος κλείδωνε τό γραφεῖο του, γιά νά φύγει κι αὐτός. Ἀφοῦ κλείδωσε, πέρασε ἀπ᾽ τήν καθηγήτρια πού ἐξέταζε, γιά νά τόν χαιρετήση καί τῆς εἶπε:
—Ἔχεις πολλούς ἀκόμα; Θά σᾶς κλειδώσουν μέσα!
Ἡ καθηγήτρια πού εἶδε στήν λίστα της, ὅτι εἶχε μόνο ἕνα ὄνομα, τό δικό μου, τοῦ εἶπε, ὅτι τελείωνε κι ὅτι εἶχε μόνο ἕνα ἄτομο. Τότε ὁ βοηθός της, γιά νά τήν ἀπαλλάξη ἀπ᾽ τό τελευταῖο ἄτομο, τῆς εἶπε:
—Θέλεις νά ἐξετάσω ἐγώ τό τελευταῖο ἄτομο, γιά νά φύγετε ὅλοι καί νά μήν κλειδωθῆτε μέσα;
Ἐκείνη βέβαια δέν μέ γνώριζε ὀνομαστικά, ἀλλά μόνο φατσικά κι ἐγώ ἀπ᾽ τό φόβο μου ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν εἶχα ἐμφανιστῆ καθόλου κοντά της. Ἔτσι, τοῦ ἀπάντησε:
—Ναί, μᾶλλον πάρτο νά τελειώνουμε!
Ἔτσι θαυματουργικά μέ ἐξέτασε ὁ βοηθός της καί πέρασα τό τελευταῖο μάθημα, πῆρα τό πτυχίο κι ἔφυγα ἀπ᾽ τήν Ἰταλία μετά ἀπό πέντε κοπιαστικά χρόνια! Δέν τό χωροῦσε ὁ νοῦς μου! Ἡ πίστι τοῦ πατέρα μου στήν Παναγία ἔφερε “τά πάνω κάτω”!»(ΣΣ, 462).
<>.
Νεκτάριος Κακλαμάνος (ἐγγονός τοῦ π. Σαράντη Σαράντου):
«Ὁ δικός μας ὁ παππούς δέν ἦταν ἕνας ἁπλός παππούς! Ἦταν συγχρόνως καί πνευματικός μας καί γι᾽ αὐτό προσπαθοῦσε νά μᾶς καθοδηγῆ μέ κάθε τρόπο, χωρίς πολλά λόγια, ἀλλά περισσότερο μέ πράξεις. Δέν ἤθελε νά γίνεται φορτικός, ἀλλά ἀνάλαφρα μᾶς νουθετοῦσε, χωρίς καλά-καλά νά τό καταλαβαίνουμε! Ἔτσι κάποια φορά, πού δέν μποροῦσε νά μᾶς πάρη ἀπ᾽ τό σχολεῖο, γιατί εἶχε κάποια κηδεία, γυρίσαμε στό σπίτι μόνοι μας. Μπήκαμε μέσα, πετάξαμε κάτω τίς τσάντες μας, τά παπούτσια μας, τά μπουφάν μας κι ἀρχίσαμε νά παίζουμε. Ὁ παπποῦς μας, ὅμως, ἐπειδή μᾶς εἶχε ἔννοια, πού ἤμασταν μόνοι μας, μέχρι νά γυρίσουν οἱ γονεῖς μας, ἦρθε στό σπίτι μας ἀμέσως μετά τήν κηδεία. Μπῆκε μέσα, χωρίς νά τό καταλάβουμε. Ἀντίκρυσε τά πεταμένα μας πράγματα καί πολύ σιγανά καί διακριτικά πῆρε τό ἐξώρασό του καί τό τοποθέτησε πολύ ὄμορφα καί εὐθυγραμμισμένα στό πάτωμα! Ἔπειτα ἦλθε κοντά μας κι ὅταν πλέον τόν ἀντιληφθήκαμε, σηκωθήκαμε ὅλοι, πήραμε τήν εὐχή του καί τόν ἀγκαλιάσαμε. Τότε διαπιστώσαμε ὅτι τό ράσο του ἦταν πεταμένο στό πάτωμα. Μέ ἔκπληξι, ἀλλά καί λίγο θράσος, τοῦ εἶπαμε:
—Καλέ παπποῦ, τί κάνεις; Πέταξες κάτω τό ράσο σου;
Κι αὐτός τότε μέ χαμόγελο, μᾶς ἀπάντησε:
—Μά, καλά ἐκεῖ δέν εἶναι ἡ κρεμάστρα σας;
Τότε, ὅλοι μας καταλάβαμε καί τρέξαμε νά μαζέψουμε ἀπό κάτω τό χαμό, πού εἴχαμε ἀφήσει, μπαίνοντας ἀπ᾽ τό σχολεῖο. Αὐτός ἦταν ὁ παπποῦς μας! Μᾶς καθοδηγοῦσε, χωρίς ὅμως νά μᾶς κάνει καμμία παρατήρησι!»(ΣΣ, 444).
<>.
Mark Twain: «Συγχώρησι εἶναι ἡ εὐωδία πού ἀναδιδει ὁ μενεξές στή ροδα πού τόν συνέθλιψε».
<>.
«Δέν ὑπάρχει “ἡ σωστή στιγμή”.
Ὑπάρχουν μόνο “στιγμές” καί τί κάνεις μέ αὐτές».
<>.
«Ρώτησα κάποτε τόν Eddie Rickenbacker [πιλότος μαχητικού αεροσκάφους, 1890-1973] ποιό ἦταν τό μεγαλύτερο μάθημα πού ἀποκόμισε μέ τούς συντρόφους του τίς εἴκοσι μία μέρες τίς ὁποῖες ἔζησαν στίς σχεδίες τους ἀπελπιστικά χαμένοι, ἔρμαια τοῦ Εἰρηνικοῦ. “Τό μεγαλύτερο μάθημα τό ὁποῖο ἔμαθα ἀπό αὐτή τήν ἐμπειρία εἶναι”, μοῦ εἶπε, “ὅτι ἄν ἔχης ὅσο καθαρό νερό θέλεις γιά νά πίνης καί ὅσο φαγητό θέλεις γιά νά τρῶς, δέν πρέπει ποτέ νά παραπονιέσαι γιά ὁτιδήποτε”»(CD, 215).
<>.
«Πρίν πολλά χρόνια σέ μιά ἀγροτική περιοχή ζοῦσε μία εὐσεβής οἰκογένεια.
Ἐπειδή δέν γνώριζαν πολλά γράμματα εἶχαν τή συνήθεια νά προσεύχωνται μεγαλοφώνως μέσα στό σπίτι μέ τόν Ἀρχαγγελικό Χαιρετισμό, καί αὐτόν ἀκριβῶς τό Χαιρετισμό ἀκούγοντας καί ὁ μικρός γυιός τῆς οἰκογένειας ἀπ᾽ τήν παιδική του ἡλικία, τόν ἐπαναλάμβανε συνέχεια, εἶτε βρισκόταν μέσα στό σπίτι, εἶτε ἔπαιζε ἔξω στήν αὐλή!
Μιά μέρα, πού εἶχε λίγο μεγαλώσει, ἀπομακρύνθηκε λίγο ἀπ᾽ τό σπίτι καί πῆγε νά παίξη μέ τά ἄλλα παιδάκια κοντά στό ποτάμι πού πέρναγε δίπλα ἀπ᾽ τό χωριό τους.
Ἀπρόσεκτος καθώς ἦταν γλίστρησε καί ἔπεσε στό ποτάμι!
Καί καθώς ἦταν χειμώνας καί τά νερά ἦταν φουσκωμένα ὁ μικρός, πού δυστυχῶς δέν γνώριζε κολύμπι, παρασύρθηκε γρήγορα ἀπ᾽ τά ὅρμητικά νερά.
Τά ἄλλα παιδάκια ἄρχιζαν νά φωνάζουν γιά βοήθεια, οἱ χωριανοί ἔτρεξαν ἀμέσως καί κάποιοι βούτηξαν μάλιστα στό ποτάμι καί κολύμπησαν στήν προσπάθειά τους νά βροῦν τό παιδάκι.
Ἐντωμεταξύ εἰδοποιήθηκε καί ἡ μάνα καί γεμάτη ἀγωνία ἔτρεξε κι αὐτή στό σημεῖο ὅπου εἶχε πέσει μέσα στό ποτάμι ὁ μικρός τῆς γυιός.
Ἡ ώρα περνοῦσε καί ὁ μικρός δέν ἔδινε σημεῖο ζωῆς.
Κάποιοι ἄρχισαν νά ψάχνουν πιά καί στίς δύο ὄχθες τοῦ ποταμοῦ, γιά νά περισυλλέξουν τό νεκρό κορμάκι τοῦ ἀγοριοῦ, ἦταν πεπεισμένοι, ὅτι ὁ μικρός θά εἶχε πνιγεῖ.
Μόνο ἡ μάνα του εἶχε τήν ἐλπίδα της στήν Θεοτόκο καί μέ δάκρυα στά μάτια τήν παρακαλοῦσε νά κάνη τό θαῦμα της καί νά τῆς χαρίση τό παιδί της.
Καί, ὦ, τοῦ παραδόξου θαύματος!
Βλέπουν ἀπ᾽ τό βάθος τοῦ ποταμοῦ, νά ξεπροβάλλη μία μορφή, πού ἐρχόταν κόντρα στήν φορά τῶν νερῶν τοῦ ποταμοῦ.
Ὅταν πλησίασε κάπως διέκριναν τό μικρό νά ἐπιπλέη στό ποτάμι, μέ τά ροῦχα του στεγνά καί νά χαμογελάη κτυπώντας χαρούμενα τά χέρια του.
Τόσο ἡ μάνα ὅσο καί οἱ ὑπόλοιποι βούτηξαν στά νερά καί ὁ μικρός βρέθηκε στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του, πού γεμάτη δάκρυα εὐχαριστοῦσε τήν Παναγία μας γιά τό θαύμα Της.
—Μά γιατί κλαῖς μανούλα μου, ρώτησε ἀπορημένος ὁ μικρός!
—Παιδί μου τόση ὥρα πού λείπεις νομίσαμε ὅτι πνίγηκες καί θά σέ ἔχανα γιά πάντα!
—Ἄχ μανούλα μου!, ἀπάντησε ψύχραιμα ὁ μικρός, μόλις ἔπεσα στό νερό ἔνοιωσα δύο χέρια νά μέ σηκώνουν ψηλά. Γύρισα καί εἶδα τήν Παναγίτσα μας νά μέ κρατάη ἀγκαλιά, καί ὅλη αὐτή τήν ὥρα ἤμουν μαζί Της! Καί ξέρεις μανούλα μου... παίζαμε μαζί! Ἐγώ τήν χαιρετοῦσα ὅπως μέ ἔχεις μάθει νά κάνω ἀπό μωρό, Της ἔλεγα συνέχεια: “Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία!” καί ἐκείνη χαμογελαστή μοῦ ἀπαντοῦσε: “Ο Κύριος μετά σοῦ!”.
<>.
«Ἔσυραν τόν Κύπριο στρατιώτη μπροστά στούς αἰχμαλώτους. Φωνάζοντας στά τουρκικά ἄρχισαν νά τόν χτυποῦν ἀλύπητα.
—Βγάλε σταυρό σου, πέτα τον χαμαί καί πάτα τον!, εἶπε ἕνας Τουρκοκύπριος μέ σπαστά ἑλληνικά.
Ἡ ἰδέα ἐνθουσίασε τούς ὑπόλοιπους στρατιῶτες πού μέ ἰαχές φώναζαν:
— Bγάλε τον καί πάτα τον!
Ὁ Ἐλληνοκύπριος στρατιώτης, μέ ὅση δύναμι εἶχε, φώναξε:
—Ὄχι! Ποτέ!
—Ἄρχισαν νά τόν χτυποῦν μέ λύσσα.
—Βγάλε τό σταυρό σου! Βγάλε!
—Ὄχι!
Ὅσο ἀρνιόταν τόσο περισσότερο τόν χτυποῦσαν μέ λύσσα παντοῦ. Τόν λόγχιζαν καί τό αἷμα ἔρρεε ποτάμι.
Τά μικρά παιδιά τρόμαξαν, ἄρχισαν νά κλαῖνει. Οἱ μάνες προσπαθοῦσαν νά τά κάνουν νά μή βλέπουν καί νά τά ἡσυχάσουν. Φοβόντουσαν μήν τραβήξουν τήν προσοχή τῶν Τούρκων μέ δυσοίωνα ἀποτελέσματα.
Μισή ὥρα τόν χτύπαγαν, τόν κλώτσαγαν, τόν λόγχιζαν φωνάζοντάς του νά βγάλη τό σταυρό του. Μά ὁ Ἑλληνοκύπριος στρατιώτης ἦταν ἀποφασισμένος νά πεθάνη παρά νά τόν βγάλη.
Τόν τράβηξαν πίσω ἀπό κάτι δέντρα. Ὅλοι πίστευαν ὅτι τόν πῆραν γιά νά τόν σκοτώσουν. Μά οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦσαν νά τοῦ ἐκμαιεύσουν πληροφορίες...
—Ποῦ εἶναι (οἱ) δικοί μας;
—Δέν ξέρω.
Κλωτσιά στά πλευρά καί πάλι τόν σήκωναν καί ρώταγαν γιά τούς δικούς τους. Οἱ αἰχμάλωτοι ἄκουγαν μά ἀμφέβαλλαν ἄν πραγματικά νοιάζονταν οἱ Τοῦρκοι γιά πληροφορίες ἤ ἦταν ἁπλῶς ψεύτικες ἀφορμές γιά νά χτυποῦν τό παλληκάρι.
Ὁ Ἑλληνοκύπριος στρατιώτης δέν μποροῦσε πιά νά στηρίξη τό σῶμα του. Τοῦ εἶχαν σπάσει τά πλευρά, τόν εἶχαν λογχίσει παντοῦ. Τόν εἶχαν χτυπήσει πολύ ἄσχημα.
Ἕνας Τοῦρκος ἅπλωσε τότε τό χέρι του νά τραβήξη τή μαύρη καδένα ἀπ᾽ ὅπου κρεμόταν ὁ σταυρός. Τό χέρι τοῦ Ἑλληνοκυπρίου πρόλαβε καί τόν ἅρπαξε. Ὁ Τοῦρκος σάστισε. Ποῦ τή βρῆκε τή δύναμι; Ἔκανε ἕνα βῆμα πίσω. Ὁ Ἑλληνοκύπριος μέ τό χέρι νά σφίγγη τό σταυρό ἔπεσε μέ πάταγο στό χῶμα.
Αἱμόφυρτο καί λιποθυμισμένο, σωστό ματωμένο κουβάρι, τόν πέταξαν στά πόδια τῶν αἰχμαλώτων.
Τότε ὁ σταυρός του, ἄν καί γεμάτος αἵματα, ἔλαμψε ξαφνικά μέ ἕνα φῶς ἀπόκοσμο, θεϊκό!
Οἱ ἄνθρωποι τοῦ μίσους δέν τό εἶδαν. Οὔτε κατάλαβαν γιατί οἱ Ἕλληνες αἰχμάλωτοι κοίταγαν μέ δέος τό παλληκάρι μπροστά τους. Ἦταν τά μάτια τους θολά καί σκοτεινά, τό φῶς δέν μποροῦσε νά τούς ἀγγίξη»(ΣΜ, 41).
INS.
<>.